21.2.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 83/4


Δημοσίευση αίτησης για έγκριση τροποποίησης των προδιαγραφών προϊόντος, η οποία δεν είναι ήσσονος σημασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων

(2022/C 83/03)

Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά της αίτησης τροποποίησης σύμφωνα με το άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ / ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΝΔΕΙΞΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

Αίτηση για έγκριση τροποποίησης σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012

«Monte Etna»

Αριθ. ΕΕ: PDO-IT-0060-AM01 – 17 Ιουλίου 2019

ΠΟΠ (X) ΠΓΕ ( )

1.   Αιτουσα ομαδα και εννομο συμφερον

Consorzio di tutela dell’olio extravergine di oliva DOP Monte Etna [Ένωση Προστασίας «Monte Etna» ΠΟΠ Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο»], με έδρα στη διεύθυνση Via Sangiuliano 349, 95145 Κατάνια, Ιταλία.

Η Ένωση Προστασίας «Monte Etna» ΠΟΠ Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο αποτελείται από παραγωγούς του «Monte Etna». Έχει τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση τροποποίησης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του διατάγματος αριθ. 12511, της 14ης Οκτωβρίου 2013, του Υπουργείου Πολιτικών Γεωργίας, Τροφίμων και Δασών.

2.   Κρατος μελος ή τριτη χωρα

Ιταλία

3.   Κεφαλαιο των προδιαγραφων προϊοντος που αφορα/-ουν η/οι τροποποιηση/-εις

Ονομασία του προϊόντος

Περιγραφή του προϊόντος

Γεωγραφική περιοχή

Απόδειξη της καταγωγής

Μέθοδος παραγωγής

Δεσμός

Επισήμανση

Άλλο: Συσκευασία· συμπερίληψη των στοιχείων του φορέα ελέγχου.

4.   Τυπος τροποποιησης/-εων

Τροποποίηση των προδιαγραφών προϊόντος καταχωρισμένης ΠΟΠ ή ΠΓΕ η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012.

Τροποποίηση των προδιαγραφών προϊόντος καταχωρισμένης ΠΟΠ ή ΠΓΕ για την οποία δεν έχει δημοσιευθεί ενιαίο έγγραφο (ή ισοδύναμο έγγραφο) η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012.

5.   Τροποποιηση/-εις

Επισημαίνεται ότι οι προδιαγραφές του προϊόντος ΠΟΠ «Monte Etna» δεν περιέχουν ορισμένες από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη σύνοψη και, ως εκ τούτου, για καθεμία από τις τροποποιήσεις που περιγράφονται κατωτέρω, γίνεται αναφορά μόνο στα έγγραφα στα οποία υπάρχει το σχετικό κείμενο.

Περιγραφή του προϊόντος

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 6 των προδιαγραφών προϊόντος (Χαρακτηριστικά κατά την κατανάλωση), το σημείο 4.2 της σύνοψης και το σημείο 3.2 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

Κατά τη διάθεσή του στην κατανάλωση, το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Χρυσοκίτρινο χρώμα με ίχνη πράσινου χρώματος·

Ελαφρώς φρουτώδες άρωμα·

Φρουτώδη γεύση, με μια νότα πικρού και πικάντικου·

Μέγιστη ολική οξύτητα που δεν υπερβαίνει τα 0,6 g ελαϊκού οξέος ανά 100 g ελαιολάδου.

Βαθμολογία τουλάχιστον 7 από ομάδα οργανοληπτικής δοκιμής·

Αριθμός υπεροξειδίων που δεν υπερβαίνει τα 12 meq O2 ανά kg·

K232 κατ’ ανώτατο όριο 2,20·

K270 κατ’ ανώτατο όριο 0,15·

Περιεκτικότητα σε λινελαϊκό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 10 %·

Περιεκτικότητα σε λινολενικό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 0,8 %·

ΔΚ κατ’ ανώτατο όριο 0,005.

Τροποποιείται ως εξής:

Κατά τη διάθεσή του στην κατανάλωση, το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Χρώμα: κίτρινο έως πράσινο ανάλογα με την ωρίμαση της ελιάς.

Χημική αξιολόγηση

Οξύτητα (εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ): κατ’ ανώτατο όριο 0,5 %

Αριθμός υπεροξειδίων που δεν υπερβαίνει τα 12 meq O2 ανά kg

K232 εντός των νόμιμων ορίων

K270 εντός των νόμιμων ορίων

Περιεκτικότητα σε λινελαϊκό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 13,50 %

Περιεκτικότητα σε λινολενικό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 0,9 %

Ολικές πολυφαινόλες > 120 ppm.

Οργανοληπτική εξέταση

Εύρος διάμεσων τιμών Ελάχιστο/Μέγιστο

Ώριμο φρουτώδες > 2 < 6

Άγουρο φρουτώδες > 2 < 6

Νότες χόρτου και/ή ντομάτας και/ή αγκινάρας > 2 < 5

Πικρό > 2 < 6

Πικάντικο > 2 < 6.

Δεν επιτρέπονται οργανοληπτικά ελαττώματα (η διάμεση τιμή ελαττωμάτων πρέπει να είναι ίση με μηδέν). Για τυχόν τιμές που δεν αναφέρονται ρητά, ισχύουν οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις προκύπτουν ουσιαστικά από τη χρήση επικαιροποιημένου λεξιλογίου και αναφορών, όπως οι αναφορές στο παράρτημα V όσον αφορά την οργανοληπτική αξιολόγηση των παρθένων ελαιόλαδων όπως προβλέπεται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1348/2013 της Επιτροπής.

Η προτεινόμενη τροποποίηση στο τμήμα χημικής αξιολόγησης συνίσταται στην προσαρμογή των τιμών Κ232 και Κ270 ώστε να αντικατοπτρίζουν τα όρια που επιβάλλει η ισχύουσα νομοθεσία.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση του Κ270, χωρίς όμως υπέρβαση του ορίου που προβλέπεται στην ισχύουσα νομοθεσία, λόγω της επίσπευσης της συγκομιδής από πολλούς παραγωγούς για τη βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου.

Από πολλές έρευνες προκύπτει ότι η αύξηση του εν λόγω δείκτη δεν οφείλεται μόνο στην παρουσία οξειδωμένων μορφών ακόρεστων λιπαρών οξέων, αλλά μπορεί επίσης να οφείλεται στην αύξηση των φαινολικών ενώσεων, η οποία αποτελεί τον στόχο της πρώιμης συγκομιδής που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια.

Η αλλαγή του ορίου K232 οφείλεται στο γεγονός ότι οι χημικές δοκιμές κατά τη διάρκεια των ετών έδειξαν ότι ορισμένες από τις μη επικρατούσες καλλιεργητικές ποικιλίες από τις οποίες παράγεται το «Monte Etna» μπορούν να επηρεάσουν την τιμή Κ κατά τη 18μηνη διάρκεια ζωής του ελαιολάδου, ενίοτε υπερβαίνοντας το επίπεδο που καθορίζεται σήμερα στις προδιαγραφές προϊόντος (ενώ παραμένει εντός του νόμιμου ορίου).

Η μέγιστη οξύτητα εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ θα μειωθεί από 0,6 % σε 0,5 %.

Τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγοί εργάζονται συνεχώς για τη βελτίωση της ποιότητας του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που φέρει την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna», βελτιώνοντας τις οικείες τεχνικές συγκομιδής, μεταποίησης και αποθήκευσης. Ως εκ τούτου, αποφασίσαμε να μειώσουμε το όριο οξύτητας.

Οι τιμές λινελαϊκού και λινολενικού οξέος θα τροποποιηθούν:

από ≤ 10 % σε ≤ 13,50 % για το λινελαϊκό οξύ

από ≤ 0,8 % σε ≤ 0,9 % για το λινολενικό οξύ

Οι δύο αυτοί δείκτες πρέπει να τροποποιηθούν, διότι τα τελευταία χρόνια αυξανόμενος αριθμός παρτίδων ελαιολάδου από την περιοχή που καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» δεν έχει λάβει πιστοποίηση λόγω της υψηλότερης περιεκτικότητας σε λινελαϊκό οξύ και λινολενικό οξύ σε σχέση με τις τιμές που καθορίζονται επί του παρόντος στις προδιαγραφές του προϊόντος.

Σύμφωνα με μελέτες, αυτό συνδέεται με την αύξηση των μέσων θερμοκρασιών και τη σημαντική πτώση των βροχοπτώσεων που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, μεταβάλλοντας την οξύτητα του ελαιολάδου «Monte Etna».

Μια ιδιαίτερη συνέπεια αυτού του φαινομένου είναι η αύξηση των ποσοστών λινολενικού και λινελαϊκού οξέος, ιδίως στα ελαιόλαδα που έχουν παραχθεί με έκθλιψη ελιών που καλλιεργούνται σε πλαγιές με υψόμετρο μικρότερο των 600 μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας. Η επίδραση αυτή εντοπίζεται συχνά και φαίνεται να συνδέεται άμεσα με έναν άλλο παράγοντα επηρεασμού: μέση ημερήσια θερμοκρασία άνω των 25 °C κατά την περίοδο από το στάδιο της ανθοφορίας έως ότου οι ελιές αναπτύξουν την περιεκτικότητά τους σε έλαια. Υπό τις συνθήκες αυτές, η περιεκτικότητα σε έλαια μειώνεται σε άμεση συσχέτιση με τον παράγοντα αυτόν, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανισορροπία στη σύνθεση των λιπαρών οξέων, με μείωση του ελαϊκού οξέος και αύξηση άλλων δευτερευόντων οξέων, όπως το λινολενικό οξύ και το λινελαϊκό οξύ. Οι διάφορες ποικιλίες επηρεάζονται από το φαινόμενο αυτό σε διαφορετικό βαθμό, με τη «Nocellara Etnea», την κύρια ποικιλία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της ΠΟΠ «Monte Etna», να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε αυτό. Οι προτεινόμενες τιμές είναι απολύτως σύμφωνες με τα πρότυπα του ΔΣΕ.

Θα προστεθεί συνολική τιμή πολυφαινολών.

Η εισαγωγή αυτής της τιμής ανταποκρίνεται στην απαίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με αυτόν τον σημαντικό δείκτη ποιότητας του ελαιολάδου τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους καταναλωτές.

Γεωγραφική περιοχή

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 3 των προδιαγραφών προϊόντος (Περιοχή παραγωγής), το σημείο 4.3 της σύνοψης και το σημείο 4 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να καλλιεργούνται σε ελαιώνες κατάλληλους για την παραγωγή ελαιολάδου που πληροί τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στις παρούσες προδιαγραφές προϊόντος, οι οποίοι βρίσκονται σε οποιονδήποτε από τους ακόλουθους δήμους εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας της Σικελίας:

Επαρχία της Κατάνιας: Adrano, Belpasso, Biancavilla, Bronte, Camporotondo Etneo, Castiglione di Sicilia, Maletto, Maniace, Motta, S. Anastasia, Paternò, Ragalna, Randazzo, Santa Maria di Licodia και San Pietro Clarenza.

Επαρχία της Έννας: Centuripe.

Επαρχία της Μεσσήνης: Malvagna, Mojo Alcantara, Roccella Valdemone και Santa Domenica Vittoria.

Η συγκεκριμένη περιοχή, όπως αποτυπώνεται σε χάρτη 1:25000, ορίζεται ως εξής: Το όριο αρχίζει προς τα νότια, στη διασταύρωση της οδού που συνδέει τον εθνικό αυτοκινητόδρομο 121 με τη Motta Sant’Anastasia. Στη συνέχεια, ακολουθεί το δυτικό όριο της πόλης αυτής προτού συνεχίσει νοτιοδυτικά κατά μήκος της οδού από τη Motta Sant’Anastasia έως τον σιδηροδρομικό σταθμό Rotondella. Από εκεί κατευθύνεται προς τον βορρά μέχρι την ισοϋψή γραμμή των 100 μέτρων, την οποία ακολουθεί, παραμένοντας προς τον βορρά έως την Ponte la Barca. Στη συνέχεια συνεχίζει προς την ίδια κατεύθυνση κατά μήκος του ποταμού Simeto μέχρι τη γέφυρα Pietralunga, πέραν της οποίας συνεχίζει να ακολουθεί βόρεια τον ποταμό Simeto, διασχίζοντας τις περιοχές Piano Mandarano, Cavalera, Piano Trinità και Piano d’Aragona έως τη γέφυρα Bolo στον εθνικό αυτοκινητόδρομο 120. Από εκεί, το όριο ακολουθεί τον εθνικό αυτοκινητόδρομο 120 προς τα ανατολικά, στη συνέχεια ακολουθεί το υδατόρρευμα Gurrida έως τον ποταμό Alcantara, του οποίου την πορεία ακολουθεί (προς τον βορρά) επί 800 μέτρα πριν στραφεί ανατολικά, μακριά από τον ποταμό, για 400 μέτρα έως τον τροφοδοτικό αγωγό ύδρευσης του San Giacomo, τον οποίο ακολουθεί στη συνέχεια νότια για 650 μέτρα έως τον εθνικό αυτοκινητόδρομο 116. Στη συνέχεια συναντά εκ νέου τον ποταμό Alcantara, τον οποίο ακολουθεί μέχρι το υδατόρρευμα Favoscuro, πριν περάσει ανατολικά από τις περιοχές Feudo Amato, Rocca Pizzicata, Rustica, Serra Bardella, Pecoraro και Buon Vassallo (οι οποίες βρίσκονται όλες μεταξύ του υδατορρεύματος Favoscuro και του όρους Passo Mojo). Συνεχίζει προς τα ανατολικά, διασχίζοντας τις περιοχές που βρίσκονται μεταξύ του όρους Passo Mojo και του υδατορρεύματος Fondachello πριν από την εκ νέου συνάντησή του με τον ποταμό Alcantara, τον οποίο ακολουθεί προς νοτιοανατολική κατεύθυνση έως ότου ενοποιηθεί με την οδό που συνδέει τον σιδηροδρομικό σταθμό Castiglione di Sicilia με τον εθνικό αυτοκινητόδρομο 120. Ακολουθεί την εν λόγω οδό νότια, κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Castiglione di Sicilia, στη συνέχεια κατευθύνεται προς τον νότο κατά μήκος του εθνικού αυτοκινητόδρομου 120, στρίβοντας κοντά στην Catena για να συνεχίσει προς τον νότο έως ότου συναντήσει την ισοϋψή γραμμή των 1 000 μέτρων. Στη συνέχεια προχωρά δυτικά κοντά στον δήμο Maletto και νότια κατά μήκος της ίδιας ισοϋψούς γραμμής έως το Maugeri, κατόπιν νότια κατά μήκος των ανατολικών συνόρων των δήμων Belpasso και S. Pietro.

Τροποποιείται ως εξής:

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να καλλιεργούνται σε ελαιώνες κατάλληλους για την παραγωγή ελαιολάδου που πληροί τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στις παρούσες προδιαγραφές προϊόντος, οι οποίοι βρίσκονται σε οποιονδήποτε από τους ακόλουθους δήμους εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας της Σικελίας:

Επαρχία της Κατάνιας:

Το σύνολο των δήμων (περιοχή εντός των διοικητικών ορίων τους) Adrano, Belpasso, Biancavilla, Bronte, Camporotondo Etneo, Castiglione di Sicilia, Maletto, Maniace, Motta Sant’Anastasia, Paternò, Ragalna, Randazzo, Santa Maria di Licodia, San Pietro Clarenza, Misterbianco, Acireale, Aci Sant’Antonio, Aci Bonaccorsi, Aci Catena, Aci Castello, Calatabiano, Catania, Fiumefreddo di Sicilia, Giarre, Gravina di Catania, Linguaglossa, Mascali, Mascalucia, Milo, Nicolosi, Pedara, Piedimonte Etneo, Sant’Agata li Battiati, Sant’Alfio, San Giovanni La Punta, San Gregorio di Catania, Santa Venerina, Trecastagni, Tremestieri Etneo, Valverde, Viagrande, Zafferana Etnea και Riposto.

Επαρχία της Έννας:

Δήμος Centuripe.

Επαρχία της Μεσσήνης:

Malvagna, Mojo Alcantara, Roccella Valdemone και Santa Domenica Vittoria.

Μεταξύ των παραγόντων που διαμόρφωσαν τη γεωγραφική περιοχή όπως ορίζεται στις ισχύουσες προδιαγραφές περιλαμβάνεται η ρητή επιθυμία των παραγωγών να ενταχθούν στην ΠΟΠ, καθώς και η παρουσία ελαιώνων στην περιοχή.

Κατά τον χρόνο καταχώρισης της ονομασίας, η ελαιοκαλλιέργεια δεν πραγματοποιούνταν πραγματικά στις περιοχές που προτείνεται τώρα να συμπεριληφθούν στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Τα λίγα ελαιόδενδρα που υπήρχαν χρησιμοποιούνταν κυρίως για να εφοδιάσουν τους καλλιεργητές με ελιές για δική τους κατανάλωση. Κατά την τελευταία δεκαετία, η ελαιοκαλλιέργεια γνώρισε εκτεταμένη αναζωπύρωση, ιδίως μεταξύ νέων γεωργών νεαρής ηλικίας, και φυτεύτηκαν νέοι ελαιώνες. Λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν με την πάροδο των ετών οι νέοι καλλιεργητές οι οποίοι βρίσκονται σε δήμους που δεν περιλαμβάνονται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή, η περιοχή αναθεωρήθηκε ώστε να συμπεριληφθούν και άλλοι δήμοι των οποίων το έδαφος και το κλίμα είναι κατάλληλα για την παραγωγή ενός προϊόντος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «Monte Etna».

Η σημερινή περιοχή παραγωγής αποτελείται από ένα ημικύκλιο δήμων —μόνο μερικές από τις πόλεις βρίσκονται στις πλαγιές του όρους Αίτνα— και με την προσθήκη των άλλων δήμων κλείνει ο πλήρης κύκλος, «ολοκληρώνοντας» την περιοχή παραγωγής. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να προστεθούν ορισμένα εδάφη που ανήκουν σε δήμους οι οποίοι καλύπτονται επί του παρόντος μόνο εν μέρει από τις προδιαγραφές προϊόντος.

Η τροποποίηση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι, με την πάροδο των ετών, έχει διαπιστωθεί ότι το ελαιόλαδο που παράγεται στις νέες αυτές περιοχές έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την ΠΟΠ «Monte Etna».

Απόδειξη της καταγωγής

Το σημείο σχετικά με την απόδειξη της καταγωγής, το οποίο περιλαμβάνεται στη σύνοψη αλλά όχι στην τρέχουσα έκδοση των προδιαγραφών προϊόντος, αναδιατυπώθηκε. Επιπλέον, μέρος του σημείου 4.4 της σύνοψης (απόδειξη της καταγωγής) αφορούσε πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό της ονομασίας, οι οποίες, ως εκ τούτου, έχουν μεταφερθεί στο τμήμα που αφορά τον δεσμό. Οι ειδικοί κανόνες για τη συσκευασία προστέθηκαν στο σημείο 3.5 του ενιαίου εγγράφου.

Ως εκ τούτου, όσον αφορά το κείμενο της απόδειξης της καταγωγής, θα πρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ των τελευταίων 10 γραμμών του σημείου 4.4 της δημοσιευμένης σύνοψης και του προτεινόμενου νέου άρθρου των προδιαγραφών προϊόντος.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«Η καλλιέργεια της ελιάς εισήχθη στην ανατολική Σικελία από τους Φοίνικες κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. και από τους Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η παρουσία ενεργού ηφαιστείου στην περιοχή τροφοδότησε τον μύθο γύρω από την ελαιοκαλλιέργεια: ο κύκλωπας Πολύφημος, προσωποποίηση του ηφαιστείου με το μοναδικό φλογερό μάτι του, τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με τον κορμό ενός ελαιόδενδρου. Με την πάροδο των αιώνων, η ελαιοκαλλιέργεια απέκτησε μεγάλη σημασία για την οικονομία της περιοχής.

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι φορολογούσαν βαριά το ελαιόλαδο του νησιού για να μην ανταγωνίζεται το ελαιόλαδο από την Καμπανία και το Λάτιο. Αργότερα, όταν οι Άραβες κυβερνούσαν τη Σικελία, η καλλιέργεια βελτιώθηκε και εξορθολογίστηκε χάρη στην εφευρετικότητά τους. Οι αναφορές στη σημασία της παραγωγής ελαιολάδου «Etnea» ανάγονται ήδη στο De Aetna του Pietro Bembo, το οποίο αναφέρεται στην ποιότητα και την αξία της ελαιοκαλλιέργειας γύρω από το όρος Αίτνα. Αναφορά σε αυτή την τοπική παραγωγή έγινε αργότερα στα έργα του φυσιοδίφη Lazzaro Spallanzani, των συγγραφέων Antonio Stoppani, Johann Wolfgang von Goethe και Guy de Maupassant, καθώς και πολλών άλλων.

Σε ένα ταξίδι του στη Σικελία τον Μάρτιο του 1827, ο Alexis de Tocqueville έγραψε με μεγάλο ενθουσιασμό σχετικά με το θέμα αυτό, αναφερόμενος στην ευημερία και την αφθονία που παρατηρείται στην περιοχή του όρους Αίτνα χάρη στην παρουσία αυτής της καλλιέργειας και στο γεγονός ότι η γη στην οποία καλλιεργήθηκε ήταν ιδιαίτερα γόνιμη λόγω των ιδιαίτερων ιδιοτήτων που της προσέδιδε το ηφαίστειο.

Κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ελαιόλαδο της Αίτνας ήταν γνωστό και είχε πολύ καλή φήμη μεταξύ πολλών Ιταλών και Ευρωπαίων καταναλωτών. Σημαντικές ποσότητες αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας στο Riposto, το λιμάνι που βρίσκεται πλησιέστερα στο όρος Αίτνα.

Η καλλιέργεια, η εξαγωγή και η εμφιάλωση του ελαιόλαδου πραγματοποιούνται εντός της οριοθετημένης περιοχής. Η εμφιάλωση πρέπει να πραγματοποιείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής, προκειμένου να διαφυλάσσονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του ελαιολάδου «Monte Etna», και να διασφαλίζεται ότι ο εξωτερικός φορέας ελέγχου διενεργεί τους ελέγχους του υπό την επίβλεψη των παραγωγών.

Για τους παραγωγούς, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης είναι ζωτικής σημασίας. Σύμφωνα με τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση που ακολουθούν οι κανόνες που διέπουν το καθεστώς, η ΠΟΠ τους παρέχει την ευκαιρία να βελτιώσουν το εισόδημά τους.

Επιπλέον, η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται παραδοσιακά εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Οι ελιές καλλιεργούνται εντός της περιοχής παραγωγής. Οι καλλιεργητές καταχωρίζουν τους ελαιώνες τους σε μητρώο που έχει καταρτιστεί για τον σκοπό αυτό και το οποίο πρέπει να επικαιροποιείται.

Οι διεργασίες εξαγωγής, συσκευασίας και εμφιάλωσης του ελαιόλαδου πραγματοποιούνται εντός της ίδιας οριοθετημένης περιοχής, σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις που είναι καταχωρισμένες σε ειδικό μητρώο.

Ο φορέας ελέγχου επαληθεύει τις τεχνικές απαιτήσεις που ορίζονται σε ειδικό κατάλογο ελέγχου.

Ο φορέας ελέγχου ελέγχει αν πληρούνται οι τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται στις προδιαγραφές προϊόντος για την εγγραφή στα διάφορα μητρώα και ότι τα διάφορα μέρη της αλυσίδας παραγωγής έχουν εκτελέσει όλες τις εργασίες που απαιτούνται για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του προϊόντος.

Τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 8

Απόδειξη της καταγωγής

Κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας πρέπει να παρακολουθείται και να καταγράφονται οι εισροές και οι εκροές σε κάθε στάδιο. Η ιχνηλασιμότητα εξασφαλίζεται με την καταχώριση των κτηματολογικών αγροτεμαχίων στα οποία καλλιεργείται το προϊόν, καθώς και των στοιχείων των παραγωγών, των ελαιοτριβέων και των συσκευαστών, σε καταλόγους τους οποίους διαχειρίζεται ένας ενιαίος φορέας ελέγχου, καθώς και με την τήρηση αρχείων παραγωγής και συσκευασίας.

Ο φορέας ελέγχου θα υποβάλλει κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στους καταλόγους αυτούς σε ελέγχους σύμφωνα με τις προδιαγραφές του προϊόντος και το σχετικό πρόγραμμα επιθεώρησης.»

Με την τροποποίηση αυτή παρέχεται η δυνατότητα η απόδειξη της καταγωγής να περιλαμβάνει μόνο τις σχετικές πληροφορίες και τις προδιαγραφές προϊόντος που πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τον κανονισμό.

Μέθοδος παραγωγής

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 2 των προδιαγραφών προϊόντος (Ποικιλίες ελιάς), το σημείο 4.5 της σύνοψης (Μέθοδος παραγωγής) και το σημείο 3.3 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«Η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο παραγόμενο από ελαιώνες στους οποίους η ποικιλία «Nocellara Etnea» αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 65 % της καλλιέργειας. Άλλες τοπικές ποικιλίες (οι «Moresca», «Tonda Iblea», «Ogliarola Messinese», «Biancolilla», «Brandofino» και «L’Olivo di Castiglione») μπορούν να συμπεριληφθούν στο μείγμα σε διαφορετικές αναλογίες, με ανώτατο όριο το 35 %.

Τροποποιείται ως εξής:

«Η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο παραγόμενο από ελαιώνες στους οποίους η ποικιλία «Nocellara Etnea» αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 65 % της καλλιέργειας. Το υπόλοιπο 35 % μπορεί να αποτελείται από άλλες γηγενείς καλλιεργήσιμες ποικιλίες της Σικελίας.

Η αλλαγή αυτή έχει καταστεί αναγκαία διότι ενίοτε μπορεί να βρεθούν στους ελαιώνες, ιδίως στους παραδοσιακούς, άλλες γηγενείς καλλιεργήσιμες ποικιλίες. Αυτό προκαλούσε ανέκαθεν πολλά προβλήματα ελέγχου, καθώς και μεγάλο φόρτο εργασίας για τους καλλιεργητές, καθώς τους υποχρέωνε να κρατούν χωριστά τις ελιές από ποικιλίες που δεν αναφέρονται ρητά στις προδιαγραφές, ανεξάρτητα από το πόσο μικρές είναι οι ποσότητες. Δεδομένου ότι η διακριτή προσωπικότητα του ελαιολάδου «Monte Etna» οφείλεται στην ποικιλία «Nocellara Etnea» που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 65 %, η παρουσία των άλλων γηγενών καλλιεργήσιμων ποικιλιών δεν μειώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του. Ως εκ τούτου, αποφασίσαμε να απλουστεύσουμε τις προδιαγραφές και να επιτρέψουμε σε κάθε γηγενή καλλιεργήσιμη ποικιλία της Σικελίας να αντιπροσωπεύει μέγιστο ποσοστό 35 %.

Οι τελευταίες γραμμές του πρώτου σημείου του άρθρου 4 (Χαρακτηριστικά καλλιέργειας) απαλείφονται. Η τροποποίηση αυτή επηρεάζει επίσης την περιγραφή της περιοχής που αναφέρεται στο σημείο 4.6 της σύνοψης (Δεσμός) και στο σημείο 5 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«1.

Οι περιβαλλοντικές και καλλιεργητικές συνθήκες που επικρατούν στους ελαιώνες από τους οποίους παράγεται το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να είναι οι παραδοσιακές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες πρέπει να είναι ικανές να προσδώσουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά στις ελιές και στο παραγόμενο ελαιόλαδο.

Ως εκ τούτου, οι ελαιώνες θεωρούνται κατάλληλοι μόνον εάν βρίσκονται εντός της περιοχής παραγωγής που περιγράφεται στο άρθρο 3, με γενικά υποτροπικό και ημίξηρο μεσογειακό κλίμα με μακρά, ξηρά καλοκαίρια και βροχοπτώσεις που συγκεντρώνονται το φθινόπωρο και τον χειμώνα, σε υψόμετρο μεταξύ 100 και 1 000 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, και με αμμώδη και έντονα σκελετικά εδάφη ηφαιστειακής προέλευσης σε μητρικό πέτρωμα που σχηματίζεται από την αρχαία και πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα του όρους Αίτνα.»

Τροποποιείται ως εξής:

«1.

Οι περιβαλλοντικές και καλλιεργητικές συνθήκες που επικρατούν στους ελαιώνες από τους οποίους παράγεται το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να είναι οι παραδοσιακές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες πρέπει να είναι ικανές να προσδώσουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά στις ελιές και στο παραγόμενο ελαιόλαδο. Ως εκ τούτου, οι ελαιώνες θεωρούνται κατάλληλοι μόνον εάν βρίσκονται εντός της περιοχής παραγωγής που περιγράφεται στο άρθρο 3, με γενικά υποτροπικό και ημίξηρο μεσογειακό κλίμα με μακρά, ξηρά καλοκαίρια και βροχοπτώσεις που συγκεντρώνονται το φθινόπωρο και τον χειμώνα.»

Η τροποποίηση αυτή συνίσταται στην κατάργηση των απαιτήσεων σχετικά με το υψόμετρο, δεδομένου ότι τα τελευταία δέκα χρόνια παρατηρείται τάση επίσπευσης της συγκομιδής σε ολόκληρη την επικράτεια, ανεξαρτήτως υψομέτρου. Επιπλέον, η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας εξαγωγής ελαιολάδου —κυρίως των συστημάτων δύο σταδίων ή ολοκληρωμένων συστημάτων— είναι όλο και πιο διαδεδομένη στη γεωγραφική περιοχή τα τελευταία χρόνια.

Οι δύο αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην εξάλειψη των διαφορών που υπήρχαν στα ελαιόλαδα από ελιές που καλλιεργούνται σε διαφορετικά υψόμετρα.

Το σημείο απλουστεύθηκε επίσης με την απαλοιφή ορισμένων από τις προτάσεις που περιγράφουν τη γεωγραφική περιοχή, δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές παρέχονται ήδη στο άρθρο σχετικά με τον δεσμό.

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 4 παράγραφος 3 των προδιαγραφών προϊόντος όσον αφορά την περίοδο συγκομιδής.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«4.

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ που περιγράφεται στο άρθρο 1 πρέπει να συγκομίζονται μετά την έναρξη της αλλαγής χρώματος και έως το τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Ιανουαρίου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών υψομέτρων που καλύπτει η περιοχή.»

Τροποποιείται ως εξής:

«4.

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ που περιγράφεται στο άρθρο 1 πρέπει να συγκομίζονται μετά την έναρξη αλλαγής χρώματος από θαμπό πράσινο σε στιλπνό πράσινο και έως το τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Ιανουαρίου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών υψόμετρων που καλύπτει η περιοχή.»

Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι παραγωγοί επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην παραγωγή ελαιολάδου υψηλής ποιότητας και η συγκομιδή κατά την εν λόγω χρονική στιγμή αυξάνει την περιεκτικότητα σε φαινόλες.

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6 των προδιαγραφών προϊόντος και το σημείο 4.5 τρίτο εδάφιο της σύνοψης.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«5.

Οι ελαιώνες των οποίων η καλλιέργεια χρησιμοποιείται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ “Monte Etna» δεν μπορούν να παράγουν περισσότερο από 10 000 χιλιόγραμμα ελιών ανά εκτάριο όταν χρησιμοποιούνται εντατικές τεχνικές καλλιέργειας. Η απόδοση καρπού σε ελαιόλαδο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 %.

6.

Ακόμη και σε εξαιρετικά ευνοϊκές χρονιές, η συγκομιδή πρέπει να υπόκειται σε διαδικασία προσεκτικής διαλογής και η συνολική απόδοση δεν πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 20 % τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια.

Τροποποιείται ως εξής:

«5.

Οι ελαιώνες των οποίων η καλλιέργεια χρησιμοποιείται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ “Monte Etna” δεν μπορούν να παράγουν περισσότερο από 12 000 χιλιόγραμμα ελιών ανά εκτάριο. Η απόδοση καρπού σε ελαιόλαδο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 %.»

Η πείρα που αποκτήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία έχει δείξει ότι δεν υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της απόδοσης της ελιάς ανά εκτάριο και της τήρησης των χημικών και οργανοληπτικών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 6 των προδιαγραφών προϊόντος και στο σημείο 4.2 της σύνοψης. Αυτές οι νέες αποδόσεις καθιστούν επίσης δυνατή την καλύτερη αντιμετώπιση των όλο και πιο απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν επιτείνει τις διακυμάνσεις της απόδοσης.

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 5 παράγραφος 3 των προδιαγραφών προϊόντος (Τεχνικές εξαγωγής ελαιολάδου).

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«3.

Μέχρι το στάδιο της άλεσης, οι συγκομιζόμενες ελιές πρέπει να αποθηκεύονται σε λεπτά στρώματα συσκευασμένα σε άκαμπτους και αεριζόμενους περιέκτες και να διατηρούνται σε χαμηλή σχετική υγρασία (50-60 %) και σε μέγιστη θερμοκρασία 15 °C. Δεν επιτρέπεται να διατηρούνται στην εκμετάλλευση ή στο ελαιοτριβείο για διάστημα μεγαλύτερο από 48 ώρες μετά τη συγκομιδή.»

Τροποποιείται ως εξής:

«3.

Μέχρι το στάδιο της άλεσης, οι συγκομιζόμενες ελιές πρέπει να αποθηκεύονται σε λεπτά στρώματα συσκευασμένα σε άκαμπτους και αεριζόμενους περιέκτες και να διατηρούνται σε χαμηλή υγρασία. Δεν επιτρέπεται να διατηρούνται στην εκμετάλλευση ή στο ελαιοτριβείο για διάστημα μεγαλύτερο από 48 ώρες μετά τη συγκομιδή.»

Η τροποποίηση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η χρήση εγχειριδίων ορθής πρακτικής είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των παραγωγών, πράγμα το οποίο οδήγησε στην απόφαση να απαλειφθούν οι τιμές υγρασίας και θερμοκρασίας που καθορίζονται επί του παρόντος στις προδιαγραφές.

Με την πάροδο των ετών, οι απαιτήσεις αυτές έχουν αυξήσει τόσο το έργο των επιθεωρήσεων όσο και τον φόρτο συμμόρφωσης για τους παραγωγούς.

Δεσμός

Η συγκεκριμένη τροποποίηση αφορά το άρθρο 9 των προδιαγραφών προϊόντος και το σημείο 5 του ενιαίου εγγράφου.

Ο δεσμός που περιγράφεται στη σύνοψη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχει τις πληροφορίες που παρέχονται εν μέρει στο σημείο 4.4 και εν μέρει στο σημείο 4.6. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη νέα έκδοση θα πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένων υπόψη των πρώτων εδαφίων των σημείων 4.4 και 4.6 της σύνοψης.

Ο δεσμός αναδιατυπώθηκε, χωρίς αλλαγές στο πρώτο μέρος που αντιστοιχεί στα εδάφια του σημείου 4.4. της σύνοψης σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο, ενώ το δεύτερο μέρος, που αντιστοιχεί στο σημείο 4.6 σχετικά με τα χαρακτηριστικά του εδάφους, το κλίμα και την ιδιαιτερότητα του προϊόντος, αναδιατυπώθηκε.

Ως εκ τούτου, ο δεσμός (άρθρο 9 των προδιαγραφών προϊόντος και σημείο 5 του ενιαίου εγγράφου) αναδιατυπώθηκε ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάρτιση του ενιαίου εγγράφου.

Ειδικότερα, η νέα έκδοση λαμβάνει επίσης υπόψη τις προτεινόμενες αλλαγές στη γεωγραφική περιοχή. Απαλείφονται οι αναφορές στις πλαγιές του όρους Αίτνα, οι οποίες αφορούν την ελαιοκαλλιέργεια αλλά δεν είναι πλέον κατάλληλες λόγω της επέκτασης της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«Η καλλιέργεια της ελιάς εισήχθη στην ανατολική Σικελία από τους Φοίνικες κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. και από τους Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η παρουσία ενεργού ηφαιστείου στην περιοχή τροφοδότησε τον μύθο γύρω από την ελαιοκαλλιέργεια: ο κύκλωπας Πολύφημος, προσωποποίηση του ηφαιστείου με το μοναδικό φλογερό μάτι του, τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με τον κορμό ενός ελαιόδενδρου. Με την πάροδο των αιώνων, η ελαιοκαλλιέργεια απέκτησε μεγάλη σημασία για την οικονομία της περιοχής.

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι φορολογούσαν βαριά το ελαιόλαδο του νησιού για να μην ανταγωνίζεται το ελαιόλαδο από την Καμπανία και το Λάτιο.

Αργότερα, όταν οι Άραβες κυβερνούσαν τη Σικελία, η καλλιέργεια βελτιώθηκε και εξορθολογίστηκε χάρη στην εφευρετικότητά τους. Οι αναφορές στη σημασία της παραγωγής ελαιολάδου “Etnea” ανάγονται ήδη στο De Aetna του Pietro Bembo, το οποίο αναφέρεται στην ποιότητα και την αξία της ελαιοκαλλιέργειας γύρω από το όρος Αίτνα. Αναφορά σε αυτή την τοπική παραγωγή έγινε αργότερα στα έργα του φυσιοδίφη Lazzaro Spallanzani, των συγγραφέων Antonio Stoppani, Johann Wolfgang von Goethe και Guy de Maupassant, καθώς και πολλών άλλων.

Σε ένα ταξίδι του στη Σικελία τον Μάρτιο του 1827, ο Alexis de Tocqueville έγραψε με μεγάλο ενθουσιασμό σχετικά με το θέμα αυτό, αναφερόμενος στην ευημερία και την αφθονία που παρατηρείται στην περιοχή του όρους Αίτνα χάρη στην παρουσία αυτής της καλλιέργειας και στο γεγονός ότι η γη στην οποία καλλιεργήθηκε ήταν ιδιαίτερα γόνιμη λόγω των ιδιαίτερων ιδιοτήτων που της προσέδιδε το ηφαίστειο.

Κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ελαιόλαδο της Αίτνας ήταν γνωστό και είχε πολύ καλή φήμη μεταξύ πολλών Ιταλών και Ευρωπαίων καταναλωτών. Σημαντικές ποσότητες αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας στο Riposto, το λιμάνι που βρίσκεται πλησιέστερα στο όρος Αίτνα.

Η οριοθετημένη περιοχή είναι μια ορεινή περιοχή σε υψόμετρο μεταξύ 100 και 1 000 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Αποτελεί τμήμα του ηφαιστειογενούς ορεινού τοπίου του όρους Αίτνα, και ειδικότερα των πλαγιών στις βόρειες, δυτικές και νότιες πλευρές του ηφαιστείου. Στην ανατολική πλευρά του ηφαιστείου δεν καλλιεργούνται ελιές. Το τοπικό μικροκλίμα που απαντά στην εν λόγω οριοθετημένη περιοχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ορεινό μεσογειακό κλίμα. Σε συνδυασμό με το είδος της γης —ηφαιστειακή γη, με το μητρικό πέτρωμα να σχηματίζεται από τις αρχαίες και πιο πρόσφατες εκρήξεις του όρους Αίτνα, και με αμμώδη και εξαιρετικά σκελετικά εδάφη— το μικροκλίμα προσδίδει στο προϊόν τα μοναδικά χαρακτηριστικά που μπορούν να παρατηρηθούν κατά τις φυσικές, χημικές και οργανοληπτικές δοκιμές. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση του ελαιολάδου “Monte Etna” σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, οι οποίες αποδίδονται στην περιοχή προέλευσής του. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από δοκιμές σύγκρισης του “Monte Etna” με ελαιόλαδα από παρακείμενες περιοχές.

Οι διαφορές αυτές είναι αρκετά σαφείς ώστε να μπορούμε να αποδώσουμε τα χημικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου στη γεωγραφική προέλευσή του.

Λόγω των χαρακτηριστικών του εδάφους και του κλίματος, τα φυτικά αυτά είδη χρειάστηκε να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν σε διακριτές τοπικές ποικιλίες και οικότυπους. Αυτό ισχύει για την ποικιλία “Nocellara Etnea”, η οποία κυριαρχεί στην περιοχή.

Η ελαιοκαλλιέργεια αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας για τον γεωργικό τομέα της περιοχής, ιδίως λόγω της αντοχής του ελαιόδενδρου σε ημιάνυδρα περιβάλλοντα που του επιτρέπει να καρποφορήσει σε ηφαιστειογενή εδάφη, και εν μέρει λόγω της επίδρασης της καλλιέργειας αυτής στην οικονομία των οικογενειών της υπαίθρου.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το ελαιόλαδο της περιοχής αυτής αναφέρεται ως “ελαιόλαδο ορεινής παραγωγής” προκειμένου να διακρίνεται από τα ελαιόλαδα που παράγονται στις γύρω περιοχές.

Το προϊόν απευθύνεται σε καταναλωτές οι οποίοι, αναγνωρίζοντας την ποιότητα και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του, πληρώνουν γι’ αυτό 20-25 % πάνω από την τιμή της αγοράς.»

Τροποποιείται ως εξής:

«Η καλλιέργεια της ελιάς εισήχθη στην ανατολική Σικελία από τους Φοίνικες κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. και από τους Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η παρουσία ενεργού ηφαιστείου στην περιοχή τροφοδότησε τον μύθο γύρω από την ελαιοκαλλιέργεια: ο κύκλωπας Πολύφημος, προσωποποίηση του ηφαιστείου με το μοναδικό φλογερό μάτι του, τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με τον κορμό ενός ελαιόδενδρου. Με την πάροδο των αιώνων, η ελαιοκαλλιέργεια απέκτησε μεγάλη σημασία για την οικονομία της περιοχής.

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι φορολογούσαν βαριά το ελαιόλαδο του νησιού για να μην ανταγωνίζεται το ελαιόλαδο από την Καμπανία και το Λάτιο.

Αργότερα, όταν οι Άραβες κυβερνούσαν τη Σικελία, η καλλιέργεια βελτιώθηκε και εξορθολογίστηκε χάρη στην εφευρετικότητά τους. Οι αναφορές στη σημασία της παραγωγής ελαιολάδου “Etnea” ανάγονται ήδη στο De Aetna του Pietro Bembo, το οποίο αναφέρεται στην ποιότητα και την αξία της ελαιοκαλλιέργειας γύρω από το όρος Αίτνα. Αναφορά σε αυτή την τοπική παραγωγή έγινε αργότερα στα έργα του φυσιοδίφη Lazzaro Spallanzani, των συγγραφέων Antonio Stoppani, Johann Wolfgang von Goethe και Guy de Maupassant, καθώς και πολλών άλλων.

Σε ένα ταξίδι του στη Σικελία τον Μάρτιο του 1827, ο Alexis de Tocqueville έγραψε με μεγάλο ενθουσιασμό σχετικά με το θέμα αυτό, αναφερόμενος στην ευημερία και την αφθονία που παρατηρείται στην περιοχή του όρους Αίτνα χάρη στην παρουσία αυτής της καλλιέργειας και στο γεγονός ότι η γη στην οποία καλλιεργήθηκε ήταν ιδιαίτερα γόνιμη λόγω των ιδιαίτερων ιδιοτήτων που της προσέδιδε το ηφαίστειο.

Κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ελαιόλαδο της Αίτνας ήταν γνωστό και είχε πολύ καλή φήμη μεταξύ πολλών Ιταλών και Ευρωπαίων καταναλωτών. Σημαντικές ποσότητες αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας στο Riposto, το λιμάνι που βρίσκεται πλησιέστερα στο όρος Αίτνα.

Ο δεσμός με την περιοχή οφείλεται κυρίως στη χρήση γηγενών καλλιεργήσιμων ποικιλιών —και κυρίως της “Nocellara Etnea”—, οι οποίες παράγουν εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να αναπαραχθούν σε άλλες εδαφοκλιματικές συνθήκες.

Η ποικιλία “Nocellara Etnea” αποτελεί σημαντικό μέρος του γεωργικού τοπίου σε μεγάλο μέρος της οριοθετημένης περιοχής παραγωγής για την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης “Monte Etna”. Η ύπαρξη των άλλων μη επικρατουσών καλλιεργητικών ποικιλιών στην οριοθετημένη περιοχή δικαιολογείται επειδή λειτουργούν, αφενός, ως επικονιαστές της κύριας ποικιλίας και, αφετέρου, ως τρόπος διαφοροποίησης της προσφοράς, ως δεύτερη επιλογή σε σχέση με την ποικιλία “Nocellara Etnea”. Με την πάροδο του χρόνου, ορισμένες από αυτές τις μη επικρατούσες καλλιεργητικές ποικιλίες έχουν υποστεί φαινοτυπικές αλλαγές, οι οποίες τις καθιστούν μοναδικές, εντελώς διαφορετικές από οτιδήποτε άλλο απαντά σε παρακείμενες περιοχές. Όλα αυτά έχουν συμβάλει στη βελτίωση της βιοποικιλότητας στην οριοθετημένη περιοχή.

Η γεωγραφική περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα ηφαιστειογενές υπόστρωμα εδάφους που σχηματίζεται από βασάλτη, ένα έκχυτο πέτρωμα το οποίο, μετά από αιώνες διάβρωσης και έκπλυσης, σε συνδυασμό με την εμφάνιση αυτοφυούς χλωρίδας και μικροβιακής πανίδας, έχει μετατρέψει τους επιφανειακούς ορίζοντες που βρίσκονται σε αυτό το μητρικό υλικό σε γόνιμο έδαφος, με όλα τα διακριτικά χαρακτηριστικά του αρχικού μητρικού πετρώματος.

Τα εδάφη χαρακτηρίζονται από σκληρή υφή, είναι ελαφρώς αλκαλικά, καλώς αεριζόμενα και εξαιρετικά διαπερατά, αποτελώντας ιδανικό οικότοπο για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη των ελαιοδένδρων. Οι συνθήκες αυτές προσδίδουν στα παραγόμενα ελαιόλαδα της ΠΟΠ “Monte Etna” τα μοναδικά χαρακτηριστικά τους, ένα ιδιαίτερο οσφρητικό και γευστικό προφίλ που αντικατοπτρίζει το σύνολο της περιοχής προέλευσης, με ιδιαίτερα αισθητές χλοώδεις νότες αγκινάρας και άγουρης ντομάτας και σαφείς νότες πικραμύγδαλου, συνοδευόμενο από έναν αρμονικό συνδυασμό πικρού και πικάντικου που καθιστά το ελαιόλαδο ευχάριστο στους γευστικούς κάλυκες.

Στις πλαγιές της Αίτνας, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας μπορεί να υπερβαίνει τους 20-25 βαθμούς. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το μοναδικό ηφαιστειογενές έδαφος, προσδίδει μια γεύση πικάντικου στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο ΠΟΠ “Monte Etna”. Οι προσβολές από δάκο είναι εξαιρετικά σπάνιες σε αυτό το περιβάλλον και οι ελιές έχουν τραγανή και σφικτή σάρκα. Πρόκειται για μοναδικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Τα ελαιόλαδα αποκτούν ορισμένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά λόγω των κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή της Αίτνας.

Ως εκ τούτου, η περιοχή παραγωγής συνδέεται στενά με τα χαρακτηριστικά της ΠΟΠ “Monte Etna”. Ευρήματα πολλών ερευνών δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση του ελαιολάδου “Monte Etna” σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, οι οποίες αποδίδονται στην περιοχή προέλευσής του. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από δοκιμές σύγκρισης του “Monte Etna” με ελαιόλαδα από παρακείμενες περιοχές.

Οι διαφορές αυτές είναι αρκετά σαφείς ώστε να αποδώσουμε τα χημικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου στη γεωγραφική προέλευσή του. Λόγω των χαρακτηριστικών του εδάφους και του κλίματος, τα φυτικά αυτά είδη χρειάστηκε να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν σε διακριτές τοπικές ποικιλίες και οικότυπους. Αυτό ισχύει για την ποικιλία “Nocellara Etnea”, η οποία κυριαρχεί στην περιοχή.

Από κοινωνικοοικονομική άποψη, η ελαιοκαλλιέργεια ήταν ανέκαθεν στο επίκεντρο της προσοχής και της εργασίας των τοπικών γεωργών. Ακόμη και όταν αναμειγνυόταν σε άλλες καλλιέργειες, το ελαιόδενδρο διαδραμάτιζε ηγετικό ρόλο στην αγροτική οικονομία. Η ελαιοκαλλιέργεια και η σημασία της εξελίσσονται συνεχώς χάρη στην αφοσίωση πολλών επιχειρηματιών και καλλιεργητών που επενδύουν τους πόρους τους στη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην ανάκαμψη και τη διατήρηση μιας περιοχής που κάποτε θεωρείτο καταδικασμένη σε φτωχοποίηση και εγκατάλειψη.

Σε συνδυασμό με την επίδραση των βελτιωμένων τεχνικών καλλιέργειας και μεταποίησης, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελαιοκαλλιέργεια στην περιοχή της Αίτνας να εξελιχθεί από περιθωριακή καλλιέργεια σε μεικτά συστήματα καλλιέργειας σε εξειδικευμένη καλλιέργεια, να καταστεί σημαντική για την περιοχή και να παράγει ελαιόλαδο με εξαιρετικά οργανοληπτικά και χημικά χαρακτηριστικά, τα οποία εκτιμούν οι τοπικοί καταναλωτές αλλά και οι καταναλωτές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου “Monte Etna” πρέπει να συγκομίζονται μόλις το χρώμα τους αρχίσει να αλλάζει από θαμπό πράσινο σε στιλπνό πράσινο. Η συγκομιδή σε αυτό το στάδιο της φαινολογικής ανάπτυξης αυξάνει την περιεκτικότητα του ελαιοκάρπου σε φαινόλες και ενισχύει τα χαρακτηριστικά του “Monte Etna”, όπως οι σαφείς και έντονες χλοώδεις νότες του, η ισορροπημένη πικρή γεύση του σε συνδυασμό με μια ευχάριστη πικάντικη γεύση, η χαμηλή οξύτητα και η αξιοσημείωτη περιεκτικότητά του σε πολυφαινόλες.

Ολόκληρη η περιοχή του όρους Αίτνα προσφέρεται για την καλλιέργεια ελαιοδένδρων, τα οποία είναι παρόντα σε ολόκληρη την περιοχή, και ιδίως στις εκτάσεις που βρίσκονται στη μέση λοφοπλαγιάς.

Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών σημειώθηκε σημαντική αλλαγή γενεών και εμφανίστηκε σημαντικός αριθμός νέων παραγόντων, οι οποίοι προέρχονταν από άλλους κλάδους παραγωγής και επαγγελματικούς κλάδους, και οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την ευρεία επιτυχία της ΠΟΠ για να επενδύσουν στην παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ “Monte Etna”.»

Δεν υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές στο τμήμα που αφορά τον δεσμό, καθώς τα ουσιώδη στοιχεία της τρέχουσας έκδοσης παραμένουν αμετάβλητα στην προτεινόμενη νέα έκδοση. Ειδικότερα, τα σημαντικότερα στοιχεία του δεσμού, όπως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εδάφους γύρω από το όρος Αίτνα, το τυπικό κλίμα της περιοχής και η επικρατούσα χρήση της ποικιλίας «Nocellara Etnea», τα οποία καθορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος, παραμένουν θεμελιώδη για τον δεσμό μεταξύ της ΠΟΠ «Monte Etna» και της γεωγραφικής περιοχής.

Επισήμανση

Η συγκεκριμένη τροποποίηση αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 3 (Ονομασία και παρουσίαση) των προδιαγραφών προϊόντος, επί του παρόντος σημείο 3.6 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«3.

Οι επωνυμίες των επιχειρήσεων, των εκμεταλλεύσεων και των κτημάτων, οι τοποθεσίες τους και οι αναφορές στο προϊόν που συσκευάζεται σε εκμετάλλευση, ένωση εκμεταλλεύσεων ή επιχείρηση που βρίσκεται στην περιοχή παραγωγής μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον εάν το προϊόν παράγεται αποκλειστικά από ελιές που συγκομίζονται από ελαιώνες της εν λόγω επιχείρησης και οι διαδικασίες εξαγωγής και συσκευασίας του ελαιολάδου πραγματοποιούνται επίσης στις εγκαταστάσεις της ίδιας επιχείρησης.»

Τροποποιείται ως εξής:

«3.

Η χρήση των επωνυμιών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, καθώς και η αναφορά στη συσκευασία σε ελαιοκομική εκμετάλλευση ή επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή παραγωγής, επιτρέπεται μόνον εάν το προϊόν έχει ληφθεί αποκλειστικά από ελιές που έχουν συγκομιστεί από ελαιώνες οι οποίοι αποτελούν τμήμα της επιχείρησης.»

Η τροποποίηση αυτή προκύπτει από την ανάγκη απλούστευσης των τρόπων με τους οποίους μπορούν να αναφέρονται στην επισήμανση τα ονόματα των εκμεταλλεύσεων. Με την προτεινόμενη νέα έκδοση, ακόμη και μικρές εκμεταλλεύσεις που δεν διαθέτουν δικές τους εγκαταστάσεις εξαγωγής και συσκευασίας ελαιολάδου μπορούν να αναφέρονται στις ετικέτες του ελαιολάδου, εάν όλες οι ελιές έχουν καλλιεργηθεί στην εν λόγω εκμετάλλευση.

Η τροποποίηση αυτή αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 8 (Ονομασία και παρουσίαση) των προδιαγραφών προϊόντος και το σημείο 4.8 της σύνοψης, επί του παρόντος σημείο 3.6 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«8.

Επίσης αναγράφεται υποχρεωτικά το έτος παραγωγής του ελαιοκάρπου που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του ελαιολάδου.»

Τροποποιείται ως εξής:

«8.

Στην ετικέτα πρέπει να αναγράφεται η ελαιοκομική περίοδος (με αναφορά σε δύο ημερολογιακά έτη) κατά τη διάρκεια της οποίας καλλιεργήθηκαν οι ελιές από τις οποίες παράχθηκε το ελαιόλαδο.»

Δεδομένου ότι η περίοδος συγκομιδής μπορεί να διαρκέσει έως το δεύτερο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, η ελαιοκομική περίοδος εκτείνεται πάντοτε σε δύο διαφορετικά έτη. Ως εκ τούτου, για λόγους ακρίβειας, οι ετικέτες πρέπει να αναφέρουν την περίοδο κατά την οποία καλλιεργήθηκαν οι ελιές από τις οποίες παράχθηκε το ελαιόλαδο.

Άλλο

Συσκευασία

Η συγκεκριμένη τροποποίηση αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 7 των προδιαγραφών προϊόντος σχετικά με το είδος των επιτρεπόμενων υλικών, επί του παρόντος σημείο 3.5 του ενιαίου εγγράφου.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«7.

Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που περιγράφεται στο άρθρο 1 πρέπει να διατίθεται στο εμπόριο σε δοχεία από σκουρόχρωμο γυαλί, ανοξείδωτο χάλυβα ή κασσίτερο, μέγιστης χωρητικότητας 5 λίτρων.»

Τροποποιείται ως εξής:

«7.

Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης που περιγράφεται στο άρθρο 1 πρέπει να διατίθεται στο εμπόριο σε δοχεία από γυαλί ή κασσίτερο ή σε οποιοδήποτε άλλο δοχείο κατάλληλο για τη συντήρηση του ελαιολάδου, μέγιστης χωρητικότητας 5 λίτρων.»

Σκοπός της τροποποίησης αυτής είναι να δοθεί η δυνατότητα στους παραγωγούς να χρησιμοποιούν άλλα δοχεία πέραν αυτών που προβλέπονται επί του παρόντος στις προδιαγραφές, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε διαφορετικές απαιτήσεις της αγοράς.

Οι κανόνες εμφιάλωσης τροποποιήθηκαν.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«Η καλλιέργεια, η εξαγωγή και η εμφιάλωση του ελαιολάδου πραγματοποιούνται εντός της οριοθετημένης περιοχής. Η εμφιάλωση πρέπει να πραγματοποιείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής, προκειμένου να διαφυλάσσονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του ελαιολάδου “Monte Etna”, και να διασφαλίζεται ότι ο εξωτερικός φορέας ελέγχου διενεργεί τους ελέγχους του υπό την επίβλεψη των παραγωγών.»

Τροποποιείται ως εξής:

«Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης “Monte Etna” πρέπει να συσκευάζεται εντός της γεωγραφικής περιοχής όπως οριοθετείται στο σημείο 4.»

Η απαίτηση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί ότι η πρώτη ύλη και το ίδιο το ελαιόλαδο μετακινούνται όσο το δυνατόν λιγότερο. Ακόμη και η μεταφορά ελαιολάδου χύμα σε δεξαμενές είχε ως αποτέλεσμα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, να επέλθουν μικρές χημικές αλλαγές που με τη σειρά τους οδήγησαν σε ιδιαιτέρως πιο σημαντικές οργανοληπτικές αλλαγές. Το ελαιόλαδο είναι εξαιρετικά ευαίσθητο σε αρωματικές παρεμβολές που μπορεί να προκληθούν από το εσωτερικό περιβάλλον της δεξαμενής στην οποία μεταφέρεται.

Αυτό επιτρέπει επίσης στον φορέα ελέγχου να διασφαλίζει ότι μπορούν να διενεργούνται κατάλληλοι έλεγχοι καθ «όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παραγωγής και συσκευασίας, πράγμα το οποίο συμβάλλει επίσης στη διατήρηση των τυπικών χαρακτηριστικών της ΠΟΠ και στη διασφάλιση της παρακολούθησης και της ιχνηλασιμότητας.»

Η τροποποίηση αυτή παρέχει περαιτέρω αιτιολόγηση για τον περιορισμό της εμφιάλωσης στην οριοθετημένη περιοχή.

Φορέας ελέγχου

Στις προδιαγραφές προϊόντος προστέθηκε ειδικό άρθρο για το θέμα αυτό, καθώς δεν υπήρχε. Δεδομένου ότι ο φορέας ελέγχου έχει αλλάξει, το σημείο 4.7 της σύνοψης διορθώθηκε ώστε να αντικατοπτρίζει το γεγονός αυτό.

Το υφιστάμενο κείμενο έχει ως εξής:

«Επωνυμία: Agroqualità SARL

Διεύθυνση: Piazza Sallusti, 21, 1-00187 Ρώμη»

Τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 10

Έλεγχοι

Όπως απαιτείται από τη νομοθεσία της ΕΕ, η συμμόρφωση του προϊόντος με τις προδιαγραφές προϊόντος ελέγχεται από φορέα ελέγχου. Ο επιλεγμένος φορέας ελέγχου είναι η Agroqualità (Viale Cesare Pavese, 305, 00144 Ρώμη· Email: agroqualita@agroqualita.it· Τηλ. 06 54228675· Φαξ 06 54228692).»

ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

«Monte Etna»

Αριθ. ΕΕ: PDO-IT-0060-AM01 – 17 Ιουλίου 2019

ΠΟΠ (X) ΠΓΕ ( )

1.   Ονομασία/-ες [ΠΟΠ ή ΠΓΕ]

«Monte Etna»

2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα

Ιταλία

3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου

3.1.   Τύπος προϊόντος [όπως στο παράρτημα XI]

Κλάση 1.5. Έλαια και λίπη (βούτυρο, μαργαρίνη, λάδι κ.λπ.)

3.2.   Περιγραφή του προϊόντος που φέρει την προβλεπόμενη στο σημείο 1 ονομασία

Κατά τη διάθεσή του στην κατανάλωση, το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Χρώμα: κίτρινο έως πράσινο ανάλογα με την ωρίμαση της ελιάς.

Χημική αξιολόγηση

Οξύτητα (εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ): κατ’ ανώτατο όριο 0,5 %

Αριθμός υπεροξειδίων που δεν υπερβαίνει τα 12 meq O2 ανά kg.

Περιεκτικότητα σε λινελαϊκό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 13,50 %.

Περιεκτικότητα σε λινολενικό οξύ κατ’ ανώτατο όριο 0,9 %.

Ολικές πολυφαινόλες > 120 ppm.

Οργανοληπτική εξέταση

 

Εύρος διάμεσων τιμών Ελάχιστο/Μέγιστο

 

Ώριμο φρουτώδες > 2 < 6

 

Άγουρο φρουτώδες > 2 < 6

 

Νότες χόρτου και/ή ντομάτας και/ή αγκινάρας > 2 < 5

 

Πικρό > 2 < 6

 

Πικάντικο > 2 < 6

 

Δεν επιτρέπονται οργανοληπτικά ελαττώματα (η διάμεση τιμή ελαττωμάτων πρέπει να είναι ίση με μηδέν).

3.3.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης) και πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα)

Η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο παραγόμενο από ελιές που καλλιεργούνται σε ελαιώνες στους οποίους η ποικιλία «Nocellara Etnea» αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 65 % της καλλιέργειας. Το υπόλοιπο 35 % μπορεί να αποτελείται από άλλες γηγενείς καλλιεργήσιμες ποικιλίες της Σικελίας.

3.4.   Ειδικά στάδια της παραγωγής τα οποία πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής

Όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής, δηλαδή η καλλιέργεια, η συγκομιδή και η εξαγωγή του ελαιόλαδου, πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

3.5.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ. του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να συσκευάζεται εντός της γεωγραφικής περιοχής όπως οριοθετείται στο σημείο 4.

Η απαίτηση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί ότι η πρώτη ύλη και το ίδιο το ελαιόλαδο μετακινούνται όσο το δυνατόν λιγότερο. Ακόμη και η μεταφορά ελαιολάδου χύμα σε δεξαμενές είχε ως αποτέλεσμα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, να επέλθουν μικρές χημικές αλλαγές που με τη σειρά τους οδήγησαν σε ιδιαιτέρως πιο σημαντικές οργανοληπτικές αλλαγές. Το ελαιόλαδο είναι εξαιρετικά ευαίσθητο σε αρωματικές παρεμβολές που μπορεί να προκληθούν από το εσωτερικό περιβάλλον της δεξαμενής στην οποία μεταφέρεται.

Αυτό επιτρέπει επίσης στον φορέα ελέγχου να διασφαλίζει ότι μπορούν να διενεργούνται κατάλληλοι έλεγχοι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παραγωγής και συσκευασίας, πράγμα το οποίο συμβάλλει επίσης στη διατήρηση των τυπικών χαρακτηριστικών της ΠΟΠ και στη διασφάλιση της παρακολούθησης και της ιχνηλασιμότητας.

Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να διατίθεται στο εμπόριο σε δοχεία από γυαλί ή κασσίτερο ή σε οποιοδήποτε άλλο δοχείο κατάλληλο για τη συντήρηση του ελαιολάδου, μέγιστης χωρητικότητας 5 λίτρων.

3.6.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

Η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα με ευανάγνωστους και ανεξίτηλους χαρακτήρες, οι οποίοι είναι τουλάχιστον διπλάσιοι σε μέγεθος από κάθε άλλη ένδειξη, με χρώμα που διακρίνεται με σαφήνεια από το χρώμα της ετικέτας, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ονομασία αυτή διακρίνεται σαφώς από όλες τις άλλες πληροφορίες της ετικέτας. Στην ετικέτα πρέπει να αναγράφεται η ελαιοκομική περίοδος (με αναφορά σε δύο ημερολογιακά έτη) κατά τη διάρκεια της οποίας καλλιεργήθηκαν οι ελιές από τις οποίες παράχθηκε το ελαιόλαδο.

Στην προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» δεν μπορεί να προστεθεί καμία ένδειξη περιγραφής που δεν προβλέπεται ρητά. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα επίθετα fine («φίνο»), scelto («επίλεκτο»), selezionato («επιλεγμένο») και superiore («ανώτερο»). Επιτρέπεται η χρήση, εφόσον είναι αληθή στοιχεία, ονομάτων, εταιρικών επωνυμιών, εμπορικών επωνυμιών κ.λπ. εφόσον δεν έχουν εγκωμιαστικό χαρακτήρα και δεν είναι πιθανόν να παραπλανήσουν τον καταναλωτή. Η χρήση των επωνυμιών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, καθώς και η αναφορά στη συσκευασία σε ελαιοκομική εκμετάλλευση ή επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή παραγωγής, επιτρέπεται μόνον εάν το προϊόν έχει ληφθεί αποκλειστικά από ελιές που έχουν συγκομιστεί από ελαιώνες οι οποίοι αποτελούν τμήμα της επιχείρησης. Εάν χρησιμοποιείται οποιαδήποτε άλλη γεωγραφική ονομασία για να υποδηλώσει τον δήμο, την περιοχή, το κτήμα ή την εκμετάλλευση από την οποία προέρχεται το ελαιόλαδο, πρέπει να αναγράφεται με χαρακτήρες που δεν υπερβαίνουν το ήμισυ του μεγέθους των χαρακτήρων που χρησιμοποιούνται για την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna».

4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna» πρέπει να καλλιεργούνται σε ελαιώνες κατάλληλους για την παραγωγή ελαιολάδου που πληροί τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στο σημείο 3.2, οι οποίοι βρίσκονται σε οποιονδήποτε από τους ακόλουθους δήμους εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας της Σικελίας:

 

Επαρχία της Κατάνιας:

Το σύνολο των δήμων (περιοχή εντός των διοικητικών ορίων τους) Adrano, Belpasso, Biancavilla, Bronte, Camporotondo Etneo, Castiglione di Sicilia, Maletto, Maniace, Motta Sant’Anastasia, Paternò, Ragalna, Randazzo, Santa Maria di Licodia, San Pietro Clarenza, Misterbianco, Acireale, Aci Sant’Antonio, Aci Bonaccorsi, Aci Catena, Aci Castello, Calatabiano, Catania, Fiumefreddo di Sicilia, Giarre, Gravina di Catania, Linguaglossa, Mascali, Mascalucia, Milo, Nicolosi, Pedara, Piedimonte Etneo, Sant’Agata li Battiati, Sant’Alfio, San Giovanni La Punta, San Gregorio di Catania, Santa Venerina, Trecastagni, Tremestieri Etneo, Valverde, Viagrande, Zafferana Etnea και Riposto.

 

Επαρχία της Έννας:

Δήμος Centuripe.

 

Επαρχία της Μεσσήνης:

Malvagna, Mojo Alcantara, Roccella Valdemone και Santa Domenica Vittoria.

5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή

Η καλλιέργεια της ελιάς εισήχθη στην ανατολική Σικελία από τους Φοίνικες κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. και από τους Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η παρουσία ενεργού ηφαιστείου στην περιοχή τροφοδότησε τον μύθο γύρω από την ελαιοκαλλιέργεια: ο κύκλωπας Πολύφημος, προσωποποίηση του ηφαιστείου με το μοναδικό φλογερό μάτι του, τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με τον κορμό ενός ελαιόδενδρου. Με την πάροδο των αιώνων, η ελαιοκαλλιέργεια απέκτησε μεγάλη σημασία για την οικονομία της περιοχής.

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι φορολογούσαν βαριά το ελαιόλαδο του νησιού για να μην ανταγωνίζεται το ελαιόλαδο από την Καμπανία και το Λάτιο.

Αργότερα, όταν οι Άραβες κυβερνούσαν τη Σικελία, η καλλιέργεια βελτιώθηκε και εξορθολογίστηκε χάρη στην εφευρετικότητά τους. Οι αναφορές στη σημασία της παραγωγής ελαιολάδου «Etnea» ανάγονται ήδη στο De Aetna του Pietro Bembo, το οποίο αναφέρεται στην ποιότητα και την αξία της ελαιοκαλλιέργειας γύρω από το όρος Αίτνα. Αναφορά σε αυτή την τοπική παραγωγή έγινε αργότερα στα έργα του φυσιοδίφη Lazzaro Spallanzani, των συγγραφέων Antonio Stoppani, Johann Wolfgang von Goethe και Guy de Maupassant, καθώς και πολλών άλλων.

Σε ένα ταξίδι του στη Σικελία τον Μάρτιο του 1827, ο Alexis de Tocqueville έγραψε με μεγάλο ενθουσιασμό σχετικά με το θέμα αυτό, αναφερόμενος στην ευημερία και την αφθονία που παρατηρείται στην περιοχή του όρους Αίτνα χάρη στην παρουσία αυτής της καλλιέργειας και στο γεγονός ότι η γη στην οποία καλλιεργήθηκε ήταν ιδιαίτερα γόνιμη λόγω των ιδιαίτερων ιδιοτήτων που της προσέδιδε το ηφαίστειο.

Κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ελαιόλαδο της Αίτνας ήταν γνωστό και είχε πολύ καλή φήμη μεταξύ πολλών Ιταλών και Ευρωπαίων καταναλωτών. Σημαντικές ποσότητες αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας στο Riposto, το λιμάνι που βρίσκεται πλησιέστερα στο όρος Αίτνα.

Ο δεσμός με την περιοχή οφείλεται κυρίως στη χρήση γηγενών καλλιεργήσιμων ποικιλιών —και κυρίως της «Nocellara Etnea»—, οι οποίες παράγουν εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να αναπαραχθούν σε άλλες εδαφοκλιματικές συνθήκες.

Η ποικιλία «Nocellara Etnea» αποτελεί σημαντικό μέρος του γεωργικού τοπίου σε μεγάλο μέρος της οριοθετημένης περιοχής παραγωγής για την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Monte Etna». Η ύπαρξη των άλλων μη επικρατουσών καλλιεργητικών ποικιλιών στην οριοθετημένη περιοχή δικαιολογείται επειδή λειτουργούν, αφενός, ως επικονιαστές της κύριας ποικιλίας και, αφετέρου, ως τρόπος διαφοροποίησης της προσφοράς, ως δεύτερη επιλογή σε σχέση με την ποικιλία «Nocellara Etnea». Με την πάροδο του χρόνου, ορισμένες από αυτές τις μη επικρατούσες καλλιεργητικές ποικιλίες έχουν υποστεί φαινοτυπικές αλλαγές, οι οποίες τις καθιστούν μοναδικές, εντελώς διαφορετικές από οτιδήποτε άλλο απαντά σε παρακείμενες περιοχές. Όλα αυτά έχουν συμβάλει στη βελτίωση της βιοποικιλότητας στην οριοθετημένη περιοχή.

Η γεωγραφική περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα ηφαιστειογενές υπόστρωμα εδάφους που σχηματίζεται από βασάλτη, ένα έκχυτο πέτρωμα το οποίο, μετά από αιώνες διάβρωσης και έκπλυσης, σε συνδυασμό με την εμφάνιση αυτοφυούς χλωρίδας και μικροβιακής πανίδας, έχει μετατρέψει τους επιφανειακούς ορίζοντες που βρίσκονται σε αυτό το μητρικό υλικό σε γόνιμο έδαφος, με όλα τα διακριτικά χαρακτηριστικά του αρχικού μητρικού πετρώματος.

Τα εδάφη χαρακτηρίζονται από σκληρή υφή, είναι ελαφρώς αλκαλικά, καλώς αεριζόμενα και εξαιρετικά διαπερατά, αποτελώντας ιδανικό οικότοπο για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη των ελαιοδένδρων. Οι συνθήκες αυτές προσδίδουν στα παραγόμενα ελαιόλαδα της ΠΟΠ «Monte Etna» τα μοναδικά χαρακτηριστικά τους, ένα ιδιαίτερο οσφρητικό και γευστικό προφίλ που αντικατοπτρίζει το σύνολο της περιοχής προέλευσης, με ιδιαίτερα αισθητές χλοώδεις νότες αγκινάρας και άγουρης ντομάτας και σαφείς νότες πικραμύγδαλου, συνοδευόμενο από έναν αρμονικό συνδυασμό πικρού και πικάντικου που καθιστά το ελαιόλαδο ευχάριστο στους γευστικούς κάλυκες.

Στις πλαγιές της Αίτνας, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας μπορεί να υπερβαίνει τους 20-25 βαθμούς. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το μοναδικό ηφαιστειογενές έδαφος, προσδίδει μια γεύση πικάντικου στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο ΠΟΠ «Monte Etna». Οι προσβολές από δάκο είναι εξαιρετικά σπάνιες σε αυτό το περιβάλλον και οι ελιές έχουν τραγανή και σφικτή σάρκα. Πρόκειται για μοναδικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Τα ελαιόλαδα αποκτούν ορισμένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά λόγω των κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή της Αίτνας.

Ως εκ τούτου, η περιοχή παραγωγής συνδέεται στενά με τα χαρακτηριστικά της ΠΟΠ «Monte Etna». Ευρήματα πολλών ερευνών δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση του ελαιολάδου «Monte Etna» σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, οι οποίες αποδίδονται στην περιοχή προέλευσής του. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από δοκιμές σύγκρισης του «Monte Etna» με ελαιόλαδα από παρακείμενες περιοχές.

Οι διαφορές αυτές είναι αρκετά σαφείς ώστε να προσδώσουμε τα χημικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου στη γεωγραφική προέλευσή του. Λόγω των χαρακτηριστικών του εδάφους και του κλίματος, τα φυτικά αυτά είδη χρειάστηκε να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν σε διακριτές τοπικές ποικιλίες και οικότυπους. Αυτό ισχύει για την ποικιλία «Nocellara Etnea», η οποία κυριαρχεί στην περιοχή.

Από κοινωνικοοικονομική άποψη, η ελαιοκαλλιέργεια ήταν ανέκαθεν στο επίκεντρο της προσοχής και της εργασίας των τοπικών γεωργών. Ακόμη και όταν αναμιγνυόταν σε άλλες καλλιέργειες, το ελαιόδενδρο διαδραμάτιζε ηγετικό ρόλο στην αγροτική οικονομία. Η ελαιοκαλλιέργεια και η σημασία της εξελίσσονται συνεχώς χάρη στην αφοσίωση πολλών επιχειρηματιών και καλλιεργητών που επενδύουν τους πόρους τους στη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην ανάκαμψη και τη διατήρηση μιας περιοχής που κάποτε θεωρείτοκαταδικασμένη σε φτωχοποίηση και εγκατάλειψη.

Σε συνδυασμό με την επίδραση των βελτιωμένων τεχνικών καλλιέργειας και μεταποίησης, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελαιοκαλλιέργεια στην περιοχή της Αίτνας να εξελιχθεί από περιθωριακή καλλιέργεια σε μεικτά συστήματα καλλιέργειας σε εξειδικευμένη καλλιέργεια, να καταστεί σημαντική για την περιοχή και να παράγει ελαιόλαδο με εξαιρετικά οργανοληπτικά και χημικά χαρακτηριστικά, τα οποία εκτιμούν οι τοπικοί καταναλωτές αλλά και οι καταναλωτές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Οι ελιές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου «Monte Etna» πρέπει να συγκομίζονται μόλις το χρώμα τους αρχίσει να αλλάζει από θαμπό πράσινο σε στιλπνό πράσινο. Η συγκομιδή σε αυτό το στάδιο της φαινολογικής ανάπτυξης αυξάνει την περιεκτικότητα του ελαιοκάρπου σε φαινόλες και ενισχύει τα χαρακτηριστικά του «Monte Etna», όπως οι σαφείς και έντονες χλοώδεις νότες του, η ισορροπημένη πικρή γεύση του σε συνδυασμό με μια ευχάριστη πικάντικη γεύση, η χαμηλή οξύτητα και η αξιοσημείωτη περιεκτικότητά του σε πολυφαινόλες.

Ολόκληρη η περιοχή του όρους Αίτνα προσφέρεται για την καλλιέργεια ελαιοδένδρων, τα οποία είναι παρόντα σε ολόκληρη την περιοχή, και ιδίως στις εκτάσεις που βρίσκονται στη μέση λοφοπλαγιάς.

Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών σημειώθηκε σημαντική αλλαγή γενεών και εμφανίστηκε σημαντικός αριθμός νέων παραγόντων, οι οποίοι προέρχονταν από άλλους κλάδους παραγωγής και επαγγελματικούς κλάδους, και οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την ευρεία επιτυχία της ΠΟΠ για να επενδύσουν στην παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου ΠΟΠ «Monte Etna».

Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών του προϊόντος

(άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού)

Το πλήρες κείμενο των προδιαγραφών προϊόντος είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο ιστότοπο: http://www.politicheagricole.it/flex/cm/pages/ServeBLOB.php/L/IT/IDPagina/3335

ή εναλλακτικά:

απευθείας στην αρχική σελίδα του ιστοτόπου του Υπουργείου Πολιτικών Γεωργίας, Τροφίμων και Δασών (www.politicheagricole.it), με επιλογή του πεδίου «Qualità» (στο άνω δεξιό τμήμα της οθόνης), έπειτα του πεδίου «Prodotti DOP IGP STG» (στο αριστερό τμήμα της οθόνης) και, τέλος, του πεδίου «Disciplinari di Produzione all’esame dell’UE».


(1)  ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.