ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERHARD REISCHL

της 16ης Φεβρουαρίου 1978 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Τον Ιούλιο 1973, η καθής της κύριας δίκης εισήγαγε από τη Γαλλία στην Ιταλία κρέας προοριζόμενο για ανθρώπινη κατανάλωση. Στα σύνορα, το εμπόρευμα αυτό υποβλήθηκε σε υγειονομικό έλεγχο, κατ' εφαρμογή ενός ιταλικού νόμου που ανάγεται στο 1934. Για τον έλεγχο αυτό έπρεπε να εισπραχτούν τέλη, για τα οποία οι συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο της εισαγωγής είχαν καθοριστεί με νόμο της 30ής Δεκεμβρίου 1970.

Η επιχείρηση Simmenthal θεώρησε ότι το γεγονός αυτό δεν συμβιβαζόταν με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και υπέβαλε, ως εκ τούτου, αίτηση στον Pretore της Susa περί αποδόσεως των τελών που είχε καταβάλει. Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην υποβολή αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (υπόθεση 35/76, Simmenthal SpA κατά Υπουργείου Οικονομικών της Ιταλίας, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Slg. 1976, σ. 1871 επ.), επί της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

«1.

α)

Οι υγειονομικοί έλεγχοι, που διενεργούνται συστηματικά ή όχι στα σύνορα κατά την εισαγωγή ζώων ή κρεάτων που προορίζονται προς βρώση, συνιστούν μέτρα αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης, τα οποία απαγορεύονται από τη διάταξη αυτή, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα από το άρθρο 36 της Συνθήκης.

β)

Η απαγόρευση που αναφέρεται στα μέτρα αυτά, με επιφύλαξη της προαναφερθείσας εξαίρεσης, άρχισε να ισχύει, ως προς προϊόντα που εμπίπτουν στους κανονισμούς 14/64 και 805/68, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των εν λόγω κανονισμών.

2.

Μολονότι ο συστηματικός υγειονομικός μεθοριακός έλεγχος των προϊόντων που εμπίπτουν στις οδηγίες 64/432 και 64/433 έχει παύσει να είναι αναγκαίος και συνεπώς δεν είναι πλέον δικαιολογημένος, κατά την έννοια του άρθρου 36, από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται με τις οδηγίες για τη θέση σε ισχύ των εθνικών διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις των οδηγιών αυτών και μολονότι κατ' αρχήν η τήρηση των υγειονομικών προϋποθέσεων πρέπει να προκύπτει από τον έλεγχο των εγγράφων καν μόνο (πιστοποιητικού υγειονομικού έλεγχου, πιστοποιητικού καταλληλότητας), τα οποία συνοδεύουν υποχρεωτικά τα προϊόντα, δεν αποκλείεται η διενέργεια σποραδικών κτηνιατρικών ή υγειονομικών ελέγχων, υπό τον όρο ότι δεν θα λαμβάνει τέτοια έκταση, ώστε να συνιστά συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

3.

α)

Οι οικονομικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται για τη διενέργεια υγειονομικού ελέγχου των προϊόντων κατά τη διέλευσή τους από τα σύνορα πρέπει να θεωρούνται ως επιβαρύνσεις ισοδυνάμου προς δασμούς αποτελέσματος.

β)

Τούτο δεν θα ίσχυε μόνο στην περίπτωση που οι οικονομικές επιβαρύνσεις ενέπιπταν σε ένα γενικό καθεστώς εσωτερικών τελών, που πλήττει συστηματικά τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα βάσει των ίδιων κριτηρίων.

4.

Οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από τις διάφορες δημόσιες αρχές κατά τη διενέργεια υγειονομικών ελέγχων εντός των κρατών μελών, τόσο επί των εγχωρίων όσο και επί των εισαγομένων προϊόντων, συνιστούν εσωτερικούς φόρους που εμπίπτουν στην απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 95 της Συνθήκης.»

Ο PRETORE στη συνέχεια, στις 24 Ιανουαρίου 1977, διέταξε την απόδοση των καταβληθέντων τελών εντόκως, με την αιτιολογία ότι η είσπραξή τους ήταν παράνομη.

Η Amministrazione delle finanze άσκησε ανακοπή της διαταγής αυτής. Ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση εισπράξεως των επίδικων τελών απορρέει — από πλευράς κοινοτικού δικαίου — μόνο από τον κανονισμό 14/64 (ABl. 34 της 27.2.1964, σ. 562) και τον κανονισμό 805/68 (EE ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72), ο οποίος επαναλαμβάνει τις αντίστοιχες διατάξεις του προηγούμενου κανονισμού. Από πλευράς ιταλικού δικαίου, αντιθέτως, η είσπραξη των υγειονομικών τελών στηρίζεται στο νόμο της 30ής Δεκεμβρίου 1970, με τον οποίο τροποποιήθηκαν οι συντελεστές των εν λόγω τελών και, συνεπώς, αυτά διατηρήθηκαν εν ισχύι. Ο νόμος αυτός είναι δηλαδή lex posterior ως προς τις οικείες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Εν όψει δε της αρχή της διαχωρισμού των εξουσιών, ο δικαστής δεν έχει την ευχέρεια να μην εφαρμόσει έναν εθνικό νόμο τον οποίο θεωρεί αντιβαίνοντα προς το κοινοτικό δίκαιο. Ενόσω ο νομοθέτης δεν έχει τροποποιήσει το νόμο αυτό, ο δικαστής υποχρεούται να υποβάλει το ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να κηρύξει αντισυνταγματικό τον επίμαχο νόμο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 του ιταλικού Συντάγματος. Η λύση αυτή προκύπτει σαφώς από την απόφαση 232 της 30ής Οκτωβρίου 1975 του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και από άλλες αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου.

Η επιχείρηση Simmenthal αντιτείνει κατ' αρχάς ότι το πρόβλημα το οποίο προβάλλει η Amministrazione delle finanze δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Το παράνομο της είσπραξης των υγειονομικών τελών απορρέει από το μη σύννομο χαρακτήρα των σχετικών ελέγχων σχετικά με αυτούς, ο νόμος του 1970, τον οποίο επικαλείται η Amministrazione, δεν περιέχει καμία διάταξη· η σχετική ρύθμιση περιέχεται στο νόμο του 1934. Αν, από την άλλη πλευρά, γινόταν δεκτή η άποψη της Amministrazione delle finanze, ότι ο νόμος του 1970, καθορίζοντας νέους συντελεστές των εισπραττομένων τελών, επιβεβαίωσε σιωπηρά την υποχρέωση διεξαγωγής υγειονομικών ελέγχων, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει το ιταλικό συνταγματικό δίκαιο, να αφήνεται στο Συνταγματικό Δικαστήριο η μέριμνα να αναγνωρίζει ότι μεταγενέστεροι εθνικοί νόμοι δεν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές που έχει δεχτεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τα αποτελέσματα που παράγει το κοινοτικό δίκαιο στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, καθώς και σχετικά με την άμεση ισχύ και τα άμεσα αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, που δημιουργούν υπέρ των πολιτών δικαιώματα, τα οποία οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαστήρια. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπονται επεμβάσεις των κρατικών οργάνων που ενδέχεται να εμποδίζουν ή να παρακωλύουν την ομοιόμορφη ανάπτυξη της πλήρους αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη. Σ' αυτό όμως το αποτέλεσμα καταλήγει η εφαρμογή του συστήματος του ιταλικού δικαίου, το οποίο δεν παρέχει στα τακτικά δικαστήρια την ευχέρεια να μην εφαρμόζουν τους κανόνες του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο δεν εξασφαλίζεται επομένως η πλήρης και ακέραια αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, έως ότου αποφανθεί το Συνταγματικό Δικαστήριο. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι κατά την επιχείρηση Simmenthal οι σχετικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου παράγουν αποτελέσματα μόνον ex nunc η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας επομένως δεν αποτελεί θεραπεία με αναδρομική ενέργεια, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με έλλειψη πλήρους και ασφαλούς προστασίας του ιδιώτη, ο οποίος αντλεί δικαιώματα από την κοινοτική νομοθεσία.

Η διαφορά αυτή οδήγησε τον Pretore di Susa να αναστείλει και πάλι τη διαδικασία και να υποβάλει προδικαστικώς στο Δικαστήριο, με Διάταξη της 28ης Ιουλίου 1977, τα ακόλουθα ερωτήματα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ:

α)

Το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι άμεσα ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει, άσχετα από οποιονδήποτε κανόνα εσωτερικού δικαίου ή πρακτική των κρατών μελών, να παράγουν πλήρως και στο ακέραιο τα αποτελέσματά τους και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα στην έννομη τάξη των εν λόγω κρατών μελών, έτσι ώστε να κατοχυρώνονται και τα δικαιώματα των ιδιωτών, σημαίνει ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν την έννοια ότι τυχόν μεταγενέστερες διατάξεις εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν προς τους ίδιους αυτούς κανόνες κοινοτικού δικαίου πρέπει να θεωρούνται αυτεπαγγέλτως ως ανεφάρμοστοι, χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η εξαφάνισή τους είτε από τον ίδιο το νομοθέτη (κατάργηση) είτε από άλλα συνταγματικά όργανα (κήρυξη αντισυνταγματικότητας), αν ληφθεί ιδίως υπόψη ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, έως ότου κηρυχθεί η εν λόγω αντισυνταγματικότητα, ο εθνικός νόμος εξακολουθεί να έχει πλήρη ισχύ και επομένως οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου δεν μπορούν να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους, με συνέπεια να μην εξασφαλίζεται στο ακέραιο η πλήρης και ομοιόμορφη εφαρμογή τους και να μην προστατεύονται τα δικαιώματα των ιδιωτών;

β)

Σε σχέση προς το προηγούμενο ερώτημα, αν υποτεθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει τη δυνατότητα αναβολής της προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από διατάξεις κοινοτικού δικαίου που «ισχύουν άμεσα» μέχρι τη ρητή κατάργηση από τα αρμόδια εθνικά όργανα των τυχόν εθνικών μέτρων που αντιβαίνουν προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, η κατάργηση αυτή πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει πλήρη και στο ακέραιο αναδρομική ενέργεια, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων;

I —

Προτού προχωρήσω στην αναλυτική εξέταση των ερωτημάτων αυτών, οφείλω να προβώ σε μερικές παρατηρήσεις επί ορισμένων αντιρρήσεων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία και που όλες αφορούν το πρόβλημα της σημασίας της έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως, το πρόβλημα δηλαδή αν οι διευκρινίσεις που ζητεί ο παραπέμπων δικαστής τού είναι όντως αναγκαίες για την έκδοση της δικής του απόφασης.

1.

Υποστηρίχτηκε, έτσι, ότι η απάντηση στο υποβαλλόμενο ερώτημα δεν είναι εν προκειμένω αναγκαία στον παραπέμποντα δικαστή, εφόσον ο ίδιος φαίνεται να αναγνωρίζει την αναρμοδιότητά του. Δεδομένου δηλαδή ότι αντικείμενο της διαφοράς είναι η απόδοση τελών, αρμόδιος δεν θα ήταν ο Pretore, αλλά το Tribunale.

Πρέπει σχετικώς να σημειωθεί ότι το ζήτημα της ανάγκης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, κατά το μέτρο τουλάχιστον που εμπλέκεται με θεωρήσεις αναγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, δεν εμπίπτει κατ' αρχήν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Σε μία μόνο απόφαση του Δικαστηρίου (υπόθεση 13/68, Salgoil κατά Υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου της Ιταλικής Δημοκρατίας, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1968, SLG. 1968, σ. 679) γίνεται υπαινιγμός για τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή αυτή, στο μέτρο που υφίσταται πρόδηλη πλάνη του παραπέμποντος δικαστηρίου. Τέτοια περίπτωση ωστόσο δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα στην πράξη. Ούτε νομίζω ότι υπάρχει εδώ ο λόγος να γίνει δεκτό ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση. Δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο. Τα ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν εν προκειμένω δεν μπορούν προφανώς να τύχουν μιας απαντήσεως τόσο σαφούς όσο υποθέτει η Ιταλική Κυβέρνηση. Έχω την εντύπωση ότι, αν ο παραπέμπων δικαστής διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την αρμοδιότητά του, δεν θα υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ερωτήματα που διατυπώνει με τη Διάταξη παραπομπής.

2.

Η δεύτερη προκαταρκτική παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω αναφέρεται στον ισχυρισμό της Ιταλικής Κυβέρνησης, ότι ζητήματα ανάλογα με αυτά που υποβάλλονται στην υπό κρίση υπόθεση έχουν ήδη συζητηθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης 52/76 (Luigi Benedetti κατά Munari F.lli sas, απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1977, SLG. 1977, σ. 163), πράγμα που σημαίνει ασφαλώς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη λάβει θέση — τουλάχιστον σιωπηρώς — επ' αυτών με την προδικαστική αυτή απόφαση και ότι συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί εκ νέου.

Ούτε και σ' αυτό το ζήτημα συμμερίζομαι την άποψη της Ιταλικής Κυβέρνησης. Πράγματι, η απόφαση που εκδόθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση προς επίλυση των ζητημάτων που είχαν υποβληθεί περιέχει κρίσεις που αφορούν μόνο τα αποτελέσματα των προδικαστικών αποφάσεων, ότι δηλαδή οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν τον παραπέμποντα δικαστή ως προς την ερμηνεία των διατάξεων και πράξεων του κοινοτικού δικαίου στις οποίες αναφέρονται. Τα προβλήματα που ανακύπτουν στην παρούσα διαδικασία είναι προφανώς ευρύτερα. Αναφέρονται στο κύρος του κοινοτικού δικαίου από μια άλλη άποψη: πρέπει δηλαδή να κριθεί ποια είναι τα αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που έχουν άμεση ισχύ σε σχέση προς διατάξεις εθνικού δικαίου που θεσπίζονται μεταγενεστέρως πρέπει, με άλλα λόγια, να επιλυθεί το ζήτημα αν οι τελευταίες πρέπει να καταστούν ανεφάρμοστες ευθύς αμέσως ή αν πρέπει να αναμένεται η έκδοση σχετικής αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ως προς το θέμα αυτό η μέχρι τώρα νομολογία δεν είναι σαφής και επομένως δεν πρέπεν να αντιπαρέλθουμε την ευκαιρία να φωτίσουμε το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα του κοινοτικού δικαίου.

3.

Η τρίτη προκαταρκτική παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω αφορά πραγματικά περιστατικά που κατέστησαν γνωστά μόλις κατά το στάδιο της προφορικής διαδικασίας. Έτσι, πληροφορηθήκαμε ότι στις 14 Νοεμβρίου 1977 δημοσιεύτηκε στην Ιταλία ο νόμος 889, ο οποίος καταργεί τα τέλη του υγειονομικού ελέγχου που εισπράττονταν δυνάμει του νόμου 1239 της 30ής Δεκεμβρίου 1970. Πληροφορηθήκαμε επίσης — και αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, δεδομένου ότι, κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο προαναφερθείς νόμος ισχύει μόνο για το μέλλον — κήρυξε αντισυνταγματική την είσπραξη τελών για τους υγειονομικούς ελέγχους στους οποίους υποβάλλονται, μεταξύ άλλων, τα εμπορεύματα που εμπίπτουν στον κοινοτικό κανονισμό 805/68.

Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι, με τον τρόπο αυτό, το πρόβλημα το οποίο ήγειρε η Pretura di Susa έχει καταστεί άνευ αντικειμένου κατ' αυτή, ο δικαστής μπορεί πλέον να λύσει τη διαφορά που έχει υποβληθεί στην κρίση του, χωρίς να του είναι αναγκαίο να επιλυθεί το ζήτημα αν έχει ο ίδιος την εξουσία να μην εφαρμόσει τον ιταλικό νόμο του 1970 ή αν μπορεί να το πράξει μόνον αφότου κηρυχτεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο η αντισυνταγματικότητα του εν λόγω νόμου.

θα φαινόταν πράγματι λογικό, υπό τις παρούσες περιστάσεις, να υποτεθεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα, ή τουλάχιστον το πρώτο απ' αυτά, έχουν πλέον χάσει τη σημασία τους για την έκβαση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του εθνικού δικαστή. Δεν θα πρότεινα ωστόσο να γίνει ευθύς αμέσως δεκτό αυτό, αλλά θα εξετάσω, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα που θίγει ο παραπέμπων δικαστής, και τούτο για δύο λόγους.

Μπορεί, κατ' αρχάς, να υποστηριχτεί ότι εκείνο που έχει σημασία είναι αν η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή κατά το χρόνο που υποβάλλεται στο Δικαστήριο. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι παραδεκτή. Για γεγονότα που συμβαίνουν μετά την υποβολή του ζητήματος στο Δικαστήριο, μπορούμε, κατ' αναλογία προς τις περιπτώσεις όπου ασκείται έφεση κατά της Διατάξεως περί παραπομπής ή ακόμη προς τις περιπτώσεις όπου εκδίδεται οριστική απόφαση στην κύρια δίκη, να δεχτούμε ότι εκείνο που έχει σημασία είναι το παραπέμπον δικαστήριο να γνωστοποιήσει επίσημα στο Δικαστήριο ότι δεν είναι πλέον αναγκαία η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Κάτι τέτοιο όμως ασφαλώς δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Από την άλλη πλευρά, τα υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα είναι τόσο θεμελιώδους σημασίας και η πιθανότητα να ανακύψουν εκ νέου σε άλλες δίκες είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα ήταν αδικαιολόγητο να μην επιλυθούν σήμερα μια και καλή.

4.

Πρέπει, τέλος, να γίνει σύντομη αναφορά στις σκέψεις που ανέπτυξαν, ως προς την ερμηνεία των εσωτερικών νόμων σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση, σκέψεις που βρίσκουν ασφαλώς έρεισμα στη γενική υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Πράγματι, είναι δυνατό, βάσει της ερμηνείας αυτής, να αρθούν, σε πολλές περιπτώσεις, οι αντιθέσεις που υπάρχουν εκ πρώτης όψεως μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, αν γίνει δεκτό, παραδείγματος χάρη, ότι η διάταξη του κοινοτικού δικαίου αποτελεί lex specialis, ενώ το εθνικό δίκαιο ρυθμίζει μόνο τις περιπτώσεις που δεν καταλαμβάνονται από το κοινοτικό δίκαιο. Υπ' αυτό το πρίσμα, στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι — όπως τονίζει η Επιτροπή — καθόλου απορριπτέα η σκέψη ότι, δεδομένου ότι ο νόμος του 1970 τροποποίησε μόνο τους συντελεστές των υγειονομικών τελών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να θέσει με τον τρόπο αυτό σε ισχύ μια διάταξη μη συμβιβαζόμενη με τη Συνθήκη.

Με βάση τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία, πρέπει φυσικά να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια λύση πρέπει να αποκλειστεί από τον εθνικό δικαστή, για τον απλό λόγο ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε πρόσφατα — όπως ελέχθη — αντισυνταγματικό τον εν λόγω νόμο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ωστόσο δεν θα είχε δεχτεί την αντισυνταγματικότητα, αν, κατά την άποψή του, το πρόβλημα της αντίθεσης του επίμαχου νόμου προς το κοινοτικό δίκαιο μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω της ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

II —

Μετά τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι δεν συντρέχει κανείς επιτακτικός λόγος να μην εξεταστούν τα υποβληθέντα ερωτήματα, θα προχωρήσω στην κυρίως εξέταση των ερωτημάτων αυτών.

1.

Στην ανάπτυξη που θα επακολουθήσει, νομίζω πως είναι σκόπιμο να προταχθεί μια συνοπτική έκθεση της νομολογίας του Δικαστηρίου της σχετικής με τη φύση του κοινοτικού δικαίου, με την ισχύ του έναντι των πολιτών της Κοινότητας, καθώς και με τη σχέση κοινοτικού και εθνικού δικαίου. Νομίζω πως αυτό είναι σκόπιμο, όχι μόνο για να συναχθεί το πνεύμα με το οποίο το Δικαστήριο εξετάζει τα προβλήματα αυτά και η κατ' αρχήν στάση που τηρεί απέναντι σ' αυτά, αλλά και διότι από τη νομολογία αυτή μπορούν να συναχθούν συγκεκριμένα στοιχεία για την επίλυση του υπό κρίση ζητήματος.

Θα τονίσω κατ' αρχάς μια θεμελιώδη διαπίστωση που εν μέρει έχει ήδη γίνει από παλιά, ότι δηλαδή η Κοινότητα συνιστά μια νέου τύπου έννομη τάξη στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι ανεξάρτητο από τη νομοθεσία των κρατών μελών (υπόθεση 26/62, NV Algemene Transport- en Expeditie Onderneming van Gend & Loos κατά Nederlandse administratie der belastingen, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, Slg. 1965, σ. 25). Με το ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο δέχτηκε, στην υπόθεση 6/64 (Flaminio Costa κατά ENEL, απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, Slg. 1964, σ. 1269), ότι με τη Συνθήκη ΕΟΚ δημιουργήθηκε μια χωριστή έννομη τάξη, που ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη των κρατών μελών κατά τη θέση της σε ισχύ, ή, ακόμη, στην υπόθεση 11/70 (Internationale Handelgesellschaft κατά Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Slg. 1970, σ. 1135), ότι το δίκαιο που δημιουργήθηκε από τη Συνθήκη προέρχεται από αυτοτελή πηγή θέσεως κανόνων δικαίου.

Οι αρχές αυτές βασίζονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη αποδέχτηκαν, έστω και σε ορισμένους τομείς, τον περιορισμό των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων (υπόθεση 26/62) ή — όπως δέχτηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση 6/64 — ότι μεταφέρθηκε μέρος των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στην Κοινότητα. Στην υπόθεση 48/71 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1972, Slg. 1972, σ. 529) γίνεται μάλιστα λόγος περί οριστικού περιορισμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών μελών — θεώρηση που απαντά εξάλλου και στη νομολογία του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (απόφαση αριθ. 183), η οποία παραπέμπει στο άρθρο 11 του οικείου Συντάγματος.

Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινοτικής έννομης τάξης έγκειται στο γεγονός ότι αναγνωρίζει και τους ιδιώτες ως υποκείμενα του δικαίου (υπόθεση 26/62). Πλείστες όσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου — και υπάρχει σχετικώς εκτεταμένη νομολογία — παράγουν άμεσα αποτελέσματα στην εσωτερική έννομη τάξη όλων των κρατών μελών (υπόθεση 48/71), απονέμουν δηλαδή στους ιδιώτες δικαιώματα, τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (υπόθεση 26/62) και τα οποία τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (υπόθεση 6/64).

Όσον αφορά εν γένει τη σχέση του κοινοτικού προς το εθνικό δίκαιο, πρέπει να τονιστεί η αρχή την οποία έχει διατυπώσει το Δικαστήριο — παραδείγματος χάρη στις υποθέσεις 6/64 (Slg. 1964, σ. 1270) και 167/73 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, απόφαση της 4ης Απριλίου 1974, Slg. 1974, σ. 371) — κατά την οποία το κοινοτικό δίκαιο κατισχύει των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών. Σε άλλες υποθέσεις διευκρινίζεται η αρχή αυτή υπό την έννοια ότι η εν λόγω υπεροχή ισχύει έναντι κάθε διατάξεως εσωτερικού δικαίου, ανεξαρτήτως της φύσεώς της (υποθέσεις 48/71 και 118/75, Lynne Watson και Alessandro Belmann, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1976, Slg. 1976, σ. 1198). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναφέρει ρητά τόσο τα μεταγενέστερα νομοθετικά μέτρα (υποθέσεις 6/64 και 43/71, Politi S.a.s. κατά Υπουργείου Οικονομικών της Ιταλικής Δημοκρατίας, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1971, Slg. 1971, σ. 1039, στη σ. 1049) όσο και το συνταγματικό δίκαιο (υπόθεση 11/70). Κατά συνέπεια, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση 167/73, «κάθε αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου έχει καταστεί ανεφάρμοστη»· τέτοιες διατάξεις «δεν εμποδίζουν την ισχύ της κοινοτικής έννομης τάξης» (υπόθεση 6/64) ούτε μπορεί, συνεπώς, να γίνει επίκλησή τους κατά του κοινοτικού δικαίου (υποθέσεις 48/71 και 118/75).

Θα υπενθυμίσω ακόμη, σ' αυτή την αλληλουχία σκέψεων, τα όσα έχει δεχτεί το Δικαστήριο σχετικά με την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (στην υπόθεση 11/70, παραδείγματος χάρη). Σχετικώς είπε, στην απόφαση επί της υποθέσεως 6/64, ότι η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να ποικίλλει από το ένα κράτος στο άλλο ανάλογα με τους μεταγενέστερους εθνικούς νόμους που έχουν εκδοθεί σ' αυτά. Με τη Διάταξη που εξέδωσε στην υπόθεση 9/65 (Acciaierie San Michele κατά Ανωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ, απόφαση της 2ας Μαρτίου 1967, σ. 39), το Δικαστήριο τόνισε ότι η Συνθήκη δεν μπορεί να έχει διαφορετικά έννομα αποτελέσματα ανάλογα με τα κράτη μέλη και ότι πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως και ομοιόμορφα. Σε άλλες υποθέσεις, όπως π.χ. στην υπόθεση 48/71, το Δικαστήριο τόνισε ως γενικό κανόνα ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει να εφαρμόζονται αυτοδικαίως από το ίδιο χρονικό σημείο και με όμοια αποτελέσματα σε όλο το έδαφος της Κοινότητας.

Τέλος, θα παραθέσω μερικά ακόμη χωρία από την απόφαση αυτή, η οποία παρουσιάζει όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υπό κρίση περίπτωση. Έτσι, το Δικαστήριο δέχεται με την εν λόγω απόφαση (Slg. 1972, σ. 534 και 535) ότι, προκειμένου περί άμεσα ισχύοντος κανόνα κοινοτικού δικαίου, «η άποψη ότι μπορεί να παύσει η παράβασή του μόνο με την έκδοση μέτρων που σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι πρόσφορο να καταργήσουν τη διάταξη που αντιβαίνει σ' αυτό θα ισοδυναμούσε με τον ισχυρισμό ότι η εφαρμογή του κοινοτικού κανόνα δικαίου εξαρτάται από το δίκαιο του κάθε κράτους μέλους και, πιο συγκεκριμένα, ότι η εφαρμογή του θα ήταν αδύνατη εφόσον αντιτίθεται σ' αυτή κάποιος εθνικός νόμος». Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο τονίζει εξάλλου ότι το κοινοτικό δίκαιο έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύει αυτοδικαίως στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εφαρμόζουν μια διάταξη εθνικού δικαίου που έχει κηρυχτεί αντίθετη προς τη Συνθήκη και ότι στο αποτέλεσμα αυτό τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεμβάλουν κανένα εμπόδιο.

2.

Βάσει της προμνησθείσας νομολογίας, η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν άμεσα ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η εφαρμογή μεταγενεστέρων εθνικών διατάξεων που δεν συμβιβάζονται με αυτές πρέπει να αναστέλλεται αμέσως, χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται να καταργηθούν από το νομοθέτη ή να κηρυχτούν αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

Η διαχρονική ισχύς που έχει κατά το ιταλικό δίκαιο η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας δεν μπορεί να ασκήσει εν προκειμένω καμία καθοριστική επίδραση. Ελέχθη σχετικώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι, κατά το άρθρο 136 του ιταλικού Συντάγματος αλλά και σύμφωνα με ένα νόμο του 1953, η κήρυξη διάταξης ως αντισυνταγματικής έχει ως συνέπεια να της αφαιρεί κάθε ισχύ από την επομένη της δημοσιεύσεως της σχετικής αποφάσεως. Κατά τη νομολογία του ιταλικού Ακυρωτικού, ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι η επίμαχη διάταξη παύει πλέον να αποτελεί μέρος της έννομης τάξης και ότι, συνεπώς, δεν μπορεί πλέον να εφαρμόζεται ούτε και σε προϋφιστάμενες έννομες σχέσεις. Πρέπει δηλαδή να γίνει δεκτό ότι υπάρχει κάποια αναδρομικότητα της κήρυξης της αντισυνταγματικότητας, για τις περιπτώσεις τουλάχιστον που δεν πρόκειται για καταστάσεις που έχουν οριστικά ρυθμιστεί ή για έννομες σχέσεις που έχουν λήξει έχουν σημασία εν προκειμένω περιστάσεις όπως εκείνες όπου υπάρχει δεδικασμένο, παραγραφή, παρέλευση προθεσμιών κ.λπ.

Εγώ αντιθέτως νομίζω ότι πρέπει να αποδοθεί αποφασιστική σημασία στις ακόλουθες σκέψεις.

Υπάρχουν, πρώτον, περιπτώσεις όπου η αναδρομικότητα υπό την έννοια που ορίζεται πιο πάνω δεν οδηγεί στην άμεση ισχύ του κοινοτικού δικαίου. Γι' αυτό, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι η κήρυξη διατάξεως του εσωτερικού δικαίου ως αντισυνταγματικής ενεργεί ex tunc, αυτό δεν σημαίνει πάντοτε ότι αποκαθίστανται πλήρως τα δικαιώματα που μπορούν να αντληθούν από την κοινοτική έννομη τάξη, η καθής δε της κύριας δίκης προσκόμισε σχετικά παραδείγματα.

Έπειτα, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη κατά το ιταλικό δίκαιο ανάγκη προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο επιβάλλει την κίνηση μιας διαδικασίας δυσκίνητης και δαπανηρής, που συχνά διαρκεί τρία έως τέσσερα χρόνια, πράγμα που ενδέχεται να αποθαρρύνει πολλούς από τους έχοντες έννομο συμφέρον και να τους αποτρέψει από το να επιδιώξουν την άρση των εμποδίων που παρεμβάλλονται στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, το εθνικό δίκαιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται — ιδίως δε από τις διοικητικές αρχές — και ότι επομένως παραμένει υπό αναστολή η ισχύς του κοινοτικού δικαίου. Δεν βλέπω πώς η κατάσταση αυτή συμβιβάζεται με την αρχή του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διαδικασία την οποία επιβάλλει το ιταλικό συνταγματικό δίκαιο — διαδικασία κατά την οποία η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου εξαρτάται, σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού συνταγματικού δικαίου, από πράξη της δικαστικής αρχής που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της συνταγματικότητας — παραγνωρίζει την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Η αρχή αυτή όμως δεν αντλεί την ισχύ της από το εθνικό συνταγματικό δίκαιο, έστω και αν η ίδρυση της Κοινότητας προϋπέθετε ορισμένη συνταγματική δομή, αλλά προκύπτει αντιθέτως από το αυτόνομο κοινοτικό δίκαιο και ιδίως από τις δομές και τις λειτουργίες του.

Πρέπει, τέλος, να υπομνηστεί ότι η διαδικασία που προβλέπεται στην Ιταλία, με το να εμποδίζει την άμεση εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, η οποία ωστόσο είναι δυνατή σε άλλα κράτη μέλη, ακόμα και σε εκείνα που επίσης διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο, εμποδίζει την ταυτόχρονη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Έτσι διακυβεύεται η αρχή της ομοιόμορφης εφαρμογής του, αρχή της οποίας η σημασία έχει τονιστεί όχι μόνο στη νομολογία που παρέθεσα προηγουμένως, αλλά και σε μια σειρά διαδικασιών που αφορούσαν την αναγνώριση της παράβασης της Συνθήκης λόγω μη τηρήσεως των προθεσμιών που τάσσονται από τις οδηγίες.

3.

Αλλά με τις προεκτεθείσες σκέψεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η ανάπτυξη. Για την πλήρη πραγμάτευση του επίμαχου ζητήματος, πρέπει πράγματι να εξεταστούν ακόμη ορισμένα επιχειρήματα που αναπτύχτηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και που συνηγορούν ενδεχομένως υπέρ διαφορετικής επιλύσεώς του.

α)

Έγινε, έτσι, επίκληση των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις υποθέσεις 34/67 (Gebrüder Lück κατά Hauptzollamt Köln-Rheinau, απόφαση της 4ης Απριλίου 1968, Slg. 1968, σ. 363) και 51/72 έως 54/71 (International Fruit Company NV και λοιποί κατά Produktschap voor groenten en fruit, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1971, Slg. 1971, σ. 1107), για να υποστηριχτεί η άποψη ότι οι έννομες συνέπειες καταστάσεων όπου το εθνικό δίκαιο δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ρυθμίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο.

Καθίσταται, ωστόσο, πολύ γρήγορα σαφές, κατά την άποψή μου, ότι από τις αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αντληθούν κρίσιμα συμπεράσματα.

Τούτο ασφαλώς ισχύει στην περίπτωση της απόφασης 51 έως 54/71 (Slg. 1971, σ. 1116). Πράγματι, η υπόθεση αυτή αφορούσε μόνο το ζήτημα αν τα κράτη μέλη μπορούν να μεταβιβάσουν σε συγκεκριμένα όργανά τους ορισμένες εξουσίες που τους αναθέτει η Συνθήκη μόνο δυνάμει ρητών διατάξεων. Το Δικαστήριο δέχτηκε ως προς αυτό — και μόνο ως προς αυτό — το ζήτημα ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν ποια είναι, στο πλαίσιο της εσωτερικής τους έννομης τάξης, τα όργανα που είναι αρμόδια να λαμβάνουν μέτρα βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης και ότι ο τρόπος με τον οποίο το κράτος μπορεί να μεταβιβάσει σε συγκεκριμένα όργανά του την άσκηση των εξουσιών ή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ή από κανονισμούς ορίζεται αποκλειστικά από το συνταγματικό σύστημα κάθε κράτους μέλους.

Το ίδιο πρέπει επίσης να λεχθεί και ως προς την απόφαση στην υπόθεση 34/67 (Slg. 1968, σ. 373). Κατά την απόφαση αυτή, το άρθρο 95 της Συνθήκης έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει την εφαρμογή κάθε μέτρου που δεν συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή. Πιο συγκεκριμένα, τέθηκε το ερώτημα ποιες είναι οι συνέπειες που απορρέουν από την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου για μια διάταξη εθνικού δικαίου αντίθετη με αυτό και, ειδικότερα, αν ο δικαστής οφείλει να θεωρήσει ανεφάρμοστες τις εθνικές αυτές διατάξεις κατά το μέτρο που δεν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο ή αν οφείλει να αναγνωρίσει την ακυρότητά τους από την παρέλευση της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 95, τρίτη παράγραφος. Σχετικώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εναπέκειτο στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να επιλέξουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών που παρέχει η εθνική έννομη τάξη, εκείνη που κρίνουν προσφορότερη για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο. Έκρινε, πιο συγκεκριμένα, ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφασίσει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, αν ένας εσωτερικός φόρος που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 95, πρώτη παράγραφος, κατά το μέτρο μόνο που υπερβαίνει ορισμένο ύψος, είναι παράνομος στο σύνολό του ή αν είναι παράνομος μόνο κατά το υπερβάλλον.

Αυτό όμως δεν παρέχει με κανένα τρόπο έρεισμα στην άποψη ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαίου, ο εθνικός δικαστής διατηρεί την εξουσία να παράσχει στο συνταγματικό δικαστήριο την αποκλειστική αρμοδιότητα της άρσεως της σύγκρουσης αυτής.

β)

Υποστηρίχτηκε, εξάλλου, ότι το πρόβλημα της σύγκρουσης του εθνικού προς το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί πάντοτε να αρθεί σαφώς, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου το κοινοτικό δίκαιο έχει ήδη ερμηνευτεί με έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Έγινε σχετικώς παραπομπή στις αποφάσεις επί των υποθέσεων 60/75 (Carmine Russo κατά Azienda di Stato per gli interventi sul mercato agricolo, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1976, Slg. 1976, σ. 45) και 52/76, στις οποίες ήταν προς εξέταση αν ορισμένες συνέπειες του εθνικού δικαίου ήταν ανεπίτρεπτες για το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και στην υπόθεση 118/75, στην οποία ήταν υπό συζήτηση έννοιες τόσο αόριστες όπως τα «εύλογα όρια μιας προθεσμίας» ή η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιβολή κυρώσεων του εθνικού δικαίου. Παρατηρήθηκε ότι αν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, η μέριμνα του ελέγχου του συμφώνου ή μη του εθνικού προς το κοινοτικό δίκαιο αφηνόταν στον εκάστοτε δικαστή, θα καταλήγαμε σε πολύ διιστάμενες κρίσεις. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όμως, θα αντέβαινε προς την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η δε ιταλική έννομη τάξη, συγκεντρώνοντας την εξουσία ασκήσεως τέτοιων ελέγχων στα χέρια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποκλείει την επέλευση τέτοιας συνέπειας.

Επ' αυτού, πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί, κατά την άποψή μου, ότι τέτοιες ασάφειες δεν υπάρχουν ασφαλώς σε περιπτώσεις όπου έχει εκδοθεί απόφαση βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ. Και σ' αυτές όμως τις περιπτώσεις το ιταλικό δίκαιο απαγορεύει στα δικαστήρια να παραμερίζουν απλώς το εθνικό δίκαιο που είναι αντίθετο προς τη Συνθήκη.

Πρέπει, έπειτα, να λεχθεί, σχετικά με την προαναφερθείσα νομολογία, ότι οι δύο πρώτες από τις αποφάσεις που αναφέρονται πιο πάνω δεν μπορούν να προβληθούν ως παραδείγματα του ότι η εξέταση του συμφώνου ή μη του εθνικού προς το κοινοτικό δίκαιο ενδέχεται να είναι προβληματική. Μπορεί, πράγματι, να συναχθεί σαφώς από την απόφαση στην υπόθεση 60/75 τι ακριβώς είναι εκείνο που έπρεπε να θεωρείται ως απαγορευόμενο, και τούτο είναι η επίδραση των συνθηκών της αγοράς έτσι που να κατέβουν οι τιμές κάτω από το επίπεδο των ενδεικτικών τιμών, η πώληση δηλαδή σιτηρών από τους οργανισμούς παρεμβάσεως του κράτους σε τιμές κατώτερες από το ύψος των ενδεικτικών τιμών. Στην απόφαση 52/76, το ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε με αρκετή λεπτομέρεια, αλλά έκανε απλώς λόγο εν γένει για την ανάγκη να μη διακυβεύονται οι στόχοι και η λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το παραπέμπον δικαστήριο δεν του παρέσχε αρκετά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, όπως υπογραμμίζεται επανειλημμένα στην ίδια απόφαση.

Στις περιπτώσεις, ωστόσο, όπου οι προδικαστικές αποφάσεις παρέχουν πράγματι έδαφος για διιστάμενες εκτιμήσεις ως προς το ζήτημα του συμφώνου ή μη του εθνικού προς το κοινοτικό δίκαιο — και ασφαλώς ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι, κατά γενικό κανόνα, ο εθνικός δικαστής διαθέτει περιορισμένα μόνο περιθώρια εκτιμήσεως —, πρέπει να τονιστεί, κατά την άποψή μου, πρώτ' απ' όλα ότι δεν είναι πάντοτε δυνατό να καθοριστεί με σαφήνεια σε ποιες περιπτώσεις συμβαίνει αυτό και ότι είναι συνεπώς δυσχερές να εντοπιστεί συγκεκριμένη κατηγορία τέτοιων περιπτώσεων, για τις οποίες θα μπορούσε εν ανάγκη να γίνει δεκτό ότι είναι αποκλειστικά αρμόδιο το συνταγματικό δικαστήριο. Ούτε πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι, σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, η μεσολάβηση του συνταγματικού δικαστηρίου του οικείου κράτους δεν θα απέβαινε αποφασιστική. Πράγματι, ένα τέτοιο όργανο δεν μπορεί να παράσχει — από πλευράς κοινοτικού δικαίου — την αναγκαία αποσαφήνιση, για την οποία θα ήταν μάλλον αρμόδιο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε περίπτωση, παραδείγματος χάρη, μεταγενέστερης παραπομπής του ζητήματος σ' αυτό.

Για όλους αυτούς τους λόγους, νομίζω ότι δεν είναι καθόλου απλό απέναντι στην αρχή της άμεσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια να αντιταχτεί το ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αναγκαία η πληρέστερη αποσαφήνιση των προβλημάτων του κοινοτικού δικαίου και ο ακριβέστερος προσδιορισμός του περιεχομένου του εν λόγω δικαίου.

γ)

Τέλος, για την απάντηση στα ερωτήματα που έχει υποβάλει το παραπέμπον δικαστήριο, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η διαδικασία που ισχύει στην Ιταλία — αναγκαστική παρέμβαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου — μπορεί να έχει και ευεργετικά αποτελέσματα για το κοινοτικό δίκαιο. Τονίστηκε σχετικώς ότι, σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, το ανεφάρμοστο του εσωτερικού δικαίου δεν αναγνωρίζεται μόνο στο σκεπτικό μιας απόφασης, που θα μπορούσε άλλωστε να εξαφανιστεί από ανώτερο δικαστήριο και της οποίας τα αποτελέσματα εκτείνονται μόνο μεταξύ των διαδίκων. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι οριστική, ισχύει κατά παντός και ισοδυναμεί στην ουσία με κατάργηση των εθνικών διατάξεων που αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο. Η διαδικασία αυτή αφενός επιτρέπει ενδεχομένως στους διοικουμένους να κερδίσουν χρόνο — ιδίως όταν παραπεμφθεί αμέσως το ζήτημα στο συνταγματικό Δικαστήριο από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας — και αφετέρου αποκλείει κάθε κίνδυνο να κριθεί διαφορετικά μια υπόθεση από διαφορετικά δικαστήρια. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, εφόσον έτσι εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η ομοιόμορφη εφαρμογή του.

Σχετικά με τις παρατηρήσεις αυτές — που είναι ασφαλώς αξιοπρόσεκτες — πρέπει κατ' αρχάς να λεχθεί ότι, από τη σκοπιά του κοινοτικού δικαίου, δεν τίθεται επ' ου-δενί λόγω ζήτημα εξοβελισμού από το ιταλικό δίκαιο της διαδικασίας κηρύξεως ενός εθνικού νόμου ως αντισυνταγματικού. Ο μόνος σκοπός τον οποίο επιδιώκει το κοινοτικό δίκαιο είναι να μη συναντά η εφαρμογή του κανένα εμπόδιο από πλευράς εθνικού δικαίου — στις περιπτώσεις εκείνες όπου κατά τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη η εφαρμογή του πρέπει να είναι άμεση. Και πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά αναμφίβολα τέτοιο εμπόδιο — όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις — το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να καταστήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν προς το κοινοτικό δίκαιο.

Πρέπει εξάλλου να τονιστεί — και τούτο διότι στη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται σαφώς λόγος για δικαιώματα των ιδιωτών — ότι, εν προκειμένω, κεφαλαιώδη σημασία έχει, κατά την άποψή μου, το αν είναι ευχερές να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το κοινοτικό δίκαιο. Είναι προφανές ότι αυτό δεν συμβαίνει στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος, δυνάμει του οποίο επί μακρό χρόνο δεν εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τις συνθήκες του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων και των προσώπων που συναλλάσσονται στην Ιταλία ή και για τις επιχειρήσεις και τα πρόσωπα από άλλα κράτη μέλη, των οποίων δυσχεραίνεται η πρόσβαση στην ιταλική αγορά. Από πλευράς κοινοτικού δικαίου, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα παντού, αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Πράγματι, δεν υπάρχει εδώ κανενός είδους αντιστάθμιση μεταξύ των μειονεκτημάτων αυτών, καθώς και άλλων που ενδέχεται ακόμη να προκύψουν από το καθεστώς αυτό — όπως παραδείγματος χάρη η εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον πλειόνων δικαιοδοτικών οργάνων —, από τα πλεονεκτήματα που ενδέχεται να συνεπάγονται οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου εν γένει, εφόσον, άπαξ λάβει μια απόφαση το δικαστήριο αυτό, έχει κριθεί δεσμευτικά ότι ορισμένες εθνικές διατάξεις δεν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν σε καμία περίπτωση.

δ)

Συνοψίζοντας, λέγω λοιπόν ότι κανένα από τα επιχειρήματα που αναπτύχτηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υπέρ της υποχρεωτικής επεμβάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να ασκήσει ουσιώδη επιρροή· επομένως, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα πρέπει να παραμείνει αυτή που επιβάλλεται, όπως κατέδειξα προηγουμένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

4.

Έτσι λοιπόν παύει να είναι αναγκαία η εξέταση του ζητήματος που τίθεται με το δεύτερο ερώτημα της Διατάξεως παραπομπής. Σχετικά με αυτό, θα μπορούσα, το πολύ πολύ, να εκθέσω εν συντομία τα ακόλουθα:

Απ' όσα είπα μέχρι εδώ, καθίσται σαφές ότι η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα είναι η ακόλουθη: αν γίνει δεκτό ότι ο Ιταλός δικαστής όφειλε πράγματι να αναμείνει την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για να καταστήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που αντιβαίνουν προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου παράγει αποτελέσματα που ανατρέχουν στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της επίδικης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου.

Πρόκειται δηλαδή για μια θεμελιώδη προϋπόθεση που επιτρέπει την ex post αποκατάσταση, κατά το μέτρο του δυνατού, της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και την εξασφάλιση της αναγκαίας επανόρθωσης της προσωρινής μη εφαρμογής του.

Θα μπορούσε ακόμη να προστεθεί και να τονιστεί ότι ποέπει Φυσικά να τηρηθεί η αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Έχω σχετικώς κατά νουν τα προβλήματα τα σχετικά με την παραγραφή, την ισχύ του δεδικασμένου ή την πάροδο των προθεσμιών. Όλες οι παρατηρήσεις που είναι αναγκαίες σχετικώς έχουν αναπτυχτεί στις υποθέσεις 33/76 (Rewe-Zentralfinanz eG και Rewe-Zentral AG κατά Landwirtschaftskammer für das Saarland, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, S1G. 1976, σ. 1989) και 45/76 (Comet BV κατά Produktschap voor Siergewassen, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Slg. 1976, σ. 2043) και μπορώ έτσι να περιοριστώ σ' αυτή την παραπομπή.

III —

Φρονώ, κατά συνέπεια, ότι πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε ο Pretore di Susa:

Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που παράγουν άμεσα αποτελέσματα, δηλαδή που ισχύουν άμεσα κατά την έννοια της πάγιας σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να θίγονται ως προς την ενέργειά τους από εθνικές διατάξεις που δεν συμβιβάζονται προς αυτές, είτε οι εθνικές αυτές διατάξεις εκδόθηκαν πριν είτε εκδόθηκαν μετά τις κοινοτικές διατάξεις. Το γεγονός ότι ένα συνταγματικό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει αντισυνταγματικές τις διατάξεις αυτές δεν εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να εφαρμόσει τις άμεσα ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και μάλιστα πριν ακόμη αναγνωριστεί η αντισυνταγματικότητα των εθνικών διατάξεων που δεν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

Η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία το κοινοτικό δίκαιο απονέμει στους ιδιώτες πρέπει να εξασφαλίζεται από την ημέρα της ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω δικαίου. Συνεπώς, ο επιληφθείς εθνικός δικαστής οφείλει να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου από της θέσεώς τους σε ισχύ.


( *1 ) Γλωσσά του πρωτοτύπου: η γερμανική.