ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 1ης Ιουλίου 1965 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 106/63 και 107/63,

Alfred C. Töpfer KG, με έδρα το Αμβούργο, εκπροσωπούμενη από τον αποκλειστικό πληρεξούσιό της August Schultz (106/63),

και

Εταιρία περιορισμένης ευθύνης Getreide-Import-Gesellschaft, με έδρα το Duisburg, εκπροσωπούμενη απο τους διαχειριστές της Wilhelm Specht και Wilhelm Breder (107/63), επικουρούμενες από το Walter Hempel, δικηγόρο Αμβούργου, και (μόνο για την υπόθεση 107/63) τον Κ. Redecker, δικηγόρο Βόννης, με αντίκλητο τον Georges Reuter, δικηγόρο στο Λουξεμβούργο, 7, avenue de l'Arsenal,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, επικουρούμενης από τον Δρα Klaus-Dieter Ehlermann, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Henri Manzanarès, γραμματέα της Νομικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού, 2, place de Metz,

καθής,

που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 1963, περί εξουσιοδοτήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς διατήρηση εν ισχύι των μέτρων διασφαλίσεως κατά την εισαγωγή αραβοσίτου, κέχρου και σόργου (63/533/ΕΟΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ch. L. Hammes, Πρόεδρο, Α. Μ. Donner (εισηγητή) και R. Lecourt, Προέδρους τμήματος, L. Delvaux, Α. Trabucchi, W. Strauss και R. Monaco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

Κατά την άποψη της καθής, η προσβαλλόμενη απόφαση που δεν απευθύνεται στις προσφεύγουσες δεν τις αφορά άμεσα, αλλά μόνο πλαγίως διά των επιπτώσεων των διατηρηθέντων μέτρων διασφαλίσεως, επομένως έμμεσα. Επειδή αυτό το μέτρο διασφαλίσεως έχει θεσπιστεί κατά τρόπο γενικό και εφαρμοζόταν σε όλους τους εισαγωγείς που ζήτησαν άδεια εισαγωγής από 1ης μέχρι 4ης Οκτωβρίου 1963, ούτε αυτό το μέτρο ούτε η απόφαση που το ενέκρινε αφορούν ατομικά τις προσφεύγουσες.

Επί του ζητήματος αν η απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες

Κατά το άρθρο 22 του κανονισμού 19, όταν ένα κράτος μέλος κοινοποιήσει μέτρα διασφαλίσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η Επιτροπή αποφασίζει μέσα σε τέσσερις εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση, αν τα μέτρα πρέπει να διατηρηθούν, να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να εκτελείται αμέσως.

Συνεπώς, αποφάσεις της Επιτροπής που επιτάσσουν τροποποίηση ή κατάργηση τέτοιων μέτρων διασφαλίσεως πρέπει να εφαρμόζονται άμεσα οι αποφάσεις αυτές καθώς και τα μέτρα, τα οποία υποκαθιστούν, αφορούν άμεσα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Είναι όμως ανακόλουθο να αναγνωρίζονται διαφορετικές συνέπειες σε αποφάσεις που διατηρούν μέτρα διασφαλίσεως. Διότι τέτοιες αποφάσεις όχι μόνο εγκρίνουν τα μέτρα αυτά, αλλά τα επικυρώνουν εκ των υστέρων. Επομένως, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, εδάφια 3 και 4, του κανονισμού 19 αφορούν άμεσα τους εκάστοτε ενδιαφερομένους.

Επί του ζητήματος αν η απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες

Είναι αναμφισβήτητο ότι χάρη στην απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 1963, η οποία καθόρισε τις νέες τιμές «ελεύθερο στα σύνορα» για την εισαγωγή αραβοσίτου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για το μετά τις 2 Οκτωβρίου διάστημα, δεν υφίστατο πλέον μετά την ημερομηνία αυτή ο κίνδυνος τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει το μέτρο διασφαλίσεως που διατηρήθηκε από την Επιτροπή. Συνεπώς, το μέτρο αυτό αφορούσε μόνο τους εισαγωγείς που είχαν ζητήσει άδεια εισαγωγής την 1η Οκτωβρίου 1963. Ο αριθμός και το όνομα αυτών των εισαγωγέων μπορούσε να εξακριβωθεί ήδη πριν από τις 4 Οκτωβρίου, ημέρα εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή μπορούσε να γνωρίζει ότι η απόφασή της έθιγε τα συμφέροντα και τη νομική κατάσταση αυτών μόνο των εισαγωγέων. Υπό αυτές τις συνθήκες οι αναφερθέντες εισαγωγείς, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, εξατομικεύτηκαν σε σχέση με όλα τα άλλα πρόσωπα κατά τον ίδιο τρόπο όπως και ο αποδέκτης της αποφάσεως.

Επομένως, η ένσταση περί απαραδέκτου είναι αβάσιμη και οι προσφυγές παραδεκτές.

Επί του βασίμου

Οι προσφεύγουσες στηρίζουν τις προσφυγές τους, εκτός από τους διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με παράβαση ουσιώδους τύπου και κατάχρηση εξουσίας, στον ισχυρισμό της παραβιάσεως της Συνθήκης και των εκτελεστικών της Συνθήκης νομικών διατάξεων. Σχετικώς, ισχυρίζονται ιδίως ότι δεν πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού 19.

Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η ακόλουθη:

«Στις αρμόδιες υπηρεσίες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατατέθηκαν την 1η Οκτωβρίου 1963 αιτήσεις για έγκριση εισαγωγών με προκαθορισμένο ποσό εισφοράς που αφορούν σημαντικές ποσότητες· η αποδοχή αυτών των αιτήσεων θα είχε ως συνέπεια την εισαγωγή, τον Ιανουάριο, σημαντικών ποσοτήτων αραβοσίτου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία σε τιμές αισθητά χαμηλότερες της τιμής κατωφλίου.

Με τον τρόπο αυτό απειλείτο η γερμανική αγορά αραβοσίτου με σημαντικές διαταραχές που θα έθεταν σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης.»

Η καθής ερμήνευσε κατά την γραπτή και την προφορική διαδικασία αυτή της την άποψη με τον ισχυρισμό ότι αν η ποσότητα αραβοσίτου που προέκυπτε από τις αιτήσεις της 1ης Οκτωβρίου 1963 είχε διατεθεί σε τιμές που, κατά τους υπολογισμούς της καθής θα έπεφταν κάτω από 70 μάρκα Δυτ. Γερμανίας (DM) ανά τόνο, δηλαδή 16 έως 17 % κάτω από την τιμή κατωφλίου, αυτό θα είχε ως συνέπεια την κατάρρευση των τιμών στην αγορά αραβοσίτου. Παρά το ότι στη Γερμανία καλλιεργείται λίγος αραβόσιτος, τέτοια διαταραχή της αγοράς αραβοσίτου ασφαλώς θα έθετε σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι οποίοι συνίστανται στη σταθεροποίηση της αγοράς μέσω ικανοποιητικών τιμών παραγωγής και στην εξασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό. Διότι τέτοια κατάρρευση των τιμών θα είχε επικίνδυνες επιπτώσεις στη γερμανική αγορά κριθής. Στη Γερμανία παράγεται κριθή και υποκαθιστά εύκολα τον αραβόσιτο.

Η καθής εξάλλου πρότεινε την προσαγωγή πραγματογνωμοσύνης για να αποδείξει ότι απειλούνταν διαταραχές που θα διακύβευαν σοβαρά τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης.

Από τα στοιχεία ωστόσο που προσκόμισε η καθής κατά την προφορική διαδικασία προκύπτει ότι δεν χρειάζεται να διαταχθεί τέτοια απόδειξη. Οι αιτήσεις που κατατέθηκαν την 1η Οκτωβρίου 1963 για άδειες εισαγωγής κατά τον Ιανουάριο 1964 αφορούσαν συνολικά 125000 τόνους. Η ποσότητα αυτή δεν υπερβαίνει καν, σύμφωνα με τις στατιστικές που προσκόμισε η καθής, τον μέσο όρο των συνήθων μηνιαίων εισαγωγών. Λόγω δε της διαφάνειας της γερμανικής αγοράς αραβοσίτου ήταν περιορισμένος ο κίνδυνος να προστεθούν στην ποσότητα αυτή για το ίδιο διάστημα και άλλες σημαντικές εισαγωγές. Διότι η είδηση χορηγήσεως αδειών εισαγωγής θα διαδιδόταν γρήγορα σε όλους τους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς και είναι απίθανο μεγάλος αριθμός από αυτούς να ανταγωνιζόταν τους κατόχους των αδειών αυτών. Δεν φαίνεται συνεπώς ότι η εισαγωγή της κρίσιμης ποσότητας αραβοσίτου θα μπορούσε αυτή καθαυτή να οδηγήσει σε σοβαρές διαταραχές της αγοράς.

Η εισαγωγή εξάλλου 125000 τόνων αραβοσίτου με τις προαναφερθείσες χαμηλές τιμές δεν θα οδηγούσε ούτε σε σημαντική πτώση των τιμών αραβοσίτου. Αν κάποιο προϊόν διατίθεται σε ποσότητα που ανταποκρίνεται στο 8 έως 10 % των ετήσιων αναγκών, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική πτώση των τιμών αυτό όμως μόνο τότε υπάρχει κίνδυνος να συμβεί, όταν η διατιθέμενη ποσότητα είναι πλεονασματική και είναι άγνωστη η έκταση της προσφοράς σε χαμηλή τιμή. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούσε να επέλθει στην προκειμένη περίπτωση κατάρρευση των τιμών, επειδή η ποσότητα αραβοσίτου, που επρόκειτο να εισαχθεί, δεν ήταν πλεονασματική, είχε δε καθοριστεί και καταστεί γνωστή ήδη από τις 2 Οκτωβρίου, δηλαδή τρεις μήνες πριν από το κρίσιμο διάστημα. Άρα είναι απίθανο η γερμανική αγορά να μπορούσε να απορροφήσει την ποσότητα αυτή χωρίς σοβαρό πρόβλημα ακόμα και αν προσφερόταν σε χαμηλές τιμές, πράγμα που ασφαλώς δεν αποτελούσε πρόθεση των ενδιαφερομένων εισαγωγέων.

Αν και φαίνεται εξαιρετικά αμφίβολο ότι η έγκριση των επίμαχων αιτήσεων θα απειλούσε τη γερμανική αγορά αραβοσίτου με τόσο σοβαρές διαταραχές, όσο απαιτεί το άρθρο 22 του κανονισμού 19, πάντως αποκλείεται λογικά οι διαταραχές αυτές να μπορούσαν να έχουν επικίνδυνες επιπτώσεις στη γερμανική αγορά κριθής. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της καθής, οι δύο αγορές είναι αλληλένδετες κυρίως λόγω του ότι το εκάστοτε μερίδιο αραβοσίτου και κριθής στην κτηνοτροφία κυμαίνεται ανάλογα με τις τιμές αυτών των σιτηρών. Ναι μεν ευσταθεί ότι αυξημένη προσφορά αραβοσίτου σε χαμηλές τιμές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα συνεπαγόταν μεταβολή αυτών των μεριδίων σε βάρος της κριθής, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι παρασκευαστές ζωοτροφών από σιτηρά υπολογίζουν ότι η τιμή και η προσφορά του εισαγομένου προϊόντος παραμένουν σταθερές. Διαφορετικά, τέτοια προσφορά, ακόμη και σε περίπτωση πτώσεως των τιμών αραβοσίτου, δύσκολα θα υποχρέωνε τους παραγωγούς να αλλάξουν την τακτική τους.

Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι οι διαταραχές, τις οποίες φοβόταν η Επιτροπή, ακόμα και αν είχαν επέλθει έξω από κάθε πιθανότητα, πάντως θα ήταν παροδικές, οπότε δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τη σταθερότητα της αγοράς αραβοσίτου και κριθής και μαζί μ' αυτήν το «δίκαιο βιοτικό επίπεδο του γεωργικού πληθυσμού» κατά την έννοια του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Εφόσον λοιπόν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού 19, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 39 και 173 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τον κανονισμό 19 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 22, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, καθώς και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

απορρίπτοντας κάθε αντίθετο αίτημα, αποφασίζει:

 

Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της 3ης Οκτωβρίου 1963, περί εξουσιοδοτήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να διατηρήσει τα μέτρα διασφαλίσεως κατά την εισαγωγή αραβοσίτου, κεχρίου και σόργου.

 

Hammes

Donner

Lecourt

Delvaux

Trabucchi

Strauss

Monaco

Λουξεμβούργο, 1η Ιουλίου 1965.

Δημοσιεύτηκε στο Λουξεμβούργο σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1965.

Hammes

Donner

Lecourt

Delvaux

Trabucchi

Strauss

Monaco

Ο Γραμματέας

Α. van Houtte

Ο Πρόεδρος

Ch. L. Hammes


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.