ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 20ής Οκτωβρίου 1977 ( *1 )

Στην υπόθεση 29/77,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal d'Instance de Lille (της Λίλλης) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

SA Roquette Frères, με έδρα τη Lestrem (Pas-de-Calais),

και

Γαλλικού Δημοσίου - Administration des Douanes, Λίλλη,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971, περί ορισμένων μέτρων συγκυριακής πολιτικής που πρέπει να ληφθούν στο γεωργικό τομέα ως συνέπεια της προσωρινής διευρύνσεως των περιθωρίων διακυμάνσεως των νομισμάτων ορισμένων κρατών μελών (EE ειδ. έκδ. 03/006, σ. 192) και ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 652/76 της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 1976 περί τροποποιήσεως των νομισματικών εξισωτικών ποσών κατόπιν της μεταβολής της τιμής συναλλάγματος του γαλλικού φράγκου (JO 1976, L 79, σ. 4),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, Πρόεδρο, Μ. Sørensen και G. Bosco (προέδρους τμήματος), Α. Μ. Donner, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, A. J. Mackenzie Stuart, A. O'Keeffe και A. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J.-P. Warner

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(Το μέρος που περιέχει τα πραγματικά περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1977, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 1977, το Tribunal d'Instance της Λίλλης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού 974/71 του Συμβουλίου της 12ης Μαΐου 1971, περί ορισμένων μέτρων συγκυριακής πολιτικής που πρέπει να ληφθούν στο γεωργικό τομέα ως συνέπεια της προσωρινής διευρύνσεως των περιθωρίων διακυμάνσεως των νομισμάτων ορισμένων κρατών μελών (EE ειδ. έκδ. 03/006, σ. 192) και ως προς το κύρος του κανονισμού 652/76 της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 1976, περί τροποποιήσεως των νομισματικών εξισωτικών ποσών κατόπιν της μεταβολής της τιμής συναλλάγματος του γαλλικού φράγκου (JO L 79, σ. 4).

2

Δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε, το Μάρτιο του 1976, να αποσύρει το φράγκο από το σύστημα δυνάμει του οποίου τα νομίσματα ορισμένων κρατών μελών κυμαίνονται σε σχέση προς τα νομίσματα τρίτων χωρών ενώ ταυτόχρονα διατηρούν μεταξύ τους ορισμένα περιθώρια διακυμάνσεως (το «φίδι»), η Επιτροπή εξέδωσε τον προαναφερθέντα κανονισμό 652/76, με τον οποίο θεσπίστηκαν, με ισχύ από τις 25 Μαρτίου 1976, νομισματικά εξισωτικά ποσά όσον αφορά το εμπόριο της Γαλλίας με κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.

3

Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την καταβολή εκ μέρους της ενάγουσας της κύριας δίκης ύστερα από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 652/76 νομισματικών εξισωτικών ποσών όσον αφορά τις εξαγωγές της αμυλούχων προϊόντων με βάση τον αραβόσιτο.

4

Καταρχάς ερωτάται αν, για τη θέσπιση ή τη διατήρηση νομισματικών εξισωτικών ποσών, το άρθρο 1, τρίτη παράγραφος, του κανονισμού 974/71 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1971, υποχρεώνει την Επιτροπή να αναφέρει ότι υφίσταται κίνδυνος διαταραχών στο εμπόριο, ενώ της απαγορεύει να καθορίζει εξισωτικά ποσά σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.

5

Εξάλλου, ερωτάται σε τι πρέπει να συνίστανται οι εν λόγω διαταραχές.

6

Επίσης τίθεται το ερώτημα αν ο κίνδυνος διαταραχών πρέπει να εκτιμάται από πλευράς των βασικών προϊόντων (τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2 α) ή από πλευράς των σχετικών μεταποιημένων προϊόντων (τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2 β) του κανονισμού 974/71.

7

Στη συνέχεια, ερωτάται αν ο κανονισμός 652/76 της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 1976 και οι' μεταγενέστεροι αυτού κανονισμοί πρέπει, κατά το μέτρο που θεσπίζουν για τον αραβόσιτο (10.05 Β) και τα αναφερόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 2 β του κανονισμού 974/71 και εξαρτώμενα απ' αυτόν προϊόντα νομισματικά εξισωτικά ποσά ίσα προς τη συνολική επί της τιμής του βασικού προϊόντος νομισματική επίπτωση, διορθωμένη απλώς διά μιας κατ' αποκοπήν εκπτώσεως, να θεωρηθούν έγκυροι από πλευράς της βασικής κοινοτικής νομοθεσίας χωρίς να εξεταστεί αν το συνολικό αυτό μέτρο είναι απολύτως αναγκαίο.

8

Τέλος, τίθεται το ερώτημα αν η μέσω του κανονισμού 652/76 της Επιτροπής καθώς και των μεταγενέστερων κανονισμών θέσπιση και διατήρηση σε ισχύ των νομισματικών εξισωτικών ποσών είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του άρθρου 39 της Συνθήκης της Ρώμης, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά καίτοι ελήφθησαν για να εμποδιστεί ώστε βραχυπρόθεσμες μεταβολές των τιμών συναλλάγματος να έχουν άμεση επίπτωση επί των γεωργικών τιμών σε εθνικό νόμισμα, συνεπάγονται, κατά την Επιτροπή (πρόταση περί κανονισμού της 5ης Νοεμβρίου 1976), αποτελέσματα που διαταράσσουν την ενότητα της γεωργικής αγοράς και προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό ενώ, σύμφωνα με την εταιρία Roquette, μειώνουν το πραγματικό εισόδημα των Γάλλων γεωργών.

9

Με τα πιο πάνω ερωτήματα ζητείται, κυρίως, να διαπιστωθεί αν ο κανονισμός 652/76 της Επιτροπής και οι μεταγενέστεροι κανονισμοί είναι έγκυροι ή όχι.

10

Με το σύστημα των εξισωτικών ποσών που θεσπίστηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1 του κανονισμού 974/71, όπως τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς του Συμβουλίου 2746/72, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (JO L 291, σ. 148) και 509/73, της 22ας Φεβρουαρίου 1973 (EE ειδ. έκδ. 03/009, σ. 48) προβλέπεται ότι αν ένα κράτος μέλος αποδέχεται για το νόμισμά του τιμή συναλλάγματος που εξέρχεται, είτε προς τα άνω είτε προς τα κάτω, του ορίου διακυμάνσεως που επιτρέπεται από τις ισχύουσες την 12η Μαΐου 1971 διεθνείς ρυθμίσεις, α) το κράτος μέλος, το νόμισμα του οποίου έχει υπερτιμηθεί πέραν του ορίου διακυμάνσεως, εισπράττει επί των εισαγωγών και χορηγεί επί των εξαγωγών εξισωτικά ποσά, β) το κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα έχει υποτιμηθεί πέραν του ορίου διακυμάνσεως, εισπράττει επί των εξαγωγών και χορηγεί επί των εισαγωγών εξισωτικά ποσά για τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 προϊόντα στο πλαίσιο του εμπορίου με τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες.

11

Η τρίτη παράγραφος του εν λόγω άρθρου 1 ορίζει ότι η παράγραφος 1 δεν ισχύει σε περίπτωση που η εφαρμογή των προβλεπόμενων στην εν λόγω παράγραφο νομισματικών μέτρων θα συνεπαγόταν διαταραχές στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων.

12

Στην Επιτροπή εναπόκειται, κατόπιν γνώμης των επιτροπών διαχειρίσεως, να διαπιστώσει την ύπαρξη της κατάστασης αυτής.

13

Οι πιθανότητες διαταραχών στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων είναι τόσο πολλές και τόσο ποικίλες ώστε θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για την Επιτροπή να τις απαριθμήσει όλες σε ένα κανονισμό.

14

Συνεπώς, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, βάσει αποκλειστικά μιας αισθητής πτώσεως της τιμής συναλλάγματος ενός νομίσματος, να κρίνει ότι υφίσταται κίνδυνος διαταραχής.

15

Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 652/76 δεν γίνεται ρητή αναφορά στις διαταραχές που μπορούν να προκληθούν από τη μη ύπαρξη νομισματικών εξισωτικών ποσών, αλλά απλώς ορίζεται ότι «η διαπιστωθείσα στις αγορές συναλλάγματος τιμή του γαλλικού φράγκου εμφανίζει, από τις 15 Μαρτίου 1976, αισθητή πτώση και ότι, ως εκ τούτου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1 β του κανονισμού (ΕΟΚ) 974/71 βάσει των οποίων δικαιολογείται η εφαρμογή νομισματικών εξισωτικών ποσών».

16

Είναι προφανές ότι με τη μνεία αυτή επιδιώκεται να γίνει αναφορά στις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1 β του εν λόγω κανονισμού και πρέπει η μνεία να νοηθεί υπ' αυτήν την έννοια.

17

Καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε ρητώς ότι σε περίπτωση που δεν υφίσταντο νομισματικά εξισωτικά ποσά θα υπήρχε κίνδυνος διαταραχών στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων, είναι προφανές ότι η προσθήκη μιας τέτοιας αιτιολογικής σκέψης θα ήταν απλώς τυπικού χαρακτήρα.

18

Συνεπώς, το γεγονός ότι η αιτιολογία έλαβε τη μορφή παραπομπής στις οριζόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1 του κανονισμού 974/71 προϋποθέσεις, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί-με έλλειψη αιτιολογίας.

19

Εφόσον πρόκειται για τον υπολογισμό περίπλοκης οικονομικής κατάστασης, η Επιτροπή και η επιτροπή διαχειρίσεως διαθέτουν, εν προκειμένω, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

20

Το Δικαστήριο, ελέγχοντας τη νομιμότητα της άσκησης μιας τέτοιας εξουσίας, πρέπει να περιορίζεται στο να εξετάζει αν η άσκηση αυτή ενέχει προφανή πλάνη ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή αν οι σχετικές αρχές υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν.

21

Το άρθρο 1, παράγραφος 3 του κανονισμού 974/71 δεν μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει την Επιτροπή να αποφασίζει, κατά περίπτωση, ή χωριστά για κάθε προϊόν και κάνοντας διάκριση ανάλογα με τη χώρα εξαγωγής, για το αν υφίσταται κίνδυνος διαταραχής.

22

Από το ίδιο το κείμενο της διάταξης αυτής καταφαίνεται ότι είναι δυνατές, εν προκειμένω, εκτιμήσεις γενικής φύσεως.

23

Ειδικότερα, επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την αποτελεσματικότητα του συστήματος των εξισωτικών ποσών επιτρέπουν, για την εκτίμηση της πιθανότητας διαταραχών στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων, τη λήψη υπόψη κατηγοριών προϊόντων.

24

Δεδομένου ότι οι διαταραχές στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων συνίστανται συχνά σε εκτροπές του εμπορίου, η Επιτροπή, κατά την εκτίμησή της όσον αφορά τον απειλούμενο κίνδυνο, λαμβάνει υπόψη τόσο τις συνθήκες της αγοράς όσο και τους, νομισματικής φύσεως παράγοντες που προκύπτουν από την αξία του νομίσματος των κρατών μελών.

25

Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εκτιμά τους σχετικούς κινδύνους διαταραχών είτε από πλευράς του εμπορίου βασικών προϊόντων είτε από πλευράς του εμπορίου και βασικών και παράγωγων προϊόντων..

26

Ο υπολογισμός των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα παράγωγα προϊόντα αραβοσίτου έγινε κατόπιν αυστηρής εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2 του κανονισμού 974/71 όπου ορίζεται ότι, για τα άλλα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, τα εξισωτικά ποσά είναι ίσα με την επίπτωση επί των τιμών του προϊόντος για το οποίο πρόκειται της εφαρμογής του εξισωτικού ποσού επί των τιμών του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, από τις οποίες εξαρτώνται.

27

Η μνημονευθείσα κατ' αποκοπήν έκπτωση αφορά τη μείωση κατά 1,50 μονάδες, που αντιπροσωπεύει το μέσο όρο επί τοις εκατό του διαπιστωθέντος για το υποτιμημένο νόμισμα ανοίγματος, μέσο όρο που έχει καθοριστεί με το άρθρο 4 του κανονισμού 557/76 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί των τιμών συναλλάγματος που πρέπει να εφαρμόζονται στον γεωργικό τομέα (EE ειδ. έκδ. 03/014, σ. 184).

28

Επομένως, το μόνο που έπραξε η Επιτροπή ήταν να εφαρμόσει αυστηρά τους κανονισμούς του Συμβουλίου.

29

Όσον αφορά το κύρος του βασικού κανονισμού, το άρθρο 39 της Συνθήκης απαριθμεί διάφορους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

30

Κατά την επιδίωξη των στόχων αυτών, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν τη διαρκή εναρμόνιση που επιβάλλεται λόγω των ενδεχόμενων αντιθέσεων μεταξύ των στόχων αυτών, θεωρούμενων χωριστά, και, ενδεχομένως, να προσδίδουν σε ένα από αυτούς την προσωρινή προτεραιότητα που επιβάλλεται από τα γεγονότα ή τις οικονομικές συνθήκες ενόψει των οποίων λαμβάνουν τις αποφάσεις τους.

31

Αν, με τον κανονισμό 974/71, δόθηκε, ενδεχομένως, προτεραιότητα, λόγω της εξελίξεως της νομισματικής κατάστασης, στην ανάγκη σταθεροποιήσεως των αγορών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω κανονισμός αντίκειται στο άρθρο 39.

32

Όσον αφορά το αντλούμενο από την πρόταση της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 1976 επιχείρημα, στην πρόταση αυτή είχε ληφθεί υπόψη ότι, λόγω της διατηρήσεως απρόσφορων αντιπροσωπευτικών τιμών συναλλάγματος, υφίστατο κίνδυνος το σύστημα των νομισματικών εξισωτικών ποσών να παρεκκλίνει του σκοπού του.

33

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν ισχυρίστηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνέβαινε κάτι τέτοιο όσον αφορά το γαλλικό φράγκο.

34

Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

35

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος τόσο του επίδικου κανονισμού όσο και των μεταγενέστερων αυτού κανονισμών.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1977, το Tribunal d'Instance de Lille, αποφαίνεται ότι:

 

Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του κανονισμού 652/76 της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 1976.

 

Kutscher

Sørensen

Bosco

Donner

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Touffait

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 20 Οκτωβρίου 1977.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Οκτωβρίου 1977.

Kutscher

Sørensen

Bosco

Donner

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Touffait

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.