30.6.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 248/87


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 27ης Απριλίου 2022

σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους

(CON/2022/16)

(2022/C 248/03)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 17 και 21 Ιανουαρίου 2022 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτήματα για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους (1) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ»).

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ συνδέονται στενά με άλλη πρόταση για την οποία η ΕΚΤ έλαβε αίτημα διαβούλευσης, και συγκεκριμένα με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων (2) (καλούμενες από κοινού με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ «δέσμη πράξεων της Επιτροπής για την τραπεζική μεταρρύθμιση»).

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά τη δέσμη πράξεων της Επιτροπής για την τραπεζική μεταρρύθμιση, η οποία ενσωματώνει στη νομοθεσία της Ένωσης σημαντικά στοιχεία του παγκόσμιου προγράμματος κανονιστικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό θα ενισχύσει το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων της ΕΕ και θα ενδυναμώσει σημαντικά το κανονιστικό πλαίσιο σε τομείς στους οποίους οι εποπτικές αρχές έχουν εντοπίσει κενά που μπορούν εν δυνάμει να οδηγήσουν σε ανεπαρκή παρακολούθηση και κάλυψη των κινδύνων.

Πρώτον, η ενίσχυση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι («κίνδυνοι ΠΚΔ») μέσω της επιβολής αυστηρότερων απαιτήσεων και της διεύρυνσης της δέσμης εποπτικών εργαλείων στον τομέα αυτό θα συμβάλει στο να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα αναπτύσσουν ενισχυμένα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων προορατικά, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα συσσώρευσης υπερβολικών κινδύνων από μεμονωμένα ιδρύματα και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του.

Δεύτερον, η πιστή εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων θα μειώσει την αδικαιολόγητη μεταβλητότητα του συντελεστή στάθμισης κινδύνου (3) και επικροτείται το γεγονός ότι δεν θα υπάρχει διπλός συνυπολογισμός των κινδύνων σε σχέση με άλλες απαιτήσεις, ενώ αναμένεται ότι θα αποτρέπονται οι επιχειρησιακές περιπλοκές.

Τρίτον, η εναρμόνιση των διατάξεων για την αξιολόγηση των διοικητικών στελεχών των τραπεζών και των υπαλλήλων τους σε καίριες θέσεις (αξιολογήσεις καταλληλότητας) θα συμβάλει στην αποτελεσματικότητα της εποπτείας και θα ενισχύσει τη χρηστή διακυβέρνηση.

Τέταρτον, η θέσπιση κοινής δέσμης κανόνων για τα υποκαταστήματα τραπεζικών ομίλων τρίτων χωρών τα οποία λειτουργούν σε κράτη μέλη θα αντικαταστήσει τις ανομοιογενείς εθνικές προσεγγίσεις και θα ενισχύσει την ενιαία αγορά.

Πέμπτον, η περαιτέρω εναρμόνιση των εθνικών εξουσιών που αφορούν την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, τις μεταβιβάσεις στοιχείων του ενεργητικού ή υποχρεώσεων, τις συγχωνεύσεις ή διασπάσεις, καθώς και το καθεστώς επιβολής κυρώσεων, θα διασφαλίσουν τη συνοχή και ευρωστία του πλαισίου.

Έκτον, η ΕΚΤ συστήνει τη διασφάλιση συνοχής μεταξύ της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) (εφεξής η «ΟΚΑ») και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (5), προκειμένου για θέματα εποπτικής ανεξαρτησίας γενικά, και συγκρούσεων συμφερόντων ειδικότερα. Για τον περιορισμό πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων είναι σημαντική μια αυστηρή αλλά αναλογική και ευέλικτη προσέγγιση που θα επιτρέπει τη δέουσα συνεκτίμηση κάθε μεμονωμένης κατάστασης.

Τέλος, το να επιτραπεί στις εποπτικές αρχές να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ή πιθανή πτώχευση, αλλά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης επειδή δεν πληρούται το κριτήριο του δημόσιου συμφέροντος, θα διευκολύνει την ομαλή έξοδο των εν λόγω τραπεζικών ιδρυμάτων από την αγορά (6).

Η παρούσα γνώμη εξετάζει ζητήματα που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ΕΚΤ και παρατίθενται στις ακόλουθες επιμέρους ενότητες.

1.   Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι (κίνδυνοι ΠΚΔ)

1.1.   Υποστήριξη των προτεινόμενων τροποποιήσεων

Η ΕΚΤ επικροτεί θερμά την πρόταση της Επιτροπής να ενισχυθούν οι απαιτήσεις όσον αφορά τους κινδύνους ΠΚΔ για τα πιστωτικά ιδρύματα και η αντίστοιχη εντολή προς τις αρμόδιες αρχές. Η ΕΚΤ συμμερίζεται την άποψη ότι οι κίνδυνοι ΠΚΔ μπορούν να έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στη σταθερότητα των επιμέρους ιδρυμάτων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. Η Επιτροπή ορθώς έθεσε φιλόδοξους στόχους για την προσαρμογή της ΕΕ στις επιπτώσεις των κινδύνων ΠΚΔ και τη μετάβασή της σε μια βιώσιμη οικονομία, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένων αλλαγών στο παραγωγικό της σύστημα με εγγύς χρονικό ορίζοντα. Η στρατηγική επισημαίνει ότι «η επιτυχία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας εξαρτάται από τη συμβολή όλων των οικονομικών φορέων και από τα κίνητρά τους για την επίτευξη των στόχων μας. Για τον σκοπό αυτό, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα πρέπει να μεταφράσουν τους στόχους της ΕΕ για τη βιωσιμότητα στις μακροπρόθεσμες χρηματοδοτικές στρατηγικές και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεών τους» (7). Η μετάβαση αυτή και οι συναφείς κίνδυνοι επηρεάζουν σχεδόν όλους τους τομείς της οικονομίας και έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις σε όλες τις περιφέρειες. Επιπλέον, εξαρτώνται από τις πολιτικές απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, τις αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών και των επενδυτών, καθώς και από τις τεχνολογικές αλλαγές. Αυτές οι εκτεταμένες επιπτώσεις απαιτούν εξειδικευμένες στρατηγικές και ενισχυμένες ικανότητες διαχείρισης κινδύνων, ώστε να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των πιστωτικών ιδρυμάτων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και να αποσοβείται η συσσώρευση υπερβολικού κινδύνου μετάβασης στα χαρτοφυλάκιά τους. Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας τα πιστωτικά ιδρύματα να παρακολουθούν τον κίνδυνο που απορρέει από την απόκλιση των χαρτοφυλακίων τους από τους στόχους μετάβασης της ΕΕ, καθορίζοντας φιλόδοξα και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για τους σκοπούς του στρατηγικού σχεδιασμού τους, συμπεριλαμβανομένων ενδιάμεσων οροσήμων.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την πρόταση για σαφέστερη κάλυψη των κινδύνων ΠΚΔ στις εποπτικές απαιτήσεις, η οποία θα συμβάλει στην ελαχιστοποίηση των απειλών τις οποίες εγκυμονούν οι κίνδυνοι αυτοί για τα επιμέρους ιδρύματα και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ανάγκη για καλύτερη εσωτερική διαχείριση και αυξημένο εποπτικό έλεγχο των κινδύνων από τις τράπεζες έχει επισημανθεί σε πρόσφατη εποπτική αξιολόγηση της ΕΚΤ. Αυτή η συνολική άσκηση αξιολόγησης αποκάλυψε ότι κανένα ίδρυμα δεν έχει προσεγγίσει την πλήρη ευθυγράμμιση των πρακτικών του με τις εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον («κίνδυνοι ΚΠ») και ότι τα ίδια τα ιδρύματα θεωρούν ότι το 90 % των αναγγελλόμενων πρακτικών τους είτε ευθυγραμμίζεται μόνο εν μέρει είτε δεν ευθυγραμμίζεται καθόλου με τις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ (8).

Η ΕΚΤ αναγνωρίζει την προτεραιότητα των κινδύνων ΚΠ έναντι κοινωνικών παραγόντων και παραγόντων διακυβέρνησης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις διαφορές στις εφαρμοζόμενες μεθοδολογίες. Οι κίνδυνοι ΚΠ περιλαμβάνουν κυρίως απειλές που απορρέουν από την απαιτούμενη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη οικονομία και την προσαρμογή στις αυξανόμενες απειλές όσον αφορά τη φυσική ασφάλεια. Οι κίνδυνοι μετάβασης και οι φυσικοί κίνδυνοι είναι ειδικοί σε σύγκριση με άλλους κινδύνους προληπτικής εποπτείας και η συσσώρευσή τους με την πάροδο του χρόνου απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και σαφείς στρατηγικές μετριασμού τους, ενδεχομένως δε και την ανάληψη αποφασιστικής και άμεσης βραχυπρόθεσμης δράσης για τον μετριασμό των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την προτεινόμενη απαίτηση για ανάπτυξη από τα πιστωτικά ιδρύματα ειδικών σχεδίων παρακολούθησης και αντιμετώπισης των κινδύνων ΠΚΔ βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα μετρούν τους κινδύνους ΠΚΔ σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και αξιολογούν διεξοδικά τις διαρθρωτικές αλλαγές που είναι πιθανό να σημειωθούν στους κλάδους στους οποίους τα ίδια είναι εκτεθειμένα, σύμφωνα με τις πορείες μετάβασης τις οποίες καθορίζει το νομικό πλαίσιο της ΕΕ (9). Η απαίτηση ανάπτυξης τέτοιων σχεδίων θα αυξήσει τη διαφάνεια όσον αφορά τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, θα διασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα επανεξετάζουν προορατικά κατά πόσον οι στρατηγικές τους ενσωματώνουν επαρκώς τις παραμέτρους ΠΚΔ και σε σχέση με τους μεταβατικούς στόχους της ΕΕ, μετριάζοντας έτσι τους κινδύνους φήμης ή τους κινδύνους που απορρέουν από το ταχέως μεταβαλλόμενο κλίμα της αγοράς.

Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τους οργανισμούς της ΕΕ για την παρακολούθηση της προόδου των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την ανάπτυξη των ειδικών τους σχεδίων (νέο άρθρο 76 παράγραφος 2) και τονίζει την ανάγκη για έγκαιρη δράση σε αυτόν τον τομέα. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να δοθεί προτεραιότητα στην ανθεκτικότητα και την προσαρμογή των ιδρυμάτων στις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των κινδύνων ΠΚΔ. Οι προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με το περιεχόμενο των σχεδίων των ιδρυμάτων [νέο άρθρο 87α παράγραφος 5 στοιχείο β)] θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές από την άποψη αυτή και, ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θεωρεί ότι αυτές θα πρέπει να δημοσιευθούν εντός 12 μηνών. Αντιθέτως, μια προθεσμία 24 μηνών φαίνεται καταλληλότερη για τις προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ελάχιστα πρότυπα και τις μεθοδολογίες αναφοράς [νέο άρθρο 87α παράγραφος 5 στοιχείο α)].

Η ορθή εσωτερική διαχείριση κινδύνων, συμπεριλαμβανομένου του ειδικού σχεδιασμού, θα διευκολύνει επίσης την αξιολόγηση των κινδύνων ΠΚΔ από τις αρμόδιες και μακροπροληπτικές αρχές. Στο πλαίσιο του περαιτέρω σχεδιασμού της υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων να διαχειρίζονται όλους τους σημαντικούς κινδύνους, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητά τους στις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των κινδύνων ΚΠ, η ΕΚΤ επικροτεί την ενίσχυση των σχετικών εποπτικών εξουσιών κατά τρόπο που να συνάδει με τον χρονικό ορίζοντα υλοποίησης των κινδύνων ΠΚΔ. Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τους κινδύνους ΠΚΔ που επηρεάζουν την προληπτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος (π.χ. κεφάλαιο και ρευστότητα) και μεσομακροπρόθεσμα (δηλαδή 5-10 έτη), ξεκινώντας από τον κλιματικό και τον περιβαλλοντικό κίνδυνο. Οι απαιτήσεις αυτές θα βοηθήσουν επίσης τις μακροπροληπτικές αρχές να μετριάσουν τις επιπτώσεις των κινδύνων ΠΚΔ σε ολόκληρο το σύστημα, ιδίως αναλύοντας τις συστημικές πτυχές τους, π.χ. μέσω προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στον τομέα του κλίματος για το σύνολο της οικονομίας. Όλα αυτά αναμένεται ότι θα παρέχουν στην ΕΚΤ καταλληλότερα εργαλεία που θα συμβάλουν, στο πλαίσιο κοινής προσπάθειας με τις άλλες αρμόδιες αρχές, στην αποτροπή της συσσώρευσης μη αξιοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων και θα διασφαλίζουν τη συμπληρωματικότητα μεταξύ μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής προσέγγισης.

Όσον αφορά τη μακροπροληπτική εργαλειοθήκη η ΕΚΤ εκφράζει επίσης την ικανοποίησή της για τη διευκρίνιση σε αιτιολογική σκέψη των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ ότι το πλαίσιο του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (SyRB) μπορεί ήδη να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση διαφόρων ειδών συστημικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Στον βαθμό που οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία στα κράτη μέλη, μπορεί για τον μετριασμό τους να θεσπιστεί συντελεστής SyRB.

1.2.   Ανθεκτικότητα στις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των κινδύνων ΠΚΔ

Όσον αφορά τα σενάρια και τις μεθόδους αξιολόγησης της ανθεκτικότητας στις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των κινδύνων ΠΚΔ, ιδίως της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η ΕΚΤ επιθυμεί να τονίσει ότι οι προκλήσεις που θέτουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορούν να αξιολογηθούν και να αντιμετωπιστούν μόνο με την ενσωμάτωση της επιστημονικής ανάλυσης στη χάραξη πολιτικής. Η συμβολή της επιστημονικής έρευνας, των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και των περιβαλλοντικών οργανισμών θα είναι καθοριστική εν προκειμένω. Η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της, αφενός, για τη δέσμευση της Επιτροπής να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ όλων των αρμόδιων δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών αρχών και, αφετέρου, για το ότι στόχος της συνεργασίας αυτής είναι «να συνδράμει ώστε να καθοριστούν ενδιάμεσοι στόχοι για τον χρηματοοικονομικό τομέα» (10). Πάντως, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμιστεί στις αιτιολογικές σκέψεις των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ η δέσμευση που αναλήφθηκε στη δράση 5.γ της Στρατηγικής χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία [COM(2021) 390 final]. Ειδικότερα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Επιτροπή έχει δεσμευτεί να ενισχύσει τη συνεργασία με την ΕΚΤ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος και ότι η συνεργασία αυτή έχει ως στόχο να συμβάλει στον καθορισμό ενδιάμεσων στόχων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην καλύτερη κατανόηση του αν επαρκεί η συνεχής και μελλοντική πρόοδος και, ως εκ τούτου, στη διευκόλυνση της ανάληψης πιο συνεργατικής πολιτικής δράσης από όλες τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, όπου απαιτείται. Η ΕΚΤ θα επιθυμούσε να γίνει αναφορά στην εν λόγω δέσμευση και στο πλαίσιο της εντολής που ορίζεται στο νέο άρθρο 87α παράγραφος 5 στοιχείο γ) της ΟΚΑ.

2.   Κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

Η ΕΚΤ επικροτεί την εισαγωγή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων ως σημαντικού στοιχείου των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ (11). Η ίδια επισημαίνει ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ περιλαμβάνουν ορισμένους μηχανισμούς που διέπουν την αλληλεπίδραση του κατώτατου αυτού ορίου με τον καθορισμό i) των εποπτικών απαιτήσεων του πυλώνα 2 και ii) των μακροπροληπτικών αποθεμάτων ασφαλείας.

Η ΕΚΤ συμφωνεί με τον γενικό στόχο της αποφυγής του διπλού συνυπολογισμού των κινδύνων εντός του μικροπροληπτικού και μακροπροληπτικού πλαισίου και με την πρόθεση να διασφαλιστεί η διατήρηση της καταλληλότητας των αντίστοιχων απαιτήσεων. Όσον αφορά τις απαιτήσεις του πυλώνα 2 η ΕΚΤ επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι ήδη υφίσταται γενική απαίτηση για αποφυγή του διπλού συνυπολογισμού των κινδύνων και, ως εκ τούτου, η ίδια είναι έτοιμη να διασφαλίσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ότι δεν θα υπάρξει διπλός συνυπολογισμός τους. Όσον αφορά τα μακροπροληπτικά αποθέματα ασφαλείας, όπως χρησιμοποιούνται σήμερα, αυτά αντιμετωπίζουν μακροπροληπτικούς κινδύνους που διαφέρουν από τον στόχο του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, ο οποίος συνίσταται στη μείωση των κινδύνων υπερβολικής μεταβλητότητας ή έλλειψης συγκρισιμότητας των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που απορρέουν από τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων από το ίδρυμα.

Επιπλέον, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις απαιτούν να μην αυξάνεται αμέσως το ονομαστικό ποσό των απαιτήσεων του πυλώνα 2 ως αποτέλεσμα της δέσμευσης ιδρύματος από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η ΕΚΤ συμφωνεί με τον βασικό στόχο και το πνεύμα των προτεινόμενων αυτών διατάξεων για εξουδετέρωση των αδικαιολόγητων αριθμητικών επιπτώσεων της εισαγωγής του κατώτατου ορίου στις απαιτήσεις του πυλώνα 2 και είναι έτοιμη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εξουδετέρωση αυτού του αντικτύπου.

Είναι σημαντικό οι προτεινόμενοι μηχανισμοί να σέβονται τις υφιστάμενες εποπτικές και μακροπροληπτικές πρακτικές και να αποτρέπουν τις επιχειρησιακές περιπλοκές και τη διοικητική επιβάρυνση των αρμόδιων και των μακροπροληπτικών αρχών. Ειδικότερα, όσον αφορά τις απαιτήσεις του πυλώνα 2, όπως έχει προαναφερθεί, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές αρύονται ήδη την εντολή από το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο να αποφεύγουν τον διπλό συνυπολογισμό των κινδύνων και τις αδικαιολόγητες αλλαγές στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η ΕΑΤ δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΟΚΑ παρέχουν μια στέρεη νομική βάση για τη θέσπιση κοινής μεθοδολογίας για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ως εκ τούτου, ενώ η ΕΚΤ δεν βλέπει την ανάγκη μόνιμης ενσωμάτωσης στη νομοθεσία επιπέδου 1 του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων του πυλώνα 2, λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόταση για το θέμα αυτό και τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η προτεινόμενη διάταξη, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού παγώματος, δεν παρεμβαίνει μόνιμα ούτε στην τρέχουσα προσέγγιση του πυλώνα 2 ούτε και στη συχνότητά του. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι η στιγμιαία εξουδετέρωση θα πρέπει να πραγματοποιείται τη στιγμή που η τράπεζα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Τα επόμενα έτη κάθε αναγκαία προσαρμογή θα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης.

Οι νομοθέτες της ΕΕ ενδέχεται να επιθυμούν να αναθέσουν στην ΕΑΤ ειδική εντολή να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τον αντίκτυπο του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (άρθρο 465 παράγραφος 1). Σε περίπτωση που οι νομοθέτες της ΕΕ επιθυμούν να συμπεριλάβουν στη νομοθεσία αναφορά στο θέμα αυτό, η ΕΚΤ έχει διατυπώσει στο τεχνικό έγγραφο εργασίας και προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το νομοθετικό σχέδιο θα μπορούσε να τροποποιηθεί ώστε να λαμβάνει δεόντως υπόψη την τρέχουσα προσέγγιση του πυλώνα 2 και τη συχνότητά της, ρυθμίζοντας παράλληλα με σαφήνεια την αλληλεπίδραση μεταξύ του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων του πυλώνα 2 στο κείμενο επιπέδου 1.

Όσον αφορά το SyRB η ΕΚΤ εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για την προτεινόμενη απαίτηση περί υποχρεωτικής επανεξέτασης της βαθμονόμησής του, η οποία περιλαμβάνει ένα δυναμικό ανώτατο όριο του αποθέματος ασφαλείας, «παγώνοντάς» το σε επίπεδα προ του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων έως ότου ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση και δημοσιευθεί το αποτέλεσμα.

Οι ανησυχίες αυτές οφείλονται σε τρεις λόγους.

Πρώτον, η προτεινόμενη υποχρεωτική επανεξέταση αυξάνει την πολυπλοκότητα του πλαισίου και τη διοικητική επιβάρυνση, καθώς σημαίνει ότι οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τη βαθμονόμηση του SyRB για κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων μεμονωμένα. Δεύτερον, η επανεξέταση του SyRB ανά ίδρυμα βάσει ανώτατου ορίου απάδει προς τη μακροπροληπτική φύση του αποθέματος ασφαλείας και την (υπο)τομεακή εφαρμογή του. Αυτό θα δημιουργούσε αδικαιολόγητη ειδική μεταχείριση ενός μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος που επηρεάζεται από SyRB και δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Τρίτον, η ΟΚΑ περιλαμβάνει ήδη κατάλληλες διατάξεις για την τακτική επανεξέταση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, οι οποίες επαρκούν για τη διασφάλιση τυχόν απαιτούμενων αλλαγών στους εφαρμοζόμενους συντελεστές.

Η ΕΚΤ εκφράζει παρόμοιες ανησυχίες όσον αφορά την προτεινόμενη απαίτηση επανεξέτασης της βαθμονόμησης του αποθέματος ασφαλείας άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), όταν το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων καθίσταται δεσμευτικό. Όπως και στην επανεξέταση του SyRB, αυτή η υποχρέωση επανεξέτασης του αποθέματος ασφαλείας O-SII αυξάνει την πολυπλοκότητα του πλαισίου και τη διοικητική επιβάρυνση. Επιπλέον, οι τακτικές επανεξετάσεις του αποθέματος ασφαλείας O-SII προβλέπονται ήδη στην ΟΚΑ.

Αντί του προτεινόμενου μηχανισμού επανεξέτασης του SyRB όταν το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων καθίσταται δεσμευτικό για ένα πιστωτικό ίδρυμα, η ΕΚΤ προτείνει την προσθήκη ρητής διευκρίνισης που θα ορίζει ότι το SyRB δεν θα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του κινδύνου που αποτυπώνεται στο κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το αν το όριο αυτό καθίσταται δεσμευτικό για συγκεκριμένο ίδρυμα ή όχι. Η διευκρίνιση αυτή θα πρέπει κατά προτίμηση να προστεθεί ως αιτιολογική σκέψη, αλλά θα μπορούσε επίσης να προστεθεί σε άρθρο της ΟΚΑ. Αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσει τυχόν ανησυχίες σχετικά με τον διπλό συνυπολογισμό των κινδύνων στο πλαίσιο του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων και του SyRB. Το ίδιο σκεπτικό και η ίδια διευκρίνιση θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν σε σχέση με το απόθεμα ασφαλείας O-SII.

3.   Καταλληλότητα

3.1.   Υποστήριξη των προτεινόμενων τροποποιήσεων

Η ΕΚΤ επικροτεί θερμά την πρόταση της Επιτροπής να αναθεωρηθεί το πλαίσιο καταλληλότητας. Η εποπτεία της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί βασικό εποπτικό εργαλείο απαραίτητο για τη βελτίωση της διακυβέρνησης των ιδρυμάτων αυτών. Η καλή διακυβέρνησή τους αυξάνει την ανθεκτικότητά τους σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς και αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Καθώς στο πλαίσιο των εποπτικών της δραστηριοτήτων η ΕΚΤ εξακολουθεί να θεωρεί σημαντική την ανάγκη να καλυφθούν τα κενά και να ανέβει ο πήχης ποιότητας των πλαισίων διακυβέρνησης (12), εκφράζει την έντονη ικανοποίησή της για την ενίσχυση της δέσμης εποπτικών εργαλείων που προτείνει η Επιτροπή. Το ισχύον πλαίσιο καταλληλότητας ξεχωρίζει ως ένας από τους λιγότερο εναρμονισμένους τομείς της εποπτικής νομοθεσίας λόγω της απόκλισης των εθνικών νομοθεσιών για την εφαρμογή της ΟΚΑ. Οι διαφορές αυτές παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητα της εποπτείας της καταλληλότητας από την ΕΚΤ και την ισοτιμία των όρων ανταγωνισμού εντός της ΕΕ. Οι προτάσεις της Επιτροπής αποτελούν σημαντικό βήμα προόδου, καθώς θα εξασφαλίσουν πιο συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις, εστιάζοντας στα σημαντικότερα ζητήματα προληπτικής εποπτείας. Αυτό ισχύει ιδίως σε σχέση με θέματα όπως: i) ο καθορισμός σαφών προθεσμιών και διαδικασιών για όλα τα κράτη μέλη· ii) η ανάγκη επέλευσης νέων γεγονότων για την αξιολόγηση της ανανέωσης θητειών· iii) υποχρεωτικές εκ των προτέρων αξιολογήσεις για τα ιδρύματα με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο· iv) η αξιολόγηση των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις· και iν) η ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού τους συμβουλίου.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα πρέπει να ενσωματωθεί επαρκές επίπεδο αναλογικότητας στο νέο πλαίσιο, το οποίο θα ωφεληθεί επίσης από μια ακόμη πιο αναλογική προσέγγιση των αξιολογήσεων καταλληλότητας από τις αρμόδιες αρχές. Ενώ το προτεινόμενο πλαίσιο σε γενικές γραμμές υιοθετεί ήδη μια δεόντως αναλογική προσέγγιση των αξιολογήσεων καταλληλότητας (μεταξύ άλλων περιορίζοντας τις εκ των προτέρων αξιολογήσεις στα μεγάλα ιδρύματα), η ΕΚΤ είναι πρόθυμη να διερευνήσει περαιτέρω και να συζητήσει τρόπους για τη διασφάλιση του κατάλληλου επιπέδου αναλογικότητας του νέου πλαισίου. Ειδικότερα, η αναλογικότητα επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να επικεντρώνουν τους πόρους τους στις σημαντικότερες αξιολογήσεις.

Τέλος, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι εκ των προτέρων αξιολογήσεις καταλληλότητας που προβλέπονται στις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ δεν θίγουν τα θεσμοθετημένα δικαιώματα ορισμένων φορέων να ορίζουν εκπροσώπους στα διοικητικά συμβούλια των εποπτευόμενων οντοτήτων βάσει του εθνικού δικαίου.

Παρά την εν γένει ισχυρή υποστήριξη των προτεινόμενων τροποποιήσεων από την ΕΚΤ, η ίδια διατυπώνει παρακάτω και στο τεχνικό έγγραφο εργασίας ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με επιμέρους πτυχές.

3.2.   Διευκρίνιση ότι οι προτεινόμενες εκ των προτέρων αξιολογήσεις καταλληλότητας είναι μόνο διαδικαστικού χαρακτήρα: αιτιολογική σκέψη 38 των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ

Η αιτιολογική σκέψη 38 τονίζει τη σημασία της αξιολόγησης της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου από τα μεγάλα ιδρύματα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους. Ενώ η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά την προβλεπόμενη αναλογική εκ των προτέρων αξιολόγηση της καταλληλότητας, θα μπορούσε να διευκρινιστεί περαιτέρω ότι οι προτεινόμενες διατάξεις σχετικά με την εν λόγω αξιολόγηση είναι ως επί το πλείστον διαδικαστικές και δεν θίγουν τα εθνικά θεσμοθετημένα δικαιώματα ορισμένων φορέων ή νομικών οντοτήτων να ορίζουν εκπροσώπους στα διοικητικά όργανα των εποπτευόμενων οντοτήτων σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει την εισαγωγή πρόσθετης διευκρίνισης στην αιτιολογική σκέψη 38, η οποία θα έχει ως στόχο να καθησυχάσει τα κράτη μέλη ότι τυχόν θεσμοθετημένα δικαιώματα βασισμένα στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δεν επηρεάζονται από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ. Ωστόσο, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλα εχέγγυα για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εν λόγω εκπροσώπων, όπως η αποτελεσματική εποπτεία της καταλληλότητας του διοικητικού οργάνου στο σύνολό του (συλλογική καταλληλότητα) και μέτρα παρακολούθησης για την αντιμετώπιση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων και ζητημάτων που αφορούν τη διάθεση επαρκούς χρόνου και την εμπειρία, όπου απαιτείται.

3.3.   Εισαγωγή διήμερης προθεσμίας για τη βεβαίωση παραλαβής: νέα άρθρα 91β παράγραφος 3 και 91δ παράγραφος 3 της ΟΚΑ

Η προτεινόμενη προθεσμία δύο μόνο ημερών για τη γραπτή βεβαίωση παραλαβής θα ήταν στην πράξη εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθεί από όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, λόγω της πολύ υψηλής εισροής αιτήσεων αξιολόγησης καταλληλότητας και των εκτενών στοιχείων τεκμηρίωσης που πρέπει να ελέγχονται. Συγκεκριμένα, στις πολλές περιπτώσεις που η αίτηση αφορά περισσότερους διορισμούς ενδέχεται η προθεσμία αυτή να μην είναι εφικτή για τις εποπτικές αρχές. Συνολικά, η διάταξη αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την τήρηση της καθορισμένης προθεσμίας για τις διαδικασίες καταλληλότητας.

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ ζητεί τη διαγραφή της διήμερης προθεσμίας.

3.4.   Εντολή για την ανάπτυξη εκτελεστικών τεχνικών προτύπων (ITS) σχετικά με τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή πληροφοριών: νέα άρθρα 91β παράγραφος 10 και 91δ παράγραφος 8 της ΟΚΑ

Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ). Εν προκειμένω έχει σημειωθεί πρόοδος σε επίπεδο ΕΕΜ όσον αφορά τη συνεπή χρήση εντύπων και λύσεων ΤΠ για τους σκοπούς της επεξεργασίας εφαρμογών καταλληλότητας. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι τα ITS θα πρέπει να συνάδουν με αυτή την προσπάθεια εναρμόνισης και θα μπορούσαν ενδεχομένως να μοχλεύσουν τις υποδομές που έχουν ήδη αναπτυχθεί.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω η ΕΚΤ προτείνει την προσθήκη στις σχετικές διατάξεις ή αιτιολογικές σκέψεις αναφοράς που θα ενθαρρύνει την ΕΑΤ να αξιοποιήσει τις βέλτιστες υφιστάμενες πρακτικές και εργαλεία κατά την ανάπτυξη των ITS.

3.5.   Διαδικαστικές συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των εποπτευόμενων οντοτήτων με τις υποχρεώσεις και τις προθεσμίες: νέα άρθρα 91β παράγραφος 7 και 91δ παράγραφος 6 της ΟΚΑ

Οι εποπτικές εξουσίες τις οποίες διαθέτουν οι εποπτικές αρχές σε περιπτώσεις που οι οντότητες δεν απαντούν εμπρόθεσμα σε αιτήματα για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών δεν περιλαμβάνουν την εξουσία τους να κηρύσσουν την αίτηση ελλιπή με συνέπεια την ανάγκη υποβολής νέας αίτησης. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ ζητεί τη θέσπιση πρόσθετης νομικής βάσης που θα επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να θεωρούν μια αίτηση ελλιπή, καθιστώντας αναγκαία την εκ νέου υποβολή της. Αυτό θα εξασφάλιζε την ύπαρξη διαδικαστικής συνέπειας σε περίπτωση παραβίασης των προθεσμιών υποβολής πρόσθετων εγγράφων ή πληροφοριών, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα της οντότητας να υποβάλει νέα αίτηση και να κινήσει έτσι νέα διαδικασία.

Με βάση τα παραπάνω η ΕΚΤ προτείνει να προστεθεί μια τέτοια πρόσθετη διαδικαστική συνέπεια στα νέα άρθρα 91β παράγραφος 4 και 91δ παράγραφος 4 της ΟΚΑ.

3.6.   Δυνατότητα παράτασης της περιόδου αξιολόγησης όταν ζητούνται πληροφορίες από άλλα μέρη

Τα νέα άρθρα 91β παράγραφος 4 και 91δ παράγραφος 4 της ΟΚΑ επιτρέπουν την παράταση της περιόδου αξιολόγησης όταν οι αρμόδιες αρχές ζητούν πρόσθετα έγγραφα ή πληροφορίες από οντότητες, αλλά όχι όταν ζητούνται έγγραφα ή πληροφορίες από άλλα μέρη, π.χ. δικαστικές αρχές και/ή άλλες εποπτικές αρχές. Το τελευταίο είναι ένα πολύ σύνηθες φαινόμενο που συχνά απαιτεί περισσότερο χρόνο.

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει να τροποποιηθούν οι διατάξεις αυτές ώστε να καλύπτουν και τις περιπτώσεις στις οποίες ζητούνται έγγραφα ή πληροφορίες από άλλες οντότητες/αρχές.

3.7.   Δυνατότητα των οντοτήτων να διενεργούν (εσωτερική) αξιολόγηση καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων αφότου αυτά αναλάβουν τις θέσεις τους: νέο άρθρο 91α παράγραφος 2 της ΟΚΑ

Ένα νέο άρθρο 91α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της ΟΚΑ επιτρέπει τον διορισμό μελών του διοικητικού οργάνου υπό επείγουσες συνθήκες, χωρίς κανενός είδους αξιολόγηση καταλληλότητας. Η ΕΚΤ ανησυχεί ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί να οδηγήσει στον διορισμό ακατάλληλων υποψηφίων, μεταξύ άλλων λόγω της ασάφειας ως προς την ερμηνεία των όρων «απολύτως αναγκαία» και «άμεση» αντικατάσταση που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτό.

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει να απαιτείται από τις οντότητες να διενεργούν αξιολόγηση καταλληλότητας προτού τα μέλη του διοικητικού οργάνου αναλάβουν τη θέση τους, ακόμη και στις πλέον εξαιρετικές περιπτώσεις. Ωστόσο, σε ένα τέτοιο σενάριο ενδέχεται να δικαιολογείται μια λιγότερο αυστηρή αξιολόγηση, υπό όρους που θα καθοριστούν στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα παρέχουν επίσης καθοδήγηση σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επείγουσες, δηλαδή όταν είναι απολύτως αναγκαία η άμεση αντικατάσταση των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Απαιτήσεις για υποκαταστήματα τρίτων χωρών (ΥΤΧ)

Η εναρμόνιση του πλαισίου ΥΤΧ είναι σημαντική προκειμένου να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα των δραστηριοτήτων των ομίλων τρίτων χωρών στην ΕΕ, να ευθυγραμμιστούν οι πρακτικές εντός της ΕΕ και να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τους ομίλους αυτούς και τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα κατά τρόπο που να αποτρέπονται οι δυνατότητες ρυθμιστικού αρμπιτράζ, χωρίς ταυτόχρονα να εμποδίζεται η πρόσβαση των ομίλων αυτών στη χρηματοπιστωτική αγορά της ΕΕ μέσω υποκαταστημάτων. Η ΕΚΤ θεωρεί απαραίτητο να παρασχεθούν στις σχετικές αρμόδιες αρχές αποτελεσματικά εποπτικά εργαλεία. Η εναρμόνιση του πλαισίου ΥΤΧ αποτελεί επίσης ευκαιρία για την ευθυγράμμιση των απαιτήσεων της ΕΕ με συγκρίσιμα πρότυπα σε άλλες σημαντικές δικαιοδοσίες και για τη διατήρηση του παγκόσμιου ανοικτού χαρακτήρα της ενιαίας αγοράς.

Ενόψει των παραπάνω η ΕΚΤ επικροτεί την εναρμόνιση των ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας υποκαταστημάτων, αλλά και στον τομέα της εσωτερικής διακυβέρνησης και των ελέγχων κινδύνου και στην ενίσχυση της εναρμόνισης των απαιτήσεων παροχής στοιχείων. Η ΕΚΤ επικροτεί επίσης την εξουσία των αρμόδιων αρχών να απαιτούν από τα ΥΤΧ να ιδρύουν θυγατρική σε περιπτώσεις συστημικής σημασίας, η οποία δεν θα πρέπει να υπόκειται σε αυτόματη ενεργοποίηση, αλλά σε μηχανισμό εποπτικής αξιολόγησης ανοιχτού αποτελέσματος από τη στιγμή που συμπληρώνονται ορισμένα κατώτατα όρια. Επιπλέον, το νέο πλαίσιο θα επιτρέψει την ολοκληρωμένη εποπτεία μέσω ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ εποπτικών αρχών, για παράδειγμα με τη συμπερίληψη των ΥΤΧ κατηγορίας 1 στα σώματα εποπτών. Εν προκειμένω η ΕΚΤ εκτιμά εξάλλου τις προσπάθειες της Επιτροπής να διασφαλίσει την επαρκή συμμετοχή των εποπτικών αρχών άλλων οντοτήτων του ομίλου (δηλ. θυγατρικών) στις αποφάσεις που επηρεάζουν τη δομή των δραστηριοτήτων των ομίλων τρίτων χωρών στην ΕΕ.

Επιπλέον, η ΕΚΤ υποστηρίζει τη διευκρίνιση ότι τα ΥΤΧ μπορούν να ασκούν μόνο τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια και μόνο εντός της επικράτειας του κράτους μέλους που τους την έχει χορηγήσει, και ότι απαγορεύεται ρητά η διασυνοριακή άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων στην επικράτεια της Ένωσης.

Πέρα από την ισχυρή υποστήριξη της πρότασης από την ίδια, η ΕΚΤ προτείνει τροποποιήσεις στους ακόλουθους τομείς.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτύπωση του πραγματικού μεγέθους των δραστηριοτήτων ενός υποκαταστήματος κατά τρόπο που να αποτρέπει τη χρήση συγκεκριμένων πρακτικών καταχώρισης σε μητρώο από ομίλους τρίτων χωρών που επιδιώκουν να παραμείνουν κάτω από τα όρια, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο τα στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται στο υποκατάστημα, αλλά και όσα προέρχονται από το υποκατάστημα αλλά καταχωρίζονται εξ αποστάσεως σε άλλη τοποθεσία, στον βαθμό που η πρακτική αυτή θεωρείται εφικτή βάσει της νέας νομοθεσίας. Ενώ οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ περιλαμβάνουν την ανάθεση εντολής στην ΕΑΤ να αναπτύξει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις καταχώρισης σε μητρώο, η ΕΚΤ θα θεωρούσε αποτελεσματικότερο να διευκρινιστεί ρητά στην ίδια την ΟΚΑ ο τρόπος υπολογισμού των περιουσιακών στοιχείων ενός υποκαταστήματος για τους σκοπούς της αξιολόγησης των κατώτατων ορίων (π.χ. ενόψει της ταξινόμησης υποκαταστημάτων στην κατηγορία 1 και της αξιολόγησης της συστημικής σημασίας).

Επιπλέον, η ΕΚΤ προτείνει οι συγκεντρωτικές πληροφορίες για τα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις που τηρούνται ή καταχωρίζονται από θυγατρικές και υποκαταστήματα τρίτων χωρών στην Ένωση, τις οποίες τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τους, να τίθενται και αυτές στη διάθεση των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών του εν λόγω ομίλου τρίτης χώρας. Η παρούσα πρόταση θα επιτρέψει την ολοκληρωμένη επισκόπηση και ανάλυση του ευρωπαϊκού αποτυπώματος των ομίλων τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτό η ΕΚΤ προτείνει επίσης την ενίσχυση του πεδίου εφαρμογής αυτής της υποχρέωσης παροχής στοιχείων σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχονται από την επικεφαλής επιχείρηση, ώστε να καλύπτει και την άμεση παροχή διασυνοριακών επενδυτικών υπηρεσιών από τον όμιλο τρίτης χώρας και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από τον όμιλο τρίτης χώρας βάσει αντίστροφης προσέλκυσης.

5.   Άμεση παροχή τραπεζικών υπηρεσιών στην ΕΕ από επιχειρήσεις τρίτων χωρών

5.1.   Απαίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών: νέο άρθρο 21γ της ΟΚΑ

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τη διευκρίνιση στο νέο άρθρο 21γ της ΟΚΑ ότι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που επιθυμούν να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες εντός της Ένωσης πρέπει είτε να ιδρύσουν υποκατάστημα είτε θυγατρική σε οποιοδήποτε επικράτεια της Ένωσης, ώστε να αποσοβούνται μη ρυθμιζόμενες και μη εποπτευόμενες δραστηριότητες που εγείρουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ΕΕ.

Πάντως, η ΕΚΤ θεωρεί ότι είναι ασαφές το πεδίο εφαρμογής των βασικών τραπεζικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στο νέο άρθρο 21γ της ΟΚΑ. Ως εκ τούτου, καλεί τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης να αποσαφηνίσουν τη διατύπωση του νέου αυτού άρθρου, και ειδικότερα να παράσχουν σαφή κατάλογο των βασικών τραπεζικών υπηρεσιών που εμπίπτουν σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες απαιτήσεις άλλων νομοθετημάτων της ΕΕ που ρυθμίζουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως οι υπηρεσίες πληρωμών και το ηλεκτρονικό χρήμα, καθώς και τον αντίκτυπο του νέου άρθρου στη ρευστότητα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών.

6.   Εποπτικές εξουσίες

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης αυτών των τύπων εξουσιών μέσω της θέσπισης απαίτησης αξιολόγησης από την αρμόδια αρχή i) της απόκτησης συμμετοχών σε χρηματοοικονομικές ή μη χρηματοοικονομικές οντότητες, ii) των σημαντικών μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων και iii) των συγχωνεύσεων/διασπάσεων. Η σημερινή απόκλιση των εθνικών εξουσιών ως προς τις τρεις αυτές πτυχές και το γεγονός ότι η ΕΚΤ ασκεί επί του παρόντος τέτοιες εξουσίες μόνο όταν είναι διαθέσιμες βάσει του εθνικού δικαίου οδηγούν σε ανισότητα των όρων ανταγωνισμού, καθιστώντας λιγότερο αποτελεσματικές τις εποπτικές δράσεις της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ΕΕΜ. Μία κοινή δέσμη κανόνων σχετικά με τις βασικές εξουσίες προληπτικής εποπτείας θα ενισχύσει ταυτόχρονα την εναρμόνιση εντός της εσωτερικής αγοράς και τη συνολική ποιότητα και αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Απαιτείται περαιτέρω συντονισμός μεταξύ αυτών των νέων εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών που προβλέπονται ήδη στην ΟΚΑ. Για τον σκοπό αυτό η ΕΚΤ διατυπώνει ορισμένες συστάσεις στο τεχνικό έγγραφο εργασίας.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει ιδίως το γεγονός ότι η πρόταση της Επιτροπής αναγνωρίζει την ανάγκη ευθυγράμμισης των εξουσιών υπό τον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαια 3, 4 και 5 της ΟΚΑ σχετικά με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα και την απόκτηση σημαντικής συμμετοχής από ίδρυμα. Ωστόσο, η ευθυγράμμιση αυτή δεν θα πρέπει να προβλέπει μόνο την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, αλλά και τους όρους και το χρονοδιάγραμμα διεκπεραίωσης των σχετικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα σε σχέση με την ίδια πράξη.

Εκτός από αυτή τη διαδικαστική ευθυγράμμιση θα πρέπει να γίνει σαφής εννοιολογική διάκριση μεταξύ της «ειδικής συμμετοχής», η οποία θα πρέπει να επικεντρώνεται στον αντίκτυπο μιας εξαγοράς στο πιστωτικό ίδρυμα-στόχο, και της «σημαντικής απόκτησης», η οποία θα πρέπει να επικεντρώνεται στον αντίκτυπο μιας εξαγοράς στον αποκτώντα.

Επιπλέον, σύμφωνα με ήδη διατυπωθείσα θέση της (13), η ΕΚΤ ενθαρρύνει τη συμπερίληψη πρόσθετων εποπτικών εξουσιών όσον αφορά i) την τροποποίηση του καταστατικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, ii) τις συναλλαγές συνδεδεμένων μερών και iii) τις σημαντικές ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης. Η εναρμόνιση των εξουσιών αυτών παραμένει αναγκαία και θα συμβάλει στην περαιτέρω πρόοδο προς ένα πραγματικά ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, αλλά και στη μείωση του κανονιστικού κατακερματισμού σε επίπεδο ΕΕΜ.

7.   Διοικητικές κυρώσεις

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ αντικατοπτρίζουν τη θέση της ΕΚΤ επί του θέματος (14). Όλες οι προσπάθειες περαιτέρω εναρμόνισης και ενίσχυσης των εξουσιών επιβολής κυρώσεων και επιβολής σε επίπεδο Ένωσης είναι ευπρόσδεκτες, γεγονός που θα προαγάγει την αποτελεσματική επιβολή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας εντός της Ένωσης. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι οι εξουσίες επιβολής των αρμόδιων αρχών ενισχύονται με τη θέσπιση της δυνατότητας επιβολής περιοδικών χρηματικών ποινών ως νέου μέτρου επιβολής που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις και ότι το μέτρο αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης. Ως εκ τούτου, έχει κρίσιμη σημασία να αποτυπωθεί η διάκριση μεταξύ αυτού του νέου μέτρου επιβολής, των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων βάσει της ΟΚΑ και στη νομοθεσία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο. Επιπλέον, η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της και για το ότι ο κατάλογος των παραβάσεων που υπόκεινται σε διοικητικές κυρώσεις διευρύνεται και ότι αποσαφηνίζεται ο ορισμός του «συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών».

8.   Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση

Η ΕΚΤ επικροτεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του άρθρου 78 της ΟΚΑ και, ειδικότερα, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της εποπτικής συγκριτικής αξιολόγησης σε υποδείγματα που χρησιμοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα για τον υπολογισμό των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών βάσει του ΔΠΧΑ9. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη διασφάλιση της ευρωστίας των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, από πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν εγκρίνει εσωτερικά υποδείγματα για τον καθορισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Η προσθήκη της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης για τον κίνδυνο αγοράς στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής συγκριτικής αξιολόγησης είναι επίσης ευπρόσδεκτη ως συμπληρωματική των πληροφοριών από την προσέγγιση του εσωτερικού υποδείγματος και ως πρόσθετο βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας για τους κινδύνους αγοράς στην ΕΕ.

Επιπλέον, η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόταση να δοθεί στην ΕΑΤ η ευελιξία να διενεργεί τις ασκήσεις συγκριτικής αξιολόγησης σε εξαμηνιαία βάση. Η ΕΚΤ συνιστά να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία στην ΕΑΤ όσον αφορά τον καθορισμό της συχνότητας των εν λόγω ασκήσεων. Η ΕΚΤ προτείνει επίσης να καθοριστούν σαφέστερα οι ασκήσεις.

Τέλος, η ΕΚΤ προτείνει να μην απαιτείται από τα ιδρύματα να υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους στις αρμόδιες αρχές σε ετήσια βάση, δηλαδή και σε έτη κατά τα οποία η ΕΑΤ δεν διεξάγει τη διαδικασία. Αντ’ αυτού, η ΕΚΤ προτείνει την ευθυγράμμιση των συχνοτήτων υποβολής και αξιολόγησης, μειώνοντας την επιβάρυνση των ιδρυμάτων από την παροχή στοιχείων.

9.   Δημοσιοποίηση

Η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της για τον στόχο του νέου ολοκληρωμένου κόμβου δημοσιοποίησης πληροφοριών προερχόμενων από τα πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο του πυλώνα ΙΙΙ, ο οποίος τελεί υπό τη διαχείριση της ΕΑΤ και αποσκοπεί στη μείωση της επιβάρυνσης για τις τράπεζες και στη διευκόλυνση της χρήσης των εν λόγω πληροφοριών από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να επωφεληθούν από έναν τέτοιο κεντρικό κόμβο δημοσιοποιούμενων πληροφοριών, καθώς θα τις διευκολύνει να διασφαλίζουν την ποιότητα των πληροφοριών του πυλώνα ΙΙΙ.

Προτείνεται να εφαρμοστεί διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά την ποσοτική δημοσιοποίηση των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων (SNCI) και των μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων. Για τα SNCI η ΕΑΤ θα χρησιμοποιεί την υποβολή εποπτικών αναφορών για την κατάρτιση της αντίστοιχης (ποσοτικής) δημοσιοποίησης βάσει προκαθορισμένης αντιστοίχισης, ενώ για τα μεγαλύτερα ιδρύματα η ΕΑΤ θα λαμβάνει τα πλήρη αρχεία δημοσιοποίησης «σε ηλεκτρονική μορφή» και θα πρέπει να τα δημοσιεύει την ίδια ημέρα. Η διαφορετική αυτή προσέγγιση δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Η ίδια προσέγγιση για τις ποσοτικές δημοσιοποιήσεις θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την πολυπλοκότητά τους, με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων από την υποβολή στοιχείων. Επίσης, το χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης από την ΕΑΤ πληροφοριών του πυλώνα ΙΙΙ για τον κεντρικό κόμβο δεν επιτρέπει τον έλεγχο της συμφωνίας μεταξύ των πληροφοριών αυτών και των εποπτικών αναφορών, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετη επιβάρυνση των εποπτικών αρχών και σε ασάφεια για τους επενδυτές και λοιπούς χρήστες των πληροφοριών. Επιπλέον, δεν μπορούν να εξαχθούν οι ποιοτικές και ορισμένες ποσοτικές δημοσιοποιήσεις από την υποβολή εποπτικών αναφορών βάσει της προκαθορισμένης αντιστοίχισης. Αυτό αφορά τόσο τα SNCI όσο και άλλα θεσμικά όργανα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η διαδικασία υποβολής των εν λόγω δημοσιοποιήσεων στην ΕΑΤ. Πρόσθετες εκτιμήσεις σχετικά με τον προβλεπόμενο κεντρικό κόμβο δημοσιοποίησης του πυλώνα ΙΙΙ παρέχονται στο πλαίσιο της γνώμης CON/2022/11.

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στο EUR-Lex.

Φρανκφούρτη, 27 Απριλίου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  COM(2021) 663 final.

(2)  COM(2021) 664 final.

(3)  Αναφορικά με τη γενική εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων βλέπε τη γνώμη CON/2022/11 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Μαρτίου 2022, σχετικά με πρόταση τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στo EUR-Lex.

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.06.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(6)  Βλέπε ειδικότερα τη συμβολή της ΕΚΤ στην «Targeted consultation on the review of the crisis management and deposit insurance framework» (στοχευμένη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την επανεξέταση του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων), σ. 9, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(7)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 6ης Ιουλίου 2021: Στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία, COM(2021) 390 final, σ. 14.

(8)  «The situation of climate and environmental risk management in the banking sector — Report on the supervisory review of banks’ approach to management climate and environmental risks» (Η κατάσταση της διαχείρισης του κλιματικού και περιβαλλοντικού κινδύνου στον τραπεζικό τομέα — Έκθεση σχετικά με την εποπτική αξιολόγηση των προσεγγίσεων των τραπεζών όσον αφορά τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, Νοέμβριος 2021, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(9)  Π.χ. κανονισμός (ΕΕ) 2019/631 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και με την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 443/2009 και (ΕΕ) αριθ. 510/2011 (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 13). Τα πρότυπα αυτά επηρεάζουν άμεσα τα πιστωτικά ιδρύματα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, διά των αντισυμβαλλομένων τους.

(10)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 6ης Ιουλίου 2021: Στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία, COM(2021) 390 final, σ. 17.

(11)  Βλέπε και τη γνώμη CON/2022/11, η οποία παρέχει λεπτομερέστερες παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο εφαρμογής και τις μεταβατικές ρυθμίσεις.

(12)  Οι ανεπάρκειες στις διευθυντικές ικανότητες των διοικητικών οργάνων συγκαταλέγονται στις βασικές ευπάθειες των πιστωτικών ιδρυμάτων που απαριθμούνται στις εποπτικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για την περίοδο 2022-2024, οι οποίες θα τροφοδοτήσουν τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης και δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(13)  Βλέπε παράγραφο 1.12.2 της γνώμης CON/2017/46 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τροποποιήσεις του πλαισίου της Ένωσης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5).

(14)  Βλέπε παράγραφο 1.15 της γνώμης CON/2017/46.