ΑΠΌΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 23ης Ιανουαρίου 1975 ( *1 )

Στην υπόθεση 31/74,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του 8ου ποινικού τμήματος του PRETORE της Ρώμης, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

κατά

Filippo Galli

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2, 3, 5 εδάφιο 2, 30, 39, παράγραφος 1, και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ και των κανονισμών 120/67 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1967 (G.U. αριθ. 117, σ. 2269) και 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966 (EE ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους R. LECOURT, Πρόεδρο, J. MERTENS DE WILMARS (εισηγητή) και MACKENZIE STUART, προέδρους τμημάτων, Α. Μ. DONNER, R. MONACO, P. PESCATORE και Η. KUTSCHER, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J.-P. WARNER

γραμματέας: Α. VAN HOUTTE

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 26ης Απριλίου 1974, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 1974, ο PRETORE της Ρώμης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, διάφορα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2, 3, 5 εδάφιο 2, 30, 39, παράγραφος 1, και 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και των κανονισμών 120/67 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1967, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των δημητριακών (G.U. σ. 2269), και 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (EE ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά επιχειρηματία, που διώκεται για παράβαση, κατά την πώληση δημητριακών και αλεύρων ελαιωδών σπόρων, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος 425, της 24ης Ιουλίου 1973 (GU αριθ. 189, της 24ης Ιουλίου 1973), περί ελέγχου των τιμών των εμπορευμάτων που παράγονται και διατίθενται από μεγάλες επιχειρήσεις.

3

Το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα επέβαλε στις εμπορικές επιχειρήσεις παραγωγής ή διάθεσης εμπορευμάτων που πωλούνται κατά βάρος, μέτρο ή ποσότητα, των οποίων ο κύκλος εργασιών το πρώτο εξάμηνο του 1973 υπερέβη τα 5 δισεκατομμύρια λιρέττες, να υποβάλουν κατάλογο τιμών που δεν μπορούν να τροποποιηθούν παρά μόνο μετά από 60 μέρες από την κοινοποίησή τους στις αρμόδιες αρχές και εφόσον δεν προβληθεί αντίρρηση από τις αρχές αυτές εντός της ίδιας προθεσμίας.

4

Σύμφωνα με το εθνικό δικαστήριο, τα προϊόντα που πωλήθηκαν κατά παράβαση του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος είναι δημητριακά, στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 120/67, και άλευρα εξ ελαιωδών σπόρων, στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 136/66. Η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα θα επιτρέψει στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν συμβιβάζονται με τη Συνθήκη και τους κανονισμούς 120/67 και 136/66 οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 425, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές αφορούν αυτά τα προϊόντα.

5

Με τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα (α, β, γ και δ), που αναφέρονται στο καθεστώς τιμών στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 120/67 και 136/66, ερωτάται κατ' ουσίαν αν και κατά πόσο το κοινοτικό καθεστώς τιμών στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς αποκλείει ενδεχομένως εθνική ρύθμιση των τιμών.

6

Ερωτάται ακόμη, με αναφορά στα άρθρα 2, 3 και 5 της Συνθήκης, αν η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς και η απαγόρευση απομονώσεως των εθνικών αγορών, με την παρακώλυση της δημιουργίας κοινής αγοράς, είναι θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής εννόμου τάξεως που δημιουργούν προσωπικά δικαιώματα υπέρ των υποκειμένων δικαίου, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν σε περίπτωση πα-ραβιάσεώς τους από τα κράτη μέλη (ερώτημα ε).

7

Ανάλογο ερώτημα έχει υποβληθεί σε σχέση με το άρθρο 30 της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος (ερώτημα στ, περίπτωση 4).

8

Ο κανονισμός 120/67 περί των δημητριακών, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, έχει ως σκοπό τη δημιουργία κοινής οργανώσεως αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 40 της Συνθήκης ΕΟΚ. Αυτή η οργάνωση, όπως επανειλημμένα υπογραμμίζεται στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού, αποβλέπει στην πραγματοποίηση «ενιαίας αγοράς» δημητριακών στην Κοινότητα, υπό κοινή διαχείριση.

9

Προς το σκοπό της ενότητας της αγοράς, ο κανονισμός αυτός δημιούργησε ένα σύστημα ουσιαστικών κανόνων και αρμοδιοτήτων, στο οποίο περιλαμβάνεται μια οργάνωση ικανή να αντιμετωπίζει όλες τις καταστάσεις που μπορούν να προβλεφθούν.

10

Βασικό στοιχείο αυτού του συστήματος είναι το «καθεστώς τιμών», που προβλέπεται στο άρθρο 1 και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, σε όλα τα στάδια χονδρικής παραγωγής και εμπορίας.

11

Σκοπός του καθεστώτος τιμών είναι η πλήρης ελευθέρωση των εμπορικών ανταλλαγών στην Κοινότητα και η ανάλογη ρύθμιση των εξωτερικών εμπορικών ανταλλαγών, σύμφωνα με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

12

Για τη διασφάλιση της ελευθερίας των εσωτερικών εμπορικών ανταλλαγών, ο κανονισμός περιλαμβάνει σύνολο κανόνων που αποβλέπουν στην κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία και όλων των στρεβλώσεων του ενδοκοινοτικού εμπορίου που οφείλονται στις παρεμβάσεις στην αγορά από τα κράτη μέλη, εκτός από αυτές που προβλέπονται από τον ίδιο τον κανονισμό.

13

Αυτός ο σκοπός υπογραμμίζεται στη 15η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου, σύμφωνα με την οποία «η πραγματοποίηση της ενιαίας αγοράς στον τομέα των δημητριακών συνεπάγεται την κατάργηση, στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας, όλων των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω εμπορευμάτων», και στην 16η αιτιολογική σκέψη, σύμφωνα με την οποία «η πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς που στηρίζεται σε σύστημα κοινών τιμών θα εβλάπτετο από τη χορήγηση ορισμένων ενισχύσεων».

14

Προς το σκοπό αυτό περιελήφθησαν κατάλληλες διατάξεις στα άρθρα 21 και 22 του κανονισμού, τα οποία αποσκοπούν στη μεταφορά, στον τομέα της αγοράς αυτής, των άρθρων 2, 3, ιδίως των στοιχείων α, δ και στ, 9 και 30 της Συνθήκης, τα οποία αποβλέπουν στη δημιουργία ενιαίας αγοράς με την κατάργηση όλων των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

15

Κατά το προαναφερθέν σύστημα, αποκλείονται οι εθνικές ρυθμίσεις που παρακωλύουν άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επομένως, όσον αφορά ειδικότερα το καθεστώς των τιμών, είναι ασυμβίβαστες με τον κανονισμό οι εθνικές διατάξεις που επιφέρουν στρέβλωση στο σχηματισμό των τιμών, όπως διενεργείται στο πλαίσιο των ισχυουσών κοινοτικών διατάξεων.

16

Εκτός από τις ουσιαστικές διατάξεις για τη λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον εν λόγω τομέα, ο κανονισμός 120/67 περιλαμβάνει ένα πλαίσιο οργανώσεως κατά τρόπο που να μπορεί η Κοινότητα και τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν διαταράξεις οποιασδήποτε μορφής.

17

Πρέπει να τονιστεί σχετικά ότι η προσφορά γεωργικών αγαθών σε λογικές τιμές στους καταναλωτές αποτελεί έναν από τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης.

18

Τα άρθρα 19 και 20 του κανονισμού προβλέπουν ειδικά ενδεχόμενα διαταράξεων και εξουσιοδοτούν το Συμβούλιο να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση που η αγορά στην Κοινότητα διαταράχθηκε ή απειλείται να διαταραχθεί λόγω ανόδου των τιμών στη διεθνή αγορά που θέτουν σε κίνδυνο την κανονική λειτουργία του μηχανισμού τιμών που θέσπισε ο κανονισμός.

19

Το άρθρο 20 καθορίζει επακριβώς τις λεπτομέρειες κοινής δράσης με συμμετοχή, σε περίπτωση ορισμένων σοβαρών διαταράξεων, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των κρατών μελών.

20

Πέραν από τις εξουσίες που ο κανονισμός χορηγεί στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, η τελευταία, δυνάμει της ίδιας της Συνθήκης, έχει γενική αποστολή εποπτείας και πρωτοβουλίας.

21

Πρέπει ακόμη να τονιστεί, στο πλαίσιο αυτό, η λειτουργία της διαρκούς διαβουλεύσεως, κατά τη διαχείριση του οικείου τομέα αγοράς, που εξασφαλίζεται από την «επιτροπή διαχείρισης» του άρθρου 25 του κανονισμού. Εκτός από τις αρμοδιότητες που της έχουν ειδικά παραχωρηθεί, η επιτροπή διαχείρισης μπορεί, πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού, να επιληφθεί οποιουδήποτε ζητήματος που ο πρόεδρός της, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως αντιπροσώπου κράτους μέλους, περιλάβει στην ημερησία διάταξη.

22

Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι η οργάνωση του κανονισμού 120/67 επιφυλάσσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, σε συνεργασία με τα κοινοτικά όργανα και μέσα σε βραχύτατες προθεσμίες, να αναλαμβάνουν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες σε περίπτωση που η λειτουργία του μηχανισμού τιμών του κανονισμού δεν επιτρέπει να αντιμετωπιστούν ανεπιθύμητες τάσεις που εκδηλώνονται στην εξέλιξη των τιμών στο ενδιαφερόμενο κράτος.

23

Μονομερείς παρεμβάσεις κράτους μέλους στην εξέλιξη των τιμών στον εν λόγω τομέα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επίκληση του άρθρου 103, που αφορά την πολιτική συγκυρίας.

24

Πράγματι, το άρθρο 103, που διέπει την πολιτική συγκυρίας των κρατών μελών, δεν εφαρμόζεται στους τομείς που κατέστησαν ήδη κοινοί, όπως η οργάνωση των γεωργικών αγορών.

25

Πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν οι προαναφερθείσες σκέψεις έχουν επίσης εφαρμογή στην αγορά των λιπαρών ουσιών, που διέπεται από τον κανονισμό 136/66.

26

Και αυτός ο κανονισμός ιδρύει κοινή οργάνωση αγοράς, η οποία στηρίζεται στην ενότητα της αγοράς των λιπαρών ουσιών, με κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και σε κοινή διαχείριση. Η οργανωση αυτή έχει όμως μια ιδιομορφία: θεσπίζεται καθεστώς τιμών μόνο για τα προϊόντα που υπόκεινται περισσότερο σε διακυμάνσεις των τιμών, ιδίως για το ελαιόλαδο για τα άλλα προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός προβλέπεται απλώς τελωνειακή προστασία των εμπορικών ανταλλαγών με τρίτες χώρες και η δυνατότητα μέτρων διασφαλίσεως σε περίπτωση διαταράξεως της αγοράς.

27

Αν και το ασυμβίβαστο των εθνικών μέτρων που αποβλέπουν στον επηρεασμό της διαμόρφωσης των τιμών είναι ιδιαίτερα εμφανές σε περίπτωση οργάνωσης αγοράς που συνεπάγεται κοινοτικό μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών, εντούτοις και η ύπαρξη απλώς κοινής οργάνωσης αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 2, στοιχείο γ, στερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν μονομερώς στον εξεταζόμενο τομέα μέτρα ικανά να παρεμποδίζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

28

Εξάλλου, το άρθρο 36 του κανονισμού επιφυλάσσει ρητά στο Συμβούλιο την εξουσία να επιφέρει τροποποιήσεις ή παρεκκλίσεις από την κοινή οργάνωση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι «ειδικές συνθήκες» στις οποίες θα ήταν δυνατό να βρεθεί το ένα ή το άλλο προϊόν.

29

Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται, επομένως, ότι στους τομείς που διέπονται από κοινή οργάνωση αγοράς — και κατά μείζονα λόγο, όταν αυτή η οργάνωση στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών — τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα παρέμβασης με μονομερή εθνικά μέτρα στο μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών που καθορίζεται από την κοινή οργάνωση.

30

Συνεπώς, το εθνικό σύστημα το οποίο τροποποιεί, με πάγωμα των τιμών και με απαίτηση διοικητικής έγκρισης, το μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών που προβλέπεται από την κοινή οργάνωση αγοράς, είναι ασυμβίβαστο τόσο με τους προαναφερθέντες κανονισμούς, όσο και με τη γενική διάταξη του άρθρου 5, εδάφιο 2 της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από κάθε μέτρο που «δύναται να θέσει σε κίνδυνο» την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης.

31

Η εξουσία λήψης των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών, στις εν λόγω αγορές, ανήκει στα κοινοτικά όργανα. Τα υποκείμενα στους κοινοτικούς κανονισμούς άτομα δεν υποχρεούνται, επομένως, να τηρούν μονομερή μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνουν τα κράτη μέλη σ' αυτόν τον τομέα.

32

Ο μόνος τρόπος, που συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου τα κράτη μέλη να επιτύχουν, σ' έναν τομέα που διέπεται από κοινή οργάνωση αγοράς, τους σκοπούς της εθνικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της αύξησης των τιμών, είναι να αναλάβουν, σε κοινοτικό επίπεδο, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ώστε η αρμόδια κοινοτική αρχή να λάβει ή να εγκρίνει μέτρα που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς που ίδρυσαν οι κανονισμοί 120/67 και 136/66.

33

Στους υπό κρίση τομείς της αγοράς, οι κανονισμοί αυτοί έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπέρ των ιδιωτών και διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ιδίως με την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

34

Διευκρινίζεται πάντως, ότι το καθεστώς τιμών που θέσπισαν οι κανονισμοί 120/67 και 136/66 εφαρμόζεται αποκλειστικά στα στάδια της παραγωγής και του χονδρεμπορίου. Τα κράτη μέλη διατηρούν, επομένως, την ευχέρεια — υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της Συνθήκης — να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διαμόρφωση των τιμών στα στάδια του λιανικού εμπορίου και της κατανάλωσης, με την προϋπόθεση ότι δεν θέτουν σε κίνδυνο τους σκοπούς ή τη λειτουργία της οικείας κοινής οργανώσεως αγοράς.

35

Ερωτάται, τέλος, αν, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, και το άρθρο 5, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των κανονισμών 120/67 και 136/66, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, σε θέματα ελέγχου των τιμών, διατάξεις που δημιουργούν διακρίσεις μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών της Κοινότητας.

36

Το άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, καθορίζει τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών. Με την επιφύλαξη κατ' αναλογίαν εφαρμογής αυτής της διάταξης σε εθνικές οργανώσεις που υπάρχουν ενδεχομένως σε ορισμένους τομείς, σύμφωνα με τη Συνθήκη, το ερώτημα της αξιολογήσεως εθνικών διατάξεων που παρεμβαίνουν σε τομείς επιφυλασσόμενους υπέρ της κοινοτικής νομοθεσίας, στερείται αντικειμένου στην προκειμένη περίπτωση.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε ο PRETORE της Ρώμης, με Διάταξη της 26ης Απριλίου 1974, αποφαίνεται:

 

1)

Στους τομείς που διέπονται από κοινή οργάνωση αγοράς, ιδίως όταν η εν λόγω οργάνωση στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεμβαίνουν μονομερώς, με κανόνες εσωτερικού δικαίου, στο μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών που έχει καθοριστεί από την κοινή οργάνωση.

 

2)

Είναι ασυμβίβαστο με τους κανονισμούς 120/67, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των δημητριακών, και 136/66, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, το εθνικό καθεστώς το οποίο τροποποιεί, με πάγωμα τιμών και με απαίτηση διοικητικής έγκρισης, το μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών που προβλέπονται στο πλαίσιο των εν λόγω κοινών οργανώσεων αγοράς.

 

3)

Οι κανονισμοί 120/67 και 136/66, στους εν λόγω τομείς της αγοράς, έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπέρ των ιδιωτών και διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ιδίως με την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

 

LECOURT

MERTENS DE WILMARS

MACKENZIE STUART

DONNER

MONACO

PESCATORE

KUTSCHER

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Ιανουαρίου 1975.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

R. Lecourt


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.