ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JOSEPH GAND
της 21ης Μαΐου 1969 ( *1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Η αίτηση ερμηνείας ορισμένων άρθρων της Συνθήκης της Ρώμης που σας υπέβαλε ο Vrederechter (ειρηνοδίκης) του 2ου καντονίου της Αμβέρσας είναι σημαντική για περισσότερους από ένα λόγους. Καταρχήν, διότι την προκάλεσε διαφορά που αναφέρεται στην εισφορά, την οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν οι εισαγωγείς ακατέργαστων διαμαντιών υπέρ του Κοινωνικού Ταμείου εργατών κατεργασίας διαμαντιών, και που επιβλήθηκε με τους βελγικούς νόμους της 12ης Απριλίου 1960 και της 28ης Ιουλίου 1962. Ο εθνικός δικαστής, πριν απευθυνθεί στο Δικαστήριο, εξέτασε επί μακρό το πολυσυζητημένο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ της Συνθήκης και μεταγενεστέρων νόμων και το έλυσε κατά την υποδειχθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964, Costa κατά ENEL, έννοια (6/64, Rec. 1964, σ. 1141). Εξάλλου, επ' ευκαιρία μιας πολύ ιδιάζουσας περίπτωσης, το Δικαστήριο θα ασχοληθεί πάλι με έννοιες που έχουν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο πλούσιας νομολογίας, όπως η έννοια «φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος» και «εσωτερικός φόρος», και θα πρέπει να καθορίσει τα όρια των δικαιωμάτων των κρατών. Προσθέτω, τέλος, ότι τα υπό συζήτηση ζητήματα σ' αυτή την υπόθεση έχουν σχέση με εκείνα που θα πρέπει σε λίγο να εξετάσει το Δικαστήριο στην υπόθεση 24/68, στην οποία η Επιτροπή των Κοινοτήτων αντιτίθεται προς την Ιταλική Κυβέρνηση σχετικά με το τέλος στατιστικής που εισπράττει το κράτος αυτό επί των εισαγωγών και των εξαγωγών.
I — |
Μολονότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν και δεν μπορούν να αφορούν παρά μόνο την ερμηνεία κοινοτικών νομοθετικών κειμένων, στην προκειμένη δε περίπτωση των άρθρων 9, 12, 13, 18 και 95 της Συνθήκης, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενό τους και να δοθεί σ' αυτά λυσιτελής απάντηση, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα εξεταστούν στο πλαίσιο της διαφοράς που προκάλεσαν σε εθνικό επίπεδο. Θα ασχοληθώ καταρχήν μ' αυτή την πρώτη άποψη. |
1. |
Ο νόμος της 12ης Απριλίου 1969, ίδρυσε στο Βέλγιο το Κοινωνικό Ταμείο εργατών κατεργασίας διαμαντιών, ανάλογο με εκείνα που υφίσταντο ήδη για άλλες κατηγορίες εργαζομένων, και το οποίο έχει ως αποστολή τη χρηματοδότηση, τη χορήγηση και την καταβολή συμπληρωματικών κοινωνικών παροχών σ' αυτούς τους εργάτες. Δυνάμει του άρθρου 2 bis του νόμου αυτού, όπως προκύπτει από το νόμο της 28ης Ιουλίου 1962, το Ταμείο χρηματοδοτείται από εισφορές που καταβάλλουν όλα τα πρόσωπα που εισάγουν ακατέργαστα διαμάντια και το ύψος των οποίων έχει καθοριστεί σε 1/3 % επί της αξίας των εισαγόμενων ακατέργαστων διαμαντιών. Εντούτοις, το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι ο Βασιλιάς μπορεί να παραχωρήσει απαλλαγές από την εισφορά, όταν η αξία των διαμαντιών δεν υπερβαίνει τα 300 FB ανά καράτι, ή όταν το διαμάντι εισάγεται από τις Κάτω Χώρες στα πλαίσια της συμφωνίας ανταλλαγών μεταξύ των βελγικών και ολλανδικών βιομηχανιών επεξεργασίας διαμαντιών. Έτσι, η επιβάρυνση (ή η εισφορά, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που χρησιμοποιεί ο βελγικός νόμος) προορίζεται να εξασφαλίσει οφέλη στους εργάτες κατεργασίας διαμαντιών, δηλαδή στο προσωπικό που κατεργάζεται τα διαμάντια για λογαριασμό των παραγωγών, των βιομηχάνων. Αυτή η εισφορά επιβάλλεται στους εισαγωγείς εμπόρους, που δεν αποκλείεται να είναι συγχρόνως, αλλά όχι και κατ' ανάγκη βιομήχανοι, και οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, υποχρεούνται να την καταβάλουν ως εισαγωγείς, το δε ποσό της εισφοράς καθορίζεται ανάλογα με την αξία του εισαγομένου προϊόντος. Στις παρατηρήσεις της, η Βελγική Κυβέρνηση ανέφερε στο Δικαστήριο ότι δεν θεωρήθηκε ούτε δυνατό, ούτε δίκαιο «εξαιτίας εσωτερικών πραγματικών περιστάσεων» να επιβληθεί αυτή η «εισφορά κοινωνικής ασφαλίσεως» στους εργοδότες και ότι έπρεπε να υπολογιστεί επί της εισαγόμενης πρώτης ύλης. Δεν εναπόκειται σ' εμένα να εμβαθύνω σ' αυτές τις σκέψεις: χωρίς αμφιβολία πρέπει να συναχθεί από αυτές ότι η βιομηχανία αυτή είναι κλειστή και έχει τις ιδιαιτερότητές της, και ότι η δομή της είναι τέτοια ώστε οι κοινωνικοί νόμοι να εφαρμόζονται σ' αυτήν με δυσκολία. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι οι εισαγωγείς επωφελούνται, τουλάχιστον έμμεσα, από την εργασία των εργατών κατεργασίας διαμαντιών. |
2. |
Οι συνθήκες εφαρμογής του νόμου και η κατάσταση της αγοράς των διαμαντιών στο Βέλγιο εκτέθηκαν από τους εκπροσώπους των διαδίκων της κύριας δίκης εκτενώς, τόσο στις γραπτές τους παρατηρήσεις, όσο και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, θα υπενθυμίσω ότι η Αμβέρσα, εκτός από βιομηχανικό κέντρο κατεργασίας διαμαντιών, είναι η έδρα διεθνούς αγοράς διαμαντιών, όπου καθορίζονται οι παγκόσμιες τιμές αυτού του προϊόντος. Η Αμβέρσα, κύριος πελάτης της Diamond Trading Co., κέντρο διανομής της εταιρίας De Beers, εισάγει επίσης ακατέργαστους λίθους από άλλες πηγές, ιδίως από άλλα κράτη της Κοινότητας, τα οποία, όπως και το Βέλγιο, δεν είναι παραγωγοί. Στην αγορά της γίνεται η εμπορία της πρώτης ύλης που προορίζεται για την τοπική βιομηχανία και την παραγωγή αυτής της βιομηχανίας. Σ' αυτήν επίσης πωλούνται πολύ σημαντικές ποσότητες ακατέργαστων και κατεργασμένων διαμαντιών, τα οποία προορίζονται για άλλα κέντρα. Η τελειότητα της οργάνωσης, που προέρχεται από μακρά παράδοση, είναι τέτοια, ώστε μπορούν να γίνουν στις τοπικές εταιρίες παραγγελίες λίθων, κατεργασμένων ή μη, βάσει λεπτομερούς περιγραφής. Αυτό επί του οποίου πρέπει να επιμείνω, είναι ότι η Αμβέρσα είναι ιδίως αγορά βιομηχανικών διαμαντιών. Τα τελευταία, εξάλλου, δεν αποτελούν παρά ένα είδος ακατέργαστων διαμαντιών που είναι προορισμένα γι' αυτή την ιδιαίτερη χρήση διότι είναι ακατάλληλα για την κατεργασία και τη χρησιμοποίησή τους ως κοσμημάτων, όμως μερικές φορές δεν μπορεί να καθοριστεί ο τελικός τους προορισμός, παρά μόνο αφού ταξινομηθούν. Έτσι, μολονότι ο νόμος του 1962 εξαιρεί από την εισφορά τα ακατέργαστα διαμάντια, των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει τα 300 FB ανά καράτι, το λεγόμενο βιομηχανικό διαμάντι μπορεί κάλλιστα να έχει μεγαλύτερη αξία, οπότε υπόκειται στη φορολογική επιβάρυνση αν και δεν χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία επεξεργασίας διαμαντιών. Επίσης, δεν φαίνεται πλέον να αμφισβητείται ότι, γενικά (εκτός από την περίπτωση εμπορευμάτων «υπό διαμετακόμιση» ή που δεν γίνονται δεκτά κατά την εισαγωγή) τα διαμάντια που επανεξάγονται στην ίδια κατάσταση, χωρίς να υποστούν επεξεργασία, λαμβάνονται επίσης υπόψη για τον υπολογισμό της εισφοράς. |
3. |
Θεωρώντας ότι η εισφορά που επιβλήθηκε με το νόμο της 28ης Ιουλίου 1962 συνιστούσε στην πραγματικότητα φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, υπό την έννοια του άρθρου 12 της Συνθήκης, διάφορες επαγγελματικές ενώσεις και ενώσεις εισαγωγέων ακατέργαστων διαμαντιών απευθύνθηκαν, ήδη από το τέλος αυτού του ίδιου έτους, στην Επιτροπή, για να καταγγείλουν κατά την, κατ' αυτούς, παράβαση από το Βελγικό κράτος των υποχρεώσεών του. Οι κοινοτικές αρχές, αφού απάντησαν αρχικά ότι προτιμούσαν να αναβάλουν να λάβουν θέση, μέχρις ότου ένα εθνικό δικαστήριο υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, το 1967 γνωστοποίησαν στους καταγγείλαντας ότι δεν θεωρούσαν ότι η επίδικη εισφορά ενέπιπτε στο πεδίο των διατάξεων του άρθρου 12. Οι ίδιες, όμως, αυτές αρχές ασχολήθηκαν πάλι στη συνέχεια με το ζήτημα από διαφορετική άποψη. Το εδάφιο 2 του άρθρου 2 bis του νόμου παρέχει, όπως ανέφερα, τη δυνατότητα απαλλαγής από το φόρο των διαμαντιών που εισάγονται από τις Κάτω Χώρες, στα πλαίσια της συμφωνίας εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των βελγικών και ολλανδικών βιομηχανιών κατεργασίας διαμαντιών. Θεωρώντας ότι αυτή η διάταξη εισήγαγε διακρίσεις, αντίθετες προς το άρθρο 7 της Συνθήκης, η Επιτροπή κάλεσε, στις 29 Φεβρουαρίου 1968, τη Βελγική Κυβέρνηση, στα πλαίσια του άρθρου 169, να τροποποιήσει τη νομοθεσία της επ' αυτού του σημείου και της πρότεινε τις εξής εναλλακτικές λύσεις:
Η επιλογή μεταξύ των δύο εναλλακτικών λύσεων συνεπαγόταν, ως προς τη φύση της επίδικης εισφοράς, τη λήψη κάποιας θέσης, η οποία ανευρίσκεται στις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου. Προσθέτω ότι, στις 20 Ιανουαρίου 1969, ελλείψει παρατηρήσεων της Βελγικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή διατύπωσε την αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται στο άρθρο 169. |
4. |
Παράλληλα προς αυτά τα διαβήματα επί κοινοτικού επιπέδου, είχε κινηθεί και μια άλλη διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου βελγικού δικαστηρίου και οι 200 περίπου εισαγωγείς, κατά των οποίων το Κοινωνικό Ταμείο είχε ασκήσει αγωγή για την καταβολή των εισφορών, αντέτειναν προς υπεράσπιση τους τις διατάξεις της Συνθήκης. Υπ' αυτές τις συνθήκες ο Vrederechter του 2ου καντονίου της Αμβέρσας επέλεξε δύο χαρακτηριστικές υποθέσεις, τις υποθέσεις Brachfeld (εισαγωγέα ακατέργαστων διαμαντιών) και Chougol (εισαγωγέα βιομηχανικών διαμαντιών), οι οποίες έχουν εγγραφεί αντίστοιχα στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου υπό τους αριθμούς 2/69 και 3/69, για τις οποίες ζητείται από το Δικαστήριο, με δύο όμοιες αποφάσεις της 24ης παρελθόντος Δεκεμβρίου, η ερμηνεία ορισμένων άρθρων της Συνθήκης. Αυτός θεωρεί πράγματι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς, να ελεγχθεί αν η υπό συζήτηση εισφορά καλύπτεται από μία από τις έννοιες «δασμός», «φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος» ή «εσωτερικοί φόροι», οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 9, 12 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι το γεγονός ότι αυτή εισπράττεται υπέρ Κοινωνικού Ταμείου, το οποίο είναι εξάλλου δημόσιος οργανισμός, δεν το θεωρεί ότι αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο. Για να επιτύχει τον ορισμό αυτών των διαφορετικών εννοιών και να χαράξει το περίγραμμα καθεμιάς από αυτές, το βελγικό δικαστήριο υποβάλλει σειρά ερωτημάτων, που γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένα και λεπτομερέστερα, τα οποία όμως ενίοτε δεν παρουσιάζουν το ίδιο ενδιαφέρον. Αυτά τα ερωτήματα, έξι τον αριθμό, από τα οποία ορισμένα υποδιαιρούνται σε σκέλη και που επαναλαμβάνει η έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, θα εξετάσω τώρα. Θα τα εξετάσω υπό το φως των παρατηρήσεων επί των πραγματικών περιστατικών που προανέφερα, χωρίς να λησμονείται εντούτοις ότι, μολονότι η απάντηση του Δικαστηρίου πρέπει να είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς επί της ουσίας, σ' αυτό δεν εναπόκειται, στα πλαίσια του άρθρου 177, παρά μόνο να ερμηνεύσει τα κοινοτικά νομοθετικά κείμενα και όχι να τα εφαρμόσει σε συγκεκριμένη περίπτωση και ακόμη λιγότερο να αποφανθεί επί του αν μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη. Στον Vrederechter της Αμβέρσας εναπόκειται να συναγάγει από την απάντηση του Δικαστηρίου τα στοιχεία που θα τον επιτρέψουν να αποφανθεί επ' αυτού του σημείου. |
II — |
|
Αν συνοψίσω τώρα τις απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, δεχόμενος ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε όλα πρέπει να δοθεί απάντηση, οι προτάσεις μου θα ήταν εν συντομία οι εξής:
— |
Οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις που αναφέρουν τα προαναφερθέντα άρθρα της Συνθήκης είναι όλοι αυτοί που επιβάλλονται από το κράτος επ' ευκαιρία της εισαγωγής εμπορευμάτων, χωρίς να πρέπει να αναζητηθεί αν εισπράττονται από το Δημόσιο ή αν έχουν ταμιευτικό, κοινωνικό ή διοικητικό σκοπό. |
— |
Ενώ δασμοί είναι εκείνοι που φέρουν αυτήν την ονομασία στα πλαίσια των εθνικών νομοθεσιών, η φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος χαρακτηρίζεται από την επιρροή της επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών εντός της Κοινής Αγοράς. |
— |
Η παρεμπόδιση του εμπορίου που προκύπτει από τη φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος μπορεί να υπάρχει ακόμα και αν δεν υφίσταται ανταγωνισμός από την εγχώρια παραγωγή. |
— |
Ούτε το άρθρο 18, ούτε το άρθρο 37 είναι σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης. |
— |
Αυτά τα δύο τελευταία άρθρα επιβάλλουν απαγόρευση διαφορετικού περιεχομένου από την αναφερόμενη στο άρθρο 95 και δεν περιλαμβάνουν τις διακρίσεις που αυτό προβλέπει για τους εσωτερικούς φόρους. |
— |
Το άρθρο 12 είναι το σημείο εκκινήσεως για την επίτευξη των στόχων των άρθρων 9 και 13. |
Τέλος, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση των εμποδίων που παρεμβάλλουν τα τελωνειακά μέτρα ή τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η υπηκοότητα των προσώπων που υφίστανται τη ζημία που προκύπτει από αυτά τα μέτρα.
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.