ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ALAIN DUTHEILLET DE LAMOTHE

της 12ης Οκτωβρίου 1971 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Το 1970, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για διαφόρους λόγους, οι οποίοι είναι αδιάφοροι για την κατανόηση της παρούσας υπόθεσης, απαγόρευε την εισαγωγή στο έδαφός της μανιταριών που προέρχονταν από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Η συμμόρφωση προς την απαγόρευση αυτή ήταν εύκολο να εξασφαλιστεί στις περιπτώσεις που ο γερμανός εισαγωγέας ήθελε να προβεί σε κατευθείαν εισαγωγή από την Κίνα ή από τρίτη χώρα στη Γερμανία, δηλαδή σε «απευθείας» εισαγωγή, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που συνήθως χρησιμοποιείται στην πρακτική.

Αντίθετα, το ζήτημα ήταν πολύ πιο λεπτό όταν ο εισαγωγέας ήθελε να αγοράσει κινέζικα μανιτάρια, τα οποία είχαν τεθεί σε ελεύθερη εμπορία σε κάποια χώρα της Κοινότητας.

Πράγματι, αφότου εκδόθηκε ο κανονισμός 865/68, της 28ης Ιουνίου 1968, οι γερμανικές αρχές έπρεπε κανονικά να εκδίδουν αυτομάτως και μέσα σε πολύ βραχείες προθεσμίες την αιτουμένη άδεια, εφόσον το προϊόν κυκλοφορούσε ελεύθερα σ'. ένα κράτος μέλος.

Δεν μπορούσαν να την αρνηθούν παρά μόνο αν είχαν εξουσιοδοτηθεί προηγουμένως από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 115, εδάφιο 1 της Συνθήκης, εξουσιοδότηση που επιτρέπει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως σε περιπτώσεις εκτροπών του εμπορίου, στα κράτη μέλη να αποκλείουν από την κοινοτική μεταχείριση ορισμένα προϊόντα προερχόμενα από τρίτες χώρες, ήδη δε σε ελεύθερη κυκλοφορία σ' ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη. Όμως τέτοια εξουσιοδότηση ζητήθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όσον αφορά τα μανιτάρια προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μόλις την 11η Σεπτεμβρίου 1970 και δεν χορηγήθηκε από την Επιτροπή παρά τη 15η Σεπτεμβρίου.

Αυτή ακριβώς η κατάσταση υπήρξε η αιτία της παρούσας δίκης. Την 4η Σεπτεμβρίου 1970, η εταιρεία Bock ζήτησε άδεια εισαγωγής για μία παρτίδα κινεζικών μανιταριών αξίας 150000 γερμανικών μάρκων για την οποία είχε μία θετική προσφορά και η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, βρισκόταν σε ελεύθερη κυκλοφορία στις Κάτω Χώρες.

Την 9η Σεπτεμβρίου 1970, όχλησε με την αίτηση αυτή την αρμόδια γερμανική αρχή, δηλαδή το Bundesamt für Ernährung und Forstwirtschaft (Ομοσπονδιακό Γραφείο Τροφίμων και Δασοπονίας). Τέλος, την 11η Σεπτεμβρίου, επανέλαβε την αιτησή της με τηλετύπημα. Το τηλετύπημα αυτό προκάλεσε έντονη δραστηριότητα εκ μέρους των γερμανικών υπηρεσιών. Πράγματι συνέβησαν αυθημερόν τα ακόλουθα:

1.

Η γερμανική αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, ειδοποιηθείσα από το γερμανικό Υπουργείο Γεωργίας, πληροφόρησε με τηλετύπημα τις υπηρεσίες της Επιτροπής, ότι οι γερμανικές αρχές επελήφθησαν αιτήσεως αδείας για την εισαγωγή μίας παρτίδας κινεζικών μανιταριών αξίας 125000 γερμανικών μάρκων και ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ζητούσε από την Επιτροπή να επιτρέψει επειγόντως στη Γερμανία να αποκλείσει από την κοινοτική μεταχείριση τέτοιου είδους εισαγωγές (παραθέτω το κείμενο όπως ακριβώς έχει): «συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής την οποία αφορά» η προαναφερθείσα αίτηση.

2.

Το γερμανικό Γραφείο απάντησε στην εταιρεία Bock ότι είχε αποφασίσει να απορρίψει την αίτηση της παροχής αδείας μόλις (παραθέτω πάλι το κείμενο) «επιτρέψει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 115 της Συνθήκης».

Η εταιρεία Bock προέβη σε νέα διαβήματα, τα οποία απέβησαν μάταια.

Τη 15η Σεπτεμβρίου, η Επιτροπή εξέδωσε την αιτηθείσα απόφαση επιτρέποντας στη Γερμανία να αποκλείσει από την κοινοτική μεταχείριση τα μανιτάρια προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στις χώρες της Μπενελούξ. Η εν λόγω απόφαση περιείχε μία φράση στην οποία θα επανέλθω σε λίγο και η οποία αφορούσε τις αιτήσεις χορηγήσεως αδείας «που εκκρεμούν ήδη και κανονικά ενώπιον της γερμανικής διοι κήσεως». Στηριζόμενο στην άδεια αυτή, το γερμανικό Γραφείο επιβεβαίωσε ρητά, την 21η Σεπτεμβρίου, την απόρριψη της αιτήσεως της εταιρείας Bock.

Τέλος η εταιρεία Bock προσέφυγε στα γερμανικά διοικητικά δικαστήρια με σκοπό να επιτύχει τη διαπίστωση του παρανόμου της συμπεριφοράς του Γραφείου.

Συγχρόνως υπέβαλε στο Δικαστήριο την παρούσα προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της διάταξης της από 15 Σεπτεμβρίου 1970 απόφασης της Επιτροπής, η οποία ορίζει ότι «η εξουσιοδότηση αποκλεισμού από την κοινοτική μεταχείριση αφορά επίσης τις εισαγωγές των προϊόντων αυτών, οι αιτήσεις αδείας εισαγωγής των οποίων εκκρεμούν ήδη και κανονικά ενώπιον της γερμανικής διοικήσεως».

I — Το πρώτο ζήτημα που θέτει η υπόθεση αυτή αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

Α —

Η Επιτροπή υποστηρίζει με περίτεχνη επιχειρηματολογία πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη διάταξη κατά κανένα τρόπο δεν αφορούσε την εταιρεία Bock και, επομένως, δεν μπορεί η τελευταία να επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 173, παράγραφος 2 της Συνθήκης.

Ο συλλογισμός της Επιτροπής είναι ο εξής.

Κάνοντας οι υπηρεσίες της λόγο, στην επίμαχη διάταξη, για αιτήσεις που εκκρεμούν ήδη και κανονικά, με τη λέξη «κανονικά» δεν θέλησαν να αναφερθούν στην κανονική κατάθεση της αιτήσεως, δηλαδή στον τύπο, τα δικαιολογητικά κ.τ.λ…, αλλά στην κανονική συμπεριφορά των εθνικών αρχών χάρη στην οποία είχε παραμείνει εκκρεμής η εν λόγω αίτηση. Με τη διάταξη αυτή επιδιώχθηκε η αποφυγή νομιμοποιήσεως καθυστερήσεων κατά τη χορήγηση των αδειών, καθυστερήσεων οι οποίες, ως εκ του ότι αντέκειντο στην κοινοτική ρύθμιση, είχαν για το λόγο αυτό παράνομο χαρακτήρα.

Όμως, συνεχίζει η Επιτροπή, αν η προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνευθεί έτσι, είναι φανερό ότι δεν αφορά την προσφεύγουσα.

Ο κανονισμός 865/68 που ισχύει ως προς τα προϊόντα για τα οποία πρόκειται απαγορεύει κάθε ποσοτικό περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και μία οδηγία της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1969, εξομοιώνει προς ποσοτικό περιορισμό τη χορήγηση των αιτουμένων αδειών μόνο μετά την πάροδο ασυνήθιστα μακρού χρονικού διαστήματος. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση, κατά την Επιτροπή, το γερμανικό γραφείο δεν τήρησε την υποχρέωση αυτή της ταχείας διεκπεραιώσεως, αφού, αν και επελήφθη της αιτήσεως της οποίας είχε επισημανθεί ο επείγων χαρακτήρας, το αργότερο στις 7 Σεπτεμβρίου, δεν είχε ακόμη αποφανθεί στις 11 Σεπτεμβρίου, οπότε η Γερμανική Κυβέρνηση έφερε το θέμα ενώπιον της Επιτροπής. Έτσι, κατά τη γνώμη της καθής, το γερμανικό γραφείο κρατούσε παρατύπως σε εκκρεμότητα την αίτηση της εταιρείας Bock αντικανονικά, όταν εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου και, κατά συνέπεια, η διάταξη της απόφασης αυτής, που αναφερόταν στις κανονικά εκκρεμείς αιτήσεις δεν είχε εφαρμογή ως προς αυτήν και επομένως δεν την αφορούσε.

Η επιχειρηματολογία αυτή είναι από πολλές απόψεις ελκυστική. Ενισχύεται μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο και από το γεγονός ότι ένα γερμανικό δικαστήριο επέκρινε ήδη ρητά τη στάση του Γραφείου, τονίζοντας ότι το τελευταίο παρανόμησε παραλείποντας να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια αρκετό χρόνο πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής. Εν τούτοις, θα δίσταζα να προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την ένσταση περί απαραδέκτου που βασίζεται σε τέτοια ερμηνεία της προσβαλλόμενης διάταξης, αυτό δε για πολλούς λόγους:

1.

Η κρίση του γερμανικού διοικητικού δικαστηρίου δεν στηρίζεται σε παράβαση κοινοτικών νομοθετικών κειμένων, αλλά στην παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν αποκλειστικά από το εσωτερικό γερμανικό δίκαιο. Είναι συνεπώς πολύ δύσκολο να αντληθεί από την κρίση αυτή αποφασιστικό επιχείρημα για την ερμηνεία της προσβαλλόμενης κοινοτικής πράξης.

2.

Είναι ακριβές ότι το γράμμα της διατάξεως, τόσο στη γαλλική όσο και στη γερμανική γλώσσα, είναι διφορούμενο. Αν προέβλεπε ότι εφαρμόζεται «επί των αιτήσεων που έχουν κατατεθεί κανονικά και είναι ήδη εκκρεμείς» ενώπιον των γερμανικών αρχών, η άποψη της Επιτροπής θα ήταν ασφαλώς εσφαλμένη.

Αν, αντίθετα, όριζε ότι εφαρμόζεται επί των αιτήσεων «που έχουν κατατεθεί και ήδη είναι κανονικά εκκρεμείς» ενώπιον των αρμοδίων γερμανικών αρχών, η άποψη της Επιτροπής θα ήταν ασφαλώς βάσιμη.

Ωστόσο, η δυσκολία έγκειται στο ότι η φράση, οι οποίες «εκκρεμούν ήδη και κανονικά» μπορεί, ερμηνευόμενη κατά γράμμα, να έχει τόσο την έννοια που της αποδίδει η Επιτροπή όσο και αυτήν που της αποδίδει η προσφεύγουσα και που της έχουν άλλωστε αποδώσει οι γερμανικές αρχές.

3.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι οποιαδήποτε γραμματική ερμηνεία είναι αδύνατη, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί η έννοια των διατάξεων αυτών σε συσχετισμό με την αίτηση κατόπιν της οποίας εκδόθηκαν και με τις εν γένει συνθήκες υπό τις οποίες τέθηκε τότε το πρόβλημα στην Επιτροπή.

Ένα πράγμα είναι βέβαιο: η Γερμανική Κυβέρνηση είχε ζητήσει από την Επιτροπή να της επιτρέψει, βάσει του άρθρου 115, εδάφιο 1 της Συνθήκης, όχι μόνο να εμποδίσει μέλλουσες εισαγωγές, αλλά και ορισμένη εισαγωγή για την οποία της είχε ζητηθεί άδεια.

Το κείμενο της ανακοινώσεως της μόνιμης γερμανικής αντιπροσωπείας είναι σαφές.

Παραθέτω τα κυριότερα αποσπάσματά του:

«Έχουμε την τιμή να σας γνωρίσουμε ότι έχει υποβληθεί στη Γερμανική Κυβέρνηση αίτηση για εισαγωγή κονσερβών μανιταριών… καταγωγής Λ. Δ. Κίνας σε ελεύθερη κυκλοφορία στις Κάτω Χώρες αξίας 125000 DM…

Ζητείται, λοιπόν, να επιτραπεί στη Γερμανική Κυβέρνηση, κατά τη διαδικασία του επείγοντος, να αποκλείσει από την κοινοτική μεταχείριση την εισαγωγή κονσερβών της δασμολογικής κλάσεως 200221 καταγωγής Λ. Δ. Κίνας που προέρχονται από την ελεύθερη κυκλοφορία σε όλα τα κράτη μέλη (στην πραγματικότητα πρέπει να αναμένεται ότι ο αιτών, που είναι γνωστός, θα διενεργήσει με πλάγιο τρόπο και άλλες εισαγωγές), συμπεριλαμβανομένης και της εισαγωγής την οποία αφορά η εν λόγω αίτηση εισαγωγής.»

Μεταξύ των διαδίκων υφίσταται διαφωνία ως προς ένα σημείο. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση χορηγήσεως αδείας στην οποία αναφέρεται το τηλετύπημα της μόνιμης αντιπροσωπείας είναι αίτηση που υποβλήθηκε από την εταιρεία Lütjens για μία εισαγωγή αξίας 125000 γερμανικών μάρκων και όχι η αίτηση της εταιρείας Bock που αφορά εισαγωγή αξίας 150000 γερμ. μάρκων. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναφέρεται όχι μόνο στη σχεδιαζόμενη από τη Lutjens εισαγωγή, αλλά και σ' αυτήν που σχεδίαζε αυτή η ίδια. Το ζήτημα είναι λεπτό, διότι, αν και φαίνεται ότι η μόνη αίτηση παροχής αδείας που αναφέρεται συγκεκριμένα είναι η αίτηση της Lütjens (125000 DM), η Γερμανική Κυβέρνηση υπαινίσσεται επίσης, όπως είχατε την ευκαιρία να παρατηρήσετε, και άλλες προβλεπόμενες εισαγωγές του ίδιου είδους. Όμως, κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα είναι ήσσονος σημασίας για τη λύση του προβλήματος που τίθεται σήμερα ενώπιόν σας. Στην πραγματικότητα, ένα πράγμα είναι βέβαιο: η Επιτροπή γνώριζε πολύ καλά, ότι από τις 11 Σεπτεμβρίου, αν όχι πολύ προγενέστερα, εκκρεμούσε μία αίτηση χορηγήσεως αδείας.

Σήμερα βεβαιώνει, ότι η προθεσμία που παρεσχέθη στις γερμανικές αρχές για να αποφανθούν επί τέτοιας αιτήσεως ήταν το πολύ 4 ημερών.

Αν όμως γίνει αυτό δεκτό, θα σημαίνει ότι όταν η Επιτροπή έλαβε την απόφασή της τη 15η Σεπτεμβρίου δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε ότι η αίτηση χορηγήσεως αδείας σε σχέση με την οποία της είχε ζητηθεί η έκδοση ειδικής διατάξεως δεν εκκρεμούσε πλέον κανονικά ενώπιον των γερμανικών αρχών, σύμφωνα με την τωρινή της άποψη. Αν επομένως είχε την πρόθεση να θέσει εκτός του πεδίου εφαρμογής της αποφάσε-ώς της κάθε αίτηση που δεν εκκρεμούσε πλέον κανονικά, θα έπρεπε να την είχε διατυπώσει αρνητικά ή συσταλτικά, ορίζοντας για παράδειγμα ότι: «η παρούσα εξουσιοδότηση ισχύει επί των εισαγωγών των εν λόγω προϊόντων που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες οι αιτηθείσες άδειες θα έπρεπε να είχαν χορηγηθεί πριν από την έκδοση της παρούσας απόφασης» ή με οποιοδήποτε άλλο ανάλογο τρόπο. Όμως δεν το έπραξε. Η διατύπωση την οποία χρησιμοποίησε ήταν δυνατόν να θεωρηθεί, και πράγματι θεωρήθηκε κατά την ερμηνεία της τόσο από το γερμανικό Γραφείο όσο και από την προσφεύγουσα, ότι προοριζόταν να«καλύψει», αν μου επιτρέπεται η έκφρα-τη αυτή, την περίπτωση επιχειρήσεων που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με την εταιρεία Bock.

Γνωρίζοντας, όπως τη γνωρίζετε και σεις την καλή πίστη και την ευθύτητα της Επιτροπής, δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι χρησιμοποίησε επίτηδες διφορούμενη διατύπωση ώστε, σε περίπτωση δυσχερειών, στα πλαίσια ενδεχομένης δίκης να επιρρίψει στις γερμανικές αρχές τις ευθύνες που ενδεχομένως θα απέρρεαν από την αιτηθείσα εξουσιοδότηση. Η πιθανότερη, συνεπώς, ερμηνεία είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη διάταξη θέλησε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της εξουσιοδοτήσεως των γερμανικών αρχών, ώστε να τους επιτρέψει να απορρίψουν τις αιτήσεις

οι οποίες ήταν νομότυπες, αφενός, και

επί των οποίων δεν είχε ακόμη εκδοθεί ούτε θετική ούτε απορριπτική απόφαση.

Κατά τη γνώμη μου, μόνο πολύ αργότερα και όταν η υπόθεση βρισκόταν ήδη στο στάδιο της εκκρεμοδικίας προσπάθησαν οι νομικές υπηρεσίες της Επιτροπής να ερμηνεύσουν την προσβαλλόμενη διάταξη κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με την άποψη των συναδέλφων τους άλλων υπηρεσιών όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να χορηγούν τις αιτούμενες άδειες σχετικά με το ενδοκοινοτικό εμπόριο εντός βραχυτάτων προθεσμιών.

Μία τελευταία σκέψη μου φαίνεται καθοριστική για να σας προτείνω την ερμηνεία αυτή.

Αν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου όριζαν συγκεκριμένη προθεσμία για τη χορήγηση από τις εθνικές αρχές των απαιτουμένων για τις ενδοκοινοτικές εισαγωγές αδειών, η άποψη της Επιτροπής θα μπορούσε, ίσως, να γίνει δεκτή. Όμως, από τα νομοθετικά αυτά κείμενα το μόνο που προκύπτει είναι ότι οι προθεσμίες αυτές δεν πρέπει να είναι (προσθέτω αυτούσιο το απόσπασμα) «υπερβολικές, σε σχέση με τη φυσιολογική διεκπεραίωση των διαφόρων εμπορικών πράξεων» επί των οποίων εφαρμόζονται. Κατά συνέπεια, στα πλαίσια του συστήματος που προτείνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο θα έπρεπε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά μιας από τις πολλές κοινοτικές διατάξεις που έχουν το ίδιο αντικείμενο και το ίδιο πεδίο εφαρμογής με την προσβαλλόμενη διάταξη, να αποφανθεί επί του παραδεκτού της αιτήσεως,

1)

κρίνοντας ένα πρόβλημα ουσίας, που είναι η υπερβολική ή φυσιολογική διάρκεια της προθεσμίας εντός της οποίας οι εθνικές αρχές εξέδωσαν απόφαση επί μιας αιτήσεως χορηγήσεως αδείας,

2)

κρίνοντας το ίδιο επ' αυτού του θέματος ουσίας, το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας των τελευταίων να ζητήσουν, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, τις αναγκαίες διευκρινίσεις.

Για όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ ότι η περίπτωση της επιχειρήσεως Bock ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης διατάξεως και ότι, κατά συνέπεια, η τελευταία την αφορούσε.

Β — Αν συμφωνείτε επ' αυτού μαζί μου, το δεύτερο ζήτημα παραδεκτού που τέθηκε από την Επιτροπή μου φαίνεται σχετικά απλούστερο.

Η Επιτροπή υποστηρίζει πράγματι επικουρικώς ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη διάταξη «αφορούσε» την εταιρεία Bock, δεν την αφορούσε ούτε άμεσα ούτε ατομικά.

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, σε συνδυασμό με τις αρχές που θέτει η απόφαση Topfer κατά Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 1965, Recueil, XI-1965, σ. 532, με οδηγούν να σας προτείνω να απορρίψετε την εν λόγω επιχειρηματολογία.

1.

Ασφαλώς, η προσβαλλόμενη διάταξη απλώς επέτρεψε στη Γερμανική Κυβέρνηση να αποκλείσει από την κοινοτική μεταχείριση τη σχεδιαζόμενη εισαγωγή. Όμως, όπως εξέθεσα πριν από λίγο, παραθέτοντας το τηλετύπημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εν όψει του ότι η εν λόγω διάταξη τέθηκε ακριβώς για να εμποδίσει τέτοιες εισαγωγές και ότι προπάντων το αρμόδιο γερμανικό Γραφείο κατέστησε σαφές στην εταιρεία Bock πριν από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, ότι δεν ανέμενε παρά την απόφαση αυτή για να απορρίψει ρητά την αίτηση χορηγήσεως αδείας, θα συνιστούσε κατά τη γνώμη μου υπερβολική τυπολατρία η αποδοχή της απόψεως ότι στην πραγματικότητα η αναφερθείσα διάταξη δεν αφορούσε άμεσα την εταιρεία Bock.

2.

Αν η διάταξη αυτή αφορούσε την εταιρεία Bock, την αφορούσε, κατά τη γνώμη μου, ατομικά.

Το γερμανικό διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία Bock ήταν η μόνη, της οποίας αίτηση χορηγήσεως αδείας εισαγωγής κινεζικών μανιταριών εξακολουθούσε να εκκρεμεί, πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου, και προσέθεσε ότι το γεγονός αυτό δεν αμ-φισβητείτο.

Η Επιτροπή και ο γερμανικός οργανισμός ισχυρίζονται ότι υπήρχε επίσης η εταιρεία Lütjens στην οποία αναφέρθηκα μιλώντας για το τηλετύπημα της μόνιμης γερμανικής αντιπροσωπείας προς την Επιτροπή, της 11ης Σεπτεμβρίου.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο αριθμός και η ταυτότητα των εισαγωγέων αυτών ήταν «ορισμένα και εξακριβώσιμα».

Αλλά, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Topfer, το γεγονός αυτό επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να κάνουν χρήση των διατάξεων του άρθρου 173, παράγραφος 2.

Επίσης, αν γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη διάταξη αφορούσε την εταιρεία Bock, που κατά τη γνώμη μου είναι το μόνο αρκετά λεπτό σημείο του τεθέντος ζητήματος παραδεκτού, πρόκειται ασφαλώς για περίπτωση πράξεως, η οποία, αν και εκδόθηκε με τη μορφή αποφάσεως που απευθυνόταν στη Γερμανική Κυβέρνηση, αφορά άμεσα και ατομικά την εταιρεία Bock, της οποίας η προσφυγή είναι ως εκ τούτου παραδεκτή.

II — Αν η προσφυγή είναι παραδεκτή, μου φαίνεται και βάσιμη. Η προσφεύγουσα επικαλείται δύο ουσιαστικούς λόγους ακυρώσεως: την αναδρομικότητα και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Θα είχα μερικούς ενδοιασμούς να δεχθώ ότι η αναδρομικότητα καθαυτή, που σε ορισμένο βαθμό και κατά κάποιο τρόπο χαρακτηρίζει την προσβαλλόμενη διάταξη, θα αρκούσε για να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω διατάξεως.

Οι επιταγές του οικονομικού δικαίου ώθησαν ήδη το Δικαστήριο να ξεπεράσει την πολύ στενή αντίληψη της αρχής της μη αναδρομικότητας.

Όπως είπα στα πλαίσια της υποθέσεως Rewe Zentrale, οι επιταγές αυτές μερικές φορές επιβάλλουν να γίνεται διάκριση μεταξύ αναδρομικότητας «stricto sensu» και μιας νέας καταστάσεως την οποία ορισμένοι σύγχρονοι ειδήμονες του δημοσίου δικαίου αποκαλούν «άμεση εφαρμογή νέων διατάξεων σε προϋφιστάμενες καταστάσεις». Εν πάση περιπτώσει, κάθε φορά που το Δικαστήριο έκρινε νόμιμη κάποια πράξη που μπορεί να εμφανίζεται ως κάποιου είδους προσβολή της γενικής αρχής της ασφάλειας των νομικών καταστάσεων, πάντοτε φρόντιζε να υπογραμμίζει ότι η νομιμότητα της προσβολής αυτής απέρρεε από την ανάγκη παραβιάσεως λίγο-πολύ μιας γενικής αρχής του δικαίου, προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός.

Στην πραγματικότητα το Δικαστήριο, με μία πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα κατασκευή, ερμήνευσε κατά κάποιο τρόπο την αρχή της μη αναδρομικότητας σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας.

Η νομολογιακή αυτή γραμμή φρονώ ότι πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να σας οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διάταξης, αναγνωρίζοντας ότι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των κανόνων που τίθενται για το μέλλον και σε προϋφι-στάμενες καταστάσεις, την οποία προβλέπει, δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού.

Συμφωνώ με την Επιτροπή στο ότι ο κίνδυνος εκτροπών του εμπορίου δικαιολογεί από μόνος του τη λήψη των μέτρων που προβλέπει το άρθρο 115 και επί του σημείου αυτού, το κύρος των διατάξεων της αποφάσεως της Επιτροπής, που αφορούν αποκλειστικά το μέλλον, μου φαίνεται αναμφισβήτητο. Όμως ο κίνδυνος από τη μη εφαρμογή των μέτρων αυτών που θεσπίστηκαν για το μέλλον επί της αιτήσεως ή το πολύ επί των δύο εκκρεμών ενώπιον των γερμανικών αρχών αιτήσεων ήταν πράγματι πολύ ασήμαντος, κατά τη γνώμη μου, για να μπορεί να δικαιολογήσει μία έστω και ελαφρά προσβολή της αρχής της μη αναδρομικότητας.

Το γερμανικό διοικητικό δικαστήριο υπολόγισε ότι η άδεια που ζητήθηκε από την εταιρεία Bock αντιπροσώπευε 0,8 τοις χιλίοις των ετησίων εισαγωγών των προϊόντων για τα οποία πρόκειται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων προελεύσεως Ταϊβάν-Φορμόζας, οι οποίες α-πλώς υποβάλλονται σε ποσόστωση.

Ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι, όπως δέχεται η Επιτροπή, πρέπει στην αίτηση της εταιρείας Bock να προστεθεί η αίτηση της εταιρείας Lütjens, δεδομένου ότι η αίτηση της τελευταίας, φαίνεται, με βάση τη συνολική τιμή που γνωρίζω, ότι αναφέρεται σε ποσότητες ελαφρώς υπολειπόμενες ή το πολύ ίσες με εκείνες που ήθελε να εισαγάγει η εταιρεία Bock, κι έτσι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς είναι ότι η μέγιστη ποσότητα για την οποία εκκρεμούσε η χορήγηση αδειών κατά την κρίσιμη ημερομηνία αφορούσε το πολύ 1,5 ή 1,6 τοις χιλίοις των γερμανικών εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος.

Βρισκόμαστε πράγματι στο χώρο του «απειροελάχιστου». Υπό τις περιστάσεις αυτές, δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι η μέριμνα αποτροπής συναλλαγών τόσο μικρής κλίμακας μπορούσε να δικαιολογήσει την εφαρμογή διατάξεων που θεσπίστηκαν για το μέλλον επί συναλλαγών που τελούν ήδη σε εξέλιξη. Απομένει συνεπώς να εξεταστεί ένας τυπικός λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε από την προσφεύγουσα.

Η τελευταία πράγματι υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 115 της Συνθήκης, η Επιτροπή, όταν της υποβάλλεται αίτηση κράτους μέλους με αντικείμενο τον αποκλεισμό από την κοινοτική μεταχείριση εμπορευμάτων που προέρχονται από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, οφείλει να απευθύνει στο ή στα κράτη αυτά σύσταση και μόνο «ελλείψει» αποτελέσματος της συστάσεως αυτής μπορεί η Επιτροπή να επιτρέψει τον αποκλεισμό από την κοινοτική μεταχείριση. Η ερμηνεία του άρθρου 115 της Συνθήκης από την προσφεύγουσα μου φαίνεται ορθή.

Η προβλεπόμενη διαδικασία φαίνεται να διακρίνεται σε δύο φάσεις:

τη φάση της συστάσεως, και κατόπιν, αν αυτή δεν αποφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,

τη φάση της άδειας αποκλεισμού από την κοινοτική μεταχείριση.

Βέβαια, στο γαλλικό και ιταλικό κείμενο της Συνθήκης, η ερμηνευτέα διάταξη δεν είναι πολύ σαφής στο σημείο αυτό, αλλά το γερμανικό και ολλανδικό κείμενο είναι πολύ πιο κατηγορηματικά. Είναι επίσης ακριβές ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απηύθυνε η Επιτροπή καμία σύσταση στα κράτη της Μπενελούξ προτού χορηγήσει την άδεια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Ωστόσο, φρονώ ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός για δύο λόγους από τους οποίους ο δεύτερος δεν έχει, κατά την άποψή μου, παρά πολύ δευτερεύοντα χαρακτήρα.

1.

Οι διαδικαστικοί κανόνες που θεσπίζει το άρθρο 115 της Συνθήκης καθορίζουν τους ειδικότερους όρους των σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, δεν επάγονται άμεσα αποτελέσματα, δεν γεννούν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών και οι τελευταίοι δεν θεμελιώνουν επ' αυτών έννομο συμφέρον και άρα δεν μπορούν παραδε-κτώς να τους επικαλεστούν.

2.

Επιπλέον και όλως επικουρικώς, η προβαλλόμενη τυπική πλημμέλεια δεν θα ασκούσε, πιστεύω, επιρροή στο νομότυπο της προσβαλλομένης διατάξεως. Πράγματι η Επιτροπή εξήγησε στο Δικαστήριο, και προσωπικά με έπεισε, ότι, μολονότι δεν προέβη επίσημα σε σύσταση, είχε ήδη από πολύ προηγούμενο χρόνο και επανειλημμένως παρέμβει με διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα κράτη χωρίς να επιτύχει κανένα αποτέλεσμα και ότι είναι σχεδόν βέβαιο πως το ίδιο θα συνέβαινε αν τους είχε απευθύνει επισήμως σύσταση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράλειψη μιας τυπικής ενέργειας που ήταν γνωστό πως θα απέβαινε μάταιη δεν θα ήταν κατά τη γνώμη μου δυνατόν να αποτελέσει αρκετά ουσιώδη πλημμέλεια ικανή να καταστήσει παράτυπη την προσβαλλόμενη διάταξη. Αντίθετα, όπως προανέφερα, τη θεωρώ πλημμελή για λόγους όχι τυπικούς, αλλά ουσιαστικούς.

Συνεπώς προτείνω την ακύρωσή της.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.