16.3.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 100/76


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Έλεγχος της ανταγωνιστικότητας για την οικοδόμηση μιας ισχυρότερης και ανθεκτικότερης οικονομίας της ΕΕ»

(διερευνητική γνωμοδότηση)

(2023/C 100/11)

Εισηγητής:

ο κ. Christian ARDHE

Συνεισηγητής:

ο κ. Giuseppe GUERINI

Αίτηση γνωμοδότησης

Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 30.6.2022

Νομική βάση

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αρμόδιο τμήμα

Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

10.11.2022

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

54/1/2

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

14.12.2022

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

574

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

150/4/11

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) θεωρεί ιδιαίτερα επίκαιρη την αίτηση της τσεχικής Προεδρίας για την κατάρτιση διερευνητικής γνωμοδότησης σχετικά με τον έλεγχο της ανταγωνιστικότητας. Δεδομένων των υφιστάμενων και των προβλεπόμενων μελλοντικών προκλήσεων, η ΕΟΚΕ θεωρεί υψίστης σημασίας να καταστεί η οικονομία της ΕΕ πιο ανταγωνιστική. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η ενιαία αγορά και η κοινωνική οικονομία της αγοράς της ΕΕ αποτελούν τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της για την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας και ζητεί τη διενέργεια ελέγχου της ανταγωνιστικότητας με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, καθώς και για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.

1.2.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας αποτελεί μια προσέγγιση που διασφαλίζει ότι οι πτυχές της ανταγωνιστικότητας λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων. Αυτό απαιτεί επαρκή γνώση των επιπτώσεων των πρωτοβουλιών στην ανταγωνιστικότητα, αλλά και μια νοοτροπία που να λαμβάνει υπόψη την ανταγωνιστικότητα κατά τη λήψη αποφάσεων.

1.3.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο μιας ισορροπημένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΕΕ και να εφαρμόζεται στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας χάραξης πολιτικής και θέσπισης νομοθεσίας της ΕΕ. Θα πρέπει να καλύπτει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, το παράγωγο δίκαιο, τα δημοσιονομικά μέτρα, τις στρατηγικές και τα προγράμματα, καθώς και τις διεθνείς συμφωνίες. Θα πρέπει επίσης να ενσωματωθεί στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς οι πολιτικές των κρατών μελών είναι καίριας σημασίας στο πλαίσιο αυτό.

1.4.

Καθώς η αξιόπιστη εκτίμηση επιπτώσεων αποτελεί την πραγματική βάση για τον έλεγχο της ανταγωνιστικότητας, είναι κρίσιμης σημασίας να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα είναι υποχρεωτική και αποτελεσματική και επιβάλλεται πλήρως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η ΕΟΚΕ εκτιμά τις τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση της νομοθεσίας και τη σχετική εργαλειοθήκη, αλλά επισημαίνει ότι, όπως τονίζει η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου, υπάρχει προφανής ανάγκη για βελτιώσεις, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των εργαλείων.

1.5.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο στις επιχειρήσεις, στην απασχόληση, στις συνθήκες εργασίας σε διάφορα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων του κόστους συμμόρφωσης και άλλων άμεσων επιπτώσεων, των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων στις αξιακές αλυσίδες και των επακόλουθων μακροοικονομικών επιπτώσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην ανταγωνιστικότητα πληθώρας επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τον τομέα, το μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας.

1.6.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό να καλυφθούν τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, με στόχο όχι μόνο την αποφυγή απωλειών ανταγωνιστικότητας αλλά και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, με απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στην ανταγωνιστικότητα όσον αφορά την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών της ΕΕ που είναι ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά. Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μεγάλη ποικιλομορφία των επιχειρήσεων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζονται με διαφορετικούς τρόπους.

1.7.

Ενώ ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας επικεντρώνεται κυρίως σε πρωτοβουλίες με πρωταρχικούς στόχους πέραν της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει επίσης ένα ειδικό θεματολόγιο για την ανταγωνιστικότητα, με κύριο μακροπρόθεσμο στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.

1.8.

Το θεματολόγιο για την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να αξιοποιεί την κοινωνική οικονομία της αγοράς της ΕΕ και να επικεντρώνεται σε βασικά ζητήματα όπως η ενιαία αγορά και το εξωτερικό εμπόριο, οι επενδύσεις και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα φορολογικά συστήματα, η έρευνα και η καινοτομία, οι δεξιότητες και οι αγορές εργασίας, όπως επίσης οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και η διττή μετάβαση, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο βιώσιμης χρηματοδότησης με την ανταγωνιστικότητα να συνάδει με τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους. Καθώς η ανταγωνιστικότητα συνδέεται επίσης με κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές και είναι ένα ζήτημα που αφορά όλους, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων και άλλοι παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην κατάρτιση του θεματολογίου, με τον κοινωνικό διάλογο να διαδραματίζει καίριο ρόλο, όπως περιγράφεται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.

2.   Γενικό πλαίσιο

2.1.

Η παρούσα γνωμοδότηση αποτελεί απάντηση στην αίτηση της τσεχικής Προεδρίας για την κατάρτιση διερευνητικής γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ στον τομέα της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ και των ρυθμιστικών πτυχών της νομοθεσίας της ΕΕ για τις επιχειρήσεις της ΕΕ. Το θέμα της είναι «Έλεγχος της ανταγωνιστικότητας για την οικοδόμηση μιας ισχυρότερης και ανθεκτικότερης οικονομίας της ΕΕ». Η Προεδρία υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης της στρατηγικής εξάρτησης της ΕΕ και διασφάλισης μεγαλύτερης ανθεκτικότητας, του ανοίγματος προς τον έξω κόσμο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων της ΕΕ.

2.2.

Η σουηδική κυβέρνηση επεσήμανε επίσης την ανταγωνιστικότητα ως ένα από τα στοιχεία της πολιτικής κατεύθυνσης της επικείμενης σουηδικής Προεδρίας της ΕΕ.

2.3.

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη ζητήσει έλεγχο της ανταγωνιστικότητας στη γνωμοδότησή της με θέμα «Προσαρμογή στον στόχο του 55 %» (1), στην οποία δηλώνει ότι «κατά τη μετάβαση προς μια κλιματικά ουδέτερη κοινωνία, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα υπόδειγμα που θα οδηγήσει σε μια ακμάζουσα οικονομία. Εάν θέλουμε η ΕΕ να είναι πρωτοπόρος και να εμπνεύσει τον υπόλοιπο κόσμο, θα πρέπει να επιδιώξουμε να διαμορφώσουμε το πιο επιτυχημένο μοντέλο — ένα μοντέλο δίκαιο και βιώσιμο από οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής άποψης». Η ΕΟΚΕ δήλωσε επίσης ότι «όλες οι νομοθετικές προτάσεις που υποβάλλονται βάσει της Δέσμης μέτρων προσαρμογής στον στόχο του 55 % θα πρέπει να υποβληθούν σε έλεγχο ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με τις αρχές των ΣΒΑ, ώστε να γίνουν πλήρως κατανοητές οι επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις». Πρωτύτερα, η ΕΟΚΕ είχε ζητήσει να πραγματοποιηθεί δοκιμή ανταγωνιστικότητας στη γνωμοδότησή της με θέμα «Ένωση Κεφαλαιαγορών» (2).

2.4.

Η έκθεση της διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης (CoFoE) ζητεί επίσης οι νέες πρωτοβουλίες πολιτικής της ΕΕ να υποβληθούν σε «έλεγχο της ανταγωνιστικότητας» για την ανάλυση των επιπτώσεών τους στις επιχειρήσεις και στο επιχειρηματικό περιβάλλον τους (κόστος επιχειρηματικής δραστηριότητας, ικανότητα καινοτομίας, διεθνής ανταγωνιστικότητα, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού κ.λπ.). Ο εν λόγω έλεγχος είναι σύμφωνος με τη συμφωνία του Παρισιού και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της ισότητας των φύλων, και δεν υπονομεύει την προστασία των ανθρωπίνων, κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων ούτε τα περιβαλλοντικά πρότυπα και τα πρότυπα προστασίας των καταναλωτών.

2.5.

Προσφάτως, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen δήλωσε στην ομιλία (3) της ότι θα εισαχθεί ένας τυποποιημένος έλεγχος της ανταγωνιστικότητας στον κανονισμό.

3.   Κίνητρα και ανάγκη για έλεγχο της ανταγωνιστικότητας

3.1.

Η ανταγωνιστικότητα ως σαφής στόχος περιλαμβάνεται στο θεματολόγιο της ΕΕ με διάφορες μορφές από τη στρατηγική της Λισαβόνας του 2000, ακολουθούμενη από τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», τη βιομηχανική στρατηγική καθώς και σειρά εκθέσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και την ενιαία αγορά. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών, ο διεθνής ανταγωνισμός καθίσταται όλο και πιο σφοδρός, και, δεδομένων των σημερινών και των προβλεπόμενων μελλοντικών προκλήσεων, είναι κρίσιμης σημασίας να δημιουργηθεί μια ανανεωμένη δυναμική ώστε η ΕΕ να καταστεί πιο ανταγωνιστική. Το NextGenerationEU αποτέλεσε την απάντηση της ΕΕ στην πανδημία COVID-19: ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα που αποσκοπεί στην ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικής θέσης της οικονομίας της ΕΕ, με βάση πιο πράσινες και ψηφιακές επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από αποδοτικότερες δημόσιες υπηρεσίες, ενισχυμένες υποδομές και μια δυναμική αγορά εργασίας.

3.2.

Το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα. Εκτιμάται ότι, το 2050, η ΕΕ θα αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10 % του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), και ότι, την επόμενη διετία, το 85 % της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ. Οι χαμηλές προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης επιδεινώνουν τη σχετική οικονομική ύφεση. Αυτό σημαίνει ότι η φωνή της Ευρώπης στον κόσμο είναι λιγότερο υπολογίσιμη, ενώ αποδυναμώνονται ο ρόλος της ΕΕ παγκοσμίως και η επιρροή της στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας (4).

3.3.

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την οικονομία της ΕΕ, καθώς και με το γεγονός ότι η ΕΕ ανακάμπτει ακόμη από τις διάφορες επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου COVID-19. Ο πόλεμος έχει ασκήσει πρόσθετες ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής, οι οποίες τροφοδοτούν τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις και διαβρώνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών (5). Ανταποκρινόμενη στα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε τα επιτόκια του ευρώ, ένα μέτρο παρόμοιο με εκείνα που έλαβε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Επιπλέον, η αποδυνάμωση της παγκόσμιας ανάπτυξης μειώνει την εξωτερική ζήτηση. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της αντέδρασαν πολλαπλασιάζοντας τη στήριξη προς τις επιχειρήσεις με διάφορα προγράμματα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς τους σε συνθήκες δυσμενών και εξαιρετικά ασταθών οικονομικών προοπτικών.

3.4.

Εκτός από την πρωτοφανή κατάσταση που προκάλεσαν η πανδημία και ο πόλεμος, η Ευρώπη υπόκειται σε έναν ιστορικό διαρθρωτικό μετασχηματισμό, ο οποίος οφείλεται στις γεωπολιτικές εξελίξεις, τις δημογραφικές αλλαγές, την ψηφιοποίηση και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία. Αυτό αναδιαμορφώνει τις αγορές και επιταχύνει τον ανταγωνισμό όσον αφορά τους συντελεστές παραγωγής. Η επιτυχία του μετασχηματισμού εξαρτάται τελικά από το πόσο καλά λειτουργεί η συνολική οικονομία. Μόνο εάν η Ευρώπη αναδειχθεί σε παγκόσμιο ηγέτη στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα, θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί με επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο, προσφέροντας την αναγκαία ευημερία.

3.5.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας στην εσωτερική και στην παγκόσμια αγορά. Η πρώτη περιλαμβάνει τον ανταγωνισμό επί ίσοις όροις, την εναρμόνιση των κανόνων και την άρση των εμποδίων (6). Η δεύτερη συνεπάγεται ευνοϊκούς όρους και καλύτερα και πιο προσβάσιμα προϊόντα και υπηρεσίες σε ανταγωνισμό με ανταγωνιστές εκτός της ΕΕ. Μια εύρυθμα λειτουργούσα εσωτερική αγορά συμβάλλει επίσης στη βελτίωση των συνθηκών για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα.

3.6.

Είναι σημαντικό να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των διαφόρων στόχων πολιτικής. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία αμοιβαία επωφελών καταστάσεων, δεδομένου ότι οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις παρέχουν οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό τους, και ότι μια υγιής οικονομία και μια σταθερή κοινωνία αυξάνουν την ανθεκτικότητα και συμβάλλουν σε ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον.

3.7.

Είναι επίσης προφανές ότι η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τη διεθνή θέση και επιρροή της στο πλαίσιο της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης. Μια ισχυρότερη θέση στην ανάπτυξη και την υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών δεν αφορά μόνο την οικονομική ανταγωνιστικότητα αλλά και την ασφάλεια και τον γεωπολιτικό ρόλο της ΕΕ. Αποτελεί επίσης προϋπόθεση ώστε η ΕΕ να αναδειχθεί σε παγκόσμιο φορέα καθορισμού προτύπων, για παράδειγμα όσον αφορά την αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ).

3.8.

Η ανάγκη για μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή ισχύει επίσης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αυτό απαιτεί τόσο σημαντική διπλωματική επιρροή όσο και ισχυρή ανταγωνιστικότητα όσον αφορά την οικονομική αποδοτικότητα, την καινοτομία, τις δεξιότητες και την προσφορά προϊόντων, τεχνολογιών και λύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών στις παγκόσμιες αγορές. Μια θετική εξέλιξη συνιστά το γεγονός ότι ορισμένες εταιρείες της ΕΕ ευθυγραμμίζουν ήδη τις επενδύσεις με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους, όπως αποδεικνύεται από την ταχέως αυξανόμενη χρήση προϊόντων ΠΚΔ στις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ΕΕ καταρτίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, το οποίο πρέπει να παρέχει μεγαλύτερη διαφάνεια και χώρο σε προϊόντα ΠΚΔ και να συνάδει με τη συνολική βιωσιμότητα.

3.9.

Δεδομένης της σημασίας που έχει μια ακμάζουσα οικονομία με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις για τη δημιουργία ευημερίας και ευζωίας στην Ευρώπη, καθώς και για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων στα κλιματικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, είναι ζωτικής σημασίας να παρασχεθεί στις επιχειρήσεις της ΕΕ ένα ευνοϊκό περιβάλλον ώστε να καινοτομούν, να επενδύουν και να συναλλάσσονται. Καθώς πολλά στοιχεία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος καθορίζονται από το πολιτικό, ρυθμιστικό και δημοσιονομικό πλαίσιο, οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να διασφαλίσουν ότι το πλαίσιο αυτό στηρίζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό τους.

4.   Στοιχεία του ελέγχου της ανταγωνιστικότητας

4.1.

Καθώς δεν υπάρχει ενιαίος ή καθολικός ορισμός της ανταγωνιστικότητας, το περιεχόμενο του ελέγχου της ανταγωνιστικότητας εξαρτάται από το πεδίο εφαρμογής και την οπτική που θα υιοθετηθεί. Η αίτηση της τσεχικής Προεδρίας αναφέρεται ρητά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ, με στόχο την οικοδόμηση μιας ισχυρότερης και ανθεκτικότερης οικονομίας της ΕΕ.

4.2.

Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων μπορεί να περιγραφεί ως η ικανότητά τους να επιτυγχάνουν στην αγορά με επικερδή τρόπο, δημιουργώντας αξία για τις ίδιες και για την κοινωνία γενικότερα. Αυτό, με τη σειρά του, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα συντελεστών παραγωγής (ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ενέργεια και πρώτες ύλες, κεφάλαιο, δεδομένα), το συνολικό κόστος παραγωγής, τη ζήτηση και τις αγορές των προϊόντων, καθώς και την ικανότητα των επιχειρήσεων να καινοτομούν και να δράττονται των ευκαιριών, ενισχύοντας παράλληλα το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς της ΕΕ.

4.3.

Η μοναδική κοινωνική οικονομία της αγοράς της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη χρηστή μακροοικονομική διακυβέρνηση, την έρευνα και καινοτομία, τον κοινωνικό διάλογο, τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και τα ολοκληρωμένα συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής προστασίας, ένα ενθουσιώδες εργατικό δυναμικό με σταθερές θέσεις εργασίας, μια ακμάζουσα κοινωνική οικονομία και βιώσιμους επενδυτές, αποτελούν ουσιαστικά πλεονεκτήματα που πρέπει να αξιοποιούνται, όταν καταβάλλονται προσπάθειες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Δεδομένων των υφιστάμενων και των προβλεπόμενων μελλοντικών προκλήσεων, η ΕΟΚΕ ζητεί έλεγχο της ανταγωνιστικότητας για τη στήριξη των επιχειρήσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, καθώς και για την ενίσχυση της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.

4.4.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας αποτελεί μια προσέγγιση που διασφαλίζει ότι οι πτυχές της ανταγωνιστικότητας λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων. Αυτό απαιτεί κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι πρωτοβουλίες θα επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά και μια νοοτροπία που να λαμβάνει υπόψη την ανταγωνιστικότητα κατά τη λήψη αποφάσεων. Συνεπώς, ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας αποτελείται από δύο επίπεδα:

το επίπεδο της εκτίμησης επιπτώσεων («τεχνικό» επίπεδο), το οποίο αφορά την αξιολόγηση των διαφόρων τρόπων με τους οποίους οι πρωτοβουλίες πολιτικής και οι ρυθμιστικές πρωτοβουλίες επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα·

το επίπεδο της λήψης αποφάσεων (πολιτικό επίπεδο), που σημαίνει το να δίνεται η δέουσα προσοχή στην ανταγωνιστικότητα και να της αποδίδεται η κατάλληλη βαρύτητα κατά τη διαμόρφωση νέων πρωτοβουλιών, με βάση το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς της ΕΕ.

4.5.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας να είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένος, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και τις αλυσίδες εφοδιασμού, στην απασχόληση και στις συνθήκες εργασίας καθώς και τις επακόλουθες μακροοικονομικές επιπτώσεις τους. Ένας ισχυρός έλεγχος της ανταγωνιστικότητας για όλες τις νέες πρωτοβουλίες θα πρέπει να χρησιμεύσει ως μέτρο ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προτάσεις στηρίζουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

5.   Η εκτίμηση επιπτώσεων ως βάση για τον έλεγχο της ανταγωνιστικότητας

5.1.

Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να βασίζεται σε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις των πρωτοβουλιών πολιτικής και των ρυθμιστικών πρωτοβουλιών σε διάφορα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων του κόστους συμμόρφωσης, της ευκολίας πρόσβασης στις αγορές και άλλων άμεσων επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στις αξιακές αλυσίδες, όπως οι επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα ενέργειας και πρώτων υλών. Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει επίσης να καλύπτει τις επακόλουθες επιπτώσεις στην απασχόληση, τις επενδύσεις, την καινοτομία, την παραγωγικότητα, τις πτυχές ένδικων διαφορών, τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, το εξωτερικό εμπόριο, το γενικότερο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και τη βιώσιμη ανάπτυξη στο σύνολό της.

5.2.

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση της νομοθεσίας και η σχετική εργαλειοθήκη που έχουν καταρτιστεί στο πλαίσιο του θεματολογίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας απαιτούν ήδη οι πρωτοβουλίες που αναμένεται να έχουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές ή περιβαλλοντικές επιπτώσεις να συνοδεύονται από εκτιμήσεις επιπτώσεων. Η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την ανταγωνιστικότητα. Η ΕΟΚΕ ζητεί ολοκληρωμένη υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις επιπτώσεις της ανταγωνιστικότητας στη μεγάλη ποικιλομορφία των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τον τομέα, το μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας.

5.3.

Η ΕΟΚΕ εκτιμά το περιεχόμενο της τρέχουσας εργαλειοθήκης και επισημαίνει ότι, σε ένα έγγραφο εργασίας του ΟΟΣΑ, το εργαλείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανταγωνιστικότητα αναφέρεται ως το πιο ολοκληρωμένο έγγραφο που υπάρχει για την εκτίμηση των κανονιστικών επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα (7). Ωστόσο, υπάρχει επίσης προφανής ανάγκη για βελτιώσεις, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή και την επιβολή των εργαλείων.

5.4.

Σύμφωνα με την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου, η εκτίμηση επιπτώσεων συχνά δεν αναπτύσσεται σε ικανοποιητικό βαθμό, με ορισμένες σημαντικές επιπτώσεις να μην εκτιμώνται επαρκώς. Όπως περιγράφεται στην ετήσια έκθεσή της για το 2021 (8), η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου έχει επανειλημμένα ζητήσει περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεων στους καταναλωτές, την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, τα κράτη μέλη και τις ΜΜΕ. Επίσης, έχει ζητήσει συχνά περαιτέρω ποσοτικό προσδιορισμό, ιδίως των διοικητικών δαπανών και εξοικονομήσεων. Στην ετήσια έκθεσή της για το 2020 (9), η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου αναφέρεται πολύ συχνά στην έλλειψη ανάλυσης της ανταγωνιστικότητας (συχνά συνδέεται με την ανεπαρκή ανάλυση του κόστους) και εκτίμησης των επιπτώσεων στις ΜΜΕ και των κοινωνικών επιπτώσεων.

5.5.

Συνεπώς, η ΕΟΚΕ τονίζει την ανάγκη οι εκτιμήσεις επιπτώσεων να επικεντρωθούν περισσότερο στην ανταγωνιστικότητα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είναι ισορροπημένες. Η ΕΟΚΕ θεωρεί επίσης σημαντικό τα διάφορα μέρη της εργαλειοθήκης που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την τομεακή ανταγωνιστικότητα, τις ΜΜΕ, την καινοτομία, τον ανταγωνισμό, την εσωτερική αγορά, το εμπόριο και τις επενδύσεις, να εξετάζονται με ολοκληρωμένο τρόπο.

5.6.

Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μεγάλη ποικιλομορφία των επιχειρήσεων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Συνεπώς, η ΕΟΚΕ ζητεί κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεων σε διάφορους επιχειρηματικούς τομείς και οικοσυστήματα, σε επιχειρήσεις διαφόρων μεγεθών (συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων), σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διάφορα τμήματα των αξιακών αλυσίδων και σε διάφορες αγορές και γεωγραφικές περιοχές, καθώς και σε επιχειρήσεις με διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών εταιρειών, των συνεταιρισμών και των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας.

5.7.

Η ΕΟΚΕ ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική από την άποψη της ανοικτής στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ και των εξαγωγικών ευκαιριών.

5.8.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα δεν θα πρέπει να περιορίζεται στις επιπτώσεις μιας επιμέρους, μεμονωμένης πρωτοβουλίας, αλλά θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τη σωρευτική επιβάρυνση, ιδίως το κόστος συμμόρφωσης της νομοθεσίας ή άλλων μέτρων που επηρεάζουν τους ίδιους παράγοντες. Επιπλέον, η εκτίμηση θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, μεταξύ άλλων σε διάφορα σενάρια ανάλυσης προοπτικών. Για την εξεύρεση της βέλτιστης επιλογής πολιτικής, είναι επίσης αναγκαίο να εκτιμώνται οι επιπτώσεις εναλλακτικών επιλογών στην ανταγωνιστικότητα και να εξηγούνται με κάθε λεπτομέρεια. Είναι επίσης σημαντικό η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα να επικεντρώνεται περισσότερο σε ποσοτικά δεδομένα και να τα αναλύει διεξοδικά.

5.9.

Η ΕΟΚΕ ζητεί ισχυρή εκτίμηση και στοιχεία τόσο για τις θετικές όσο και για τις αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα. Ο σκοπός δεν θα πρέπει να είναι μόνο η αποφυγή απωλειών ανταγωνιστικότητας, αλλά και η επιδίωξη ενός πιο φιλόδοξου στόχου βελτίωσης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ευνοηθεί η ισχυρή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.

5.10.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει επίσης ότι είναι σημαντικό να υπάρχει μια συνολική θεώρηση της ανταγωνιστικότητας από την άποψη της βιωσιμότητας. Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, όχι μόνο ως παράγοντας κόστους, αλλά και επειδή οι καλές περιβαλλοντικές επιδόσεις είναι αναμενόμενες από πολλούς παράγοντες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πελατών, των επενδυτών και των χρηματοδοτών. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνική βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένων του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητας των φύλων και των εργασιακών δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να συμβιβαστούν διάφορες πτυχές, όπως η τεχνολογική πρόοδος, το κόστος και η κοινωνική αποδοχή, μεταξύ άλλων.

5.11.

Καθώς η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα αποτελεί την πραγματική βάση για τον έλεγχο της ανταγωνιστικότητας, η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα είναι υποχρεωτική και αποτελεσματική και ότι εφαρμόζεται και επιβάλλεται πλήρως. Θα πρέπει επίσης να επικαιροποιείται κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, εάν επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές. Ταυτόχρονα, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι απαιτούνται επαρκείς πόροι και οι κατάλληλες δεξιότητες για την ολοκλήρωση των εκτιμήσεων. Η ΕΟΚΕ συνιστά επίσης την τακτική συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών των ανταγωνιστικών χωρών.

5.12.

Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει επίσης να αξιοποιεί πλήρως άλλα υφιστάμενα εργαλεία, όπως οι έλεγχοι καταλληλότητας, το πρόγραμμα για τη βελτίωση της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) και η πλατφόρμα «Fit for Future». Αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων διαφόρων πρωτοβουλιών.

6.   Ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων

6.1.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο μιας ισορροπημένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΕΕ και να εφαρμόζεται στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας χάραξης πολιτικής και θέσπισης νομοθεσίας της ΕΕ, καλύπτοντας επίσης τις στρατηγικές και τα προγράμματα της ΕΕ, τις δημοσιονομικές και φορολογικές διατάξεις, το παράγωγο δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες. Επιπλέον, θα πρέπει να εφαρμόζεται στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς οι πολιτικές των κρατών μελών είναι κρίσιμες στο πλαίσιο αυτό.

6.2.

Ενώ ο έλεγχος της ανταγωνιστικότητας επικεντρώνεται κυρίως σε πρωτοβουλίες με πρωταρχικούς στόχους διαφορετικούς από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει επίσης ένα ειδικό θεματολόγιο για την ανταγωνιστικότητα, με μακροπρόθεσμο στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.

6.3.

Το θεματολόγιο για την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να επικεντρώνεται στις μακροπρόθεσμες προοπτικές και να δίνει προσοχή σε βασικά ζητήματα όπως η ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς, η μείωση των φραγμών στην αγορά, η ενίσχυση των επενδύσεων και της πρόσβασης σε χρηματοδότηση και χρηματοδοτικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων που προάγουν την ισότητα των φύλων, η διευκόλυνση του εξωτερικού εμπορίου και της εξωτερικής συνεργασίας, η προώθηση της καινοτομίας, των ταλέντων υψηλού επιπέδου και της ερευνητικής αριστείας, η ενίσχυση των δεξιοτήτων μέσω της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης, η ενίσχυση της συμπεριληπτικότητας των αγορών εργασίας και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, η μείωση του γραφειοκρατικού φόρτου και του κόστους συμμόρφωσης, καθώς και το να καταστούν τα φορολογικά συστήματα πιο ενθαρρυντικά. Θα πρέπει επίσης να ενδυναμώσει τα επιχειρηματικά μοντέλα που ευθυγραμμίζουν την ανταγωνιστικότητα με τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που υιοθετούν κριτήρια ΠΚΔ για τις επενδύσεις τους.

6.4.

Η ενίσχυση των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και η προώθηση της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης θα πρέπει επίσης να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία του θεματολογίου. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στις ικανότητες των κρατών μελών, στις διαφορές και στην αναγκαία συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και στην εκτελεστότητα των πρωτοβουλιών και στην τακτική παρακολούθηση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων του θεματολογίου. Η ΕΟΚΕ τονίζει επίσης τον καίριο ρόλο του κοινωνικού διαλόγου, όπως περιγράφεται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.

6.5.

Όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, η ΕΟΚΕ εκτιμά την ταχεία προσαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της ΕΕ στην πανδημία της νόσου COVID-19 και στον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς και στις οικονομικές επιπτώσεις τους (10). Η ευελιξία στην εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, μολονότι έχει έκτακτο και προσωρινό χαρακτήρα, έχει διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο για την επιβίωση των εταιρειών της ΕΕ σε πολύ δύσκολους καιρούς, διατηρώντας έτσι την ανταγωνιστικότητα που έχουν επιτύχει οι ευρωπαϊκές εταιρείες μέσω της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.

6.6.

Ο υγιής και θεμιτός ανταγωνισμός τόσο στο εσωτερικό όσο και έναντι των ξένων ανταγωνιστών είναι επίσης ύψιστης σημασίας. Η ΕΟΚΕ εκτιμά το εν εξελίξει έργο που επιδιώκει να καταστήσει αποδοτικότερους τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις στις υπηρεσίες υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), προκειμένου να βελτιωθούν η ποιότητα και η προσβασιμότητα των εν λόγω υπηρεσιών για τους πολίτες σε τοπικό επίπεδο (11).

6.7.

Επίσης, η ΕΟΚΕ επικροτεί γενικά την πρωτοβουλία της Επιτροπής σχετικά με έναν κανονισμό για τις ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά, καθώς αποσκοπεί στην αποφυγή στρεβλωτικών επιπτώσεων στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, διασφαλίζοντας έτσι ισότιμους όρους ανταγωνισμού έναντι των ξένων ανταγωνιστών (12).

6.8.

Το θεματολόγιο για την ανταγωνιστικότητα θα είναι το επόμενο βήμα για την επίτευξη του βασικού στόχου της αίτησης της τσεχικής Προεδρίας, που είναι η οικοδόμηση μιας ισχυρότερης και ανθεκτικότερης οικονομίας της ΕΕ. Συνεπώς, θα συμβάλει στην ευημερία των πολιτών της ΕΕ, καθώς και στην επίτευξη μιας κλιματικά ουδέτερης και κυκλικής οικονομίας. Καθώς η ανταγωνιστικότητα είναι ένα ζήτημα που αφορά όλους, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων και άλλοι παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά στην κατάρτιση του θεματολογίου.

Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2022.

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Christa SCHWENG


(1)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: “Προσαρμογή στον στόχο του 55 %”: υλοποίηση του στόχου της ΕΕ για το κλίμα με ορίζοντα το 2030 στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα» [COM(2021) 550 final] (ΕΕ C 275 της 18.7.2022, σ. 101).

(2)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Ένωση Κεφαλαιαγορών για τα άτομα και τις επιχειρήσεις — Νέο σχέδιο δράσης» [COM(2020) 590 final] (ΕΕ C 155 της 30.4.2021, σ. 20).

(3)  Ομιλία της Προέδρου von der Leyen στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την προετοιμασία της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 20-21 Οκτωβρίου 2022.

(4)  Achtung Europa, Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας (ECIPE) 2021.

(5)  Θερινές οικονομικές προβλέψεις του 2022.

(6)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Το κόστος της μη Ευρώπης — Τα οφέλη της ενιαίας αγοράς» (διερευνητική γνωμοδότηση) (ΕΕ C 443 της 22.11.2022, σ. 51).

(7)  How do laws and regulations affect competitiveness [Πώς οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα], ΟΟΣΑ 2021.

(8)  Επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου, ετήσια έκθεση, 2021.

(9)  Επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου, ετήσια έκθεση, 2020.

(10)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών — Μια πολιτική ανταγωνισμού κατάλληλη για νέες προκλήσεις» [COM(2021) 713 final] (ΕΕ C 323 της 26.8.2022, σ. 34).

(11)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που εφαρμόζονται στις υπηρεσίες υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες — Οι ΥΓΟΣ σε ένα σενάριο μετά την πανδημία. Σκέψεις και προτάσεις σχετικά με την αξιολόγηση της Επιτροπής για την τροποποίηση της δέσμης νομοθετικών μέτρων του 2012» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας) (ΕΕ C 323 της 26.8.2022, σ. 8).

(12)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά» [COM(2021) 223 final — 2021/0114 (COD)] (ΕΕ C 105 της 4.3.2022, σ. 87).