ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN-PIERRE WARNER

της 25ης Σεπτεμβρίου 1975 ( 1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Ενθυμείστε ενδεχομένως ότι στις 14 Ιουνίου 1971 το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», που αντικατάστησε τον προϊσχύοντα κανονισμό 3.

Το ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί στην προκειμένη περίπτωση αφορά στην ουσία το αν ειδική διάταξη του κανονισμού 1408/71, συγκεκριμένα το άρθρο 46, παράγραφος 3, συμβιβάζεται με το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ ή αν είναι παντελώς ή εν μέρει ασυμβίβαστο προς το τελευταίο.

Είναι βέβαιο, κατά την άποψή μου, ότι οι λόγοι που δικαιολογούν την παρεμβολή του άρθρου 46, παράγραφος 3, στον κανονισμό περιέχονται στην έβδομη και όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού που έχουν ως εξής:

«Εκτιμώντας ότι οι κανόνες συντονισμού που εθεσπίστησαν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51 της Συνθήκης πρέπει να εξασφαλίζουν στους εργαζομένους, οι οποίοι διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητος τα κεκτημένα δικαιώματα και πλεονεκτήματα, χωρίς να δύναται να προκαλέσουν αδικαιολόγητες σωρεύσεις. Εκτιμώντας ότι προς τον σκοπό αυτό οι δικαιούχοι παροχών αναπηρίας, γήρατος και θανάτου (συντάξεις), πρέπει να δύνανται να απολαύουν του συνόλου των παροχών που έχουν αποκτήσει στα διάφορα κράτη μέλη· ότι προς αποφυγή όμως αδικαιολογήτων σωρεύσεων που προκύπτουν ιδίως από την χρονική σύμπτωση περιόδων ασφαλίσεως και περιόδων εξομοιουμένων προς αυτές, είναι αναγκαίο να τεθεί ως ανώτατο όριο το υψηλότερο ποσό παροχής, που θα όφειλε ένα από αυτά τα κράτη στον εργαζόμενο, αν αυτός είχε ασκήσει εκεί ολόκληρη την επαγγελματική του δραστηριότητα.» (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 και 74).

Σκοπός του άρθρου 46, παράγραφος 3, ή εν πάση περιπτώσει, ένας από τους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη είναι ο περιορισμός του συνολικού ποσού της συντάξεως γήρατος που μπορεί να λάβει πρόσωπο, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, στο ποσό το οποίο θα δικαιούτο αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπλήρωσε υπό τα συστήματα αυτών των κρατών μελών είχαν συμπληρωθεί στο κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία θα του παρείχε την υψηλότερη σύνταξη.

Εξάλλου, σαφώς προκύπτει από τα αποσπάσματα των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου, από τα οποία ορισμένα έχουν προσαρτηθεί στις παρατηρήσεις που το Συμβούλιο κατέθεσε κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης, ότι το Συμβούλιο, επεξεργαζόμενο τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71, είχε υπόψη του την ερμηνεία του άρθρου 51 της Συνθήκης, όπως έγινε δεκτή στις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο και προσπάθησε να της δώσει νομοθετική μορφή. Έτσι, το ερώτημα για το οποίο πρόκειται συνίσταται κατά κάποια έννοια στο να καθοριστεί, σε ποιο μέτρο, το Συμβούλιο πέτυχε σ' αυτήν την προσπάθεια.

Το Δικαστήριο έχει υπόψη του ότι στις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση 191/73, Niemann κατά Bundesversicherungsanstalt (ECR. 1974, σ. 581), ανέφερα τις κυριότερες σχετικές αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο και συνόψισα αυτό που θεωρούσα ότι ήταν η συνέπειά τους. Δεν έχω την πρόθεση να κουράσω το Δικαστήριο επαναλαμβάνοντας αυτά που ανέπτυξα τότε. Τόσο η Ιταλική Δημοκρατία όσο και το Συμβούλιο θεώρησαν στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στην υπό κρίση υπόθεση ότι αυτή η σύνοψη, όπως συμπληρώθηκε με την εκδοθείσα από το Δικαστήριο απόφαση στην υπόθεση Niemann, εξέφραζε ορθώς το νομικό καθεστώς. Περιορίζομαι στο να πράξω το ίδιο χωρίς φυσικά να λησμονώ ότι στο μέτρο που αφορούσαν την ερμηνεία του κανονισμού 3 και όχι την ερμηνεία του άρθρου 51, οι εν λόγω αποφάσεις δεν είναι απόλυτα σχετικές. Πράγματι, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 διαφέρουν σε ορισμένα σημεία από τις διατάξεις του κανονισμού 3.

Για λόγους απλουστεύσεως, προτείνω πιο κάτω στο Δικαστήριο να μη λάβει υπόψη του την περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο υπάγεται ή έχει υπαχθεί στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους στο οποίο το δικαίωμα συντάξεως λόγω αποχωρήσεως εξαρτάται από την υπαγωγή σ' αυτό το σύστημα «κατά το χρονικό σημείο της επελεύσεως του κινδύνου», οποιαδήποτε και αν είναι η διάρκεια των συμπληρωθεισών περιόδων ασφαλίσεως. Η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά παρόμοια περίπτωση.

Αφού αυτό γίνει δεκτό, μπορεί να λεχθεί ότι ένα πρόσωπο που είχε υπαχθεί στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μπορεί να βρεθεί, σε μία από τις ακόλουθες τέσσερις περιπτώσεις όσον αφορά τα δικαιώματά του επί συντάξεως λόγω αποχωρήσεως:

1)

Μπορεί να αξιώσει σύνταξη σ' αυτό το κράτος χωρίς να καταφύγει στο συνυπολογισμό του άρθρου 51 και να διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει σημαντικότερες παροχές με την εφαρμογή στην περίπτωσή του των μεθόδων συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού, ή

2)

Μπορεί να δικαιούται συντάξεως σ' αυτό το κράτος χωρίς να καταφύγει στο συνυπολογισμό αλλά να αξιώσει σ' αυτό το κράτος σημαντικότερη σύνταξη με την οδό του συνυπολογισμού ή του αναλογικού επιμερισμού, ή

3)

Μπορεί να μην έχει δικαίωμα συντάξεως σ' αυτό το κράτος παρά μόνο με την οδό του συνυπολογισμού ή του αναλογικού επιμερισμού, ή

4)

Μπορεί να μην έχει δικαίωμα σε καμία σύνταξη σ' αυτό το κράτος μέλος αν η μέθοδος του συνυπολογισμού και του αναλογικού υπολογισμού εφαρμοστεί στην περίπτωσή του.

Κατά την άποψή μου, είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, για τις ανάγκες της υπό κρίση υποθέσεως, η τέταρτη περίπτωση.

Οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71, που έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση και ειδικότερα τα άρθρα 45 και 46, λαμβάνουν υπόψη τις τρεις πρώτες περιπτώσεις.

Έτσι το άρθρο 45, παράγραφος 1, ορίζει ότι:

«Ο φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, την διατήρηση, την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από την συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεων, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως που επραγματοποιήθησαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους που επραγματοποιήθησαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται για τον φορέα αυτόν.» (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 88).

Είναι βέβαιο, κατά τη γνώμη μου, ότι οι λέξεις «κατά το μέτρο που απαιτείται» εισήχθησαν σ' αυτή τη διάταξη για να αποκλείσουν το συνυπολογισμό και τον αναλογικό επιμερισμό στην περίπτωση προσώπου που εμπίπτει, σε ορισμένο κράτος μέλος, στην πρώτη των τεσσάρων προπεριγραφεισών περιπτώσεων.

Το άρθρο 46 είναι αφιερωμένο στην εκκαθάριση των παροχών η παράγραφος 1 αυτής της διατάξεως αφορά την περίπτωση προσώπου που έχει δικαίωμα συντάξεως στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χωρίς να καταφύγει στο συνυπολογισμό, ήτοι προσώπου που εμπίπτει είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη των περιγραφεισών περιπτώσεων.

Ορίζει ότι αυτό το πρόσωπο νομιμοποιείται «prima facie» να λάβει την υψηλότερη σύνταξη, είτε αυτή είναι η θεσπιζόμενη σε αναφορά στη νομοθεσία αυτού του μόνου κράτους μέλους (πρώτη περίπτωση) είτε η σύνταξη που προκύπτει από την εφαρμογή των μεθόδων του συνυπολογισμού και του αναλογικού επιμερισμού (δεύτερη περίπτωση). Λέγω «prima facie» λόγω της υπάρξεως του άρθρου 46, παράγραφος 3, που θα εξετάσω αργότερα.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 46 αντιμετωπίζει την περίπτωση προσώπου που δεν μπορεί να αποκτήσει σύνταξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους παρά μόνο με την οδό του συνυπολογισμού ή του αναλογικού επιμερισμού, ήτοι προσώπου που εμπίπτει στην τρίτη περιγραφείσα περίπτωση. Ορίζει ότι σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να εφαρμοστούν αυτές οι μέθοδοι. Για να γίνει κατανοητή η ανάπτυξη που θα ακολουθήσει, οφείλω να επισημάνω ότι, το άρθρο 46 προβλέπει στην παράγραφο 2, α ότι ο φορέας υπολογίζει «το ποσό της παροχής την οποία θα ηδύνατο να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως που επραγματοποιήθησαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος» και χαρακτηρίζει αυτό το ποσό ως «θεωρητικό ποσό της παροχής».

Το άρθρο 46, παράγραφος 3, έχει ως εξής:

«Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται το συνολικό ποσό των παροχών που υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, με ανώτατο όριο το μεγαλύτερο απ' τα θεωρητικά ποσά παροχών που υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2, περίπτωση α.

Εφόσον το ποσό που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει το όριο, κάθε φορέας ο οποίος εφαρμόζει την παράγραφο 1 προσαρμόζει την παροχή του στο ποσό που αντιστοιχεί στη σχέση μεταξύ του ποσού της εν λόγω παροχής και του συνολικού ποσού των παροχών που προσδιορίζονται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1.» (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 89).

Όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση αυτής της διατάξεως το δεύτερο εδάφιο μπορεί να εφαρμοστεί σε πρόσωπο που συμπλήρωσε περιόδους ασφαλίσεως σε δύο κράτη μέλη είτε

i)

η παράγραφος 1 του άρθρου 46 εφαρμόζεται σ' αυτά τα δύο κράτη,

είτε

ii)

η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στο ένα από αυτά τα κράτη και η παράγραφος 2 στο άλλο.

Όπως παρατηρήθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή στα δύο κράτη μέλη λόγω του ότι το συνολικό ποσό των παροχών τις οποίες δικαιούται ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί «το μεγαλύτερο από τα θεωρητικά ποσά παροχών».

Επίσης, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση αυτού του εδαφίου, όταν η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο στα δύο κράτη μέλη, καθένα από αυτά τα κράτη έχει την υποχρέωση να μειώσει αναλογικά το ποσό της σύνταξης στην περίπτωση και στο μέτρο που το σύνολο των δύο συντάξεων που δικαιούται prima facie ο ενδιαφερόμενος σ' αυτά τα κράτη υπερβαίνει «το μεγαλύτερο από τα θεωρητικά ποσά παροχών». Πάντοτε κατ' αυτό το εδάφιο, όταν η παράγραφος 1 έχει εφαρμογή στο ένα από τα κράτη μέλη και η παράγραφος 2 στο άλλο, το κράτος μέλος στο οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 έχει την υποχρέωση να μειώσει το ποσό της συντάξεως την οποία ο ενδιαφερόμενος δικαιούται prima facie σ' αυτό το κράτος, στο ενδεχόμενο μέτρο που το σύνολο των δύο συντάξεων υπερβαίνει «το μεγαλύτερο από τα θεωρητικά ποσά παροχών»· δεν επιβάλλει καμία μείωση στο ποσό της συντάξεως την οποία δικαιούται ο ενδιαφερόμενος στο κράτος μέλος στο οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Αυτή την απλή ερμηνεία έδωσαν στο άρθρο 46, παράγραφος 3, οι ενδιαφερόμενοι στην υπό κρίση υπόθεση οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως Βελγίου και Ιταλίας.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως είναι τα ακόλουθα:

Ο αποβιώσας Raffaele Petroni, που ήταν Ιταλός, εργάστηκε ως ανθρακωρύχος στο Βέλγιο απ' το 1949 μέχρι το 1951, απ' το 1955 μέχρι το 1959 και απ' το 1964 μέχρι το 1972. Είχε εργαστεί στην Ιταλία το 1937, από το 1942 μέχρι το 1945 και απ' το 1960 μέχρι το 1961. Φαίνεται ότι υπήρξε άνεργος για το υπόλοιπο της ενεργού ζωής του. Συμπλήρωσε το όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση στις 26 Δεκεμβρίου 1972.

Βάσει των περιόδων εργασίας που είχε συμπληρώσει στο Βέλγιο, αναγνωρίστηκε στον Petroni, το δικαίωμα συντάξεως γήρατος 34358 βελγικών φράγκων ετησίως, δυνάμει της εφαρμοστέας βελγικής νομοθεσίας, θεωρούμενης μεμονωμένος. Αν είχαν εφαρμοστεί στο Βέλγιο στην περίπτωσή του ο συνυπολογισμός και ο αναλογικός επιμερισμός, θα είχε δικαίωμα σ' αυτό το κράτος επί συντάξεως ανερχόμενης μόνο σε 32450 βελγικά φράγκα. Ενέπιπτε, επομένως, στο Βέλγιο, στην πρώτη των τεσσάρων περιπτώσεων που μόλις περιέγραψα. Στην Ιταλία, ενέπιπτε, στην τρίτη περίπτωση. Οι περίοδοι εργασίας που είχε συμπληρώσει στην Ιταλία δεν επαρκούσαν μόνες τους για να του παράσχουν δικαίωμα ιταλικής συντάξεως. Όμως, ο συνυπολογισμός αυτών των περιόδων και των περιόδων που συμπλήρωσε στο Βέλγιο, καθώς και ο αναλογικός επιμερισμός του παρείχαν δικαίωμα στην Ιταλία επί συντάξεως 251420 λιρών Ιταλίας ετησίως. Εντούτοις, το άθροισμα της βελγικής του συντάξεως εκ 34358 φράγκων και της ιταλικής συντάξεως υπερέβαινε το «μεγαλύτερο από τα θεωρητικά ποσά παροχών». Εφαρμόζοντας ή προτιθέμενος να εφαρμόσει το άρθρο 46, παράγραφος 3, ο βελγικός οργανισμός μείωσε, κατά συνέπεια, τη βελγική σύνταξη κατά το υπερβαίνον ποσό και τη μείωσε σε 26247 φράγκα. Η ιταλική του σύνταξη δεν μειώθηκε.

Ο Petroni απεβίωσε στις 4 Ιανουαρίου 1974. Την 1η Μαρτίου 1974, η χήρα του, υπό την ιδιότητά της, ως ελκούσης εξ αυτού δικαίωμα, ήγειρε αγωγή ενώπιον του Tribunal du Travail των Βρυξελλών κατά του αρμόδιου βελγικού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, του Office national des pensions pour travailleurs salairiés (ONPTS). Προς στήριξη της αγωγής της, ισχυρίστηκε, καθόσον μας αφορά στην υπό κρίση υπόθεση, ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, ήταν ασυμβίβαστο προς το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι ο Petroni είχε δικαίωμα επί της βελγικής συντάξεως των 34358 φράγκων, κατ' αποκλεισμό οποιασδήποτε μειώσεως.

Η Petroni απεβίωσε με τη σειρά της στις 4 Σεπτεμβρίου 1974. Στις 24 Φεβρουαρίου 1975, το Tribunal du travail των Βρυξελλών εξέδωσε Διάταξη με την οποία επέτρεπε στις θυγατέρες των συζύγων Petroni να συνεχίσουν την ενώπιόν του δίκη κατά του ONPTS και υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται αν το άρθρο 46, παράγραφος 3, συμβιβάζεται με το άρθρο 51 της Συνθήκης. Το δεύτερο ερώτημα δεν τίθεται παρά αν δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο.

Ενθυμείστε ότι στην επ' ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος του ONPTS ισχυρίστηκε ότι το Tribunal du Travail κακώς επέτρεψε τη συνέχιση της δίκης από τις θυγατέρες των συζύγων Petroni και επίσης, αν ορθώς αντιλήφθηκα την επιχειρηματολογία του, ότι πραγματικός εναγόμενος έπρεπε να είναι ο ενδιαφερόμενος ιταλικός οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως, διότι αυτός ο οργανισμός όφειλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου να εκκαθαρίσει τις συντάξεις που δικαιούται ο Petroni τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Ιταλία: το ONPTS δεν προέβη παρά στην εκκαθάριση που είχε αναλάβει αυτός ο οργανισμός. Κύριοι, αυτά τα επιχειρήματα είναι τέτοιας φύσεως ώστε, κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να τα εξετάσει στο πλαίσιο παραπομπής, όπως η προκείμενη, και δεν θα προβώ σε περαιτέρω εξέτασή τους.

θα εξετάσω αμέσως το ουσιώδες ερώτημα.

Η απάντηση μου φαίνεται προφανής. Το σύνολο της νομολογίας που απαρτίζουν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στις οποίες παρέπεμψα, περιλαμβανόμενης της απόφασης που εκδόθηκε στην υπόθεση Niemann, προβάλλει την αρχή κατά την οποία, παρόλο ν ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης εξουσιοδοτεί και μάλιστα υποχρεώνει το Συμβούλιο να θεσπίσει «στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων», αυτή η διάταξη δεν επιτρέπει, ωστόσο, στο Συμβούλιο (εφόσον εν πάση περιπτώσει δεν θεσπίζει σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως επί κοινοτικού επιπέδου ούτε εξασφαλίζει, τουλάχιστον, την εναρμόνιση των διαφορετικών εθνικών συστημάτων) να επιβάλει κανόνες που περιορίζουν τα δικαιώματα, τα οποία ο καθένας διαθέτει δυνάμει του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους ανεξαρτήτως του κοινοτικού δικαίου. Με λίγα λόγια, το άρθρο 51 εξουσιοδοτεί και υποχρεώνει το Συμβούλιο να παρέχει δικαιώματα στους διακινούμενους εργαζόμενους, αλλά δεν του επιτρέπει, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται διαφορετικά εθνικά συστήματα, να στερήσει αυτούς τους εργαζόμενους από τα δικαιώματα τα οποία απολαύουν δυνάμει εθνικών κανόνων.

Το Συμβούλιο φυσικά είναι εξουσιοδοτημένο, στο μέτρο που θεσπίζει κανόνες οι οποίοι παρέχουν στους διακινούμενους εργαζομένους δικαιώματα τα οποία δεν θα διέθεταν διαφορετικά, να παρεμβάλει σ' αυτούς τους κανονισμούς διατάξεις που αποβλέπουν στο να διασφαλίζουν ότι αυτοί οι κανονισμοί δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητη σώρευση παροχών. Με άλλα λόγια, το άρθρο 46, παράγραφος 3, είναι έγκυρο στο μέτρο που περιορίζει δικαιώματα παρεχόμενα από το κοινοτικό δίκαιο και τα οποία δεν θα υφίσταντο χωρίς αυτό το δίκαιο· είναι όμως άκυρο στο μέτρο που αποβλέπει στο να περιορίσει δικαιώματα παρεχόμενα από τα εθνικά δίκαια και που υφίστανται ανεξαρτήτως του κοινοτικού δικαίου.

Κατά την άποψή μου, η συνέπεια είναι η ακόλουθη:

1)

στην προπεριγραφείσα πρώτη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση που ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους, θεωρούμενης μεμονωμένως, και δεν μπορεί να αξιώσει σ' αυτό το κράτος καμία παροχή κατ' εφαρμογή στην περίπτωσή του οποιασδήποτε διατάξεως του κοινοτικού δικαίου (που είναι η περίπτωση στην οποία βρισκόταν ο Petroni στο Βέλγιο), το άρθρο 46, παράγραφος 3, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή·

2)

στη δεύτερη αυτών των περιπτώσεων, δηλαδή στην περίπτωση που ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη δυνάμει νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, θεωρούμενης μεμονωμένος, πλην όμως σύνταξη βελτιούμενη αν οι μέθοδοι συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο εφαρμοστούν στην περίπτωσή του, το άρθρο 46, παράγραφος 3, μπορεί να εφαρμοστεί, μέχρι καλύψεως της διαφοράς που υφίσταται μεταξύ του ποσού της βελτιωμένης συντάξεως και του ποσού της συντάξεως που οφείλεται βάσει της μόνης εθνικής νομοθεσίας·

3)

στην τρίτη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση που ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη σ' ένα κράτος μέλος μόνο αν το κοινοτικό δίκαιο εφαρμοσθεί (που ήταν η περίπτωση του Petroni στην Ιταλία), το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να ορίσει ότι το ποσό της σύνταξης έπρεπε να μειωθεί στο μέτρο που η καταβολή του θα είχε ως αποτέλεσμα το ποσό του οποίου αυτό το πρόσωπο θα δικαιούτο συνολικά ως σύνταξη θα υπερέβαινε το μεγαλύτερο από τα «θεωρητικά ποσά παροχών» που θα δικαιούτο. Εντούτοις (με την επιφύλαξη επιχειρήματος που προέβαλε το Συμβούλιο ενώπιον του Δικαστηρίου και που θα εξετάσω σε λίγο), το Συμβούλιο δεν έκαμε χρήση αυτής της ευχέρειας.

Είναι προς τιμή του ONPTS και του Συμβουλίου το ότι δεν προέβαλαν, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως, επιχείρημα που θα μπορούσαν να σκεφθούν και κατά το οποίο είναι αδιάφορο για ένα συνταξιούχο αν η μείωση του συνόλου των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, που προορίζεται στο να τα περιορίσει στο μεγαλύτερο «από τα θεωρητικά ποσά παροχών» που δικαιούται, επέλθει με μείωση των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων είτε στη μία είτε στην άλλη χώρα. Σε μια Κοινότητα που θα είχε κοινό νόμισμα και της οποίας όλα τα νομίσματα θα παρέμεναν, ως ήσυχα φίδια, στις αντίστοιχες θέσεις τους, αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε να ήταν βάσιμο σε ορισμένο μέτρο. Φυσικά, όμως, στην κρατούσα κατάσταση, η κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε μία χώρα, βάσει του κοινοτικού δικαίου, δεν αντισταθμίζει αναγκαστικά την απώλεια σε άλλο κράτος δικαιωμάτων που ήταν ισοδύναμα στην αρχή.

Το κύριο επιχείρημα του οποίου έχει γίνει επίκληση υπέρ του ONPTS και του Συμβουλίου, για να πειστεί το Δικαστήριο ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, ήταν έγκυρο στο σύνολό του, αποσκοπούσε στο να αποδείξει ότι το άρθρο 46, θεωρούμενο στο σύνολό του, δημιουργούσε νέο σύνολο δικαιωμάτων που αντικαθιστούσε όλα τα δικαιώματα που μπορούσαν να παρασχεθούν από τις νομοθεσίες των κρατών μελών και ότι, επομένως, το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να τα περιορίσει. Κατά την άποψή μου, κύριοι, αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Στο μέτρο που ένα πρόσωπο έχει δικαίωμα επί συντάξεως βάσει του εθνικού δικαίου, θεωρούμενου μεμονωμένως, το άρθρο 46 δεν του παρέχει στην πραγματικότητα νέο δικαίωμα. Το να παρέχεται ένα νέο δικαίωμα και στη συνέχεια να προβλέπεται η μείωση αυτού του δικαιώματος σε ποσό κατώτερο από αυτό που θα λάμβανε δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, αποβλέπει ασφαλώς στη θέσπιση κανόνων που καταργούν σ' αυτό το μέτρο τα δικαιώματα που κατείχε δυνάμει του εθνικού δικαίου, πράγμα που ακριβώς δεν επιτρέπει το άρθρο 51 της Συνθήκης.

Το Συμβούλιο προέβαλε επικουρικό επιχείρημα που αφορά όχι το κύρος, αλλά την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 3. Υποστήριξε, πράγματι, ότι υπό συνθήκες όπως οι προκείμενες, όταν το άρθρο 46, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή σε ένα κράτος μέλος και το άρθρο 46, παράγραφος 2, στο άλλο κράτος μέλος, το άρθρο 46, παράγραφος 3, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο πρώτο διότι τότε δεν θα υφίστατο καμία «σχέση» όπως η αναφερόμενη στο δεύτερο εδάφιο αυτής της διάταξης. Το Συμβούλιο προχώρησε το συλλογισμό του μέχρι να ισχυριστεί ότι, υπ' αυτές τις συνθήκες, η ενδεχόμενη μείωση που προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 3, θα έπρεπε να εφαρμοστεί στη σύνταξη την οποία δικαιούτο ο ενδιαφερόμενος δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 2. Απαντώντας σε ερώτημα που του έθεσαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου δέχθηκε να θεωρήσει ότι αυτός ο ισχυρισμός συνεπαγόταν, σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, ότι αυτή που έπρεπε να μειωθεί ήταν η ιταλική σύνταξη του Petroni και όχι η βελγική του σύνταξη.

Κατά τη γνώμη μου, κύριοι, αυτή η άποψη πρέπει να απορριφθεί για τον απλό λόγο ότι η διατύπωση του άρθρου 46, παράγραφος 3, δεν μπορεί να αλλοιωθεί κατ' αυτή την έννοια. Εξάλλου, αυτή η άποψη δεν προσφέρει ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα που θέτει το άρθρο 46, παράγραφος 3, στην περίπτωση προσώπου που δικαιούται συντάξεως δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, σε δύο κράτη μέλη, δεν μπορεί, όμως, να αξιώσει σύνταξη βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, σε κανένα από αυτά τα κράτη.

Θεωρώ, κατά συνέπεια, ότι στο πρώτο ερώτημα που το Tribunal du travail των Βρυξελλών υπέβαλε στο Δικαστήριο, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου είναι άκυρο στο μέτρο που θεσπίζει μείωση του ποσού της σύνταξης λόγω αποχωρήσεως, την οποία δικαιούται ένα πρόσωπο σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του κοινοτικού δικαίου.

Το υποβληθέν από το Tribunal du Travail των Βρυξελλών δεύτερο ερώτημα έχει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά αν, τουλάχιστον, μπορεί πράγματι να παρουσιαστεί σώρευση παροχών όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν από ένα πρόσωπο σε διαφορετικά κράτη μέλη δεν συμπίπτουν. Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι, όταν εργαζόταν στο Βέλγιο, ο Petroni υπαγόταν στο ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που είχε εφαρμογή επί των ανθρακωρύχων. Στην περίπτωση, όμως, που δεχθείτε την άποψή μου επί της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, σε κανένα από τα δύο αυτά σκέλη του δευτέρου ερωτήματος δεν απαιτείται απάντηση.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.