ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERHARD REISCHL

της 15ης Σεπτεμβρίου 1976 ( 1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Στην παρούσα υπόθεση, επί της οποίας διατυπώνω σήμερα τις απόψεις μου, πρόκειται για τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που περιέχεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις — εν συντομία: Σύμβαση δικαιοδοσίας — και καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της. Επ' αυτού, υπέβαλε το OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ βάσει του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία της προαναφερόμενης Σύμβασης το ερώτημα, αν η ερμηνεία του παραπάνω όρου πρέπει να γίνει κατά το δίκαιο του κράτους, στο οποίο εκδόθηκε απόφαση επί της αγωγής (εν προκειμένω του Βελγίου) ή κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο η απόφαση πρέπει να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο (εν προκειμένω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας).

Στα περιστατικά, στα οποία στηρίζεται αυτό το ερώτημα πρέπει να προτάξω τα εξής.

Από μια σειρά κρατών, μεταξύ των οποίων και κράτη μέλη της Κοινότητας, εκτός από τη Δανία και την Ιταλία, συνήφθη στις 13 Δεκεμβρίου 1960 η Διεθνής Σύμβαση Συνεργασίας για την Ασφάλεια της Εναέριας Κυκλοφορίας. Με αυτήν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οργάνωση για την Ασφάλεια της Εναέριας Κυκλοφορίας — EUROCONTROL — διεθνής οργανισμός με νομική προσωπικότητα και με έδρα τις Βρυξέλλες.

Για τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών ασφαλείας των πτήσεων, τις οποίες παρέχει η EUROCONTROL, επιβάλλονται στους ιδιοκτήτες αεροσκαφών τα λεγόμενα τέλη αεροπλοΐας ανάλογα με την διανυόμενη απόσταση. Αυτά ρυθμίζονται εκτός από τις διατάξεις της Συμβάσεως, από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες, ειδικότερα δε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και από μια απόφαση του ομοσπονδιακού υπουργού συγκοινωνιών της 27ης Οκτωβρίου 1971. Στην παράγραφο 3 αυτής της απόφασης ορίζεται ότι τα τέλη καταβάλλονται στις Βρυξέλλες. Όσον αφορά τους συντελεστές των τελών, τους όρους εφαρμογής και τη διαδικασία επιβολής γίνεται επίσης αναφορά σε μια απόφαση, την οποία εξέδωσε το εκτελεστικό όργανο της EUROCONTROL, το πρακτορείο υπηρεσιών ασφαλείας εναέριας κυκλοφορίας, στις 16 Ιουνίου 1971.

Βάσει αυτών των διατάξεων η EURO-CONTROL εξέδωσε λογαριασμούς τελών για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 1971 μέχρι Οκτώβριο 1972 σε βάρος της γερμανικής επιχειρήσεως αερομεταφορών LTU, ανακόπτουσα στην κύρια δίκη. Στους λογαριασμούς αυτούς περιέχεται ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των βελγικών δικαστηρίων, όπως εξάλλου γίνεται επίσης λόγος για τη δικαιοδοσία βελγικών δικαστηρίων και στους όρους καταβολής των τελών χρήσεως που συνιστούν το 2ο συνημμένο του παραρτήματος της ήδη αναφερθείσας απόφασης του πρακτορείου της EUROCONTROL της 16ης Ιουνίου 1971.

Επειδή η LTU αμφισβήτησε το δικαίωμα επιβολής τελών, η EUROCONTROL άσκησε αγωγή για ένα μέρος του ποσού ενώπιον του εμποροδικείου των Βρυξελλών, το οποίο καταδίκασε την LTU να καταβάλει τα τέλη. Κυρίως απέρριψε την ένσταση ότι η αξίωση καταβολής των τελών είναι υπόθεση δημοσίου δικαίου. Τόνισε μάλιστα ρητά ότι τα τέλη δεν έχουν χαρακτήρα φόρου. Είναι αποφασιστικό το γεγονός ότι η καταβολή των τελών βασίζεται σε δραστηριότητα της LTU που πρέπει να χαρακτηριστεί ως εμπορική.

Με βάση αυτή την απόφαση, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή — εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη, γιατί και η έφεση απορρίφθηκε από το εφετείο Βρυξελλών και η αναίρεση από το βελγικό ακυρωτικό δικαστήριο — επιδιώκει η EUROCONTROL να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ζήτησε γι' αυτό το σκοπό σύμφωνα με το άρθρο 31 της Σύμβασης δικαιοδοσίας από το LANDGERICHT του Ντύσελντορφ να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση και να διατάξει την περιαφή της με τον εκτελεστήριο τύπο. Προς απόδειξη της επίδοσης της απόφασης που είναι υποχρεωτική κατά το άρθρο 47 της Σύμβασης δικαιοδοσίας, προσεκόμισε η EUROCONTROL αποδεικτικό επιδόσεως που είχε συνταχθεί από δικαστικό επιμελητή του AMTSGERICHT του Ντύσελντορφ. Με την από 13 Αυγούστου 1974 Διάταξη το LANDGERICHT κήρυξε εκτελεστή την απόφαση και διέταξε την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου.

Εντούτοις η Διάταξη αυτή εξαφανίστηκε μετά από ανακοπή της LTU με Διάταξη του 19ου πολιτικού τμήματος του OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ της 24ης Μαρτίου 1975 και απορρίφθηκε η αίτηση περί εκτελέσεως. Ως αποφασιστικής σημασίας θεώρησε το OBERLANDESGERICHT το ότι δεν υπήρχε έγκυρη επίδοση της απόφασης του εμποροδικείου των Βρυξελλών. Πράγματι, εν τω μεταξύ, ακυρώθηκε από ένα άλλο πολιτικό τμήμα του OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ το αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του AMTSGERICHT του Ντύσελντορφ με την αιτιολογία ότι το περιεχόμενό του — στην πραγματικότητα γίνεται λόγος για την επίδοση δικογράφου αγωγής — ήταν εσφαλμένο.

Μετά από αναίρεση της EUROCONTROL το BUNDESGERICHTSHOF δεν δέχτηκε την άποψη του OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ ως προς την ύπαρξη επιδόσεως και υπογράμμισε ότι η ενέργεια της επίδοσης που μπορεί να αποδειχτεί, δεν θίγεται από την ακύρωση του αποδεικτικού επιδόσεως. Το BUNDESGERICHTSHOF δέχτηκε περαιτέρω ότι η απορριπτική Διάταξη του OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ δεν μπορούσε να επικυρωθεί και για άλλους λόγους. Πράγματι, το βελγικό δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπήχθη η LTU, θεώρησε την επίδικη υπόθεση ως εμπορική διαφορά. Το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως δεσμεύεται από αυτή την κρίση, επειδή το ζήτημα αν η απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι εκδόθηκε επί αστικής ή εμπορικής διαφοράς κρίνεται κατά το δίκαιο του κράτους εκδόσεως της απόφασης. Επειδή εντούτοις ήταν αναγκαίο να διευκρινιστεί η τελεσιδικία της βελγικής απόφασης — δεν ήταν ακόμη βέβαιο κατά τον υπό κρίση χρόνο αν είχε επέλθει τελεσιδικία και αυτό δεν μπορούσε ως πραγματικό γεγονός να ελεγχθεί από το ίδιο το BUNDESGERICHTSHOF — η απόφαση αναπέμφθηκε στο OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ.

Το OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ κατά την περαιτέρω συζήτηση της υποθέσεως έκρινε ότι δεν έπρεπε να περιορισθεί στην έρευνα μόνο του ζητήματος που παρέμενε ανοικτό κατά την άποψη του BUNDESGERICHTSHOF, αλλά επιπλέον — προφανώς επειδή δεν συμμερίζεται τη σχετική με το θέμα αυτό άποψη του BUNDESGERICHTSHOF — να εξετάσει το ζήτημα, ποια είναι κατά ορθή ερμηνεία η έννοια του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που περιέχεται στη Σύμβαση δικαιοδοσίας. Για το λόγο αυτό ανέβαλε με την από 16 Φεβρουαρίου 1976 Διάταξη την έκδοση αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα που αναφέρεται στην αρχή για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

Ενδιαφέρον είναι ίσως ακόμη ότι η LTU προσέφυγε κατά των αποφάσεων περί τελών της EUROCONTROL στη γερμανική διοικητική δικαιοσύνη. Το VERWALTUNGSGERICHT εντούτοις απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω αναρμοδιότητας των γερμανικών δικαστηρίων. Το OBERVERWALTUNGSGERICHT της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας δέχτηκε με την από 7 Ιουλίου 1975 απόφαση επί της εφέσεως κατά της αποφάσεως του VERWALTUNGSGERICHT ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη, επειδή οι λογαριασμοί τελών της EUROCONTROL δε συνιστούν διοικητική πράξη προσβλητέα κατά το γερμανικό δίκαιο. Επί του επικουρικού αιτήματος να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλονται τα τέλη δεν έχει προφανώς εκδοθεί ακόμα απόφαση, όπως αναμένεται ακόμα και η έκδοση απόφασης από το BUNDESVERWALTUNGSGERICHT επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του OBERVERWALTUNGSGERICHT.

1) 

Επιτρέψτε μου να διατυπώσω τη γνώμη μου επί του θέματος με δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις:

α)

Η μία αναφέρεται στη διαχρονική εφαρμογή της Συμβάσεως δικαιοδοσίας και μπορεί να είναι σχετικά σύντομη.

Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι η αγωγή ασκήθηκε στις Βρυξέλλες πριν από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως και ότι η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε μετά. Κατά το άρθρο 54, παράγραφος 2 της Συμβάσεως αυτό είναι χωρίς σημασία, αν «οι εφαρμοσθέντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του τίτλου II ή με σύμβαση που, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, ίσχυε μεταξύ του κράτους προελεύσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως». Κατά τη γνώμη μου η Επιτροπή κατέδειξε με πειστικότητα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Πραγματικά, όσον αφορά την κατά τόπο δικαιοδοσία του δικαστηρίου των Βρυξελλών, μπορεί να γίνει αναφορά όχι μόνο στη γερμανο-βελγική σύμβαση της 30ής Ιουνίου 1958, αλλά και στην ήδη αναφερθείσα απόφαση της EUROCONTROL της 16ης Ιουνίου 1977, καθώς και στις διατάξεις της απόφασης του ομοσπονδιακού υπουργού μεταφορών, της 27ης Οκτωβρίου 1971, κατά τις οποίες τα τέλη ασφαλείας εναερίου κυκλοφορίας είναι καταβλητέα στις Βρυξέλλες.

β)

Η δεύτερη προκαταρκτική παρατήρηση αφορά ένσταση που υπέβαλε η EUROCONTROL σχετικά με το παραδεκτό της παραπομπής.

Η EUROCONTROL υποστηρίζει ότι το παραπέμπον δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη επί της ανακοπής και ότι η υπόθεση ήλθε στη συνέχεια ενώπιον του BUNDESGERICHTSHOF, το οποίο ανέπεμψε την υπόθεση στο OBERLANDESGERICHT μόνον επειδή θεώρησε αναγκαίο να διευκρινιστεί το ζήτημα της τελεσιδικίας της απόφασης προς εκτέλεση. Για την εξακρίβωση όμως των πραγματικών περιστατικών δεν είναι αναγκαία η παραπομπή για ερμηνεία της Σύμβασης δικαιοδοσίας. Έχει εντούτοις σημασία το ότι το BUNDESGERICHTSHOF, χωρίς να κρίνει αναγκαία την παραπομπή, απεφάνθη ήδη επί του προκειμένου προβλήματος. Κατά το εθνικό δίκαιο, το OBERLANDESGERICHT δεσμεύεται από αυτή την κρίση.

Αυτή η ένσταση είναι προφανώς αβάσιμη.

Αυτό μπορεί να λεχθεί, παρόλο που είναι βέβαιο ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου για την ερμηνεία, υποχρεούται σε ορισμένες περιπτώσεις να ερευνήσει το εθνικό δίκαιο και μάλιστα όταν τίθεται το πρόβλημα αν νομίμως δικαστήριο που επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου του παραπέμπει την υπόθεση. Είναι βεβαίως κάτι τελείως διαφορετικό να ερευνάται το εθνικό δίκαιο από το πρίσμα της σημασίας που έχει το ερώτημα για την έκδοση της αποφάσεως από τον εθνικό δικαστή, η έρευνα δηλαδή του ζητήματος μέχρι πού εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά από αναπομπή της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο, αν είναι δηλ. πραγματικά αναγκαία η ζητούμενη ερμηνεία για την απόφαση που πρέπει στη συνέχεια να εκδοθεί. Υπ' αυτή την έννοια το Δικαστήριο ουδέποτε ερεύνησε το εθνικό δίκαιο, και δικαιολογημένα.

Εξάλλου, υπάρχει ήδη σαφής νομολογία επί του δικαιώματος παραπομπής από δικαστήρια όχι τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία πρέπει να αποφανθούν μετά από αναπομπή. Έτσι έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση 166/73 (16 Ιανουαρίου 1974, RHEINMÜHLEN DÜSSELDORF κατά EINFUHR- UND VORRATSSTELLE FÜR GETREIDE UND FUTTERMITTEL, SLG 1974, σ. 38 επ.) και επιβεβαίωσε στην υπόθεση 146/73 (12 Φεβρουαρίου 1974, RHEINMÜHLEN DÜSSELDORF κατά EINFUHR- UND VORRATSSTELLE FÜR GETREIDE UND FUTTERMITTEL, SLG 1974, σ. 147 επ.) ότι το εθνικό δικαστήριο έχει απεριόριστο δικαίωμα παραπομπής προς το Δικαστήριο. Υπογράμμισε ρητά ότι ένα δικαστήριο όχι τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας οφείλει «αν είναι της γνώμης ότι λόγω της νομικής κρίσεως του ανωτέρου δικαστηρίου θα μπορούσε να οδηγηθεί στην έκδοση απόφασης αντίθετης με το κοινοτικό δίκαιο, να μπορεί να κρίνει ελεύθερα αν θα παραπέμψει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα για τα οποία αμφιβάλλει». Αυτά βεβαίως, έγιναν δεκτά σε διαδικασίες του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ. Δεν έχω όμως καμιά αμφιβολία ότι, λόγω της ομοιότητας της διαδικασίας παραπομπής με εκείνη του Πρωτοκόλλου για την ερμηνεία ισχύουν και γι' αυτό. Δεν έχει ιδίως καμιά σημασία, το γεγονός ότι σε συνάρτηση με το καθήκον παραπομπής των ανωτάτων δικαστηρίων περιέχεται στο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία, και μάλιστα μόνο σ' αυτό, η διατύπωση «το δικαστήριο αυτό», εφόσον κρίνει ότι απόφαση για το θέμα αυτό είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, έχει γίνει δε από καιρό σαφές ότι το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 177, παράγραφος 3, έστω και χωρίς ρητή μνεία.

2) 

Το ερώτημα που υποβλήθηκε από το OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ, και προς το οποίο στρέφομαι τώρα πλέον, αφορά — όπως αναφέρθηκε — το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης δικαιοδοσίας. Προβλήματα ανακύπτουν εν προκειμένω — ανεξάρτητα από τα θέματα που εξαιρούνται ρητά στο άρθρο 1 παράγραφος 2 — επειδή αυτό το στάδιο περιγράφεται απλώς με τη χρησιμοποίηση του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», χωρίς να δίδονται στοιχεία πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτός ο όρος.

Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο ότι το εν λόγω πρόβλημα αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας αμέσως μετά την επεξεργασία της Σύμβασης και ότι ήδη έπαιξε κάποιο ρόλο και στην εθνική νομολογία. Προτάθηκε σχετικώς ολόκληρη σειρά λύσεων — η Επιτροπή ιδίως τις εξέθεσε λεπτομερώς — λύσεις εξάλλου που δεν εξαντλούνται σε καμιά περίπτωση με τις εναλλακτικές προτάσεις που περιέχονται στο ερώτημα.

Κατά την άποψη ορισμένων — επιθυμώ να το θίξω τώρα μόνο εν συντομία — είναι καθοριστικό το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως, θέση την οποία επικαλείται κυρίως και η LTU.

Άλλοι, αντίθετα, δίνουν βάρος στο δίκαιο του κράτους προελεύσεως. Μερικοί το υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα, άλλοι θεωρούν σημαντική την ύπαρξη ρητού νομικού χαρακτηρισμού στην απόφαση που πρέπει να εκτελεσθεί. Αν κάτι τέτοιο λείπει, τότε θεωρείται ότι επιτρέπεται χαρακτηρισμός κατά το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως.

Απαντούν επίσης απόψεις κατά τις οποίες αναγνωρίζεται κατ' αρχήν ο χαρακτηρισμός κατά το δίκαιο του κράτους προελεύσεως, αλλά διατυπώνονται άλλες επιφυλάξεις. Έτσι υπάρχει η γνώμη σχετικά με διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Σύμβασης ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή δέσμευση του δικαστή της εκτέλεσης από το χαρακτηρισμό του κράτους προέλευσης, επειδή ο αρχικός δικαστής δεν δεσμευόταν ακόμα από τη Σύμβαση κατά το χρόνο εκδόσεως της απόφασης. Άλλοι αποκλείουν τη δέσμευση από το χαρακτηρισμό εκ μέρους του κράτους προέλευσης, όταν πρόκειται για υποθέσεις σαφώς δημοσίου δικαίου· εξετάζεται τουλάχιστον το ενδεχόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις να επιτρέπεται επίκληση της «δημοσίας τάξεως» κατά το άρθρο 27 της Σύμβασης.

Τελείως διαφορετική είναι η άποψη εκείνων που υποστηρίζουν ότι ο όρος «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» δεν πρέπει να καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου, αλλά ότι αντιθέτως πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αυτοτελή, οιονεί κοινοτικό όρο. Υπέρ αυτής της απόψεως τάχθηκε ιδίως η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εν προκειμένω, η Ιταλική Κυβέρνηση, επικαλούμενη διμερείς συμφωνίες και ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 84) καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβασης η αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας μετέβαλε την άποψή της επικουρικά, κατά τρόπο ώστε το αποφασιστικό ζήτημα για το δεύτερο δικαστή να είναι ενδεχομένως το αν ο πρώτος δικαστής καθόρισε την επίμαχη έννοια κατά τρόπο εύστοχο, και μόνο αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικώς να αντιμετωπίζεται παραπομπή στο Δικαστήριο για να διευκρινιστεί το ζήτημα οριοθετήσεως.

Κατά την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος και την εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλονται για τις διάφορες λύσεις βρήκα αρχικά εξαιρετικά ελκυστική την άποψη ότι πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ότι το περιεχόμενο του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» αποτελεί έννοια κοινοτικού δικαίου. Αναμφίβολα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα — η Επιτροπή κάνει λόγο ακριβώς για ιδανική λύση — να εξασφαλίζει ενιαία εφαρμογή της Σύμβασης και να δεσμεύει εξίσου τα κράτη μέλη. Έτσι αποφεύγεται ιδίως ο κίνδυνος ο όρος που έχει σημασία μέσα στη Σύμβαση, τόσο για τα θέματα δικαιοδοσίας, όσο και για θέματα της εκτέλεσης, να ερμηνεύεται κατά διαφορετικό τρόπο. Εν προκειμένω, εξάλλου, ελλείψει ακριβούς χαρακτηρισμού η μέθοδος ενέργειας πρέπει να είναι η ίδια, όπως πάντοτε όταν εμφανίζονται κενά στο κοινοτικό δίκαιο. Πρέπει να αναζητούνται οι κοινές θεμελιώδεις αντιλήψεις των κρατών μελών, ενδεχομένως αφού ληφθούν υπόψη προϊσχύουσες διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις των κρατών μελών. Εν πάση περιπτώσει δεν ενδείκνυται να ακολουθηθεί η διαδικασία που θεώρησε ορθή — θα επανέλθουμε σ' αυτή τη βασική θέση — ο εκπρόσωπος της LTU, δηλαδή να αναγνωριστούν ως αστικές και εμπορικές υποθέσεις μόνον όσες πρέπει να χαρακτηρίζονται έτσι κατά την αντίληψη του κράτους μέλους, στο οποίο ο τομέας του δημοσίου δικαίου έχει τη μεγαλύτερη έκταση· γιατί αυτό θα σήμαινε καθοριστικό προσανατολισμό προς την έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, χωρίς όμως να λαμβάνονται ως βάση ενιαίες αντιλήψεις. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να ακολουθηθεί η άποψη της Ιταλικής Κυβέρνησης ότι δεν καλύπτονται από τη Σύμβαση υποθέσεις ναυσιπλοΐας. Αυτό δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 84 της Συνθήκης ΕΟΚ — είναι τελείως διαφορετική η λειτουργία αυτού του άρθρου μέσα στο πλαίσιο της Συνθήκης — ούτε είναι υποχρεωτική η σύγκριση με άλλες συμβάσεις, λόγω ακριβώς του ότι κατά τη Σύμβαση δικαιοδοσίας δεν περιλαμβάνονται στους ρητά εξαιρούμενους τομείς η ναυσιπλοΐα και η αεροπλοΐα. Εξάλλου, είναι ενδιαφέρον ότι κατά κανένα τρόπο δεν εξαιρούνται από το μέχρι τώρα υπό επεξεργασία σχέδιο συμβάσεως για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών ούτε η ναυσιπλοΐα ούτε η αεροπλοΐα, αλλά γι' αυτές αντιθέτως θεωρούνται ότι και εδώ υπάρχει πεδίο αστικού δικαίου και λαμβάνεται ως βάση το ότι η οριοθέτηση του καλυπτόμενου τομέα πραγματοποιείται σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα κριτήρια.

Το καθοριστικό στοιχείο επομένως είναι το αν το σχήμα υπεροχής και υποταγής που κυρίως χαρακτηρίζει τις σχέσεις δημοσίου δικαίου υφίσταται και κατά την προβολή της αξίωσης τελών της EUROCONTROL — εδώ δεν ενδιαφέρουν τα αμιγώς καθήκοντα αστυνομεύσεως για την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας. Το ότι από αυτή τη σκοπιά μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί ως εφαρμοστέα στο αντικείμενο της κύριας δίκης η Σύμβαση δικαιοδοσίας, συνάγεται κατά τη γνώμη μου από δύο σκέψεις. Αφ' ενός η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως κατά τη βούληση των συντακτών της, όπως γίνεται σαφές από την έκθεση που κοινοποιήθηκε στις κυβερνήσεις μαζί με το σχέδιο της Σύμβασης. Αφετέρου έχει σημασία το ότι τα τέλη της EUROCONTROL, σύμφωνα με τα κείμενα που ανέφερα στην αρχή, λογίζονται ως αμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες και ότι για την είσπραξή τους έχει προβλεφθεί αρμοδιότητα των βελγικών πολιτικών δικαστηρίων.

Εντούτοις, έστω κι αν αυτό θεωρηθεί λυπηρό, υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την άποψη ότι ο όρος «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» έχει περιεχόμενο κοινοτικού δικαίου.

Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών οριοθετήσεων στα διάφορα κράτη μέλη πρέπει να γίνει άνευ ετέρου δεκτό ότι κάθε άλλο παρά απλός είναι ο ορισμός της έννοιας αστικές και εμπορικές υποθέσεις από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μετά την προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας στη Σύμβαση, επειδή κατά το βρετανικό δίκαιο η διάκριση μεταξύ αστικού και δημοσίου δικαίου εμφανίζεται πολύ λιγότερο από ό, τι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Γι' αυτό και οι εμπειρογνώμονες που ήταν επιφορτισμένοι με την επεξεργασία της Σύμβασης δεν αποτόλμησαν να δώσουν έναν ορισμό και γι' αυτό στο σχέδιο σύμβασης προσχωρήσεως ανευρίσκονται μόνο κάποιες προσπάθειες αρνητικής οριοθέτησης ως προς τις έννοιες φορολογικές, τελωνειακές και διοικητικές υποθέσεις. Η επεξεργασία επομένως ενός όρου κοινοτικού δικαίου θα ήταν, όπως δείχνει η δικαστηριακή πρακτική μερικών κρατών μελών που γνωρίζουν αυτή τη διάκριση, αναμφισβήτητα χρονοβόρα και κατά συνέπεια θα συνδεόταν με μακρά περίοδο αβεβαιότητας. θα έπρεπε να αναμένεται ότι πολύ συχνά — πάντοτε όταν θα διαφαινόταν κάποιο στοιχείο δημοσίου δικαίου — θα υποβάλλονταν στο Δικαστήριο αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής απόφασης κι αυτό ακόμα κι αν γινόταν δεκτή η επικουρική άποψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ότι δηλαδή αν επιβαλόταν η ύπαρξη ισχυρών αμφιβολιών. Η διαδικασία της εκτέλεσης θα καθυστερούσε και δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί τόσο ομαλά όσο επεδίωξαν ασφαλώς οι συντάκτες της Σύμβασης. Η πρωταρχική επιδίωξη και οι κύριοι σκοποί της Σύμβασης αντίκεινται συνεπώς σε ερμηνεία που συνεπάγεται τόσο σοβαρά μειονεκτήματα, όπως παρατεταμένη αβεβαιότητα και παρέλκυση της δίκης. Υπενθυμίζω σχετικώς μόνο ότι στο προοίμιο της Σύμβασης τονίζεται η αναγκαιότητα της ταχύτητας της διαδικασίας. Παραπέμπω στην κοινή δήλωση που έχει επισυναφθεί στη Σύμβαση και στην οποία γίνεται λόγος για όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη εφαρμογή της Σύμβασης. Αναφέρομαι εν τέλει στην αμέσως προηγουμένως αναφερθείσα έκθεση της Σύμβασης στην οποία γίνεται λόγος για όσο το δυνατό ευρύτερη προαγωγή της ελεύθερης διακίνησης των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη.

Αλλά αν επίσης πρέπει για πρακτικούς λόγους — υπογραμμίζεται ρητά στην αναφερθείσα έκθεση η αναγκαιότητα της κατά το δυνατό αποτελεσματικής εφαρμογής της Σύμβασης — να μη γίνει δεκτή η άποψη ότι ο όρος «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» έχει αυτοτελές περιεχόμενο κοινοτικού δικαίου, τότε πραγματικά δεν απομένει παρά η δυνατότητα αναφοράς στο εθνικό δίκαιο. Κατ' αρχήν, συνεπώς, καθοριστικός μπορεί να είναι μόνο ο χαρακτηρισμός που δίνεται από τον αρχικό δικαστή ή από το δικαστή της εκτελέσεως, δηλαδή πρέπει κατ' αρχήν να γίνει επιλογή μεταξύ των δυνατοτήτων που περιέχονται στην παραπεμπτική Διάταξη, αν και είναι αυτονόητο — αντίθετα από την άποψη ενός των διαδίκων — ότι αυτό δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται κατά την εκδίκαση της αίτησης για προδικαστική απόφαση από τις ερμηνευτικές δυνατότητες που προτείνει το παραπέμπον δικαστήριο.

Όσον αφορά τις δύο προτεινόμενες λύσεις, προκύπτει εντούτοις αμέσως η περαιτέρω διαπίστωση ότι ακόμη και τα επιχειρήματα που προτάθηκαν υπέρ του καταρχήν χαρακτηρισμού βάσει του δικαίου του κράτους εκτελέσεως, είναι ελάχιστα πειστικά.

Στο πλαίσιο αυτού του προβλήματος υποστήριξε η LTU ότι οι διεθνείς συμβάσεις πρέπει να ερμηνεύονται εν αμφιβολία συσταλτικώς, κατά τρόπο που να θίγουν το λιγότερο δυνατό την κυριαρχική εξουσία των συμβαλλόμενων κρατών. Σχετικά με τη Σύμβαση δικαιοδοσίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, χωρίς ρητή διάταξη στη Σύμβαση, το κράτος εκτελέσεως υπόκειται κατά κάποιο τρόπο σε αλλοδαπό δίκαιο και ότι προ παντός θα είναι έτοιμο να κηρύξει εκτελεστές αποφάσεις σε υποθέσεις που θεωρεί δημοσίου δικαίου και για τις οποίες καταρχήν δεν επιτρέπεται εκτέλεση στην αλλοδαπή, θεωρώ αυτή την επιχειρηματολογία εκ προοιμίου άστοχη. Παραβλέπει ότι η Σύμβαση εκπληρώνει σημαντική λειτουργία στο πλαίσιο της Οικονομικής Κοινότητας: πρέπει να διασφαλίζει ότι η διευκόλυνση των διακρατικών οικονομικών ανταλλαγών με διευκολύνσεις στο δικαστικό τομέα συνοδεύεται και συμπληρώνεται με την απλούστευση της επιδίωξης δικαστικής εννόμου προστασίας. Γι' αυτό το λόγο, αλλά και επειδή τα νομικά καθεστώτα δεν παρουσιάζουν έντονες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, αλλά υπάρχουν σαφώς περίπου ισοδύναμες νομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, σίγουρα δεν ενδείκνυται να ισχύσουν για τη Σύμβαση ερμηνευτικές αρχές που ενδεχομένως δικαιολογούνται για τις παραδοσιακές διεθνείς συμβάσεις.

Αντίθετα υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ του να θεωρηθεί κατ' αρχήν καθοριστικός ο χαρακτηρισμός του κράτους προέλευσης.

Από την ήδη προαναφερθείσα έκθεση προκύπτει ότι αποτελεί κύρια επιδίωξη της Σύμβασης η ενίσχυση της θέσης των δικαστηρίων του κράτους προελεύσεως. Αυτό εκφράζεται αφενός — στο οποίο ομοίως αναφέρεται και η έκθεση — με πολύ φιλελεύθερους κανόνες περί αναγνωρίσεως που οδηγούν σε όσο το δυνατό ευρύτερη αναγνώριση. Πραγματικά οι λόγοι για την άρνηση της αναγνώρισης περιέχονται κατ' αποκλειστικό τρόπο στα άρθρα 27 και 28 και γι' αυτό στην επιστήμη γίνεται ακριβώς λόγος για τεκμήριο υπέρ της αναγνώρισης. Αυτό εκφράζεται αφ' ετέρου στον τομέα της εκτέλεσης με το ότι κατά το άρθρο 34 η εκτέλεση μπορεί να μην επιτραπεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 27 και 28. Ούτε απαιτείται κατ' αρχή περαιτέρω έλεγχος της δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις δεν είναι, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 3 δημοσίας τάξεως. Επιπλέον, ούτε και η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων ελέγχεται.

Αναμφίβολα, ανταποκρίνεται καλύτερα σ' αυτή τη βασική σκέψη, κατά την οποία έχει σημασία καταρχήν η κρίση του κράτους προέλευσης, η άποψη ότι είναι καταρχήν καθοριστικής σημασίας ο χαρακτηρισμός από το κράτος προελεύσεως, όσον αφορά τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Αυτό είναι απόλυτα συνεπές και προς το διαφαινόμενο σκοπό της Σύμβασης για όσο το δυνατό ευρύτερη διακίνηση των αποφάσεων, καθώς και προς τη θεμελιώδη αρχή για εξασφάλιση όσο το δυνατό πιο εκτεταμένης και αποτελεσματικής εφαρμογής. Αντίθετα, αντίστοιχοι έλεγχοι από το κράτος εκτέλεσης θα έθεταν ενδεχομένως σε κίνδυνο την ολοκλήρωση αυτού του σκοπού και θα οδηγούσαν σε διαφοροποιημένη πρακτική ως προς την εκτέλεση.

Επομένως, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα μπορεί κατά τη γνώμη μου, να δοθεί μόνο σύμφωνα με τις εκτεθείσες διαπιστώσεις.

Εξάλλου, έχω και εγώ την εντύπωση ότι η υπογράμμιση αυτής της βασικής αντιλήψεως επαρκεί πλήρως για το σκοπό της εκδόσεως αποφάσεως στην κύρια δίκη. Αντίθετα με τη γνώμη που υποστηρίζει η LTU δεν υπάρχει πράγματι κανένας λόγος αμφιβολίας ότι τα βελγικά δικαστήρια χαρακτήρισαν ρητά τη διαφορά ως αστική.

Εν προκειμένω, αρκεί το γεγονός ότι ζητήθηκε έννομη προστασία με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για αστική υπόθεση, και ότι το εμποροδικείο αντιμετώπισε σχετική ένσταση της LTU. Επί πλέον η απορριπτική απόφαση του εφετείου επί της εφέσεως στηρίχθηκε ρητά, ως προς το ζήτημα της επίδοσης, στη Σύμβαση της Χάγης της 1ης Μαρτίου 1954 περί πολιτικής δικονομίας. Αφ' ετέρου μπορούν να υπομνηστούν όσα εξετέθησαν προηγουμένως σχετικά με το χαρακτηρισμό της αξίωσης τελών της EUROCONTROL υπό το φως κοινών αρχών του δικαίου και όσα φαίνονται να αποδεικνύουν ότι είναι σχετικά περιορισμένος ο κίνδυνος εσφαλμένου χαρακτηρισμού υποθέσεων τέτοιας φύσεως από το κράτος προελεύσεως.

Από αυτή τη σκοπιά δεν φαίνεται αναγκαίο να εξεταστούν και άλλες πλευρές του προβλήματος οι οποίες διεφάνησαν εν μέρει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Δεν χρειάζεται ιδίως να ερευνηθεί εδώ τι πρέπει να γίνει, όταν δεν έχει δοθεί ρητός χαρακτηρισμός από το κράτος προελεύσεως, αν δηλαδή πρέπει να αποφανθεί σχετικώς το κράτος εκτελέσεως και αν είναι γι' αυτό καθοριστικές οι δικές του αρχές του δικαίου ή αν — πράγμα που θα ήταν αναμφισβήτητα χρονοβόρο και δύσκολο — θα πρέπει να γίνει αναφορά στην έννομη τάξη του κράτους προέλευσης.

Στην παρούσα διαδικασία δεν χρειάζεται να ερευνηθεί ούτε το θέμα κατά πόσο πρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενδεχομένως με αναφορά στην επιφύλαξη της «ORDRE PUBLIC»(δημόσιας τάξης) του άρθρου 27 της Συμβάσεως, να ελέγχεται σε πιθανές εξαιρετικές περιπτώσεις ο χαρακτηρισμός από το κράτος εκτελέσεως, κυρίως όταν π.χ. ζητείται η εκτέλεση αμιγώς φορολογικών ή ποινικών αποφάσεων. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να αναμένουμε τις μελλοντικές εξελίξεις. Όταν δοθεί η ευκαιρία, θα μπορέσουν να διεξαχθούν οι αναγκαίες έρευνες ως προς αυτό το λεπτό ζήτημα.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το OBERLANDESGERICHT του Ντύσελντορφ:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1 της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους εκτελέσεως δεσμεύονται από την απόφαση επί της ουσίας των δικαστηρίων του κράτους προελεύσεως, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που τα δικαστήρια αυτά έχουν ρητά χαρακτηρίσει την υπό κρίση διαφορά ως αστική ή εμπορική υπόθεση.


( 1 ) Γλώσσά του πρωτοτύπου: η γερμανική.