ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 12ης Μαΐου 1964 ( *1 )

Στην υπόθεση 101/63,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου, ποινικό τμήμα, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του άρθρου 150 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και με την οποία το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του, μεταξύ,

Albert Wagner, εμπόρου, κατοίκου Esch-sur-Alzette, επικουρούμενου από τον André Elvinger, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

εγκαλούντος,

και

Jean Fohrmann, διευθυντή, κατοίκου Dudelange, και Antoine Krier, προέδρου και γενικού γραμματέα του Letzeburger Arbechterverband, κατοίκου Esch-sur-Alzette, επικουρουμένων από τον Jean Gremling, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

κατηγορουμένων,

την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως για την ερμηνεία των συνθηκών και των διατάξεων που καθορίζουν τη διάρκεια των συνόδων της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως προκειμένου να λυθεί το ζήτημα της κοινοβουλευτικής ασυλίας των Fohrmann και Krier, κατά την 6η Νοεμβρίου 1962,

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Α. Μ. Dormer, Πρόεδρο, Ch. L. Hammes και Α. Trabucchi, Προέδρους τμήματος, L. Delvaux (εισηγητή), R. Rossi, R. Lecourt και W. Strauss, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Lagrange

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

I — Ως προς τη διαδικασία

Ο εγκαλών της κύριας δίκης προβάλλει ότι το Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου παρέπεμψε τους διαδίκους ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ σύμφωνα με τα άρθρα 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και 150 της Συνθήκης ΕΚΑΧ έπρεπε να υποβάλει αυτό το ίδιο αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη όμως περίπτωση πληρώθηκε η απαίτηση των προαναφερθέντων άρθρων με την άμεση διαβίβαση της αιτήσεως και του φακέλου της προκειμένης υποθέσεως από τον προϊστάμενο γραμματέα του Tribunal d'arrondissement στον γραμματέα του Δικαστηρίου.

Κατόπιν αυτού, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση υποβλήθηκε συννόμως ενώπιον του Δικαστηρίου.

II — Ως προς το υποβληθέν ερώτημα

Α — Ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ δεν καθόρισε τη διαδικασία παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως έπραξαν αργότερα οι Συνθήκες περί ιδρύσεως αντίστοιχα της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ.

Παρίσταται μάταιη η επίκληση τυχόν αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεν προβλήθηκε στην προκειμένη περίπτωση, να κρίνει προδικαστικά επί του τεθέντος ζητήματος καθόσον αφορά την ερμηνεία της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ.

Το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών της ΕΚΑΧ είναι ταυτόσημο με τα άρθρα 9 των Πρωτοκόλλων περί των Προνομίων και Ασυλιών της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ και εφόσον εφαρμόζεται σε κοινό όργανο στις τρεις Κοινότητες πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 139 της Συνθήκης ΕΟΚ και 109 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

Δεύτερον, η αίτηση άρσεως της κοινοβουλευτικής ασυλίας την οποία υπέβαλε στις 16 Σεπτεμβρίου 1963 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου δεν κατέστησε αναρμόδιο το Δικαστήριο να λύσει ζήτημα που του έθεσε το Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου.

Τρίτον, είναι αρμόδιο το Δικαστήριο να ερευνήσει το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως που εκδόθηκε στις 29 Μαΐου 1964 από το Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου προκειμένου να διαπιστώσει το ακριβές περιεχόμενο του υποβληθέντος ερωτήματος.

Το ερώτημα αυτό αναφέρεται στη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 9 των Πρωτοκόλλων περί των Προνομίων και Ασυλιών αντίστοιχα της ΕΚΑΧ, της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ.

Εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι ταυτόσημες, πρέπει να ερμηνευθούν μαζί, χωρίς να χρειάζεται να γίνει διάκριση μεταξύ του άρθρου 9 του Πρωτοκόλλου ΕΚΑΧ και των άρθρων 9 των Πρωτοκόλλων ΕΟΚ και ΕΚΑΕ.

Η ερμηνεία αυτή ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει των άρθρων 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

Αυτή η αίτηση ερμηνείας περιλαμβάνεται σιωπηρά στο ερώτημα που έθεσε το Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου, το οποίο αφορά όχι μόνον την ερμηνεία των διατάξεων των προαναφερθεισών συνθηκών, αλλά και όλων των λοιπών κειμένων που μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του επιδίκου ζητήματος.

Β — Ως προς την ουσία

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί κοινό όργανο των τριών Κοινοτήτων.

Πρέπει επομένως να συγκερασθούν αφενός το άρθρο 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, αφετέρου δε τα άρθρα 139 της Συνθήκης ΕΟΚ και 109 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, το περιεχόμενο των οποίων δύο τελευταίων άρθρων είναι ταυτόσημο.

Πράγματι, στη Συνθήκη ΕΚΑΧ η αυτοδίκαία σύγκληση καθορίζεται σε ημερομηνία διαφορετική από εκείνη που προβλέπουν οι Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ' επιπλέον δε, ενώ η Συνθήκη ΕΚΑΧ προβλέπει ημερομηνία λήξεως της ετησίας συνόδου, οι δύο άλλες συνθήκες δεν περιλαμβάνουν καμιά διάταξη επί του θέματος αυτού.

Κατά το γράμμα των άρθρων 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 139 της Συνθήκης ΕΟΚ και 109 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η Συνέλευση συνέρχεται σε «ετήσια σύνοδο» τη δεύτερη Τρίτη του Μαΐου, λήγει δε το αργότερο στο τέλος του οικονομικού έτους της ΕΚΑΧ, δηλαδή στις 30 Ιουνίου, καθώς και σε άλλη μια ετήσια σύνοδο μετά την τρίτη Τρίτη του Οκτωβρίου.

Στα ενδιάμεσα αυτών των «ετησίων συνόδων» το Κοινοβούλιο μπορεί επίσης, κατά το γράμμα των ίδιων άρθρων, να συνέλθει σε «έκτακτη σύνοδο» για τη μία ή για την άλλη των τριών Κοινοτήτων, εφόσον το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών του, η Ανωτάτη Αρχή, Συμβούλια ή Επιτροπές.

Η έννοια των «ετησίων συνόδων» πρέπει να νοηθεί κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με τη δυνατότητα εκτάκτων συνόδων τις οποίες καμιά άλλωστε διάταξη δεν απαγορεύει να καθορίζονται από πολύ νωρίς.

Το γεγονός ότι το άρθρο 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όρισε ότι η ετήσια σύνοδος αρχίζει τη δεύτερη Τρίτη του Μαΐου και τελειώνει το αργότερο στο τέλος του τρέχοντος οικονομικού έτους της ΕΚΑΧ συνεπάγεται ότι η εν λόγω σύνοδος λήγει το αργότερο στις 30 Ιουνίου, ημερομηνία του οικονομικού έτους της ΕΚΑΧ.

Αντιθέτως, από την έλλειψη αντιστοίχων διατάξεων στα άρθρα 139 της Συνθήκης ΕΟΚ και 109 της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι η ετήσια σύνοδος η οποία άρχισε την τρίτη Τρίτη του Οκτωβρίου, δυνάμει των εν λόγω άρθρων, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται μέχρι τις 6 Νοεμβρίου, εφόσον δεν έληξε πριν από την ημερομηνία αυτή.

Ελλείψει σχετικής διατάξεως, θα αντέκειτο στην έννοια του όρου διακοπή η ταύτισή της με την έννοια της λήξεως.

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των ημερομηνιών ενάρξεως και λήξεως της ετησίας συνόδου, οι οποίες καθορίζονται από το άρθρο 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε σύνοδο ακόμη και αν δεν συνεδριάζει στην πραγματικότητα, μέχρις ότου λήξουν οι ετήσιες ή οι έκτακτες σύνοδοι.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης και των Επιτροπών της ΕΟΚ και της ΕΚΑΧ, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 22 και 31 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, τα άρθρα 139 και 177 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τα άρθρα 109 και 150 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών κάθε μιας από τις τρεις Κοινότητες, το Πρωτόκολλο κάθε μιας από τις Κοινότητες περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως το Tribunal d'arrondissement του Λουξεμβούργου, ποινικό τμήμα, με απόφαση της 29ης Μαΐου 1963, αποφαίνεται:

 

Οι λέξεις «κατά τη διάρκεια των συνόδων της συνελεύσεως», που επαναλαμβάνονται στο άρθρο 9 καθενός από τα τρία Πρωτόκολλα περί των Προνομίων και Ασυλιών, πρέπει να ερμηνευθούν ως εξής: υπό την επιφύλαξη των ημερομηνιών ενάρξεως και λήξεως της ετησίας συνόδου, οι οποίες καθορίζονται από το άρθρο 22 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε σύνοδο, ακόμη και αν δεν συνεδριάζει στην πραγματικότητα, μέχρις ότου λήξουν οι ετήσιες ή έκτακτες σύνοδοι.

 

Dormer

Hammes

Trabucchi

Delvaux

Rossi

Lecourt

Strauss

Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 1964.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 1964.

Dormer

Hammes

Trabucchi

Delvaux

Rossi

Lecourt

Strauss

Ο Γραμματέας

Α. van Houtte

Ο Πρόεδρος

Ch. L. Hammes


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.