της 10ης Δεκεμβρίου 1969 ( *1 )
Στην υπόθεση 34/69,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'Appel του Παρισιού (Τμήμα κοινωνικών υποθέσεων) προς το Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ
Caisse d'Assurance Vieillesse des Travailleurs Salariés, Παρίσι,
και
Jeanne Duffy, οδός Fourcroy 17, Παρίσι,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 3 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων, ιδίως του άρθρου 11, παράγραφος 2,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, Μ. Monaco (εισηγητή) και P. Pescatore, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, W. Strauß, Α. Trabucchi και J. Mertens de Wilmars, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer
γραμματέας: Α. Van Houtte
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)
Σκεπτικό
1 |
Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 1969 που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 1969, το Cour d'Appel του Παρισιού υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΟΚ, το ερώτημα αν «ο κανονισμός 3 περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων και ιδίως το άρθρο 11, παράγραφος 2 που αφορά τις διατάξεις περί μειώσεως και αναστολής των παροχών μπορεί να εφαρμοστεί σε βάρος χήρας, η οποία, λόγω της δραστηριότητάς της ως μισθωτής σε ένα κράτος μέλος, απέκτησε δικαίωμα συντάξεως λόγω γήρατος και ζητεί σε ένα άλλο κράτος μέλος, στο οποίο κατοικεί, να της καταβληθεί η σύνταξη την οποία δικαιούται από το σύζυγό της στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος». |
2 |
Η ερμηνεία τελεί σε συνάρτηση με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν οι διατάξεις περί μειώσεως ή αναστολής που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους να εφαρμοστούν, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του κανονισμού 3, σε βάρος του ασφαλισμένου σε περίπτωση σώρευσης μιας παροχής με άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, για τις οποίες το δικαίωμα αποκτήθηκε κατά το σύστημα άλλου κράτους μέλους. |
3 |
Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, ο προαναφερθείς κανονισμός εφαρμόζεται επί των «μισθωτών ή των εξομοιουμένων προς αυτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών … καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους και στους επιζώντες τους». |
4 |
Η σύγκριση του άρθρου αυτού με το άρθρο 11, παράγραφος 2 δείχνει ότι το τελευταίο αυτό άρθρο μπορεί να εφαρμοστεί σε εργαζομένους που υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός μόνο κράτους μέλους. |
5 |
Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, οι διατάξεις περί μειώσεως ή αναστολής που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους σε περίπτωση σωρεύσεως μιας παροχής με άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως εφαρμόζονται σε βάρος του δικαιούχου, ακόμη και αν πρόκειται περί παροχών για τις οποίες το δικαίωμα αποκτήθηκε κατά το σύστημα άλλου κράτους μέλους. |
6 |
Για να προσδιοριστεί η έννοια και η έκταση ισχύος της, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης που αποτελούν το θεμέλιο, το πλαίσιο και τα όρια των κανονισμών περί κοινωνικής ασφαλίσεως. |
7 |
Επειδή στόχος των άρθρων αυτών είναι να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων διά της παροχής ορισμένων δικαιωμάτων, η μείωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που δεν αντισταθμίζεται από πλεονεκτήματα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς θα εξήρχετο των σκοπών και του πλαισίου των εν λόγω διατάξεων. |
8 |
Στην περίπτωση που οι κανονισμοί παρέχουν στους εργαζόμενους πλεονεκτήματα στην κοινωνική ασφάλιση, τα οποία δεν θα αποκτούσαν αν δεν εφαρμόζονταν οι κανονισμοί, μπορούν να τους επιβληθούν περιορισμοί ως αντιστάθμισμα των πλεονεκτημάτων που αντλούν. |
9 |
Πέρα όμως από τέτοιο αντιστάθμισμα, παρόμοιοι περιορισμοί δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, αφού θα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθεί ο εργαζόμενος σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από την κατάσταση που θα απέρρεε — αν έλλειπαν οι κανονισμοί — από την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου ή των ειδικών συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ κρατών μελών. |
10 |
Για το λόγο αυτό, περιορισμοί στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως αυτοί που προβλέπονται ή επιτρέπονται από το άρθρο 11, παράγραφος 2 του κανονισμού 3, δεν μπορούν να αντιταχθούν στους ασφαλισμένους παρά μόνον όταν οι ασφαλισμένοι δικαιούνται παροχές χάρη στην εφαρμογή αυτού του ίδιου κανονισμού. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως τα άρθρα 48 έως 51 και 177, τον κανονισμό 3 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητος της 25ης Σεπτεμβρίου 1958 και ιδίως τα άρθρα 4, 11 και 19, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και ιδίως το άρθρο 20, καθώς και τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 27ης Ιουνίου 1969 το Cour d'appel του Παρισιού (τμήμα κοινωνικών υποθέσεων), αποφαίνεται: |
Οι διατάξεις περί μειώσεως και αναστολής που προβλέπονται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους σε περίπτωση σωρεύσεως μιας παροχής με άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να αντιταχθούν, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του κανονισμού 3 στους ασφαλισμένους παρά μόνον όταν οι ασφαλισμένοι δικαιούνται παροχές χάρη στην εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. |
Lecourt Monaco Pescatore Donner Trabucchi Strauß Mertens de Wilmars Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1969. Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1969. Lecourt Monaco Pescatore Donner Trabucchi Strauß Mertens de Wilmars Ο γραμματέας Α. Van Houtte Ο πρόεδρος R. Lecourt |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.