Βρυξέλλες, 29.3.2022

COM(2022) 132 final

Σύσταση για

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

με την οποία επιτρέπονται οι διαπραγματεύσεις για μια εκτενή διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο εξακολουθεί να συνιστά αυξανόμενη απειλή για την ασφάλεια των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΕΕ) σύμφωνα με την αξιολόγηση απειλών της Ευρωπόλ όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο 1 . Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο χωρίς σύνορα και η επιτάχυνση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο αποτελεί επί σειρά ετών προτεραιότητα για τις χώρες σε όλο τον κόσμο.

Η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, του 2001, (στο εξής: σύμβαση της Βουδαπέστης) είναι η πρώτη διεθνής συνθήκη για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, στην οποία προσδιορίζονται τα αδικήματα που σχετίζονται με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, προβλέπεται σειρά εξουσιών και διαδικασιών για τη διερεύνηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, όπως η έρευνα δικτύων υπολογιστών και η υποκλοπή, καθώς και η διατήρηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με οποιοδήποτε έγκλημα, και η οποία διαμορφώνει ένα πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας 2 . Η σύμβαση της Βουδαπέστης είναι ανοικτή σε μη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχουν δε προσχωρήσει σε αυτήν χώρες όλων των γεωγραφικών περιοχών. Μέχρι σήμερα, μέρη της σύμβασης είναι 66 κράτη, ενώ δεκατέσσερις χώρες έχουν προσκληθεί να προσχωρήσουν σε αυτήν. Αποτελεί τη βάση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο στο 80 % των χωρών παγκοσμίως. Η έγκριση ενός δεύτερου πρόσθετου πρωτοκόλλου της σύμβασης της Βουδαπέστης από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 17 Νοεμβρίου 2021 καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη συνάφεια της Σύμβασης ως πλαισίου διεθνούς συνεργασίας για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο 3 .

Στο θεματολόγιο των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: ΟΗΕ) περιλαμβάνονται επίσης η άνοδος της τεχνολογίας των πληροφοριών και η ταχεία ανάπτυξη νέων συστημάτων τηλεπικοινωνιών και δικτύων υπολογιστών, καθώς και η χρήση και κατάχρηση των τεχνολογιών για εγκληματικούς σκοπούς. Στις 21 Δεκεμβρίου 2010 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 65/230, βάσει του οποίου ζητούσε από την Επιτροπή για την Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη (στο εξής: CCPCJ) να συστήσει ανοικτή διακυβερνητική ομάδα εμπειρογνωμόνων (στο εξής: IEG) με σκοπό την εκπόνηση ολοκληρωμένης μελέτης του προβλήματος του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο 4 . Κατά την έβδομη (και τελευταία) συνεδρίασή της, από τις 6 έως τις 8 Απριλίου 2021, η IEG προέβη σε απολογισμό όλων των προκαταρκτικών συμπερασμάτων και συστάσεων που πρότειναν τα κράτη μέλη του ΟΗΕ 5 και συμφώνησε να διαβιβάσει στην CCPCJ τα 63 συμφωνηθέντα συμπεράσματα και συστάσεις 6 . Στο πλαίσιο της μελέτης της, η IEG δεν κατέληξε σε συμφωνία σχετικά με την ανάγκη για μια νέα διεθνή συνθήκη για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.

Παράλληλα, ορισμένα κράτη μέλη του ΟΗΕ επιτάχυναν τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της εν λόγω συνθήκης στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων της Τρίτης Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Στη συνέχεια, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 73/187, της 17ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την «καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς» 7 . Επακολούθως, στις 27 Δεκεμβρίου 2019 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε δεύτερο ψήφισμα, το 74/247, επί του ιδίου θέματος, για τη σύσταση ad hoc ανοικτής διακυβερνητικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων (στο εξής: ad hoc επιτροπή), με σκοπό την εκπόνηση εκτενούς διεθνούς σύμβασης για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς. Στο ψήφισμα οριζόταν ότι η ad hoc επιτροπή θα λάβει πλήρως υπόψη τις υφιστάμενες διεθνείς πράξεις και τις προσπάθειες σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς και, πιο συγκεκριμένα, τις εργασίες και τα αποτελέσματα της IEG 8 . Στις 26 Μαΐου 2021 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 75/282 στο οποίο καθορίζονταν οι ρυθμίσεις για τις διαπραγματεύσεις 9 . Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι η ad hoc επιτροπή θα πρέπει να συγκαλέσει τουλάχιστον έξι συνόδους, διάρκειας 10 ημερών η καθεμία, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2022, και μία καταληκτική σύνοδο προκειμένου να παράσχει ένα σχέδιο σύμβασης στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, κατά την εβδομηκοστή όγδοη σύνοδό της το 2024. Η Γενική Συνέλευση αποφάσισε επίσης ότι η ad hoc επιτροπή πρέπει να πραγματοποιήσει την πρώτη, την τρίτη και την έκτη διαπραγματευτική σύνοδό της στη Νέα Υόρκη, ενώ τη δεύτερη, την τέταρτη και την πέμπτη σύνοδό της στη Βιέννη. Στις 20 Ιανουαρίου 2022 η Γενική Συνέλευση αποφάσισε να μεταθέσει την πρώτη σύνοδο σε μεταγενέστερη ημερομηνία λόγω της κατάστασης της πανδημίας Covid-19 στη Νέα Υόρκη.

Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί να εξασφαλίσει τη δέουσα συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εν λόγω διαπραγματεύσεις, καθώς αναμένεται ότι οι διαπραγματεύσεις θα αφορούν στοιχεία που σχετίζονται με την νομοθεσία και τις αρμοδιότητες της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τον τομέα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Το άρθρο 3 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα «για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας (...) κατά το μέτρο που ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους». Μια διεθνής συμφωνία μπορεί να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους όταν ο τομέας που καλύπτεται από τη συμφωνία παρουσιάζει αλληλοεπικαλύψεις με την ενωσιακή νομοθεσία ή καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από το δίκαιο της Ένωσης.

Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις αφορούν ζητήματα αρμοδιότητας της Ένωσης εκτός της ΚΕΠΠΑ, τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν τις βασικές συνιστώσες της επιδιωκόμενης συμφωνίας, η Επιτροπή θα πρέπει να οριστεί ως επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης. Σε ζητήματα που άπτονται της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, ο/η ύπατος/ύπατη εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας διεξάγει τις διαπραγματεύσεις ως μέρος της ομάδας. Ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων από την Επιτροπή θα διασφαλίσει τη συνολική συνέπεια της συμφωνίας. Υπό την εποπτεία του επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προΐστανται των τμημάτων της επιδιωκόμενης συμφωνίας που δεν άπτονται της ΚΕΠΠΑ και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (στο εξής: ΕΥΕΔ) θα προΐσταται εκείνων των τμημάτων των επιδιωκόμενων συμφωνιών που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ.

Η παρούσα σύσταση υποβάλλεται στο Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να ληφθεί εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης της μελλοντικής σύμβασης του ΟΗΕ εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρασχεθούν διαπραγματευτικές οδηγίες και να οριστεί η Επιτροπή ως διαπραγματευτής.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως καταδεικνύεται στη στρατηγική για την Ένωση Ασφάλειας του 2020 10 και στη στρατηγική του 2021 για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 11 . Στην τρίτη έκθεση προόδου του 2021 σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να διασφαλίσει την αποτελεσματική συμμετοχή της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις για μια εκτενή διεθνή σύμβαση για την «καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς» σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών 12 .

Η Επιτροπή αναγνωρίζει την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης και ενίσχυσης των ικανοτήτων των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών στον εν λόγω τομέα, καθώς και ανάπτυξης εθνικής νομοθεσίας για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, εφόσον αυτή είναι ανεπαρκής. Επίσης, αναγνωρίζει την ανάγκη προαγωγής της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και υποστηρίζει σειρά προγραμμάτων ανάπτυξης ικανοτήτων σε διάφορες χώρες παγκοσμίως, μεταξύ άλλων, σε αναπτυσσόμενες χώρες 13 . Η Επιτροπή έχει υποστηρίξει τις εργασίες της διακυβερνητικής ομάδας εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, της επιτροπής του ΟΗΕ για την πρόληψη του εγκλήματος και την ποινική δικαιοσύνη, του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (στο εξής: UNODC), της επιτροπής της σύμβασης της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και άλλων φορέων.

Οι διαπραγματεύσεις για τη διεθνή σύμβαση αναμένεται ότι θα αφορούν τους κοινούς κανόνες της ΕΕ για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Ειδικότερα, σε αυτούς μπορεί να περιλαμβάνονται: η οδηγία 2011/93/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας 14 , η οποία αντιμετωπίζει τις νέες εξελίξεις στο διαδικτυακό περιβάλλον, όπως η αθέμιτη προσέγγιση παιδιών (grooming) (οι δράστες προσποιούνται ότι είναι παιδιά για να παρασύρουν ανηλίκους με σκοπό τη σεξουαλική τους κακοποίηση)· η οδηγία 2013/40/ΕΕ για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών 15 , η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κυβερνοεπιθέσεων μεγάλης κλίμακας ζητώντας από τα κράτη μέλη να ενισχύσουν την εθνική νομοθεσία για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις υψηλού επιπέδου· και η οδηγία (ΕΕ) 2019/713 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών 16 , η οποία εναρμονίζει τις αξιόποινες πράξεις φυσικών ή νομικών προσώπων που σχετίζονται με μέσα πληρωμής πλην των μετρητών και διευρύνει την ποινική ευθύνη στα εικονικά νομίσματα και τα ψηφιακά πορτοφόλια. Άλλες πράξεις της ΕΕ παρέχουν κοινούς κανόνες για την καταπολέμηση εγκλημάτων που ενδέχεται να καθίστανται εφικτά μέσω της χρήσης συστημάτων πληροφοριών, όπως η τρομοκρατία, η εμπορία ανθρώπων, η παράνομη εμπορία ναρκωτικών, η παράνομη εμπορία όπλων, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα.

Οι διαπραγματεύσεις αναμένεται, επίσης, ότι θα καλύψουν μέτρα ποινικής δικονομίας και μέτρα συνεργασίας. Το ισχύον νομικό πλαίσιο της ΕΕ περιλαμβάνει πράξεις για την επιβολή του νόμου και τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, όπως την οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις 17 , τη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 18 , τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1727 για την Eurojust 19 , τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 για την Ευρωπόλ 20 , τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (στο εξής: Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) 21 , την απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας 22 , την απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις 23 . Συναφείς είναι επίσης οι προτάσεις της Επιτροπής του Απριλίου του 2018 σχετικά με τη διασυνοριακή πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία 24 και η δέσμη μέτρων για την αστυνομική συνεργασία 25 , η οποία υποβάλλεται επί του παρόντος στη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ. Στο εξωτερικό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνάψει διάφορες διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες, όπως οι συμφωνίες σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή (στο εξής: ΑΔΣ) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας 26 .

Η Ένωση έχει εκδώσει, επίσης, αρκετές οδηγίες που ενισχύουν τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων 27 . Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) 28 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 (οδηγία για την προστασία των αστυνομικών δεδομένων) 29 . Το θεμελιώδες δικαίωμα των ατόμων στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους, της κατοικίας τους και των επικοινωνιών τους κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Στο εν λόγω δικαίωμα περιλαμβάνονται ως απαραίτητα στοιχεία ο σεβασμός του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και η προστασία του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη. Η επεξεργασία των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) 30 .

Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι διατάξεις μιας μελλοντικής σύμβασης του ΟΗΕ εξασφαλίζουν τον υψηλότερο δυνατό βαθμό προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμορφώνονται με το δίκαιο της ΕΕ, λαμβανομένων επίσης υπόψη των μελλοντικών εξελίξεων αυτής.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προαγάγει με συνέπεια τη σύμβαση της Βουδαπέστης ως πολύτιμο και ευέλικτο νομικό πλαίσιο αναφοράς για τη διεθνή συνεργασία στον τομέα της καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστηρίξει την προσχώρηση τρίτων χωρών στη Σύμβαση, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να θεσπίσουν ένα ελάχιστο εθνικό νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, καθώς και να αναπτύξουν τις απαραίτητες ικανότητες έρευνας και δίωξης, διευκολύνοντας τη συνεργασία με άλλα μέρη της Σύμβασης 31 .

Η ΕΕ, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, έχει επίσης συμμετάσχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης της Βουδαπέστης 32 . Το πρωτόκολλο θα είναι ανοικτό προς υπογραφή τον Μάιο του 2022. Δεδομένου ότι τα θέματα που καλύπτονται από το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 25 Νοεμβρίου 2021, δύο προτάσεις αποφάσεων του Συμβουλίου που εξουσιοδοτούν τα κράτη μέλη της ΕΕ να υπογράψουν 33 και να κυρώσουν 34 , προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.

Ως εκ τούτου, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν τη συνέπεια και τη συνοχή με τη σύμβαση της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και τα πρόσθετα πρωτόκολλά της. 

2.    ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Το άρθρο 218 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων και ορίζει τον διαπραγματευτή της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να απευθύνει οδηγίες στον διαπραγματευτή.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Η μονομερής δράση δεν αποτελεί εναλλακτική λύση, διότι δεν θα αποτελούσε επαρκή βάση συνεργασίας με χώρες εκτός της ΕΕ. Η προσχώρηση σε μια πολυμερή συμφωνία όπως μια πιθανή μελλοντική σύμβαση του ΟΗΕ, την οποία η Ένωση είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί, είναι πιο αποδοτική από την έναρξη διαπραγματεύσεων με επιμέρους χώρες εκτός της ΕΕ σε διμερές επίπεδο.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρωτοβουλία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων πολιτικής που διακυβεύονται.

Επιλογή της νομικής πράξης

Μια σύσταση της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου η οποία επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων συνάδει με το άρθρο 218 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Άνευ αντικειμένου.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Στις 14 Ιανουαρίου 2022 η Επιτροπή δημοσίευσε στον ιστότοπό της διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων για την παρούσα πρωτοβουλία, η οποία ήταν ανοικτή για την υποβολή παρατηρήσεων επί τέσσερις εβδομάδες. Τα στοιχεία που υπέβαλαν οι (πέντε) ενδιαφερόμενοι που ανταποκρίθηκαν στη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων δημοσιεύτηκαν στον ιστότοπο της διαβούλευσης. Οι εν λόγω παράμετροι ελήφθησαν υπόψη κατά την κατάρτιση της παρούσας πρότασης.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις απόψεις που εξέφρασαν οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών στη διάρκεια των συζητήσεων στις σχετικές ομάδες εργασίας του Συμβουλίου κατά την προετοιμασία των διαπραγματεύσεων.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Άνευ αντικειμένου.

Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Άνευ αντικειμένου.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να αφορούν στοιχεία που μπορεί να συνιστούν επέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα, όπως μέτρα ποινικής δικονομίας, ορισμοί ποινικών αδικημάτων που ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση για ποινική διαδικασία, ή πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Οι προς διαπραγμάτευση διατάξεις ενδέχεται να συνεπάγονται επεμβάσεις π.χ. στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στο δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα πρέπει να θίγει το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση, στην παρούσα πρωτοβουλία προτείνεται η επιδίωξη υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Τα κράτη μέλη της ΕΕ ενδέχεται να επιβαρυνθούν με εφάπαξ κόστος για την εφαρμογή της Σύμβασης μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί στο παρόν στάδιο, καθότι οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει πλήρως.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η διαπραγματευτική διαδικασία αναμένεται να διαρκέσει έως το 2024 και, στη συνέχεια, μπορεί να υπογραφεί και να συναφθεί η σύμβαση. Στο πλαίσιο της παρούσας πρωτοβουλίας προτείνεται μια διαπραγματευτική διαδικασία η οποία είναι ανοικτή, χωρίς αποκλεισμούς και διαφανής.

Σύσταση για

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

με την οποία επιτρέπονται οι διαπραγματεύσεις για μια εκτενή διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 218 παράγραφοι 3 και 4,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Στις 27 Δεκεμβρίου 2019 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 74/247 σχετικά με την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς, με το οποίο αποφασίστηκε η σύσταση ad hoc ανοικτής διακυβερνητικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η οποία εκπροσωπεί το σύνολο των περιφερειών, με σκοπό την εκπόνηση εκτενούς διεθνούς σύμβασης για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς 35 . Η Ένωση θα πρέπει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για την εν λόγω σύμβαση.

(2)Η Ένωση θέσπισε κοινούς κανόνες που επικαλύπτονται με διάφορα στοιχεία που εξετάζονται για την εν λόγω σύμβαση. Οι εν λόγω κοινοί κανόνες περιλαμβάνουν, ειδικότερα, ένα εκτενές σύνολο πράξεων σχετικά με το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο 36 , την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις 37 , τα ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά τα δικονομικά δικαιώματα 38 , καθώς και τις διασφαλίσεις για την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής 39 . Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μελλοντικοί κοινοί κανόνες 40 .

(3)Ως εκ τούτου, μια νέα διεθνής σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς ενωσιακούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους.

(4)Για να προστατευτεί η ακεραιότητα του ενωσιακού δικαίου και να εξασφαλιστεί η διατήρηση της συνέπειας των κανόνων του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ένωσης, είναι αναγκαίο η Ένωση να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για μια νέα διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς.

(5)Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οποίος γνωμοδότησε στις …

(6)[Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.]

[Ή]

[Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία κοινοποίησε[, με επιστολή τής ... ,] την επιθυμία της να συμμετάσχει στην έκδοση και εφαρμογή της παρούσας απόφασης.]

(7)Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να διαπραγματευτεί, εξ ονόματος της Ένωσης, εκτενή σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς.

Άρθρο 2

Οι οδηγίες διαπραγμάτευσης παρατίθενται στο παράρτημα.

Άρθρο 3

Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε διαβούλευση με ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση και το προσάρτημά της θα δημοσιοποιηθούν αμέσως μετά την έκδοσή τους.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Επιτροπή.

Βρυξέλλες,

   Για το Συμβούλιο

   Ο Πρόεδρος

(1)    Ευρωπόλ 2021, Αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο (iOCTA) www.europol.eu .
(2)    Σύμβαση της Βουδαπέστης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (CETS αριθ. 185), 23 Νοεμβρίου 2001, https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=0900001680081561 .
(3)     Στοιχεία αποτελεσμάτων (coe.int) . Δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης — Ειδήσεις (coe.int) .
(4)    Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της 21ης Δεκεμβρίου 2010, A/Res/65/230 - E - A/Res/65/230 -Desktop (undocs.org) .
(5)    Συλλογή όλων των προκαταρκτικών συμπερασμάτων και συστάσεων που πρότειναν τα κράτη μέλη στη διάρκεια των συνεδριάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση ολοκληρωμένης μελέτης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο το 2018, 2019 και 2020: V2101012.pdf (unodc.org) .
(6)    Έκθεση σχετικά με τη συνεδρίαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση ολοκληρωμένης μελέτης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που διεξήχθη στη Βιέννη από τις 6 έως τις 8 Απριλίου 2021: V2102595.pdf (unodc.org) .
(7)    Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της 17ης Δεκεμβρίου 2018, A/RES/73/187 .
(8)    Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της 27ης Δεκεμβρίου 2019, A/RES/74/247 .
(9)    Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της 26ης Μαΐου 2021, A/RES/75/282 *.
(10)     COM(2020) 605 final ( της 27.7.2020).
(11)     COM(2021) 170 final (της 14.4.2021).
(12)     COM(2021) 799 final (της 8.12.2021).
(13)    Σε αυτά περιλαμβάνονται προγράμματα όπως τα GLACY+, CyberEast και CyberSouth, τα οποία συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα οποία διαχειρίζεται το Συμβούλιο της Ευρώπης.
(14)    Οδηγία 2011/93/ΕΕ (της 13.12.2011).
(15)    Οδηγία 2013/40/ΕΕ (της 12.8.2013).
(16)    Οδηγία (ΕΕ) 2019/713 (της 17.4.2019).
(17)    Οδηγία 2014/41/ΕΕ (της 3.4.2014).
(18)    Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (της 29.5.2020).
(19)    Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 (της 14.11.2018).
(20)    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 (της 11.5.2016).
(21)    Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (της 12.10.2017).
(22)    Απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου (της 13.6.2022).
(23)    Απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου (της 30.11.2009).
(24)    Πρόταση κανονισμού σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις [ COM(2018) 225 final ] και πρόταση οδηγίας σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών [ COM(2018) 226 final] (της 17.4.2018).
(25)    Πρόταση σύστασης του Συμβουλίου σχετικά με την αστυνομική συνεργασία [COM(2021) 780], πρόταση οδηγίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την κατάργηση της απόφασης-πλαισίου 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου [COM(2021) 782] και πρόταση κανονισμού σχετικά με την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων για την αστυνομική συνεργασία («Prüm II») [COM(2021) 784] (της 8.12.2021).
(26)    Συμφωνία σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (της 25.6.2003).Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων (2009).
(27)    Οδηγία 2010/64/ΕΕ (της 20.10.2010)· οδηγία 2012/13/ΕΕ (της 22.5.2012)· οδηγία 2013/48/ΕΕ (της 22.10.2013)· οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 (της 26.10.2016)· οδηγία (ΕΕ) 2016/800 (της 11.5.2016)· οδηγία (ΕΕ) 2016/343 (της 9.3.2016).
(28)    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (της 27.4.2016).
(29)    Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 (της 27.4.2016).
(30)    Οδηγία 2002/58/ΕΚ (της 12.7.2002), που τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ (της 25.11.2009).
(31)    Βλ. π.χ., Συμπεράσματα του Συμβουλίου για τη διπλωματία στον κυβερνοχώρο, 10 Φεβρουαρίου 2015, έγγραφο 6122/15.
(32)    Απόφαση του Συμβουλίου με αριθ. αναφοράς 9116/19 με την οποία εξουσιοδοτείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συμμετάσχει, εξ ονόματος της ΕΕ, σε διαπραγματεύσεις σχετικά με δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.
(33)    Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου με την οποία εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων [COM(2021) 718 final] (της 25.11.2021).
(34)    Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου με την οποία εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να κυρώσουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας και τη γνωστοποίηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων [ COM(2021) 719 final ] (της 25.11.2021).
(35)    Ψήφισμα που εξέδωσε η Γενική Συνέλευση στις 27 Δεκεμβρίου 2019 σχετικά με την έκθεση της Τρίτης Επιτροπής (A/74/401), Καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς, A/RES/74/247 .
(36)    Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου ( ΕΕ L 335 της 17.12.2011, σ. 1  οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου ( ΕΕ L 218 της 14.8.2013, σ. 8 )· οδηγία (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (PE/89/2018/REV/3) ( ΕΕ L 123 της 10.5.2019, σ. 18 ).
(37)    Πράξη του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για την κατάρτιση της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1)· κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και την κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 295 της 21.11.2018)· κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53)· απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1)· απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 42)· οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1).
(38)    Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ L 280 της 26.10.2010, σ. 1)· οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 142 της 1.6.2012, σ. 1)· οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ L 294 της 6.11.2013, σ. 1)· οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕ L 297 της 4.11.2016, σ. 1)· οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 132 της 21.5.2016, σ. 1)· οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 1.).
(39)    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ· οδηγία (EΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου· οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37), που τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009.
(40)    Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις, 17 Απριλίου 2018 [COM(2018) 225 final]· πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, 17 Απριλίου 2018 [COM(2018) 226 final].

Βρυξέλλες, 29.3.2022

COM(2022) 132 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της

σύστασης για απόφαση του Συμβουλίου

με την οποία επιτρέπονται οι διαπραγματεύσεις για μια εκτενή διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για εγκληματικούς σκοπούς


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Όσον αφορά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, η Ένωση θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη των ακόλουθων:

1)Η διαπραγματευτική διαδικασία είναι ανοικτή, χωρίς αποκλεισμούς και διαφανής, και βασίζεται στην καλόπιστη συνεργασία.

2)Η διαπραγματευτική διαδικασία επιτρέπει τη συμμετοχή με ουσιαστικό τρόπο όλων των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων της κοινωνίας των πολιτών, του ιδιωτικού τομέα, της ακαδημαϊκής κοινότητας και των μη κυβερνητικών οργανώσεων.

3)Όλες οι συμβολές που λαμβάνονται από το σύνολο των μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εξετάζονται σε ισότιμη βάση, προκειμένου να εξασφαλίζεται μια διαδικασία χωρίς αποκλεισμούς.

4)Η διαπραγματευτική διαδικασία βασίζεται σε ένα αποτελεσματικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα εργασιών.

Όσον αφορά τους γενικούς στόχους των διαπραγματεύσεων, η Ένωση θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη των ακόλουθων:

5)Η Σύμβαση λειτουργεί ως αποτελεσματικό μέσο για τις αρχές επιβολής του ποινικού δικαίου και τις δικαστικές αρχές στο πλαίσιο της παγκόσμιας καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, με στόχο την αύξηση της αξίας της διεθνούς συνεργασίας.

6)Το υφιστάμενο πλαίσιο των δοκιμασμένων διεθνών και περιφερειακών πράξεων και προσπαθειών που αποτυπώνονται στα ψηφίσματα 74/247 και 75/282 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών λαμβάνεται πλήρως υπόψη. Ως εκ τούτου, η Σύμβαση συνάδει και συμπληρώνει τις υφιστάμενες διεθνείς πράξεις, ιδίως τη σύμβαση της Βουδαπέστης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, του 2001, και τα πρωτόκολλά της, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, του 2000, και τα πρωτόκολλά της, καθώς επίσης και άλλες συναφείς διεθνείς και περιφερειακές πράξεις. Η Σύμβαση αποφεύγει τυχόν επιπτώσεις στην εφαρμογή τους ή την περαιτέρω προσχώρηση οποιασδήποτε χώρας σε αυτά και, κατά το μέτρο του δυνατού, αποφεύγει τυχόν περιττές επικαλύψεις.

7)Οι εργασίες και τα αποτελέσματα της ανοικτής διακυβερνητικής ομάδας εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση ολοκληρωμένης μελέτης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, όπως συμφωνήθηκε με το ψήφισμα 75/282 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, λαμβάνονται πλήρως υπόψη.

8)Οι διατάξεις της Σύμβασης εξασφαλίζουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να μπορούν να συμμορφώνονται με το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οι διατάξεις της Σύμβασης θα πρέπει, επίσης, να συνάδουν με τις διεθνείς εμπορικές υποχρεώσεις της ΕΕ και των κρατών μελών της.

Όσον αφορά την ουσία των διαπραγματεύσεων, η Ένωση θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη των ακόλουθων:

9)Η Σύμβαση προβλέπει ορισμούς των αδικημάτων τα οποία μπορούν να τελεστούν μόνο με χρήση συστημάτων πληροφοριών.

10)Η Σύμβαση προβλέπει ορισμούς των αδικημάτων που μπορούν να τελεστούν χωρίς τη χρήση συστημάτων πληροφοριών αλλά τα οποία μπορούν να καταστούν εφικτά με τη χρήση συστημάτων πληροφοριών υπό ορισμένες συνθήκες, μόνο όμως σε περιπτώσεις στις οποίες η χρήση των συστημάτων πληροφοριών μεταβάλλει ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων.

11)Τα αδικήματα ορίζονται με σαφήνεια και ακρίβεια και με τεχνολογικώς ουδέτερο τρόπο. Οι ορισμοί συνάδουν με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται σε άλλες συναφείς διεθνείς ή περιφερειακές συμβάσεις, ιδίως στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος ή του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, καθώς και με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

12)Η Σύμβαση προβλέπει κανόνες για την απόπειρα διάπραξης, την υποβοήθηση και την υποκίνηση των εν λόγω αδικημάτων, σχετικά με την ευθύνη των νομικών προσώπων ως προς τα εν λόγω αδικήματα, κανόνες για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας για τα εν λόγω αδικήματα, καθώς και για τις κυρώσεις και τα μέτρα σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα, οι οποίοι συνάδουν με άλλες συναφείς διεθνείς ή περιφερειακές συμβάσεις, ιδίως στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος ή του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, καθώς και με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

13)Η Σύμβαση προβλέπει μέτρα ποινικής δικονομίας που παρέχουν τη δυνατότητα στις αρχές να διερευνούν αποτελεσματικά τα εγκλήματα στον κυβερνοχώρο, να δεσμεύουν και να δημεύουν τα προϊόντα των εν λόγω εγκλημάτων και να διατηρούν ή να λαμβάνουν ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή διαδικασίας, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της αρχής της αναλογικότητας.

14)Τα εν λόγω μέτρα ποινικής δικονομίας παρέχουν επαρκή προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με άλλες συναφείς διεθνείς ή περιφερειακές συμβάσεις, ιδίως στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος ή του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, και συνάδουν με τις εν λόγω συμβάσεις και με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

15)Τα δικονομικά μέτρα για τη διατήρηση ή τη λήψη ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων περιλαμβάνουν σαφή και ακριβή ορισμό του είδους των καλυπτόμενων πληροφοριών. Τα δικονομικά μέτρα για τη συνεργασία με οντότητες του ιδιωτικού τομέα διασφαλίζουν ότι ο φόρτος που επωμίζονται οι εν λόγω οντότητες είναι αναλογικός και ότι οι οντότητες του ιδιωτικού τομέα σέβονται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα των χρηστών τους. Η Σύμβαση προσφέρει νομική σαφήνεια για τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών (π.χ. παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου) στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασής τους με τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών που είναι μέρη της Σύμβασης. Τα δικονομικά μέτρα για την αφαίρεση παράνομου περιεχομένου αφορούν μόνο παράνομο περιεχόμενο το οποίο μπορεί να οριστεί επαρκώς με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο.

16)Η Σύμβαση προβλέπει μέτρα συνεργασίας που παρέχουν στις αρχές διαφόρων κρατών που είναι μέρη της πράξης τη δυνατότητα να συνεργάζονται αποτελεσματικά για τον σκοπό ποινικών ερευνών ή διαδικασιών αναφορικά με τα αδικήματα που ορίζονται στην πράξη ή να συνεργάζονται με σκοπό τη διατήρηση ή τη λήψη ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή διαδικασίας.

17)Τα εν λόγω μέτρα συνεργασίας παρέχουν επαρκή προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με άλλες συναφείς διεθνείς ή περιφερειακές συμβάσεις, ιδίως στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος ή του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, και συνάδουν με τις εν λόγω συμβάσεις και τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

18)Τα μέτρα συνεργασίας υπόκεινται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του μέρους του οποίου ζητείται η συνεργασία και προβλέπουν ευρύ φάσμα λόγων άρνησης, όπως η διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και, κατά περίπτωση, της ύπαρξης διττού αξιοποίνου.

19)Η Σύμβαση προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις και ισχυρές διασφαλίσεις, με σκοπό να εξασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι σε θέση να σέβονται και να προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης, ειδικότερα, της αρχής της αναλογικότητας, των δικονομικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων, του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή, του τεκμηρίου της αθωότητας, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων κατά των οποίων έχει κινηθεί ποινική διαδικασία, καθώς και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε περίπτωση επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων, μεταξύ άλλων με σκοπό τη διαβίβαση σε αρχές χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης. Ειδικότερα, η Σύμβαση διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι σε θέση να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για τις διεθνείς διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και της οδηγίας 2002/58/ΕΚ. Οι προϋποθέσεις και οι διασφαλίσεις εξασφαλίζουν, επίσης, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα παραπάνω ισχύουν για ολόκληρη τη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των δικονομικών μέτρων και των μέτρων συνεργασίας, μεταξύ άλλων εκείνων των μέτρων τα οποία ενδέχεται να συνιστούν σημαντική επέμβαση στα δικαιώματα των ατόμων, όπως η δέσμευση και η δήμευση προϊόντων εγκλήματος και η έκδοση.

20)Η Σύμβαση παρέχει τη βάση για εθελοντικά μέτρα ανάπτυξης ικανοτήτων με σκοπό τη στήριξη της ικανότητας χωρών να διενεργούν αποτελεσματικές έρευνες και διαδικασίες στον τομέα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, καθώς και να λαμβάνουν ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία για έρευνες και διώξεις άλλων αδικημάτων, μεταξύ άλλων, μέσω τεχνικής βοήθειας και κατάρτισης. Το UNODC έχει σαφώς καθορισμένο ρόλο όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

21)Η Σύμβαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τη θέση των φυσικών και νομικών προσώπων ως θυμάτων εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Η Σύμβαση διασφαλίζει ότι τα εν λόγω θύματα εγκλήματος στον κυβερνοχώρο λαμβάνουν τη δέουσα συνδρομή, υποστήριξη και προστασία.

22)Η Σύμβαση παρέχει τη βάση για πρακτικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο τα οποία είναι σαφώς καθορισμένα και αυστηρώς περιορισμένα και διακριτά από τα μέτρα ποινικής δικονομίας που θα μπορούσαν να συνιστούν επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών ή νομικών προσώπων.

Όσον αφορά τη λειτουργία της Σύμβασης, η Ένωση θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη των ακόλουθων:

23)Η Σύμβαση διατηρεί τις υφιστάμενες παγκόσμιες και περιφερειακές πράξεις, καθώς και τη συνεχιζόμενη διεθνή συνεργασία στο πλαίσιο της παγκόσμιας καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν, στις μεταξύ τους σχέσεις, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

24)Η Σύμβαση προβλέπει τη δημιουργία κατάλληλου μηχανισμού για τη διασφάλιση της εφαρμογής της και την πρόβλεψη τελικών διατάξεων, μεταξύ άλλων, για την επίλυση διαφορών, την υπογραφή, την κύρωση, την αποδοχή, την έγκριση και την προσχώρηση, την έναρξη ισχύος, την τροποποίηση, την αναστολή, την καταγγελία και τον θεματοφύλακα καθώς και τις γλώσσες, οι οποίες διαμορφώνονται, στο μέτρο του δυνατού και κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις άλλων συναφών διεθνών ή περιφερειακών συμβάσεων, ιδίως στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος ή του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.

25)Η Σύμβαση παρέχει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προσχωρήσει σε αυτήν.