Βρυξέλλες, 24.5.2023

COM(2023) 631 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία

Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία

Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.Εισαγωγή

1 Στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη) θεσπίζεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η διαδικασία αυτή καθορίζεται περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, που αποτελεί μέρος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).

Η παρούσα έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, εξετάζει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τα κριτήρια της Συνθήκης για το έλλειμμα και το χρέος.

Βασικά δεδομένα στα οποία βασίζεται η παρούσα έκθεση και έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοσή της

Κατά την αξιολόγηση του κριτηρίου του ελλείμματος, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον πραγματικό λόγο του ελλείμματος του 2022 και τον προβλεπόμενο δείκτη για το 2023. Το κριτήριο του ελλείμματος βάσει του άρθρου 126 της Συνθήκης πληρούται αν το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κατά το προηγούμενο έτος (2022) και το προβλεπόμενο έλλειμμα για το τρέχον έτος (2023) δεν υπερβαίνουν το 3 % του ΑΕΠ. Αν κάποιο από τα δύο το υπερβαίνει, η Επιτροπή εξετάζει αν ο λόγος του ελλείμματος μειώθηκε σημαντικά και μειωνόταν συνεχώς και αν πλησιάζει την τιμή αναφοράς. Εξετάζει επίσης αν η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι μόνο έκτακτη και προσωρινή και παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς (ενότητα 2). Οι σχετικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη i) αν το δημόσιο χρέος δεν υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ ή ii) αν το χρέος υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, αλλά το έλλειμμα πλησιάζει το 3 % του ΑΕΠ και η υπέρβαση είναι προσωρινή (τμήμα 4).

2 Το κριτήριο του χρέους πληρούται αν το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του προηγούμενου έτους (2022). Αν υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, η Επιτροπή εξετάζει αν ο δείκτης χρέους μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, τηρώντας την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους (ενότητα 3). Τα κράτη μέλη που τηρούν την εν λόγω τιμή αναφοράς και συμμορφώνονται με το κριτήριο του ελλείμματος δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση. Οι σχετικοί παράγοντες λαμβάνονται πάντα υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με το κριτήριο του χρέους (ενότητα 4).

3 Η έκθεση αυτή συγκρίνει επίσης το δημοσιονομικό έλλειμμα με τις δαπάνες δημόσιων επενδύσεων και λαμβάνει υπόψη όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των μεσοπρόθεσμων οικονομικών και δημοσιονομικών καταστάσεων των κρατών μελών.

Η παρούσα έκθεση εξετάζει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους σε 16 κράτη μέλη: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία, για τους ακόλουθους λόγους (βλ. επίσης πίνακα 1):

-Σύμφωνα με στοιχεία που επικυρώθηκαν από την Eurostat στις 21 Απριλίου 2023 4 , το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης του 2022 υπερέβη σε 10 κράτη μέλη το 3 % του ΑΕΠ: Βέλγιο, Τσεχία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία και Πολωνία 5 . Τα πραγματικά ελλείμματα για το 2022 που υπερβαίνουν το 3 % παρέχουν εκ πρώτης όψεως ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στα εν λόγω κράτη μέλη 6 .

-Επιπλέον, σύμφωνα με τα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης του 2023 7 , τα δημοσιονομικά ελλείμματα στη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Εσθονία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία προβλέπεται να υπερβούν το 3 % του ΑΕΠ το 2023. Τα ελλείμματα για το 2023 που προβλέπονται στα εν λόγω προγράμματα παρέχουν εκ πρώτης όψεως ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στα εν λόγω πέντε κράτη μέλη.

-Το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης στο τέλος του 2022 υπερέβη την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Φινλανδία. Στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Φινλανδία, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης δεν τήρησε την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Αυτό παρέχει εκ πρώτης όψεως ενδείξεις για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του χρέους στα εν λόγω τρία κράτη μέλη.

Συστάσεις πολιτικής στο πλαίσιο της επίμονα υψηλής αβεβαιότητας

Οι συστάσεις δημοσιονομικής πολιτικής, όπως εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο, εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια προκειμένου να ανταποκρίνονται στο μεταβαλλόμενο οικονομικό πλαίσιο. Η συντονισμένη δράση πολιτικής που αναλήφθηκε σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο έχει αμβλύνει τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 στις οικονομίες των κρατών μελών και ανοίξει τον δρόμο για ισχυρή ανάκαμψη. Απέναντι στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η ευρωπαϊκή οικονομία κατάφερε να περιορίσει τον δυσμενή αντίκτυπο του πολέμου, αντιμετωπίζοντας την ενεργειακή κρίση χάρη στην ταχεία διαφοροποίηση του εφοδιασμού και τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης αερίου.

Η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής 8 του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τον Μάρτιο του 2020 κατέστησε δυνατή τη μεγάλης κλίμακας δημοσιονομική στήριξη σε όλα τα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Η ρήτρα επέτρεψε στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την κατάλληλη αντιμετώπιση της κρίσης, παρεκκλίνοντας από ορισμένες δημοσιονομικές απαιτήσεις που θα ίσχυαν κανονικά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Το 2020 και το 2021 η συντονισμένη δράση πολιτικής μετρίασε επιτυχώς τον μακροοικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19. Το 2022 η δημοσιονομική πολιτική μετρίασε επίσης τον κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο της αιφνίδιας αύξησης των τιμών της ενέργειας και επέτρεψε την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε όσους εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2023 και την απενεργοποίησή της από το τέλος του 2023 9 .

10 Στις 20 Ιουλίου 2020 το Συμβούλιο συνέστησε στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν όλα τα αναγκαία μέτρα το 2020 και 2021 για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πανδημία COVID-19 και να στηρίξουν την οικονομία και την ανάκαμψη που θα ακολουθήσει. Επίσης, συνέστησε στα κράτη μέλη, όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, να επιδιώξουν την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, με παράλληλη ενίσχυση των επενδύσεων.

11 12 Έναν χρόνο αργότερα, στις 18 Ιουνίου 2021, το Συμβούλιο ενέκρινε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις δημοσιονομικής πολιτικής στις συστάσεις για το 2022: από τα κράτη μέλη με χαμηλό και μεσαίο δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ ζητήθηκε να ακολουθήσουν ή να διατηρήσουν υποστηρικτικό δημοσιονομικό προσανατολισμό, ενώ από τα κράτη μέλη με υψηλό δείκτη χρέους ζητήθηκε να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) για τη χρηματοδότηση πρόσθετων επενδύσεων για τη στήριξη της ανάκαμψης, ενώ παράλληλα να ακολουθούν συνετή δημοσιονομική πολιτική. Έγινε σύσταση σε όλα τα κράτη μέλη να διατηρήσουν τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις. Σε παρόμοιο πνεύμα, η σύσταση του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2022, σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ ζήτησε να διατηρηθεί ένας συγκρατημένα υποστηρικτικός δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, λαμβανομένων υπόψη τόσο των εθνικών προϋπολογισμών όσο και της χρηματοδότησης που παρέχεται από τον ΜΑΑ. Για τις δημοσιονομικές πολιτικές συστάθηκε να διαφοροποιούνται λαμβανομένης υπόψη της ισχύος της ανάκαμψης, της ανάγκης για διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της ενίσχυσης των επενδύσεων και λαμβανομένης παράλληλα υπόψη της ανάγκης μείωσης των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών μελών.

Πίνακας 1: Θέση των κρατών μελών έναντι των τιμών αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη για το έλλειμμα και το χρέος

Πραγματικό έλλειμμα 
που δεν υπερβαίνει () / υπερβαίνει () 
3 % του ΑΕΠ το 2022

Προβλεπόμενο έλλειμμα 
που δεν υπερβαίνει () / υπερβαίνει () 
3 % του ΑΕΠ το 2023

Δείκτης χρέους που δεν υπερβαίνει () το 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 () / που υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, αλλά τηρουμένης της τιμής αναφοράς για τη μείωση του χρέους / 
μη τηρουμένης της τιμής αναφοράς για τη μείωση του χρέους ()

Βέλγιο

Βουλγαρία

✓✓

Τσεχία

✓✓

Γερμανία

Εσθονία

✓✓

Ισπανία

Γαλλία

Ιταλία

Λετονία

✓✓

Ουγγαρία

Μάλτα

✓✓

Αυστρία

Πολωνία

✓✓

Σλοβενία

Σλοβακία

✓✓

Φινλανδία

π.υ.: κράτη μέλη που δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση

 

Δανία

✓✓

Ιρλανδία

✓✓

Ελλάδα

Κροατία

Κύπρος

Λιθουανία

✓✓

Λουξεμβούργο

✓✓

Κάτω Χώρες

✓✓

Πορτογαλία

Σουηδία

✓✓

Ρουμανία*

✓✓

(*) Σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2020.

Πηγή: Eurostat, εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής και προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης 2023.

13 Στις 12 Ιουλίου 2022 το Συμβούλιο ενέκρινε εκ νέου διαφοροποιημένες κατευθύνσεις δημοσιονομικής πολιτικής για το 2023. Από τα κράτη μέλη με χαμηλό και μεσαίο δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ ζητήθηκε να διασφαλίσουν ότι η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών ήταν ευθυγραμμισμένη με έναν συνολικά ουδέτερο προσανατολισμό πολιτικής. Στα κράτη μέλη με υψηλό δείκτη χρέους απευθύνθηκε η σύσταση να εξασφαλίσουν την άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, περιορίζοντας την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών κάτω από τη μεσοπρόθεσμη αύξηση του δυνητικού προϊόντος. Μετά το 2023, τα τελευταία κλήθηκαν να εξασφαλίσουν αξιόπιστη και σταδιακή μείωση του χρέους μέσω σταδιακής εξυγίανσης, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων. Έγινε σύσταση σε όλα τα κράτη μέλη να είναι έτοιμα να προσαρμόσουν τις τρέχουσες δαπάνες στην εξελισσόμενη κατάσταση, να επεκτείνουν τις δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και για την ενεργειακή ασφάλεια, και να επιτύχουν συνετές μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές θέσεις μετά το 2023.

14 Στις 16 Μαΐου 2023 η σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ ζήτησε την αποφυγή της παροχής ευρείας στήριξης για τη συνολική ζήτηση και την καλύτερη στόχευση των δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας στα ευάλωτα νοικοκυριά και τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Ζητήθηκε από τα κράτη μέλη να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους και να διευκολύνουν το καθήκον της νομισματικής πολιτικής να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2 % της ΕΚΤ. Στη σύσταση ζητήθηκε να καθοριστούν κατάλληλα διαφοροποιημένες μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές στρατηγικές, μέσω σταδιακής και βιώσιμης εξυγίανσης, καθώς και μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, για την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αυξήσουν το αναπτυξιακό δυναμικό των οικονομιών τους, να διατηρήσουν υψηλό επίπεδο δημόσιων επενδύσεων και να προωθήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τόνωση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας και τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.

Στην ανακοίνωσή της, της 8ης Μαρτίου 2023, σχετικά με τις κατευθύνσεις δημοσιονομικής πολιτικής για το 2024, 15 η Επιτροπή ανακοίνωσε ήδη ότι δεν θα προτείνει την κίνηση νέων διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος την άνοιξη του 2023, λαμβάνοντας υπόψη την εμμένουσα υψηλή αβεβαιότητα για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές στην παρούσα συγκυρία.

Η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος στη βάση του ελλείμματος την άνοιξη του 2024, βάσει των απολογιστικών στοιχείων του 2023.



2.Κριτήριο του ελλείμματος

Το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Λετονία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Αυστρία, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία υπερέβησαν την τιμή αναφοράς του ελλείμματος το 2022, ή σχεδιάζουν να την υπερβούν το 2023.

Για όλα αυτά τα κράτη μέλη, τα πραγματικά ελλείμματα που υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς το 2022 ή οι προβλεπόμενες υπερβάσεις το 2023 αποτελούν εξαίρεση. Το 2022 τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη για να μετριάσουν τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο των τιμών της ενέργειας και να παράσχουν ανθρωπιστική βοήθεια σε όσους εγκαταλείπουν την Ουκρανία μετά την εισβολή της Ρωσίας συνέβαλαν στα υψηλότερα ελλείμματα. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας και η ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούν ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου των κρατών μελών και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη δημοσιονομική τους κατάσταση. Ενώ το κόστος των προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης για τη νόσο COVID-19 μειώθηκε το 2022, το κόστος των μέτρων αυτών παρέμεινε σημαντικό σε πολλά κράτη μέλη και ο αντίκτυπος της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας που προκλήθηκε από την έξαρση της πανδημίας COVID-19 εξακολουθούσε να είναι ορατός στα δημόσια οικονομικά των περισσότερων κρατών μελών.

Τα δημοσιονομικά ελλείμματα ήταν υψηλότερα και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς το 2022 στο Βέλγιο, την Τσεχία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα και την Πολωνία (βλέπε πίνακα 2).

Στην Αυστρία, το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβαινε ελαφρώς την τιμή αναφοράς το 2022 και προβλέπεται στο πρόγραμμα σταθερότητας να υπερβεί ελαφρώς την τιμή αναφοράς το 2023, ενώ οι προβλέψεις της Επιτροπής προβλέπουν ακόμη και έλλειμμα κάτω του 3 % του ΑΕΠ.

Η Βουλγαρία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Σλοβενία και η Σλοβακία είχαν δημοσιονομικά ελλείμματα που δεν υπερέβαιναν την τιμή αναφοράς της Συνθήκης το 2022, αναφέρουν όμως προβλεπόμενα ελλείμματα υψηλότερα και όχι πλησίον του 3 % του ΑΕΠ το 2023. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις προβλέψεις της Επιτροπής στην περίπτωση της Βουλγαρίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας. Για τη Γερμανία, οι προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν τον λόγο του ελλείμματος κάτω του 3 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ για την Εσθονία οι προβλέψεις της Επιτροπής αφορούν έλλειμμα που υπερβαίνει ελαφρώς την τιμή αναφοράς.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην Τσεχία, τη Γερμανία, την Εσθονία, τη Λετονία, την Αυστρία και τη Σλοβενία προβλέπεται να μην υπερβούν το 3 % του ΑΕΠ το 2024. Ως εκ τούτου, τα ελλείμματα που υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς αναμένεται να είναι προσωρινά. Αυτές οι προβλέψεις για το έλλειμμα για το 2024 βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής.

Συνολικά, από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι το κριτήριο του ελλείμματος δεν πληρούται από 14 κράτη μέλη πριν από την εξέταση των σχετικών παραγόντων: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακία. Αντίθετα, το κριτήριο του ελλείμματος τηρείται από την Αυστρία, διότι η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι έκτακτη και προσωρινή και το έλλειμμα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς.

Πίνακας 2: Ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης

Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2019

2020

2021

2022

ΠΣΣ 2023

2023

2024

Βέλγιο

– 2,0

– 9,0

– 5,5

– 3,9

– 5,1

– 5,0

– 4,7

Βουλγαρία

2,1

– 3,8

– 3,9

– 2,8

– 6,1

– 4,8

– 4,8

Τσεχία

0,3

– 5,8

– 5,1

– 3,6

– 3,5

– 3,6

– 3,0

Γερμανία

1,5

– 4,3

– 3,7

– 2,6

– 4 ¼

– 2,3

– 1,2

Εσθονία

0,1

– 5,5

– 2,4

– 0,9

– 4,3

– 3,1

– 2,7

Ισπανία

– 3,1

– 10,1

– 6,9

– 4,8

– 3,9

– 4,1

– 3,3

Γαλλία

– 3,1

– 9,0

– 6,5

– 4,7

– 4,9

– 4,7

– 4,3

Ιταλία

– 1,5

– 9,7

– 9,0

– 8,0

– 4,5

– 4,5

– 3,7

Λετονία

– 0,6

– 4,4

– 7,1

– 4,4

– 4,0

– 3,8

– 2,7

Ουγγαρία

– 2,0

– 7,5

– 7,1

– 6,2

– 3,9

– 4,0

– 4,4

Μάλτα

0,5

– 9,7

– 7,8

– 5,8

– 5,0

– 5,1

– 4,5

Αυστρία

0,6

– 8,0

– 5,8

– 3,2

– 3,2

– 2,4

– 1,3

Πολωνία

– 0,7

– 6,9

– 1,8

– 3,7

– 4,7

– 5,0

– 3,7

Σλοβενία

0,7

– 7,7

– 4,6

– 3,0

– 4,1

– 3,7

– 2,9

Σλοβακία

– 1,2

– 5,4

– 5,4

– 2,0

– 6,3

– 6,1

– 4,8

Φινλανδία

– 0,9

– 5,6

– 2,8

– 0,9

– 2,6

– 2,6

– 2,6

π.υ.: κράτη μέλη που δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση

 

 

 

Δανία

4,1

0,2

3,6

3,3

Ά.Α.

2,3

1,3

Ιρλανδία

0,5

– 5,0

– 1,6

1,6

1,8

1,7

2,2

Ελλάδα

0,9

– 9,7

– 7,1

– 2,3

– 1,8

– 1,3

– 0,6

Κροατία

0,2

– 7,3

– 2,5

0,4

– 0,7

– 0,5

– 1,3

Κύπρος

1,3

– 5,8

– 2,0

2,1

2,0

1,8

2,1

Λιθουανία

0,5

– 6,5

– 1,2

– 0,6

– 2,2

– 1,7

– 1,4

Λουξεμβούργο

2,2

– 3,4

0,7

0,2

– 1,5

– 1,7

– 1,5

Κάτω Χώρες

1,8

– 3,7

– 2,4

0,0

– 3,0

– 2,1

– 1,7

Πορτογαλία

0,1

– 5,8

– 2,9

– 0,4

– 0,4

– 0,1

– 0,1

Σουηδία

0,6

– 2,8

0,0

0,7

– 0,4

– 0,9

– 0,5

Ρουμανία*

– 4,3

– 9,2

– 7,1

– 6,2

– 4,4

– 4,7

– 4,4

(*) Σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2020.

Πηγή: Eurostat, προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών μελών (ΠΣΣ 2023) και εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2023. 

3.Κριτήριο του χρέους

Από τις χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης στα τέλη του 2022 υπερέβαινε το 60 % του ΑΕΠ σε εννέα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία, Αυστρία, Σλοβενία και Φινλανδία (βλ. πίνακα 3) 16 . Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ο δείκτης του δημόσιου χρέους μειώθηκε σε όλα αυτά τα κράτη μέλη εκτός από τη Φινλανδία.

Πίνακας 3: Χρέος της γενικής κυβέρνησης

Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2019

2020

2021

2022

2023

2024

Βέλγιο

97,6

112,0

109,1

105,1

106,0

107,3

Βουλγαρία

20,0

24,5

23,9

22,9

25,0

28,1

Τσεχία

30,0

37,7

42,0

44,1

42,9

43,1

Γερμανία

59,6

68,7

69,3

66,3

65,2

64,1

Εσθονία

8,5

18,5

17,6

18,4

19,5

21,3

Ισπανία

98,2

120,4

118,3

113,2

110,6

109,1

Γαλλία

97,4

114,6

112,9

111,6

109,6

109,5

Ιταλία

134,1

154,9

149,9

144,4

140,4

140,3

Λετονία

36,5

42,0

43,7

40,8

39,8

40,5

Ουγγαρία

65,3

79,3

76,6

73,3

70,7

71,1

Μάλτα

40,3

52,9

55,1

53,4

54,8

56,1

Αυστρία

70,6

82,9

82,3

78,4

75,4

72,7

Πολωνία

45,7

57,2

53,6

49,1

50,5

53,0

Σλοβενία

65,4

79,6

74,5

69,9

69,1

66,6

Σλοβακία

48,0

58,9

61,0

57,8

58,3

58,7

Φινλανδία

64,9

74,7

72,6

73,0

73,9

76,2

π.υ.: κράτη μέλη που δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση

 

 

Δανία

33,7

42,2

36,7

30,1

30,1

28,8

Ιρλανδία

57,0

58,4

55,4

44,7

40,4

38,3

Ελλάδα

180,6

206,3

194,6

171,3

160,2

154,4

Κροατία

71,0

87,0

78,4

68,4

63,0

61,8

Κύπρος

90,8

113,8

101,2

86,5

80,4

72,5

Λιθουανία

35,8

46,3

43,7

38,4

37,1

36,6

Λουξεμβούργο

22,4

24,5

24,5

24,6

25,9

27,0

Κάτω Χώρες

48,5

54,7

52,5

51,0

49,3

48,8

Πορτογαλία

116,6

134,9

125,4

113,9

106,2

103,1

Σουηδία

35,5

39,8

36,5

33,0

31,4

30,7

Ρουμανία*

35,1

46,9

48,6

47,3

45,6

46,1

(*) Σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2020.

Πηγή: Eurostat και εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής. 

Τα στοιχεία δείχνουν ότι, το 2022, με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους συμμορφώθηκε το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Σλοβενία (βλέπε πίνακα 4). Δεν συμμορφώθηκε η Γαλλία, η Ιταλία και η Φινλανδία. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της 2ας Μαρτίου 2022 και σύμφωνα με την έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 του προηγούμενου έτους, η Επιτροπή εξετάζει, στο πλαίσιο της αξιολόγησης όλων των σχετικών παραγόντων, αν η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους θα μπορούσε να απαιτεί ενδεχομένως υπερβολικά απαιτητική εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσπάθεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους δεν κρίνεται αναγκαία υπό τις οικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν.

Εν κατακλείδι, από την ανάλυση προκύπτει ότι, μεταξύ των κρατών μελών που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, το κριτήριο του χρέους πληρούται από το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Σλοβενία, ενώ δεν φαίνεται να έχει εκπληρωθεί, πριν από την εξέταση των σχετικών παραγόντων, από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Φινλανδία.

Πίνακας 4: Απόκλιση από την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους*

Αρνητική απόκλιση σημαίνει συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους

Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2021

2022

2023π

2024π

Βέλγιο

2,0

– 0,7

2,0

5,1

Γερμανία

– 2,0

– 2,1

– 2,0

– 2,1

Ισπανία

α/ν

– 6,2

– 1,1

0,4

Γαλλία

1,7

1,4

1,7

3,2

Ιταλία

– 0,5

1,8

– 0,5

3,8

Ουγγαρία

– 4,0

– 3,3

– 4,0

– 2,5

Αυστρία

– 3,7

– 4,1

– 3,7

– 4,1

Σλοβενία

– 3,9

– 3,4

– 3,9

– 3,4

Φινλανδία

1,8

0,4

1,4

1,4

π.υ.: κράτη μέλη που δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση

Ελλάδα

– 17,3

– 10,4

– 17,3

– 9,3

Κροατία

– 12,9

– 8,7

– 12,9

– 6,9

Κύπρος

– 15,8

– 13,8

– 15,8

– 13,8

Πορτογαλία

– 11,9

– 11,4

– 11,9

– 6,4

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής και υπολογισμοί της Επιτροπής.

π: προβλέψεις

* Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, ο δείκτης του δημόσιου χρέους θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ με ικανοποιητικό ρυθμό, αν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία με μέσο ρυθμό τουλάχιστον ένα εικοστό ετησίως. Η απαίτηση θεωρείται επίσης ότι πληρούται, αν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν ότι η απαιτούμενη μείωση της διαφοράς θα σημειωθεί στη διάρκεια της τριετίας, η οποία περιλαμβάνει τη διετία που ακολουθεί μετά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Κατά την εφαρμογή της τιμής αναφοράς προσαρμογής του λόγου χρέους λαμβάνεται επίσης υπόψη η επιρροή του επιχειρηματικού κύκλου στον ρυθμό μείωσης του χρέους.

Η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους, για τα κράτη μέλη με χρέος άνω του 60 % του ΑΕΠ, υπολογίζεται σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών, βάσει διαφόρων επιλογών: αναδρομική προβολή, μελλοντική προβολή και προσαρμοσμένη για τον κύκλο (βλ. οδηγό για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης — έκδοση 2019, European Economy-Institutional Papers, 101) . Ο πίνακας δείχνει την ελάχιστη διαφορά μεταξύ του (πραγματικού και κυκλικά προσαρμοσμένου) δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ και της (αναδρομικής και μελλοντικής προβολής) τιμής αναφοράς για το χρέος. Αν η αξία είναι αρνητική, η προβολή δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ συμμορφώνεται με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε σε ορίζοντα τριετίας (βάσει μελλοντικής ή αναδρομικής προβολής) κατά μέσο ποσοστό της τάξης τουλάχιστον του 1/20.

4.Σχετικοί παράγοντες κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με τα κριτήρια για το έλλειμμα και το χρέος

Το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης ορίζει ότι η έκθεση αυτή πρέπει να «λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους μέλους». Οι παράγοντες αυτοί διευκρινίζονται περαιτέρω στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, το οποίο ορίζει επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη «οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και τον οποίον το κράτος μέλος έχει προτείνει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή». Ειδικότερα, στο εν λόγω άρθρο αναφέρεται ότι η μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους μπορεί επίσης να θεωρείται σχετικός παράγοντας.

Ως εκ τούτου, επιπλέον των σχετικών παραγόντων μεταξύ χωρών (τμήμα 4.1), εξετάζονται και οι ειδικοί ανά χώρα σχετικοί παράγοντες (τμήμα 4.2). Στους τελευταίους περιλαμβάνονται η μεσοπρόθεσμη οικονομική θέση, η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων επενδύσεων), η μεσοπρόθεσμη θέση όσον αφορά το χρέος, είτε το κράτος μέλος αντιμετωπίζει μακροοικονομικές ανισορροπίες είτε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, 17  καθώς και άλλοι σχετικοί παράγοντες που προβάλλουν τα κράτη μέλη.

Όπως ήδη εξηγείται στο πλαίσιο του 1 και ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, όσον αφορά τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος, οι σχετικοί παράγοντες είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη κατά τα στάδια πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, αλλά μόνο αν:

a)ο δείκτης του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60 %, ή

b)την υπερβαίνει αλλά πληρούνται δύο προϋποθέσεις — δηλαδή το έλλειμμα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.

Από τα κράτη μέλη που υπερέβησαν την τιμή αναφοράς του ελλείμματος το 2022, ή σχεδιάζουν να υπερβούν την τιμή αυτή το 2023, ο δείκτης χρέους δεν υπερέβη την τιμή αναφοράς του 60 % στην περίπτωση επτά κρατών μελών: Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Λετονία, Μάλτα, Πολωνία και Σλοβακία. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί παράγοντες είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη για τα εν λόγω επτά κράτη μέλη.

Στα υπόλοιπα οκτώ κράτη μέλη που υπερβαίνουν ή σχεδιάζουν να υπερβούν την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ για το έλλειμμα —δηλαδή το Βέλγιο, η Γερμανία 18 , η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Σλοβενία— η διπλή προϋπόθεση που απαιτείται για να ληφθούν υπόψη οι σχετικοί παράγοντες (εγγύτητα και προσωρινότητα) πληρούται μόνο στην Αυστρία, οπότε οι σχετικοί παράγοντες είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη και για την Αυστρία.

Όπως έχει ήδη εξηγηθεί στο πλαίσιο του 1 και διευκρινίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, όσον αφορά τη συμμόρφωση με το κριτήριο του χρέους, οι σχετικοί παράγοντες λαμβάνονται πάντοτε υπόψη.

Οι σχετικοί παράγοντες εξετάζονται παρακάτω ακόμη και για χώρες στις οποίες δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη κατά τα στάδια πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος.

4.1.Σχετικοί παράγοντες μεταξύ χωρών

Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ έχει πληγεί από μια σειρά αρνητικών κλυδωνισμών. Ένας βασικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για όλα τα κράτη μέλη που καλύπτονται στην παρούσα έκθεση είναι ο μακροοικονομικός αντίκτυπος της αύξησης των τιμών της ενέργειας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο πόλεμος οδήγησε σε εξαιρετική οικονομική αβεβαιότητα το 2022 και το 2023. Η ΕΕ συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον εκτεθειμένων οικονομιών, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της με τον πόλεμο και της μεγάλης εξάρτησής της από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αύξησε επίσης τις τιμές άλλων πρώτων υλών και τροφίμων και αύξησε τις διαταραχές του εφοδιασμού. Το 2022 ο κλυδωνισμός στους όρους του εμπορίου 19 πέρασε από την οικονομία, οδηγώντας, μεταξύ άλλων, στην απότομη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, η οποία άλλαξε δραματικά το αίσθημα των καταναλωτών. Τα κράτη μέλη θέσπισαν σειρά δημοσιονομικών μέτρων για τον μετριασμό του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου της αύξησης των τιμών της ενέργειας, με σημαντική επίδραση στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης. Λόγω της ανάγκης για ταχεία απάντηση πολιτικής, πολλά από τα μέτρα αυτά δεν ήταν στοχευμένα και δεν διατηρούσαν το μήνυμα των τιμών. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων αυτών εκτιμάται σε 1,2 % του ΑΕΠ το 2022 και παρόμοιο ποσό το 2023 20 . Το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης επηρεάστηκε επίσης από το δημοσιονομικό κόστος της προσωρινής προστασίας εκτοπισθέντων ατόμων από την Ουκρανία, το οποίο εκτιμάται σε 0,1 % του ΑΕΠ το 2022 και το 2023. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ασκούν από κοινού πίεση στα δημόσια οικονομικά.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι διαταραχές αυτές σημειώθηκαν όταν η ευρωπαϊκή οικονομία ήταν ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τον οικονομικό και δημοσιονομικό αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19, και οι δείκτες δημόσιου χρέους αυξήθηκαν σημαντικά ως αποτέλεσμα της πανδημίας.

Ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένας ακόμη παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι μπορεί τελικά να επηρεάσει αρνητικά τα δημόσια οικονομικά μεσοπρόθεσμα. Το 2022 οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών προϊόντων τροφοδοτούσαν τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου διευρύνθηκε σε ολόκληρη την οικονομία. Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υψηλός το 2023. Βραχυπρόθεσμα, ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να βελτιώσει τους δημοσιονομικούς λογαριασμούς, αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα και μειώνοντας τους δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ. Ωστόσο, η βελτίωση αυτή θα μπορούσε να είναι βραχύβια, καθώς η αύξηση της είσπραξης φόρων εξασθενεί, τα στοιχεία δαπανών επηρεάζονται από το υψηλότερο επίπεδο των τιμών με χρονική υστέρηση και η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε μεγαλύτερη επιβάρυνση του χρέους με ταχύτητα που εξαρτάται από τη μέση ληκτότητα του χρέους. Επίσης, το γεγονός ότι ο πληθωρισμός οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε παράγοντες προσφοράς ευνοεί τα αιτήματα για αντισταθμιστικά μέτρα, τα οποία —αν δεν απευθύνονται στις πλέον ευπαθείς ομάδες— θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ευρεία δημοσιονομική στήριξη και σε μια υπερβολικά επεκτατική κατεύθυνση, καθιστώντας δυσκολότερο το καθήκον της κεντρικής τράπεζας να μειώσει τον πληθωρισμό και, τελικά, να συμβάλει σε αυστηρότερη νομισματική πολιτική, με τα επιτόκια να παραμένουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ο πόλεμος άλλαξε δραματικά την εικόνα, επιφέροντας νέες διαταραχές στον παγκόσμιο εφοδιασμό, εντείνοντας περαιτέρω τις πιέσεις στις τιμές των εμπορευμάτων και ενισχύοντας την αβεβαιότητα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην ΕΕ πρόκειται να μειωθεί από 3,5 % που εκτιμάτο το 2022 σε 1 % το 2023 και έπειτα να ανακάμψει στο 1,7 % το 2024. Παρά τη διεύρυνση των πιέσεων στις τιμές, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί από 9,2 % το 2022 σε 6,7 % το 2023 και σε 3,1 % το 2024.

Συνολικά, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός της δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ μετατρέπεται από υποστηρικτικός σε ελαφρώς συσταλτικός. Ο δημοσιονομικός προσανατολισμός 21 της ΕΕ στο σύνολό της —συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων δαπανών που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας 22 και άλλα κονδύλια της ΕΕ— εκτιμάται ότι ήταν ελαφρώς επεκτατικός κατά 1,9 % του ΑΕΠ το 2022, ενώ προβλέπεται να μετατραπεί σε ελαφρώς συσταλτικό κατά 0,4 % το 2023. Το 2022 το δημόσιο έλλειμμα για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ, συνολικά, μειώθηκε στο 3,4 % του ΑΕΠ και στο 3,6 %, αντίστοιχα (μείωση 1,5 περίπου εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ και στις δύο περιπτώσεις). Προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται, φθάνοντας στο 3,1 % και 3,2 % του ΑΕΠ το 2023 για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ συνολικά 23 . Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω το 2024 στο 2,4 % του ΑΕΠ.

Η μείωση του ελλείμματος το 2022 οφειλόταν κυρίως στην οικονομική ανάκαμψη και στη σταδιακή κατάργηση μεγάλου μέρους της στήριξης της πολιτικής διακριτικής ευχέρειας, που ενεργοποιήθηκε για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης της COVID-19. Επιπλέον, η εξέλιξη των εσόδων ήταν ευνοϊκή το 2022. Το 2023 η εξέλιξη του ελλείμματος μεταξύ των κρατών μελών που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση θα παρουσιάζει μεγαλύτερες αποκλίσεις, καθώς ο λόγος του ελλείμματος προβλέπεται να αυξηθεί για το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Εσθονία, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία, να παραμείνει σταθερός στην Τσεχία και τη Γαλλία και να μειωθεί στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Λετονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα και την Αυστρία.

Ακολουθώντας την πτωτική τάση του ελλείμματος και την οικονομική ανάκαμψη, το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί εντός του χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ συνολικά. Ο δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ στην ΕΕ μειώθηκε από 89,5 % το 2021 σε 85,3 % το 2022 (97,3 % και 93,2 % για τη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα) και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω σε 83,4 % και 82,6 % το 2023 και το 2024 (90,8 % και 89,9 % για τη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα). Όσον αφορά τα κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, ο δείκτης του δημόσιου χρέους δεν μειώθηκε το 2022 στην Εσθονία, στην Τσεχία και στη Φινλανδία.

4.2.Ειδικοί ανά χώρα σχετικοί παράγοντες

Στην παρούσα ενότητα γίνεται εκτίμηση των ειδικών, ανά χώρα, σχετικών παραγόντων. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται οι μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές προοπτικές, η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων επενδύσεων· βλέπε πίνακα 5), η μεσοπρόθεσμη θέση του χρέους, είτε το κράτος μέλος αντιμετωπίζει μακροοικονομικές ανισορροπίες είτε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, καθώς και τυχόν άλλοι σχετικοί παράγοντες που προτείνουν τα κράτη μέλη.

Πίνακας 5: Δημόσιες επενδύσεις

Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2019

2020

2021

2022

2023

2024

Βέλγιο

2,6

2,7

2,7

2,7

2,9

3,1

Βουλγαρία

3,3

3,3

2,6

3,0

3,8

3,0

Τσεχία

4,4

4,8

4,7

4,6

4,7

4,3

Γερμανία

2,4

2,7

2,6

2,6

2,7

2,9

Εσθονία

5,0

5,7

5,6

5,2

5,0

4,8

Ισπανία

2,2

2,6

2,7

2,8

2,9

2,9

Γαλλία

3,7

3,7

3,6

3,7

3,7

3,8

Ιταλία

2,3

2,6

2,9

2,7

3,1

3,5

Λετονία

5,1

5,7

5,2

3,8

5,5

6,1

Ουγγαρία

6,3

6,5

6,3

5,3

5,3

5,1

Μάλτα

3,8

4,2

3,8

3,3

3,8

3,1

Αυστρία

3,1

3,3

3,6

3,3

3,4

3,3

Πολωνία

4,3

4,5

4,1

4,0

4,1

4,2

Σλοβενία

3,8

4,1

4,7

5,2

6,1

5,0

Σλοβακία

3,6

3,4

3,1

3,3

4,9

4,1

Φινλανδία

4,4

4,8

4,2

4,1

4,5

4,4

π.υ.: κράτη μέλη που δεν εξετάζονται στην παρούσα έκθεση

 

 

Δανία

3,2

3,6

3,4

3,1

3,3

3,2

Ιρλανδία

2,3

2,3

2,0

2,0

2,0

2,0

Ελλάδα

2,5

3,1

3,6

3,5

3,9

4,6

Κροατία

4,3

5,5

4,7

3,8

4,7

4,6

Κύπρος

2,5

2,8

2,7

2,6

3,0

2,8

Λιθουανία

3,1

4,4

3,1

3,0

3,6

3,6

Λουξεμβούργο

4,1

4,7

4,1

4,1

4,3

4,3

Κάτω Χώρες

3,4

3,7

3,4

3,2

3,3

3,3

Πορτογαλία

1,8

2,3

2,6

2,5

3,1

3,2

Σουηδία

4,9

5,0

4,8

4,9

4,9

4,8

Ρουμανία*

3,5

4,6

4,2

4,2

5,2

4,4

(*) Σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2020.

Πηγή: Eurostat και εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής. 

Παρότι οι ειδικές, ανά χώρα, ενότητες, περιλαμβάνουν βασικές πληροφορίες για τη μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση, για παράδειγμα σχετικά με τις συνεισφορές στην ανάπτυξη και στη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση και στη μεσοπρόθεσμη θέση όσον αφορά το χρέος, περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παρέχονται στις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα δημοσιονομικά μέτρα, τον δημοσιονομικό προσανατολισμό 24 και την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους που εξετάζονται κατωτέρω για κάθε κράτος μέλος περιλαμβάνονται στις συστάσεις της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για την έκδοση συστάσεων προς παροχή γνώμης σχετικά με τα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης 2023 και στους συνοδευτικούς δημοσιονομικούς στατιστικούς πίνακες, καθώς και στις ανά χώρα εκθέσεις του 2023.  25  

4.2.1.Βέλγιο

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5,4 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 6,3 % το 2021 και κατά 3,2 % το 2022. Η οικονομία αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη κατά 1,2 % το 2023 και κατά 1,4 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 9 % το 2020 σε 5,5 % του ΑΕΠ το 2021 και 3,9 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα διευρυνθεί στο 5 % και 4,7 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά την αύξηση σε 2,7 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις παρέμειναν σταθερές το 2021 και το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν σε 2,9 % του ΑΕΠ το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 2 % του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, το Βέλγιο συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις χρηματοδοτούμενες από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ). Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2022 (0,2 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, το Βέλγιο διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 1,9 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Η σημαντική επεκτατική συμβολή των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών οφειλόταν μονάχα εν μέρει στα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου της αύξησης των τιμών της ενέργειας, καθώς και στο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία. Ως εκ τούτου, το Βέλγιο δεν περιόρισε επαρκώς την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 1,1 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,7 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,1 % του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών καθ’ υπέρβαση της μεσοπρόθεσμης αύξησης του δυνητικού προϊόντος δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται επίσης στις μόνιμες αυξήσεις των μισθών και των κοινωνικών παροχών του δημόσιου τομέα (λόγω της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών παροχών), στη διαρθρωτική αύξηση των τρεχουσών δαπανών λόγω της δημογραφικής γήρανσης και στη μεταρρύθμιση της φορολογίας των ενεργειακών συμβάσεων κατοικίας, καθώς και στην προσωρινή μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των επιχειρήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 0,3 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 97,6 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 112 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 105,1 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 106 % και 107,3 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα αυξάνεται συνεχώς φθάνοντας γύρω στο 126 % του ΑΕΠ το 2033. Η πορεία του χρέους βάσης είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, είναι πιθανόν ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Από τη μια πλευρά, οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, το μερίδιο του βραχυπρόθεσμου χρέους, τις υψηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, το μεγάλο ποσοστό δημόσιου χρέους που διακρατείται από μη κατοίκους, αλλά και την έλλειψη δημοσιονομικού συντονισμού μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών επιπέδων, καθώς πολλές από τις ομόσπονδες οντότητες εμφανίζουν συγκεκριμένες ευπάθειες. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνεται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτρέπει τη σταδιακή μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στο βάρος του χρέους, αφού επωφελείται από το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για μακροχρόνιες, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη επενδυτική βάση), και το δημόσιο χρέος είναι πλήρως εκφρασμένο σε ευρώ. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NextGenerationEU (NGEU) / του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023 το Βέλγιο παρείχε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα ένα κυβερνητικό έργο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος φορολογίας και παροχών με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας, ενισχύοντας έτσι τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (όπως προβλέπεται στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, ΣΑΑ) για τη βελτίωση της οικονομικής βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, διάφορες πρωτοβουλίες για την προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, την υλοποίηση επανεξετάσεων των δαπανών, καθώς και τη δέσμευση για επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων για την επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης (μεταξύ άλλων μέσω της υλοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας).

4.2.2.Βουλγαρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 7,6 % το 2021 και κατά 3,4 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5 % το 2023 και κατά 2,4 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική και τη δημόσια κατανάλωση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα επέστρεψε στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξήθηκε από 3,8 % το 2020 σε 3,9 % του ΑΕΠ το 2021, πριν πέσει στο 2,8 % το 2022. Προβλέπεται να ανέλθει στο 4,8 % του ΑΕΠ τόσο το 2023 όσο και το 2024. Η προβολή αυτή λαμβάνει υπόψη το σχέδιο προϋπολογισμού της Βουλγαρίας για το 2023 και τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική της, οι οποίες περιλαμβάνουν βασικό δημοσιονομικό πρόγραμμα με παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής, το οποίο βασίζεται σε μέτρα που έχουν νομοθετηθεί κατά τα προηγούμενα έτη, όπως αυξήσεις μισθών και συντάξεων και μειώσεις ορισμένων φόρων. Τα έγγραφα αυτά δεν έχουν ακόμη εγκριθεί από το Κοινοβούλιο. Οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν από 3,3 % το 2020 σε 2,6 % του ΑΕΠ το 2021, πριν αυξηθούν σε 3 % το 2022, και ήταν μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2022.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 1,2 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Βουλγαρία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,8 % του ΑΕΠ το 2022 (0,9 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,5 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Βουλγαρία διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,8 εκατοστιαίων μονάδων στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 0,9 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Βουλγαρία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός στο – 3,1 % του ΑΕΠ, σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 1,9 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. H επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται σε στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Η Βουλγαρία προβλέπεται να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, και να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,9 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 20 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 24,5 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 22,9 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 25 % και 28,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Βουλγαρία στις 11 Μαΐου 2023. Οι βουλγαρικές αρχές ενημέρωσαν επίσης ότι, στο πλαίσιο των συζητήσεων που βρίσκονται υπό εξέλιξη σχετικά με το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2023, τα ηγετικά κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο δεσμεύτηκαν δημοσίως να μειώσουν το έλλειμμα στο 3 % του ΑΕΠ το 2023.

4.2.3.Τσεχία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5,5 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3,6 % το 2021 και κατά 2,5 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2 % το 2023 και κατά 2,6 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 5,8 % το 2020 σε 5,1 % του ΑΕΠ το 2021 και 3,6 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 3,6 % και 3 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 4,8 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 4,7 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 4,6 % το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν στο 4,7 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2022 και το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν, σε γενικές γραμμές, ουδέτερος, ανερχόμενος σε – 0,1 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Τσεχία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη, μεταξύ άλλων, με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,1 % του ΑΕΠ το 2022 (1,1 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε συσταλτική συμβολή ύψους 0,3 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Τσεχία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+1,4 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 1,2 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,1 % του ΑΕΠ. Περιλαμβάνεται επίσης το χαμηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,1 % του ΑΕΠ). Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,6 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,5 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Τσεχία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 30 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 37,7 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 44,1 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 42,9 % και 43,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Διαπιστώνεται ότι η Τσεχία δεν αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα των τιμών και τις τιμές των κατοικιών, αλλά φαίνονται περιορισμένες στο μέλλον, καθώς το χρέος των νοικοκυριών είναι συγκρατημένο και ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί σημαντικά ταχύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Τσεχία στις 9 Μαΐου 2023.

4.2.4.Γερμανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 3,7 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,6 % το 2021 και κατά 1,8 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2 % το 2023 και κατά 1,4 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 4,3 % το 2020 σε 3,7 % του ΑΕΠ το 2021 και 2,6 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 2,3 % και 1,2 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά την αύξηση σε 2,7 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν σε 2,6 % του ΑΕΠ τόσο το 2021 όσο και το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν στο 2,7 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 2,7 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Γερμανία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις χρηματοδοτούμενες από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2022 (0,3 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Γερμανία σχεδιάζει να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 2,4 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,2 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,1 % του ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, οι μειώσεις της φορολογίας εισοδήματος μείωσαν τα κρατικά έσοδα και συνέβαλαν επίσης (0,1 % του ΑΕΠ) στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών. Η σημαντική επεκτατική συμβολή των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών οφειλόταν μονάχα εν μέρει στα μέτρα για την αντιμετώπιση του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου της αύξησης των τιμών της ενέργειας, καθώς και στο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, η Γερμανία δεν διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+0,5 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 0,3 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το αυξημένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,2 % του ΑΕΠ. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Γερμανία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 59,6 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 69,3 % στα τέλη του 2021. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 66,3 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 65,2 % και 64,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Η Γερμανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Το επίμονο μεγάλο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντικατοπτρίζει επίσης το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων σε σχέση με τις αποταμιεύσεις και έχει διασυνοριακό αντίκτυπο, έχει σταδιακά μειωθεί, πιο πρόσφατα εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, αλλά αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Γερμανία στις 9 Μαΐου 2023. Η Γερμανία επιβεβαίωσε επίσης ότι, με βάση την τρέχουσα τάση χαμηλότερων τιμών ενέργειας, το έλλειμμα του 2023 ενδέχεται να είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο στο πρόγραμμα σταθερότητας.

4.2.5.Εσθονία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 0,6 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8 % το 2021 και συστάλθηκε κατά 1,3 % το 2022. Αναμένεται να συσταλεί περαιτέρω κατά 0,4 % το 2023 και να επιστρέψει σε ανάπτυξη ύψους 3,1 % το 2024. Τα αποθέματα και οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν το 2023. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 5,5 % το 2020 σε 2,4 % του ΑΕΠ το 2021 και 0,9 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 3,1 % και 2,7 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 5,7 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 5,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 5,2 % το 2022. Προβλέπεται να μειωθούν περαιτέρω στο 5 % του ΑΕΠ το 2023 και να παραμείνουν μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2022 και το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν συσταλτικός, ανερχόμενος σε 1,3 % του ΑΕΠ, κάτι που ήταν κατάλληλο στο πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Εσθονία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,4 % του ΑΕΠ το 2022 (1,6 % του ΑΕΠ το 2021). Η μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 οφειλόταν στην ταχεία και απρόβλεπτη αύξηση των τιμών των κατασκευών. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,6 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Εσθονία δεν διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε συσταλτική συμβολή ύψους 0,8 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Εσθονία περιόρισε επαρκώς την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 0,8 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 1,2 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,1 % του ΑΕΠ. Περιλαμβάνεται επίσης το υψηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται κυρίως στις κοινωνικές δαπάνες, στους μισθούς του δημόσιου τομέα και στις δαπάνες για την εκπαίδευση και την άμυνα. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,8 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0.3 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Εσθονία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 8,5 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 18,5 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 18,4 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 19,5 % και 21,3 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Διαπιστώνεται ότι η Εσθονία δεν αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα και την εξέλιξη των τιμών των κατοικιών αυξήθηκαν πρόσφατα, αλλά συνολικά φαίνεται να είναι συγκρατημένες επί του παρόντος.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Εσθονία στις 5 Μαΐου 2023.

4.2.6.Ισπανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 11,3 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,5 % ετησίως τόσο το 2021 όσο και το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,9 % το 2023 και κατά 2,0 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές και, σε μικρότερο βαθμό, στις ιδιωτικές επενδύσεις. Το 2023 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 10,1 % το 2020 σε 6,9 % του ΑΕΠ το 2021 και 4,8 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 4,1 % και 3,3 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά την αύξηση σε 2,6 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν περαιτέρω στο 2,7 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 2,8 % το 2022. Το ποσοστό προβλέπεται να ανέλθει στο 2,9 % το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 2,5 % του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Ισπανία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,1 % του ΑΕΠ το 2022 (1,2 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,3 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Ισπανία σχεδιάζει να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 2,7 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,5 % του ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, οι υψηλότερες δαπάνες για ενδιάμεση κατανάλωση και κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος συνέβαλαν επίσης στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών. Ως εκ τούτου, η Ισπανία δεν περιόρισε επαρκώς την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός προβλέπεται να είναι επεκτατικός (– 0,3 % του ΑΕΠ). Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει, σε γενικές γραμμές, ουδέτερη συμβολή ύψους 0,2 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Συνολικά, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Η προβλεπόμενη, σε γενικές γραμμές, ουδέτερη συμβολή των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών οφείλεται, κατ’ ουσίαν, στο μειωμένο καθαρό κόστος των (στοχευμένων και μη στοχευμένων) μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ως απάντηση στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας (κατά 1,0 % του ΑΕΠ). Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είναι η αύξηση των κοινωνικών μεταβιβάσεων, η οποία οφείλεται στην υποχώρηση των συντάξεων στον προηγούμενο πληθωρισμό και στην αύξηση των δαπανών για ενδιάμεση κατανάλωση. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,6 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0.1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Ισπανία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 98,2 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 120,4 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 113,2 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 110,6 % και 109,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα μειωνόταν ελαφρά πριν να αυξηθεί ξανά φθάνοντας γύρω στο 106 % του ΑΕΠ το 2033. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, είναι πιθανόν ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Αφενός, οι παράγοντες αύξησης του κινδύνου συνδέονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων και το υψηλό επίπεδο του εξωτερικού και ιδιωτικού χρέους, τα οποία ενδέχεται να εντείνουν τον αρνητικό αντίκτυπο των αυστηρότερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών στη χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνεται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτρέπει τη σταδιακή μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στο βάρος του χρέους, αφού επωφελείται από το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για μακροχρόνιες, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης που χαρακτηρίζονται από μια κατά διαφοροποιημένη και μεγάλη επενδυτική βάση και το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το χρέος. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Η Ισπανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό ιδιωτικό, δημόσιο και εξωτερικό χρέος, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο, υποχωρούν αλλά εξακολουθούν να υφίστανται.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023, η Ισπανία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της ισπανικής οικονομίας που παράγει αποτελέσματα όσον αφορά τη συνεχή βελτίωση στα εξής: στα ποσοστά απασχόλησης (οι εγγραφές στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδό της), στην καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (και στον εξωτερικό τομέα γενικότερα, με πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για δέκατο συνεχές έτος) και στα δημόσια οικονομικά (με σημαντική αύξηση των δημόσιων εσόδων που υποστηρίζεται από σημαντικές αλλαγές συμπεριφοράς των οικονομικών παραγόντων και μέτρα που λαμβάνονται).

4.2.7.Γαλλία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 7,8 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 6,8 % το 2021 και κατά 2,6 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,7 % το 2023 και κατά 1,4 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τη δημόσια κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 9 % το 2020 σε 6,5 % του ΑΕΠ το 2021 και 4,7 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 4,7 % και 4,3 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού παρέμειναν στο 3,7 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν σε 3,6 % του ΑΕΠ το 2021 και επανήλθαν στο 3,7 % το 2022. Αναμένεται να παραμείνουν σταθερές το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 2,0 % του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Γαλλία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,6 % του ΑΕΠ το 2022 (0,7 % του ΑΕΠ το 2021). Η οριακή μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 οφειλόταν στην επίσπευση της εφαρμογής του σχεδίου κατά τα δύο πρώτα χρόνια του. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Γαλλία σχεδιάζει να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 1,7 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 0,8 % του ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων, οι κοινωνικές παροχές και οι μισθοί του δημοσίου συνέβαλαν επίσης (0,4 % του ΑΕΠ) στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών. Ως εκ τούτου, η Γαλλία δεν περιόρισε επαρκώς την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+0,5 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 0,6 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το αυξημένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,1 % του ΑΕΠ. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,4 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Γαλλία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ σχεδιάζει να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 97,4 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 114,6 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 111,6 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 109,6 % και 109,5 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθεί την επόμενη δεκαετία, φθάνοντας περίπου στο 125,6 % του ΑΕΠ το 2033. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, είναι πιθανόν ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Από τη μια πλευρά, οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, την αναμενόμενη αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών μεσοπρόθεσμα και τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής κατάπτωσης των κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους στη διάρκεια της κρίσης της COVID-19. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνεται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτρέπει τη σταδιακή μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στο βάρος του χρέους, αφού επωφελείται από το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για μακροχρόνιες, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη επενδυτική βάση). Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Η Γαλλία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ανταγωνιστικότητα και τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο, εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά έχουν παρουσιάσει ορισμένες ενδείξεις μείωσης.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023, η Γαλλία παρείχε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα τις επενδυτικές προσπάθειες που καταβάλλονται από το 2021 για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, επιπλέον των επιχορηγήσεων του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, καθώς και τη μείωση των φόρων παραγωγής για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

4.2.8.Ιταλία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 9 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 7 % το 2021 και κατά 3,7 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,2 % το 2023 και κατά 1,1 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 9,7 % το 2020 σε 9 % του ΑΕΠ το 2021 και 8 % το 2022. Τόσο τα επίπεδα του 2021 όσο και του 2022 περιλαμβάνουν τον επιβαρυντικό για το έλλειμμα αντίκτυπο της νέας στατιστικής μεταχείρισης ορισμένων πιστώσεων φόρου για την ανακαίνιση κατοικιών, οι οποίες καταγράφονται πλέον ως μεταβιβάσεις κεφαλαίου και συσσωρεύονται κυρίως για την περίοδο 2021-2022. Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται ότι θα είναι στο 4,5 % και 3,7 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά την αύξηση σε 2,6 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν σε 2,9 % του ΑΕΠ το 2021, πριν να μειωθούν στο 2,7 % το 2022. Προβλέπεται να μειωθούν σε 3,1 % του ΑΕΠ το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 3,2 % του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Ιταλία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,9 % του ΑΕΠ το 2022 (0,4 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Ιταλία σχεδιάζει να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 2,4 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 2,2 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Ιταλία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+2,6 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 0,9 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Η προβλεπόμενη συσταλτική συμβολή των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών οφείλεται, κατ’ ουσίαν, στη μείωση του κόστους (κατά 1,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) των μέτρων στήριξης (στοχευμένων και μη στοχευμένων) για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ως απάντηση στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είναι η αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών λόγω της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής προς τον πληθωρισμό του προηγούμενου έτους και οι πρόσφατα εγκριθείσες πρόσθετες περικοπές στη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας για τα άτομα με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,4 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0.1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Ιταλία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 134,1 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 154,9 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 144,4 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 140,4 % και 140,3 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα αυξάνεται συνεχώς φθάνοντας γύρω στο 156,5 % του ΑΕΠ το 2033. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Αφενός, οι παράγοντες αύξησης του κινδύνου συνδέονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, το μερίδιο του βραχυπρόθεσμου δημόσιου χρέους και τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής υλοποίησης κρατικών εγγυήσεων που σχετίζονται με την κρίση COVID-19. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνεται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτρέπει τη σταδιακή μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στο βάρος του χρέους, αφού επωφελείται από το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για μακροχρόνιες, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη επενδυτική βάση) και τη θετική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Η Ιταλία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες. Ενώ έχουν υπάρξει βελτιώσεις, οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και την ασθενή αύξηση της παραγωγικότητας, σε συνθήκες εύθραυστης αγοράς εργασίας και ορισμένων αδυναμιών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο, επιμένουν.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Ιταλία στις 11 Μαΐου 2023.

4.2.9.Λετονία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,3 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 4,3 % το 2021 και κατά 2,8 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,4 % το 2023 και κατά 2,8 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα, αφού αυξήθηκε από 4,4 % το 2020 σε 7,1 % του ΑΕΠ το 2021, μειώθηκε στο 4,4 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 3,8 % και 2,7 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 5,7 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 5,2 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 3,8 % το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν στο 5,5 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν ουδέτερος, κάτι που ήταν κατάλληλο στο πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Λετονία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,1 % του ΑΕΠ το 2022 (1,3 % του ΑΕΠ το 2021). Λόγω των περιορισμών ικανότητας και της αύξησης των τιμών των κατασκευών, ορισμένες επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 καθυστέρησαν, με αποτέλεσμα τη μικρή μείωση των δαπανών. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 1,2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Λετονία δεν διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε συσταλτική συμβολή ύψους 0,3 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Λετονία διατήρησε υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 0,9 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,5 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,4 % του ΑΕΠ. Περιλαμβάνεται επίσης το υψηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται στα μέτρα στο σκέλος των δαπανών που περιλαμβάνονται στη δέσμη του προϋπολογισμού του 2023, όπως η αύξηση των μισθών για τη διοίκηση και το ιατρικό προσωπικό, οι πρόσθετες τρέχουσες δαπάνες για τη χρηματοδότηση της ογκολογίας, της επιστήμης και της έρευνας και άλλες τρέχουσες δαπάνες διακριτικής ευχέρειας για την εθνική διοίκηση, καθώς και οι υψηλότερες δαπάνες για συντάξεις και επιδόματα. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 2,2 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 1.0 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Λετονία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ διατηρεί και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 36,5 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 42,0 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 40,8 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 39,8 % και 40,5 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Διαπιστώνεται ότι η Λετονία δεν αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με τον εξωτερικό δανεισμό και τη στέγαση παραμένουν ήπιες· οι κίνδυνοι για την ανταγωνιστικότητα είναι σημαντικοί, αλλά συνολικά φαίνεται να είναι περιορισμένοι στο εγγύς μέλλον.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Λετονία στις 8 Μαΐου 2023.

4.2.10.Ουγγαρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4,5 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 7,2 % το 2021 και κατά 4,6 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,5 % το 2023 και κατά 2,8 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 7,5 % το 2020 σε 7,1 % του ΑΕΠ το 2021 και 6,2 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 4 % και 4,4 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 6,5 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 6,3 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 5,3 % το 2022. Προβλέπεται να ανέλθουν στο 5,3 % του ΑΕΠ και το 2023, δηλαδή να είναι μεγαλύτερες από το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 0,4 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Ουγγαρία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,5 % του ΑΕΠ το 2022 (2,1 % του ΑΕΠ το 2021). Η μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 οφειλόταν στη χαμηλότερη απορρόφηση των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Ουγγαρία δεν διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε συσταλτική συμβολή ύψους 0,6 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Ουγγαρία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+4,2 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 2,2 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 2,3 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,6 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Ουγγαρία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, παρότι δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 65,3 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 79,3 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 73,3 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 70,7 % και 71,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα σταθεροποιηθεί συνολικά τα επόμενα πέντε χρόνια. Ωστόσο, από το 2027 ο δείκτης χρέους θα αρχίσει να αυξάνεται, φθάνοντας στο 72,5 % του ΑΕΠ το 2033. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Αφενός, οι παράγοντες αύξησης του κινδύνου συνδέονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ουγγαρίας, το αυξανόμενο μερίδιο του βραχυπρόθεσμου και εξωτερικού χρέους και τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής υλοποίησης κρατικών εγγυήσεων που σχετίζονται με την κρίση COVID-19. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνονται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια και οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης. Επιπλέον, τα μέτρα στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Η Ουγγαρία αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που συνδέονται με τις πολύ έντονες πιέσεις στις τιμές και τις ανάγκες εξωτερικής και κρατικής χρηματοδότησης έχουν αυξηθεί και είναι σημαντικές.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023 η Ουγγαρία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα ότι η Ουγγαρία αντιμετωπίζει αυξημένα ασφάλιστρα κινδύνου στις κεφαλαιαγορές λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με το πότε η Ουγγαρία θα πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση σε κονδύλια της ΕΕ.

4.2.11.Μάλτα

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 8,6 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 11,8 % το 2021 και κατά 6,9 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,9 % το 2023 και κατά 4,1 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2022 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 9,7 % το 2020 σε 7,8 % του ΑΕΠ το 2021 και 5,8 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 5,1 % και 4,5 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 4,2 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν στο 3,8 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 3,3 % το 2022. Προβλέπεται να ανέλθουν στο 3,8 % του ΑΕΠ το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν, σε γενικές γραμμές, ουδέτερος, ανερχόμενος σε – 0,2 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Μάλτα συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,9 % του ΑΕΠ το 2022 (1,1 % του ΑΕΠ το 2021). Η μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 οφειλόταν σε χαμηλότερη απορρόφηση άλλων ταμείων της ΕΕ. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Μάλτα δεν διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 0,9 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ωστόσο, αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,9 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Μάλτα διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+ 0,4 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 0,8 % του ΑΕΠ στον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,6 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,3 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Μάλτα σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, παρότι δεν προβλέπεται να διατηρήσει τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 40,3 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 52,9 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 53,4 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 54,8 % και 56,1 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 5 Μαΐου 2023 η Μάλτα υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα το κόστος που προέκυψε το 2022 σε σχέση με την αναδιάρθρωση της εθνικής αεροπορικής εταιρείας και την πρόωρη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων της.

4.2.12.Αυστρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 6,5 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 4,6 % το 2021 και κατά 5 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,4 % το 2023 και κατά 1,6 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 8 % το 2020 σε 5,8 % του ΑΕΠ το 2021 και 3,2 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 2,4 % και 1,3 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά την αύξηση σε 3,3 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν περαιτέρω σε 3,6 % του ΑΕΠ το 2021, πριν να πέσουν στο 3,3 % το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν στο 3,4 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα τόσο το 2022 όσο και το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 2,8 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα επίσης με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Αυστρία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2022 (0,2 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Αυστρία δεν διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 1,8 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,5 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,2 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Αυστρία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι συσταλτικός (+ 1,0 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) το 2023 προβλέπεται να έχει συσταλτική συμβολή ύψους 0,3 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτό περιλαμβάνει το αυξημένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,2 % του ΑΕΠ. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 0,3 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Αυστρία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ διατηρεί και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 70,6 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 82,9 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 78,4 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 75,4 % και 72,7 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Αυστρία στις 8 Μαΐου 2023.

4.2.13.Πολωνία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 6,9 % το 2021 και κατά 5,1 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,7 % το 2023 και κατά 2,7 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές και τις επενδύσεις. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 6,9 % το 2020 σε 1,8 % του ΑΕΠ το 2021, πριν αυξηθεί στο 3,7 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 5 % και 3,7 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 4,5 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις συστάλθηκαν στο 4,1 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 4 % το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν στο 4,1 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2021 και το 2022, αλλά όχι το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 3,0 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Πολωνία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,0 % του ΑΕΠ το 2022 (1,3 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Πολωνία διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 2,3 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,9 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,5 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Πολωνία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 0,8 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,8 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το αυξημένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,1 % του ΑΕΠ. Περιλαμβάνεται επίσης το χαμηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,2 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών οφείλεται σε μη στοχευμένα μέτρα στον τομέα της ενέργειας, σε υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα και την υγεία, καθώς και σε μόνιμες αυξήσεις των μισθών του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών παροχών. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 1,8 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν συσταλτική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0.2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Πολωνία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ δεν διατηρεί τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 45,7 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 57,2 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 49,1 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 50,5 % και 53 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023 η Πολωνία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα τη σημαντική αύξηση των δαπανών που επικεντρώθηκαν στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και στις επενδύσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο νόμος της 11ης Μαρτίου 2022 για την υπεράσπιση της πατρίδας αύξησε τις δαπάνες για την εθνική άμυνα από το προβλεπόμενο 2,2 % του ΑΕΠ το 2022 σε 3 % του ΑΕΠ το 2023. Λόγω της αύξησης των αμυντικών δαπανών και των επενδύσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης (κατά περίπου 21 % σε ετήσια βάση σε ονομαστικούς όρους), η δυναμική των δημόσιων επενδύσεων επιταχύνθηκε το 2022 (κατά 14,3 % σε ετήσια βάση σε ονομαστικούς όρους) και σε σχέση με το ΑΕΠ έφθασε στο επίπεδο του 4,0 %. Αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2023, σε περίπου 4,2 % του ΑΕΠ.

4.2.14.Σλοβενία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4,3 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,2 % το 2021 και κατά 5,4 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,2 % το 2023 και κατά 2,2 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 7,7 % το 2020 σε 4,6 % του ΑΕΠ το 2021 και 3 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 3,7 % και 2,9 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Αφού αυξήθηκαν στο 4,1 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις διευρύνθηκαν περαιτέρω στο 4,7 % του ΑΕΠ το 2021 και στο 5,2 % του ΑΕΠ το 2022. Προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται φθάνοντας το 6,1 % του ΑΕΠ το 2023 και ότι θα είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα για τρίτο συνεχόμενο έτος από το 2021 και μετά.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν υποστηρικτικός, ανερχόμενος σε – 1,2 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Σλοβενία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,7 % του ΑΕΠ το 2022 (0,8 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,7 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Σλοβενία διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε επεκτατική συμβολή ύψους 0,4 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η σημαντική επεκτατική συμβολή περιλάμβανε τον πρόσθετο αντίκτυπο των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας (πρόσθετο καθαρό δημοσιονομικό κόστος ύψους 1,0 % του ΑΕΠ), καθώς και του κόστους για την παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η Σλοβενία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 1,2 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,3 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό συμβαίνει παρά το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,5 % του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται στις υψηλότερες επιδοτήσεις και στην αύξηση του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα. Συνολικά, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,6 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Σλοβενία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ διατηρεί και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 65,4 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 79,6 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 69,9 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 69,1 % και 66,6 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 8 Μαΐου 2023 η Σλοβενία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα τη νόμιμη προσαρμογή των συντάξεων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων του 2023 με αύξηση των μισθών και πληθωρισμό το 2022.

4.2.15.Σλοβακία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 3,3 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 4,9 % το 2021 και κατά 1,7 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7 % το 2023 και κατά 2,1 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τη δημόσια κατανάλωση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 5,4 % του ΑΕΠ το 2020 και 2021 σε 2 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 6,1 % και 4,8 % του ΑΕΠ το 2023 και το 2024, αντίστοιχα. Μετά τη μείωση σε 3,4 % του ΑΕΠ το 2020 και σε 3,1 % το 2021, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν φθάνοντας το 3,3 % του ΑΕΠ το 2022. Προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω στο 4,9 % του ΑΕΠ το 2023 και να είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2022, αλλά όχι το 2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν συσταλτικός, ανερχόμενος σε 1,3 % του ΑΕΠ, κάτι που ήταν κατάλληλο στο πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Σλοβακία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 1,2 % του ΑΕΠ το 2022 (1,3 % του ΑΕΠ το 2021). Η μείωση των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα ταμεία της ΕΕ το 2022 οφειλόταν στη χαμηλή απορρόφηση των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ και στις αναβολές των πραγματοποιηθεισών δαπανών από τις επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,2 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Σλοβακία διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε συσταλτική συμβολή ύψους 1,3 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Σλοβακία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 6,2 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 4,4 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το μειωμένο κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κατά 0,2 % του ΑΕΠ. Περιλαμβάνεται επίσης το χαμηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,1 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν οφείλεται στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται σε μη στοχευμένα μέτρα στον τομέα της ενέργειας, μόνιμες αυξήσεις μισθών για τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στους τομείς των τροφίμων και της αναψυχής. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν στο 2,8 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις προβλέπεται να έχουν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων. Η Σλοβακία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλων ταμείων της ΕΕ, ενώ προβλέπει να διατηρήσει και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 48 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 61 % στα τέλη του 2021. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 57,8 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 58,3 % και 58,7 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα.

Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης θα αυξάνεται συνεχώς τα επόμενο χρόνια, φθάνοντας το 84,7 % του ΑΕΠ το 2033. Σύμφωνα με τις στοχαστικές προβολές, οι οποίες προσομοιώνουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών στις μακροοικονομικές μεταβλητές, είναι πιθανόν ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2027 από ό,τι το 2022.

Υπάρχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες για τη συνολική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Αφενός, οι παράγοντες αύξησης του κινδύνου συνδέονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Σλοβακίας, το μερίδιο του βραχυπρόθεσμου δημόσιου χρέους που διακρατείται από μη κατοίκους και τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής υλοποίησης κρατικών εγγυήσεων που σχετίζονται με την κρίση COVID-19. Από την άλλη πλευρά, στους παράγοντες μετριασμού του κινδύνου περιλαμβάνεται η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτρέπει τη σταδιακή μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στο βάρος του χρέους, αφού επωφελείται από το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού για μακροχρόνιες, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη επενδυτική βάση). Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών: Διαπιστώνεται ότι η Σλοβακία δεν αντιμετωπίζει ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα, τη στέγαση, το χρέος των νοικοκυριών και το εξωτερικό ισοζύγιο αυξάνονται, αλλά συνολικά φαίνεται να είναι συγκρατημένες στο εγγύς μέλλον και αναμένεται να χαλαρώσουν όσο ομαλοποιούνται οι οικονομικές συνθήκες.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Σλοβακία στις 9 Μαΐου 2023.

4.2.16.Φινλανδία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,4 % το 2020, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3 % το 2021 και κατά 2,1 % το 2022. Αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2 % το 2023 και κατά 1,4 % το 2024. Η ανάπτυξη το 2023 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές και τη δημόσια κατανάλωση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε το ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 5,6 % το 2020 σε 2,8 % του ΑΕΠ το 2021 και 0,9 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα είναι στο 2,6 % τόσο το 2023 όσο και το 2024. Μετά την αύξηση σε 4,8 % του ΑΕΠ το 2020, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν σε 4,2 % του ΑΕΠ το 2021 και 4,1 % το 2022. Προβλέπεται ότι θα αυξηθούν στο 4,5 % του ΑΕΠ το 2023 και ότι θα είναι μεγαλύτερες από το δημοσιονομικό έλλειμμα για τρίτο συνεχόμενο έτος από το 2021 και μετά.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός το 2022 ήταν, σε γενικές γραμμές, ουδέτερος, ανερχόμενος σε – 0,1 % του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, η Φινλανδία συνέχισε να στηρίζει την ανάκαμψη με επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,3 % του ΑΕΠ το 2022 (0,2 % του ΑΕΠ το 2021). Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν ουδέτερη συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0,0 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Φινλανδία διατήρησε τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, όπως συνέστησε το Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των νέων μέτρων στο σκέλος των εσόδων) είχε, σε γενικές γραμμές, ουδέτερη συμβολή ύψους 0,1 εκατοστιαίων μονάδων στον δημοσιονομικό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, η Φινλανδία διατήρησε επαρκώς υπό έλεγχο την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.

Το 2023, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα είναι επεκτατικός (– 1,0 % του ΑΕΠ), σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) προβλέπεται να έχει επεκτατική συμβολή ύψους 0,6 % του ΑΕΠ στον δημοσιονομικό προσανατολισμό το 2023. Αυτό περιλαμβάνει το ευρέως σταθερό κόστος των στοχευμένων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Περιλαμβάνεται επίσης το υψηλότερο κόστος παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντα άτομα από την Ουκρανία (κατά 0,2 % του ΑΕΠ). Ως εκ τούτου, η επεκτατική συνεισφορά των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών τρεχουσών δαπανών οφείλεται μονάχα εν μέρει στη στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Η επεκτατική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων) οφείλεται επίσης στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή των κοινωνικών παροχών, στη χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης προς τις τοπικές αρχές, καθώς και στις πρόσθετες αμυντικές δαπάνες και στις επενδύσεις που σχετίζονται με την έρευνα και την ανάπτυξη. Εν κατακλείδι, η προβλεπόμενη αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων πρωτογενών τρεχουσών δαπανών δεν συνάδει με τη σύσταση του Συμβουλίου. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ ανήλθαν στο 0,4 % του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις είχαν επεκτατική συμβολή στον δημοσιονομικό προσανατολισμό, ύψους 0.4 εκατοστιαίων μονάδων. Ως εκ τούτου, η Φινλανδία σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και διατηρεί και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 64,9 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 σε 74,7 % στα τέλη του 2020. Στα τέλη του 2022 ανερχόταν στο 73 % του ΑΕΠ και προβλέπεται να ανέλθει στο 73,9 % και 76,2 % στα τέλη του 2023 και του 2024, αντίστοιχα. Συνολικά, η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του NGEU/ΜΑΑ, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στον μετριασμό των προκλήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 9 Μαΐου 2023 η Φινλανδία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες που δεν αναφέρονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι, λόγω των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν στη Φινλανδία στις 2 Απριλίου 2023, στις 23 Μαρτίου 2023 υποβλήθηκε πρόγραμμα σταθερότητας με παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής. Η νέα κυβέρνηση της Φινλανδίας θα παρουσιάσει τον στόχο της για τα δημόσια οικονομικά στο πρόγραμμα σταθερότητας που θα υποβληθεί το φθινόπωρο, μαζί με το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος, στο πλαίσιο του δημοσιονομικού προγράμματος της γενικής κυβέρνησης.

5.Συμπεράσματα

15 κράτη μέλη της ΕΕ υπερέβησαν την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα το 2022 ή σχεδιάζουν να την υπερβούν το 2023: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακία.

Στην Αυστρία, ο λόγος του ελλείμματος το 2022 και ο προβλεπόμενος λόγος του ελλείμματος το 2023 υπερβαίνει ελαφρώς το 3 % του ΑΕΠ. Για τα υπόλοιπα 14 κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση και τα οποία υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς της Συνθήκης για το έλλειμμα το 2022 ή σχεδιάζουν να την υπερβούν το 2023, το έλλειμμα ήταν ή προβλέπεται να είναι υψηλότερο και όχι πλησίον του 3 % του ΑΕΠ.

Και στα 15 κράτη μέλη, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς της Συνθήκης θεωρείται ότι αποτελεί εξαίρεση σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης. Ωστόσο, για το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία και τη Σλοβακία, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς δεν αναμένεται να είναι προσωρινή.

Συνολικά, λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, η ανάλυση στην παρούσα έκθεση καταδεικνύει ότι το κριτήριο του ελλείμματος, όπως ορίζεται στη Συνθήκη και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/1997 δεν πληρούται από το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία.

Εννέα κράτη μέλη είχαν ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης άνω του 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία, Αυστρία, Σλοβενία και Φινλανδία. Μεταξύ αυτών των κρατών μελών, η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους τηρήθηκε στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Σλοβενία, ενώ δεν τηρήθηκε από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Φινλανδία.

Συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, η ανάλυση στην παρούσα έκθεση καταδεικνύει ότι το κριτήριο του χρέους, όπως ορίζεται στη Συνθήκη και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/1997, δεν πληρούται από τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Φινλανδία. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί, στο πλαίσιο της αξιολόγησης όλων των σχετικών παραγόντων, ότι η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους θα μπορούσε να συνεπάγεται μια υπερβολικά απαιτητική, εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσπάθεια που θα ενείχε τον κίνδυνο της διακύβευσης της οικονομικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους δεν κρίνεται αναγκαία υπό τις οικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν.

Λαμβάνοντας υπόψη την επίμονα υψηλή αβεβαιότητα για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές στην παρούσα συγκυρία, η Επιτροπή ανακοίνωσε ήδη τον Μάρτιο του 2023 ότι δεν θα προτείνει την έναρξη νέων διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος την άνοιξη του 2023. Ταυτόχρονα, η παρακολούθηση των εξελίξεων όσον αφορά το έλλειμμα και το χρέος θα συνεχίσουν και η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος στη βάση του ελλείμματος την άνοιξη του 2024, βάσει των απολογιστικών στοιχείων του 2023.

(1)      ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6, όπως τροποποιήθηκε.
(2)      Η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, το οποίο προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ με ικανοποιητικό ρυθμό, αν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία με μέσο ρυθμό τουλάχιστον ένα εικοστό ετησίως ως τιμή αναφοράς. Η απαίτηση θεωρείται επίσης ότι πληρούται, αν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν ότι η απαιτούμενη μείωση της διαφοράς θα σημειωθεί στη διάρκεια της τριετίας, η οποία περιλαμβάνει τη διετία που ακολουθεί μετά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
(3)      Εκτός αν αναφέρεται άλλως, πηγή των αριθμητικών στοιχείων που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση είναι οι εαρινές προβλέψεις 2023 της Επιτροπής (European Economy-Institutional Papers 173).
(4)    Eurostat Δείκτες ευρώ 47/2023, της 21ης Απριλίου 2023. Η Eurostat εκφράζει επιφύλαξη σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων που υπέβαλε η Γαλλία για το έτος 2022. Η Eurostat, σε στενή συνεργασία με τις γαλλικές στατιστικές αρχές, αποσαφηνίζει την καταγραφή της αύξησης κεφαλαίου από το κράτος στη δημόσια εταιρεία ενέργειας EDF (Électricité de France), καθώς και την εφαρμογή της δοκιμασίας υπερβολικού μερίσματος για τα μερίσματα που καταβάλλονται από ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις στο γαλλικό κράτος. Το έλλειμμα για το 2022 ενδέχεται να υποτιμηθεί κατά έως και 0,2 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
(5)      Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ρουμανίας υπερέβη επίσης το 3 % του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, η Ρουμανία δεν καλύπτεται από την παρούσα έκθεση, δεδομένου ότι το Συμβούλιο αποφάσισε την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Ρουμανία στις 3 Απριλίου 2020.
(6)      Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα ελλείμματα για το 2023 προβλέπεται επίσης να υπερβαίνουν το 3 % του ΑΕΠ.
(7)      Για τα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης που υπέβαλαν τα κράτη μέλη την άνοιξη του 2023, βλ.: https://commission.europa.eu/content/2023-european-semester-national-reform-programmes-and-stabilityconvergence-programmes_el.
(8)    Η ρήτρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 6 παράγραφος 3, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1), καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Η γενική ρήτρα διαφυγής δεν αναστέλλει τις διαδικασίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ωστόσο, η ενεργοποίησή της παρείχε στα κράτη μέλη τη δημοσιονομική ευελιξία για να αντιμετωπίσουν την κρίση, επιτρέποντας να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου κάθε κράτους μέλους, εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα.
(9)    COM(2022) 600 final της 23.5.2022 και COM(2023) 141 final της 8.3.2023.
(10)      Συστάσεις του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020 (2020/C 282/01 έως 2020/C 282/27) (ΕΕ C 282 της 26.8.2020, σ. 1).
(11)      Συστάσεις του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2021 (2021/C 304/01 έως 2021/C 304/28) (ΕΕ C 304 της 29.7.2021 σ. 1). Στην περίπτωση της Ρουμανίας, το Συμβούλιο εξέδωσε, την ίδια ημέρα, επικαιροποιημένη σύσταση με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος (2021/C 304/24, EE C 304 της 29.7.2021, σ. 111).
(12)    Σύσταση του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2022, σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ (ΕΕ C 153 της 7.4.2022, σ. 1).
(13)      Συστάσεις του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2022, (2022/C 334/01 έως 2022/C 334/27) (ΕΕ C 334 της 1.9.2022, σ. 1).
(14)      https://www.consilium.europa.eu/el/meetings/ecofin/2023/05/16/
(15)      COM(2023) 141 final.
(16)      Στην Ελλάδα, την Κροατία, την Κύπρο και την Πορτογαλία, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε επίσης το 60 % του ΑΕΠ στα τέλη του 2022, αλλά τα εν λόγω κράτη μέλη δεν λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα έκθεση, δεδομένου ότι τηρούν το κριτήριο του ελλείμματος και την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
(17)      Κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1174/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 8).
(18)      Το γερμανικό πρόγραμμα σταθερότητας αναφέρει προβλεπόμενο έλλειμμα άνω του 3 % του ΑΕΠ το 2023. Οι προβλέψεις της Επιτροπής, οι οποίες καταρτίστηκαν στη συνέχεια, προβλέπουν έλλειμμα κάτω του 3 % το 2023, λαμβάνοντας υπόψη πιο επικαιροποιημένες παραδοχές για την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας.
(19)      Πρόκειται για τις μεταβολές των σχετικών τιμών των εξαγωγών και των εισαγωγών.
(20)      Βλ. COM(2023) 600 final της 24.5.2023.
(21)      Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε στη σύσταση του Συμβουλίου στις 18 Ιουνίου 2021, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός μετράται επί του παρόντος καλύτερα ως η μεταβολή των πρωτογενών δαπανών (εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων), εξαιρουμένων των προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης που συνδέονται με την κρίση της COVID-19, αλλά συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που χρηματοδοτούνται από μη επιστρεπτέα στήριξη (επιχορηγήσεις) από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και από άλλα κονδύλια της ΕΕ, σε σχέση με τη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.
(22)      Κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 17).
(23)      Η εξέλιξη αυτή το 2023 οφείλεται στην απότομη πτώση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ιταλίας ως αποτέλεσμα της στατιστικής μεταχείρισης των φορολογικών πιστώσεων (βλ. τμήμα 4.2.8).
(24)      Ο δημοσιονομικός προσανατολισμός μετράται ως η διαφορά μεταξύ i) της μεσοπρόθεσμης δυνητικής ανάπτυξης και ii) της μεταβολής των πρωτογενών δαπανών, εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων (και εξαιρουμένων των προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης που σχετίζονται με την κρίση της νόσου COVID-19) και συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που χρηματοδοτούνται από μη επιστρεπτέα στήριξη (επιχορηγήσεις) από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της Ένωσης. Ένα αρνητικό (θετικό) πρόσημο του δείκτη υποδηλώνει επεκτατική (συσταλτική) δημοσιονομική πολιτική.
(25)      Η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους επικαιροποιήθηκε σε σύγκριση με την έκθεση δημοσιονομικής βιωσιμότητας 2021 (European Economy-Institutional Papers 171) και πλέον αποτυπώνει τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Επιτροπής.    Βλ. την ανακοίνωση σχετικά με τα κύρια στοιχεία της εαρινής δέσμης του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2023 [COM(2023) 600 final της 24.5.2023] και τις συστάσεις της Επιτροπής για συστάσεις του Συμβουλίου [COM(2023) 601 έως 626]. Για την τελευταία αξιολόγηση από την Επιτροπή των κρατών μελών που αντιμετωπίζουν ανισορροπίες ή υπερβολικές ανισορροπίες, βλ. τις αντίστοιχες εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις [SWD(2023) 628 έως 643]. Για την αξιολόγηση των κινδύνων βιωσιμότητας του χρέους σε όλα τα κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, βλ. τα παραρτήματα σχετικά με την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους στις εκθέσεις ανά χώρα [SWD(2023) 601 έως 626].