4.1.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 2/1


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ

Οικονομικές κυρώσεις στις διαδικασίες επί παραβάσει

(2023/C 2/01)

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ — ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ), όταν η Επιτροπή παραπέμπει κράτος μέλος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Δικαστήριο) λόγω παράβασης υποχρέωσής του εκ των Συνθηκών, μπορεί να προτείνει στο Δικαστήριο την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στο εν λόγω κράτος μέλος σε δύο περιπτώσεις:

όταν το κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση προγενέστερης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου της ΕΕ (άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ) (1),

όταν το κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία (άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ).

Και στις δύο περιπτώσεις, η κύρωση που επιβάλλει το Δικαστήριο μπορεί να συνίσταται σε κατ’ αποκοπή ποσό, επειδή συνεχίζεται η παράβαση έως την έκδοση της απόφασής του ή έως την πλήρη εκτέλεση της απόφασης, εφόσον αυτή επιτευχθεί νωρίτερα, και σε ημερήσια χρηματική ποινή, προκειμένου να παρακινηθεί το οικείο κράτος μέλος να θέσει τέλος στην παράβαση το ταχύτερο δυνατόν μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο τα ποσά των οικονομικών κυρώσεων, αλλά εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει (2), να καθορίσει τα ποσά που θεωρεί, αφενός μεν, πρόσφορα για τις περιστάσεις, αφετέρου δε ανάλογα προς την διαπιστωθείσα παράβαση και την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους (3).

Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στα κράτη μέλη —και η δυνατότητα της Επιτροπής να ζητεί την επιβολή κυρώσεων αυτού του είδους— χρονολογείται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992. Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η ίση μεταχείριση, η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει, από το 1996, σειρά ανακοινώσεων και σημειωμάτων που περιγράφουν την πολιτική της και τη μεθοδολογία που εφαρμόζει για τον υπολογισμό των οικονομικών κυρώσεων (4).

Στην παρούσα ανακοίνωση επανεξετάζονται όλες οι ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις που εκδόθηκαν από το 1996 έως το 2021 (βλ. τον σχετικό κατάλογο στο παράρτημα ΙΙ). Το περιεχόμενο των εν λόγω ανακοινώσεων αντικαθίσταται και ενσωματώνεται στην παρούσα ανακοίνωση, ενώ παράλληλα επικαιροποιείται, όπου κρίνεται αναγκαίο, με βάση την πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου. Αυτό συμβαίνει κυρίως για την απαλοιφή οποιασδήποτε αναφοράς στη θεσμική βαρύτητα του οικείου κράτους μέλους κατά τον υπολογισμό των οικονομικών κυρώσεων που προτείνει η Επιτροπή στο Δικαστήριο (βλ. σημείο 3.4).

Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται επίσης σε σχέση με τη Συνθήκη Ευρατόμ, στον βαθμό που το άρθρο 106α αυτής καθιστά το άρθρο 260 της ΣΛΕΕ εφαρμοστέο σε θέματα που καλύπτονται από την εν λόγω Συνθήκη.

2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Μολονότι η τελική απόφαση για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 260 της ΣΛΕΕ εναπόκειται στο Δικαστήριο, η Επιτροπή διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, δεδομένου ότι υποβάλλει στο Δικαστήριο πρόταση για το ύψος των οικονομικών κυρώσεων. Για λόγους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης, η Επιτροπή δημοσιεύει συστηματικά τα κριτήρια που εφαρμόζει όταν προτείνει οικονομικές κυρώσεις.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται θα πρέπει να βασίζονται σε τρία θεμελιώδη κριτήρια (5):

τη σοβαρότητα της παράβασης,

τη διάρκεια της παράβασης,

την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί η αποτρεπτική λειτουργία της ίδιας της οικονομικής κύρωσης ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω παραβάσεις.

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, είναι σημαντικό να καθοριστούν ποσά επαρκώς υψηλά προκειμένου να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η επιβολή αμιγώς συμβολικών κυρώσεων θα στερούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα από τον μηχανισμό επιβολής κυρώσεων του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ, ο οποίος λειτουργεί επικουρικά ως προς τη διαδικασία επί παραβάσει, και θα υπονόμευε τον απώτερο στόχο του, δηλαδή τη διασφάλιση της πλήρους συμμόρφωσης με το δίκαιο της Ένωσης.

Οι κυρώσεις που προτείνει η Επιτροπή στο Δικαστήριο θα πρέπει να έχουν συνοχή και να μπορούν να προβλεφθούν από τα κράτη μέλη, αλλά και να καθορίζονται βάσει μεθόδου που είναι σύμφωνη τόσο με την αρχή της αναλογικότητας όσο και με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των κρατών μελών. Επίσης, με τη χρήση σαφούς και ομοιόμορφης μεθόδου διασφαλίζεται ότι η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως τον υπολογισμό του ύψους των κυρώσεων που προτείνει στο Δικαστήριο (6).

Η Επιτροπή προτείνει συστηματικά στο Δικαστήριο την επιβολή τόσο κατ’ αποκοπή ποσού όσο και χρηματικής ποινής στο οικείο κράτος μέλος. Αυτό ισχύει για τις προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (μη εκτέλεση προγενέστερης απόφασης του Δικαστηρίου), καθώς και βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (μη κοινοποίηση μέτρων για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο νομοθετικής οδηγίας).

Επομένως, όταν ένα κράτος μέλος θέτει τέλος στην παράβαση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν παραιτείται από την προσφυγή αλλά εμμένει στο αίτημά της για την επιβολή κατ’ αποκοπή ποσού προκειμένου να καλυφθεί με τον τρόπο αυτόν η διάρκεια της παράβασης μέχρι τη χρονική στιγμή που αυτή θα τερματιστεί. Η Επιτροπή κάνει προσπάθειες να ενημερώνει αμελλητί το Δικαστήριο κάθε φορά που ένα κράτος μέλος θέτει τέλος σε παράβαση, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται η δικαστική διαδικασία. Το ίδιο πράττει όταν, μετά την έκδοση απόφασης βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 ή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, ένα κράτος μέλος επανορθώνει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να παύει και η υποχρέωση καταβολής χρηματικής ποινής.

Οι οικονομικές κυρώσεις που διατάσσει το Δικαστήριο και τις οποίες καταβάλλουν τα κράτη μέλη, είτε πρόκειται για κατ’ αποκοπή ποσό είτε για χρηματική ποινή, συνιστούν «άλλα έσοδα» της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 311 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ (7).

2.1.   Η αρχή της αναλογικότητας

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει (8) ότι οι οικονομικές κυρώσεις θα πρέπει να είναι, αφενός, προσαρμοσμένες στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογες τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να λάβει υπόψη τις εν λόγω αρχές κατά την εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των κυρώσεων που προτείνει στο Δικαστήριο. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό των κυρώσεων θα πρέπει, κατά περίπτωση, να λαμβάνεται εκ των προτέρων υπόψη η πιθανότητα μεταβολής των συνθηκών (9).

Η αρχή της αναλογικότητας ενδέχεται να έχει διάφορες συνέπειες και, ειδικότερα, την αρχή να προτείνονται κυρώσεις προσαρμοσμένες στις περιστάσεις:

Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες είναι σκόπιμο να προτείνονται ποινές βάσει μαθηματικού φθίνοντος τύπου, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος ενός κράτους μέλους όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις ενωσιακές υποχρεώσεις του. Πιθανό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος έχει παραβεί το δίκαιο της Ένωσης διότι λειτουργούν σε αυτό παράνομοι χώροι υγειονομικής ταφής, διότι ορισμένες από τις πόλεις του κράτους μέλους δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα ποιότητας όσον αφορά τα αστικά λύματα ή για μη συμμορφούμενες ζώνες ποιότητας του αέρα. Όταν είναι δυνατή η μαθηματική αξιολόγηση της προόδου του κράτους μέλους όσον αφορά τη συμμόρφωση (για παράδειγμα με βάση το ποσοστό του συνόλου των χώρων υγειονομικής ταφής, των πόλεων ή των ζωνών ποιότητας του αέρα που συμμορφώνονται) με χαρακτηριστικό γνώρισμα των εν λόγω παραβάσεων την επιβολή υποχρέωσης αμιγώς «βάσει αποτελέσματος», η Επιτροπή μπορεί να προτείνει στο Δικαστήριο έναν φθίνοντα τύπο για τον καθορισμό των κυρώσεων (10).

Επίσης, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή προτείνει οι ποινές που προκύπτουν να καταβάλλονται μόνο μετά από τακτά χρονικά διαστήματα, για παράδειγμα έξι μήνες ή ένα έτος μετά την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (11). Η περίπτωση αυτή ενδείκνυται όταν η συμμόρφωση μπορεί να αξιολογείται μόνο ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ή όταν η μέθοδος αξιολόγησης εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης. Η εν λόγω περίπτωση μπορεί να προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι η ποινή που προτείνει η Επιτροπή αντιστοιχεί πράγματι στον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίστηκε η παράβαση, οι οποίες ορισμένες φορές μπορούν να εξακριβωθούν μόνο κατόπιν παρέλευσης ορισμένου χρονικού διαστήματος και όταν καθίστανται διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση.

2.2.   Αρχές που σχετίζονται με το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ

Σκοπός του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (12) είναι η παροχή κινήτρων στα κράτη μέλη να μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο οδηγίες που εκδίδονται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία (13) εντός των προθεσμιών που ορίζει ο νομοθέτης της Ένωσης και, ως εκ τούτου, να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία της Ένωσης είναι πραγματικά αποτελεσματική. Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα διαφύλαξης των γενικών συμφερόντων που επιδιώκει η νομοθεσία της Ένωσης, αλλά πρόκειται κυρίως για ζήτημα προστασίας των συμφερόντων των Ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τα οφέλη που απορρέουν από την εν λόγω νομοθεσία. Οι καθυστερήσεις είναι μη αποδεκτές και στις δύο περιπτώσεις. Τελικά, υπονομεύεται η αξιοπιστία του συνόλου των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όταν ένα κράτος μέλος μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τη νομοθεσία της Ένωσης αργότερα από ό,τι θα έπρεπε.

Αυτό σημαίνει ότι, για παραβιάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, δηλαδή για μη ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, οι παραπομπές στο Δικαστήριο συνοδεύονται άμεσα από αίτηση προς το Δικαστήριο να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στο οικείο κράτος μέλος. Σε αντίθεση με τις παραβιάσεις που εμπίπτουν αποκλειστικά στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, δεν απαιτείται δεύτερη χωριστή διαδικασία για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεων αυτού του είδους.

Το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ προβλέπει ρητά ότι το ποσό της οικονομικής κύρωσης που επιβάλλει το Δικαστήριο δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό που προτείνει η Επιτροπή.

Η Επιτροπή σταθερά θεωρεί ότι ο μηχανισμός κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιείται καταρχήν σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος δεν εκπληρώνει υποχρέωση που υπάγεται στην εν λόγω διάταξη. Η διασφάλιση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο νομοθετικών οδηγιών από τα κράτη μέλη εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω οδηγίες, είναι εξίσου σημαντική για όλες τις νομοθετικές οδηγίες. Η Επιτροπή, από την πλευρά της, έχει ορίσει ως στόχο να προσφεύγει στο Δικαστήριο εντός 12 μηνών για διαδικασίες επί παραβάσει, εάν η οδηγία εξακολουθεί να μην έχει μεταφερθεί.

Το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν κοινοποιεί μέτρα για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο οδηγιών οι οποίες δεν εκδίδονται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία. Όταν το κράτος μέλος παραβαίνει την υποχρέωσή του περί κοινοποίησης μέτρων σχετικά με τις εν λόγω οδηγίες που δεν εκδίδονται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, η Επιτροπή παραπέμπει την εν λόγω παράβαση στο Δικαστήριο, πρώτον, μέσω κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει που προβλέπεται στο άρθρο 258 της ΣΛΕΕ και, εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, με δεύτερη παραπομπή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Ομοίως, το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν ένα κράτος μέλος δεν κοινοποιεί μέτρα για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο οδηγιών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των άρθρων 31 και 32 της Συνθήκης Ευρατόμ. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η Επιτροπή εφαρμόζει την ίδια διττή διαδικασία παραπομπής με αυτήν που χρησιμοποιείται για τις οδηγίες που δεν εκδίδονται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία δυνάμει των διατάξεων της ΣΛΕΕ.

Το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ καλύπτει τόσο την ολική όσο και τη μερική μη κοινοποίηση μέτρων για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο νομοθετικής οδηγίας. Περίπτωση μερικής μη κοινοποίησης μπορεί να προκύψει είτε όταν τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που κοινοποιούνται δεν καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους είτε όταν η κοινοποίηση είναι ελλιπής, καθώς δεν περιλαμβάνει όλα τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο τα οποία αντιστοιχούν σε μέρος της οδηγίας.

Στην υποχρέωση του κράτους μέλους να κοινοποιεί μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, περιλαμβάνεται και η υποχρέωση να παρέχει αρκούντως σαφείς και ακριβείς πληροφορίες (14) σχετικά με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν τις αντίστοιχες διατάξεις μιας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η μη παροχή των εν λόγω σαφών και ακριβών πληροφοριών μπορεί να επισύρει κυρώσεις βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κοινοποιήσεις μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που δεν αναφέρουν σαφώς τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που διασφαλίζουν τη μεταφορά κάθε διάταξης της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, δικαιολογούν παραπομπή δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Χωρίς τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει αν το κράτος μέλος έχει πράγματι μεταφέρει πλήρως την εν λόγω οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, σε περίπτωση που μια κοινοποίηση δεν χρειάζεται εξηγήσεις, η Επιτροπή δεν προσφεύγει σε παραπομπή δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν η εν λόγω κοινοποίηση δεν προσδιορίζει για κάθε διάταξη της νομοθετικής οδηγίας τα αντίστοιχα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Επομένως, η Επιτροπή προσφεύγει σε παραπομπές του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ μόνον όταν δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές που καθορίζουν ποιες διατάξεις του εθνικού δικαίου μεταφέρουν συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας. Οι εν λόγω αναφορές θα πρέπει να παρέχονται με τη μορφή επεξηγηματικών εγγράφων στα οποία μπορεί να προστίθεται πίνακας αντιστοιχίας, ώστε οι διατάξεις της οδηγίας να αντιστοιχίζονται με συστηματικό τρόπο με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου.

Οι οδηγίες περιέχουν συνήθως ρήτρα σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναφέρονται στην οδηγία είτε απευθείας στις διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο είτε κατά τη δημοσίευση των εν λόγω διατάξεων (στο εξής: ρήτρα διασύνδεσης). Η εν λόγω υποχρέωση δίνει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους στον συγκεκριμένο τομέα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης.

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, όταν προβλέπεται ρήτρα διασύνδεσης, απαιτείται ειδικό μέτρο μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (15). Κατά την κοινοποίηση στην Επιτροπή των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η απλή αναφορά από κράτος μέλος σε προϋπάρχουσα εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδικό μέτρο μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Πράξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες της οδηγίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως ειδικό μέτρο μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος αναφέρεται στις εν λόγω πράξεις στο πλαίσιο επίσημης δημοσίευσης στην οποία αναφέρονται σαφώς οι προϋπάρχουσες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις με τις οποίες το κράτος μέλος θεωρεί ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει μια οδηγία. Η εν λόγω επίσημη δημοσίευση θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην κοινοποίηση προς την Επιτροπή.

Κάθε διαφορά σχετικά με την επάρκεια των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που κοινοποιούνται, δηλαδή αν τα μέτρα αυτά συνιστούν ορθή μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των αντίστοιχων διατάξεων μιας οδηγίας, εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 258 της ΣΛΕΕ.

3.   ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ

Η ποινή που πρέπει να καταβάλουν τα κράτη μέλη είναι ένα ποσό που υπολογίζεται καταρχήν ανά ημέρα καθυστέρησης —με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής περιόδου αναφοράς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις— και δη από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 2 ή το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ έως την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος μέλος θέτει τέλος στην παράβαση. Σκοπός της χρηματικής ποινής είναι να ωθήσει το οικείο κράτος μέλος να παύσει την παραβίαση των υποχρεώσεών του το συντομότερο δυνατόν μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.

Το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής υπολογίζεται ως εξής:

με πολλαπλασιασμό ενός βασικού κατ’ αποκοπή ποσού με έναν συντελεστή σοβαρότητας και έναν συντελεστή διάρκειας,

με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος που προκύπτει επί ένα ποσό που καθορίζεται ανά κράτος μέλος (στο εξής: συντελεστής n), το οποίο αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.

Ο ακόλουθος τύπος συνοψίζει τη μέθοδο υπολογισμού της χρηματικής ποινής:

Dp = (F-Rap × Cs × Cd) × n

όπου: Dp = ημερήσια χρηματική ποινή· F-Rap = κατ’ αποκοπή ποσό «χρηματικής ποινής»· Cs = συντελεστής σοβαρότητας· Cd = συντελεστής διάρκειας· n = συντελεστής «n» που αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.

3.1.   Βασικό κατ’ αποκοπή ποσό

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό ορίζεται ως το πάγιο ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές πολλαπλασιασμού. Με το εν λόγω ποσό αντιμετωπίζεται η παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, η οποία ισχύει για όλες τις περιπτώσεις βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ. Έχει καθοριστεί σε επίπεδο που διασφαλίζει ότι:

η Επιτροπή διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του συντελεστή σοβαρότητας,

το ποσό είναι εύλογο για όλα τα κράτη μέλη,

το ποσό, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή σοβαρότητας, είναι αρκετά υψηλό ώστε να υφίσταται αρκετή πίεση το οικείο κράτος μέλος.

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό που εφαρμόζεται στις χρηματικές ποινές καθορίζεται στο σημείο 1 του παραρτήματος I.

3.2.   Εφαρμογή του συντελεστή σοβαρότητας (συντελεστής σε κλίμακα μεταξύ 1 και 20)

Παράβαση που αφορά τη μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης από κράτος μέλος ή τη μη κοινοποίηση μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο οδηγίας που εκδίδεται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, θεωρείται πάντοτε σοβαρή. Για να προσαρμοστεί το ποσό της ποινής στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, η Επιτροπή καθορίζει τον συντελεστή σοβαρότητας βάσει δύο παραμέτρων: αφενός, της σημασίας των ενωσιακών κανόνων που παραβιάστηκαν ή δεν μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, των επιπτώσεων της παράβασης επί των γενικών και των ειδικών συμφερόντων.

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διατυπώνονται κατωτέρω, η σοβαρότητα της παράβασης προσδιορίζεται με συντελεστή που καθορίζει η Επιτροπή βάσει κλίμακας με κατώτατο όριο το 1 και ανώτατο όριο το 20.

3.2.1.    Μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης (άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ)

3.2.1.1.   Σημασία των διατάξεων που παραβιάστηκαν

Για να προσδιοριστεί η σημασία της συνεχιζόμενης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση και την έκταση των οικείων διατάξεων και όχι τη θέση των εν λόγω διατάξεων στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Για παράδειγμα, η παράβαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων θα πρέπει πάντοτε να θεωρείται πολύ σοβαρή, είτε η παράβαση απορρέει από παραβίαση της αρχής που θεσπίζεται στη Συνθήκη είτε από παραβίαση της αρχής που ορίζεται σε κανονισμό ή σε οδηγία. Οι παραβάσεις που θίγουν θεμελιώδη δικαιώματα ή τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες που προστατεύει η Συνθήκη θα πρέπει κατά γενικό κανόνα, αφενός, να θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές και, αφετέρου, να συνεπάγονται την επιβολή ενδεδειγμένης ποινής.

Όταν η Επιτροπή ασκεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, το γεγονός ότι το κράτος μέλος δεν εκτελεί απόφαση που αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (για παράδειγμα, όταν η εν λόγω απόφαση εκδίδεται σε συνέχεια παρόμοιων αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν σε διαδικασίες επί παραβάσει ή κατόπιν αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης) θα πρέπει να θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι το οικείο κράτος μέλος έχει παραβιάσει παρόμοιες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

Ομοίως, επιβαρυντικό παράγοντα συνιστά η έλλειψη πλήρους συνεργασίας κράτους μέλους με την Επιτροπή κατά τη διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα την παραπομπή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της ΣΛΕΕ.

Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος έχει λάβει μέτρα που θεωρεί επαρκή για την αποκατάσταση της φερόμενης παραβίασης από αυτό, αλλά η Επιτροπή θεωρεί τα μέτρα αυτά ανεπαρκή, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από την περίπτωση στην οποία το κράτος μέλος δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια για την αποκατάσταση της εν λόγω παραβίασης (σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφές ότι το κράτος μέλος παραβιάζει το άρθρο 260 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ).

Τέλος, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση που πρέπει να εφαρμοστεί εγείρει πραγματικά ζητήματα ερμηνείας ή ότι υπάρχουν ιδιαίτερες εγγενείς δυσκολίες όσον αφορά την εκτέλεση της απόφασης στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (για παράδειγμα, απαιτείται σχεδιασμός, έγκριση, χρηματοδότηση και κατασκευή υποδομών για την επίτευξη της εκτέλεσης).

3.2.1.2.   Επιπτώσεις της παράβασης επί των γενικών και των ειδικών συμφερόντων

Οι επιπτώσεις των παραβάσεων επί των γενικών ή των ειδικών συμφερόντων θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση, αφού συνεκτιμηθούν για παράδειγμα:

η απώλεια ιδίων πόρων της Ένωσης,

η σοβαρότητα της ζημίας στα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ,

ο αντίκτυπος της παράβασης στον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης (για παράδειγμα παραβάσεις που αφορούν τις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΣΛΕΕ, καθώς και παραβάσεις που επηρεάζουν την ικανότητα των εθνικών δικαστικών συστημάτων να συμβάλουν στην αποτελεσματική επιβολή του δικαίου της ΕΕ),

η σοβαρή ή ανεπανόρθωτη βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ή στο περιβάλλον,

η οικονομική ή άλλη ζημία που υπέστησαν φυσικά πρόσωπα και οικονομικοί φορείς,

τα χρηματικά ποσά που αφορά η παράβαση,

κάθε πιθανό οικονομικό πλεονέκτημα που αποκομίζει το κράτος μέλος από τη μη εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου,

η σχετική σημασία της παράβασης λαμβανομένων υπόψη του κύκλου εργασιών ή της προστιθέμενης αξίας του οικείου οικονομικού κλάδου,

το μέγεθος του πληθυσμού που επηρεάζεται από την παράβαση,

η ευθύνη της Ένωσης έναντι τρίτων χωρών,

η φύση της παράβασης, δηλαδή ο συστημικός ή διαρθρωτικός χαρακτήρας της παράβασης ή η συνεχιζόμενη μη ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ από κράτος μέλος.

Θα μπορούσε επίσης να συνεκτιμηθεί αν η παράβαση είναι μεμονωμένη ή συνιστά επανάληψη προγενέστερης παράβασης.

Όταν η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα φυσικών προσώπων για τον υπολογισμό του ύψους της ποινής, δεν επιδιώκει την επανόρθωση της ζημίας και της απώλειας που τα εν λόγω πρόσωπα υπέστησαν συνεπεία της παράβασης, δεδομένου ότι η επανόρθωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αντιθέτως, σκοπός της Επιτροπής είναι να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις μιας παράβασης από τη σκοπιά των οικείων φυσικών προσώπων ή των οικείων οικονομικών φορέων. Ως εκ τούτου, για παράδειγμα, οι επιπτώσεις δεν είναι ίδιες όταν η παράβαση αφορά συγκεκριμένη περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής (μη αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων) και όταν αφορά μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο οδηγίας σχετικά με την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, γεγονός που θα υπονόμευε τα συμφέροντα ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου.

3.2.2.   Μη ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ)

Για προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εφαρμόζει συστηματικά συντελεστή σοβαρότητας «10» σε περίπτωση καμίας ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Σε μια Ένωση που βασίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου, όλες οι νομοθετικές οδηγίες πρέπει να θεωρούνται ίσης σημασίας και να απαιτείται πλήρης μεταφορά στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις εν λόγω οδηγίες.

Σε περίπτωση μερικής μη ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η σημασία του κενού στη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή σοβαρότητας που είναι μικρότερος από «10». Επιπλέον, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της παράβασης στα γενικά και τα ειδικά συμφέροντα (βλ. τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στο σημείο 3.2.1.2 ανωτέρω).

3.3.   Εφαρμογή του συντελεστή διάρκειας

Για τον υπολογισμό του ποσού της χρηματικής ποινής που αντιστοιχεί στη διάρκεια της παράβασης:

για προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, λαμβάνεται υπόψη η χρονική περίοδος από την ημερομηνία έκδοσης της πρώτης απόφασης του Δικαστηρίου έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο,

για προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, λαμβάνεται υπόψη η χρονική περίοδος από την επομένη της εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έως ότου η Επιτροπή αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο.

Ο συντελεστής διάρκειας εκφράζεται ως πολλαπλασιαστής με κατώτατο ύψος το 1 και ανώτατο το 3. Υπολογίζεται σε τιμή 0,10 μηνιαίως από την ημερομηνία έκδοσης της πρώτης δικαστικής απόφασης ή από την επομένη της εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο (16) έχει επιβεβαιώσει ότι η διάρκεια της παράβασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη χρηματική ποινή όσο και για το κατ’ αποκοπή ποσό, δεδομένου του ειδικού σκοπού κάθε κύρωσης.

3.4.   Ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους

Το ποσό της χρηματικής ποινής θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο χαρακτήρας της κύρωσης είναι τόσο αναλογικός όσο και αποτρεπτικός. Το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της χρηματικής ποινής έχει δύο πτυχές. Το ποσό της κύρωσης πρέπει να είναι αρκετά υψηλό ώστε να διασφαλιστεί ότι:

το κράτος μέλος θα θέσει τέλος στην παράβαση (πρέπει συνεπώς να είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αποκομίζει το κράτος μέλος διαπράττοντας την παράβαση),

το κράτος μέλος δεν θα επαναλάβει την παράβαση.

Το επίπεδο των κυρώσεων που απαιτείται για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά θα ποικίλλει ανάλογα με την ικανότητα πληρωμής των κρατών μελών. Το εν λόγω αποτρεπτικό αποτέλεσμα αντικατοπτρίζεται στον συντελεστή n. Ο συντελεστής αυτός ορίζεται ως σταθμισμένος γεωμετρικός μέσος όρος, αφενός, του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) (17) του οικείου κράτους μέλους σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ΑΕΠ των κρατών μελών, με συντελεστή στάθμισης δύο, και, αφετέρου, του πληθυσμού του οικείου κράτους μέλους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των πληθυσμών των κρατών μελών, με συντελεστή στάθμισης ένα. Ο εν λόγω μέσος όρος αντιστοιχεί στην ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με την ικανότητα πληρωμής των άλλων κρατών μελών:

Formula

Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται ο συντελεστής n στην παρούσα ανακοίνωση συνεπάγεται τροποποίηση του προηγούμενου τρόπου υπολογισμού του συγκεκριμένου συντελεστή. Στις προηγούμενες ανακοινώσεις λαμβανόταν υπόψη τόσο το ΑΕΠ των κρατών μελών όσο και η θεσμική τους βαρύτητα. Η τελευταία εκφραζόταν με τη χρήση ενός αντιπροσωπευτικού στοιχείου, και πιο πρόσφατα εκφραζόταν με τον αριθμό των εδρών που έχουν κατανεμηθεί σε κάθε κράτος μέλος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (18), το Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία που θεωρούνταν κρίσιμα για την εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής ενός κράτους μέλους προκειμένου να επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «(...) με την επιφύλαξη της δυνατότητας της Επιτροπής να προτείνει οικονομικές κυρώσεις στηριζόμενες σε πλείονα κριτήρια, ώστε να καταστεί δυνατή, ιδίως, η διατήρηση εύλογης απόκλισης μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, πρέπει να ληφθεί ως βάση το ΑΕγχΠ της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως κυριότερο στοιχείο για την εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής του κράτους αυτού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η θεσμική βαρύτητα της Ελληνικής Δημοκρατίας [...]» (19). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «ο σκοπός που συνίσταται στον καθορισμό αρκούντως αποτρεπτικών κυρώσεων δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην να λαμβάνεται υπόψη η θεσμική βαρύτητα του οικείου κράτους μέλους εντός της Ένωσης» και «η συνεκτίμηση της θεσμικής βαρύτητας του κράτους μέλους δεν είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα και η μεταβολή της τρέχουσας ή της μελλοντικής συμπεριφοράς του κράτους μέλους όσον αφορά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων» (20).

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναθεωρήσει την οικεία μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή n, ο οποίος βασίζεται πλέον κυρίως στο ΑΕΠ των κρατών μελών και, δευτερευόντως, στον πληθυσμό τους ως δημογραφικό κριτήριο που δίνει τη δυνατότητα να διατηρείται εύλογη απόκλιση μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό των κρατών μελών για το ένα τρίτο του υπολογισμού του συντελεστή n, μειώνεται σε εύλογο βαθμό η διακύμανση των συντελεστών n των κρατών μελών, σε σύγκριση με τον υπολογισμό που βασίζεται αποκλειστικά στο ΑΕΠ των κρατών μελών. Προστίθεται επίσης ένα στοιχείο σταθερότητας στον υπολογισμό του συντελεστή n, δεδομένου ότι ο πληθυσμός δεν είναι πιθανό να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε ετήσια βάση. Αντιθέτως, το ΑΕΠ κράτους μέλους ενδέχεται να παρουσιάζει υψηλότερες ετήσιες διακυμάνσεις, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι το ΑΕΠ του κράτους μέλους αντιστοιχεί ακόμη στα δύο τρίτα του υπολογισμού, εξακολουθεί να αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα στην εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι συντελεστές n για κάθε κράτος μέλος καθορίζονται στο σημείο 3 του παραρτήματος I.

4.   ΠΛΗΡΩΜΗ ΚΑΤ’ ΑΠΟΚΟΠΗ ΠΟΣΟΥ

Για να συνεκτιμηθούν πλήρως το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του κατ’ αποκοπή ποσού και οι αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης, η πρόταση της Επιτροπής προς το Δικαστήριο περιλαμβάνει:

τον καθορισμό πάγιου κατώτατου κατ’ αποκοπή ποσού, και

μέθοδο υπολογισμού που βασίζεται σε ημερήσιο ποσό πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση· η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται όταν το αποτέλεσμα του υπολογισμού υπερβαίνει το πάγιο κατώτατο κατ’ αποκοπή ποσό.

4.1.   Κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά

Κάθε φορά που η Επιτροπή παραπέμπει μια υπόθεση στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ, προτείνει τουλάχιστον την επιβολή πάγιου κατώτατου κατ’ αποκοπή ποσού, το οποίο καθορίζεται για κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τον συντελεστή n που το αφορά, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο 4.2.

Η πρόβλεψη του εν λόγω πάγιου κατώτατου κατ’ αποκοπή ποσού αντικατοπτρίζει την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε περίπτωση συνεχιζόμενης μη εκτέλεσης απόφασης του Δικαστηρίου από κράτος μέλος ή μη μεταφοράς νομοθετικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο από κράτος μέλος, ανεξάρτητα από τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις, υπονομεύει την αρχή της νομιμότητας σε μια κοινότητα που διέπεται από το κράτος δικαίου, και, ως εκ τούτου, απαιτείται η επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων. Με την πρόβλεψη κατώτατου κατ’ αποκοπή ποσού αποφεύγεται επίσης το ενδεχόμενο να προτείνονται αμιγώς συμβολικά ποσά τα οποία δεν θα είχαν αποτρεπτικό αποτέλεσμα και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν, αντί να ενισχύσουν, το κύρος των αποφάσεων του Δικαστηρίου.

Το κατώτατο κατ’ αποκοπή ποσό για κάθε κράτος μέλος καθορίζεται στο σημείο 5 του παραρτήματος I.

4.2.   Μέθοδος υπολογισμού του κατ’ αποκοπή ποσού

Το κατ’ αποκοπή ποσό υπολογίζεται κατά τρόπο σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με τη μέθοδο υπολογισμού της χρηματικής ποινής, και συγκεκριμένα:

με πολλαπλασιασμό ενός βασικού κατ’ αποκοπή ποσού με έναν συντελεστή σοβαρότητας,

με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος με τον συντελεστή n,

με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση (βλ. σημείο 4.2.1).

Ο ακόλουθος τύπος συνοψίζει τη μέθοδο υπολογισμού του κατ’ αποκοπή ποσού:

LS = F-Rals × Cs × n × dy

όπου:

LS = κατ’ αποκοπή ποσό· F-Rals = βασικό κατ’ αποκοπή ποσό «κατ’ αποκοπή ποσού»· Cs = συντελεστής σοβαρότητας· n = συντελεστής που αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους· dy = αριθμός ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση.

Όταν το αποτέλεσμα του εν λόγω υπολογισμού υπερβαίνει το κατώτατο κατ’ αποκοπή ποσό για το οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο ένα κατ’ αποκοπή ποσό το οποίο προσδιορίζεται με τη χρήση αυτού του τύπου.

4.2.1.    Αριθμός ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση

Για να υπολογιστεί το κατ’ αποκοπή ποσό, το ημερήσιο ποσό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση. Ο αριθμός αυτός ορίζεται ως εξής:

σε προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, είναι ο αριθμός των ημερών που μεσολαβούν μεταξύ της ημερομηνίας έκδοσης της πρώτης απόφασης του Δικαστηρίου και της ημερομηνίας κατά την οποία τερματίζεται η παράβαση, ή, σε περίπτωση μη εκτέλεσης της απόφασης, της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ,

σε προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, είναι ο αριθμός των ημερών που μεσολαβούν μεταξύ της επομένης της εκπνοής της προθεσμίας που έχει καθοριστεί για τη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και της ημερομηνίας κατά την οποία τερματίζεται η παράβαση, ή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ.

Σε προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, ως ημερομηνία έναρξης του χρονικού διαστήματος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού ορίζεται η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη το δίκαιο της Ένωσης (21).

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ένα κράτος μέλος πρέπει να εκτελέσει την εν λόγω απόφαση «αμέσως» και η εκτέλεση πρέπει να «ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν» (22). Βεβαίως, πριν από την άσκηση προσφυγής του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να δίνει στο κράτος μέλος αρκετό χρονικό διάστημα για να εκτελέσει την εν λόγω απόφαση, το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με την επίμαχη παράβαση. Ωστόσο, όταν έχει δοθεί στο κράτος μέλος εύλογο χρονικό διάστημα και η απόφαση δεν έχει εκτελεστεί πλήρως, πρέπει να θεωρείται ότι, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να κινήσει άμεσα τη διαδικασία εκτέλεσης και να ολοκληρώσει την εκτέλεση το συντομότερο δυνατόν.

Σε προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η ημέρα από την οποία αρχίζει το σχετικό χρονικό διάστημα είναι η επομένη της εκπνοής της προθεσμίας που έχει οριστεί για τη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

4.2.2.    Άλλα στοιχεία της μεθόδου υπολογισμού του κατ’ αποκοπή ποσού

Για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού, η Επιτροπή εφαρμόζει τον ίδιο συντελεστή σοβαρότητας και τον ίδιο σταθερό συντελεστή n, όπως και για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής (βλ. σημεία 3.2 και 3.4.). Κατά τον προσδιορισμό του κατ’ αποκοπή ποσού σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον βαθμό ολοκλήρωσης της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο όταν προσδιορίζει τη σοβαρότητα της μη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό είναι μικρότερο από το ποσό των χρηματικών ποινών. Είναι δίκαιο το ημερήσιο ποσό της χρηματικής ποινής να είναι υψηλότερο από το κατ’ αποκοπή ποσό, διότι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους είναι περισσότερο επιζήμια μετά την έκδοση απόφασης βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι συνεπάγεται συνέχιση της παράβασης μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού καθορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος I.

Σε αντίθεση με τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, δεν εφαρμόζεται συντελεστής διάρκειας για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού, δεδομένου ότι η διάρκεια της παράβασης λαμβάνεται υπόψη με τον πολλαπλασιασμό του ημερήσιου ποσού με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση.

5.   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Την 31η Ιανουαρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. §Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολούθησε να δεσμεύεται για την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης έως τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (η οποία έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020) δυνάμει της συμφωνίας αποχώρησης, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 2020.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου για τις Ιρλανδία / Βόρεια Ιρλανδία και το άρθρο 12 του πρωτοκόλλου σχετικά με τις Περιοχές των Κυρίαρχων Βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στην Κύπρο, η Επιτροπή και το Δικαστήριο διατηρούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης που καθίσταται εφαρμοστέο ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού βάσει των εν λόγω πρωτοκόλλων, όσον αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία και τις Περιοχές των Κυρίαρχων Βάσεων. Δυνάμει του άρθρου 160 της συμφωνίας αποχώρησης, το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο δυνάμει των άρθρων 258, 260 και 267 της ΣΛΕΕ όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πέμπτου μέρους της συμφωνίας αποχώρησης.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2020. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα προτείνει οικονομικές κυρώσεις ανάλογες προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της επίμαχης παράβασης, καθώς και προς την ικανότητα πληρωμής του Ηνωμένου Βασιλείου. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα βασίζεται στον ίδιο μαθηματικό τύπο με εκείνον που καθορίζεται στην παρούσα ανακοίνωση για τα κράτη μέλη (23).

6.   ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΚΥΡΩΣΗΣ

Όταν το Δικαστήριο επιβάλλει κύρωση σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η υποχρέωση καταβολής της επιβαλλόμενης κύρωσης αντιστοιχεί συνήθως στην ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του.

Όταν το Δικαστήριο επιβάλλει κύρωση σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι η υποχρέωση καταβολής «τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της υποχρέωσης είτε την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του είτε μεταγενέστερη ημερομηνία. Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη κάνει χρήση της δυνατότητας να ορίσει ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασής του.

7.   ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τους κανόνες και τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει για παραπομπή υποθέσεων στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ μετά τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα.


(1)  Ή όταν το κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώνεται παράβαση απόφασης σχετικά με κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(2)  Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια είναι περιορισμένη στις περιπτώσεις του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, στις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορεί να καθορίσει ποσό μεγαλύτερο του ποσού που έχει καθορίσει η Επιτροπή.

(3)  Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 103)· της 14ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-177/04, EU:C:2006:173, σκέψη 61)· και της 10ης Ιανουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-70/06, EU:C:2008:3, σκέψη 38).

(4)  Βλ. παράρτημα ΙΙ «Κατάλογος προηγούμενων ανακοινώσεων σχετικά με οικονομικές κυρώσεις».

(5)  Το Δικαστήριο, κατά πάγια νομολογία, έχει εγκρίνει επί της ουσίας τα εν λόγω κριτήρια. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (C-387/97, EU:C:2000:356, σκέψη 92)· απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 63)· απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-550/18, EU:C:2020:564, σκέψη 81), απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 73).

(6)  Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C-549/18, EU:C:2020:563, σκέψη 51).

(7)  Απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17).

(8)  Υπόθεση C-658/19, Επιτροπή κατά Ισπανίας (EU:C:2021:138, σκέψη 63)· υπόθεση C-550/18, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (EU:C:2020:564, σκέψη 81)· υπόθεση C-658/19, Επιτροπή κατά Ισπανίας (EU:C:2021:138, σκέψη 73).

(9)  Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-278/01, EU:C:2003:635).

(10)  Βλ. υπόθεση C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας των υδάτων κολύμβησης που καθορίζονται με την οδηγία 76/160/ΕΟΚ, στην οποία, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, «είναι ιδιαιτέρως δύσκολο για τα κράτη μέλη να επιτύχουν πλήρη εκτέλεση» και «είναι πιθανόν το καθού κράτος μέλος να επιτύχει ουσιώδη αύξηση του βαθμού εκτελέσεως της οδηγίας χωρίς να φθάσει σύντομα στην πλήρη εκτέλεση». Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως έκρινε το Δικαστήριο, «κύρωση που δεν λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες προόδους του κράτους μέλους στην εκτέλεση των υποχρεώσεών του δεν είναι ούτε κατάλληλη για την περίσταση ούτε ανάλογη προς τη διαπιστωθείσα παράβαση».

(11)  Βλ. σκέψεις 43 έως 46 της απόφασης στην υπόθεση C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, και σκέψεις 111 και 112 της απόφασης στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

(12)  Βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου (C-543/17, EU:C:2019:573), στην οποία το Δικαστήριο εφάρμοσε για πρώτη φορά τον μηχανισμό επιβολής κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(13)  Πρόκειται για οδηγίες που εκδίδονται σύμφωνα με τις συνήθεις ή τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες. Εξαιρούνται ειδικότερα οι κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίες και οι εκτελεστικές οδηγίες που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ, καθώς και οι οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει της Συνθήκης Ευρατόμ.

(14)  Βλ. υπόθεση C-543/17, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψεις 51 και 59.

(15)  Αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-551/08, EU:C:2009:683, σκέψη 23)· της 11ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-29/14, EU:C:2015:379, σκέψη 49)· της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-599/17, EU:C:2018:813, σκέψη 21)· και της 16ης Ιουλίου 2020, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-550/18, EU:C:2020:564, σκέψη 31).

(16)  Βλ. σκέψη 84 της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

(17)  Πηγή: Ονομαστικό ΑΕΠ — Eurostat. Η Eurostat δημοσιεύει τακτικά στοιχεία για το ΑΕΠ των κρατών μελών (nama_10_gdp).

(18)  Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-51/20, EU:C:2022:36).

(19)  Υπόθεση C-51/20, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψη 116.

(20)  Υπόθεση C-51/20, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 113 και 115.

(21)  Βλ. υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

(22)  Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 123).

(23)  

Formula


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των οικονομικών κυρώσεων που προτείνονται στο Δικαστήριο

Η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάζει και να επικαιροποιεί ετησίως τα στοιχεία του παρόντος παραρτήματος, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις του πληθωρισμού, του ΑΕΠ των κρατών μελών και του πληθυσμού τους, με βάση τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύει η Eurostat.

1.   Βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για τη χρηματική ποινή

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για τη χρηματική ποινή που αναφέρεται στο σημείο 3.1 της παρούσας ανακοίνωσης καθορίζεται σε 3 000 EUR ημερησίως.

2.   Βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για το κατ’ αποκοπή ποσό

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για το κατ’ αποκοπή ποσό που αναφέρεται στο σημείο 4.2.2. της παρούσας ανακοίνωσης καθορίζεται σε 1 000 EUR ημερησίως, δηλαδή στο ένα τρίτο του βασικού κατ’ αποκοπή ποσού για τις χρηματικές ποινές.

3.   Συντελεστές «n»

Οι συντελεστές «n» που αναφέρονται στα σημεία 3.4 και 4.2.2 της παρούσας ανακοίνωσης είναι οι εξής:

 

Συντελεστής n (1)

Βέλγιο

0,84

Βουλγαρία

0,18

Τσεχία

0,49

Δανία

0,52

Γερμανία

6,16

Εσθονία

0,06

Ιρλανδία

0,55

Ελλάδα

0,41

Ισπανία

2,44

Γαλλία

4,45

Κροατία

0,14

Ιταλία

3,41

Κύπρος

0,05

Λετονία

0,07

Λιθουανία

0,12

Λουξεμβούργο

0,09

Ουγγαρία

0,35

Μάλτα

0,03

Κάτω Χώρες

1,39

Αυστρία

0,68

Πολωνία

1,37

Πορτογαλία

0,46

Ρουμανία

0,61

Σλοβενία

0,10

Σλοβακία

0,22

Φινλανδία

0,42

Σουηδία

0,83

4.   Κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς

Το κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κατώτατων κατ’ αποκοπή ποσών ανά κράτος μέλος ορίζεται σε 2 800 000 EUR (2).

5.   Κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά ανά κράτος μέλος

Τα κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά αντιστοιχούν στο κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς το οποίο πολλαπλασιάζεται με τους συντελεστές «n».

Τα κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά (3) που αναφέρονται στο σημείο 4.1 της παρούσας ανακοίνωσης καθορίζονται σε:

 

Κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά (EUR)

Βέλγιο

2 352 000

Βουλγαρία

504 000

Τσεχία

1 372 000

Δανία

1 456 000

Γερμανία

17 248 000

Εσθονία

168 000

Ιρλανδία

1 540 000

Ελλάδα

1 148 000

Ισπανία

6 832 000

Γαλλία

12 460 000

Κροατία

392 000

Ιταλία

9 548 000

Κύπρος

140 000

Λετονία

196 000

Λιθουανία

336 000

Λουξεμβούργο

252 000

Ουγγαρία

980 000

Μάλτα

84 000

Κάτω Χώρες

3 892 000

Αυστρία

1 904 000

Πολωνία

3 836 000

Πορτογαλία

1 288 000

Ρουμανία

1 708 000

Σλοβενία

280 000

Σλοβακία

616 000

Φινλανδία

1 176 000

Σουηδία

2 324 000


(1)  Βάσει στοιχείων του ΑΕΠ και του πληθυσμού του 2020 (έτος ν-2) που εξήχθησαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2022 και στρογγυλοποιήθηκαν σε δύο δεκαδικά ψηφία.

(2)  Το 2005 στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ», η Επιτροπή χρησιμοποίησε το ποσό των 500 000 EUR ως κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς. Το κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς αυξήθηκε με την πάροδο των ετών κατόπιν διαδοχικών αναθεωρήσεων που επήλθαν λόγω του πληθωρισμού και των διαφόρων αλλαγών των μεθόδων υπολογισμού. Στην τελευταία ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Επικαιροποίηση των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού και των χρηματικών ποινών που προτείνονται από την Επιτροπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διαδικασίες επί παραβάσει» [C(2022) 568], το κατ’ αποκοπή ποσό αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των κατώτατων κατ’ αποκοπή ποσών ήταν 2 255 000 EUR.. Το εν λόγω ποσό καθορίζεται πλέον σε 2 800 000 EUR ώστε να διασφαλιστεί ότι τα κατώτατα κατ’ αποκοπή ποσά εξακολουθούν να έχουν επαρκώς αποτρεπτικά αποτελέσματα, λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων επιπέδων τους και της αλλαγής μεθόδου που ορίζεται στην παρούσα ανακοίνωση όσον αφορά τον συντελεστή n.

(3)  Βάσει του ΑΕΠ και του πληθυσμού του 2020 (έτος ν-2) που εξήχθησαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2022 και στρογγυλοποιήθηκαν στην πλησιέστερη χιλιάδα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Κατάλογος προηγούμενων ανακοινώσεων σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις

Στην παρούσα ανακοίνωση επανεξετάζονται όλες οι ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις από το 1996 έως το 2021:

Το 1996 η Επιτροπή εξέδωσε «Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΚ» (1). Η εν λόγω ανακοίνωση αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση η οποία επρόκειτο να βελτιωθεί περαιτέρω, ωστόσο έθεσε τα θεμέλια της σημερινής πολιτικής σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις, καθώς ορίστηκε ότι το ποσό της ποινής πρέπει να υπολογίζεται βάσει τριών θεμελιωδών κριτηρίων, και συγκεκριμένα των κριτηρίων της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης, καθώς και της ανάγκης να διασφαλιστεί ότι η ίδια η κύρωση λειτουργεί αποτρεπτικά για περαιτέρω παραβάσεις.

Το 1997 η Επιτροπή δημοσίευσε για πρώτη φορά «Μέθοδο υπολογισμού της χρηματικής ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 171 της συνθήκης ΕΚ» (2). Έως τότε δεν είχε θεσπιστεί μέθοδος υπολογισμού του κατ’ αποκοπή ποσού. Σύμφωνα με τη μέθοδο που καθορίστηκε, η ημερήσια χρηματική ποινή έπρεπε να υπολογίζεται ως ενιαίο βασικό κατ’ αποκοπή ποσό, το οποίο πολλαπλασιάζεται επί έναν συντελεστή σοβαρότητας και έναν συντελεστή διάρκειας, και το αποτέλεσμα του εν λόγω πολλαπλασιασμού έπρεπε να πολλαπλασιάζεται με έναν ειδικό συντελεστή (τον επονομαζόμενο «συντελεστή n») ο οποίος αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους και τον αριθμό των ψήφων που το συγκεκριμένο κράτος μέλος διαθέτει στο Συμβούλιο. Ο εν λόγω συντελεστής n, ο οποίος εκείνη τη χρονική περίοδο αντικατόπτριζε τόσο την οικονομική όσο και τη θεσμική βαρύτητα του κράτους μέλους, προβλέφθηκε με στόχο τη διασφάλιση του δίκαιου, αναλογικού αλλά και επαρκώς αποτρεπτικού χαρακτήρα των κυρώσεων, ώστε τα κράτη μέλη να θέτουν τέλος στην παράβαση και να μην την επαναλαμβάνουν. Στο εν λόγω έγγραφο εξηγείτο περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίο έπρεπε να καθοριστούν οι συντελεστές σοβαρότητας και διάρκειας, ενώ ορίστηκαν και οι πρώτες τιμές για τον συντελεστή n (3).

Το 2001 η Επιτροπή με εσωτερική απόφασή της (4) όρισε ότι ο συντελεστής διάρκειας θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση τιμή 0,1 μηνιαίως (με ανώτατο όριο το 3), από τον 7ο μήνα μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.

Το 2005 η Επιτροπή εξέδωσε «Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ» (5), καθώς απαιτείτο επικαιροποίηση ιδίως όσον αφορά τη νέα νομολογία του Δικαστηρίου, τα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ και τις εξελίξεις των ποσοστών ανάπτυξης και πληθωρισμού. Στην εν λόγω ανακοίνωση θεσπίστηκαν γενικές αρχές που πρέπει να τηρούνται όταν ζητείται η επιβολή οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Επίσης, θεσπίστηκε για πρώτη φορά μέθοδος για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού, συμπεριλαμβανομένων των κατώτατων κατ’ αποκοπή ποσών για κάθε κράτος μέλος, επικαιροποιήθηκε ο υπολογισμός του συντελεστή n (6) και καθορίστηκαν τα βασικά κατ’ αποκοπή ποσά για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών και των κατ’ αποκοπή ποσών (7).

Το 2010 μετά τη θέσπιση της δυνατότητας να ζητούνται οικονομικές κυρώσεις σε περιπτώσεις μη κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των νομοθετικών οδηγιών στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την «Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ» (8). Στην ανακοίνωση αυτή διευκρινίστηκε ο τρόπος εφαρμογής των υφιστάμενων μεθόδων υπολογισμού για το κατ’ αποκοπή ποσό και τις χρηματικές ποινές στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 260 παράγραφος 3.

Το 2019 η Επιτροπή εξέδωσε νέα ανακοίνωση με τίτλο «Τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού για τα κατ’ αποκοπήν ποσά και τις ημερήσιες χρηματικές ποινές που προτείνει η Επιτροπή στις διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (9). Η εν λόγω ανακοίνωση εκδόθηκε μετά την απόφαση του Δικαστηρίου (10) στην οποία έκρινε ότι, όσον αφορά την αποτύπωση της θεσμικής βαρύτητας, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στον αριθμό των ψήφων που κάθε κράτος μέλος διαθέτει στο Συμβούλιο, δεδομένου ότι η μέθοδος ψηφοφορίας είχε αλλάξει από την 1η Απριλίου 2017. Επιπλέον, η Επιτροπή αξιοποίησε αυτήν την ευκαιρία για να επικαιροποιήσει την τιμή αναφοράς του ΑΕΠ (το οποίο ήταν το ΑΕΠ του Λουξεμβούργου) και, για τον υπολογισμό του συντελεστή n, την αντικατέστησε με τον μέσο όρο του ΑΕΠ των κρατών μελών (11). Τέλος, για να διασφαλιστεί ότι οι προκύπτουσες οικονομικές κυρώσεις θα παραμείνουν κατά γενικό κανόνα στα ίδια προηγούμενα επίπεδα, η Επιτροπή θέσπισε συντελεστή προσαρμογής 4,5.

Πιο πρόσφατα, το 2021 η Επιτροπή προσάρμοσε τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή ποσών και των χρηματικών ποινών (12) λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Δεδομένου ότι, για τον υπολογισμό του συντελεστή n λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του ΑΕΠ όλων των κρατών μελών, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέφερε την αύξηση του συντελεστή n, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα η Επιτροπή να προτείνει υψηλότερες οικονομικές κυρώσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαρμογής 0,836 για να διασφαλίσει ότι η αύξηση θα περιοριζόταν στα επίπεδα του πληθωρισμού.


(1)  Ανακοίνωση της Επιτροπής «Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΚ» (ΕΕ C 242 της 21.8.1996, σ. 6).

(2)  Ανακοίνωση της Επιτροπής «Μέθοδος υπολογισμού της χρηματικής ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 171 της συνθήκης ΕΚ» (ΕΕ C 63 της 28.2.1997, σ. 2).

(3)  

Formula

(4)  Βλ. PV(2001)1517/2 της 2ας Απριλίου 2001.

(5)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ [(SEC(2005) 1658].

(6)  

Formula

(7)  Ορίστηκαν σε 600 EUR ανά ημέρα για τις χρηματικές ποινές και σε 200 EUR για τα κατ’ αποκοπή ποσά.

(8)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ [SEC(2010) 1371 τελικό].

(9)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού για τα κατ’ αποκοπήν ποσά και τις ημερήσιες χρηματικές ποινές που προτείνει η Επιτροπή στις διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 70 της 25.2.2019, σ. 1).

(10)  Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-93/17, EU:C:2018:903).

(11)  

Formula

(12)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Προσαρμογή του υπολογισμού των κατ’ αποκοπή ποσών και των χρηματικών ποινών που προτείνονται από την Επιτροπή σε διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (EE C 129 της 13.4.2021, σ. 1).