14.7.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 249/3


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 6ης Ιουνίου 2023

αναφορικά με η πρόταση οδηγίας σχετικά με την εταιρική δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τη βιωσιμότητα

(CON/2023/15)

(2023/C 249/03)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε η πρόταση οδηγίας σχετικά με την εταιρική δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τη βιωσιμότητα και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (1) (εφεξής η «προτεινόμενη οδηγία»).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να διατυπώσει γνώμη σχετικά με την προτεινόμενη οδηγία με δική της πρωτοβουλία. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η προτεινόμενη οδηγία περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Η προτεινόμενη οδηγία επιβάλλει σε ορισμένες μεγάλες εταιρείες υποχρεώσεις που αφορούν την άσκηση δέουσας επιμέλειας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον (2), και συμπεριλαμβάνουν τον προσδιορισμό πραγματικών και δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων (3), την ενσωμάτωση της δέουσας επιμέλειας στις πολιτικές των εταιρειών (4), την πρόληψη ή τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων (5), τη θέσπιση διαδικασίας υποβολής καταγγελιών (6), μέτρα και πολιτικές παρακολούθησης (7) και την υποβολή εκθέσεων (8). Για τον σκοπό αυτόν η προτεινόμενη οδηγία ορίζει την «εταιρεία» η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τη «ρυθμιζόμενη χρηματοπιστωτική επιχείρηση» (9), η οποία, με τη σειρά της, συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) (εφεξής το «πιστωτικό ίδρυμα» και, συλλογικά, τα «πιστωτικά ιδρύματα»).

1.2.

Επιπλέον, η προτεινόμενη οδηγία απαιτεί από τις εταιρείες τις οποίες διέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προσδιορισμού των πραγματικών και δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα και των δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, τις οποίες προκαλούν οι δραστηριότητες των ίδιων ή των θυγατρικών τους, και, εφόσον σχετίζονται με τις αξιακές αλυσίδες τους, οι εδραιωμένες επιχειρηματικές σχέσεις τους (11). Όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, η «αξιακή αλυσίδα» στην προτεινόμενη οδηγία ορίζεται κατά τρόπο που συμπεριλαμβάνει τις δραστηριότητες πελατών οι οποίοι λαμβάνουν δάνεια, πιστώσεις και λοιπές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (12). Αν και η δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον δεν εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, η προτεινόμενη οδηγία θα μπορούσε πρακτικά να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα. Από την άποψη αυτή συνιστάται να προβλεφθούν σε αυτή ρυθμίσεις σχετικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις διατάξεις της και των αρχών που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ. Εν προκειμένω η ΕΚΤ σημειώνει ότι οι συννομοθέτες της Ένωσης έχουν θεσπίσει ρυθμίσεις που διέπουν τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία και των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με την ενωσιακή νομοθεσία η οποία διέπει άλλους τομείς δραστηριότητας που κείνται εκτός του πεδίου αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τέτοιες ρυθμίσεις έχουν θεσπιστεί, για παράδειγμα, στους τομείς των απαιτήσεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (13), των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων (14) και των υποδομών της αγοράς (15).

1.3.

Η προτεινόμενη οδηγία θεσπίζει αστική ευθύνη των εταιρειών που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους να προλαμβάνουν πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις και να τερματίζουν τις πραγματικές δυσμενείς επιπτώσεις, εφόσον η μη συμμόρφωση προκαλεί ζημίες (16). Ενώ καθίσταται αναγκαίος ο λεπτομερέστερος καθορισμός του καθεστώτος αστικής ευθύνης (για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τον ορισμό των καλυπτόμενων ζημιών και το βάρος της απόδειξης), η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού αναμένεται ότι ίσως οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των νομικών κινδύνων για τις τράπεζες. Η ΕΚΤ προσδοκά ότι τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα θα διαχειριστούν αυτούς τους κινδύνους σύμφωνα με τις εποπτικές προσδοκίες που η ίδια κοινοποιεί. Συναφώς σημειώνεται ότι κατά την αξιολόγηση του βαθμού έκθεσης ορισμένης τράπεζας σε κινδύνους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ), η ΕΚΤ ως τώρα υιοθετεί μια προσέγγιση βασισμένη στον κίνδυνο. Για παράδειγμα, η ίδια έχει κοινοποιήσει ότι καθίσταται αναγκαίο για τις τράπεζες να κατανοήσουν τις συνέπειες που συνεπάγεται για τις συναλλαγές και τα ανοίγματά τους η μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία και να αποτυπώσουν αυτούς τους κινδύνους στη συνολική στρατηγική τους για τη διαχείριση κινδύνων (17). Από αυτή την άποψη μπορεί να θεωρείται ότι η συνεχιζόμενη χορήγηση δανείων για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που εκτίθενται σε υψηλούς κινδύνους μετάβασης συνάδει με την ορθή διαχείριση κινδύνων μόνο εάν ο δανειολήπτης διαθέτει σχέδιο μετάβασης αξιόπιστο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και ευθυγραμμισμένο με τη συμφωνία του Παρισιού όσον αφορά τη διαχείριση και (18) τη μείωση του κινδύνου μετάβασης σε βάθος χρόνου. Ειδικότερα, η ορθή διαχείριση του κινδύνου μετάβασης περιλαμβάνει και την ορθή διαχείριση του νομικού κινδύνου. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ τονίζει ότι κατά τη θέσπιση αστικής ευθύνης αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις αυτού του δανεισμού θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να αναγνωρίζεται ο ρόλος του σχεδιασμού της μετάβασης σε επίπεδο επιχείρησης. Πάντως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα εποπτική προσέγγιση, η χορήγηση δανείων για δραστηριότητες χρηματοδότησης που εκτίθενται σε υψηλούς κινδύνους μετάβασης μπορεί να θεωρείται ότι συνάδει με τις ορθές προσεγγίσεις διαχείρισης κινδύνων, εφόσον η οριακή συμβολή των σκοπούμενων ή ασκούμενων δραστηριοτήτων παραμένει συνεκτική με βάση αξιόπιστα σχέδια μετάβασης. Αυτό είναι καίριας σημασίας για τη διασφάλιση της δυνατότητας των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις προσπάθειες μετάβασης σε σχέση με πελάτες οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της ΕΕ για το κλίμα και τη συμφωνία του Παρισιού, αλλά σχεδιάζουν να ευθυγραμμιστούν.

1.4.

Η προτεινόμενη οδηγία επιβάλλει στις εταιρείες τις οποίες διέπει υποχρέωση να εγκρίνουν σχέδιο μετάβασης προκειμένου να διασφαλίζουν ότι το επιχειρηματικό μοντέλο και η στρατηγική τους συνάδουν με τη μετάβαση σε βιώσιμη οικονομία και με τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 °C σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού (19). Συγκεκριμένα, εφόσον ορισμένη εταιρεία προσδιορίσει την κλιματική αλλαγή ως κύριο κίνδυνο, πρέπει να συμπεριλάβει στο σχέδιό της στόχους μείωσης των εκπομπών. Ενώ η υποχρέωση έγκρισης του σχεδίου μετάβασης θεσπίζεται στην προτεινόμενη οδηγία, το περιεχόμενο και οι πρακτικές απαιτήσεις όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου καθορίζονται χωριστά στην οδηγία (ΕΕ) 2022/2464 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) (εφεξής η «οδηγία σχετικά με την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες» ή «CSRD»). Συνεπώς, ο στενός συντονισμός και η συνοχή στους ορισμούς και τις απαιτήσεις της προτεινόμενης οδηγίας και της CSRD έχει καίρια σημασία. Η ΕΚΤ τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστούν η συνέπεια και η διαλειτουργικότητα των σχεδίων μετάβασης βάσει αυτών των δύο νομοθετημάτων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα σχέδια μετάβασης τα οποία απαιτούνται σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία και την CSRD θα μπορούσαν να διαφέρουν τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τον σκοπό τους από τα σχέδια μετάβασης τα οποία απαιτούνται σε εποπτικό επίπεδο σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) (εφεξής η «οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις» ή «ΟΚΑ»), η αναθεώρηση της οποίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Στόχος της CSRD είναι να εξασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, προς διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους, αξιολογούν συνολικά τους κινδύνους ΠΚΔ και ενσωματώνουν παραμέτρους τους με μελλοντικό προσανατολισμό στις στρατηγικές τους, στην τιμολόγηση, στη συνεχή παρακολούθηση και στη διαχείριση κινδύνων.

1.5.

Για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις διατάξεις της η προτεινόμενη οδηγία αναθέτει στα κράτη μέλη να ορίσουν μία ή περισσότερες εποπτικές αρχές (22). Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν οι αρχές που ήδη έχουν οριστεί ως αρχές αρμόδιες για την εποπτεία των ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων να οριστούν και ως εποπτικές αρχές για τους σκοπούς της προτεινόμενης οδηγίας σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας (23). Η ΕΚΤ τονίζει ότι η εποπτεία της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει η προτεινόμενη οδηγία αποτελεί καθήκον διακριτό από τα εποπτικά καθήκοντα των εθνικών αρμόδιων αρχών (ΕΑΑ) στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) (24). Εφόσον οι ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ πρόκειται να οριστούν ως εποπτική αρχή από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, θα πρέπει να τους παρασχεθούν τα μέσα και οι πόροι για την εκτέλεση των νέων αυτών καθηκόντων κατά τρόπο που να μη θίγει τις υφιστάμενες εποπτικές αρμοδιότητές τους. Επιπλέον, η ΕΚΤ επαναλαμßάνει την ανάγκη πρόβλεψης κατάλληλων ρυθμίσεων όσον αφορά τον συντονισμό, τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις τους βάσει της προτεινόμενης οδηγίας και των αρχών που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ. Οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να συμβάλλουν στην αποτροπή της άσκοπης εφαρμογής διπλών απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και ασυνεπούς λήψης αποφάσεων σε σχέση με τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα.

1.6.

Η Επιτροπή πρόκειται να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εποπτικών αρχών, το οποίο θα απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των εποπτικών αρχών που ορίζουν τα κράτη μέλη, στο οποίο η ίδια θα μπορεί να προσκαλεί να συμμετέχουν ευρωπαϊκοί οργανισμοί με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών, την παροχή αμοιβαίας συνδρομής και τη θέσπιση μέτρων αποτελεσματικής συνεργασίας (25). Η προτεινόμενη οδηγία ορθώς αποκλείει τη δυνατότητα να ανατεθεί στην ΕΚΤ το καθήκον εποπτείας της συμμόρφωσης των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της με την προτεινόμενη οδηγία. Αυτό συνάδει με την άποψη της ΕΚΤ ότι το εν λόγω καθήκον δεν εμπίπτει στο πεδίο των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας που μπορούν να ανατεθούν στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης. Ωστόσο, η ΕΚΤ θεωρεί ότι έχει καίρια σημασία να διευρυνθεί το προτεινόμενο ευρωπαϊκό δίκτυο εποπτικών αρχών, ώστε να συμπεριλάβει την ίδια ως αρχή προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό θα διασφαλίσει τον συντονισμό και θα παράσχει μια υγιή νομική βάση για τη θέσπιση ρυθμίσεων συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εκείνης και των εποπτικών αρχών που ορίζονται βάσει της προτεινόμενης οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ (δηλαδή τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα), αλλά θα τελούσαν ταυτόχρονα υπό την εποπτεία των εθνικών εποπτικών αρχών που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της προτεινόμενης οδηγίας.

1.7.

Η προτεινόμενη οδηγία περιέχει ορισμό της αξιακής αλυσίδας των ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Αυτό θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στα μελλοντικά κανονιστικά πλαίσια, όπως είναι για παράδειγμα τα ευρωπαϊκά πρότυπα υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας τα οποία καταρτίζονται από την Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Ομάδα για Θέματα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (26) και τα οποία πρόκειται να εγκριθούν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της CSRD. Ο ορισμός αυτός θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά στο πλαίσιο των ρυθμιστικών πλαισίων προληπτικής εποπτείας, καθώς ενδέχεται να μην ενδείκνυται η χρήση του σε ρυθμιστικά πλαίσια προληπτικής εποπτείας. Αυτό δικαιολογείται με βάση το ότι, από άποψη προληπτικής εποπτείας, είναι σημαντικό οι ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να διαθέτουν ολοκληρωμένη εικόνα των κινδύνων μετάβασης που είναι εγγενείς στην αξιακή τους αλυσίδα. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να χρειαστεί διεξοδικότερη ανάλυση και περαιτέρω εξέταση του ορισμού της αξιακής αλυσίδας στο μέτρο που αφορά τις ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

1.8.

Τέλος, η ΕΚΤ τονίζει τη σημασία της σταδιακής και εύτακτης θέσης σε ισχύ της προτεινόμενης οδηγίας, προκειμένου να δοθεί στις εταιρείες η δυνατότητα να προσαρμόσουν τις εσωτερικές διαδικασίες και τις επιχειρηματικές τους σχέσεις για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου οι ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να διασφαλίζουν την ομαλή επαναξιολόγηση των κινδύνων και να αποφεύγουν φαινόμενα «κατακρήμνισης» που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αιφνίδιες διακοπές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιέχονται σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας συνοδευόμενο από σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας είναι διαθέσιμο στα αγγλικά στο EUR-Lex.

Φρανκφούρτη, 6 Ιουνίου 2023.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  COM (2022) 71 final.

(2)  Άρθρο 4 της προτεινόμενης οδηγίας.

(3)  Άρθρο 6 της προτεινόμενης οδηγίας.

(4)  Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας.

(5)  Άρθρα 7 και 8 της προτεινόμενης οδηγίας.

(6)  Άρθρο 9 της προτεινόμενης οδηγίας.

(7)  Άρθρο 10 της προτεινόμενης οδηγίας.

(8)  Άρθρο 11 της προτεινόμενης οδηγίας.

(9)  Βλ. άρθρο 3 στοιχείο α) σημείο iv) της προτεινόμενης οδηγίας.

(10)  Βλ. άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(11)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας.

(12)  Βλ. άρθρο 3 στοιχείο ζ) της προτεινόμενης οδηγίας.

(13)  Βλ. άρθρο 49 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)· παράγραφοι 3.1 έως 3.8 της γνώμης CON/2022/4 της ΕΚΤ. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στο EUR-Lex.

(14)  Βλ. άρθρο 79 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(15)  Βλ. άρθρο 84 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(16)  Άρθρο 22 της προτεινόμενης οδηγίας.

(17)  Βλ. τον Οδηγό της ΕΚΤ όσον αφορά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, ο οποίος διατίθεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία ( www.bankingsupervision.europa.eu). Στον ίδιο δικτυακό τόπο βλ. επίσης το δελτίο Τύπου με τίτλο «ECB sets deadline for banks to treatment to climate risks».

(18)  Βλ. την ομιλία του Frank Elderson «Running up the hill» — – how climate-related and environmental risks turned mainstream in banking supervision and next steps for banks’ risk management practices», η οποία διατίθεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(19)  Άρθρο 15 της προτεινόμενης οδηγίας.

(20)  Βλ. οδηγία (ΕΕ) 2022/2464 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και της οδηγίας 2013/34/ΕΕ όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες (ΕΕ L 322 της 16.12.2022, σ. 15).

(21)  Βλ. άρθρο 76 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(22)  Άρθρο 17 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας.

(23)  Άρθρο 17 παράγραφος 5 της προτεινόμενης οδηγίας.

(24)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(25)  Άρθρο 21 της προτεινόμενης οδηγίας.

(26)  Βλ. Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Ομάδα για θέματα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, «First Set of draft ESRs», Νοέμβριος 2022, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της EFRAG στη διεύθυνση www.efrag.org