ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

KARL ROEMER

της 14ης Νοεμβρίου 1962 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Στις δύο προσφυγές που ασκήθηκαν κατά της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας από δύο γερμανικές επιχειρήσεις, οι συζητήσεις στην προφορική διαδικασία περιορίστηκαν σήμερα στο παραδεκτό των προσφυγών, πράγμα που προσδιορίζει και τα όρια των δικών μου προτάσεων.

Οι προσφυγές στρέφονται κατά περισσοτέρων αποφάσεων της Επιτροπής περί καθορισμού αντισταθμιστικού φόρου επί των εισαγωγών πλήρους γάλακτος σε σκόνη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Πρόκειται για την απόφαση της 15ης Μαρτίου 1961, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 13ης Απριλίου 1961, σ. 555, το διορθωτικό αυτής της αποφάσεως, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 2ας Μαΐου 1961, σ. 688, και για την απόφαση παρατάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1961, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 27ης Ιανουαρίου 1962, σ. 137. Η Επιτροπή εξέδωσε όλες αυτές τις αποφάσεις βάσει του άρθρου 155, τέταρτη παράγραφος, της Συνθήκης. Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες καταρχήν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

Οι προσφυγές είχαν αρχικά στηριχθεί στο άρθρο 184 της Συνθήκης. Κατά την προφορική διαδικασία οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν επίσης επικουρικά το άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος.

Υπό το πρίσμα αυτών των δύο διατάξεων πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό των προσφυγών, ασφαλώς χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εισέλθω στα ειδικότερα προβλήματα τα οποία πραγματεύτηκαν ευρέως οι προσφεύγουσες και η καθής, όπως είναι το παραδεκτό των αιτημάτων των προσφυγών που ποικίλλουν και ο νομικός χαρακτηρισμός των προσβαλλομένων πράξεων ως αποφάσεων ή κανονισμών.

1. Επί του άρθρου 184

Κατά την άποψη των προσφευγουσών, η έννοια του άρθρου 184 έγκειται στο να επεκταθεί η νομική προστασία γι' αυτά τα πρόσωπα που, λαμβανομένου υπόψη του κανονιστικού χαρακτήρα μιας προσβαλλομένης πράξεως (στην προκειμένη περίπτωση ενός κανονισμού), δεν μπορούν να ασκήσουν προσφυγή στηριζόμενη στο άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος. Το άρθρο 184 έχει, εξάλλου, τον σκοπό να καταστήσει τους ενδιαφερομένους ανεξάρτητους από την απόφαση ενός εθνικού δικαστηρίου αν θα υποβληθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 177 αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 184, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες έχουν εμπλακεί σε δίκη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Θεωρώ πρόδηλο ότι η ερμηνεία αυτή είναι πεπλανημένη. Το άρθρο 184 έχει ως εξής:

«Παρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 173, τρίτη παράγραφος, κάθε διάδικος σε διαφορά όπου τίθεται υπό αμφισβήτηση η ισχύς κανονισμού του Συμβουλίου ή της Επιτροπής δύναται να επικαλεσθεί στο Δικαστήριο το ανεφάρμοστο του κανονισμού αυτού για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 173, πρώτη παράγραφος.»

Πιστεύω ότι όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου αυτού με τη διάταξη αυτή δεν ανοίγεται δικαστική οδός, δηλαδή δεν δημιουργείται περίπτωση ένδικης προσφυγής. Η διάταξη αυτή περιορίζεται, εντός του πλαισίου μιας διαφοράς που εκκρεμεί βάσει άλλων διατάξεων, στο να επεκτείνει τα υφιστάμενα μέσα επιθέσεως από πολλών απόψεων:

κάθε διάδικος, επομένως ακόμη και ο διάδικος στον οποίο δεν επιτρέπει το άρθρο 173 να προσβάλει ευθέως έναν κανονισμό, μπορεί να ζητήσει τη διαπίστωση του ανεφαρμόστου ενός κανονισμού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία πρέπει να διακριθεί από την ακύρωση του κανονισμού

το αίτημα αυτό μπορεί να υποβληθεί ακόμη και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αμέσου προσβολής του κανονισμού.

Το άρθρο 184 ρυθμίζει, επομένως, την αποκαλούμενη ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, της οποίας ο δογματικός νομικός χαρακτηρισμός, τουλάχιστον όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, έχει ως αντικείμενο τις υποθέσεις 9/56 και 10/56. Με τις αποφάσεις αυτές διευκρινίστηκε ότι ο προσφεύγων έχει δικαίωμα να προβάλει σε μια προσφυγή την οποία άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου, «κατά ατομικής αποφάσεως την έλλειψη νομιμότητας της γενικής αποφάσεως, επί της οποίας στηρίζεται η ατομική αυτή πράξη ακόμη και μετά την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της γενικής αυτής αποφάσεως». Αναφερόμενη η απόφαση αυτή στο άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΟΚ τόνισε, ότι «οι συνθήκες περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας δέχονται ρητά την ίδια γενική γενική αρχή».

Είναι συνεπώς φανερό, ότι το άρθρο 184 δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στο πλαίσιο μιας εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεν επιτρέπει την κίνηση ανεξάρτητης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού για τον έλεγχο ενός παρεμπίπτοντος ζητήματος, από το οποίο εξαρτάται η λύση μιας δίκης εκκρεμούς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

Μόνο αυτή η ερμηνεία δίνει μια λογική έννοια στο άρθρο 184, σύμφωνα με το σύστημα δικαστικής προστασίας της Συνθήκης, ενώ η άποψη των προσφευγουσών θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα της πλήρους ανατροπής του χρονικού και καθ' ύλην περιορισμού του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής, που ορίζεται στο άρθρο 173, και στο να μεταβληθεί ριζικά η από το άρθρο 177 κατά πλήρη τρόπο ρυθμιζόμενη σχέση μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με τη δυνατότητα άμεσης προσφυγής ενός των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου.

Επομένως, το άρθρο 184 αποκλείεται ως βάση της προσφυγής.

2. Επί του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος

Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επικουρικά το άρθρο 173, με τη σκέψη ότι η προθεσμία προσφυγής του άρθρου 173, τρίτη παράγραφος, αρχίζει να τρέχει από τότε που μπορεί να διαπιστωθεί ότι η απόφαση αφορά τον προσφεύγοντα. Αφήνω αναπάντητο το ζήτημα αν αυτή η εκ των υστέρων προβληθείσα δικαιολογία και ο σκοπός γενικά της προσφυγής μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αν ερευνηθούν, τότε θα αποδειχθεί χωρίς άλλο ότι η άποψη των προσφευγουσών είναι αστήρικτη. Το άρθρο 173 θεσπίσθηκε προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, έτσι ώστε καταρχήν η έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής να μπορεί να εξευρεθεί χωρίς δυσκολία. Όταν η προσφυγή στρέφεται κατά πράξεως που έχει δημοσιευθεί, τότε η προθεσμία αρχίζει σαφώς «από της δημοσιεύσεως της πράξεως», όπως προκύπτει καθαρά από τη γαλλική, ιταλική και ολλανδική απόδοση της Συνθήκης.

Ανέφερα ήδη την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των προσβαλλομένων πράξεων. Οι ημερομηνίες αυτές είναι οι ακόλουθες: 13 Απριλίου 1961, 2 Μαΐου 1961 και 27 Ιανουαρίου 1962. Οι προσφυγές ασκήθηκαν στις 4 Οκτωβρίου και στις 9 Οκτωβρίου 1962. Δεδομένου ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής είναι δύο μηνών, είναι φανερό ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπροθέσμως. Αλλά ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η μεταγενέστερη γνώση από τις ενδιαφερόμενες αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά, διότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν ότι έλαβαν γνώση των προσβαλλομένων πράξεων μόλις εντός των δύο τελευταίων μηνών προ της ασκήσεως της προσφυγής.

3.

Καταλήγω έτσι στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επιτύχουν τον σκοπό τους με το μέσο που επέλεξαν, δηλαδή προσφεύγοντας απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι αντιρρήσεις τις οποίες προέβαλαν επί του ζητήματος αν προστατεύονται ικανοποιητικά τα συμφέροντα τους, με τη δυνατότητα προβολής της ελλείψεως νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής εντός του πλαισίου των εκκρεμουσών δικών κατά το εθνικό δίκαιο και της δυνατότητας να ενεργήσουν ώστε το εθνικό δικαστήριο να υποβάλλει το ζήτημα αυτό στο Δικαστήριο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 177, αφορούν προπαντός ζητήματα του εθνικού δικαστηρίου και δεν μπορούν να ερευνηθούν εδώ.

Το Δικαστήριο πρέπει, επομένως, να διαπιστώσει στην προκειμένη περίπτωση ότι οι προσφυγές είναι απαράδεκτες.


( *1 ) Γλώσσα του προωτοτύπου: η γερμανική.