23.3.2021 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/38 |
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Οδηγός σχετικά με τα άρθρα 34-36 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2021/C 100/03)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το μακροπρόθεσμο σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της εφαρμογής και της επιβολής των κανόνων της ενιαίας αγοράς (στο εξής: σχέδιο δράσης για την επιβολή) (1), το οποίο εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2020, θέτει στο επίκεντρό του την ενιαία αγορά και την επιβολή των κανόνων της. Η δράση 1 του σχεδίου δράσης για την επιβολή προβλέπει ότι η Επιτροπή θα παράσχει ειδικότερα εργαλεία καθοδήγησης για τις εθνικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό τη βελτίωση της συμμόρφωσης και την αποφυγή του κατακερματισμού της αγοράς. Προβλέπει επίσης την επικαιροποίηση του οδηγού για την εφαρμογή των άρθρων 34 έως 36 της ΣΛΕΕ.
Ως εκ τούτου, σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η Επιτροπή έχει επικαιροποιήσει τον παρόντα οδηγό. Σκοπός του παρόντος εγγράφου είναι να διευκολύνει την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, να εντείνει την επιβολή των κανόνων και να συμβάλει στα οφέλη τα οποία η εσωτερική αγορά εμπορευμάτων μπορεί να αποφέρει για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στην ΕΕ. Επιπλέον, σκοπός του είναι να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της εφαρμογής των άρθρων 34-36 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) υπό το πρίσμα της πλέον συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στον συγκεκριμένο τομέα. Σκοπός του είναι επίσης να ενισχύσει τη συνεκτική εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, ώστε να αντιμετωπιστούν τυχόν εναπομείναντα εμπόδια και να αποφευχθεί η εμφάνιση νέων.
Ο παρών οδηγός βασίζεται στην προηγούμενη έκδοση του 2009 (2) και ενσωματώνει την πλέον συναφή νομολογία του ΔΕΕ των τελευταίων έντεκα ετών προκειμένου να παράσχει ολοκληρωμένη και επικαιροποιημένη επισκόπηση της εφαρμογής των άρθρων 34 έως 36 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, παρότι παρουσιάζει συνοπτικά τη σχετική νομολογία και παρέχει συμπληρωματικά σχόλια, δεν μπορεί να θεωρηθεί εξαντλητικός. Ο οδηγός δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό έγγραφο.
Η νομοθεσία της ΕΕ και οι δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται στον παρόντα οδηγό είναι διαθέσιμες στην Eurlex (3), ενώ οι αποφάσεις του Δικαστηρίου διατίθενται επίσης στην ιστοσελίδα του ΔΕΕ (4).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
1. |
Ο ΡΌΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΕΛΕΎΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΆΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ ΑΓΟΡΆ | 41 |
2. |
ΟΙ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΉΚΗΣ | 41 |
3. |
Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ | 42 |
3.1. |
Γενικοί όροι | 42 |
3.1.1. |
Μη εναρμονισμένος τομέας | 42 |
3.1.2. |
Έννοια του όρου «εμπορεύματα» | 42 |
3.1.3. |
Αποδέκτες | 43 |
3.1.4. |
Ενεργητικά και παθητικά μέτρα | 44 |
3.2. |
Εδαφικό πεδίο εφαρμογής | 45 |
3.3. |
Διασυνοριακό εμπόριο | 45 |
3.4. |
Τύποι περιορισμών βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ | 46 |
3.4.1. |
Ποσοτικοί περιορισμοί | 46 |
3.4.2. |
Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος | 46 |
3.4.2.1. |
Περιορισμοί χρήσης | 47 |
3.4.2.2. |
Μορφές πώλησης που εισάγουν διακρίσεις | 48 |
3.5. |
Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης | 49 |
4. |
ΤΎΠΟΙ ΜΈΤΡΩΝ | 51 |
4.1. |
Εθνικές διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή (άδειες εισαγωγής, επιθεωρήσεις και έλεγχοι) | 51 |
4.2. |
Υποχρεώσεις διορισμού αντιπροσώπου ή παροχής αποθηκευτικών εγκαταστάσεων στο κράτος μέλος εισαγωγής | 51 |
4.3. |
Εθνικές απαγορεύσεις συγκεκριμένων προϊόντων/ουσιών | 52 |
4.4. |
Μέτρα σε επίπεδο τιμών | 53 |
4.5. |
Διαδικασίες έγκρισης | 55 |
4.5.1. |
Έγκριση τύπου | 55 |
4.5.2. |
Ταξινόμηση οχημάτων | 56 |
4.6. |
Περιορισμοί της διαφήμισης | 56 |
4.7. |
Τεχνικοί κανόνες που περιέχουν απαιτήσεις όσον αφορά την εμφάνιση των εμπορευμάτων (βάρος, σύνθεση, παρουσίαση, επισήμανση, μορφή, μέγεθος, συσκευασία) | 57 |
4.8. |
Γεωγραφικές ενδείξεις, σήματα ποιότητας, κίνητρα για την αγορά εθνικών προϊόντων | 58 |
4.9. |
Περιορισμοί των εξ αποστάσεως πωλήσεων (πωλήσεις μέσω του Διαδικτύου, παραγγελίες δι’ αλληλογραφίας κλπ.) | 59 |
4.10. |
Υποχρεώσεις παρακράτησης | 59 |
4.11. |
Επιστροφή δαπανών και παράλληλες εισαγωγές | 60 |
4.12. |
Υποχρέωση χρησιμοποίησης της εθνικής γλώσσας | 62 |
4.13. |
Περιορισμοί στις εισαγωγές αγαθών προσωπικής χρήσης | 62 |
5. |
ΓΕΩΡΓΙΚΆ ΠΡΟΪΌΝΤΑ | 63 |
6. |
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΊ ΣΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΈΣ (ΆΡΘΡΟ 35 ΤΗΣ ΣΛΕΕ) | 64 |
6.1. |
Ορισμός των «εξαγωγών» | 64 |
6.2. |
Ποσοτικοί περιορισμοί και μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος | 64 |
7. |
ΑΙΤΙΟΛΌΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΎΣ ΣΤΟ ΕΜΠΌΡΙΟ | 66 |
7.1. |
Άρθρο 36 της ΣΛΕΕ | 66 |
7.1.1. |
Δημόσια ηθική, δημόσια τάξη και ασφάλεια | 67 |
7.1.2. |
Προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών (αρχή της προφύλαξης) | 68 |
7.1.3. |
Προστασία των εθνικών θησαυρών καλλιτεχνικής, ιστορικής ή αρχαιολογικής αξίας | 69 |
7.1.4. |
Προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας | 69 |
7.2. |
Επιτακτικές ανάγκες | 71 |
7.2.1. |
Προστασία του περιβάλλοντος | 72 |
7.2.2. |
Προστασία των καταναλωτών | 73 |
7.2.3. |
Άλλες επιτακτικές ανάγκες | 73 |
7.3. |
Έλεγχος της αναλογικότητας | 74 |
7.4. |
Βάρος της απόδειξης | 76 |
8. |
ΣΧΈΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΆΛΛΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΊΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΆΡΘΡΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΉΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΆΤΩΝ | 76 |
8.1. |
Θεμελιώδεις ελευθερίες | 76 |
8.1.1. |
Άρθρο 45 της ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων | 76 |
8.1.2. |
Άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών | 77 |
8.1.3. |
Άρθρο 63 και εξής της ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και πληρωμών | 79 |
8.2. |
Άλλα σχετικά άρθρα της Συνθήκης | 79 |
8.2.1. |
Άρθρο 18 της ΣΛΕΕ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας | 79 |
8.2.2. |
Άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ – Τελωνειακή ένωση | 80 |
8.2.3. |
Άρθρο 37 ΣΛΕΕ – Κρατικά μονοπώλια | 80 |
8.2.4. |
Άρθρο 107 της ΣΛΕΕ – Κρατικές ενισχύσεις | 82 |
8.2.5. |
Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ – Φορολογικές διατάξεις | 83 |
8.2.6. |
Άρθρο 351 της ΣΛΕΕ | 84 |
9. |
ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΤΩΝ ΆΡΘΡΩΝ 34 ΚΑΙ 35 ΤΗΣ ΣΛΕΕ | 84 |
9.1. |
Άμεση εφαρμογή – ένδικη προστασία των ιδιωτών | 84 |
9.2. |
Το δίκτυο SOLVIT | 84 |
9.3. |
Διαδικασίες επί παραβάσει βάσει των άρθρων 258 και 260 της ΣΛΕΕ | 85 |
9.3.1. |
Διαδικασία επί παραβάσει | 85 |
9.3.2. |
Καταγγελίες | 85 |
10. |
ΣΥΝΑΦΕΊΣ ΠΡΆΞΕΙΣ ΠΑΡΆΓΩΓΟΥ ΔΙΚΑΊΟΥ | 86 |
10.1. |
Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών | 86 |
10.2. |
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2019/515 – Ο κανονισμός περί «αμοιβαίας αναγνώρισης» | 87 |
10.3. |
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2679/98 – για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων | 87 |
1. Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Η εσωτερική αγορά είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ΕΕ. Βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, τροφοδότησε την οικονομική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες και έχει αποφέρει απτά οφέλη στους Ευρωπαίους καταναλωτές και στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς καθίσταται ακόμη πιο ουσιώδης κατά τη διάρκεια υγειονομικών κρίσεων, όπως η πανδημία COVID-19. Επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων, διασφαλίζοντας τη διαθεσιμότητά τους και προσεγγίζοντας όσους έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς αποτελεί επίσης απαραίτητο εργαλείο που τροφοδοτεί τη συλλογική ανάκαμψη της οικονομίας όλων των κρατών μελών. Σε αυτό το πλαίσιο, η εσωτερική αγορά δεν επιτρέπει απλώς στους πολίτες της ΕΕ να απολαμβάνουν ευρύτερη επιλογή προϊόντων, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει στους οικονομικούς φορείς της ΕΕ μια μεγάλη εγχώρια αγορά, τονώνει το εμπόριο και τον ανταγωνισμό και βελτιώνει την αποδοτικότητα.
Η σημερινή εσωτερική αγορά διευκολύνει την αγορά και την πώληση προϊόντων μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ με συνολικό πληθυσμό άνω των 450 εκατομμυρίων και προσφέρει στους καταναλωτές μια ευρεία επιλογή προϊόντων. Ταυτόχρονα, η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι επωφελής και για τις επιχειρήσεις, καθώς περίπου το 75 % των συναλλαγών στο εσωτερικό της ΕΕ αφορά εμπορεύματα. Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά βοηθά τις επιχειρήσεις της ΕΕ να δημιουργήσουν ένα ισχυρό οικοδόμημα σε ένα ελεύθερο, πολύμορφο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτή η ισχύς δίνει ώθηση στην ανάπτυξη και στη δημιουργία απασχόλησης στην ΕΕ και παρέχει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τους πόρους που χρειάζονται για να επιτύχουν στην παγκόσμια αγορά. Μια εσωτερική αγορά εμπορευμάτων η οποία λειτουργεί σωστά έχει, λοιπόν, καθοριστική σημασία για τη σημερινή και τη μελλοντική ευημερία της ΕΕ σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία (5).
Από νομική άποψη, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων αποτέλεσε βασικό στοιχείο για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Τα άρθρα 34 έως 36 της ΣΛΕΕ ορίζουν το πεδίο και το περιεχόμενο αυτής της αρχής, απαγορεύοντας τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ όσον αφορά το εμπόριο. Ωστόσο, είναι εφαρμοστέα μόνο στους μη εναρμονισμένους τομείς.
Η νομοθεσία περί εναρμόνισης περιλαμβάνει κανονισμούς και οδηγίες της ΕΕ που έχουν ως στόχο τη δημιουργία κοινών κανόνων οι οποίοι θα εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Ενώ οι κανονισμοί είναι άμεσα εφαρμοστέες και δεσμευτικές πράξεις που θα πρέπει να εφαρμόζονται στο σύνολό τους σε ολόκληρη την ΕΕ, οι οδηγίες είναι πράξεις που απλώς θέτουν έναν στόχο τον οποίο θα πρέπει να επιτύχουν όλα τα κράτη μέλη. Η εναρμονισμένη νομοθεσία έχει διασαφηνίσει την έννοια της εσωτερικής αγοράς σε πολλούς τομείς και, με τον τρόπο αυτόν, έχει οριοθετήσει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων με συγκεκριμένους όρους για συγκεκριμένα προϊόντα. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει αναλλοίωτη η θεμελιώδης λειτουργία των αρχών της Συνθήκης ως ακρογωνιαίος λίθος και δίχτυ ασφαλείας για την εσωτερική αγορά.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων σήμερα διέπεται από πολλές πολιτικές και εντάσσεται ομαλά σε μια υπεύθυνη εσωτερική αγορά η οποία εγγυάται εύκολη πρόσβαση σε προϊόντα υψηλής ποιότητας, σε συνδυασμό με υψηλό βαθμό προστασίας των άλλων δημόσιων συμφερόντων.
2. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
Οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης οι οποίες διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι:
— |
Το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις εισαγωγές στο εσωτερικό της ΕΕ και απαγορεύει τους «ποσοτικούς περιορισμούς, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος» μεταξύ των κρατών μελών· ορίζει τα εξής: «Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών». |
— |
Το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις εξαγωγές από ένα κράτος μέλος προς ένα άλλο και παρομοίως απαγορεύει «τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος». Ορίζει τα εξής: «Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών». |
— |
Το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει παρεκκλίσεις όσον αφορά τις προβλεπόμενες στα άρθρα 34 και 35 της ΣΛΕΕ ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, οι οποίες είναι αιτιολογημένες για συγκεκριμένους λόγους. Ορίζει τα εξής: «Οι διατάξεις των άρθρων 34 και 35 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». |
Το κεφάλαιο της Συνθήκης που αφορά την απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών περιλαμβάνει επίσης διατάξεις του άρθρου 37 ΣΛΕΕ σχετικά με τη ρύθμιση κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα. Ο ρόλος και η σχέση αυτού του άρθρου με τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ εξετάζεται συνοπτικά στο κεφάλαιο 6 του παρόντος οδηγού, το οποίο καλύπτει και άλλα άρθρα της Συνθήκης.
3. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 34 ΤΗΣ ΣΛΕΕ
3.1. Γενικοί όροι
3.1.1. Μη εναρμονισμένος τομέας
Παρότι τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ αποτελούν το θεμέλιο της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, δεν είναι το αποκλειστικό νομικό κριτήριο για την εκτίμηση της συμβατότητας των εθνικών μέτρων με τις διατάξεις που διέπουν την εσωτερική αγορά. Αυτά τα άρθρα της Συνθήκης εφαρμόζονται όταν ένα συγκεκριμένο προϊόν δεν καλύπτεται από νομοθεσία εναρμόνισης της ΕΕ ή καλύπτεται μόνο εν μέρει από νομοθεσία εναρμόνισης της ΕΕ. Αυτό συμβαίνει όταν οι τεχνικές προδιαγραφές ή οι όροι πώλησης ενός συγκεκριμένου προϊόντος υπόκεινται σε εναρμόνιση βάσει οδηγιών ή κανονισμών που εκδίδονται από την ΕΕ. Ως εκ τούτου, ο βασικός κανόνας είναι ότι όταν ένα ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο εξαντλητικής εναρμόνισης σε επίπεδο ΕΕ, κάθε εθνικό μέτρο που σχετίζεται με αυτό πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων του συγκεκριμένου μέτρου εναρμόνισης και όχι των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (6). Ωστόσο, σε περιπτώσεις μη ορθής μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δευτερογενούς νομοθεσίας η οποία αποσκοπεί στην άρση των φραγμών στην εσωτερική αγορά, οι ιδιώτες που έχουν θιγεί από την εν λόγω μη ορθή μεταφορά μπορούν να επικαλεστούν τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων προκειμένου να θεμελιώσουν την ευθύνη του οικείου κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου (7).
Συνεπώς, όταν υφίσταται παράγωγη νομοθεσία, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των εναρμονισμένων διατάξεων (8). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να θεωρηθεί πως οι εναρμονισμένες διατάξεις τεκμηριώνουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων θεσπίζοντας πραγματικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται στην περίπτωση συγκεκριμένων προϊόντων.
Αυτό είναι ευδιάκριτο στην υπόθεση C-292/12 Ragn-Sells, η οποία αφορούσε ορισμένες ρήτρες της συγγραφής υποχρεώσεων που κατήρτισε ένας δήμος στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών με αντικείμενο τη συλλογή και τη μεταφορά των αποβλήτων που παράγονται εντός των εδαφικών ορίων του. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι, καθώς ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις μεταφορές αποβλήτων (9) αποσκοπεί στη θέσπιση ενός εναρμονισμένου συστήματος διαδικασιών μέσω των οποίων να μπορεί να περιορίζεται η κυκλοφορία των αποβλήτων, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάζεται επιπλέον αν το εθνικό μέτρο είναι σύμφωνο προς τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ έως 36 ΣΛΕΕ (10). Ακόμη και μετά από αρκετές δεκαετίας άοκνης προσπάθειας του κοινοτικού νομοθέτη να εξασφαλίσει ένα σύστημα εναρμονισμένων κανόνων, οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν έχουν καταστεί περιττές. Το πεδίο τους εξακολουθεί να είναι ευρύτατο. Δεν είναι ασυνήθιστο ορισμένοι τομείς να μην έχουν εναρμονιστεί καθόλου ή να υπόκεινται σε μερική μόνο εναρμόνιση. Όταν δεν είναι δυνατό να εντοπιστεί νομοθεσία εναρμόνισης ή η νομοθεσία αυτή δεν είναι εξαντλητική, εφαρμόζονται τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ. Από αυτή την άποψη, τα άρθρα της Συνθήκης λειτουργούν ως δίχτυ ασφαλείας, καθώς διασφαλίζουν τον διεξοδικό έλεγχο του συμβιβάσιμου με το δίκαιο της ΕΕ κάθε φραγμού στο εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς.
3.1.2. Έννοια του όρου «εμπορεύματα»
Τα άρθρα 34 και 35 της ΣΛΕΕ περιλαμβάνουν τις εισαγωγές και εξαγωγές εμπορευμάτων και προϊόντων όλων των τύπων. Κάθε εμπόρευμα μπορεί να καλύπτεται από τα άρθρα της Συνθήκης, εφόσον έχει οικονομική αξία: «[υ]πό τον όρο εμπορεύματα, κατά την έννοια της [Συνθήκης], πρέπει να εννοηθούν τα αποτιμητά σε χρήμα προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοια, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών» (11).
Στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει διασαφηνίσει τον ορθό χαρακτηρισμό συγκεκριμένων προϊόντων. Για παράδειγμα, τα έργα τέχνης πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα (12). Τα κέρματα που δεν κυκλοφορούν πλέον ως νόμισμα εμπίπτουν επίσης στον ορισμό των εμπορευμάτων, όπως και τα χαρτονομίσματα και οι επιταγές (13), όχι όμως και οι δωρεές σε είδος (14). Τα απόβλητα πρέπει να θεωρούνται εμπόρευμα, ανεξαρτήτως της δυνατότητας ανακύκλωσης ή επαναχρησιμοποίησής τους (15). Η ηλεκτρική ενέργεια (16) και το φυσικό αέριο (17) θεωρούνται επίσης εμπορεύματα, όπως και το ανθρώπινο αίμα, το ανθρώπινο πλάσμα και τα φαρμακευτικά προϊόντα που προέρχονται από αυτά (18).
Ωστόσο, είναι σημαντικό να γίνει νομική διάκριση μεταξύ εμπορευμάτων και υπηρεσιών ανάλογα με τις ελευθερίες της Συνθήκης (19). Για παράδειγμα, ενώ οι ιχθύες είναι αναμφίβολα εμπορεύματα, τα δικαιώματα αλιείας και οι άδειες ερασιτεχνικού ψαρέματος δεν καλύπτονται απαραιτήτως από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Αντιθέτως, συνιστούν «παροχή υπηρεσίας» κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (20). Εάν ένα κρατικό μέτρο επηρεάζει τόσο την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών όσο και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το μέτρο σε σχέση με αμφότερες τις ελευθερίες. Για παράδειγμα, στην υπόθεση 591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας η οποία αφορούσε τέλος υποδομών και την απαλλαγή οχημάτων που είναι ταξινομημένα στη Γερμανία από τον φόρο επί των αυτοκίνητων οχημάτων, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα υπό το πρίσμα του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών βάσει του άρθρου 56 της ΣΛΕΕ. Έκρινε επίσης την υπόθεση σε σχέση με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων βάσει των άρθρων 18 και 92 της ΣΛΕΕ, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση στον τομέα των μεταφορών (21).
3.1.3. Αποδέκτες
Τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ αφορούν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη. Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται διασταλτικά ώστε να είναι δεσμευτικές όχι μόνο για τις εθνικές αρχές, αλλά και για όλες τις άλλες αρχές μιας χώρας, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών και περιφερειακών αρχών (22), καθώς και των δικαστικών ή διοικητικών φορέων ενός κράτους μέλους (23). Αυτό προφανώς καλύπτει και τα μέτρα που λαμβάνουν όλοι οι φορείς που ιδρύονται βάσει του δημοσίου δικαίου ως «δημόσιοι φορείς». Επιπλέον, τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμόζονται σε μέτρα που λαμβάνονται από μη κρατικούς φορείς ή άλλους φορείς ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι ασκούν ορισμένα κυρίαρχα καθήκοντα ή οι δραστηριότητές τους μπορούν να καταλογιστούν στο δημόσιο. Πράγματι, οι πράξεις ενός επαγγελματικού φορέα στον οποίο η εθνική νομοθεσία παρέχει κανονιστικές και πειθαρχικές εξουσίες σε σχέση με τον κλάδο του είναι δυνατό να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (24).
Το ίδιο ισχύει για δραστηριότητες φορέων που συστήνονται βάσει ιδιωτικού δικαίου αλλά ιδρύονται με νόμο και χρηματοδοτούνται κυρίως από το κράτος ή με υποχρεωτικές συνεισφορές επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου τομέα και/ή μέλη των οποίων διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές ή υπόκεινται στην εποπτεία τους· οι εν λόγω δραστηριότητες μπορούν να καταλογιστούν στο δημόσιο (25). Στην υπόθεση Fra.bo, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφαρμοζόταν οριζόντια σε οργανισμό πιστοποίησης ιδιωτικού δικαίου. Οι εθνικές αρχές θεωρούσαν ότι τα προϊόντα που πιστοποιούνταν από τον οργανισμό αυτό συνάδουν προς την εθνική νομοθεσία. Και, δυνάμει της αρμοδιότητας αυτής που είχε αποκτηθεί de facto, ο οργανισμός πιστοποίησης είχε την εξουσία να ρυθμίζει την είσοδο των προϊόντων, εν προκειμένω των χάλκινων συνδέσμων σωληνώσεων, στη γερμανική αγορά (26). Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι δημόσιες δηλώσεις ενός δημοσίου υπαλλήλου, ακόμη και αν δεν έχουν νομική ισχύ, μπορούν να καταλογιστούν σε ένα κράτος μέλος και να αποτελέσουν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, παρόμοια περιστατικά θα μπορούσαν να συμβούν εάν οι αποδέκτες των δηλώσεων μπορούν ευλόγως να υποθέσουν ότι πρόκειται για θέσεις που ο δημόσιος υπάλληλος διατυπώνει με το κύρος της ιδιότητάς του (27).
Παρότι ο όρος «κράτος μέλος» έχει ερμηνευθεί διασταλτικά, γενικά δεν εφαρμόζεται σε «αμιγώς» ιδιωτικά μέτρα ή μέτρα που λαμβάνονται από ιδιώτες ή εταιρείες, καθώς αυτά δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Ωστόσο, στην υπόθεση 265/95 Επιτροπή κατά Γαλλίας το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη της Γαλλίας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να αποτραπούν επιζήμιες ενέργειες ιδιωτών, εν προκειμένω Γάλλων γεωργών οι οποίοι είχαν σαμποτάρει τα εισαγόμενα γεωργικά εμπορεύματα, συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 3 της εν λόγω Συνθήκης (28). Παρότι ο περιορισμός ήταν αποτέλεσμα ενεργειών ιδιωτών, κρίθηκε ότι ένα κράτος μέλος παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ λόγω της μη λήψης επαρκών μέτρων για την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας αυτών των εμπορευμάτων.
Τέλος, το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ έχει επίσης εφαρμοστεί σε μέτρα που έχουν ληφθεί από θεσμικά όργανα της ΕΕ. Ωστόσο, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο, επιβάλλεται να αναγνωρισθεί ευρεία διακριτική ευχέρεια στον νομοθέτη της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η νομιμότητα ενός μέτρου που λαμβάνεται από θεσμικό όργανο της ΕΕ μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το αρμόδιο θεσμικό όργανο σκοπού (29).
3.1.4. Ενεργητικά και παθητικά μέτρα
Η εφαρμογή του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται ως αμυντικό δικαίωμα, σε εθνικά μέτρα που παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές προϋποθέτει απαραιτήτως δραστηριότητα εκ μέρους ενός κράτους. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ συνίστανται κατά κύριο λόγο σε δεσμευτικές διατάξεις της νομοθεσίας των κρατών μελών. Ωστόσο, και τα μη δεσμευτικά μέτρα μπορεί επίσης να συνιστούν παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (30). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση διοικητικών πρακτικών οι οποίες μπορεί να δημιουργήσουν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εάν είναι αρκούντως πάγιου και γενικευμένου χαρακτήρα (31).
Παραδείγματα διοικητικών πρακτικών που θεωρούνται ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος από το Δικαστήριο είναι τα εξής: συστηματική άρνηση χορήγησης έγκρισης τύπου για μηχανές γραμματοσήμανσης, η οποία συνιστούσε εκ φύσεως προστατευτική πρακτική ή πρακτική που εισάγει διακρίσεις (32)· συστηματικός χαρακτηρισμός προϊόντων με βάση φαρμακευτικά φυτά, τα οποία σε άλλα κράτη μέλη παράγονται ή διατίθενται στο εμπόριο νομίμως ως συμπληρώματα διατροφής, ως φαρμάκων εκ της λειτουργίας που επιτελούν και, ελλείψει άδειας κυκλοφορίας, απόσυρσή τους από την αγορά (33)· συστηματική κατάταξη βιταμινούχων παρασκευασμάτων ως «φαρμάκων» μετά τη νόμιμη παραγωγή και διάθεσή τους στο εμπόριο ως συμπληρωμάτων διατροφής εντός άλλων κρατών μελών όταν η περιεκτικότητά τους σε βιταμίνες είναι τριπλάσια (34)· και εξάρτηση της διάθεσης στην αγορά της Δανίας εμπλουτισμένων τροφίμων τα οποία παράγονται ή διατίθενται στο εμπόριο νομίμως σε άλλα κράτη μέλη από την απόδειξη ύπαρξης διατροφικής ανάγκης στον δανικό πληθυσμό (35).
Δεδομένων των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το οποίο απαιτεί από αυτά να λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη και την πρακτική αποτελεσματικότητα (effet utile) του δικαίου της ΕΕ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ απαγορεύει όχι μόνο τις ενέργειες του κράτους που συνιστούν παραβίαση, αλλά και την αδράνεια. Αδράνεια μπορεί να προκύψει όταν ένα κράτος μέλος δεν λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ενώ το συγκεκριμένο εμπόδιο μπορεί επίσης να προέρχεται από ενέργειες ιδιωτών. Στην υπόθεση C-265/95, η Γαλλία κρίθηκε υπεύθυνη για ενέργειες Γάλλων γεωργών που προσπαθούσαν να περιορίσουν την εισαγωγή γεωργικών προϊόντων από γειτονικά κράτη μέλη προβαίνοντας σε παρακράτηση φορτηγών που μετέφεραν αυτά τα εμπορεύματα ή καταστρέφοντας το φορτίο τους. Το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές δεν επενέβησαν για να αποτρέψουν αυτές τις πράξεις κρίθηκε ως παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, διότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην επικράτειά τους με το να λαμβάνουν τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψουν κάθε περιορισμό του εμπορίου που οφείλεται σε πράξεις ιδιωτών (36).
Επιπλέον, το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ μπορεί να δημιουργεί υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή παραβιάζεται όταν ένα κράτος μέλος δεν επιτυγχάνει τους στόχους εξαιτίας της αδράνειάς του ή λόγω ανεπαρκούς δράσης. Για παράδειγμα, στην υπόθεση C-309/02 το Δικαστήριο έκρινε στο πλαίσιο προδικαστικής απόφασης ότι οι γερμανικοί κανόνες αντιβαίνουν στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, λόγω της μη εξασφάλισης της αποτελεσματικής συμμετοχής ιδιωτών σε ένα γερμανικό σύστημα υποχρεωτικής παραλαβής επιστρεφόμενων κενών συσκευασιών (37).
3.2. Εδαφικό πεδίο εφαρμογής
Η υποχρέωση τήρησης των διατάξεων των άρθρων 34-36 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, οι διατάξεις της Συνθήκης μπορεί να εφαρμόζονται και σε ευρωπαϊκά εδάφη για τις εξωτερικές σχέσεις των οποίων είναι υπεύθυνο ένα κράτος μέλος, καθώς και στα εξαρτώμενα ή συνδεδεμένα με ένα κράτος μέλος υπερπόντια εδάφη (38).
Το παράρτημα του παρόντος οδηγού περιλαμβάνει λεπτομερή κατάλογο των εδαφών στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Όσον αφορά τις χώρες της ΕΖΕΣ που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία για τον ΕΟΧ και την Τουρκία, οι εμπορευματικές συναλλαγές μεταξύ αυτών των χωρών και των κρατών μελών της ΕΕ διέπονται από τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών και όχι από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και είναι καταγωγής Ισλανδίας, Λιχτενστάιν και Νορβηγίας απολαύουν ελεύθερης κυκλοφορίας στην ΕΕ δυνάμει του άρθρου 11 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Τα βιομηχανικά προϊόντα καταγωγής Τουρκίας απολαύουν ελεύθερης κυκλοφορίας στην ΕΕ δυνάμει των άρθρων 5 έως 7 της απόφασης αριθ. 1/95 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας για την οριστική φάση της τελωνειακής ένωσης (39).
3.3. Διασυνοριακό εμπόριο
Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ περιορίζεται στα εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, για την αξιολόγηση μιας περίπτωσης βάσει αυτής της διάταξης πρέπει να υπάρχει διασυνοριακό στοιχείο. Τα μέτρα αμιγώς εθνικού χαρακτήρα που επηρεάζουν μόνο τα εγχώρια προϊόντα δεν εμπίπτουν στο πεδίο των άρθρων 34-36 της ΣΛΕΕ. Προκειμένου ένα μέτρο να πληροί την απαίτηση ύπαρξης διασυνοριακού στοιχείου, αρκεί να είναι σε θέση να παρεμποδίσει έμμεσα ή δυνητικά το εμπόριο στο εσωτερικό της ΕΕ (40).
Θεωρητικά, το απαιτούμενο διασυνοριακό στοιχείο βάσει των διατάξεων της Συνθήκης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν τα εγχώρια προϊόντα τους λιγότερο ευνοϊκά από τα εισαγόμενα («αντίστροφη δυσμενής διάκριση»), αν και αυτό είναι απίθανο να συμβεί στην πράξη. Παρότι το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται όταν ένα εγχώριο προϊόν επανεισάγεται ή εξέρχεται από το κράτος μέλος αλλά εισάγεται πάλι (41), δεν εφαρμόζεται όταν αποκλειστικός σκοπός της επανεισαγωγής είναι η καταστρατήγηση των εθνικών κανόνων (42).
Η απαίτηση ύπαρξης διασυνοριακού στοιχείου μπορεί επίσης να ικανοποιείται και όταν το προϊόν βρίσκεται απλώς υπό διαμετακόμιση στο επίμαχο κράτος μέλος. Εν προκειμένω, το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ κάνει σαφή αναφορά στους περιορισμούς «διαμετακομίσεων» ως καλυπτόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 35 της ΣΛΕΕ.
Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εφαρμόζεται σε προϊόντα καταγωγής κρατών μελών και σε προϊόντα καταγωγής τρίτων χωρών τα οποία βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη. Το άρθρο 29 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών, για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εισαγωγής και έχουν εισπραχθεί οι απαιτούμενοι δασμοί, θεωρούνται ότι βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός κράτους μέλους . Στην υπόθεση C-30/01 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι βάσει του άρθρου 29 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, τα μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ενδοενωσιακών συναλλαγών εφαρμόζονται πανομοιότυπα τόσο στα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών όσο και στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών (43).
Κατά πάγια νομολογία, ένα εθνικό μέτρο δεν εξαιρείται από το πεδίο της απαγόρευσης των άρθρων 34-35 της ΣΛΕΕ απλώς και μόνο επειδή το εμπόδιο που δημιουργεί είναι μικρό και διότι υπάρχουν άλλες δυνατότητες διάθεσης των προϊόντων (44). Ακόμη και αν ένα μέτρο είναι σχετικά μικρής οικονομικής σημασίας, η γεωγραφική εφαρμογή του περιορίζεται μόνο σε ένα πολύ μικρό τμήμα του εθνικού εδάφους (45) ή επηρεάζει μόνο μικρό αριθμό εισαγωγών/εξαγωγών ή οικονομικών φορέων, μπορεί να συνιστά απαγορευμένο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.
Ωστόσο, διακριτή περίπτωση αποτελούν τα κρατικά μέτρα τα οποία είναι πολύ αβέβαια και έμμεσα για να έχουν περιοριστικά αποτελέσματα στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (46). Για παράδειγμα, στην υπόθεση C-297/05 το Δικαστήριο έκρινε ότι μια διοικητική διατύπωση που εφαρμόζεται στις Κάτω Χώρες και αφορά την αναγνώριση των οχημάτων που εισάγονται στη χώρα πριν από την ταξινόμησή τους «δεν είναι δυνατόν να έχει οποιαδήποτε ανασχετική επίπτωση επί της εισαγωγής οχήματος εντός του οικείου κράτους μέλους ή να καθιστά παρόμοια εισαγωγή λιγότερο συμφέρουσα» (47). Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο μέτρο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ.
3.4. Τύποι περιορισμών βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ
3.4.1. Ποσοτικοί περιορισμοί
Ως ποσοτικοί περιορισμοί έχουν οριστεί τα μέτρα τα οποία ισοδυναμούν με ολικό ή μερικό περιορισμό των εισαγωγών ή των εμπορευμάτων σε καθεστώς διαμετακόμισης (48). Τέτοια μέτρα είναι η ρητή απαγόρευση των εισαγωγών ή η επιβολή συστήματος ποσοστώσεων (49). Με άλλα λόγια, οι ποσοτικοί περιορισμοί εφαρμόζονται όταν έχουν καλυφθεί ορισμένα όρια εισαγωγών ή εξαγωγών. Ωστόσο, στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ υπάγονται μόνο οι ποσοστώσεις μη δασμολογικού χαρακτήρα, καθώς οι ποσοστώσεις δασμολογικού χαρακτήρα καλύπτονται από το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει την επιβολή εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών ή φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος.
Ένας ποσοτικός περιορισμός μπορεί να βασίζεται σε κανονιστικές διατάξεις ή απλώς να αποτελεί διοικητική πρακτική. Ως εκ τούτου, ακόμη και ένα συγκεκαλυμμένο ή κρυφό σύστημα ποσοστώσεων εμπίπτει στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
3.4.2. Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος
Ο όρος «μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος» είναι πολύ ευρύτερος από έναν ποσοτικό περιορισμό. Μολονότι είναι δύσκολο να οριστεί σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, αυτό δεν έχει μεγάλη πρακτική σημασία, διότι οι διατάξεις εφαρμόζονται γενικά με τον ίδιο τρόπο τόσο στους ποσοτικούς περιορισμούς όσο και στα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.
Στην υπόθεση Dassonville, το Δικαστήριο όρισε μια ερμηνεία της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος (50):
«Κάθε εμπορικός κανόνας των κρατών μελών που δύναται να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να θεωρείται μέτρο τα οποίο έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους ποσοτικούς περιορισμούς».
Ο ορισμός αυτός έχει επιβεβαιωθεί σε μεταγενέστερη νομολογία με μικρές παραλλαγές. Ο όρος «εμπορικοί κανόνες» δεν χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα, καθώς η μέθοδος Dassonville δεν περιορίζεται πλέον στους εμπορικούς κανόνες αλλά καλύπτει επίσης, παραδείγματος χάριν, τεχνικούς κανονισμούς και ακόμη και μη δεσμευτικές πράξεις.
Στην υπόθεση Dassonville, το Δικαστήριο τόνισε ότι το σημαντικότερο στοιχείο για να καθοριστεί αν ένα εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ είναι το αποτέλεσμά του (…δύναται να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά…) (51). Κατά συνέπεια, για να εμπίπτει ένα εθνικό μέτρο στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ δεν είναι απαραίτητο να εμπεριέχει στοιχείο διάκρισης.
Η απόφαση ορόσημο του Δικαστηρίου στην υπόθεση Cassis de Dijon (52) επιβεβαίωσε αυτή την προσέγγιση. Αναγνωρίζοντας ότι οι διαφορές ανάμεσα στους εθνικούς κανόνες των κρατών μελών θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εμπορευματικές συναλλαγές, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ θα μπορούσε επίσης να καλύπτει και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται εξίσου σε εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρεκκλίνουν βάσει όχι μόνο του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ αλλά και των επιτακτικών αναγκών, μια έννοια που για πρώτη φορά διατυπώθηκε σε αυτή την απόφαση.
Συνοπτικά, το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται σε εθνικά μέτρα που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων εμπορευμάτων (μέτρα που εφαρμόζονται με διακρίσεις) και σε εθνικά μέτρα τα οποία από νομική άποψη φαίνεται να εφαρμόζονται εξίσου στα εγχώρια και τα εισαγόμενα εμπορεύματα, αλλά στην πραγματικότητα επιβάλλουν πρόσθετη επιβάρυνση στις εισαγωγές (μέτρα που εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις) (53). Η επιβάρυνση αυτή απορρέει από το γεγονός ότι τα εισαγόμενα εμπορεύματα πρέπει να συμμορφώνονται με δύο δέσμες κανόνων – τους κανόνες που προβλέπονται στο κράτος μέλος παραγωγής και τους κανόνες που προβλέπονται στο κράτος μέλος εισαγωγής.
Ακολούθως, στα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό περιλαμβάνεται επίσης κάθε άλλο μέτρο που είναι ικανό να παρεμποδίσει την πρόσβαση στην αγορά (54). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (55): «καθίσταται σαφές από τη νομολογία ότι ένα μέτρο, ακόμη και αν δεν έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, περιλαμβάνεται στην έννοια του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ εάν παρεμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά ενός κράτους μέλους εμπορευμάτων καταγωγής άλλων κρατών μελών».
Η παραδοχή στην οποία βασίζεται το λεγόμενο κριτήριο της πρόσβασης στην αγορά είναι ότι οι προϋποθέσεις πρόσβασης είναι σχετικά επαχθέστερες για τα εισαγόμενα προϊόντα. Συχνά, το Δικαστήριο δίνει έμφαση στην αξιολόγηση του αν το οικείο μέτρο μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθιστώντας λιγότερο ελκυστική την αγορά ενός εισαγομένου προϊόντος (56).
Ως εκ τούτου, ο ορισμός των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος είναι ευρύς και εξελίσσεται διαρκώς. Για παράδειγμα, στην υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το τέλος υποδομών και η απαλλαγή οχημάτων που είναι ταξινομημένα στη Γερμανία από τον φόρο επί των αυτοκινήτων οχημάτων ήταν ικανά να εμποδίσουν την πρόσβαση προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών στη γερμανική αγορά και, συνεπώς, συνιστούσαν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι ακόμη και αν το τέλος υποδομών δεν επιβαλλόταν σε αυτά καθεαυτά τα μεταφερόμενα προϊόντα, ενδέχετο, ωστόσο, να επηρεάσει τα εμπορεύματα που παραδίδονταν με επιβατηγά αυτοκίνητα οχήματα βάρους έως 3,5 τόνων τα οποία είχαν ταξινομηθεί σε άλλο κράτος μέλος εκτός της Γερμανίας (57).
Ένα ακόμη παράδειγμα του δυναμικού χαρακτήρα της έννοιας ενός μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος είναι η υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft, η οποία αφορούσε ένα εθνικό καθεστώς στήριξης για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Πιστοποιητικά βάσει του συγκεκριμένου καθεστώτος χορηγήθηκαν μόνο σε Σουηδούς παραγωγούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ακόμη και αν η ηλεκτρική ενέργεια που προμηθεύουν ή χρησιμοποιούν μπορεί να περιλαμβάνει και εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το καθεστώς αυτό είναι ικανό να εμποδίσει, τουλάχιστον έμμεσα και εν δυνάμει, τις εισαγωγές (πράσινης) ηλεκτρικής ενέργειας από άλλα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παράλειψη λήψεως επαρκών μέτρων για την αποτροπή εμποδίων που δημιουργούνται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μπορεί να αποτελέσει εξίσου σοβαρό εμπόδιο για το ενδοενωσιακό εμπόριο με μια θετική ενέργεια. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επίμαχη νομοθεσία συνιστούσε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών (58).
3.4.2.1.
Σχετικά πρόσφατα στη νομολογία του Δικαστηρίου αναπτύχθηκε μία κατηγορία περιορισμών: οι περιορισμοί της χρήσης. Οι περιορισμοί αυτοί χαρακτηρίζονται ως εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν την πώληση ενός προϊόντος, αλλά επιβάλλουν σχετικούς περιορισμούς στη χρήση του. Οι περιορισμοί της χρήσης μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμούς που αφορούν τον σκοπό ή τη μέθοδο της συγκεκριμένης χρήσης, το πλαίσιο ή τον χρόνο της χρήσης, την έκταση της χρήσης ή τους τύπους χρήσης. Τέτοιου είδους μέτρα μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποτελούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό.
Συναφώς, θα μπορούσαν να αναφερθούν τρεις υποθέσεις. Πρώτον, η υπόθεση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (59), η οποία αφορούσε έναν πορτογαλικό νόμο που απαγόρευε την εφαρμογή εγχρώμων ταινιών στους υαλοπίνακες των αυτοκίνητων οχημάτων. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι ενδεχομένως ενδιαφερόμενοι, έμποροι ή ιδιώτες, γνωρίζοντας ότι δεν επιτρέπεται να εφαρμόσουν τις ταινίες αυτές στους υαλοπίνακες αυτοκινήτων οχημάτων, δεν επρόκειτο να τις αγοράσουν (60). Το Δικαστήριο φάνηκε να αποδέχεται το επιχείρημα αυτό και έκρινε ότι «... οι ενδεχομένως ενδιαφερόμενοι, έμποροι ή ιδιώτες, γνωρίζοντας ότι απαγορεύεται να εφαρμόζουν τις εν λόγω ταινίες στο αλεξήνεμο και στους υαλοπίνακες που αντιστοιχούν στις θέσεις επιβατών των αυτοκινήτων οχημάτων, δεν έχουν σχεδόν κανένα συμφέρον να τις αγοράσουν» (61). Κατά συνέπεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Πορτογαλία παρέβη τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ.
Δεύτερον, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (62), το ερώτημα που τέθηκε ήταν αν η Ιταλία, απαγορεύοντας την έλξη ρυμουλκούμενου από μοτοσυκλέτες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τα ρυμουλκούμενα που είχαν κατασκευαστεί ειδικά για μοτοσυκλέτες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δυνατότητες χρήσεως των ρυμουλκούμενων αυτών κατά τρόπο διαφορετικό από την προσάρτησή τους σε μοτοσυκλέτα ήταν περιορισμένες, και ότι οι καταναλωτές, γνωρίζοντας ότι απαγορεύεται να προσαρτούν στις μοτοσυκλέτες τους ρυμουλκούμενα ειδικώς κατασκευασμένα για μοτοσυκλέτες, δεν είχαν ουσιαστικά κανένα συμφέρον να αγοράσουν τέτοια ρυμουλκούμενα (63). Κατά συνέπεια, η εν λόγω απαγόρευση αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ.
Τέλος, η υπόθεση Mickelsson και Roos (64) αφορούσε αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με το ερώτημα αν τα άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ απαγορεύουν τις σουηδικές εθνικές διατάξεις οι οποίες αφορούν τη χρήση ατομικών σκαφών με κινητήρα. Με βάση τη σουηδική νομοθεσία, απαγορευόταν και τιμωρείτο με πρόστιμο η χρήση αυτών των σκαφών σε διαύλους που δεν θεωρούνταν δίαυλοι γενικής ναυσιπλοΐας ή σε υδάτινες ζώνες στις οποίες οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είχαν επιτρέψει τη χρήση τους. Το Δικαστήριο εξήγησε ότι οσάκις οι κανόνες αυτοί εμποδίζουν τους χρήστες των ατομικών σκαφών με κινητήρα να τα χρησιμοποιήσουν με τον αρμόζοντα και εγγενή γι’ αυτά τρόπο ή περιορίζουν κατά πολύ τη χρήση τους, έχουν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της πρόσβασης των προϊόντων αυτών στην εν λόγω εθνική αγορά. Δεδομένου ότι οι πραγματικές δυνατότητες χρήσης των ατομικών σκαφών με κινητήρα στη Σουηδία ήταν ελάχιστες, οι εθνικοί κανόνες συνιστούσαν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς (65). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικοί κανόνες μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, υπό την προϋπόθεση της τήρησης ορισμένων πρόσθετων απαιτήσεων (66). Στην υπόθεση Sandström, το Δικαστήριο προσδιόρισε περαιτέρω τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτρέπεται η απαγόρευση της χρήσης ατομικών σκαφών με κινητήρα εκτός των καθορισμένων διαύλων (67).
Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η αξιολόγηση των περιορισμών της χρήσης διέπεται επίσης από το κριτήριο της πρόσβασης στην αγορά. Επιπλέον της αξιολόγησης των επιπτώσεων του μέτρου στην αγορά, το Δικαστήριο αξιολογεί επίσης τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Μπορεί να αναφερθεί συνοπτικά ότι μέτρα τα οποία επιβάλλουν πλήρη απαγόρευση της χρήσης ενός συγκεκριμένου προϊόντος, εμποδίζουν τη χρήση του για τον αρμόζοντα και εγγενή γι’ αυτό τρόπο ή περιορίζουν κατά πολύ τη χρήση του, μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ.
3.4.2.2.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την απόφαση Dassonville, το Δικαστήριο θεώρησε απαραίτητο να αναθεωρήσει τη νομολογία του σχετικά με το πεδίο του όρου «μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος» βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δημιούργησε την έννοια των μορφών πώλησης στην απόφαση ορόσημο Keck και Mithouard, η οποία αφορούσε γαλλική νομοθεσία η οποία απαγόρευε τη μεταπώληση με ζημία (68). Ανέφερε ότι «η επί προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών εφαρμογή εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μορφές πωλήσεως [...] δεν είναι ικανή να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της νομολογίας Dassonville [...], αρκεί
1. |
οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητα τους στο εθνικό έδαφος, και |
2. |
αρκεί να επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών» (69). |
Οι κανόνες που θεσπίζουν απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να ικανοποιούν τα προϊόντα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται βάσει της απόφασης Cassis de Dijon και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι εμπίπτουν αυτοί καθεαυτοί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Αντίθετα, οι μορφές πώλησης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ μόνο εάν ο επικαλούμενος παραβίαση μπορεί να αποδείξει ότι οι διατάξεις αυτές εισάγουν διάκριση βάσει της καταγωγής των προϊόντων, είτε νομικώς είτε πραγματικώς.
Στην υπόθεση C-591/17 Δημοκρατία της Αυστρίας, το Δικαστήριο περιέγραψε τις μορφές πώλησης ως εθνικούς κανόνες που αφορούν «τους όρους υπό τους οποίους αυτά τα προϊόντα μπορούν να πωλούνται» (70). Κατά συνέπεια, στις μορφές πώλησης περιλαμβάνονται μέτρα που αφορούν τους όρους και τις μεθόδους εμπορίας (βλ. σημείο 4.6) (71), τον χρόνο πώλησης των προϊόντων (72), τον τόπο πώλησης των προϊόντων ή περιορισμούς σχετικά με το ποιος μπορεί να πωλεί τα προϊόντα (73), καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέτρα που αφορούν την τιμολόγηση των προϊόντων (βλ. σημείο 4.4) (74). Μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα ποιοι τύποι μέτρων συνδέονται με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων παρά ποιοι τύποι μέτρων συνιστούν μορφές πώλησης. Τα μέτρα που αφορούν τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος θα μπορούσαν, παραδείγματος χάρη, να είναι μέτρα που αφορούν το σχήμα, το μέγεθος, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση ή την επισήμανση (βλ. σημείο 4.7.).
Ως παράδειγμα των ανωτέρω: το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Άλφα Βήτα (75) ότι η εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την πώληση προϊόντων «bake-off» από τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για τη μέθοδο πλήρους παρασκευής και διαθέσεως στο εμπόριο του παραδοσιακού άρτου και των παραδοσιακών προϊόντων αρτοποιίας παραβιάζει το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ και δεν μπορούσε να θεωρηθεί μορφή πώλησης. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα βάσει του ότι η απαίτηση να συμμορφώνονται οι πωλητές «bake-off» με το σύνολο των ισχυουσών για τα παραδοσιακά αρτοποιεία προδιαγραφών δεν λάμβανε υπόψη την ιδιαιτερότητα των προϊόντων αυτών και συνεπαγόταν πρόσθετα έξοδα καθιστώντας έτσι δυσχερέστερη την εμπορία των εν λόγω προϊόντων (76).
Ορισμένες διαδικασίες ή υποχρεώσεις που δεν αφορούν το προϊόν ή τη συσκευασία του μπορούν να θεωρηθούν μορφές πώλησης, όπως καταδεικνύεται στην υπόθεση Sapod Audic και Eco-Emballages (77). Το επίμαχο εθνικό μέτρο προέβλεπε ότι κάθε παραγωγός ή εισαγωγέας υποχρεούτο να συμβάλλει ή να φροντίζει για τη διάθεση του συνόλου των απορριμμάτων του από συσκευασίες. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το μέτρο επέβαλλε απλώς μια «γενική υποχρέωση προσδιορισμού της ταυτότητας των συσκευασιών τις οποίες αναλαμβάνει μια εγκεκριμένη επιχείρηση για τη διάθεσή τους» (78). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η υποχρέωση την οποία συνεπάγεται αυτή η διάταξη δεν αφορά αυτή καθαυτή το προϊόν ή τη συσκευασία του και, συνεπώς, δεν αφορά κανόνα σχετικά με τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα, όπως είναι εκείνες που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την επισήμανσή τους ή με τη συσκευασία τους» (79). Κατά συνέπεια, μπορούσε να θεωρηθεί μορφή πώλησης.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι μορφές πώλησης συνιστούν μέτρα που συνδέονται με την εμπορία του προϊόντος παρά με τα χαρακτηριστικά του (80) και τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ στην περίπτωση που πληρούν τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στην απόφαση Keck που εξηγείται ανωτέρω.
3.5. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης
Τα τεχνικά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μπορεί να ανακύπτουν όταν οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες οι οποίοι καθορίζουν απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται από εμπορεύματα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλων κρατών μελών. Εμπορεύματα «που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους» είναι τα εμπορεύματα ή εμπορεύματα αυτού του είδους που τηρούν τους κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος ή δεν υπόκεινται εκεί σε κανένα σχετικό κανόνα και καθίστανται διαθέσιμα σε τελικούς χρήστες στο εν λόγω κράτος μέλος. Εάν οι εθνικοί κανόνες δεν εφαρμόζουν την παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ, συνιστούν τεχνικά εμπόδια επί των οποίων εφαρμόζονται τα άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα.
Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θεσπίστηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Cassis de Dijon (81), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ελλείψει εναρμόνισης, οι εθνικοί κανόνες που θεσπίζουν απαιτήσεις (π.χ. σχετικά με τον χαρακτηρισμό, τη μορφή, το μέγεθος, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση, την επισήμανση, τη συσκευασία), οι οποίες πρέπει να πληρούνται από τα εμπορεύματα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη στα οποία έχουν παραχθεί και διατεθεί νόμιμα στο εμπόριο, συνιστούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και αποτελούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος που απαγορεύονται από το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, εάν μια επιχείρηση πωλεί νομίμως ένα προϊόν σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς τεχνικούς κανόνες του συγκεκριμένου κράτους μέλους, θα πρέπει να είναι σε θέση να το πωλήσει και σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να πρέπει να το προσαρμόσει στους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους εισαγωγής.
Ως εκ τούτου, καταρχήν, τα κράτη μέλη προορισμού δεν μπορούν να περιορίζουν ούτε να αρνούνται τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που δεν υπόκεινται σε εναρμόνιση σε επίπεδο ΕΕ και τα οποία διατίθενται νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους, ακόμη και αν αυτά έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τεχνικούς και ποιοτικούς κανόνες διαφορετικούς από αυτούς που πρέπει να πληρούν τα εγχώρια προϊόντα. Το ίδιο ισχύει εάν δεν υπάρχουν τεχνικοί κανόνες που να εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο προϊόν στο κράτος μέλος προέλευσης.
Ωστόσο, η αρχή δεν είναι απόλυτη: είναι δυνατή η αιτιολόγηση ενός περιορισμού για σκοπό δημόσιου συμφέροντος.
Κατά συνέπεια, η αμοιβαία αναγνώριση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται χαμηλότερα πρότυπα υγείας και ασφάλειας και περιβαλλοντικά πρότυπα, ούτε ότι περιορίζει τις δυνατότητες των αρχών όσον αφορά την εποπτεία της αγοράς, αλλά ότι επιτυγχάνει προσεκτική ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των στόχων δημόσιου συμφέροντος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν την αρχή μόνο εάν προστατεύονται επαρκώς τα έννομα δημόσια συμφέροντα που καλύπτονται από τον οικείο εφαρμοστέο εθνικό τεχνικό κανόνα.
Οι εξαιρέσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (82). Οι φραγμοί είναι δικαιολογημένοι μόνο εάν τα εθνικά μέτρα είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεωτικών απαιτήσεων ή οποιουδήποτε συμφέροντος που παρατίθεται στο άρθρο 36 της ΣΛΕΕ και εάν είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο. Τα ανωτέρω συνοψίζονται ικανοποιητικά σε πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία αφορά την άρνηση αναγνώρισης ορισμένων σφραγίδων, ως εξής:
«Ειδικότερα, τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που δημιουργεί, ελλείψει εναρμονίσεως των νομοθεσιών, η εφαρμογή επί των εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όπου αυτά νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, κανόνων που αφορούν τους όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά αποτελούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος και απαγορεύονται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, εφόσον η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται από την επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος ικανού να υπερισχύσει των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων» (83).
Στην ίδια υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διάθεση στο εμπόριο, εντός της Ένωσης, εμπορευμάτων καταγωγής τρίτων κρατών, που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία, εφόσον αυτά δεν έχουν νομίμως διατεθεί στο εμπόριο στο έδαφος κράτους μέλους, πριν την εξαγωγή τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία (84).
Ως εκ τούτου, συνοπτικά, είναι δυνατές οι εξαιρέσεις από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία ισχύει στον μη εναρμονισμένο τομέα:
(1) |
ο γενικός κανόνας είναι ότι προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους απολαμβάνουν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, και |
(2) |
ο γενικός κανόνας δεν εφαρμόζεται εάν το κράτος μέλος προορισμού μπορεί να αποδείξει ότι έχει ζωτική σημασία να επιβάλει τους δικούς του τεχνικούς κανόνες στα οικεία προϊόντα βάσει των λόγων που περιγράφονται στο άρθρο 36 της ΣΛΕΕ ή των επιτακτικών αναγκών που έχουν διαμορφωθεί βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. |
Στις 19 Απριλίου 2020 θα τεθεί σε εφαρμογή ο νέος κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους (85). Ο κανονισμός αυτός αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους μέλους (86).
4. ΤΥΠΟΙ ΜΕΤΡΩΝ
Τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ λαμβάνουν διάφορες μορφές. Ορισμένες φορές συνίστανται σε τελείως απροκάλυπτα μέτρα που στοχεύουν ειδικά τις εισαγωγές ή επιτρέπουν την προνομιακή μεταχείριση των εγχώριων προϊόντων και ορισμένες φορές συνίστανται σε απρόβλεπτες παρενέργειες αποφάσεων γενικής πολιτικής. Τις τελευταίες δεκαετίες, ορισμένοι τύποι μέτρων έκαναν επανειλημμένως την εμφάνισή τους στη νομολογία και την πρακτική εφαρμογή των άρθρων 34-36 της ΣΛΕΕ στις διαδικασίες επί παραβάσει. Ορισμένοι από αυτούς περιγράφονται κατωτέρω.
4.1. Εθνικές διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή (άδειες εισαγωγής, επιθεωρήσεις και έλεγχοι)
Τα εθνικά μέτρα που αφορούν άμεσα την εισαγωγή προϊόντων από άλλα κράτη μέλη μπορούν να καταστήσουν τις εισαγωγές επαχθέστερες και για τον λόγο αυτό θεωρούνται συνήθως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς τα οποία αντιβαίνουν στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση να λαμβάνουν τα προϊόντα άδεια εισαγωγής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω. Επειδή οι επίσημες διατυπώσεις αυτού του τύπου μπορεί να προκαλέσουν καθυστερήσεις, η υποχρέωση αυτή μπορεί να συνιστά παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν οι άδειες χορηγούνται αυτόματα και το οικείο κράτος μέλος δεν έχει την πρόθεση να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εκδώσει μια άδεια εισαγωγής (87).
Οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι, όπως οι κτηνιατρικοί, υγειονομικοί, φυτοϋγειονομικοί και λοιποί έλεγχοι, περιλαμβανομένων των τελωνειακών ελέγχων στις εισαγωγές (και στις εξαγωγές) θεωρούνται μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια των άρθρων 34 και 35 αντίστοιχα (88). Οι έλεγχοι αυτοί είναι πιθανό να δυσχεραίνουν τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές ή να συνεπάγονται κόστος, λόγω των καθυστερήσεων που είναι εγγενείς στη διαδικασία επιθεώρησης και του πρόσθετου μεταφορικού κόστους με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο έμπορος.
Με τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς την 1η Ιανουαρίου 1993 ουσιαστικά εξαλείφθηκαν οι επαναλαμβανόμενοι συνοριακοί έλεγχοι για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Έκτοτε, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διενεργούν ελέγχους στα σύνορά τους, εκτός εάν αυτοί αποτελούν μέρος ενός γενικού συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην ίδια έκταση εντός της εθνικής επικράτειας και/ή εάν οι έλεγχοι αυτοί έχουν τον χαρακτήρα επιτόπιων ελέγχων. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον τόπο εκτέλεσης αυτών των ελέγχων, εάν ισοδυναμούν με συστηματικό έλεγχο των εισαγόμενων προϊόντων, εξακολουθούν να θεωρούνται μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος (89). Μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, εφόσον πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις (90).
4.2. Υποχρεώσεις διορισμού αντιπροσώπου ή παροχής αποθηκευτικών εγκαταστάσεων στο κράτος μέλος εισαγωγής
Η υποχρέωση ενός εισαγωγέα να διαθέτει εγκατάσταση επιχείρησης στο κράτος μέλος προορισμού των εμπορευμάτων θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι αντίκειται άμεσα στα άρθρα σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή υποχρέωσης σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να επιβαρυνθούν με τα έξοδα εγκατάστασης αντιπροσώπου στο κράτος μέλος εισαγωγής καθιστά δύσκολη, ή και αδύνατη για ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την είσοδο στην αγορά αυτού του κράτους μέλους (91). Η υποχρέωση διορισμού αντιπροσώπου ή υπεύθυνου ή δημιουργίας θυγατρικής επιχείρησης ή γραφείου ή αποθηκευτικών εγκαταστάσεων στο κράτος μέλος εισαγωγής είναι εν γένει επίσης αντίθετη με το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Ορισμένα κράτη μέλη επιχείρησαν να δικαιολογήσουν αυτές τις απαιτήσεις με το επιχείρημα ότι είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των εθνικών διατάξεων δημοσίου συμφέροντος που καλύπτουν σε ορισμένες περιπτώσεις και την ποινική ευθύνη. Το Δικαστήριο έχει απορρίψει αυτό το επιχείρημα. Έκρινε ότι, αν και κάθε κράτος μέλος δικαιούται να λαμβάνει στο έδαφός του κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία της δημόσιας τάξης, τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται μόνο εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι απαραίτητα για την επίτευξη νόμιμων σκοπών γενικού συμφέροντος και ότι η προστασία αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (92). Το Δικαστήριο έκρινε ότι «ακόμη κι αν οι ποινικές κυρώσεις είναι ικανές να έχουν προληπτικό αποτέλεσμα στη συμπεριφορά που κολάζουν, το αποτέλεσμα αυτό ούτε εξασφαλίζεται ούτε, εν πάση περιπτώσει, ενισχύεται [...] από μόνη την παρουσία στο εθνικό έδαφος προσώπου, το οποίο έχει την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του παρασκευαστή αυτού» (93). Ως εκ τούτου, από την άποψη των στόχων δημοσίου συμφέροντος, η απαίτηση ύπαρξης αντιπροσώπου εγκατεστημένου στο εθνικό έδαφος δεν παρέχει επαρκείς πρόσθετες εγγυήσεις που να δικαιολογούν εξαίρεση στην απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Οι εθνικές απαιτήσεις που ρυθμίζουν την αποθήκευση ή αποθεματοποίηση εισαγόμενων εμπορευμάτων μπορεί επίσης να συνιστούν παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, εάν αυτά τα μέτρα συνιστούν διάκριση σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων σε σύγκριση με τα εγχώρια προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται κάθε κανόνας που απαγορεύει, περιορίζει ή απαιτεί αποθήκευση μόνο των εισαγόμενων προϊόντων. Εθνικό μέτρο που απαιτεί να αποθηκεύονται τουλάχιστον επί έξι μήνες τα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά με βάση τον οίνο, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν συγκεκριμένους ποιοτικούς χαρακτηρισμούς, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό (94).
Παρόμοια εμπόδια στις εμπορευματικές συναλλαγές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και εθνικοί κανόνες που περιορίζουν καθ’ ολοκληρία ή μερικώς τη χρήση αποθηκευτικών εγκαταστάσεων μόνο στα εγχώρια προϊόντα ή θέτουν για την αποθήκευση εισαγόμενων προϊόντων όρους διαφορετικούς από αυτούς που απαιτούνται για την αποθήκευση των εγχώριων προϊόντων και είναι δυσκολότερο να ικανοποιηθούν. Κατά συνέπεια, ένα εθνικό μέτρο που ενθαρρύνει την αποθήκευση εγχώριων προϊόντων θα μπορούσε να δημιουργήσει εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ.
4.3. Εθνικές απαγορεύσεις συγκεκριμένων προϊόντων/ουσιών
Η απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή μιας ουσίας είναι το πιο περιοριστικό μέτρο που μπορεί να λάβει ένα κράτος μέλος από την άποψη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Τα περισσότερα προϊόντα που αποτελούν στόχο εθνικών απαγορεύσεων είναι τρόφιμα, όπως βιταμίνες και άλλα συμπληρώματα διατροφής (95), και χημικές ουσίες (96).
Οι δικαιολογητικοί λόγοι που ως επί το πλείστον επικαλούνται τα κράτη μέλη γι’ αυτά τα αυστηρά μέτρα είναι η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών, σύμφωνα με το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ, και οι επιτακτικές ανάγκες που έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως η προστασία του περιβάλλοντος. Οι προβαλλόμενοι δικαιολογητικοί λόγοι είναι συχνά συνδυαστικοί. Το κράτος μέλος που επιβάλλει μια εθνική απαγόρευση σε ένα προϊόν/ουσία πρέπει να αποδείξει ότι το μέτρο είναι απαραίτητο και, κατά περίπτωση, ότι η διάθεση του εν λόγω προϊόντος στην αγορά συνιστά σοβαρό κίνδυνο, π.χ., για τη δημόσια υγεία και ότι οι κανόνες αυτοί συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας (97). Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος πρέπει να προσκομίσει όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως τεχνικά, επιστημονικά, στατιστικά ή διατροφικά δεδομένα (98). Στην υπόθεση Humanplasma, παρότι στόχος του περιορισμού ήταν να διασφαλιστεί η ποιότητα και η ασφάλεια του αίματος και των συστατικών του και, συνεπώς, η δημόσια υγεία, το μέτρο αυτό κρίθηκε ότι υπερέβαινε το μέτρο του αναγκαίου (99).
Επιπλέον, ένα κράτος μέλος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ο διακηρυγμένος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανένα άλλο μέσο το οποίο θα είχε λιγότερο περιοριστικές επιπτώσεις στο ενδοενωσιακό εμπόριο (100). Όσον αφορά, παραδείγματος χάρη, την απαγόρευση που επέβαλε η Γαλλία στην προσθήκη στα αναψυκτικά καφεΐνης πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[η] κατάλληλη επισήμανση, η οποία ενημερώνει τους καταναλωτές για τη φύση, τα συστατικά και τα χαρακτηριστικά των εμπλουτισμένων τροφίμων, παρέχει στους καταναλωτές για τους οποίους ελλοχεύει κίνδυνος λόγω της υπερβολικής καταναλώσεως θρεπτικής ουσίας προστεθείσας στα εν λόγω τρόφιμα να αποφασίσουν οι ίδιοι αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι» (101). Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση της προσθήκης καφεΐνης πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο δεν ήταν το λιγότερο περιοριστικό μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί ο στόχος της προστασίας των καταναλωτών.
Η υπόθεση Danish vitamins (102) αφορούσε τη διοικητική πρακτική της Δανίας να απαγορεύει τον εμπλουτισμό των τροφίμων με βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία, εάν δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι ο εμπλουτισμός αυτός ανταποκρινόταν σε κάποια ανάγκη των κατοίκων του δανικού πληθυσμού. Το Δικαστήριο συμφώνησε καταρχήν ότι η ίδια η Δανία ήταν αρμόδια να αποφασίσει το επιθυμητό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και ζωής, έχοντας υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι οι δανικές αρχές έφεραν το βάρος «να αποδείξουν σε κάθε επίδικη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη τόσο των εθνικών διατροφικών συνηθειών όσο και των αποτελεσμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας, ότι η κανονιστική τους ρύθμιση είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία των αγαθών που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή και, συγκεκριμένα, ότι η διάθεση στο εμπόριο των εν λόγω προϊόντων ενέχει πραγματικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία» (103). Εντέλει, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει «πραγματικού κινδύνου για τη δημόσια υγεία», ο οποίος θα απαιτούσε σε βάθος και κατά περίπτωση εκτίμηση των αποτελεσμάτων της προσθήκης ανόργανων στοιχείων και βιταμινών σε τρόφιμα (104).
Γενικά, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μια συσταλτική προσέγγιση των μέτρων αυτού του τύπου. Ωστόσο, σε τομείς στους οποίους δεν υπάρχει επιστημονική βεβαιότητα όσον αφορά την επίπτωση ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή μιας ουσίας, παραδείγματος χάρη στη δημόσια υγεία ή στο περιβάλλον, το Δικαστήριο αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία να απορρίψει τέτοιες απαγορεύσεις (105). Σε αυτές τις περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο στη συνολική εκτίμηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο διαδραματίζει επίσης η αποκαλούμενη αρχή της προφύλαξης (106).
Καταστάσεις μπορεί επίσης να προκύψουν σε περιπτώσεις προστασίας της δημόσιας υγείας όπου τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν ρητή απαγόρευση της προσθήκης ενός προϊόντος ή μιας ουσίας που έχει εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος, αλλά απλώς απαιτείται προηγούμενη άδεια για την προσθήκη του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του δικαίου της ΕΕ τηρούνται μόνο αν οι διαδικασίες αυτές είναι προσβάσιμες και μπορούν να ολοκληρωθούν σε εύλογο χρόνο και εφόσον μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά της απαγόρευσης ενός προϊόντος στα εθνικά δικαστήρια. Η διαδικασία αυτή πρέπει να προβλέπεται ρητά σε μέτρο γενικής εφαρμογής, το οποίο είναι δεσμευτικό για τις εθνικές αρχές του κράτους μέλους. Τα χαρακτηριστικά αυτής της «απλουστευμένης διαδικασίας» θεσπίστηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-344/90 (107).
4.4. Μέτρα σε επίπεδο τιμών
Παρότι η Συνθήκη δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με τις εθνικές ρυθμίσεις για τους ελέγχους των τιμών, το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει σε αρκετές υποθέσεις το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ στις εθνικές διατάξεις ελέγχου των τιμών.
Οι διατάξεις αυτές καλύπτουν διάφορα μέτρα: κατώτατες και ανώτατες τιμές, πάγωμα τιμών, κατώτατα και ανώτατα περιθώρια κέρδους και συγκράτηση των τιμών μεταπώλησης.
Κατώτατες τιμές: Κατώτατη τιμή που έχει καθοριστεί σε συγκεκριμένο ποσό, αν και εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα, μπορεί να περιορίσει τις εισαγωγές με το να αποτρέπει να αποτυπωθεί η χαμηλότερη τιμή κόστους στην τιμή λιανικής πώλησης. Με αυτόν τον τρόπο εμποδίζονται οι εισαγωγείς να χρησιμοποιήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα και, συνεπώς, πρόκειται για μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, καθώς ο καταναλωτής δεν μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την τιμή (108). Οι κατώτατες τιμές μπορεί ωστόσο να ρυθμίζονται σε επίπεδο ΕΕ, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση εθνικής νομοθεσίας που καθορίζει κατώτατες τιμές για τον καπνό, η οποία θα πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα της οδηγίας 2011/64/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2011, για τη διάρθρωση και τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης που εφαρμόζονται στα βιομηχανοποιημένα καπνά (109).
Στην υπόθεση C-221/15 Colruyt, η οποία αφορούσε την τιμολόγηση προϊόντων καπνού στο Βέλγιο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στους εμπόρους λιανικής να πωλούν προϊόντα καπνού σε μοναδιαία τιμή χαμηλότερη από την τιμή την οποία ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας αναφέρει στο φορολογικό επίσημα που έχει τεθεί στο προϊόν, υπό τον όρο ότι η τιμή αυτή έχει καθοριστεί ελεύθερα από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα, δεν αντιτίθεται στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ (110). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή κατώτατης τιμής στα προϊόντα καπνού συνιστά ορισμένη μορφή πώλησης η οποία εφαρμόζεται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και η οποία δεν εμποδίζει την πρόσβαση προϊόντων καπνού στη βελγική αγορά από άλλο κράτος μέλος περισσότερο από όσο εμποδίζει την πρόσβαση των εγχώριων προϊόντων καπνού.
Στην υπόθεση Scottish Whiskey Association, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η κυβέρνηση της Σκωτίας είχε παραβιάσει το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ επιβάλλοντας κατώτατες τιμές ανά μονάδα οινοπνεύματος. Τα μέτρα είχαν ως σκοπό να απομακρυνθεί από την αγορά το οινόπνευμα σε πολύ χαμηλές τιμές και δικαιολογούνταν για λόγους δημόσιας υγείας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία «δεν επέτρεπε να αντανακλάται η χαμηλότερη τιμή κόστους των εισαγομένων προϊόντων στην τιμή πωλήσεως προς τον καταναλωτή» συνιστούσε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος (111).
Ανώτατες τιμές: Πριν από την υπόθεση Keck, το Δικαστήριο έκρινε ότι μολονότι η εφαρμογή ανώτατης τιμής χωρίς διάκριση στα εγχώρια και στα εισαγόμενα προϊόντα δεν συνιστά από μόνη της μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα εάν καθοριστεί σε επίπεδο που είτε καθιστά αδύνατη την πώληση του εισαγόμενου προϊόντος είτε τη δυσχεραίνει σε σχέση με την πώληση του εγχώριου προϊόντος. Μπορεί να αφαιρέσει οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των εισαγόμενων προϊόντων και/ή, εάν η ανώτατη τιμή έχει καθοριστεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη το κόστος μεταφοράς που βαρύνει έναν εισαγωγέα (112).
Πάγωμα τιμών: Ομοίως, πριν από την απόφαση Keck (βλ. σημείο 3.4.2.2.), το Δικαστήριο έκρινε στην πρώιμη νομολογία του ότι το πάγωμα τιμών που εφαρμόζεται εξίσου στα εθνικά προϊόντα και στα εισαγόμενα προϊόντα δεν συνιστά αφ’ εαυτού μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό. Μπορεί, ωστόσο, να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων, εάν οι τιμές καθορίζονται σε τέτοιο επίπεδο που καθιστά τη διάθεση των εισαγόμενων προϊόντων είτε αδύνατη είτε δυσχερέστερη από αυτή των εγχώριων προϊόντων (113). Αυτό συμβαίνει όταν οι εισαγωγείς μπορούν να διαθέσουν εισαγόμενα προϊόντα στην αγορά μόνο με ζημία.
Κατώτατα και ανώτατα περιθώρια κέρδους: Πρόκειται για περιθώρια που καθορίζονται σε συγκεκριμένο ποσό και όχι ως ποσοστό της τιμής κόστους. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου πριν από την απόφαση Keck, τα περιθώρια αυτά δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τον καθορισμό ενός πάγιου περιθωρίου κέρδους από τις λιανικές πωλήσεις, κατ’ αναλογία της τιμής λιανικής πώλησης την οποία καθορίζει ελεύθερα ο κατασκευαστής, τουλάχιστον όταν επιφέρει ικανοποιητικό κέρδος στην επιχείρηση λιανικής πώλησης. Ωστόσο, ο καθορισμός ανώτατου περιθωρίου κέρδους σε ένα ενιαίο ποσό που εφαρμόζεται τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα και το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος εισαγωγής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (114).
Μετά την απόφαση Keck, φαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει συχνά ότι οι εθνικές ρυθμίσεις για τον έλεγχο των τιμών εμπίπτουν στην έννοια των «μορφών πώλησης» (115). Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι οι «έλεγχοι τιμών» συνιστούν «μορφές πώλησης» επιβεβαιώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Belgapom, στην οποία κρίθηκε ότι η βελγική νομοθεσία που απαγορεύει τις πωλήσεις με ζημία και τις πωλήσεις που επιφέρουν μόνο ελάχιστο περιθώριο κέρδους δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (116).
Ωστόσο, στην πιο πρόσφατη υπόθεση LIBRO το Δικαστήριο αρχικά χαρακτήρισε έναν κανόνα που απαγόρευε σε εισαγωγείς γερμανόγλωσσων βιβλίων να καθορίζουν τιμή χαμηλότερη από την τιμή λιανικής πώλησης την οποία καθορίζει ή συστήνει ο εκδότης ως μορφή πώλησης όπως ορίζεται στην απόφαση Keck. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι ο κανόνας συνιστά στην πραγματικότητα μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος στο μέτρο που δημιουργεί χωριστή ρύθμιση βάσει της οποίας τα προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης (117).
Στην απόφαση Deutsche Parkinson Vereinigung, το Δικαστήριο εφάρμοσε την προσέγγιση της πρόσβασης στην αγορά στο πλαίσιο της εξέτασης ενός συστήματος καθορισμού τιμών για την πώληση από φαρμακεία φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση χορηγούμενων μόνο με ιατρική συνταγή, χωρίς να αναφέρεται απευθείας στην υπόθεση Keck στην απόφασή του. Αφού συνέκρινε τον αντίκτυπο του καθορισμού τιμών σε φαρμακεία με έδρα τη Γερμανία και άλλα κράτη μέλη, διαπίστωσε εν τέλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με έναν ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών (118). Τα φαρμακεία που πραγματοποιούν ταχυδρομικές πωλήσεις διαπιστώθηκε ότι είχαν περιορισμένη ικανότητα να ανταγωνιστούν με τα παραδοσιακά φαρμακεία όσον αφορά τις υπηρεσίες τους, με αποτέλεσμα να ανταγωνίζονται πρωτίστως με βάση τις τιμές, και ως εκ τούτου, να επηρεάζονται από τον καθορισμό των τιμών. Στο πλαίσιο της αξιολόγησής του, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση DocMorris, η οποία αφορούσε γερμανική νομοθεσία που απαγόρευε την πώληση φαρμάκων εκτός φαρμακείων και, συνεπώς, στο διαδίκτυο, και στο σκεπτικό της οποίας χρησιμοποιήθηκε η απόφαση Keck (119).
Όπως περιγράφεται ανωτέρω, στην υπόθεση Scottish Whiskey Association, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καθορισμός κατώτατης τιμής συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος βάσει του κριτηρίου της πρόσβασης στην αγορά, χωρίς να αναφερθεί ρητά στην υπόθεση Keck. Έκρινε ότι «το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δεν επιτρέπει να αντανακλάται η χαμηλότερη τιμή κόστους των εισαγομένων προϊόντων στην τιμή πωλήσεως προς τον καταναλωτή αποτελεί ενδεχομένως εμπόδιο για την πρόσβαση στη βρετανική αγορά οινοπνευματωδών ποτών» (120).
4.5. Διαδικασίες έγκρισης
Τα εθνικά συστήματα που απαιτούν προηγούμενη έγκριση ενός προϊόντος προκειμένου να διατεθεί στην αγορά παρεμποδίζουν την πρόσβαση στην αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής και, επομένως, πρέπει να θεωρείται ότι δημιουργούν μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (121). Το Δικαστήριο έχει καθορίσει διάφορες προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εν λόγω προηγούμενη έγκριση (122):
— |
πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά, ώστε να οριοθετείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών προκειμένου η ευχέρεια αυτή να μη χρησιμοποιείται με αυθαίρετο τρόπο· |
— |
δεν πρέπει να επικαλύπτει ελέγχους που έχουν ήδη διενεργηθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, είτε στο ίδιο κράτος μέλος είτε σε άλλο· |
— |
διαδικασία προηγουμένης έγκρισης είναι αναγκαία μόνον αν ο εκ των υστέρων έλεγχος θεωρηθεί ότι διενεργείται πολύ αργά για να διασφαλίσει πραγματικά την αποτελεσματικότητά του και να επιτρέψει την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου· |
— |
η διαδικασία δεν θα πρέπει, λόγω της διάρκειας και του δυσανάλογα μεγάλου κόστους το οποίο συνεπάγεται, να αποτρέπει τους ενδιαφερόμενους φορείς να υλοποιήσουν το επιχειρηματικό τους σχέδιο· |
— |
η διαδικασία μπορεί να μην απαιτεί τεχνικές αναλύσεις όταν οι αναλύσεις αυτές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος και τα πορίσματά τους είναι διαθέσιμα (123). |
4.5.1. Έγκριση τύπου
Οι απαιτήσεις για την έγκριση τύπου προκαθορίζουν τους κανονιστικούς και τεχνικούς όρους και τις προϋποθέσεις ασφαλείας που πρέπει να πληροί ένα προϊόν. Κατά συνέπεια, η έγκριση τύπου δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο κλάδο, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές υφίστανται για ένα ευρύτατο φάσμα προϊόντων, όπως ο θαλάσσιος εξοπλισμός, τα κινητά τηλέφωνα, τα επιβατικά οχήματα και ο ιατρικός εξοπλισμός.
Γενικά, η έγκριση τύπου απαιτείται πριν από τη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της έγκρισης τύπου συνήθως αποδεικνύεται με επισήμανση πάνω στο προϊόν. Η σήμανση ΕΚ, παραδείγματος χάρη, πιστοποιεί τη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις είτε με δήλωση του κατασκευαστή είτε με πιστοποίηση από τρίτο.
Παρότι οι κοινές εγκρίσεις τύπου σε επίπεδο ΕΕ συνήθως διευκολύνουν την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά, εθνικές εγκρίσεις τύπου σε μη εναρμονισμένους τομείς μπορεί να δημιουργούν εμπόδια στις εμπορευματικές συναλλαγές. Επιπλέον, οι αποκλίνουσες εθνικές προδιαγραφές προϊόντος εμποδίζουν τους κατασκευαστές να εμπορεύονται το ίδιο προϊόν σε διαφορετικά κράτη μέλη και επιφέρουν πρόσθετο κόστος συμμόρφωσης. Οι υποχρεώσεις εξασφάλισης εθνικής έγκρισης τύπου πριν από τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά πρέπει, συνεπώς, να αντιμετωπίζονται ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος (124).
Για λόγους υγείας ή ασφάλειας, ένα κράτος μέλος μπορεί να δικαιούται να απαιτήσει την υποβολή προϊόντος που έχει ήδη λάβει έγκριση σε άλλο κράτος μέλος σε νέα διαδικασία εξέτασης και έγκρισης. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές το κράτος μέλος εισαγωγής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις δοκιμές ή τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στο κράτος μέλος ή στα κράτη μέλη εξαγωγής και παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις ή προστασία (125).
Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (126), η εποπτεύουσα αρχή αρνήθηκε να χορηγήσει σε επιχείρηση την απαιτούμενη άδεια για την εγκατάσταση εισαγόμενων σωλήνων πολυαιθυλενίου, με την αιτιολογία ότι οι σωλήνες αυτοί δεν είχαν εγκριθεί από τον εθνικό φορέα δοκιμών. Τα πιστοποιητικά της επιχείρησης, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν, είχαν εκδοθεί από ιταλικό ινστιτούτο δοκιμών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές (στην προκειμένη περίπτωση οι πορτογαλικές αρχές) οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα πιστοποιητικά που εκδίδουν οι οργανισμοί πιστοποίησης ενός άλλου κράτους μέλους, ιδίως εάν οι φορείς αυτοί είναι εξουσιοδοτημένοι από το κράτος μέλος γι’ αυτό τον σκοπό. Εάν οι πορτογαλικές αρχές δεν διέθεταν επαρκή πληροφόρηση για να επαληθεύσουν τα εν λόγω πιστοποιητικά, θα μπορούσαν να λάβουν αυτό το υλικό από τις αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής. Απαιτείται ενεργητική στάση εκ μέρους του εθνικού φορέα στον οποίο υποβάλλεται αίτηση έγκρισης ή αναγνώρισης ενός προϊόντος.
4.5.2. Ταξινόμηση οχημάτων
Γενικά, προβλέπονται τρία διαφορετικά στάδια στη διαδικασία ταξινόμησης ενός μηχανοκίνητου οχήματος, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ. Πρώτον, πρέπει να εγκριθούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του τύπου οχήματος, στις περισσότερες περιπτώσεις με την έγκριση τύπου ΕΚ. Ορισμένοι τύποι οχημάτων, εντούτοις, εξακολουθούν να υπόκεινται σε εθνικές διαδικασίες έγκρισης. Δεύτερον, διενεργείται τεχνικός έλεγχος των μεταχειρισμένων οχημάτων, στόχος του οποίου είναι να επαληθευθεί ότι το συγκεκριμένο μηχανοκίνητο όχημα είναι σε καλή κατάσταση τη στιγμή της ταξινόμησης. Τέλος, πραγματοποιείται ταξινόμηση του οχήματος, με την οποία επιτρέπεται η θέση του στην κυκλοφορία, προσδιορίζεται ο τύπος του οικείου μηχανοκίνητου οχήματος και εκδίδεται σχετικός αριθμός κυκλοφορίας.
Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης την άρνηση ταξινόμησης οχήματος του οποίου το σύστημα διευθύνσεως, συμπεριλαμβανομένης της θέσης του τιμονιού, είναι στη δεξιά πλευρά. Στις υποθέσεις C-61/12 και C-639/11 αποφάνθηκε ότι η νομοθεσία αυτή συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την εισαγωγή, στο μέτρο που έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της πρόσβασης στην αγορά για οχήματα με σύστημα διευθύνσεως στη δεξιά πλευρά, τα οποία έχουν κατασκευαστεί και ταξινομηθεί νομίμως σε άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της οδικής ασφάλειας (127).
4.6. Περιορισμοί της διαφήμισης
Η διαφήμιση διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην είσοδο στην αγορά, ιδιαίτερα για προϊόντα που διατίθενται νομίμως στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος. Ο σημαντικός ρόλος της διαφήμισης που επιτρέπει σε ένα προϊόν ενός κράτους μέλους να διεισδύσει σε μια νέα αγορά ενός άλλου κράτους μέλους έχει αναγνωριστεί από Γενικούς Εισαγγελείς (128) και από το Δικαστήριο (129). Σκοπός και αποτέλεσμα της διαφήμισης είναι, μεταξύ άλλων, να πεισθούν οι καταναλωτές να αλλάξουν μάρκα ή να αγοράσουν νέα προϊόντα.
Πριν από την υπόθεση Keck (βλ. σημείο 3.4.2.2.), το Δικαστήριο έκρινε συχνά ότι εθνικά μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς στη διαφήμιση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Τέτοια υπόθεση ήταν η υπόθεση Oosthoek, η οποία αφορούσε απαγόρευση της προσφοράς ή της δωρεάν χορήγησης δώρων με στόχο την προώθηση πωλήσεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «[ν]ομοθεσία που περιορίζει ή απαγορεύει ορισμένες μορφές διαφημίσεως και ορισμένα μέσα προωθήσεως των πωλήσεων, καίτοι δεν επηρεάζει αμέσως τις εισαγωγές, είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο τους διότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων» (130). Ωστόσο, μετά την απόφαση Keck, το Δικαστήριο φαίνεται να έχει υιοθετήσει, ως προς ορισμένες πτυχές, διαφορετική προσέγγιση (αντιμετώπιση των περιορισμών της διαφήμισης ως μορφών πώλησης). Ανεξαρτήτως αυτού, μέτρα σχετικά με τη διαφήμιση τα οποία φαίνεται να εμπίπτουν στην κατηγορία των μορφών πώλησης αντιμετωπίζονται ως κανόνες που αφορούν τα προϊόντα όταν επηρεάζουν τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα (131).
Ως εκ τούτου, η προσέγγιση που ακολουθεί συνήθως το Δικαστήριο σήμερα φαίνεται να είναι ότι οι περιορισμοί της διαφήμισης και της προώθησης πρέπει να θεωρούνται μορφές πώλησης και, εάν δεν εισάγουν διακρίσεις, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (132). Ωστόσο, εάν το μέτρο εισάγει διακρίσεις, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, περιορισμοί της διαφήμισης σε εθνικό επίπεδο οι οποίοι καθιστούν δυσχερέστερη την πώληση προϊόντων από άλλα κράτη μέλη από την πώληση εγχώριων προϊόντων μπορεί να συνιστούν μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, για παράδειγμα, ότι «μια απόλυτη απαγόρευση της διαφημίσεως που αφορά τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος» (133) είναι ικανή να δυσχεραίνει την πρόσβαση στην αγορά νέων προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών περισσότερο απ’ ό,τι των εγχωρίων, με τα οποία ο καταναλωτής είναι περισσότερο εξοικειωμένος (134).
Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, το Δικαστήριο φαίνεται να συνδέει το εύρος του περιορισμού με την εισαγωγή διακρίσεων. Με άλλα λόγια, εάν ο περιορισμός είναι πλήρης, εικάζεται ότι θα είχε μεγαλύτερη επίπτωση στα εισαγόμενα προϊόντα (135) και, εάν είναι μερικός, ότι θα μπορούσε να επηρεάσει στον ίδιο βαθμό τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα (136). Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι στις υποθέσεις Dior (137) και Gourmet (138), το Δικαστήριο επισήμανε ότι ορισμένες απαγορεύσεις της διαφήμισης δεν θα είχαν κατ’ ανάγκη μεγαλύτερη επίπτωση στις εισαγωγές σε σύγκριση με τα εθνικά εμπορεύματα.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η επιβολή περιορισμών στη διαφήμιση στο Διαδίκτυο δεν επηρεάζει την πώληση εθνικών εμπορευμάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση εγχώριων φαρμάκων, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο επηρεάζει την πώληση φαρμάκων προέλευσης άλλων κρατών μελών (υπόθεση C-322/01 Deutscher Apothekerverband). Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί στη διαφήμιση στο Διαδίκτυο μπορεί να αποτελούν εμπόδιο που καλύπτεται από το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
4.7. Τεχνικοί κανόνες που περιέχουν απαιτήσεις όσον αφορά την εμφάνιση των εμπορευμάτων (βάρος, σύνθεση, παρουσίαση, επισήμανση, μορφή, μέγεθος, συσκευασία)
Οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να ικανοποιούν τα εισαγόμενα προϊόντα όσον αφορά το σχήμα, το μέγεθος, το βάρος, τη σύνθεση, την εμφάνιση, την επισήμανση ή τη συσκευασία ενδέχεται να αναγκάζουν τους κατασκευαστές και τους εισαγωγείς να προσαρμόζουν τα εν λόγω προϊόντα στους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθενται, παραδείγματος χάρη με τροποποίηση της επισήμανσης εισαγόμενων προϊόντων (139). Στην απόφασή του στην υπόθεση 27/80 Fietje (140), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επέκταση από κράτος μέλος διάταξης η οποία απαγορεύει την πώληση ορισμένων αλκοολούχων ποτών υπό διαφορετική περιγραφή από την προβλεπόμενη στην εθνική νομοθεσία σε ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η τροποποίηση της επισήμανσης με την οποία το εισαγόμενο ποτό διατίθεται νομίμως στην αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής, πρέπει να θεωρείται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, που απαγορεύεται από το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Δεδομένου ότι οι απαιτήσεις όσον αφορά την παρουσίαση των εμπορευμάτων συνδέονται άμεσα με το ίδιο το προϊόν, δεν θεωρούνται μορφές πώλησης, αλλά μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (141).
Τα κατωτέρω μέτρα, παραδείγματος χάρη, έχουν θεωρηθεί αντίθετα με τις διατάξεις του άρθρου 34 ΣΛΕΕ:
— |
αυστηρή απαίτηση τοποθέτησης σήμανσης CE σε μη εναρμονισμένα δομικά προϊόντα (142)· |
— |
απαίτηση να πωλείται η μαργαρίνη σε συσκευασίες κυβικού σχήματος για να διακρίνεται από το βούτυρο (143)· |
— |
η απαγόρευση από ένα κράτος μέλος της εμπορίας τεχνουργημάτων από πολύτιμα μέταλλα χωρίς τις απαιτούμενες (εθνικές επίσημες) σφραγίδες (144)· |
— |
απαγόρευση της εμπορίας βίντεο και DVD που πωλούνται δι’ αλληλογραφίας και μέσω του διαδικτύου, τα οποία δεν φέρουν ένδειξη ορίου ηλικίας που να αντιστοιχεί σε απόφαση κατάταξης από ανώτερη περιφερειακή αρχή ή εθνικό οργανισμό αυτοελέγχου (145). |
4.8. Γεωγραφικές ενδείξεις, σήματα ποιότητας, κίνητρα για την αγορά εθνικών προϊόντων
Οι εθνικές διατάξεις που απαιτούν την αναγραφή της προέλευσης του προϊόντος επάνω στο προϊόν ή στην ετικέτα του συνιστούν μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος που αντίκειται στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εθνικές διατάξεις σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της προέλευσης μπορεί να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να αγοράζουν εθνικά προϊόντα εις βάρος ισοδύναμων προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (146). Οι εν λόγω διατάξεις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, έχουν τις εξής επιπτώσεις: δυσχεραίνουν τη διάθεση στην αγορά κράτους μέλους παρόμοιων εμπορευμάτων που παράγονται σε άλλα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα επιβραδύνουν την οικονομική διείσδυση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς παρεμποδίζουν την πώληση εμπορευμάτων που παράγονται ως αποτέλεσμα του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των κρατών μελών (147). Το Δικαστήριο επισήμανε, επίσης, ότι θα μπορούσε να είναι προς το συμφέρον του οικονομικού φορέα η αναγραφή της προέλευσης των προϊόντων του από τον ίδιο, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη υποχρέωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι καταναλωτές μπορούν να προστατεύονται από ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις προέλευσης που θα μπορούσαν να προκύψουν, με την τήρηση των υφιστάμενων κανόνων που απαγορεύουν την εν λόγω συμπεριφορά (148).
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί αντίστοιχα ότι τα συστήματα ποιότητας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και αφορούν την προέλευση του προϊόντος μπορεί να έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν ένα συγκεκριμένο σύστημα ποιότητας είναι προαιρετικό, δεν παύει να συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος, εφόσον η χρήση αυτής της επισήμανσης ευνοεί ή μπορεί να ευνοήσει την εμπορία του οικείου προϊόντος σε σχέση με τα προϊόντα που δεν ωφελούνται από τη χρήση αυτή (149).
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να θεσπίζουν συστήματα ποιότητας για τα γεωργικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά στο έδαφός τους και να μπορούν να εξαρτήσουν τη χρήση των ονομασιών ποιότητας από τη συμμόρφωση με αυτά τα συστήματα. Ωστόσο, αυτά τα συστήματα και οι ονομασίες δεν μπορούν να συνδέονται με την απαίτηση ότι η διαδικασία παραγωγής των εν λόγω προϊόντων πρέπει να διεξάγεται εντός της χώρας, αλλά θα πρέπει να εξαρτώνται μόνο από την ύπαρξη των συμφυών αντικειμενικών χαρακτηριστικών που δίνουν στα προϊόντα την ποιότητα την οποία απαιτεί ο νόμος (150). Ως εκ τούτου, το εν λόγω σύστημα πρέπει να είναι προσβάσιμο σε κάθε παραγωγό στην Ένωση ή οποιονδήποτε άλλο δυνητικό ενωσιακό φορέα εκμετάλλευσης του οποίου τα προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις. Οποιαδήποτε απαίτηση που παρεμποδίζει την προσβασιμότητα σε αυτό το σύστημα για προϊόντα από άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγεται διότι μπορεί να ευνοεί τη διάθεση στην αγορά προϊόντων εγχώριας καταγωγής εις βάρος των εισαγόμενων προϊόντων (151).
Το Δικαστήριο αποδέχεται τα συστήματα ποιότητας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, όταν αυτά επιτρέπουν την εισαγωγή προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη υπό τις ονομασίες τις οποίες φέρουν, ακόμη και αν οι ονομασίες αυτές είναι παρόμοιες, συγγενείς ή πανομοιότυπες με τις ονομασίες που προβλέπει η εθνική κανονιστική ρύθμιση (152).
Η εκστρατεία προώθησης η οποία διεξάγεται από τις αρχές των κρατών μελών και περιλαμβάνει την επισήμανση ποιότητας και/ή προέλευσης συνιστά εξίσου μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Η γνωστότερη υπόθεση παρόμοιου κινήτρου αγοράς εθνικών προϊόντων ήταν η υπόθεση Buy Irish (153) , η οποία αφορούσε μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία ενθάρρυνσης της αγοράς εθνικών προϊόντων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το σύστημα που θεσπίζεται από τις αρχές με σκοπό να προωθήσει τη διανομή ορισμένων προϊόντων τα οποία κατασκευάζονται σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή μπορεί επίσης να παρακινήσει τους καταναλωτές να αγοράζουν αυτά τα προϊόντα, αποκλείοντας έτσι τα εισαγόμενα (154).
4.9. Περιορισμοί των εξ αποστάσεως πωλήσεων (πωλήσεις μέσω του Διαδικτύου, παραγγελίες δι’ αλληλογραφίας κλπ.)
Καθώς οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας εξελίσσονται, αυξάνεται όλο και περισσότερο το εμπόριο αγαθών εντός της εσωτερικής αγοράς μέσω διαδικτύου. Ως εκ τούτου, έχει αυξηθεί ο αριθμός των υποθέσεων που συνδέονται με διαδικτυακές συναλλαγές που περιλαμβάνουν τη μεταφορά αγαθών από ένα κράτος μέλος σε άλλο και παραπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπόθεση DocMorris (155) ανέκυψαν στο πλαίσιο εθνικών δικαστικών διαδικασιών που αφορούσαν πωλήσεις φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση μέσω Διαδικτύου σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ήταν εγκατεστημένη η DocMorris. Το γερμανικό δίκαιο την εποχή εκείνη απαγόρευε τις πωλήσεις φαρμάκων δι’ αλληλογραφίας, η πώληση των οποίων επιτρεπόταν μόνο στα φαρμακεία.
Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το οποίο έθεσε το εθνικό δικαστήριο ήταν αν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ σε περίπτωση που εγκεκριμένα φάρμακα, η πώληση των οποίων περιορίζεται στα φαρμακεία στο οικείο κράτος μέλος, απαγορεύεται να εισαχθούν για εμπορικούς σκοπούς δι’ αλληλογραφίας μέσω φαρμακείων που έχουν άδεια σε άλλα κράτη μέλη κατόπιν ατομικής παραγγελίας μέσω του Διαδικτύου.
Το Δικαστήριο αντιμετώπισε αρχικά αυτό το εθνικό περιοριστικό μέτρο ως μορφή πώλησης, που ενδέχεται να παραβιάζει το άρθρο 34 εάν εισάγει διακρίσεις. Πρώτα, σύμφωνα με την απόφαση De Agostini (η σημασία της διαφήμισης για την πώληση του επίμαχου προϊόντος) (156), το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία του Διαδικτύου για την πώληση ενός προϊόντος. Στη συνέχεια εξήγησε πώς μια ρητή απαγόρευση συνιστά μεγαλύτερο εμπόδιο για τα φαρμακεία εκτός Γερμανίας παρά για τα εντός αυτής. Ως εκ τούτου, το μέτρο παραβίαζε το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για τα εκτός Γερμανίας φαρμακεία, το Διαδίκτυο παρέχει πολύ σημαντική δυνατότητα απόκτησης «άμεσης πρόσβασης» στη γερμανική αγορά (157). Το Δικαστήριο εξήγησε ότι μια απαγόρευση που πλήττει περισσότερο τα εγκατεστημένα εκτός της Γερμανίας φαρμακεία θα μπορούσε να δυσχεράνει περισσότερο την πρόσβαση στην αγορά των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών έναντι εκείνης των εγχώριων προϊόντων.
Στην υπόθεση Ker-Optika (158), η οποία αφορούσε εθνική ρύθμιση η οποία επέτρεπε την εμπορία φακών επαφής μόνο σε καταστήματα ειδικευμένα στην πώληση ιατρικών ειδών, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, απαγορεύοντας τις πωλήσεις φακών επαφής μέσω Διαδικτύου, το εθνικό μέτρο παραβίαζε την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (159) και τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ λόγω της απαγόρευσης της μετέπειτα παράδοσης των φακών επαφής στους πελάτες.
Η πιο πρόσφατη απόφαση Visnapuu αφορούσε τον φινλανδικό νόμο περί οινοπνεύματος δυνάμει του οποίου πωλητής εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος υπέχει υποχρέωση λήψεως αδείας λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών με σκοπό τη λιανική πώληση αυτών των ποτών σε καταναλωτές που κατοικούν στη Φινλανδία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση λήψεως αδείας λιανικής πωλήσεως για την εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών εμποδίζει τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη επιχειρηματίες να εισάγουν ελεύθερα οινοπνευματώδη ποτά στη Φινλανδία και, συνεπώς, συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, έκρινε επίσης ότι τα άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ δεν αντιτίθενται σε τέτοια ρύθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της υγείας και της δημόσιας τάξης (160).
4.10. Υποχρεώσεις παρακράτησης
Τα συστήματα παρακράτησης ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών, ιδίως στον τομέα των αναψυκτικών, αποτελούν τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο συζητήσεων βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Για επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε διάφορα κράτη μέλη, τα συστήματα αυτά συχνά καθιστούν δυσχερή την πώληση του ίδιου προϊόντος με την ίδια συσκευασία σε διαφορετικά κράτη μέλη. Αντίθετα, απαιτείται από τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς να προσαρμόζουν τις συσκευασίες τους στις ανάγκες κάθε κράτους μέλους, γεγονός που συνήθως συνεπάγεται πρόσθετο κόστος. Η επίπτωση αυτών των συστημάτων, ιδίως στην κατανομή αγορών, συχνά καταστρατηγεί την ιδέα μιας πραγματικά εσωτερικής αγοράς. Ως εκ τούτου, εθνικές απαιτήσεις αυτού του τύπου μπορούν να θεωρηθούν φραγμοί στο εμπόριο βάσει του άρθρου 34 ΣΛΕΕ. Ανεξαρτήτως αυτού, τα συστήματα παρακράτησης μπορούν να δικαιολογούνται για λόγους που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.
Σε δύο αποφάσεις σχετικά με το γερμανικό σύστημα υποχρεωτικής παρακράτησης για τις μη επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες αναψυκτικών στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, με βάση το δίκαιο της ΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν ανάμεσα σε ένα σύστημα παρακράτησης έναντι επιστροφής συσκευασιών, ένα συνολικό σύστημα συλλογής απορριμμάτων συσκευασιών ή έναν συνδυασμό των δύο συστημάτων (161).
Σήμερα, τα συστήματα παρακράτησης καλύπτονται εν μέρει από τη νομοθεσία εναρμόνισης, δηλαδή από την οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (162). Ωστόσο, από το 2020, δεν εφαρμόζεται σύστημα παρακράτησης σε επίπεδο ΕΕ. Όταν μια εθνική διάταξη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών οδηγιών, θα πρέπει να αξιολογείται η συμβατότητά της με τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ.
4.11. Επιστροφή δαπανών και παράλληλες εισαγωγές
Επιστροφή δαπανών: Το δίκαιο της ΕΕ δεν αφαιρεί από τα κράτη μέλη την εξουσία να οργανώνουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισής τους (163)· όταν δεν υπάρχει εναρμόνιση σε επίπεδο ΕΕ, οι νόμοι του κάθε κράτους μέλους καθορίζουν τους όρους χορήγησης επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης. Εντούτοις, οι νόμοι αυτοί μπορεί να επηρεάζουν τις δυνατότητες διάθεσης στην αγορά και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να επηρεάζουν τους όρους εισαγωγής των φαρμάκων. Συνάγεται ότι η απόφαση ενός κράτους μέλους σχετικά με την κάλυψη φαρμακευτικών προϊόντων από τα ασφαλιστικά ταμεία μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην εισαγωγή των προϊόντων αυτών.
Επιπλέον, από την απόφαση Duphar συνάγεται ότι οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την κάλυψη των ιατρικών συσκευών από το εθνικό σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μπορεί να είναι συμβατές με το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ο καθορισμός των προϊόντων τα οποία καλύπτονται και των προϊόντων τα οποία εξαιρούνται από την κάλυψη δεν μπορεί να εισάγει διακρίσεις σε σχέση με την καταγωγή των προϊόντων και πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων. Πρέπει, ακόμη, να είναι δυνατή η τροποποίηση του καταλόγου των καλυπτόμενων από τα ταμεία προϊόντων, όποτε αυτό απαιτείται για να υπάρξει συμμόρφωση με τα καθορισμένα κριτήρια. Ο όρος «αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια» που αναφέρει το Δικαστήριο μπορεί να αφορά την ύπαρξη στην αγορά και άλλων φθηνότερων προϊόντων με το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσμα, το γεγονός ότι τα εν λόγω προϊόντα διατίθενται ελεύθερα στην αγορά χωρίς να απαιτείται ιατρική συνταγή ή ότι τα προϊόντα αυτά δεν καλύπτονται από τα ταμεία για φαρμακευτικούς ή θεραπευτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Οι διαδικαστικοί κανόνες που αφορούν την έκδοση των εθνικών αποφάσεων για την ασφαλιστική κάλυψη φαρμάκων καθορίστηκαν από την οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας (164).
Στην απόφαση Decker (165), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η επιστροφή δαπανών ιατρικών προϊόντων υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου οργανισμού ενός κράτους μέλους όταν τα προϊόντα αγοράζονται σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λόγος είναι ότι η ρύθμιση παρακινεί τους ασφαλισμένους να αγοράζουν τα προϊόντα αυτά στο κράτος μέλος κατοικίας τους και όχι σε άλλο κράτος μέλος και, επομένως, είναι ικανή να μειώσει την εισαγωγή προϊόντων που κατασκευάζονται σε άλλα κράτη μέλη.
Παράλληλες εισαγωγές: Το παράλληλο εμπόριο προϊόντων είναι μια νόμιμη μορφή εμπορίου εντός της εσωτερικής αγοράς. Είναι «παράλληλο» κατά την έννοια ότι αφορά προϊόντα ίδιας περιγραφής αλλά διαφορετικής παρτίδας σε σχέση τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά μέσω των δικτύων διανομής των κατασκευαστών ή των αρχικών προμηθευτών, αλλά το εμπόριο αυτό πραγματοποιείται εκτός (συνήθως παράλληλα) αυτών των δικτύων. Το παράλληλο εμπόριο είναι αποτέλεσμα της απόκλισης των τιμών των φαρμάκων (166) ή των φυτοφαρμάκων (167), π.χ. όταν τα κράτη μέλη καθορίζουν ή με άλλα μέσα ελέγχουν τις τιμές των προϊόντων που πωλούνται στην αγορά τους. Το παράλληλο εμπόριο δημιουργεί καταρχήν υγιή ανταγωνισμό και συμβάλλει στη μείωση των τιμών προς όφελος των καταναλωτών, ενώ παράλληλα αποτελεί άμεση συνέπεια της ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς, η οποία εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και αποτρέπει τη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών (168).
Αν και τα ζητήματα της ασφάλειας και η αρχική διάθεση φαρμάκων στην αγορά ρυθμίζονται από την νομοθεσία της ΕΕ, οι αρχές που περιβάλλουν τη νομιμότητα του παράλληλου εμπορίου αυτών των προϊόντων έχουν ανακύψει από αποφάσεις του Δικαστηρίου οι οποίες βασίζονται στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (169).
Δεν πρέπει να επιβάλλεται στους παράλληλους εισαγωγείς η τήρηση των ίδιων απαιτήσεων με αυτές που ισχύουν για τις επιχειρήσεις που ζητούν για πρώτη φορά άδεια κυκλοφορίας στην αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η προστασία της δημόσιας υγείας (170). Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού έχουν ήδη στη διάθεσή τους την απαραίτητη ενημέρωση σχετικά με τους σκοπούς της προστασίας της δημόσιας υγείας από την πρώτη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους, για την παράλληλη εισαγωγή ενός προϊόντος απαιτείται η χορήγηση άδειας κυκλοφορίας βάσει μιας σχετικά «απλουστευμένης» διαδικασίας (σε σύγκριση με τη διαδικασία χορήγησης άδειας κυκλοφορίας) υπό τον όρο ότι:
— |
το εισαγόμενο προϊόν έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας στο κράτος μέλος καταγωγής, και ανεξαρτήτως της λήξης αυτής της άδειας κυκλοφορίας, ειδικότερα όταν η άδεια κυκλοφορίας αναφοράς λήγει για λόγους που δεν άπτονται της προστασίας της δημόσιας υγείας, δηλαδή αποκλειστικά βάσει της επιθυμίας του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας αναφοράς (171), και |
— |
το εισαγόμενο προϊόν είναι ουσιωδώς παρεμφερές με προϊόν που έχει ήδη λάβει άδεια κυκλοφορίας στο κράτος μέλος προορισμού, το οποίο σημαίνει ότι τα δύο προϊόντα, μολονότι δεν χρειάζεται να είναι καθόλα όμοια, πρέπει να έχουν παρασκευαστεί τουλάχιστον σύμφωνα με τον ίδιο τύπο και με τη χρήση του ίδιου ενεργού συστατικού και, επιπλέον, να έχουν τα ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα (172). Συνεπώς, η άρνηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, αν η άρνηση αυτή στηρίζεται αποκλειστικώς στο ότι τα δύο φάρμακα δεν έχουν κοινή προέλευση (173). |
Επιπλέον, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν να χορηγήσουν άδεια παράλληλης εισαγωγής αποκλειστικά για λόγους που συνδέονται με την έλλειψη τεκμηρίωσης σχετικά με το φάρμακο που αποτελεί αντικείμενο της παράλληλης εισαγωγής, εάν διαθέτουν νομοθετικά και διοικητικά μέσα για να αποκτήσουν την εν λόγω τεκμηρίωση (174). Ούτε μπορούν να αρνηθούν, στην περίπτωση κτηνιατρικών φαρμάκων, να χορηγήσουν άδεια παράλληλης εισαγωγής σε όσους επιθυμούν να προβούν σε εισαγωγή για χρήση στη δική τους κτηνοτροφική εκμετάλλευση (175).
Επιπλέον, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στο παράλληλο εμπόριο και την επανεισαγωγή. Στην περίπτωση των φαρμακευτικών προϊόντων, παραδείγματος χάρη, η επανεισαγωγή αφορά συναλλαγές κατά τις οποίες τα φάρμακα εισάγονται σε ένα κράτος μέλος στο οποίο έχουν άδεια κυκλοφορίας, αφού προηγουμένως ένα φαρμακείο ενός άλλου κράτους μέλους τα έλαβε από εταιρεία χονδρικής πώλησης στο κράτος μέλος εισαγωγής. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα προϊόν που παρασκευάζεται σε ένα κράτος μέλος, το οποίο εξάγεται και στη συνέχεια επανεισάγεται στο ίδιο κράτος μέλος, αποτελεί εισαγόμενο προϊόν όπως και ένα προϊόν που έχει παρασκευαστεί σε άλλο κράτος μέλος (176). Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν ισχύουν εάν αποδειχθεί ότι τα οικεία προϊόντα είχαν εξαχθεί με αποκλειστικό σκοπό την επανεισαγωγή τους με στόχο την καταστρατήγηση της εξεταζόμενης νομοθεσίας (177).
4.12. Υποχρέωση χρησιμοποίησης της εθνικής γλώσσας
Οι γλωσσικές απαιτήσεις που επιβάλλονται σε μη εναρμονισμένους τομείς μπορεί επίσης να αποτελέσουν εμπόδιο στο ενδοενωσιακό εμπόριο σε περίπτωση που επιφέρουν πρόσθετη επιβάρυνση για προϊόντα προέλευσης άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, μπορούν να απαγορευτούν βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ όταν τα προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη πρέπει να φέρουν διαφορετική επισήμανση, διότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετες δαπάνες συσκευασίας (178). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι αναγκαία η χρήση της εθνικής γλώσσας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές κατανοούν με ευκολία τις πληροφορίες που αφορούν το οικείο προϊόν (179).
Στην απόφαση στην υπόθεση Yannick Geffroy (180), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ «πρέπει να ερμηνευθ[εί] υπό την έννοια ότι απαγορεύ[ει] εθνική ρύθμιση [...] που επιβάλλει τη χρήση ορισμένης γλώσσας για την επισήμανση των τροφίμων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα χρήσεως μιας άλλης γλώσσας, εύκολα καταληπτής από τους αγοραστές, ή τη δυνατότητα εξασφαλίσεως της πληροφορήσεως του αγοραστή με άλλα μέσα».
Όσον αφορά τον προσδιορισμό μιας γλώσσας εύκολα καταληπτής από τους καταναλωτές, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση Piageme (181) ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως «η τυχόν ομοιότητα των λέξεων σε διάφορες γλώσσες, η γενική γνώση περισσοτέρων της μιας γλωσσών από τον συγκεκριμένο πληθυσμό ή η ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων όπως η μεγάλη εκστρατεία ενημερώσεως ή η ευρεία διάδοση του προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να διαπιστωθεί η επαρκής πληροφόρηση του καταναλωτή».
Από τη γενική αρχή της αναλογικότητας συνάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν εθνικά μέτρα που να απαιτούν την αναγραφή ορισμένων πληροφοριών σχετικά με τα εγχώρια ή εισαγόμενα προϊόντα σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τον καταναλωτή. Ωστόσο, το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης και άλλων μέσων ενημέρωσης των καταναλωτών, όπως τα σχέδια, τα σύμβολα και τα εικονογράμματα (182). Τέλος, ένα μέτρο πρέπει να περιορίζεται στα στοιχεία που το οικείο κράτος μέλος έχει καταστήσει υποχρεωτικά και για τα οποία η χρησιμοποίηση άλλων μέσων εκτός από τη μετάφραση δεν θα ήταν κατάλληλη για να παρασχεθεί στους καταναλωτές η απαραίτητη πληροφόρηση.
4.13. Περιορισμοί στις εισαγωγές αγαθών προσωπικής χρήσης
Το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ δεν παρέχει μόνο στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να εισάγουν προϊόντα για εμπορικούς σκοπούς, αλλά και σε ιδιώτες να εισάγουν προϊόντα για προσωπική χρήση, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση Schumacher (183). Οι περιορισμοί όσον αφορά την εισαγωγή προϊόντων για προσωπική χρήση αφορούν κυρίως προϊόντα τα οποία συνδέονται με δυνητικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως το οινόπνευμα, ο καπνός και τα φάρμακα. Στην υπόθεση Schumacher, ένας ιδιώτης παράγγειλε ένα φαρμακευτικό σκεύασμα από τη Γαλλία για προσωπική του χρήση. Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές της Γερμανίας, όπου διέμενε το εν λόγω άτομο, αρνήθηκαν να εκτελωνίσουν το προϊόν.
Το εθνικό δικαστήριο έθεσε το ερώτημα αν ήταν αντίθετη με τα άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ η νομοθεσία που απαγόρευε σε έναν ιδιώτη να εισαγάγει για προσωπική χρήση ένα φάρμακο που διέθετε άδεια κυκλοφορίας στο κράτος μέλος εισαγωγής, χορηγούνταν σ’ αυτό χωρίς συνταγή και είχε αγοραστεί σε φαρμακείο ενός άλλου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νομοθεσία αυτή συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, η οποία δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Εξήγησε ότι η αγορά φαρμάκων από φαρμακείο ενός άλλου κράτους μέλους παρείχε ισοδύναμη εγγύηση με αυτήν που παρείχε ένα φαρμακείο της ημεδαπής.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση στην υπόθεση Escalier Bonnarel (184) , οι ιδιώτες που εισάγουν προϊόντα για χρήση στην ιδιοκτησία τους μπορεί να υπόκεινται και σε ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες εφαρμόζονται στις εισαγωγές για εμπορικούς σκοπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος δύο ατόμων τα οποία κατηγορήθηκαν ότι είχαν στην κατοχή τους και είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν φυτοφάρμακα που προορίζονταν για γεωργική χρήση χωρίς να διαθέτουν έγκριση διάθεσης στην αγορά. Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι οι εθνικές απαιτήσεις για την έγκριση διάθεσης στην αγορά δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν σε γεωργούς που εισήγαγαν προϊόντα για ιδιωτική χρήση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να υποβάλλουν τις εισαγωγές φυτοπροστατευτικών προϊόντων στο έδαφός τους σε διαδικασία εξετάσεως, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή «απλουστευμένης διαδικασίας» με σκοπό να ελεγχθεί κατά πόσον ένα προϊόν χρειάζεται έγκριση διάθεσης στην αγορά ή πρέπει να θεωρηθεί ως ήδη εγκεκριμένο εντός του κράτους μέλους εισαγωγής (185). Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι ανωτέρω αρχές ισχύουν ανεξαρτήτως του σκοπού εισαγωγής.
5. ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα γεωργικά προϊόντα αποτελούν το επίκεντρο των αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με την εσωτερική αγορά Στο παρόν σημείο εξετάζονται ορισμένα ειδικά ζητήματα που αφορούν αυτά τα προϊόντα. Σημείο αφετηρίας αποτελεί το άρθρο 38 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι, εκτός αντιθέτων διατάξεων των άρθρων 39 έως 44 της ΣΛΕΕ, οι κανόνες που προβλέπονται για την εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εφαρμόζονται στα γεωργικά προϊόντα (τα προϊόντα αυτά ορίζονται στην πρώτη παράγραφο της διάταξης και παρατίθενται στο παράρτημα Ι της ΣΛΕΕ).
Ένα ζήτημα που έχει αποτελέσει αντικείμενο πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου αφορά τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να θεσμοθετήσουν σε τομείς που καλύπτονται από κοινή οργάνωση της αγοράς. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία συνιστά συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη διαθέτουν νομοθετική εξουσία, διά της οποίας δύνανται να ασκούν την αρμοδιότητά τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της (186).
Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, όταν υπάρχει κανονισμός για την κοινή οργάνωση των αγορών σε συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να εισαγάγει παρέκκλιση από την οργάνωση των αγορών ή να τη θίξει. Ασύμβατες με κοινή οργάνωση των αγορών είναι και οι ρυθμίσεις οι οποίες εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της, ακόμη και αν το σχετικό ζήτημα δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά από τη σχετική οργάνωση των αγορών (187).
Όσον αφορά τον καθορισμό κατώτατης τιμής ανά μονάδα αλκοόλ για τη λιανική πώληση οίνων, ελλείψει μηχανισμών καθορισμού των τιμών, ο ελεύθερος καθορισμός της τιμής πωλήσεως στο πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελεί συστατικό στοιχείο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων (188) και συνιστά έκφραση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υπό συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού (189).
Ωστόσο, η θέσπιση κοινής οργάνωσης της αγοράς δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν στην επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος πέραν αυτών που καλύπτονται από την κοινή οργάνωση αγοράς, έστω και αν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να επηρεάσουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς στον οικείο κλάδο (190).
Στην απόφασή του στην υπόθεση Scotch Whiskey, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων δεν αντίκειται στην επιβολή εθνικού μέτρου με το οποίο επιβάλλεται κατώτατη τιμή ανά μονάδα για τη λιανική πώληση οίνου, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής και της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής οργάνωσης των αγορών, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων.
Στην υπόθεση C-2/18, το Δικαστήριο έκρινε ότι θεσπίζοντας τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 και, ειδικότερα, το άρθρο 148, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν άσκησε κατά τρόπο εξαντλητικό την αρμοδιότητά της στον τομέα των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων σε σύμβαση παράδοσης νωπού γάλακτος. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη, κατ’ αρχήν, να λαμβάνουν μέτρα στον τομέα αυτόν (191).
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι από τις αναφορές σε ορισμένες αθέμιτες πρακτικές δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο σκοπός της καταπολέμησης των αθέμιτων πρακτικών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση αποτελεί έναν από τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, καθόσον οι πρακτικές αυτές ούτε εμπίπτουν στο σύνολό τους ούτε ρυθμίζονται ούτε καν προσδιορίζονται στον εν λόγω κανονισμό (192). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για την εξέταση της αναλογικότητας πρέπει να ληφθούν, ειδικότερα, υπόψη οι σκοποί της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και η εύρυθμη λειτουργία της κοινής οργάνωσης της αγοράς, πράγμα το οποίο επιβάλλει στάθμιση μεταξύ των σκοπών αυτών και του επιδιωκόμενου με την εθνική κανονιστική ρύθμιση σκοπού, ήτοι της καταπολέμησης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (193).
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του, απόκειται να εξακριβώσει αν υπερβαίνουν το αναγκαίο τα μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να καταπολεμηθούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, μέσω της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών γάλακτος που δεν ανήκουν σε αναγνωρισμένη οργάνωση παραγωγών γάλακτος, και, ως εκ τούτου, προκειμένου να προωθηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη της παραγωγής και να διασφαλιστούν οι δίκαιοι όροι υπέρ των γαλακτοπαραγωγών, μέσω των περιορισμών στην αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως της τιμής (194).
6. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ (ΑΡΘΡΟ 35 ΤΗΣ ΣΛΕΕ)
Το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[οι] ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών».
6.1. Ορισμός των «εξαγωγών»
Στο πλαίσιο του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ, ο όρος «εξαγωγές» αναφέρεται στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δηλαδή στις εξαγωγές από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Δεν εφαρμόζεται στις εξαγωγές προς χώρα εκτός της ΕΕ.
6.2. Ποσοτικοί περιορισμοί και μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος
Παρότι τα άρθρα 34 και 35 της ΣΛΕΕ έχουν πολύ παρόμοια διατύπωση, το Δικαστήριο έχει αντιμετωπίσει τις δύο αυτές διατάξεις διαφορετικά. Ουσιαστικά, το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται μόνο σε μέτρα που εισάγουν διακρίσεις κατά προϊόντων. Η αρχή αυτή καθιερώθηκε στην απόφαση Groenveld (195), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ «αφορά εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και να επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου». Εάν η εν λόγω διαφορά μεταχείρισης διασφαλίζει «ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εγχώρια αγορά του ενδιαφερόμενου κράτους εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών», τότε εφαρμόζεται το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ (196).
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ από το Δικαστήριο, σε σύγκριση με τη νομολογία του επί του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τις εισαγωγές, τα μέτρα που δεν συνιστούν διάκριση μπορεί να δημιουργήσουν διπλή επιβάρυνση για τους εισαγωγείς, εφόσον αυτοί οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες της δικής τους χώρας και της χώρας εισαγωγής. Έτσι, τα μέτρα αυτά σωστά θεωρείται ότι εμπίπτουν στο δίκαιο της ΕΕ περί προστασίας της εσωτερικής αγοράς. Αντιθέτως, αυτό δεν ισχύει για τους εξαγωγείς, οι οποίοι απλώς τηρούν τους κανόνες που προβλέπονται για την εγχώρια αγορά. Δεύτερον, εάν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ ήταν υπερβολικά ευρύ, θα περιλάμβανε περιορισμούς που δεν επηρεάζουν το ενδοενωσιακό εμπόριο.
Στην υπόθεση Rioja, η διαφορετική μεταχείριση ήταν επακόλουθο των καλύτερων όρων κατασκευής ή εμπορίας για τις εγχώριες επιχειρήσεις (197). Στην υπόθεση Parma, η διαφορετική μεταχείριση ήταν αποτέλεσμα της παραχώρησης ειδικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή παραγωγής. Η χρήση της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης «Prosciutto di Parma» για το ζαμπόν που διατίθεται σε φέτες επιτρεπόταν υπό την προϋπόθεση ότι ο τεμαχισμός σε φέτες και η συσκευασία του προϊόντος πραγματοποιούνται στην περιοχή παραγωγής (198). Παρόμοια πλεονεκτήματα για την εγχώρια αγορά προκαλούν ανταγωνιστικά μειονεκτήματα για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, λόγω των πρόσθετων εξόδων που μπορεί να συνεπάγονται ή λόγω των δυσκολιών προμήθειας ορισμένων προϊόντων τα οποία είναι απαραίτητα για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν την εγχώρια αγορά.
Σε ορισμένες από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του που σχετίζονται με το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο εισήγαγε μια εναλλακτική προσέγγιση της τελευταίας απαίτησης του κριτηρίου Groenveld («εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών») (199). Στην υπόθεση Gysbrechts (200), το Δικαστήριο εξέτασε τη βελγική νομοθεσία που απαγορεύει στον πωλητή να ζητεί προκαταβολή εντός της περιόδου «δυνατότητας υπαναχώρησης» των 7 ημερών, κατά την οποία ένας καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει από μια εξ αποστάσεως σύμβαση. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον ορισμό που διατυπώθηκε στην απόφαση Groenveld. Εντούτοις, έκρινε ότι αν και η απαγόρευση είσπραξης προκαταβολής έχει εφαρμογή σε όλους τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή, επηρεάζει ωστόσο περισσότερο τις διασυνοριακές πωλήσεις που πραγματοποιούνται απευθείας προς τους καταναλωτές και, συνεπώς, την έξοδο των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής, σε σχέση με την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους μέλους Έχει ενδιαφέρον ότι, σε αυτή την υπόθεση, τα αποτελέσματα των εμποδίων έπλητταν κατά κύριο λόγο τις εμπορικές δραστηριότητες επιχειρήσεων οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στο κράτος μέλος εξαγωγής και όχι στο κράτος μέλους προορισμού (201).
Η προσέγγιση της απόφασης Gysbrechts υιοθετήθηκε στην υπόθεση New Valmar, η οποία αφορούσε την επιβολή υποχρέωσης σε επιχειρήσεις με έδρα εντός του εδάφους ενός κράτους μέλους να συντάσσουν όλα τα τιμολόγια διασυνοριακών συναλλαγών μόνο στην επίσημη γλώσσα του συγκεκριμένου κράτους. Σε αντίθετη περίπτωση, τα σχετικά τιμολόγια κηρύσσονταν αυτεπαγγέλτως άκυρα από τα εθνικά δικαστήρια. Στη συγκεκριμένη απόφαση, πρωταρχικό κριτήριο για το Δικαστήριο φαίνεται να είναι αν επηρεαζόταν περισσότερο η έξοδος των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής (202). Έκρινε ότι ένας τέτοιος περιορισμός ενέπιπτε ασφαλώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ. Παρότι ο στόχος του μέτρου, δηλαδή η προώθηση και τόνωση της χρήσης μίας από τις επίσημες γλώσσες κράτους μέλους, αποτελεί θεμιτό στόχο, το μέτρο δεν θεωρήθηκε ωστόσο ανάλογο (203).
Το Δικαστήριο ακολούθησε την ίδια προσέγγιση στην απόφασή του στην υπόθεση Hidroelectrica, όπου τα εθνικά μέτρα βάσει των οποίων δίνεται προτεραιότητα στην παροχή ηλεκτρισμού στην εθνική αγορά θεωρήθηκαν μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ, λόγω της μεγαλύτερης επίπτωσης στις εξαγωγές ηλεκτρισμού (204).
Στην πρόσφατη απόφαση VIPA, η οποία αφορούσε ουγγρική ρύθμιση που απαγόρευε τη χορήγηση φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή στην Ουγγαρία βάσει παραγγελιών επαγγελματιών της υγείας σε άλλα κράτη μέλη, το Δικαστήριο ανέφερε μάλιστα ότι ήσσονος σημασίας περιορισμοί, εφόσον τα αποτελέσματά τους δεν είναι ούτε υπέρμετρα αβέβαια ούτε υπέρμετρα έμμεσα, επαρκούν για να καταδειχθεί η ύπαρξη ενός μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 35 της ΣΛΕΕ (205).
7. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνική νομοθεσία η οποία αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς μπορεί να αιτιολογηθεί με έναν από τους λόγους δημόσιου συμφέροντος που παρατίθενται στο άρθρο 36 της ΣΛΕΕ (βλ. σημείο 7.1) ή λόγω υποχρεωτικών απαιτήσεων (βλ. σημείο 7.2).
Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου και δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του (βλ. σημείο 7.3).
7.1. Άρθρο 36 της ΣΛΕΕ
Το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ απαριθμεί τους λόγους τους οποίους θα μπορούσαν να επικαλεστούν τα κράτη μέλη για να αιτιολογήσουν τα εθνικά μέτρα που εμποδίζουν το διασυνοριακό εμπόριο: «Οι διατάξεις των άρθρων 34 και 35 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας».
Επιπλέον, η νομολογία του Δικαστηρίου προβλέπει «επιτακτικές ανάγκες» (π.χ. προστασία του περιβάλλοντος) τις οποίες μπορούν επίσης να επικαλεστούν τα κράτη μέλη για να δικαιολογήσουν τη λήψη εθνικών μέτρων.
Το Δικαστήριο ερμηνεύει συσταλτικά αυτόν τον κατάλογο εξαιρέσεων του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, οι οποίες αφορούν στο σύνολό τους συμφέροντα μη οικονομικού χαρακτήρα (206). Ακόμη, κάθε μέτρο πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Το βάρος της απόδειξης όσον αφορά την αιτιολόγηση των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ το φέρουν τα κράτη μέλη (207). Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος παρέχει πειστική αιτιολόγηση, τότε η Επιτροπή είναι αυτή που οφείλει να αποδείξει ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν είναι τα κατάλληλα στη συγκεκριμένη περίπτωση (208).
Δεν είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ για να δικαιολογηθούν παρεκκλίσεις από την εναρμονισμένη νομοθεσία της ΕΕ (209). Όταν, όμως, δεν υφίσταται εναρμόνιση σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίσουν τα δικά τους επίπεδα προστασίας. Στην περίπτωση της μερικής εναρμόνισης, η ίδια η εναρμονισμένη νομοθεσία πολύ συχνά επιτρέπει ρητά στα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή ακόμη και να λάβουν αυστηρότερα μέτρα, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατά με τη Συνθήκη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογεί τις επίμαχες διατάξεις βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ.
Ακόμη και όταν ένα μέτρο δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να αποτελεί «μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ έχει στόχο να αποτρέψει τις καταχρήσεις εκ μέρους των κρατών μελών. Όπως έχει αναφέρει το Δικαστήριο, «σκοπός του δεύτερου αυτού εδαφίου του άρθρου 36 είναι να αποφεύγεται ο κίνδυνος να χρησιμοποιούνται οι περιορισμοί του εμπορίου, οι οποίοι βασίζονται στους λόγους που εκτίθενται στο πρώτο εδάφιο, όχι για την επίτευξη του σκοπού τους, αλλά για τη δημιουργία διακρίσεων εις βάρος εμπορευμάτων καταγωγής άλλων κρατών μελών ή για την έμμεση προστασία ορισμένων εγχώριων προϊόντων» (210), δηλαδή η λήψη προστατευτικών μέτρων.
Αρχικά, θεωρείτο ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται με διακρίσεις μπορούν να αιτιολογηθούν μόνο βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, ενώ τα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως μπορούσαν επίσης να δικαιολογηθούν για οποιονδήποτε λόγο επιτακτικής ανάγκης. Ωστόσο, η ταξινόμηση μεταξύ μέτρων που εφαρμόζονται με διακρίσεις και μέτρων που εφαρμόζονται αδιακρίτως δεν έχει πλέον την ίδια σημασία με πριν.
7.1.1. Δημόσια ηθική, δημόσια τάξη και ασφάλεια
Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να απαγορεύσουν τη διάθεση ενός προϊόντος για λόγους ηθικής. Αν και υπάγεται στην αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τα πρότυπα βάσει των οποίων τα αγαθά συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την ηθική, αυτή η διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ. Παραδείγματος χάρη, κάθε απαγόρευση των εισαγωγών προϊόντων η εμπορία των οποίων περιορίζεται αλλά δεν απαγορεύεται, συνιστά διακριτική μεταχείριση και παραβίαση των διατάξεων περί «ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων». Οι περισσότερες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί την αιτιολογία περί δημόσιας ηθικής αφορούσαν άσεμνα και ανάρμοστα προϊόντα (211). Στις άλλες υποθέσεις στις οποίες έγινε επίκληση λόγων δημόσιας ηθικής, διαπιστώθηκαν άλλες συναφείς αιτιολογήσεις, όπως το δημόσιο συμφέρον σε περιπτώσεις τυχερών παιχνιδιών (212) ή η προστασία των ανηλίκων στην περίπτωση σήμανσης βιντεοταινιών και DVD (213).
Η δικαιολόγηση για λόγους δημόσιας πολιτικής ερμηνεύεται από το Δικαστήριο με εξαιρετικά συσταλτικό τρόπο και σπάνια έχει γίνει δεκτή ως αιτία για παρέκκλιση βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ. Παραδείγματος χάρη, δεν θα γίνει αποδεκτή, εάν υπάρχει πρόθεση να λειτουργήσει ως γενική ρήτρα διασφάλισης ή απλά να εξυπηρετήσει σκοπούς προστατευτικής οικονομικής πολιτικής. Σε περίπτωση που θα ήταν δυνατή η εφαρμογή μιας εναλλακτικής προς το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ εξαίρεσης, το Δικαστήριο έχει την τάση να χρησιμοποιεί αυτή την εναλλακτική δικαιολογία ή να συνδυάζει μια δικαιολογία για λόγους δημόσιας πολιτικής με άλλες πιθανές δικαιολογίες (214). Η δικαιολογία της δημόσιας πολιτικής από μόνη της έγινε δεκτή σε μία εξαιρετική περίπτωση, κατά την οποία ένα κράτος μέλος περιόριζε την εισαγωγή και την εξαγωγή χρυσών συλλεκτικών νομισμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δικαιολογείται για λόγους δημόσιας πολιτικής διότι αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος κοπής νομισμάτων, το οποίο εκ παραδόσεως θεωρείται ότι άπτεται των θεμελιωδών συμφερόντων του κράτους (215).
Η δικαιολογία της δημόσιας ασφάλειας έχει προβληθεί σε έναν συγκεκριμένο τομέα, την αγορά ενέργειας της ΕΕ, αλλά η απόφαση πρέπει να περιορίζεται στα ακριβή γεγονότα των επιμέρους υποθέσεων και δεν τυγχάνει ευρείας εφαρμογής. Στην υπόθεση Campus Oil, ένα κράτος μέλος έδωσε εντολή στους εισαγωγείς πετρελαίου να αγοράσουν το 35% των αναγκών τους σε πετρέλαιο από μια εθνική πετρελαϊκή εταιρεία σε τιμές που καθόριζε η κυβέρνηση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο αυτό ήταν καθαρά προστατευτικό και συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Κρίθηκε, ωστόσο, ότι δικαιολογείται για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δηλαδή για τη διατήρηση ενός βιώσιμου διυλιστηρίου που θα καλύπτει τις ανάγκες εφοδιασμού σε περιόδους κρίσης (216). Το Δικαστήριο αποδέχθηκε επίσης την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού ως λόγο δημόσιας ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ στην υπόθεση Hidroelectrica (217).
Το Δικαστήριο έχει δεχτεί επίσης την αιτιολογία για λόγους δημόσιας ασφάλειας σε περιπτώσεις που αφορούν το εμπόριο στρατηγικά ευαίσθητων αγαθών (218), καθώς «...ο κίνδυνος σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των εθνών μπορεί να επηρεάσει την ασφάλεια ενός κράτους μέλους». Στις υποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια (π.χ. εξιχνίαση και πρόληψη εγκλημάτων και έλεγχος της παράνομης διακίνησης) όσο και την εξωτερική ασφάλεια (219).
7.1.2. Προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών (αρχή της προφύλαξης)
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[μ]εταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που προστατεύει το άρθρο 36, η υγεία και η ζωή των ανθρώπων καταλαμβάνουν την πρώτη θέση και ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντός των ορίων που θέτει η Συνθήκη, να αποφασίσουν για την έκταση της προστασίας που προτίθενται να διασφαλίσουν, ιδίως δε για τον βαθμό αυστηρότητας των ελέγχων που θα διενεργούνται» (220). Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο ανέφερε ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, όταν η υγεία και η ζωή των ανθρώπων μπορούν να προστατευθούν κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με μέτρα λιγότερο περιοριστικά για το ενδοενωσιακό εμπόριο (221).
Η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κράτη μέλη για να δικαιολογήσουν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Παρότι παρέχεται στα κράτη μέλη ορισμένος βαθμός διακριτικής ευχέρειας (222), πρέπει να τηρούνται ορισμένοι βασικοί κανόνες. Πρέπει να αποδεικνύεται ότι η εμπορία των προϊόντων συνιστά σοβαρό και πραγματικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία (223). Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι βάσιμος και τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα δεδομένα (τεχνικά, επιστημονικά, στατιστικά, διατροφικά κ.λπ.) και άλλες σχετικές πληροφορίες (224). Δεν είναι δυνατό να γίνεται επίκληση της προστασίας της υγείας εάν ο πραγματικός σκοπός του μέτρου είναι η προστασία της εγχώριας αγοράς, ακόμη και αν λόγω έλλειψης εναρμόνισης το κράτος μέλος είναι αρμόδιο να αποφασίζει για το επίπεδο της προστασίας. Τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να είναι επίσης αναλογικά, δηλαδή να περιορίζονται στο επίπεδο που είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί ο νόμιμος στόχος της προστασίας της δημόσιας υγείας (225).
Εφαρμογή της «αρχής της προφύλαξης»: Αν και περιλαμβάνεται ενδεχομένως εμμέσως σε προγενέστερη νομολογία, η αρχή της προφύλαξης αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ρητά από το Δικαστήριο στην υπόθεση National Farmers Union (226). Το Δικαστήριο ανέφερε ότι «[ο]σάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την υγεία των ατόμων, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων». Η αρχή καθορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένας νομοθέτης, εθνικός, διεθνής ή της ΕΕ, μπορεί να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των καταναλωτών έναντι κινδύνων για την υγεία, οι οποίοι, λόγω των αμφιβολιών στο παρόν στάδιο της επιστημονικής έρευνας, είναι πιθανό να συνδέονται με ένα προϊόν ή μια υπηρεσία.
Γενικά, όταν τα κράτη μέλη επιθυμούν να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα για την προστασία της υγείας βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, φέρουν και το βάρος να αποδείξουν ότι η λήψη αυτών των μέτρων είναι όντως απαραίτητη (227). Το ίδιο ισχύει σε περιπτώσεις σχετικές με την αρχή της προφύλαξης (228). Στις αποφάσεις του, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι οι πραγματικοί κίνδυνοι πρέπει να αποδεικνύονται με βάση τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας. Το Δικαστήριο έχει αναφέρει επανειλημμένα ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να πραγματοποιούν διεξοδική αξιολόγηση κινδύνου πριν λάβουν προληπτικά μέτρα βάσει των άρθρων 34 και 36 της ΣΛΕΕ (229). Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη σαφούς σχέσης μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων και του κινδύνου (230). Εάν η επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τον κίνδυνο συνεχίζεται και έχει αποδειχθεί, το Δικαστήριο παραχωρεί στα κράτη μέλη ή στους αρμόδιους φορείς σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας σχετικά με το είδος των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν (231). Στην υπόθεση C-446/08 Solgar Vitamin’s, η οποία αφορούσε τον καθορισμό μέγιστων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να αναμείνουν έως ότου αποδειχθεί πλήρως ότι οι κίνδυνοι αυτοί υφίστανται πράγματι και είναι σοβαροί (232). Ωστόσο, τα μέτρα δεν είναι δυνατόν να βασίζονται σε «αμιγώς υποθετικές θεωρήσεις» (233), όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-672/15 Noria Distribution, στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν επίσης τα ανώτατα όρια ασφαλείας για τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία κατά την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής (234).
7.1.3. Προστασία των εθνικών θησαυρών καλλιτεχνικής, ιστορικής ή αρχαιολογικής αξίας
Το καθήκον ενός κράτους μέλους να προστατεύει τους εθνικούς θησαυρούς και την κληρονομιά του μπορεί να δικαιολογεί τη λήψη μέτρων που δημιουργούν εμπόδια στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές.
Τα κράτη μέλη επιβάλλουν διαφορετικούς περιορισμούς στις εξαγωγές αρχαίων αντικειμένων και άλλων πολιτιστικών τεχνουργημάτων και οι περιορισμοί αυτοί θα μπορούσαν να θεωρούνται δικαιολογημένοι βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ.
Στην υπόθεση LIBRO, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία, γενικώς, της πολιτιστικής πολυμορφίας «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία κατά την έννοια του άρθρου [36 της ΣΛΕΕ]» (235).
7.1.4. Προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας
Το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ αναφέρεται στην «προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας» ως λόγο περιορισμού των εισαγωγών, των εξαγωγών ή των εμπορευμάτων υπό διαμετακόμιση. Η «βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία» αναφέρεται γενικά στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εμπορικά σήματα, σχέδια, πνευματική ιδιοκτησία και γεωγραφικές ενδείξεις (236).
Στην αρχική του νομολογία, το Δικαστήριο της ΕΕ θέσπισε μια σειρά αρχών οι οποίες υπήρξαν σημαντικές για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της παρέκκλισης σε εθνικό επίπεδο, αλλά και για την προετοιμασία του εδάφους για την εναρμόνιση και την ενοποίηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε επίπεδο ΕΕ (συζήτηση η οποία δεν εμπίπτει στον σκοπό του παρόντος κεφαλαίου).
Η πρώτη αρχή είναι ότι η Συνθήκη δεν θίγει την ύπαρξη των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που έχουν παραχωρηθεί βάσει της νομοθεσίας των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία σχετικά με την απόκτηση, τη μεταβίβαση και τη λήξη αυτών των δικαιωμάτων είναι σύμφωνη με το δίκαιο. Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, σε περίπτωση που οι εθνικές διατάξεις εμπεριέχουν στοιχείο διάκρισης (237).
Η δεύτερη αρχή είναι η ανάλωση των δικαιωμάτων. Ο κάτοχος της διανοητικής ιδιοκτησίας μπορεί να περιορίσει τη χρήση, την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος που προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας εντός του κράτους μέλους όπου παραχωρείται το εν λόγω δικαίωμα. Ωστόσο, εφόσον ο κάτοχος της διανοητικής ιδιοκτησίας έχει διαθέσει και διανείμει ο ίδιος το προϊόν στο κράτος μέλος ή έχει δώσει σχετική συγκατάθεση, το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας αναλώνεται στα σύνορα. Ο κάτοχος του δικαιώματος δεν θα μπορεί να αντιταχθεί πλέον στην εισαγωγή του προϊόντος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατέθηκε για πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να επιτρέπονται παράλληλες εισαγωγές από οπουδήποτε στην ΕΕ.
Σκοπός της αρχής της ανάλωσης των δικαιωμάτων είναι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Οι παρεκκλίσεις επιτρέπονται μόνο στον βαθμό που δικαιολογούνται για τον σκοπό της διασφάλισης του ειδικού αντικειμένου της εν λόγω ιδιοκτησίας. Η εν λόγω αρχή καθιστά δυνατό τον καθορισμό, όσον αφορά την κάθε κατηγορία διανοητικής ιδιοκτησίας, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η άσκηση του δικαιώματος βάσει του δικαίου της ΕΕ, παρότι σε μια διασυνοριακή κατάσταση η εν λόγω άσκηση εμποδίζει εξ ορισμού την ελεύθερη κυκλοφορία. Η νομολογία του δικαστηρίου σχετικά με την ανάλωση των δικαιωμάτων εφαρμόζεται ειδικότερα στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στα εμπορικά σήματα, στα σχέδια (238) και στα πνευματικά δικαιώματα (239).
Όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το Δικαστήριο αποδέχθηκε συγκεκριμένα ως το ειδικό αντικείμενο «για να ανταμειφθεί η δημιουργική προσπάθεια του εφευρέτη, τη διασφάλιση υπέρ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως μιας εφευρέσεως για την κατασκευή και την πρώτη θέση σε κυκλοφορία βιομηχανικών προϊόντων, είτε απ’ ευθείας είτε μέσω της χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης σε τρίτους, καθώς και του δικαιώματος εναντιώσεως σε οποιαδήποτε παραποίηση» (240). Στη συνέχεια, εναπόκειται στον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας να αποφασίσει υπό ποιες συνθήκες επιθυμεί να διαθέσει το προϊόν του στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διάθεσης σε κράτη μέλη όπου το προϊόν δεν επωφελείται από την προστασία του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Εάν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας το επιθυμεί, θα πρέπει να αποδεχθεί τις συνέπειες της επιλογής του όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία του προϊόντος εντός της ενιαίας αγοράς. Η παροχή σε έναν εφευρέτη του δικαιώματος επίκλησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο κατέχει σε ένα κράτος μέλος ώστε να αποτρέψει την εισαγωγή του εν λόγω προϊόντος το οποίο διατίθεται ελεύθερα από τον εφευρέτη σε άλλο κράτος μέλος όπου το προϊόν δεν καλύπτεται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θα προκαλούσε την όρθωση εμποδίων μεταξύ των εθνικών αγορών, η οποία αντίκειται στον στόχο της Συνθήκης (241).
Όσον αφορά τα εμπορικά σήματα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, σύμφωνα με πάγια νομολογία του, ότι το ειδικό αντικείμενό του είναι συγκεκριμένα η διασφάλιση για τον δικαιούχο του εμπορικού σήματος ότι έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το εν λόγω εμπορικό σήμα για να θέσει το προϊόν σε κυκλοφορία για πρώτη φορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύεται ο δικαιούχος κατά των ανταγωνιστών που θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν και τη θέση και τη φήμη του σήματος πωλώντας προϊόντα επί των οποίων έχει τεθεί παρανόμως το εν λόγω σήμα. Προκειμένου να καθορίσει το ακριβές πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ουσιώδης λειτουργία του εμπορικού σήματος, η οποία είναι να εγγυάται την ταυτότητα του προϊόντος στο οποίο τίθεται, έναντι του καταναλωτή ή του τελικού χρήστη, δίνοντάς του τη δυνατότητα, χωρίς κανένα ενδεχόμενο σύγχυσης, να διακρίνει το εν λόγω προϊόν από προϊόντα που έχουν άλλη προέλευση (242).
Η συγκεκριμένη νομολογία έχει αναπτυχθεί και έχει προσαρμοστεί ιδιαίτερα στον τομέα της επανασυσκευασίας φαρμακευτικών προϊόντων (243).
Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δημοσίευσε αυτήν τη νομολογία απουσία αντίστοιχης παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ. Όπως αποφάνθηκε, «σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο και απουσία κοινοτικής τυποποίησης ή εναρμόνισης των νόμων, ο καθορισμός των όρων και των διαδικασιών βάσει των οποίων χορηγείται η εν λόγω προστασία εμπίπτει στην εθνική νομοθεσία» (244). Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο νομοθέτης της ΕΕ εξέδωσε μια σημαντική σειρά οδηγιών και κανονισμών σχετικά με τη διανοητική ιδιοκτησία. Το νομικό πλαίσιο για τα εμπορικά σήματα, για παράδειγμα, εναρμονίζεται μέσω της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (245) περί εμπορικών σημάτων και ενοποιείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (246). Παρόμοια νομοθεσία υφίσταται και για τα σχέδια, ενώ η εναρμόνιση των εθνικών νόμων περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εξακολουθεί να είναι μάλλον κατακερματισμένη (247).
Στον τομέα των πνευματικών και συναφών δικαιωμάτων, ο νομοθέτης της ΕΕ έχει εναρμονίσει ευρέως τους νόμους των κρατών μελών, παρέχοντας στους δημιουργούς και σε άλλους κατόχους δικαιωμάτων υψηλό επίπεδο προστασίας. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται αποκλειστικά δικαιώματα για την εξουσιοδότηση ή την απαγόρευση ορισμένων ενεργειών εκμετάλλευσης του περιεχομένου τους, με την εναρμόνιση της διάρκειας προστασίας, ένα πλαίσιο εξαιρέσεων και περιορισμών, τη νομική προστασία των μέτρων τεχνολογικής προστασίας και πληροφορίες για τη διαχείριση των δικαιωμάτων, τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων και την εκτέλεση των δικαιωμάτων. Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (248) παρέχει στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής των έργων τους. Η οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (249) παρέχει στους καλλιτέχνες, στους παραγωγούς φωνογραφημάτων και ταινιών και στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής του προστατευόμενου υλικού τους. Η οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (250) παρέχει επίσης το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Οι τρεις προαναφερθείσες οδηγίες περί πνευματικών δικαιωμάτων προβλέπουν επίσης ότι η πρώτη πώληση ή άλλου είδους μεταβίβαση ιδιοκτησίας αντιτύπου του έργου ή άλλου προστατευόμενου υλικού στην Ένωση από τον κάτοχο του δικαιώματος ή με τη συγκατάθεσή του, αναλώνει το δικαίωμα διανομής του εν λόγω αντιτύπου εντός της Ένωσης. Αυτός ο κανόνας διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών που προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας εντός της Ένωσης από τη στιγμή που τίθενται σε κυκλοφορία από τον κάτοχο του δικαιώματος ή με τη συγκατάθεσή του. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι αυτή η αρχή εφαρμόζεται όσον αφορά τα ενσώματα αντίγραφα έργων και άλλου προστατευόμενου υλικού. Ωστόσο, στην περίπτωση των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το δικαίωμα διανομής αντιγράφου προγράμματος υπολογιστή αναλώνεται επίσης μετά τη λήψη του εν λόγω αντιγράφου από το διαδίκτυο με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που καθιστούν την εν λόγω λήψη ισοδύναμη με την πώληση του αντιγράφου του προγράμματος υπολογιστών (251). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πρόσφατα ότι αυτή η επέκταση του κανόνα περί ανάλωσης μετά τη διαδικτυακή διαβίβαση ψηφιακών αντιγράφων δεν ισχύει στην περίπτωση άλλων έργων, πλην των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (π.χ. ηλεκτρονικών βιβλίων) (252).
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει προβλέψει ειδικούς κανόνες για τις γεωγραφικές ενδείξεις για τους σκοπούς του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ (253).
7.2. Επιτακτικές ανάγκες
Στην απόφασή του στην υπόθεση Cassis de Dijon, το Δικαστήριο όρισε την έννοια των επιτακτικών αναγκών ως μη εξαντλητικό κατάλογο προστατευόμενων συμφερόντων στο πλαίσιο του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Σε αυτή την απόφαση, το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι εν λόγω επιτακτικές ανάγκες αφορούν ιδίως την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, την προστασία της δημόσιας υγείας, την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και την προστασία των καταναλωτών (254). Η ορολογία του Δικαστηρίου άλλαξε στη συνέχεια – σήμερα, το Δικαστήριο αναφέρεται συχνά σε επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος ή γενικού συμφέροντος αντί σε επιτακτικές ανάγκες.
Επίκληση επιτακτικών αναγκών μπορεί να γίνει προκειμένου να δικαιολογηθούν μέτρα τα οποία είναι ικανά να παρεμποδίσουν το εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς και δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ. Η αξιολόγηση της αιτιολόγησης είναι η ίδια όπως βάσει του άρθρου 36 – προκειμένου να είναι επιτρεπτά, τα εθνικά μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Καταρχήν, λόγοι επιτακτικής ανάγκης μπορούν να προβληθούν μόνο για εθνικά μέτρα τα οποία εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια προϊόντα όσο και στα προϊόντα καταγωγής άλλων κρατών μελών (255). Συνεπώς, λόγοι διαφορετικοί από αυτούς που καλύπτει το άρθρο 36 της ΣΛΕΕ θεωρητικά δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την αιτιολόγηση μέτρων που εισάγουν διακρίσεις. Αν και το Δικαστήριο έχει βρει τρόπους υπέρβασης αυτού του διαχωρισμού χωρίς να αποποιηθεί την προηγούμενη πρακτική του (256), προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι τεχνητός και το Δικαστήριο κινείται προς την κατεύθυνση μιας απλούστευσης και αντιμετώπισης των επιτακτικών αναγκών με τον ίδιο τρόπο όπως και των δικαιολογητικών λόγων του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ.
7.2.1. Προστασία του περιβάλλοντος
Παρότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 36 της ΣΛΕΕ, έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ως επιτακτική ανάγκη. Το Δικαστήριο θεωρεί «... την προστασία του περιβάλλοντος ως “έναν από τους ουσιώδεις στόχους της [Ένωσης]”, δυνάμενο γι’ αυτό να δικαιολογήσει ορισμένους περιορισμούς της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων» (257). Πράγματι, το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος αναγνωρίστηκε ήδη ως στόχος γενικού συμφέροντος από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 (258).
Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει διάφορα μέτρα και στόχους ως εμπίπτοντα στην προστασία του περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εξής:
— |
εθνικά καθεστώτα στήριξης για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια στο μέτρο που συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, που περιλαμβάνονται μεταξύ των κυρίων αιτιών για τις κλιματικές αλλαγές τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καταπολεμήσουν (259)· |
— |
επιβολή εθνικού συστήματος επαλήθευσης για τα βιορευστά, το οποίο προβλέπει ότι όλοι οι οικονομικοί φορείς που μετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις (260)· |
— |
προστασία της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα· Η προστασία της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα εξετάστηκε σε δύο υποθέσεις (C-28/09 και C-320/03), οι οποίες αφορούσαν εθνικά μέτρα που αποσκοπούσαν στη μείωση των ειδικών εκπομπών των οχημάτων και της κυκλοφοριακής πυκνότητας για τους σκοπούς της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του αζώτου στο ομόσπονδο κράτος του Τιρόλου. Στα μέτρα αυτά περιλαμβανόταν τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας, βάσει της οποίας απαγορευόταν σε φορτηγά άνω των 7,5 τόνων που μετέφεραν ορισμένα εμπορεύματα να χρησιμοποιούν ένα τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Α12 στην Αυστρία. Παρότι τα μέτρα αυτά μπορούσαν καταρχήν να δικαιολογηθούν για λόγους προστασίας της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων, δεν ήταν ανάλογα για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων. |
— |
χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή βιοαερίου· Η υπόθεση E.ON Biofor Sverige αφορούσε ένα σύστημα επαλήθευσης για τη βιωσιμότητα του βιοαερίου. Το σύστημα που εφαρμοζόταν στη Σουηδία είχε ως αποτέλεσμα βιώσιμο βιοαέριο το οποίο παραγόταν στη Γερμανία και προοριζόταν για μεταφορά στη Σουηδία μέσω των γερμανικών και δανικών δικτύων φυσικού αερίου να μην μπορεί να συμπεριληφθεί στο σύστημα επαλήθευσης της βιωσιμότητας του βιοαερίου ούτε να χαρακτηριστεί ως «βιώσιμο» (261). Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η χρησιμοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή βιοαερίου είναι, κατ’ αρχήν, χρήσιμη για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση προορίζεται να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Ανέφερε επίσης ότι η αύξηση της χρήσεως ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συνιστά ένα από τα σημαντικά στοιχεία της δέσμης μέτρων που απαιτούνται για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και για τη συμμόρφωση προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σε επίπεδο της Ένωσης και σε διεθνές επίπεδο με σκοπό τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και ότι η αύξηση αυτή σκοπεί επίσης στην προστασία της υγείας και της ζωής των προσώπων και των ζώων, καθώς και στην προφύλαξη των φυτών (262). |
— |
σύστημα παρακράτησης ποσού έναντι επιστροφής κενών συσκευασιών (263)· |
Τα κράτη μέλη επικαλούνται την προστασία του περιβάλλοντος ολοένα και συχνότερα λόγω, μεταξύ άλλων, των δεσμεύσεων για την κλιματική αλλαγή, της επιστημονικής προόδου και της μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης του κοινού. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι η δημόσια υγεία και οι περιβαλλοντικοί λόγοι δεν είναι πάντοτε επαρκείς για να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Σε αρκετές υποθέσεις, το Δικαστήριο έκανε δεκτά τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι τα εθνικά μέτρα ήταν δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο ή ότι υπήρχε έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του εικαζόμενου κινδύνου (264).
Η προστασία του περιβάλλοντος χρησιμεύει ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας πιο ευέλικτης προσέγγισης την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο όσον αφορά την κατηγοριοποίηση των δικαιολογητικών λόγων. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει επανειλημμένως ότι η προστασία του περιβάλλοντος σχετίζεται με τους στόχους της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφύλαξης των φυτών (265). Στην απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας το Δικαστήριο ανέφερε ότι από το άρθρο 174 παράγραφος 1 EK (πλέον 191 ΣΛΕΕ) προκύπτει ότι η προστασία της ανθρώπινης υγείας περιλαμβάνεται στους σκοπούς της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Ανέφερε επιπλέον ότι οι σκοποί αυτοί συνδέονται στενά μεταξύ τους, ιδίως στο πλαίσιο της καταπολέμησης της ατμοσφαιρικής μόλυνσης η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό των κινδύνων για την υγεία που συνδέονται με υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Ο σκοπός της προστασίας της υγείας έχει ενσωματωθεί έτσι, κατ’ αρχήν, στον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος (266).
7.2.2. Προστασία των καταναλωτών
Η προστασία των καταναλωτών περιλαμβάνεται μεταξύ των συχνότερα επικαλούμενων δικαιολογητικών λόγων. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές αξιολογούνται με βάση την «τεκμαιρόμενη προσδοκία του μέσου καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος» (267). Αυτό αναφέρθηκε στην υπόθεση C-481/12 Juvelta, για παράδειγμα, η οποία αφορούσε σφραγίδες για πολύτιμα μέταλλα. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υποχρέωση του εισαγωγέα να σφραγίζει τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα με σφραγίδα που εμφαίνει την περιεκτικότητα σε καθαρό μέταλλο μπορεί, κατ’ αρχήν, να εξασφαλίσει αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών και να συμβάλει στην εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών. Ωστόσο, το Δικαστήριο ανέφερε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλει νέα σφράγιση των προϊόντων που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, όπου έχουν νομίμως διατεθεί στο εμπόριο και σφραγιστεί, εφόσον οι ενδείξεις που παρέχονται με τη σφραγίδα αυτή αντιστοιχούν προς τις ενδείξεις τις οποίες απαιτεί το κράτος μέλος εισαγωγής και οι οποίες είναι κατανοητές από τους καταναλωτές του κράτους αυτού (268).
Η υποκείμενη αρχή είναι ότι καταναλωτές στους οποίους παρέχονται κατάλληλες πληροφορίες με σαφήνεια είναι σε θέση να κάνουν τις επιλογές τους. Το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μια θέση σύμφωνα με την οποία η ευρύτερη επιλογή με διαφορές στην ποιότητα ωφελεί περισσότερο τους καταναλωτές από μια περιορισμένη επιλογή με υψηλότερη ποιότητα βάσει εθνικών προτύπων (269). Σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου παραπλάνησης του καταναλωτή, ένα προϊόν πρέπει να απαγορεύεται.
Ωστόσο, η κατευθυντήρια γραμμή της νομολογίας του Δικαστηρίου είναι ότι, όταν τα εισαγόμενα προϊόντα είναι παρόμοια με τα εγχώρια, η κατάλληλη σήμανση, η οποία ενδέχεται να απαιτείται από την εθνική νομοθεσία, επαρκεί για την παροχή στον καταναλωτή των απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με τη φύση του προϊόντος. Καμία δικαιολογία περί προστασίας των καταναλωτών δεν είναι αποδεκτή για την επιβολή περιττών περιοριστικών μέτρων (270).
7.2.3. Άλλες επιτακτικές ανάγκες
Με την πάροδο των ετών, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει και άλλες επιτακτικές ανάγκες οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όπως οι εξής:
— |
Θεμελιώδη δικαιώματα: Στην υπόθεση Schmidberger, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (στην προκειμένη υπόθεση της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι) πρέπει να συγκεράζεται με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη, όταν η πρώτη τυγχάνει επικλήσεως ως λόγος δικαιολογήσεως ενός περιορισμού των δεύτερων (271). |
— |
Βελτίωση των συνθηκών εργασίας: Παρότι το ζήτημα της υγείας και ασφάλειας στην εργασία εμπίπτει στο πεδίο της δημόσιας υγείας του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας αποτελεί επιτακτική ανάγκη, ακόμη και αν δεν υφίσταται κανένα ζήτημα υγείας (272). |
— |
Πολιτιστικοί στόχοι (273): Σε μια υπόθεση η οποία αφορούσε γαλλική νομοθεσία με σκοπό την ενθάρρυνση της δημιουργίας κινηματογραφικών ταινιών, το Δικαστήριο αναγνώρισε την αρχή ότι η προστασία του πολιτισμού μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει επιτακτική ανάγκη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές. Επιπλέον, η προστασία των βιβλίων ως πολιτιστικών αγαθών έχει αναγνωριστεί ως επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος (274). |
— |
Διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου (275): Μετά την έκδοση προδικαστικής παραπομπής σχετικά με την απαγόρευση στην Αυστρία των εκδόσεων που προσφέρουν στους αναγνώστες την ευκαιρία να συμμετέχουν σε παιχνίδια με βραβεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου μπορεί να αποτελεί επιτακτική ανάγκη που δικαιολογεί τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Επισήμανε ότι η πολυφωνία αυτή συμβάλλει στη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. |
— |
Χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: Αμιγώς οικονομικοί σκοποί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ωστόσο, στην υπόθεση C-120/95 Decker, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (276). |
— |
Οδική ασφάλεια: Σε αρκετές υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι η οδική ασφάλεια συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει την παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (277). |
— |
Καταπολέμηση της εγκληματικότητας: Σε υπόθεση η οποία αφορούσε την απαγόρευση στην Πορτογαλία της τοποθέτησης έγχρωμων ταινιών στους υαλοπίνακες των αυτοκινήτων (278), το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. |
— |
Προστασία της καλής διαβίωσης των ζώων: Στην υπόθεση C-219/07, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προστασία της καλής διαβίωσης των ζώων αποτελεί θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος. Ανέφερε ακόμη ότι η σημασία της επίτευξης αυτού του σκοπού υπογραμμίζεται ιδίως με τη θέσπιση από τα κράτη μέλη του πρωτοκόλλου για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων, που προσαρτάται στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (279). |
— |
Προώθηση και τόνωση της χρήσης μιας από τις επίσημες γλώσσες κράτους μέλους: Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η προώθηση και η τόνωση της χρήσης μιας από τις επίσημες γλώσσες κράτους μέλους συνιστά θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει, καταρχήν, περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το ενωσιακό δίκαιο (280). |
Όπως προαναφέρθηκε, ο κατάλογος των επιτακτικών αναγκών δεν είναι εξαντλητικός, αλλά αντιθέτως εξελίσσεται συνεχώς στη νομολογία του Δικαστηρίου.
7.3. Έλεγχος της αναλογικότητας
Προκειμένου να μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 36 της ΣΛΕΕ ή μίας από τις επιτακτικές ανάγκες που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα κρατικό μέτρο πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας (281). Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, τα μέσα που επιλέγονται από τα κράτη μέλη πρέπει να περιορίζονται στο πραγματικά κατάλληλο και αναγκαίο για τη διασφάλιση του επιδιωκόμενου θεμιτού στόχου (282). Με απλά λόγια, η καταλληλότητα απαιτεί το επίμαχο μέτρο να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου, ενώ η αναγκαιότητα απαιτεί τα επιλεγμένα μέσα να μην περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων πέραν του αναγκαίου μέτρου. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αξιολογείται αν υπάρχουν μέσα τα οποία έχουν λιγότερο περιοριστικές επιπτώσεις στο ενδοενωσιακό εμπόριο, αλλά επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα. Συνεπώς, σημαντικό στοιχείο της ανάλυσης της προβαλλόμενης από ένα κράτος μέλος αιτιολογίας πρέπει να είναι η ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων. Σε αρκετές περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι κρατικά μέτρα δεν ήταν αναλογικά διότι υπήρχαν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα (283).
Για παράδειγμα, στις υποθέσεις C-28/09 και C-320/03, το Δικαστήριο έκρινε ότι πριν από τη λήψη ενός τόσο δραστικού μέτρου, όπως η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας σε ένα τμήμα του αυτοκινητοδρόμου που αποτελεί ζωτικής σημασίας οδό επικοινωνίας μεταξύ ορισμένων κρατών μελών, οι αρχές οφείλουν να εξετάσουν επισταμένως τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως άλλων μέσων που να περιορίζουν λιγότερο την ελευθερία κυκλοφορίας και να τα απορρίψουν μόνον εφόσον αποδεικνυόταν σαφώς ότι ήταν απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (284). Στην υπόθεση C-549/15, η οποία αφορούσε ένα σύστημα επαλήθευσης για τη βιωσιμότητα του βιοαερίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εξαίρεση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ήταν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι αρχές δεν απέδειξαν συγκεκριμένα την ύπαρξη λόγου γενικού συμφέροντος καθώς και την αναλογικότητα του μέτρου αυτού σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο κρίθηκε μη δικαιολογημένο (285).
Στην υπόθεση Scotch Whisky Association, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αύξηση της τιμής κατανάλωσης των οινοπνευματωδών προς τον σκοπό προστασίας της ζωής και της υγείας των ανθρώπων μέσω της επιβολής κατώτατης τιμής ανά μονάδα οινοπνεύματος στη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών ενδέχεται να μην είναι αναλογική. Και τούτο διότι υπήρχαν διαθέσιμα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο συνέχισε αναφέροντας ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν τούτο συμβαίνει, κατόπιν εμπεριστατωμένης αναλύσεως όλων των στοιχείων που σχετίζονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Συναφώς, οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που έλαβε το κράτος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν τα επιχειρήματά του (286). Ο έλεγχος της αναλογικότητας δεν περιορίζεται μόνο στις πληροφορίες ή στα αποδεικτικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο θέσπισης του μέτρου, αλλά διενεργείται βάσει αυτών που διαθέτει το εθνικό δικαστήριο κατά τον χρόνο της απόφασής του (287).
Το κράτος μέλος υποχρεούται επίσης να επιδιώκει τους δηλωμένους στόχους με συνοχή και συστηματικότητα (288). Αν ένα κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι η λήψη του εναλλακτικού μέτρου θα παρέβλαπτε άλλα δικαιολογημένα συμφέροντα, η περίσταση αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας (289). Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αναλογικότητας χαρακτηρίζεται από τη στάθμιση ανταγωνιζόμενων συμφερόντων εντός του συνολικού πλαισίου της υπόθεσης.
Πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν δεν υφίστανται εναρμονισμένοι κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ελεύθερα το επίπεδο προστασίας που επιθυμούν να διασφαλίσουν για την επιδίωξη των νόμιμων συμφερόντων τους. Σε ορισμένους τομείς, το Δικαστήριο έχει επιτρέψει στα κράτη μέλη σχετική «διακριτική ευχέρεια» όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν και το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας, το οποίο μπορεί να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο ανάλογα με τις εθνικές περιστάσεις τους. Η διακριτική ευχέρεια είναι αναμενόμενα ευρύτερη σε τομείς που θεωρούνται περισσότερο ευαίσθητοι (290).
Παρά αυτή τη σχετική ελευθερία όσον αφορά τον καθορισμό του επιδιωκόμενου επιπέδου προστασίας, το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε ένα σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθέτησε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτό (291). Οι διατάξεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται αποκλειστικά υπό το φως των σκοπών που επιδιώκουν οι εθνικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και του επιπέδου της προστασίας που σκοπούν να διασφαλίσουν (292).
Δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού πιθανών δικαιολογητικών λόγων, η αξιολόγηση της αναλογικότητας έχει καταστεί ουσιώδης, και συχνά ο καθοριστικός, παράγοντας στο σκεπτικό του Δικαστηρίου (293).
7.4. Βάρος της απόδειξης
Το κράτος μέλος που επικαλείται δικαιολογητικό λόγο για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων οφείλει να αποδείξει συγκεκριμένα την ύπαρξη λόγου γενικού συμφέροντος, την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου περιορισμού και τον αναλογικό χαρακτήρα του σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (294). Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που έλαβε το κράτος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν τα επιχειρήματά του (295). Εν προκειμένω, μια απλή δήλωση ότι το μέτρο είναι δικαιολογημένο βάσει ενός από τους αποδεκτούς λόγους ή η απουσία ανάλυσης πιθανών εναλλακτικών λύσεων θεωρούνται μη ικανοποιητικές (296). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το βάρος αποδείξεως δεν φθάνει μέχρι του σημείου να απαιτείται από το κράτος μέλος να αποδείξει, τεκμηριωμένα, ότι κανένα άλλο πιθανό μέτρο δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού υπό τους αυτούς όρους (297).
8. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
8.1. Θεμελιώδεις ελευθερίες
8.1.1. Άρθρο 45 της ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων
Το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 39 της ΣΕΚ) προβλέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της ΕΕ. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και τους όρους εργασίας καθώς και τα φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα. Το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ απαγορεύει όχι μόνο τις διακρίσεις για λόγους ιθαγένειας, αλλά και τις εθνικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των εργαζομένων και εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους.
Τα προβλήματα που συνδέονται με την κυκλοφορία των ατομικών περιουσιακών στοιχείων των εργαζομένων θα μπορούσαν θεωρητικά να αξιολογηθούν βάσει του άρθρου 34 ή του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο εξέτασε αυτό το ζήτημα στην υπόθεση Weigel (298), η οποία αφορούσε τη μεταφορά των ιδιωτικών αυτοκινήτων ενός έγγαμου ζεύγους από τη χώρα καταγωγής τους (Γερμανία) στο κράτος μέλος στο οποίο προσλήφθηκε για εργασία ο σύζυγος (Αυστρία). Κατά την ταξινόμηση των αυτοκινήτων τους στην Αυστρία, επιβλήθηκε στο ζεύγος υπερβολικά υψηλός φόρος. Το ζεύγος υποστήριξε ότι ο φόρος τούς απαγόρευε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους βάσει του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ.
Καταρχάς, το Δικαστήριο συμφώνησε κρίνοντας ότι «[ο φόρος] μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την απόφαση των διακινουμένων εργαζομένων να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας» (299). Για άλλους λόγους, ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του ζεύγους ότι ο φόρος παραβίαζε το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ. Αξίζει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε ρητά στο ερώτημα αν οι περιορισμοί αυτού του τύπου πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Ακόμη, εξακολουθεί να υπάρχει σχετική αβεβαιότητα σε σχέση με τις περιπτώσεις στις οποίες θα ήταν περισσότερο ευνοϊκή η εφαρμογή του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ αντί του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, από την άποψη ότι η πρώτη διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε υπηκόους ενός κράτους μέλους, ενώ το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες και τα οποία κυκλοφορούν στην αγορά της ΕΕ.
Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι εθνικές διατάξεις που απαιτούν την ταξινόμηση και/ή τη φορολόγηση ενός εταιρικού αυτοκινήτου στο κράτος μέλος του οποίου είναι μόνιμος κάτοικος ο εργαζόμενος που χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο, ακόμη και αν ο εργοδότης που διέθεσε το όχημα στον εργαζόμενο είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και ακόμη και αν το όχημα χρησιμοποιείται κυρίως στο κράτος μέλος του τόπου εγκατάστασης του εργοδότη, συνιστούν παραβίαση του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ (300) Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να εμποδίσουν τον εργαζόμενο από την απόλαυση ορισμένων πλεονεκτημάτων και, ιδίως, της χρήσης αυτοκινήτου, και εντέλει μπορεί να τον αποτρέψουν να εργαστεί σε άλλο κράτος μέλος.
Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην υπόθεση C-420/15, η οποία αφορούσε ποινική διαδικασία την οποία κίνησαν οι βελγικές αρχές σε βάρος Ιταλού υπηκόου επειδή οδηγούσε το αυτοκίνητο όχημά του το οποίο είχε ταξινομηθεί στην Ιταλία, ενώ η κύρια κατοικία του ήταν στο Βέλγιο. Το όχημα προοριζόταν αποκλειστικά για χρήση στην Ιταλία και χρησιμοποιούνταν στο Βέλγιο μόνο περιστασιακά, για σκοπούς διέλευσης. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 45 της ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει εργαζόμενο, κάτοικο του κράτους αυτού, να ταξινομήσει στο εν λόγω κράτος μέλος όχημα το οποίο έχει ταξινομηθεί σε άλλο κράτος μέλος και προορίζεται ουσιαστικά για χρήση στο δεύτερο (301).
8.1.2. Άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών
Η ελευθερία εγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 49 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 43 ΕΚ) και η ελεύθερη παροχή (διασυνοριακών) υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 56 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 49 ΕΚ) είναι άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και συνδέονται στενά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Τόσο η ελευθερία εγκατάστασης όσο και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αφορούν μη μισθωτές οικονομικές δραστηριότητες (302). Στην περίπτωση της εγκατάστασης, η επίμαχη δραστηριότητα ασκείται ή η εταιρεία ιδρύεται σε σταθερή και συνεχή βάση και είναι αορίστου χρόνου (303) με πραγματική ή απλώς ενδεχόμενη διασυνοριακή διάσταση (304). Αντίθετα, στην περίπτωση των διασυνοριακών υπηρεσιών, η δραστηριότητα ασκείται σε προσωρινή ή περιστασιακή βάση (305) και έχει πάντα σαφή διασυνοριακή διάσταση (306).
Η εκτέλεση μη μισθωτής οικονομικής δραστηριότητας είναι κοινή στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επειδή αυτή η οικονομική δραστηριότητα, που συνίσταται στην παροχή μιας υπηρεσίας (έναντι οικονομικής αντιπαροχής (307)), μπορεί να αφορά εμπορεύματα, ένα εθνικό μέτρο που επηρεάζει αυτή την υπηρεσία συνήθως επηρεάζει επίσης την κυκλοφορία των επίμαχων εμπορευμάτων. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση της διανομής εμπορευμάτων, η οποία ορίζεται σε γενικές γραμμές ως καλύπτουσα τη μεταφορά (308) και τη χονδρική και λιανική πώληση εμπορευμάτων (309), αλλά και στην περίπτωση που ένα εμπόρευμα χρησιμοποιείται στην εκτέλεση μιας δραστηριότητας, είτε ως εξοπλισμός είτε ως υλικό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ περιλαμβάνει όχι μόνο περιορισμούς σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος αλλά και περιορισμούς σχετικά την εμπορία και τη χρήση του. Το ζήτημα του αν ένα εθνικό μέτρο που επηρεάζει τις εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να αξιολογηθεί βάσει της ελευθερίας εγκατάστασης/ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ή και των δύο, προκύπτει, συνεπώς, επανειλημμένα και πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, οι περιορισμοί της διαφήμισης (π.χ. διαφημίσεις αλκοολούχων ποτών (310)) μπορεί, από τη μία πλευρά, να πλήττουν τον τομέα της διαφήμισης ως φορέα παροχής υπηρεσιών και, από την άλλη πλευρά, οι επιπτώσεις αυτών των περιορισμών να συνδέονται με συγκεκριμένα προϊόντα και να επηρεάζουν τις δυνατότητες διείσδυσης στην αγορά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εμπόδια στο εμπόριο προϊόντων.
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι Συνθήκες δεν καθορίζουν κάποια σειρά προτεραιότητας μεταξύ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και των λοιπών θεμελιωδών ελευθεριών (311), ούτε καν όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 57 της ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών έχει επικουρικό περιεχόμενο σε σχέση με το περιεχόμενο των λοιπών ελευθεριών (312). Πιθανώς για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, όταν ένα εθνικό μέτρο μπορεί να επηρεάζει περισσότερες από μία θεμελιώδεις ελευθερίες, το Δικαστήριο συνήθως εξετάζει το εν λόγω μέτρο σε σχέση με μία μόνο θεμελιώδη ελευθερία. Για τον σκοπό αυτό, συνήθως αποφασίζει ποια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες υπερισχύει (313). Σε κάποιες περιπτώσεις έχει εξετάσει το μέτρο από την οπτική και των δύο θεμελιωδών ελευθεριών.
Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας, η οποία αφορούσε ένα τέλος υποδομών και την απαλλαγή οχημάτων που είναι ταξινομημένα στη Γερμανία από τον φόρο επί των αυτοκινήτων οχημάτων. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία, θεσπίζοντας το τέλος υποδομών για τα επιβατηγά αυτοκίνητα οχήματα και προβλέποντας, συγχρόνως, απαλλαγή από τον φόρο επί των αυτοκινήτων οχημάτων υπέρ των ιδιοκτητών οχημάτων τα οποία έχουν ταξινομηθεί στη Γερμανία τουλάχιστον ισόποση με το καταβληθέν τέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 18, 34, 56 και 92 ΣΛΕΕ (314).
Μέτρα που έχουν αντίκτυπο στη διανομή ενός προϊόντος: Όσον αφορά άλλα μέτρα που έχουν αντίκτυπο στη μεταφορά και στη χονδρική και λιανική πώληση ενός προϊόντος, μπορεί να περιορίζουν ταυτόχρονα τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών διανομής. Από τη μία πλευρά, ορισμένα μέτρα που έχουν αντίκτυπο στη διανομή εξακολουθούν να εμπίπτουν σαφώς στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όπως μέτρα που εστιάζουν στην πράξη της εισαγωγής/εξαγωγής αυτή καθεαυτή (βλ. σημείο 4.1 ανωτέρω).
Άλλα μέτρα που έχουν αντίκτυπο στις υπηρεσίες διανομής μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως ότι επικεντρώνονται στην ίδια την υπηρεσία διανομής και όχι στο προϊόν που διανέμεται. Ωστόσο, έπειτα από κατά περίπτωση αξιολόγηση του αντικειμένου και, κυρίως, του αντίκτυπου του μέτρου, το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά περισσότερο το προϊόν, όταν πρόκειται για:
— |
συστήματα χορήγησης άδειας για εμπόρους (που δεν απευθύνονται ειδικά σε εισαγωγείς/εξαγωγείς) — βλ. σημείο 4.5 ανωτέρω· |
— |
υποχρεώσεις των εμπόρων να διορίζουν αντιπροσώπους ή να παρέχουν εγκαταστάσεις αποθήκευσης — βλέπε σημείο 4.2 ανωτέρω· |
— |
υποχρεώσεις ελέγχων τιμών και επιστροφής — βλ. σημεία 4.4 και 4.11 ανωτέρω· |
— |
περιορισμοί της διαφήμισης — βλ. σημείο 4.6 ανωτέρω. |
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες η πρωταρχική σημασία ενός μέτρου, από άποψη αντικειμένου και αντίκτυπου, δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα ούτε στα ίδια τα προϊόντα ούτε στην επίμαχη υπηρεσία. Εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν τη δημοπρασία προϊόντων υπό ορισμένες περιστάσεις μπορεί, από τη μία πλευρά, να θεωρηθεί ότι παρεμποδίζουν τη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών μιας επιχείρησης δημοπρασιών (η οποία είτε είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή παρέχει διασυνοριακές υπηρεσίες) και, από την άλλη, να δημιουργούν εμπόδια στην πώληση προϊόντων (315).
Ένα χρήσιμο κριτήριο φαίνεται να είναι η διαπίστωση σημαντικού αντίκτυπου στη διάθεση του προϊόντος στην αγορά. Όσον αφορά τις υπηρεσίες διανομής, η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου έχει καταστεί σαφέστερη με την πάροδο των ετών, δεδομένου ότι πολλά μέτρα, αν όχι όλα, που έχουν ως στόχο ή επηρεάζουν τη διανομή ενός προϊόντος μπορούν να χαρακτηριστούν «μορφές πώλησης» σύμφωνα με τη νομολογία στην υπόθεση Keck (βλ. σημείο 3.4.2.2 ανωτέρω).
Μέτρα που έχουν αντίκτυπο στη χρήση ενός προϊόντος: Τέλος, τα μέτρα που έχουν ως στόχο και/ή επηρεάζουν προϊόντα ειδικά σε σχέση με τη χρήση τους συχνά συνδέονται στενά με την εκτέλεση μιας δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών διαδραματίζουν γενικά εξέχοντα ρόλο στην αξιολόγηση του παραδεκτού του μέτρου.
Η πρώτη πτυχή που πρέπει να εξετάζεται είναι αν η δραστηριότητα που συνεπάγεται τη χρήση ενός προϊόντος αποτελεί μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή αν συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών και στη διάθεση προϊόντων στην αγορά έναντι οικονομικής αντιπαροχής. Εάν όχι, το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ή έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στην ελεύθερη κυκλοφορία του επίμαχου προϊόντος, αλλά το μέτρο αυτό δεν αφορά την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Ωστόσο, εάν η δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών που συνεπάγεται τη χρήση ενός προϊόντος (συμπεριλαμβανομένης, υπό ευρεία έννοια, της ανακύκλωσης, της επαναχρησιμοποίησης ή της διάθεσης του προϊόντος) είναι μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, τότε το μέτρο που επηρεάζει τη χρήση του προϊόντος αφορά την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αντίκτυπος στην ελεύθερη κυκλοφορία του επίμαχου προϊόντος δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας. Και σε αυτή την περίπτωση, ένα χρήσιμο κριτήριο φαίνεται να είναι η διαπίστωση σημαντικού (αν και έμμεσου) αντίκτυπου στη διάθεση του προϊόντος στην αγορά (316).
8.1.3. Άρθρο 63 και εξής της ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και πληρωμών
Τα άρθρα 63 και εξής της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 56 και εξής ΕΚ) ρυθμίζουν την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και πληρωμών. Ειδικότερα, το άρθρο 63 της ΣΛΕΕ απαγορεύει τους περιορισμούς της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.
Η ελευθερία κίνησης ορισμένων ειδών κεφαλαίων αποτελεί, στην πράξη, προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των λοιπών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη ΣΛΕΕ (317).
Παρά το γεγονός ότι τα σημεία επαφής με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι περιορισμένα, το Δικαστήριο της ΕΕ έχει προ πολλού καταστήσει σαφές ότι τα μέσα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρούνται εμπορεύματα (318). Επιπλέον, το Δικαστήριο της ΕΕ διαπίστωσε ότι η αυτούσια μεταφορά αξιών πρέπει να θεωρείται κίνηση κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 63 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ή, αν η μεταφορά αυτή συνιστά πληρωμή που συνδέεται με συναλλαγή που αφορά εμπορεύματα ή υπηρεσίες, πρέπει να θεωρείται πληρωμή κατά την έννοια του άρθρου 63 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (319).
Παρότι οι διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων συνεπάγονται συχνά την επένδυση κεφαλαίων (320), δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί ότι, υπό ειδικές περιστάσεις, ενδέχεται να αφορούν και μεταφορές σε είδος. Το Δικαστήριο της ΕΕ έχει αποφανθεί ότι όταν ένας φορολογούμενος κράτους μέλους ζητεί να εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημά του ένα ποσό που αντικατοπτρίζει την αξία δωρεών προς τρίτα πρόσωπα τα οποία είναι μόνιμοι κάτοικοι άλλου κράτους μέλους, δεν έχει σημασία αν οι σχετικές δωρεές έγιναν σε χρήμα ή σε είδος. Οι δωρεές αυτές επίσης εμπίπτουν στο άρθρο 63 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν έγιναν σε είδος υπό μορφή συνηθισμένων καταναλωτικών αγαθών (321).
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει εξετάσει επίσης ζητήματα ταξινόμησης οχημάτων υπό το πρίσμα του άρθρου 63 της ΣΛΕΕ (322). Παρότι συνήθως αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εάν η διαδικασία αυτή περιορίζει την κυκλοφορία ορισμένων οχημάτων μεταξύ των κρατών μελών, το Δικαστήριο έχει προβεί σε εκτίμηση όσον αφορά την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων όταν ένα όχημα έχει αποτελέσει αντικείμενο χρησιδανείου στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής μεταξύ πολιτών που κατοικούν σε διαφορετικά κράτη μέλη (323).
8.2. Άλλα σχετικά άρθρα της Συνθήκης
8.2.1. Άρθρο 18 της ΣΛΕΕ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας
Το άρθρο 18 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 12 ΕΚ) απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας. Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες δεν προβλέπονται ειδικοί κανόνες απαγόρευσης των διακρίσεων (324).
Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 της ΣΛΕΕ εκφράζεται ειδικότερα στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, μεταξύ των οποίων, την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων βάσει του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών βάσει του άρθρου 56 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, στην υπόθεση Αυστρία κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο εξέτασε ένα σύστημα χρηματοδότησης αυτοκινητοδρόμου υπό το πρίσμα του άρθρου 18 καθώς και των άρθρων 34, 56 και 92 της ΣΛΕΕ. Το γερμανικό εθνικό δημοσιονομικό μέτρο θεωρήθηκε εντέλει ότι παραβιάζει το σύνολο αυτών των υποχρεώσεων βάσει της Συνθήκης, καθώς το νέο τέλος βάσει του συστήματος θα επιβάρυνε οικονομικά μόνο τους ιδιοκτήτες αλλοδαπών οχημάτων (325).
8.2.2. Άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ – Τελωνειακή ένωση
Ενώ το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ καλύπτει τους εμπορικούς φραγμούς μη δασμολογικού χαρακτήρα, τα άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 25 ΕΚ) απαγορεύουν όλους τους τελωνειακούς δασμούς και επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η απαγόρευση αυτή είναι γενικού και απόλυτου χαρακτήρα. Εφαρμόζεται σε όλους τους τελωνειακούς δασμούς ή επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών, ανεξαρτήτως του ποσού, της ονομασίας, του τρόπου επιβολής ή του σκοπού και του προορισμού του παραγόμενου εισοδήματος (326).
Αντίθετα με το άρθρο 34, τα άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ δεν επιτρέπουν παρεκκλίσεις (327). Ωστόσο, οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται για ελέγχους που διενεργούνται προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το δίκαιο της ΕΕ και οι επιβαρύνσεις που αντιπροσωπεύουν αναλογική πληρωμή για υπηρεσία που έχει όντως παρασχεθεί διαφεύγουν της εφαρμογής του άρθρου 30 της ΣΛΕΕ (328).
Τα άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ θα πρέπει να διακρίνονται από την απαγόρευση εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις, η οποία περιέχεται στο άρθρο 110 της ΣΛΕΕ και μπορεί να υπόκειται σε δικαιολογητικούς λόγους. Θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη ότι τα άρθρα 30 και 110 της ΣΛΕΕ αλληλοαποκλείονται (329).
Οι επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς τελωνειακούς δασμούς βάσει του άρθρου 30 της ΣΛΕΕ επιβάλλονται μονομερώς στα εμπορεύματα επειδή διέρχονται από τα σύνορα (330). Ωστόσο, τα εθνικά μέτρα που επιβάλλουν την ίδια εισφορά σε εγχώρια προϊόντα και όμοια εξαγόμενα προϊόντα στο ίδιο στάδιο εμπορίας, και εφόσον η γενεσιουργός αιτία της εισφοράς είναι η ίδια, καλύπτονται από το άρθρο 110 της ΣΛΕΕ (331). Κατ’ εξαίρεση, όταν η επιβάρυνση που υφίσταται το εθνικό προϊόν αντισταθμίζεται πλήρως από τα προκύπτοντα πλεονεκτήματα, η επιβάρυνση αυτή εμπίπτει στα άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ (332).
Τέλος, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο φορολογούμενος θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει την επιστροφή επιβάρυνσης αντίθετης προς το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ, ακόμη και στην περίπτωση που ο μηχανισμός καταβολής της επιβάρυνσης σχεδιάστηκε στην εθνική νομοθεσία κατά τρόπον ώστε η επιβάρυνση αυτή να μετακυλίεται στον καταναλωτή (333).
8.2.3. Άρθρο 37 ΣΛΕΕ – Κρατικά μονοπώλια
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 31 ΕΚ) «[τ]α κράτη μέλη διαρρυθμίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών».
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μονοπώλια πρέπει να αίρονται, αλλά σημαίνει ότι πρέπει να προσαρμόζονται κατά τρόπο που να εξαλείφεται κάθε πιθανότητα διακρίσεων. Σε γενικές γραμμές, το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται σε περιστάσεις κατά τις οποίες το κράτος: 1) παρέχει αποκλειστικά δικαιώματα αγοράς ή πωλήσεων και με τον τρόπο αυτό καθιστά δυνατό τον έλεγχο των εισαγωγών ή των εξαγωγών και 2) παρέχει δικαιώματα σε μια κρατική επιχείρηση, σε έναν κρατικό οργανισμό ή, κατ’ εξουσιοδότηση, σε έναν ιδιωτικό οργανισμό.
Το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ παράγει άμεσο αποτέλεσμα και εφαρμόζεται μόνο στα εμπορεύματα (κατά συνέπεια δεν καλύπτει την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών ή κεφαλαίων (334)). Επιπλέον, η διάταξη της Συνθήκης αφορά δραστηριότητες που είναι συνυφασμένες με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα του μονοπωλίου και, κατά συνέπεια, δεν αφορά εθνικές διατάξεις οι οποίες δεν έχουν αυτή τη σύνδεση. Η προσέγγιση αυτή υποδηλώνει ότι το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ συνιστά lex specialis σε σχέση με τη γενική διάταξη του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Στην υπόθεση Franzén, η οποία αφορούσε το σουηδικό μονοπώλιο λιανικής πώλησης οινοπνευματωδών, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι «κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου» (335) εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ, ενώ «[οι λοιπές διατάξεις] της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες μπορούν να αποσπαστούν από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου, αν και έχουν επίπτωση επ’ αυτού, πρέπει να εξεταστ[ούν] υπό το φως του [άρθρου 34 ΣΛΕΕ]» (336).
Στην υπόθεση Hanner, η οποία αφορούσε το σουηδικό μονοπώλιο λιανικής πώλησης φαρμάκων, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ «[σ]τοχεύει στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, εξαιρουμένων, πάντως, των περιοριστικών αποτελεσμάτων επί του εμπορίου που είναι σύμφυτα με την ύπαρξη των επιδίκων μονοπωλίων» (337). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξήγησε στην υπόθεση Rosengren ότι «[ν]αι μεν [...] το επίδικο στην κύρια δίκη μέτρο επηρεάζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πλην όμως δεν διέπει, αφ’ εαυτού, την εκ μέρους του μονοπωλίου [λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών στη Σουηδία] άσκηση του δικαιώματος αποκλειστικότητας για τη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών εντός του σουηδικού εδάφους. Κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό, το οποίο επομένως δεν αφορά την εκ μέρους του μονοπωλίου άσκηση της ειδικής του λειτουργίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετικό με την ύπαρξη του μονοπωλίου αυτού» (338).
Αυτό το σκεπτικό έχει επαναληφθεί σε πιο πρόσφατη νομολογία, όπως στην υπόθεση ANETT, η οποία αφορά την εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στα καπνοπωλεία να ασκούν δραστηριότητα εισαγωγής προϊόντων καπνού από άλλα κράτη μέλη. Πρώτον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή αν η επίμαχη νομοθεσία αφορά τη λειτουργία μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα και επιφέρει περιοριστικά αποτελέσματα στο εμπόριο σύμφυτα με τη λειτουργία τέτοιων μονοπωλίων. Δεύτερον, αποφάνθηκε ότι οι κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου πρέπει να εξεταστούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ειδικώς εφαρμογή στην άσκηση των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας του μονοπωλίου. Αντιθέτως, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες μπορούν να αποσπαστούν από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου, μολονότι το επηρεάζουν, πρέπει να εξεταστούν βάσει του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ (339).
Στην υπόθεση ANETT, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι επειδή η ειδική λειτουργία που είχε ανατεθεί στο οικείο μονοπώλιο συνίστατο στο να εξασφαλίζει στους εξουσιοδοτημένους διανομείς την αποκλειστικότητα όσον αφορά τη λιανική πώληση προϊόντων καπνού, η απαγόρευση επηρέαζε την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και δεν διείπε την άσκηση του δικαιώματος αποκλειστικότητας που απέρρεε από το οικείο μονοπώλιο. Η απαγόρευση αυτή θεωρήθηκε ότι μπορεί να αποσπαστεί από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου καθόσον δεν αφορούσε τον τρόπο λιανικής πώλησης των προϊόντων καπνού, αλλά την προηγούμενου σταδίου αγορά των εν λόγω προϊόντων. Ομοίως, το επίμαχο μέτρο δεν στόχευε ούτε το δίκτυο πωλήσεων του οικείου μονοπωλίου ούτε τη διάθεση στο εμπόριο ή τη διαφήμιση των προϊόντων που διένεμε το μονοπώλιο αυτό. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επειδή το εθνικό μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά κανόνα σχετικό με την ύπαρξη ή με τη λειτουργία του μονοπωλίου, το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ δεν ασκούσε καμία επιρροή στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμφωνίας του μέτρου αυτού με το δίκαιο της Ένωσης (340).
Στην υπόθεση Visnapuu, το Δικαστήριο αξιολόγησε αν η υποχρέωση λήψης άδειας λιανικής πώλησης για την εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών με σκοπό τη λιανική τους πώληση σε καταναλωτές που κατοικούν στη Φινλανδία πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των όσων ορίζει το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ ή το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τη φινλανδική κυβέρνηση, το σύστημα μονοπωλίου έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει των όσων ορίζει το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ, ενώ το καθεστώς χορήγησης άδειας βάσει των όσων ορίζει το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο συμφώνησε και έκρινε ότι τα καθεστώτα χορήγησης άδειας δεν διέπουν τη λειτουργία του μονοπωλίου ή την άσκηση των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, διότι προβλέπουν το δικαίωμα προσώπων, τα οποία διαθέτουν σχετική άδεια, να πωλούν στη λιανική ορισμένες κατηγορίες οινοπνευματωδών ποτών. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω καθεστώτα είναι ανεξάρτητα από τη λειτουργία του μονοπωλίου και πρέπει να εξεταστούν βάσει των όσων ορίζει το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ (341). Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Franzén, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ απαιτεί το μονοπώλιο να διαρρυθμίζεται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των προϊόντων, οπότε να μη βλάπτεται το εμπόριο των προερχομένων από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντων και να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών (342).
Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, το Δικαστήριο φαίνεται να έχει επιλέξει να θεωρήσει τα άρθρα 34 και 37 αμοιβαία αποκλειόμενα. Σε περίπτωση που το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν αφορά την άσκηση της ειδικής λειτουργίας του μονοπωλίου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ και δεν πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των άρθρων 34 και 36 της ΣΛΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί επίσης να προβληθεί το επιχείρημα ότι υπάρχει επικάλυψη μεταξύ του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ και άλλων άρθρων της Συνθήκης. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σε διαδικασίες επί παραβάσει οι οποίες αφορούσαν διάφορα κρατικά μονοπώλια στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου (343) ότι είναι πράγματι δυνατή η συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 37 και 34 της ΣΛΕΕ. Η προσέγγιση αυτή σημαίνει ότι ένα μέτρο που αφορά κρατικό μονοπώλιο πρέπει να εξετάζεται πρώτα βάσει του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ. Εάν το μέτρο θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις, δεν είναι πλέον απαραίτητο να εξεταστεί βάσει των άρθρων 34 και 35 της ΣΛΕΕ. Αντίθετα, εάν κριθεί ότι το μέτρο δεν εισάγει διακρίσεις σύμφωνα με το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να εξεταστεί βάσει των γενικών διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
8.2.4. Άρθρο 107 της ΣΛΕΕ – Κρατικές ενισχύσεις
Το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87 ΕΚ) προβλέπει ότι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.
Από την άποψη αυτή, οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ εξυπηρετούν έναν κοινό σκοπό, αυτόν της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού (344). Επειδή, ωστόσο, το κομβικό στοιχείο τους είναι διαφορετικό, ο χαρακτηρισμός ενός κρατικού μέτρου ως κρατική ενίσχυση δεν αποκλείει εξ ορισμού τον διεξοδικό έλεγχο ενός συστήματος ενίσχυσης σε σχέση και με άλλες διατάξεις της ΕΕ, όπως τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ (345). Για παράδειγμα, στην απόφαση ορόσημο Επιτροπή κατά Γαλλίας (346), το Δικαστήριο της ΕΕ εξέτασε τη νομιμότητα ενός μέτρου που χορηγούσε φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις Τύπου υπό τον όρο ότι οι εφημερίδες τυπώνονταν στη Γαλλία. Ενώ η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι αυτό συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ, η γαλλική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το μέτρο θα έπρεπε να εξεταστεί σύμφωνα με το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ, διότι οι φορολογικές διατάξεις δεν μπορούσαν να αποσπαστούν από το γενικό σύστημα ενίσχυσης του Τύπου. Το Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η Γαλλία δεν είχε κοινοποιήσει την ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, εξέδωσε την ακόλουθη δήλωση αρχής: «το γεγονός ότι ένα εθνικό μέτρο μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση [...] δεν συνιστά επαρκή λόγο για να εξαιρεθεί» βάσει των διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (347). Επιπλέον, στην προδικαστική απόφαση επί της υπόθεσης PreussenElektra (348), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εθνικό μέτρο που αφορούσε την περιφερειακή παροχή ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να εμποδίσει, τουλάχιστον εν δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Ωστόσο, καθώς το μέτρο αποσκοπούσε στην προστασία του περιβάλλοντος μέσω της συμβολής στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δεν θεωρήθηκε αντίθετο προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Παράλληλα, απλώς και μόνο το γεγονός ότι ένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης επηρεάζει το ενδοενωσιακό εμπόριο δεν είναι αφ’ εαυτού αρκετό για να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό είναι ταυτόχρονα και μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Αντίθετα, το Δικαστήριο κάνει διάκριση ανάμεσα σε πτυχές που συνδέονται άρρηκτα με το στόχο της ενίσχυσης και σε πτυχές που θα μπορούσαν να διαχωριστούν από προϋποθέσεις και πράξεις οι οποίες, ακόμη και αν αποτελούν μέρος του συστήματος ενίσχυσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι απαραίτητες για την επίτευξη του σκοπού της ενίσχυσης ή της λειτουργίας της (349). Μόνο οι τελευταίες πτυχές καλύπτονται από τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ. Όπως ανέφερε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση επί της υπόθεσης Castelnou Energía, SL (350), «το γεγονός ότι ένα σύστημα ενισχύσεων από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων είναι ικανό, για τον λόγο και μόνον ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα εθνικά προϊόντα, να παρεμποδίσει τουλάχιστον έμμεσα την εισαγωγή ομοειδών ή ανταγωνιστικών προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, δεν αρκεί άνευ ετέρου για να εξομοιώσει μια ενίσχυση με μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ».
Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει το συμβατό ενός καθεστώτος ενισχύσεων με τις άμεσα εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης πλην των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων (π.χ. άρθρα 34 έως 36 της ΣΛΕΕ· άρθρο 63 της ΣΛΕΕ (351)) μόνον αν οι διατάξεις είναι δυνατό να εκτιμηθούν μεμονωμένα και δεν είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση του σκοπού ή για τη λειτουργία του καθεστώτος ενίσχυσης (352). Κατά συνέπεια, τα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ δεν επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να διενεργήσει εκτίμηση ενός κρατικού μέτρου βάσει άλλων άμεσα εφαρμοστέων διατάξεων, στο μέτρο που οι τελευταίες συνδέονται με τη λειτουργία και το αντικείμενο του επίμαχου μέτρου.
8.2.5. Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ – Φορολογικές διατάξεις
Το άρθρο 110 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΕΚ) συμπληρώνει τις διατάξεις για την κατάργηση των τελωνειακών δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η εν λόγω διάταξη σκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, με την κατάργηση κάθε μορφής προστασίας η οποία μπορεί να απορρέει από την επιβολή εσωτερικών φόρων εισαγόντων διακρίσεις σε βάρος των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (353). Σε σχέση με το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, το άρθρο 110 θεωρείται lex specialis· αυτό σημαίνει ότι οι υποθέσεις που καλύπτονται από το άρθρο 110 εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 34 της ΣΛΕΕ. Τέτοια ήταν η περίπτωση στην απόφαση επί της υπόθεσης Kawala (354), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, καθώς έχει φορολογικό χαρακτήρα, η επιβολή τελών ταξινόμησης για εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 110 και, κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητά τους στον τομέα της άμεσης φορολογίας τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη (355).
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 110 της ΣΛΕΕ απαγορεύει σε όλα τα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Υπάρχει παραβίαση της διάταξης αυτής όταν ο φόρος που επιβάλλεται σε ένα εισαγόμενο προϊόν και αυτός που επιβάλλεται σε ένα ομοειδές εθνικό προϊόν υπολογίζονται με διαφορετικό τρόπο βάσει διαφορετικών κριτηρίων τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα, έστω και σε ορισμένες περιπτώσεις, την επιβολή υψηλότερου φόρου στο εισαγόμενο προϊόν.
Το Δικαστήριο έχει ορίσει ως ομοειδή προϊόντα τα προϊόντα που έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες των καταναλωτών, και τούτο βάσει του κριτηρίου όχι της αυστηρής ταυτότητας αλλά της όμοιας ή παρεμφερούς χρήσης τους. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (356), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τσιγάρα από σκούρο καπνό και τα τσιγάρα από ξανθό καπνό θα μπορούσαν να θεωρηθούν ομοειδή προϊόντα.
Δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογούν τη θέσπιση εσωτερικών επιβαρύνσεων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι προϊόντων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (357).
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 110 της ΣΛΕΕ αποσκοπεί στην αποτροπή κάθε μορφής έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού που επηρεάζει προϊόντα από άλλα κράτη μέλη τα οποία, αν και δεν είναι ομοειδή προς εγχώρια προϊόντα, ανταγωνίζονται ωστόσο ορισμένα από αυτά. Η επιβολή υψηλότερων φόρων επί προϊόντων από άλλα κράτη μέλη σε σύγκριση με ανταγωνιστικά εγχώρια προϊόντα απαγορεύεται όταν μπορεί από τη φύση της να επηρεάσει τη σχετική αγορά, προκαλώντας μείωση της ενδεχόμενης κατανάλωσης των εισαγομένων προϊόντων υπέρ των ανταγωνιστικών τους εγχώριων προϊόντων. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Σουηδίας (358), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι οίνοι της μέσης κατηγορίας (κυρίως εισαγόμενοι) είχαν επαρκή κοινά χαρακτηριστικά με τον ενισχυμένο ζύθο (κυρίως εγχώριο) ώστε να θεωρηθούν ανταγωνιστικοί του ενισχυμένου ζύθου. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η διαφορά φορολόγησης μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων μπορούσε να επηρεάσει τη συμπεριφορά του καταναλωτή στον υπό εξέταση τομέα (χωρίς προστατευτικό αποτέλεσμα).
Σε περιπτώσεις που επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση στα εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα και τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων προς όφελος μόνο των εγχώριων προϊόντων, με αποτέλεσμα τη μερική (359) αντιστάθμιση της φορολογικής επιβάρυνσης των εγχώριων προϊόντων, η επιβάρυνση αυτή συνιστά φορολογία εισάγουσα διακρίσεις, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 110 της ΣΛΕΕ (360).
8.2.6. Άρθρο 351 της ΣΛΕΕ
Το άρθρο 351 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 307 ΕΚ) αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις τις οποίες συνήψαν τα κράτη μέλη πριν από το 1958 ή πριν από την ημερομηνία προσχώρησής τους με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες. Ο κανόνας είναι ότι αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις δεν θίγονται από τις διατάξεις της Συνθήκης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:
— |
Η διεθνής σύμβαση θα πρέπει να επιβάλλει και όχι απλώς να επιτρέπει στο κράτος μέλος τη θέσπιση μέτρου που δεν συνάδει με υποχρέωση του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Σε σχέση με το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ, στην υπόθεση C-324/93 (361) το Δικαστήριο οριοθέτησε τις δυνατότητες των κρατών μελών να εκδίδουν μέτρα που καταστρατηγούν τις υποχρεώσεις τους βάσει αυτού του άρθρου. Το πρόβλημα αφορούσε άρνηση χορήγησης άδειας εισαγωγής διαμορφίνης (ενός ναρκωτικού που υπόκειται στην Ενιαία Σύμβαση του 1961 περί ναρκωτικών) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γεγονός ότι ένα μέτρο «μπορεί να απορρέει από διεθνή σύμβαση προγενέστερη της Συνθήκης ή της προσχωρήσεως κράτους μέλους, το δε κράτος μέλος διατηρεί σε ισχύ το μέτρο αυτό δυνάμει του άρθρου [351] μολονότι αυτό συνιστά εμπόδιο, δεν συνεπάγεται την εξαίρεση του μέτρου από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου [34], δεδομένου ότι το άρθρο [351] εφαρμόζεται μόνον όταν η Σύμβαση επιβάλλει στο κράτος μέλος υποχρέωση ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη». Συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποφεύγουν να λαμβάνουν μέτρα τα οποία καταστρατηγούν το δίκαιο της ΕΕ, και ιδίως τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όταν οι διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχουν συνάψει δεν τους επιβάλλουν τη λήψη τέτοιων μέτρων. |
— |
Η σύμβαση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις αρχές που αποτελούν μέρος των ίδιων των θεμελίων της έννομης τάξης της Ένωσης. |
9. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 34 ΚΑΙ 35 ΤΗΣ ΣΛΕΕ
9.1. Άμεση εφαρμογή – ένδικη προστασία των ιδιωτών
Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 34 της ΣΛΕΕ είναι «επιτακτική, σαφής και δεν απαιτείται για την εφαρμογή της καμιά παρέμβαση των κρατών μελών [ή των ενωσιακών θεσμικών οργάνων]». Ως εκ τούτου, το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ έχει «άμεσο αποτέλεσμα και γεννά υπέρ των ατόμων δικαιώματα που οφείλουν να προστατεύουν τα [εθνικά] δικαστήρια» (362).
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 35 της ΣΛΕΕ έχει επίσης άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι διατάξεις του ομοίως «ισχύουν άμεσα» και «απονέμουν στα άτομα δικαιώματα, τα οποία οφείλουν να προστατεύουν τα δικαστήρια των κρατών μελών» (363).
Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται την αρχή και το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ασκώντας προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει κάθε εθνική διάταξη την οποία θεωρεί αντίθετη με τα άρθρα 34 και 35 της ΣΛΕΕ. Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν επίσης να κληθούν να αξιολογήσουν σε ποιον βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί ένα εμπόδιο στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές με βάση τις επιτακτικές ανάγκες ή τους στόχους δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 36 της ΣΛΕΕ.
9.2. Το δίκτυο SOLVIT
Το SOLVIT είναι ένα δίκτυο (www.europa.eu/solvit) που αποσκοπεί στην επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί η λανθασμένη εφαρμογή από τις δημόσιες αρχές της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά (364). Για τον σκοπό αυτό, όλα τα κράτη μέλη του ΕΟΧ έχουν δημιουργήσει τα δικά τους κέντρα SOLVIT, τα οποία επικοινωνούν απευθείας μέσω μιας επιγραμμικής βάσης δεδομένων. Τα κέντρα SOLVIT υπάγονται στη δημόσια διοίκηση και αποστολή τους είναι να παρέχουν λύσεις στα προβλήματα τόσο των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων εντός διαστήματος δέκα εβδομάδων. Σύσταση της Επιτροπής του 2001 (365) που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες λειτουργίας του SOLVIT. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκεί την εποπτεία του δικτύου και, εάν παραστεί ανάγκη, παρεμβαίνει επιταχύνοντας την επίλυση καταγγελιών. Το 2018 το SOLVIT χειρίστηκε περισσότερες από 2 000 υποθέσεις, στις οποίες το ποσοστό επίλυσης για το συγκεκριμένο έτος ανήλθε σε 90 %.
Επιπλέον, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/515 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση θεσπίστηκε μια νέα διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στο SOLVIT. Με το άρθρο 8 του κανονισμού θεσπίζεται μια διαδικασία η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου οι εθνικές αρχές έχουν εκδώσει διοικητική απόφαση. Το κέντρο SOLVIT που εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αξιολογήσει τη συμβατότητα μιας διοικητικής απόφασης και να εκδώσει γνώμη. Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται μεγαλύτερες προθεσμίες από τη συνήθη διαδικασία του SOLVIT.
9.3. Διαδικασίες επί παραβάσει βάσει των άρθρων 258 και 260 της ΣΛΕΕ
9.3.1. Διαδικασία επί παραβάσει
Με την ιδιότητα του «θεματοφύλακα της Συνθήκης», η Επιτροπή μπορεί, ενεργώντας κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτα, να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά κράτους μέλους το οποίο θεωρείται ότι δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του σε σχέση με το δίκαιο της ΕΕ.
Το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 226 ΕΚ) προβλέπει τα επίσημα στάδια της διαδικασίας επί παραβάσει. Το πρώτο στάδιο είναι η αποστολή στο οικείο κράτος μέλος προειδοποιητικής επιστολής με την οποία του ζητείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.
Με βάση την απάντηση του κράτους μέλους, ή ελλείψει απάντησης, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο κράτος μέλος. Στην αιτιολογημένη γνώμη εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι υπήρξε παραβίαση του δικαίου της ΕΕ και καλείται το κράτος μέλος να συμμορφωθεί με το δίκαιο της ΕΕ εντός καθορισμένης ημερομηνίας, συνήθως εντός δύο μηνών. Εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με το δίκαιο της ΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ότι έχει παραβιαστεί το δίκαιο της ΕΕ.
Η προειδοποιητική επιστολή και η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδονται από την Επιτροπή οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, ώστε να μην μπορεί μεταγενέστερα να διευρυνθεί. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις που προβάλλονται με το έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (366).
Εάν στην τελεσίδικη απόφασή του το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει παραβιαστεί το δίκαιο της ΕΕ, ζητείται από το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση. Εάν η παραβίαση εξακολουθεί, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει εκ νέου στο Δικαστήριο και να ζητήσει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων (εφάπαξ ποσό και ημερήσια χρηματική ποινή). Η διαδικασία της δεύτερης προσφυγής στο Δικαστήριο ορίζεται στο άρθρο 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Βάσει της διαδικασίας αυτής και εφόσον το κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή 1) αποστέλλει επιστολή στο κράτος μέλος σχετικά με την υποχρέωση συμμόρφωσής του, 2) στη συνέχεια αποστέλλει προειδοποιητική επιστολή και τέλος 3) μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο (δεύτερη παραπομπή). Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την πρώτη του απόφαση, μπορεί να επιβάλει χρηματικές ποινές. Σκοπός αυτών των χρηματικών ποινών είναι να λειτουργήσουν αποτρεπτικά και να ενθαρρυνθεί το κράτος μέλος να συμμορφωθεί το ταχύτερο δυνατό με το δίκαιο της ΕΕ (367).
9.3.2. Καταγγελίες
Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι ένα μέτρο που έχει ληφθεί από κάποιο κράτος μέλος είναι αντίθετο με τα άρθρα 34-36 της ΣΛΕΕ μπορεί να υποβάλει καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πράγματι, ένα μεγάλο ποσοστό των διαδικασιών επί παραβάσει που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων κινούνται από την Επιτροπή μετά από υποβολή καταγγελίας. Διαδοχικές ανακοινώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις σχέσεις με τους καταγγέλλοντες στον τομέα των παραβάσεων του δικαίου της ΕΕ (368) ορίζουν τους κανόνες χειρισμού των καταγγελιών.
Οι καταγγελίες υποβάλλονται με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου καταγγελίας. Το έντυπο καταγγελίας διατίθεται από την Επιτροπή κατόπιν σχετικού αιτήματος ή διαδικτυακά από τον ιστότοπο Europa (369). Οι καταγγελίες πρέπει να υποβάλλονται ηλεκτρονικά ή γραπτώς με επιστολή προς τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής στη διεύθυνση «1049 Brussels, Belgium» ή να κατατίθενται σε κάποιο από τα γραφεία της Επιτροπής στα κράτη μέλη. Το τυποποιημένο έντυπο καταγγελίας μπορεί να υποβληθεί ηλεκτρονικά ή να αποσταλεί ταχυδρομικά σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ.
Η Επιτροπή αποστέλλει στον καταγγέλλοντα αρχική βεβαίωση παραλαβής εντός 15 εργάσιμων ημερών. Σε έναν μήνα από την αποστολή της βεβαίωσης παραλαβής, η Επιτροπή αποφασίζει αν η υποβληθείσα καταγγελία θα πρέπει να καταχωριστεί.
Αν και ο καταγγέλλων δεν είναι επίσημα μέρος καμίας διαδικασίας κατά κράτους μέλους, αξίζει να σημειωθεί ότι απολαμβάνει ορισμένα σημαντικά διοικητικά δικαιώματα:
— |
Η Επιτροπή δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του, εκτός και αν ο ίδιος συμφωνεί ρητά να αποκαλυφθεί. |
— |
Η Επιτροπή επιδιώκει να εκδίδει απόφαση επί της ουσίας (έναρξη διαδικασίας επί παραβάσει ή περάτωση της υπόθεσης) εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης της καταγγελίας. |
— |
Η Επιτροπή τηρεί τον καταγγέλλοντα ενήμερο σχετικά με τα βασικά στάδια της διαδικασίας. Ενημερώνεται εκ των προτέρων από την αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής εάν σχεδιάζει να περατώσει την υπόθεση, προκειμένου να μπορεί να αντιδράσει παρέχοντας νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. |
— |
Εάν μετά τη διερεύνηση του θέματος, η Επιτροπή θεωρεί ότι ενδέχεται πράγματι να υπάρχει παραβίαση του δικαίου της ΕΕ, μπορεί να αποφασίσει την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ. |
Ως θεματοφύλακας της Συνθήκης, η Επιτροπή μεριμνά άοκνα για τη διασφάλιση της συνολικής συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ και τον έλεγχο της τήρησης από τα κράτη μέλη των κανόνων και υποχρεώσεων που ορίζονται στη Συνθήκη ή στο παράγωγο δίκαιο. Εντούτοις, για διαφόρους λόγους, οι νομικές διαδικασίες, όπως οι διαδικασίες επί παραβάσει βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, μπορεί να μην αποτελούν πάντοτε το βέλτιστο μέσο για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου ζητήματος. Συνεπώς, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Επιτροπή, ακόμη και αν είναι πλήρως προσηλωμένη στον ρόλο εποπτείας της τήρησης του δικαίου της ΕΕ από τα κράτη μέλη, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει (370).
10. ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
10.1. Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (371)
Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 υποχρεώνει τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη κάθε σχέδιο τεχνικού κανονισμού που αφορά εμπορεύματα ή υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, πριν αυτά θεσπιστούν. Οι χώρες του ΕΟΧ, η Ελβετία και η Τουρκία κοινοποιούν επίσης τους τεχνικούς κανονισμούς τους στο πλαίσιο του συστήματος πληροφοριών για τους τεχνικούς κανόνες (TRIS).
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη λειτουργούν βάσει συστήματος προληπτικού ελέγχου. Κατά τη διάρκεια περιόδων αναμονής, τα κράτη μέλη πρέπει να απέχουν από την έγκριση των σχεδίων κανονισμών που έχουν κοινοποιήσει, ενώ αυτά εξετάζονται. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, μπορούν να διεξαχθούν διμερείς συζητήσεις με τις αρχές των κρατών μελών. Εάν διαπιστωθεί ότι το σχέδιο κανονισμού παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ για την εσωτερική αγορά, η περίοδος υποχρέωσης διατήρησης της ισχύουσας κατάστασης μπορεί να παραταθεί έως και έξι μήνες. Μπορεί να επιβληθεί παράταση διάρκειας έως και 18 μηνών με απόφαση αποκλεισμού, αν το Συμβούλιο εγκρίνει τη θέση του επί του ίδιου θέματος που καλύπτεται από το κοινοποιημένο σχέδιο κανονισμού (372).
Επομένως, αυτή η διαδικασία έχει ως στόχο να εξαλείψει κάθε εμπόδιο της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς πριν καν ανακύψει και έτσι αποφεύγεται η διορθωτική δράση, η οποία είναι πάντοτε επαχθέστερη.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις στις υποθέσεις CIA Security και Unilever (373)), δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί κανένας τεχνικός κανονισμός που δεν έχει κοινοποιηθεί στο στάδιο του σχεδίου ή έχει εκδοθεί κατά την υποχρεωτική περίοδο αναμονής και, κατά συνέπεια, ούτε να εφαρμοστεί από εθνικά δικαστήρια σε βάρος ιδιωτών. Αυτό επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα από το Δικαστήριο (374).
10.2. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2019/515 – Ο κανονισμός περί «αμοιβαίας αναγνώρισης»
Το 2008 ο νομοθέτης της ΕΕ εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008 για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους μέλους. Βασικός στόχος αυτού του κανονισμού ήταν να ορίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών και των επιχειρήσεων σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές αρνούνται την πρόσβαση στην αγορά ενός προϊόντος το οποίο κυκλοφορεί νόμιμα στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους. Ο κανονισμός ανέθεσε το βάρος της απόδειξης στις εθνικές αρχές που προτίθενται να αρνηθούν την πρόσβαση στην αγορά, απαιτώντας από αυτές να αναφέρουν τον τεχνικό ή επιστημονικό λόγο της πρόθεσής τους να αρνηθούν την πρόσβαση του προϊόντος στην εθνική αγορά. Στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία παρεχόταν η δυνατότητα να υπερασπιστεί την υπόθεσή του και να υποβάλει ισχυρά επιχειρήματα στις αρμόδιες αρχές.
Ο καθορισμός θέσπισε επίσης «σημεία επαφής για τα προϊόντα» σε κάθε κράτος μέλος, τα οποία παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους τεχνικούς κανόνες για τα προϊόντα και την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις επιχειρήσεις και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους κατάργησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008 από τις 19 Απριλίου 2020.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 έχει ως στόχο να βελτιώσει την ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις και τις εθνικές αρχές. Θεσπίζει τη δήλωση αμοιβαίας αναγνώρισης (υπεύθυνη δήλωση) για τους οικονομικούς φορείς προκειμένου να αποδείξουν ότι τα προϊόντα έχουν κυκλοφορήσει νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος, θεσπίζει μια νέα διαδικασία επίλυσης προβλημάτων με βάση το SOLVIT και προβλέπει στενότερη διοικητική συνεργασία και ένα κοινό εργαλείο ΤΠ για την ενίσχυση της επικοινωνίας, της συνεργασίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ των εθνικών αρχών.
Σε χωριστό έγγραφο καθοδήγησης παρέχονται λεπτομερέστερες επεξηγήσεις σχετικά με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/515.
10.3. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2679/98 – για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2679/98 του Συμβουλίου για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών (375) προβλέπει ειδικές διαδικασίες για την αντιμετώπιση σοβαρών εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, τα οποία προκαλούν σοβαρή ζημία στους επηρεαζόμενους ιδιώτες και επιβάλλουν τη λήψη άμεσων μέτρων. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να είναι αποτέλεσμα αδράνειας των εθνικών αρχών ενώπιον του κινδύνου βίαιων ενεργειών από ιδιώτες ή ειρηνικού αποκλεισμού των συνόρων, ή της δράσης ενός κράτους μέλους, όπως ένα θεσμοθετημένο μποϊκοτάζ κατά εισαγόμενων προϊόντων.
Ο κανονισμός προβλέπει μια διαδικασία επείγουσας ειδοποίησης και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Υπενθυμίζει επίσης στα κράτη μέλη τις υποχρεώσεις τους να λαμβάνουν τα απαραίτητα και αναλογικά μέτρα για να διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και να ενημερώνουν γι’ αυτά την Επιτροπή και παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να αποστέλλει στο οικείο κράτος μέλος κοινοποίηση με την οποία του ζητεί να λάβει τα εν λόγω μέτρα εντός μιας πολύ πιεστικής προθεσμίας (376).
(1) COM(2020) 94 final της 10ης Μαρτίου 2020.
(2) Οδηγός για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (2010).
(3) http://eur-lex.europa.eu/el/index.htm.
(4) http://curia.europa.eu/juris/recherche.jsf?language=el. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στον οδηγό χρησιμοποιείται η αρίθμηση της ΣΛΕΕ και όταν γίνεται αναφορά στις αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν δυνάμει της συνθήκης ΕΚ.
(5) Ανακοίνωση της Επιτροπής: Η Ενιαία Αγορά σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο – Ένα μοναδικό πλεονέκτημα που χρειάζεται ανανεωμένη πολιτική δέσμευση [COM(2018) 772 final].
(6) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft [2014] EU:C:2014:2037, σκέψη 57 και υπόθεση C-242/17 L.E.G.O [2018] ECLI:EU:C:2018:804, σκέψη 52.
(7) Υπόθεση C-445/06 Danske Slagterier κατά Bundesrepublik Deutschland [2009] ECLI:EU:C:2009:178, σκέψη 26.
(8) Υπόθεση C-309/02 Radlberger Spitz [2004] ECLI:EU:C:2004:799, σκέψη 53.
(9) Κανονισμός (EK) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).
(10) Υπόθεση C-292/12 Ragn-Sells [2013] ECLI:EU:C:2013:820, σκέψεις 49-50.
(11) Υπόθεση 7/68 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1968] ECLI:EU:C:1968:51.
(12) Υπόθεση 7/68 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1968] ECLI:EU:C:1968:51· υπόθεση 7/78 R. κατά Thompson, Johnson και Woodiwiss [1978] ECLI:EU:C:1978:209.
(13) Υπόθεση C-358/93 Bordessa [1995] ECLI:EU:C:1995:54.
(14) Υπόθεση C-318/07 Persche, [2009] ECLI:EU:C:2009:33, σκέψη 29.
(15) Υπόθεση C-2/90, Επιτροπή κατά Βελγίου [1992] ECLI:EU:C:1992:310, σκέψεις 23-28.
(16) Υπόθεση C-393/92 Commune d'Almelo και λοιποί κατά NV Energiebedrijf Ijsselmij [1994] ECLI:EU:C:1994:171.
(17) Υπόθεση C-159/94 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1997] ECLI:EU:C:1997:501.
(18) Υπόθεση C-421/09 Humanplasma GmbH κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας [2010] ECLI:EU:C:2010:760, σκέψεις 27-30, όπως επιβεβαιώθηκε στην απόφαση C-296/15 Medisanus [2017] ECLI:EU:C:2017:431, σκέψη 53.
(19) Βλ. σημείο 7.1.2 για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ των άρθρων 34-36 και 56 της ΣΛΕΕ.
(20) Υπόθεση C-97/98 Peter Jägerskiöld κατά Torolf Gustafsson [1999] ECLI:EU:C:1999:515.
(21) Υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψεις 39-40.
(22) Υπόθεση C-1/90 Aragonesa de Publicidad κατά Departamento de sanidad [1991] ECLI:EU:C:1991:327.
(23) Υπόθεση 434/85 Allen & Hanburys [1988] ECLI:EU:C:1988:109, σκέψη 25· υπόθεση C-227/06, Επιτροπή κατά Βελγίου ECLI:EU:C:2008:160, σκέψη 37.
(24) Βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις 266/87 και 267/87 R κατά Royal Pharmaceutical Society of Great Britain [1989] ECLI:EU:C:1989:205· υπόθεση C-292/92 Hünermund [1993] ECLI:EU:C:1993:932.
(25) Βλ. υπόθεση 249/81 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Buy Irish) [1982] ECLI:EU:C:1982:402· υπόθεση 222/82 Apple and Pear Development Council [1983] ECLI:EU:C:1983:370· υπόθεση C-325/00 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2002] ECLI:EU:C:2002:633· υπόθεση C-227/06 Επιτροπή κατά Βελγίου [2008] ECLI:EU:C:2008:160.
(26) Υπόθεση C-171/11 Fra.bo Spa κατά Deutsche Vereinigung des Gas und Wasserfaches eV (DVGW) — Technisch Wissenschaftlicher Verein [2012] ECLI:EU:C:2012:453, σκέψεις 31-32.
(27) Υπόθεση C-470/03 AGM-Cosmet SRl [2007] ECLI:EU:C:2007:213.
(28) Υπόθεση C-265/95 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1997] ECLI:EU:C:1997:595.
(29) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-154/04 και C-155/04 Alliance for Natural Health [2004] ECLI:EU:C:2004:848, σκέψεις 47 και 52.
(30) Υπόθεση 249/81 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Buy Irish) [1982] ECLI:EU:C:1982:402· υπόθεση C-227/06 Επιτροπή κατά Βελγίου [2008] ECLI:EU:C:2008:160.
(31) Υπόθεση 21/84 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1985] ECLI:EU:C:1985:184· υπόθεση C-387/99 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2004] ECLI:EU:C:2004:235, σκέψη 42· υπόθεση C-88/07 Επιτροπή κατά Ισπανίας [2009] ECLI:EU:C:2009:123· υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492, σκέψη 40.
(32) Υπόθεση 21/84 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1985] ECLI:EU:C:1985:184, σκέψεις 11-15.
(33) Υπόθεση C-88/07 Επιτροπή κατά Ισπανίας [2009]. ECLI:EU:C:2009:123, σκέψεις 54-66, 116.
(34) Υπόθεση C-387/99 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2004] ECLI:EU:C:2004:235, σκέψη 83.
(35) Υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492, σκέψη 40.
(36) Υποθέσεις C-265/95 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1997] ECLI:EU:C:1997:595, σκέψη 31· βλ. επίσης υπόθεση C-112/00 Schmidberger [2003] ECLI:EU:C:2003:333, σκέψη 60, ιδίως σχετικά με τους πιθανούς δικαιολογητικούς λόγους (ελευθερία έκφρασης και ελευθερία του συνέρχεσθαι).
(37) Υπόθεση C-309/02 Radlberger Spitz [2004] ECLI:EU:C:2004:799, σκέψη 80.
(38) Βλ. άρθρο 355 της ΣΛΕΕ.
(39) ΕΕ L 35 της 13.2.1996, σ. 1.
(40) Υπόθεση 8/74 Dassonville, [1974] ECLI:EU:C:1974:82, σκέψη 5.
(41) Υπόθεση 78/70 Deutsche Grammophon κατά Metro [1971] ECLI:EU:C:1971:59.
(42) Υπόθεση 229/83 Leclerc κατά Au Ble Vert [1985] ECLI:EU:C:1985:1.
(43) Υπόθεση C-30/01 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου [2003] ECLI:EU:C:2003:489, σκέψεις 49-54.
(44) Υπόθεση 177/82 Van de Haar [1984] ECLI:EU:C:1984:144· 269/83 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1985] ECLI:EU:C:1985:115· 103/84 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1986] ECLI:EU:C:1986:229.
(45) Υπόθεση C-67/97 Ditlev Blühme [1998] ECLI:EU:C:1998:584.
(46) Υπόθεση C-379/92 Peralta [1994] ECLI:EU:C:1994:296· υπόθεση C-44/98 BASF [1999] ECLI:EU:C:1999:440. Πρβλ. επίσης υπόθεση C-20/03 Burmanjer [2005] ECLI:EU:C:2005:307.
(47) Υπόθεση C-297/05 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2007] ECLI:EU:C:2007:531, σκέψη 63.
(48) Υπόθεση 2/73 Riseria Luigi Geddo κατά Ente Nationale Risi [1973] ECLI:EU:C:1973:89.
(49) Υπόθεση 13/68 Salgoil SpA κατά Υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου της Ιταλικής Δημοκρατίας [1968] ECLI:EU:C:1968:54.
(50) Υπόθεση 8/74 Dassonville [1974] ECLI:EU:C:1974:82. Για το ιστορικό υπόβαθρο, βλ. οδηγία 70/50/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1969, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 33 παράγραφος 7, περί κατάργησης των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος για τους ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις που έχουν θεσπιστεί με βάση την Συνθήκη ΕΟΚ (ΕΕ L 13 της 19.1.1970, σ. 29).
(51) Υπόθεση 8/74 Dassonville [1974] ECLI:EU:C:1974:82, σκέψη 5.
(52) Υπόθεση 120/78 Rewe Zentrale κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein [1979] ECLI:EU:C:1979:42.
(53) Παραδείγματα μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος αποτελούν οι απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση ή οποιεσδήποτε άλλες προδιαγραφές προϊόντων, ο περιορισμός των διαύλων διανομής και η προτίμηση σε εγχώρια προϊόντα.
(54) Βλ., μεταξύ άλλων, υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009], ECLI:EU:C:2009:66, σκέψη 37, υπόθεση C-456/10 ANETT [2012], ECLI:EU:C:2012:241 και υπόθεση C-148/15 Deutsche Parkinson Vereinigung, [2016], ECLI:EU:C:2016:776.
(55) Υπόθεση C-428/12 Επιτροπή κατά Ισπανίας [2014], ECLI:EU:C:2014:218, σκέψη 29.
(56) Υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009], ECLI:EU:C:2009:66, σκέψη 56.
(57) Υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψεις 125-134.
(58) Υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft [2014] ECLI:EU:C:2014:2037, σκέψεις 67-75, 82 και 119. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο μπορούσε να δικαιολογηθεί λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προωθήσεως της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας τον οποίο επεδίωκε.
(59) Υπόθεση C-265/06 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2008] ECLI:EU:C:2008:210.
(60) Ό.π., σκέψη 15.
(61) Ό.π., σκέψη 33.
(62) Υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009] ECLI:EU:C:2009:66.
(63) Υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009] ECLI:EU:C:2009:66, σκέψη 57.
(64) Υπόθεση C-142/05 Mickelsson και Roos [2009] ECLI:EU:C:2009:336.
(65) Υπόθεση C-142/05 Mickelsson και Roos [2009] ECLI:EU:C:2009:336, σκέψη 28.
(66) Υπόθεση C-142/05 Mickelsson και Roos [2009] ECLI:EU:C:2009:336, σκέψεις 39-40. Προς τούτο, βλ. επίσης υπόθεση C-433/05 Sandström [2010] ECLI:EU:C:2010:184.
(67) Υπόθεση C-433/05 Sandström [2010] ECLI:EU:C:2010:184, σκέψη 40. Η υπόθεση αυτή αποτελεί επίσης παράδειγμα μιας προσέγγισης της αναλογικότητας προσανατολισμένης στη διαδικασία, η οποία βασίζεται στην εκτίμηση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Mickelsson.
(68) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91 Keck και Mithouard [1993] ECLI:EU:C:1993:905.
(69) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91 Keck και Mithouard [1993] ECLI:EU:C:1993:905, σκέψη 16.
(70) Υπόθεση C-591/17, Δημοκρατία της Αυστρίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψη 129.
(71) Βλ. υπόθεση C-412/93 Leclerc-Siplec [1995] ECLI:EU:C:1995:26, σκέψη 22 και υπόθεση C-6/98 ARD [1999] ECLI:EU:C:1999:532, σκέψη 46.
(72) Βλ., για παράδειγμα, υποθέσεις C-401/92 και C-402/92 Tankstation ’t Heukske και Boermans [1994] ECLI:EU:C:1994:220, σκέψη 14 και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-69/93 και C-258/93 Punto Casa [1994] ECLI:EU:C:1994:226.
(73) Βλ. υπόθεση C-391/92 Επιτροπή κατά Ελλάδας [1995] ECLI:EU:C:1995:199, σκέψη 15.
(74) Βλ. υπόθεση C-63/94 Belgapom [1995] ECLI:EU:C:1995:270 και υπόθεση C-221/15 Etablissements Fr. Colruyt NV [2016] ECLI:EU:C:2016:704, σκέψη 37.
(75) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-158/04 και C-159/04 Άλφα Βήτα [2006] ECLI:EU:C:2006:562.
(76) Ό.π., σκέψεις 18-19.
(77) Υπόθεση C-159/00 Sapod Audic και Eco-Emballages [2002] ECLI:EU:C:2002:343.
(78) Ό.π., σκέψη 71. Αν η εν λόγω διάταξη ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι επιβάλλει υποχρέωση μαρκαρίσματος ή επισημάνσεως, τότε το μέτρο θα συνιστούσε τεχνικό κανόνα κατά την έννοια της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37). Σε αυτή την περίπτωση, ο ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί την παράλειψη κοινοποίησης αυτής της εθνικής διάταξης. Τότε, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη.
(79) Υπόθεση C-159/00 Sapod Audic και Eco-Emballages [2002] ECLI:EU:C:2002:343, σκέψη 72.
(80) Βλ. υπόθεση C-71/02 Karner [2004] ECLI:EU:C:2004:181 (απαγόρευση αναφοράς στην εμπορική προέλευση εμπορευμάτων που προέρχονται από πτωχεύσασα επιχείρηση)· υπόθεση C-441/04 A-Punkt [2006] ECLI:EU:C:2006:141 (πωλήσεις κατ’ οίκον) και επίσης παρόμοια αιτιολόγηση στην υπόθεση C-20/03 Burmanjer [2005] ECLI:EU:C:2005:307.
(81) Υπόθεση 120/78 Rewe Zentrale κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein [1979] ECLI:EU:C:1979:42. Παρότι αρχικά η αρχή αυτή δεν αναφερόταν ρητά στη νομολογία του Δικαστηρίου, πλέον αναγνωρίζεται πλήρως (βλ. π.χ. υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009] ECLI:EU:C:2009:66, σκέψη 34 και υπόθεση C-385/10 Elenca [2012] ECLI:EU:C:2012:634, σκέψη 23).
(82) Υπόθεση C-111/89 Staat der Nederlanden κατά P. Bakker Hillegom BV [1990] ECLI:EU:C:1990:177, σκέψη 8.
(83) Υπόθεση C-525/14 Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας [2016] ECLI:EU:C:2016:714, σκέψη 35.
(84) Υπόθεση C-525/14 Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας [2016] ECLI:EU:C:2016:714, σκέψη 39.
(85) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008 (ΕΕ L 91 της 29.3.2019, σ. 1).
(86) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.764/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 21). Για λεπτομέρειες, βλ. σημείο 8.3 του παρόντος οδηγού.
(87) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 51-54/71 International Fruit Company κατά Produktschap voor Groenten en Fruit [1971] ECLI:EU:C:1971:128· Υπόθεση C-54/05 Επιτροπή κατά Φινλανδίας [2007] ECLI:EU:C:2007:168, σκέψη 31.
(88) Υπόθεση 4/75 Rewe Zentralfinanz κατά Landwirschaftskammer [1975] ECLI:EU:C:1975:98.
(89) Υπόθεση C-272/95 Dt. Milchkontor II [1997] ECLI:EU:C:1997:191.
(90) Υπόθεση C-28/09 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2011] ECLI:EU:C:2011:854, σκέψη 119.
(91) Υπόθεση 155/82 Επιτροπή κατά Βελγίου [1983] ECLI:EU:C:1983:53, σκέψη 7.
(92) Ό.π., σκέψη 12. Βλ. επίσης υπόθεση C-12/02 Grilli [2003] ECLI:EU:C:2003:538, σκέψεις 48 και 49· 193/94 Σκαναβή και Χρυσανθακόπουλος [1996] ECLI:EU:C:1996:70, σκέψεις 36 έως 38.
(93) Υπόθεση 155/82 Επιτροπή κατά Βελγίου [1983] ECLI:EU:C:1983:53, σκέψη 15.
(94) Υπόθεση 13/78 Eggers κατά Freie Hansestadt Bremen [1978] ECLI:EU:C:1978:182.
(95) Υπόθεση 174/82 Officier van Justitie κατά Sandoz [1983] ECLI:EU:C:1983:213· C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70· C-420/01 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2003] ECLI:EU:C:2003:363· C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492· C-41/02 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2004] ECLI:EU:C:2004:762· C-319/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] ECLI:EU:C:2007:678.
(96) Υπόθεση C-473/98 Kemikalieinspektionen κατά Toolex-Alpha AB [2000] ECLI:EU:C:2000:379.
(97) Υπόθεση C-421/09 Humanplasma GmbH κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας [2010] ECLI:EU:C:2010:760, σκέψη 45.
(98) Υπόθεση C-270/02 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:78.
(99) Υπόθεση C-421/09 Humanplasma GmbH κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας [2010] ECLI:EU:C:2010:760, σκέψη 45.
(100) Υπόθεση 104/75 De Peijper [1976] ECLI:EU:C:1976:67.
(101) Υποθέσεις C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70, σκέψη 75.
(102) Υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492.
(103) Υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492, σκέψη 46.
(104) Ό.π., σκέψη 56.
(105) Υπόθεση C-473/98 Kemikalieinspektionen κατά Toolex-Alpha AB [2000] ECLI:EU:C:2000:379· υπόθεση C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70.
(106) Βλ. στη συνέχεια, σημείο 7.1.2.
(107) Υπόθεση C-344/90 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1992] ECLI:EU:C:1992:328.
(108) Υπόθεση 231/83 Cullet [1985] ECLI:EU:C:1985:29· υπόθεση 82/77 Van Tiggele [1978] ECLI:EU:C:1978:10.
(109) ΕΕ L 176 της 5.7.2011, σ. 24.
(110) Υπόθεση C-221/15 Colruyt [2016] ECLI:EU:C:2016:704, σκέψη 41.
(111) Υπόθεση C-333/14 Scottish Whiskey Association κ.λπ. κατά Lord Advocate και Advocate General of Scotland [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 50.
(112) Υπόθεση 65/75 Tasca [1976] ECLI:EU:C:1976:30· υπόθεση 88-90/75 SADAM [1976] ECLI:EU:C:1976:32· υπόθεση 181/82 Roussel [1983] ECLI:EU:C:1983:352· υπόθεση 13/77 GB-INNO κατά ATAB [1977] ECLI:EU:C:1977:185.
(113) Υπόθεση 16-20/79 Danis [1979] ECLI:EU:C:1979:248.
(114) Υπόθεση 116/84 Roelstrate [1985] ECLI:EU:C:1985:237· υπόθεση 188/86 Lefevre [1987] ECLI:EU:C:1987:327.
(115) Για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις μορφές πώλησης, βλ. σημείο 3.4.2.2.
(116) Υπόθεση C-63/94 Belgapom κατά ITM and Vocarex [1995] ECLI:EU:C:1995:270.
(117) Υπόθεση C-531/07 Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft κατά LIBRO [2009] ECLI:EU:C:2009:276.
(118) Υπόθεση C-148/15 Deutsche Parkinson Vereinigung [2016] ECLI:EU:C:2016:394, σκέψεις 23-27.
(119) Υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 6.
(120) Υπόθεση C-333/14 Scottish Whiskey Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 32. (η επισήμανση των συντακτών)
(121) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-254/05 Επιτροπή κατά Βελγίου [2007] ECLI:EU:C:2007:319· υπόθεση C-432/03 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2005] ECLI:EU:C:2005:669, σκέψη 41· υπόθεση C-249/07 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2008] ECLI:EU:C:2008:683, σκέψη 26.
(122) Υπόθεση C-390/99 Canal Satélite Digital [2002] ECLI:EU:C:2002:34· υπόθεση C-333/08 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2010] ECLI:EU:C:2010:44· υπόθεση C-423/13 Vilniaus Energija [2014] ECLI:EU:C:2014:2186.
(123) Υπόθεση C-423/13 Vilniaus Energija [2014] ECLI:EU:C:2014:2186, σκέψη 55.
(124) Υπόθεση 21/84 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1985] ECLI:EU:C:1985:184.
(125) Υπόθεση C-455/01 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2003] ECLI:EU:C:2003:551.
(126) Υπόθεση C-432/03 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2005] ECLI:EU:C:2005:514.
(127) Υπόθεση C-61/12 Επιτροπή κατά Λιθουανίας [2014] ECLI:EU:C:2014:172, σκέψεις 57 και 69. Βλ. υπόθεση C-639/11 Επιτροπή κατά Πολωνίας [2014] ECLI:EU:C:2014:173.
(128) Βλ. παραδείγματος χάρη προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση C-412/93 Leclerc-Siplec [1995] ECLI:EU:C:1995:26 και του Γενικού Εισαγγελέα Geelhoed στην υπόθεση C-239/02 Douwe Egberts [2004] ECLI:EU:C:2004:445.
(129) Βλ. για παράδειγμα συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/95 και C-36/95 De Agostini [1997] ECLI:EU:C:1997:344.
(130) Υπόθεση 286/81 Oosthoek [1982] ECLI:EU:C:1982:438, σκέψη 15. Βλ. επίσης υποθέσεις προ-Keck: υπόθεση 362/88 GB-INNO [1990] ECLI:EU:C:1990:102 και υπόθεση C-1/90 Aragonesa [1991] ECLI:EU:C:1991:327.
(131) Υπόθεση C-470/93 Mars [1995] ECLI:EU:C:1995:224, σκέψη 13 (το μέτρο απαιτεί πρόσθετες δαπάνες συσκευασίας και διαφήμισης). Βλ. επίσης υπόθεση C-368/95 Familiapress [1997] ECLI:EU:C:1997:325, σκέψη 11.
(132) Βλ. υπόθεση C-292/92 Hünermund [1993] ECLI:EU:C:1993:932 (απαγόρευση της διαφήμισης «παραφαρμακευτικών» προϊόντων εκτός των χώρων των φαρμακείων) και υπόθεση C-412/93 Leclerc-Siplec [1995] ECLI:EU:C:1995:26 (περιορισμός της τηλεοπτικής διαφήμισης)·πρβλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/95 και C-36/95 De Agostini [1997] ECLI:EU:C:1997:344· υπόθεση C-405/98 Gourmet [2001] ECLI:EU:C:2001:135.
(133) Υπόθεση C-239/02 Douwe Egberts, [2004] ECLI:EU:C:2004:445, σκέψη 53.
(134) Όσον αφορά τη διάκριση ανάμεσα στους εγχώριους οικονομικούς φορείς και τους οικονομικούς φορείς άλλων κρατών μελών, βλ. υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 74 και υπόθεση C-254/98 Heimdienst [2000] ECLI:EU:C:2000:12, σκέψη 26. Βλ. επίσης υποθέσεις 87/85 και 88/85 Legia και Gyselinx [1986] ECLI:EU:C:1986:215, σκέψη 15 και υπόθεση C-189/95 Franzén [1997] ECLI:EU:C:1997:504, σκέψη 71.
(135) Σε αυτό το πλαίσιο, βλ. υπόθεση C-405/98 Gourmet [2001] ECLI:EU:C:2001:135· υποθέσεις C-34/95 και C-36/95 De Agostini [1997] ECLI:EU:C:1997:344 και υπόθεση C-239/02 Douwe Egberts [2004] ECLI:EU:C:2004:445 (απαγόρευση αναφορών στο «αδυνάτισμα» και σε «ιατρικές συστάσεις, βεβαιώσεις, παραθέσεις απόψεων ιατρών και ιατρικές συμβουλές ή σε δηλώσεις εγκρίσεως»).
(136) Σε αυτό το πλαίσιο, βλ. υπόθεση C-292/92 Hünermund [1993] ECLI:EU:C:1993:932 και υπόθεση C-71/02 Karner [2004] ECLI:EU:C:2004:181 (απαγόρευση αναφορών στο γεγονός ότι τα προϊόντα προέρχονται από πτωχευτική περιουσία).
(137) Υπόθεση C-337/95 Dior [1997] ECLI:EU:C:1997:517.
(138) Υπόθεση C-405/98 Gourmet [2001] ECLI:EU:C:2001:135.
(139) Υπόθεση C-33/97 Colim [1999] ECLI:EU:C:1999:274, σκέψη 37 και υπόθεση C-416/00 Morellato [2003] ECLI:EU:C:2003:475, σκέψεις 29 και 30· υπόθεση C-217/99 Επιτροπή κατά Βελγίου [2000] ECLI:EU:C:2000:638, σκέψη 17.
(140) Υπόθεση 27/80 Fietje ECLI:EU:C:1980:293, σκέψη 15.
(141) Υπόθεση C-385/10 Elenca Srl κατά Ministero dell’Interno [2012] ECLI:EU:C:2012:634.
(142) Ό.π.
(143) Υπόθεση 261/81 Rau κατά De Smedt [1982] ECLI:EU:C:1982:382.
(144) Υπόθεση C-30/99 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [2001] ECLI:EU:C:2001:346· υπόθεση C-525/14 Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας [2016] ECLI:EU:C:2016:714· βλ. επίσης υπόθεση C-481/12 UAB Juvelta κατά VĮ Lietuvos prabavimo rūmai [2014] ECLI:EU:C:2014:11.
(145) Υπόθεση C-244/06 Dynamic Medien Vertriebs GmbH κατά Avides Media AG [2008] ECLI:EU:C:2008:85, σε αυτή την υπόθεση τα εμπόδια στο εμπόριο κρίθηκαν ωστόσο δικαιολογημένα για λόγους προστασίας των ανηλίκων.
(146) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση 207/83 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου [1985] ECLI:EU:C:1985:161, σκέψη 17.
(147) Βλ. υπόθεση C-95/14 UNIC και Uni.co.pel [2015] ECLI:EU:C:2015:492, σκέψη 44.
(148) Βλ. υπόθεση 207/83 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου [1985] ECLI:EU:C:1985:161, σκέψη 21.
(149) Βλ. υπόθεση C-325/00 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2002] ECLI:EU:C:2002:633, σκέψη 24 και υπόθεση C-255/03 Επιτροπήκατά Βελγίου ECLI:EU:C:2004:378.
(150) Βλ. υπόθεση 13/78 Eggers ECLI:EU:C:1978:182, σκέψεις 24-25.
(151) Βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-321/94 έως C-324/94 Pistre και λοιποί, ECLI:EU:C:1997:229, σκέψη 45.
(152) Υπόθεση C-169/17 Asociación Nacional de Productores de Ganado Porcino [2018] ECLI:EU:C:2018:440, σκέψεις 24-28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
(153) Υπόθεση 249/81 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [1982] ECLI:EU:C:1982:402.
(154) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-325/00 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2002] ECLI:EU:C:2002:633, υπόθεση C-6/02 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2003] ECLI:EU:C:2003:136. Βλ. επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-204/12 έως C-208/12 Essent Belgium [2014] ECLI:EU:C:2014:2192 σκέψεις 88, 90-95 και 116. Βλ. επίσης υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft [2014] ECLI:EU:C:2014:2037.
(155) Υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664.
(156) Συνδικασθείσες υποθέσεις C-34/95 και C-36/95 De Agostini [1997] ECLI:EU:C:1997:344, σκέψεις 43-44. Ο Γενικός Εισαγγελέας Geelhoed (υπόθεση C-239/02 Douwe Egberts [2004] ECLI:EU:C:2004:445, σκέψη 68) αντικρούει αυτό το σκεπτικό βάσει της συλλογιστικής του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-292/92 Hünermund ([1993] ECLI:EU:C:1993:932) και C-412/93 Leclerc-Siplec ([1995] ECLI:EU:C:1995:26). Υποστήριξε ότι οι απαγορεύσεις της διαφήμισης στις δύο τελευταίες υποθέσεις ήταν περιορισμένης έκτασης. Επισήμανε ότι το Δικαστήριο στις δύο τελευταίες υποθέσεις προσέδωσε σημασία στο γεγονός ότι οι επίμαχοι περιορισμοί δεν επηρέαζαν τις δυνατότητες άλλων εμπόρων να διαφημίζουν τα ίδια προϊόντα με άλλα μέσα. Με άλλα λόγια, «η λειτουργία της διαφημίσεως σε σχέση με τη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά των οικείων προϊόντων παρέμεινε άθικτη».
(157) Υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 74.
(158) Υπόθεση C-108/09 Ker-Optika, [2010] ECLI:EU:C:2010:725, σκέψεις 43-44.
(159) Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).
(160) Υπόθεση C-198/14 Visnapuu [2015] ECLI:EU:C:2015:751, σκέψεις 99, 102, 208 και 129.
(161) Υπόθεση C-463/01 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2004] ECLI:EU:C:2004:797· υπόθεση C-309/02 Radlberger Spitz [2004] ECLI:EU:C:2004:799.
(162) ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10.
(163) Βλ. υπόθεση 238/82 Duphar [1984] ECLI:EU:C:1984:45 και υπόθεση C-70/95 Sodemare και λοιποί [1997] ECLI:EU:C:1997:301.
(164) Οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και τη κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας (ΕΕ L 40 της 11.2.1989, σ. 8).
(165) Υπόθεση C-120/95 Decker [1998] ECLI:EU:C:1998:167.
(166) Υπόθεση C-201/94 Smith & Nephew [1996] ECLI:EU:C:1996:432.
(167) Υπόθεση C-100/96 British Agrochemicals [1999] ECLI:EU:C:1999:129· υπόθεση C-201/06 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2008] ECLI:EU:C:2008:104, σκέψη 33.
(168) Υπόθεση C-44/01 Pippig Augenoptik κατά Hartlauer [2003] ECLI:EU:C:2003:205, σκέψη 63.
(169) Υπόθεση 104/75 De Peijper [1976] ECLI:EU:C:1976:67.
(170) Υπόθεση C-94/98 Rhône-Poulenc Rorer and May & Baker [1999] ECLI:EU:C:1999:614, σκέψη 40.
(171) Υπόθεση C-172/00 Ferring [2002] ECLI:EU:C:2002:474.
(172) Υπόθεση C-201/94 Smith&Nephew [1996] ECLI:EU:C:1996:432, υπόθεση C-94/98 Rhone Poulenc [1999] ECLI:EU:C:1999:614.
(173) Υπόθεση C-112/02, Kolpharma [2004] ECLI:EU:C:2004:208, σκέψεις 15-18.
(174) Υποθέσεις 104/75 De Peijper [1976] ECLI:EU:C:1976:67, υπόθεση C-201/94 Smith&Nephew [1996] ECLI:EU:C:1996:432, υπόθεση C-387/18 Delfarma [2019] ECLI:EU:C:2019:556.
(175) Υπόθεση C-114/15 Audace [2016] ECLI:EU:C:2016:813.
(176) Υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 127. Βλ. σχετικά υπόθεση 229/83 Leclerc και λοιποί [1985] ECLI:EU:C:1985:1, σκέψη 26 και υπόθεση C-240/95 Schmit [1996] ECLI:EU:C:1996:259, σκέψη 10.
(177) Υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 129.
(178) Υπόθεση C-33/97 Colim κατά Bigg’s Continent Noord [1999] ECLI:EU:C:1999:274.
(179) Σε αυτό το πλαίσιο, βλ. επίσης
— |
Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64), |
— |
Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29), |
— |
Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171 της 7.7.1999, σ. 12), |
— |
καθώς και κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18). |
(180) Υπόθεση C-366/98 Yannick Geffroy [2000] ECLI:EU:C:2000:430, σκέψη 28.
(181) Υπόθεση C-85/94 Piageme κατάPeeters [1995] ECLI:EU:C:1995:312.
(182) Υπόθεση C-33/97 Colim κατά Bigg’s Continent Noord [1999] ECLI:EU:C:1999:274, σκέψεις 41-43.
(183) Υπόθεση 215/87 Schumacher [1989] ECLI:EU:C:1989:111.
(184) Υποθέσεις C-260/06 και C-261/06 Escalier Bonnarel [2007] ECLI:EU:C:2007:659.
(185) Ό.π., σκέψη 32.
(186) Υπόθεση C-373/11 Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού [2013] ECLI:EU:C:2013:567, σκέψη 26.
(187) Υπόθεση C-283/03 Kuipers [2005] ECLI:EU:C:2005:314, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
(188) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).
(189) Υπόθεση C-333/14 Scotch Whisky Association και λοιποί [2015] EU:C:2015:845, σκέψη 20.
(190) Ό.π., σκέψη 26 και παρατιθέμενη νομολογία.
(191) Υπόθεση C-2/18, Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė [2019] ECLI:EU:C:2019:962, σκέψη 45.
(192) Ό.π., σκέψη 49.
(193) Ό.π., σκέψη 57.
(194) Ό.π., σκέψη 69.
(195) Υπόθεση 15/79 P. B. Groenveld BV κατά Produktschap voor Vee en Vlees [1979] ECLI:EU:C:1979:253.
(196) Υπόθεση 15/79 P. B. Groenveld BV κατά Produktschap voor Vee en Vlees [1979] ECLI:EU:C:1979:253, σκέψη 7. Βλ. επίσης υπόθεση C-12/02 Marco Grilli [2003] ECLI:EU:C:2003:538, σκέψη 41.
(197) Υποθέσεις C-47/90 Delhaize κατά Promalvin [1992] ECLI:EU:C:1992:250 (σε αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο παρέλειψε στο σκεπτικό του την υποχρέωση χορήγησης ειδικού πλεονεκτήματος στην εθνική παραγωγή, μολονότι αυτή ήταν προδήλως παρούσα στα πραγματικά περιστατικά). Ωστόσο, στην επακόλουθη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-388/95 Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας [2000] ECLI:EU:C:2000:244, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη προϋπόθεση (η προϋπόθεση εμφιάλωσης εντός της περιοχής για οίνο με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης) πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, παρά τα περιοριστικά αποτελέσματά της επί των συναλλαγών, αν αποδεικνύεται ότι συνιστά μέσο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, ικανό να διασφαλίσει τη μεγάλη φήμη την οποία απολαύει αναμφισβήτητα η «denominación de origen calificada» Rioja. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ίσχυε ιδίως διότι οι επιχειρήσεις στην περιοχή διάθεταν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την εκτέλεση περίπλοκων εργασιών εμφιάλωσης. Το ίδιο σκεπτικό ίσχυε για τους ελέγχους που πραγματοποιούνταν στην περιοχή. Επιπλέον, η μεταφορά χύμα του οίνου εκτός της περιοχής συνεπαγόταν κινδύνους υποβάθμισης της ποιότητάς του λόγω οξείδωσης.
(198) Υπόθεση C-108/01 Consorzio del Prosciutto di Parma [2003] ECLI:EU:C:2003:296. Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ότι προϋπόθεση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη (εκτέλεση του τεμαχισμού σε φέτες και της συσκευασίας εντός της περιοχής) πρέπει να θεωρηθεί ως συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ, παρά τα περιοριστικά αποτελέσματά της επί των συναλλαγών, αν αποδεικνύεται ότι συνιστά μέσο αναγκαίο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, ικανό να διασφαλίσει την ποιότητα του επίμαχου προϊόντος, την προέλευσή του ή τον έλεγχο των προδιαγραφών της συγκεκριμένης ΠΟΠ (βλ. σκέψη 66 της απόφασης). Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η διαδικασία που προβλέπεται στις προδιαγραφές αναθέτει την εκτέλεση λεπτομερών και συστηματικών ελέγχων σε επαγγελματίες που έχουν εξειδικευμένη γνώση των χαρακτηριστικών των επίμαχων προϊόντων και, ως εκ τούτου, θεωρείται δύσκολη η οργάνωση της αποτελεσματικής διεξαγωγής τέτοιων ελέγχων στα άλλα κράτη μέλη (βλ. σκέψη 75). Βλ. επίσης σχετικά υπόθεση C-469/00 Ravil κατά Bellon [2003] ECLI:EU:C:2003:295. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση C-367/17 EA και λοιποί [2018] ECLI:EU:C:2018:1025, καθώς και στην υπόθεση C-569/18 Caseificio Cirigliana [2019] ECLI:EU:C:2019:873 (βλ. σκέψη 39).
(199) Υπόθεση 155/80 Oebel [1981] ECLI:EU:C:1981:177· υπόθεση C-388/95 Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας [2000] ECLI:EU:C:2000:244, σκέψη 41.
(200) Υπόθεση C-205/07 Gysbrechts και Santurel Inter [2008] ECLI:EU:C:2008:730.
(201) Ό.π. σκέψεις 40-43· C-169/17 Asociación Nacional de Productores de Ganado Porcino [2018] ECLI:EU:C:2018:440, σκέψη 29.
(202) Υπόθεση C-15/15 New Valmar [2016] ECLI:EU:C:2016:464, σκέψη 36. Βλ. επίσης υπόθεση C-169/17 Asociación Nacional de Productores de Ganado Porcino [2018] ECLI:EU:C:2018:440, σκέψη 29.
(203) Υπόθεση C-15/15 New Valmar [2016] ECLI:EU:C:2016:464, σκέψεις 47, 50-56.
(204) Υπόθεση C-648/18 Hidroelectrica [2020] ECLI:EU:C:2020:723 σκέψη 33.
(205) Υπόθεση C-222/18 VIPA [2019] ECLI:EU:C:2019:751, σκέψη 62.
(206) Υπόθεση C-120/95 Decker [1998] ECLI:EU:C:1998:167· υπόθεση 72/83 Campus Oil [1984] ECLI:EU:C:1984:256.
(207) Υπόθεση 251/78 Denkavit Futtermittel κατά Minister of Agriculture [1979] ECLI:EU:C:1979:252.
(208) Υπόθεση C-55/99 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2000] ECLI:EU:C:2000:693.
(209) Υπόθεση C-473/98 Kemikalieinspektionen κατά Toolex Alpha [2000] ECLI:EU:C:2000:379· υπόθεση 5/77 Tadeschi κατά Denkavit [1977] ECLI:EU:C:1977:144.
(210) Υπόθεση 34/79 Henn και Darby [1979] ECLI:EU:C:1979:295, σκέψη 21, καθώς και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-1/90 και C-176/90 Aragonesa de Publicidad Exterior και Publivía [1991] ECLI:EU:C:1991:327, σκέψη 20.
(211) Υπόθεση 121/85 Conegate κατά Customs and Excise Commissioners [1986] ECLI:EU:C:1986:114· υπόθεση 34/79 R κατά Henn και Darby [1979] ECLI:EU:C:1979:295.
(212) Υπόθεση C-275/92 Schindler [1994] ECLI:EU:C:1994:119, σκέψη 58· υπόθεση C-124/97 Läärä και λοιποί [1999] ECLI:EU:C:1999:435, σκέψη 33· υπόθεση C-98/14 Berlington Hungary [2015] ECLI:EU:C:2015:386, σκέψη 58.
(213) Υπόθεση C-244/06 Dynamic Medien Vertriebs κατά Avides Media [2008] ECLI:EU:C:2008:85.
(214) Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι νομοθεσία «που αποσκοπεί στην πρόβλεψη κανόνων σχετικών με την κατανάλωση οινοπνεύματος προς αποφυγήν των επιζήμιων για την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνία αποτελεσμάτων των οινοπνευματωδών ουσιών και επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να καταπολεμήσει την κατάχρηση του οινοπνεύματος, στηρίζεται σε λόγους συνδεόμενους με τη δημόσια υγεία και τη δημόσια τάξη τους οποίους αναγνωρίζει το άρθρο [36 ΣΛΕΕ]» - υπόθεση C-434/04 Ahokainen και Leppik [2006] ECLI:EU:C:2006:609, σκέψη 28· βλ. επίσης υπόθεση C-170/04 Rosengren και λοιποί [2007] ECLI:EU:C:2007:313, σκέψη 40· υπόθεση C-198/14 Visnapuu [2015] ECLI:EU:C:2015:751, σκέψη 116.
(215) Υπόθεση 7/78 R κατά Thompson [1978] ECLI:EU:C:1978:209.
(216) Υπόθεση 72/83 Campus Oil [1984] ECLI:EU:C:1984:256.
(217) Υπόθεση C- 648/18 Hidroelectrica [2020] ECLI:EU:C:2020:723 σκέψη 36.
(218) Υπόθεση C-367/89 Ποινική δίωξη κατά Aimé Richardt και Les Accessoires Scientifiques SNC [1991] ECLI:EU:C:1991:376.
(219) Ό.π.
(220) Υπόθεση 104/75 De Peijper [1976] ECLI:EU:C:1976:67.
(221) Βλ. επίσης υπόθεση C-333/14 Scottish Whiskey Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 59.
(222) Υπόθεση C-198/14 Visnapuu [2015] ECLI:EU:C:2015:751, σκέψη 118· υπόθεση C-108/09 Ker-Optika [2010] ECLI:EU:C:2010:725, σκέψη 58.
(223) Υπόθεση C-270/02 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:78, σκέψη 22· υπόθεση C-319/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] ECLI:EU:C:2007:678, σκέψη 88· C-421/09 Humanplasma GmbH κατά Αυστρίας [2010] ECLI:EU:C:2010:760, σκέψη 34.
(224) Υπόθεση C-270/02 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:78· υπόθεση C-319/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] ECLI:EU:C:2007:678· υπόθεση C-148/15 Deutsche Parkinson Vereinigung [2016] ECLI:EU:C:2016:776, σκέψεις 36, 40·
(225) Υπόθεση C-108/09 Ker-Optika [2010] ECLI:EU:C:2010:725, σκέψη 35.
(226) Υπόθεση C-157/96 National Farmers Union [1998] ECLI:EU:C:1998:191, σκέψη 63.
(227) Βλ. για παράδειγμα υπόθεση 227/82 Van Bennekom [1983] ECLI:EU:C:1983:354, σκέψη 40 και υπόθεση 178/84 Επιτροπή κατά Γερμανίας (Reinheitsgebot) [1987] ECLI:EU:C:1987:126, σκέψη 46.
(228) Υπόθεση C-41/02 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2004] ECLI:EU:C:2004:762, σκέψη 47· υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492, σκέψη 46· Υπόθεση C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70, σκέψη 53.
(229) Υπόθεση C-249/07 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2008] ECLI:EU:C:2008:683, σκέψεις 50-51· υπόθεση C-41/02 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2004] ECLI:EU:C:2004:762· υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492· υπόθεση C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70.
(230) Η Επιτροπή έχει εκδώσει ανακοίνωση για την αρχή της προφύλαξης, COM(2000) 1 τελικό.
(231) Βλ. υπόθεση C-132/03 Codacons και Federconsumatori [2005] ECLI:EU:C:2005:310, σκέψη 61 και υπόθεση C-236/01 Monsanto Agricoltura [2003] ECLI:EU:C:2003:431, σκέψη 111.
(232) Υπόθεση C-446/08 Solgar Vitamin’s France [2010] ECLI:EU:C:2010:233, σκέψη 67.
(233) Υπόθεση C-236/01 Monsanto Agricoltura [2003] ECLI:EU:C:2003:431, σκέψη 106· υπόθεση C-41/02 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2004] ECLI:EU:C:2004:762, σκέψη 52· υπόθεση C-192/01 Επιτροπή κατά Δανίας [2003] ECLI:EU:C:2003:492, σκέψη 49· υπόθεση C-24/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2004] ECLI:EU:C:2004:70, σκέψη 56· Υπόθεση C-446/08 Solgar Vitamin’s France [2010] ECLI:EU:C:2010:233, σκέψη 67.
(234) Υπόθεση C-672/15 Noria Distribution SARL [2017] ECLI:EU:C:2017:310, σκέψη 33.
(235) Υπόθεση C-531/07 Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft κατά LIBRO [2009] ECLI:EU:C:2009:276, σκέψη 32.
(236) Για κατάλογο συγκεκριμένων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, βλ. δήλωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (2005/295/ΕΚ) (ΕΕ L 94 της 13.4.2005, σ. 37).
(237) Υπόθεση C-235/89 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1992] I-777.
(238) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση 53/87, Circa και λοιποί κατά Renault, ECLI:EU:1988:472.
(239) Βλ. για παράδειγμα, υπόθεση 5/11, Donner, ECLI:EU:C:2012:370, σκέψεις 31-37, με αναφορές σε προηγούμενη νομολογία.
(240) Βλ. για παράδειγμα, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/95 και C-268/95, Merck & Co e.a. κατά Primecrown Ltd e.a. ECLI:EU:C:1996:468, σκέψη 30, με αναφορές σε προηγούμενη νομολογία.
(241) Βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/95 και C-268/95, Merck & Co e.a. κατά Primecrown Ltd e.a. ECLI:EU:C:1996:468, σκέψη 32, με αναφορές σε προηγούμενη νομολογία.
(242) Βλ. υπόθεση C-10/89, SA CNL-SUCAL NV κατά HAG GF AG, ECLI:EU:1990:359, σκέψη 14, με αναφορές σε προηγούμενη νομολογία.
(243) Για μια καλή επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, βλ. υπόθεση C-143/00, Boehringer Ingelheim, ECLI:EU:C:2002:246.
(244) Υπόθεση 53/87, Cicra και λοιποί κατά Renault, ECLI:EU:1988:472, σκέψη 10.
(245) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 336 της 23.12.2015, σ. 1)
(246) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1).
(247) Για επισκόπηση της συγκεκριμένης νομοθεσίας περί διανοητικής ιδιοκτησίας, βλ. https://ec.europa.eu/growth/industry/policy/intellectual-property_el
(248) Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167 της 22.6.2001, σ. 10).
(249) Οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 28).
(250) Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΕΕ L 111 της 5.5.2009, σ. 16).
(251) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-128/11 Usedsoft.
(252) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-263/18 Tom Kabinet.
(253) Υπόθεση C-3/91 Exportur κατά LOR [1992] Συλλογή I-5529, σκέψη 37· υπόθεση C-216/01 Budějovický Budvar [2003] ECLI:EU:C:2003:618, σκέψη 99.
(254) Υπόθεση 120/78 Rewe κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein [1979] ECLI:EU:C:1979:42, σκέψη 8.
(255) Βλ., για παράδειγμα, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-1/90 και C-176/90 Aragonesa de Publicidad Exterior και Publivia κατά Departamento de Sanidad y Seguridad Social de Cataluña [1991] ECLI:EU:C:1991:327, σκέψη 13.
(256) Βλ. για παράδειγμα υπόθεση C-2/90 Επιτροπή κατά Βελγίου [1992] ECLI:EU:C:1992:310, επί της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το μέτρο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις δεν εισήγαγε διακρίσεις λόγω της ειδικής φύσης του αντικειμένου της υπόθεσης και στη συνέχεια αποδέχτηκε την περιβαλλοντική αιτιολόγηση. Στην υπόθεση C-320/03 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2005] ECLI:EU:C:2005:684, το Δικαστήριο επέλεξε να θεωρήσει ένα μέτρο εφαρμοζόμενο αδιακρίτως αντί συνεπαγόμενο έμμεση διάκριση.
(257) Υπόθεση 302/86 Επιτροπή κατά Δανίας [1988] ECLI:EU:C:1988:421, σκέψη 8.
(258) Υπόθεση 240/83, Procureur de la République κατά ADBHU [1985] ECLI:EU:C:1985:59, σκέψεις 12-13, 15· υπόθεση 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας [1988] ECLI:EU:C:1988:421, σκέψεις 8-9· υπόθεση C-487/06 British Aggregates κατά Επιτροπής [2008] ECLI:EU:C:2008:757, σκέψη 91.
(259) Υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft [2014] ECLI:EU:C:2014:2037, σκέψη 78.
(260) Υπόθεση C-242/17 L.E.G.O. [2018] ECLI:EU:C:2018:804, σκέψη 72.
(261) Υπόθεση C-549/15 E.ON Biofor Sverige [2017] ECLI:EU:C:2017:490, σκέψεις 74, 80 και 84.
(262) Ό.π., σκέψεις 88-89.
(263) Υπόθεση 302/86 Επιτροπή κατά Δανίας [1988] ECLI:EU:C:1988:421. Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα συστήματα παρακράτησης καλύπτονται εν μέρει από την οδηγία 94/62/ΕΚ της 20ής Δεκεμβρίου 1994 για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας και από την οδηγία (ΕΕ) 2018/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για τροποποίηση της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 150 της 14.6.2018, σ. 141).
(264) Βλ. για παράδειγμα: υπόθεση C-319/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] ECLI:EU:C:2007:678· υπόθεση C-186/05 Επιτροπή κατά Σουηδίας [2007] ECLI:EU:C:2007:571· υπόθεση C-297/05 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2007] ECLI:EU:C:2007:531· υπόθεση C-254/05 Επιτροπή κατά Βελγίου [2007] ECLI:EU:C:2007:319· υπόθεση C-432/03 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2005] ECLI:EU:C:2005:669.
(265) Υπόθεση C-242/17 L.E.G.O. [2018] ECLI:EU:C:2018:804, σκέψη 65· υπόθεση C-573/12 Ålands Vindkraft [2014] ECLI:EU:C:2014:2037, σκέψεις 79 και 93.
(266) Υπόθεση C-28/09 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2011] ECLI:EU:C:2011:854, σκέψεις 121-122· υπόθεση C-67/97 Bluhme [1998] ECLI:EU:C:1998:584.
(267) Υπόθεση C-481/12 Juvelta [2014] ECLI:EU:C:2014:11, σκέψη 23.
(268) Υπόθεση C-481/12 Juvelta [2014] ECLI:EU:C:2014:11, σκέψεις 21-22· υπόθεση 220/81 Robertson και λοιποί [1982] ECLI:EU:C:1982:239, σκέψεις 11-12.
(269) Υπόθεση C-456/10 ANETT [2012] ECLI:EU:C:2012:241, σκέψη 54.
(270) Υπόθεση C-448/98 Guimont [2000] ECLI:EU:C:2000:663 σχετικά με τη γαλλική νομοθεσία που επιφυλάσσει την ονομασία Emmenthal σε μια συγκεκριμένη κατηγορία τυριών με φλούδα, υπόθεση 261/81 Rau κατά De Schmedt [1982] ECLI:EU:C:1982:382 σχετικά με τη βελγική απαίτηση να πωλείται η μαργαρίνη σε συσκευασίες με σχήμα κύβου.
(271) Υπόθεση C-112/00 Schmidberger [2003] ECLI:EU:C:2003:333, σκέψη 77.
(272) Στην υπόθεση 155/80 Oebel [1981] ECLI:EU:C:1981:177, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας σε αρτοποιεία και ζαχαροπλαστεία ήταν μια θεμιτή απόφαση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε έναν προδήλως ευαίσθητο τομέα.
(273) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 60/84 και 61/84 Cinéthèque SA κατά Fédération nationale des cinémas français [1985] ECLI:EU:C:1985:329.
(274) Υπόθεση C-531/07 Fachverband der Buch- und Medienwirtschaft [2009] ECLI:EU:C:2009:276, σκέψη 34.
(275) Υπόθεση C-368/95 Familiapress [1997] ECLI:EU:C:1997:325.
(276) Υπόθεση C-120/95 Decker [1998] ECLI:EU:C:1998:167, σκέψεις 39-40 και προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Szpunar στην υπόθεση C-148/15 Deutsche Parkinson Vereinigung [2016] ECLI:EU:C:2016:394, σκέψη 42.
(277) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-54/05 Επιτροπή κατά Φινλανδίας [2007] ECLI:EU:C:2007:168, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και υπόθεση C-61/12 Επιτροπή κατά Λιθουανίας [2014] ECLI:EU:C:2014:172, σκέψη 59.
(278) Υπόθεση C-265/06 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2008] ECLI:EU:C:2008:210, σκέψη 38.
(279) Υπόθεση C-219/07 Nationale Raad van Dierenkwekers en Liefhebbers και Andibel [2008] ECLI:EU:C:2008:353, σκέψη 27.
(280) Υπόθεση C-15/15 New Valmar [2016] ECLI:EU:C:2016:464, σκέψη 50. Βλ. σχετικά υπόθεση 379/87 Groener κατά Minister for Education και City of Dublin Vocational Education Committee [1989] ECLI:EU:C:1989:599, σκέψη 19· υπόθεση C-391/09 Runevič-Vardyn και Wardyn [2011] ECLI:EU:C:2011:291, σκέψη 85 και υπόθεση C-202/11 Las [2013] ECLI:EU:C:2013:239, σκέψεις 25-27.
(281) Υπόθεση C-390/99 Canal Satélite Digital [2002] ECLI:EU:C:2002:34, σκέψη 33· υπόθεση C-254/05 Επιτροπή κατά Βελγίου [2007] ECLI:EU:C:2007:319, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· υπόθεση C-286/07 Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου [2008] ECLI:EU:C:2008:251, σκέψη 36.
(282) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-320/03 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2005] ECLI:EU:C:2005:684, σκέψη 85 και υπόθεση C-319/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας (Σκόρδο) [2007] ECLI:EU:C:2007:678, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
(283) Βλ. υπόθεση 104/75 De Peijper [1976] ECLI:EU:C:1976:67· Υπόθεση C-54/05 Επιτροπή κατά Φινλανδίας [2007] ECLI:EU:C:2007:168, σκέψη 46 και C-297/05 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [2007] ECLI:EU:C:2007:53, σκέψη 79, στην οποία το Δικαστήριο παρουσιάζει αναλυτικά τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις αντί των επίδικων μέτρων.
(284) Υπόθεση C-28/09 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2011] ECLI:EU:C:2011:854, σκέψεις 116-117, 140, 150-151, και υπόθεση C-320/03 Επιτροπή κατά Αυστρίας [2005] ECLI:EU:C:2005:684, σκέψεις 87, 91.
(285) Υπόθεση C-549/15 E.ON Biofor Sverige [2017] ECLI:EU:C:2017:490, σκέψεις 85, 88-99.
(286) Υπόθεση C-333/14 The Scotch Whisky Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψεις 50 και 54.
(287) Υπόθεση C-333/14 Scottish Whiskey Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 65.
(288) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-169/07 Hartlauer [2009] ECLI:EU:C:2009:141, σκέψη 55 και υπόθεση C-333/14 the Scotch Whisky Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 37.
(289) Βλ. προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Maduro στην υπόθεση C-434/04 Ahokainen και Leppik [2006] ECLI:EU:C:2006:609, σκέψη 25.
(290) Αυτό ισχύει ιδίως για τον στόχο της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, που αποτελούν την ύψιστη προτεραιότητα όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία ή τα συμφέροντα που προστατεύονται από το άρθρο 36 ΣΛΕΕ. Αυτή η «διακριτική ευχέρεια» έχει επίσης αναγνωριστεί για τα μέτρα που υπαγορεύονται από την ανάγκη διασφάλισης της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ηθικής και της δημόσιας ασφάλειας. Για παραδείγματα αιτιολόγησης για λόγους δημόσιας υγείας, βλ. υπόθεση C-322/01 DocMorris [2003] ECLI:EU:C:2003:664, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Σχετικά με την αιτιολόγηση για λόγους δημόσιας ηθικής, βλ. υποθέσεις 34/79 Henn και Darby [1979] ECLI:EU:C:1979:295 και C-244/06 Dynamic Medien [2008] ECLI:EU:C:2008:85. Σχετικά με μέτρα που αφορούν την κατανάλωση οινοπνευματωδών και την αιτιολόγηση για λόγους δημόσιας υγείας και δημόσιας τάξης, βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-434/04 Ahokainen και Leppik [2006] ECLI:EU:C:2006:609. Σχετικά με μέτρα κατά των τυχερών παιχνιδιών και την αιτιολόγηση για λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξης και ασφάλειας, βλ. υπόθεση C-65/05 Επιτροπή κατά Ελλάδας [2006] ECLI:EU:C:2006:673· σχετικά με μέτρα που αφορούν την προστασία των ζώων, βλ. υπόθεση C-219/07 Nationale Raad van Dierenkwekers en Liefhebbers και Andibel [2008] ECLI:EU:C:2008:353.
(291) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-219/07, Nationale Raad van Dierenkwekers en Liefhebbers και Andibel, [2008] ECLI:EU:C:2008:353, σκέψη 31.
(292) Υπόθεση C-124/97 Läärä και λοιποί [1999] ECLI:EU:C:1999:435, σκέψη 36.
(293) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-204/12 Essent Belgium [2014] ECLI:EU:C:2014:2192, σκέψεις 96-116.
(294) Υπόθεση C-14/02 ATRAL [2003] ECLI:EU:C:2003:265, σκέψη 69.
(295) Ό.π., σκέψη 69, Υπόθεση C-254/05 Επιτροπή κατά Βελγίου [2007] ECLI:EU:C:2007:319, σκέψη 36.
(296) Υπόθεση C-265/06 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2008] ECLI:EU:C:2008:210, σκέψεις 40 έως 47.
(297) Υπόθεση C-110/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2009] ECLI:EU:C:2009:66, σκέψη 66· υπόθεση C-333/14 Scotch Whiskey Association [2015] ECLI:EU:C:2015:845, σκέψη 55.
(298) Υπόθεση C-387/01 Weigel [2004] ECLI:EU:C:2004:256.
(299) Ό.π., σκέψη 54.
(300) Υπόθεση C-232/01 Van Lent [2003] ECLI:EU:C:2003:535 και υπόθεση C-464/02 Επιτροπή κατά Δανίας [2005] ECLI:EU:C:2005:546.
(301) Υπόθεση C-420/15 U [2017] ECLI:EU:C:2017:408, σκέψεις 21-22.
(302) Σε αντίθεση με τη δραστηριότητα ενός εργαζομένου με σύμβαση απασχόλησης, η οποία διέπεται από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — βλ. σημείο 7.1 ανωτέρω — βλ. υπόθεση C-337/97 Meeusen [1999] ECLI:EU:C:1999:284, σκέψη 17 και υπόθεση C-413/13 FNV [2014] ECLI:EU:C:2014:241, σκέψη 37.
(303) Υπόθεση C-221/89 Factortame [1991] ECLI:EU:C:1991:320, σκέψη 20.
(304) Υπόθεση C-384/08 Attanasio Group [2010] ECLI:EU:C:2010:133, σκέψη 39.
(305) Βλ. άρθρο 57 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ και επίσης υπόθεση C-55/94 Gebhard [1995] ECLI:EU:C:1995:411, σκέψη 39.
(306) Βλ. άρθρο 56 πρώτο εδάφιο της ΣΛΕΕ και επίσης υπόθεση C-97/98 Jägerskiöld [1999] ECLI:EU:C:1999:515, σκέψεις 43 και 44.
(307) Δηλαδή συνήθως έναντι αμοιβής η οποία καλύπτει σημαντικό μέρος του κόστους της δραστηριότητας – βλ. υπόθεση 263/86 Humbel [1988] ECLI:EU:C:1988:451, σκέψη 17.
(308) Οι υπηρεσίες μεταφοράς δεν καλύπτονται από το άρθρο 56 της ΣΛΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.
(309) Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-360/15 και C-31/16 Visser [2018] ECLI:EU:C:2018:44, το Δικαστήριο ανέφερε σαφώς ότι οι δραστηριότητες λιανικής πώλησης είναι υπηρεσία.
(310) Υπόθεση C-405/98 Gourmet International Products [2001] ECLI:EU:C:2001:135.
(311) Υπόθεση C-452/04 Fidium Finanz [2006] ECLI:EU:C:2006:631, σκέψη 32.
(312) Ό.π.
(313) Υπόθεση C-20/03 Burmanjer [2005] ECLI:EU:C:2005:307, σκέψη 34.
(314) Υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψη 164. Υπό το πρίσμα της απόφασης Visser (Υπόθεση C-31/16), το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά («οδηγία για τις υπηρεσίες») (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36) δεν θίγεται από τον λεπτό διαχωρισμό των ελευθεριών δυνάμει της ΣΛΕΕ. Όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το λιανικό εμπόριο θα πρέπει να θεωρείται υπηρεσία δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας για τις υπηρεσίες και ότι το αντίστοιχο κεφάλαιο σχετικά με την εγκατάσταση των παρόχων (κεφάλαιο ΙΙΙ) εφαρμόζεται σε εσωτερικές καταστάσεις, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι το πρωτογενές δίκαιο θα περιόριζε καθαυτό την ερμηνεία της οδηγίας για τις υπηρεσίες (βλ. σκέψεις 92-94 και 107 της απόφασης).
(315) Υπόθεση C-239/90 SCP Boscher [1991] ECLI:EU:C:1991:180.
(316) Ο (άμεσος) αντίκτυπος του μέτρου στη χρήση μπορεί να είναι τέτοιος ώστε να έχει ως αποτέλεσμα ότι η ζήτηση προϊόντων που δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τη συγκεκριμένη χρήση, αν και πωλούνται νομίμως στην αγορά, περιορίζεται σημαντικά ή και εξαλείφεται.
(317) Υπόθεση 203/80 Casati [1981] ECLI:EU:C:1981:261, σκέψη 8.
(318) Υπόθεση 7/78 Thompson [1978] ECLI:EU:C:1978:209, σκέψη 25.
(319) Υπόθεση C-358/93 Bordessa και λοιποί [1995] ECLI:EU:C:1995:54, σκέψεις 13-14.
(320) Παρότι στη Συνθήκη δεν ορίζονται οι όροι «κινήσεις κεφαλαίων» και «πληρωμές», κατά πάγια νομολογία η οδηγία 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της συνθήκης (ΕΕ L 178 της 8.7.1988, σ. 5), μαζί με την ονοματολογία που προσαρτάται σε αυτήν, μπορεί να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του καθορισμού του τι συνιστά κίνηση κεφαλαίων (υπόθεση C-222/97 Trummer και Mayer [1999] ECLI:EU:C:1999:143, σκέψεις 20 και 21).
(321) Υπόθεση C-318/07 Persche [2009] ECLI:EU:C:2009:33, σκέψεις 25 και 30.
(322) Βλ. σημείο 4.2.
(323) Υπόθεση C-583/14 Nagy [2015] ECLI:EU:C:2015:737, σκέψη 23.
(324) Υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψη 39· υπόθεση C-296/15 Medisanus [2017] EU:C:2017:431.
(325) Υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψεις 162-164.
(326) Υπόθεση 24/68 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1969] ECLI:EU:C:1969:29, σκέψη 7· C-441/98 Μιχαηλίδης [2000] ECLI:EU:C:2000:479, σκέψη 15· υπόθεση C-313/05 Brzeziński [2007] ECLI:EU:C:2007:33, σκέψη 22, υπόθεση C-254/13 Orgacom, ECLI:EU:C:2014:2251, σκέψη 23· υπόθεση C-65/16 Istanbul Logistik [2017] ECLI:EU:C:2017:770, σκέψη 39.
(327) Βλ., μεταξύ άλλων υπόθεση C-173/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας [2007], ECLI:EU:C:2007:362, σκέψη 42, υπόθεση C-65/16 Istanbul Logistik, [2017] ECLI:EU:C:2017:770, σκέψη 40, υπόθεση C-305/17, FENS [2018] ECLI:EU:C:2018:986, σκέψη 53.
(328) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-149/91 και C-150/91,Sanders Adour και Guyomarc’h Orthez Nutrition animale, [1992] ECLI:EU:C:1992:261, σκέψη 17, υπόθεση C-72/03 Carbonati Apuani [2004] ECLI:EU:C:2004:506, σκέψη 31 και υπόθεση C-39/17 Lubrizol [2018] ECLI:EU:C:2018:438, σκέψη 26.
(329) Υπόθεση C-39/17 Lubrizol [2018] ECLI:EU:C:2018:438, σκέψη 25.
(330) Υπόθεση 24/68 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1969] ECLI:EU:C:1969:29, σκέψη 14· υπόθεση C-441/98 Μιχαηλίδης [2000] ECLI:EU:C:2000:479, σκέψη 15, υπόθεση C-313/05 Brzeziński [2007] ECLI:EU:C:2007:33, σκέψη 22, υπόθεση C-254/13 Orgacom, ECLI:EU:C:2014:2251, σκέψη 23, υπόθεση C-65/16 Istanbul Logistik ECLI:EU:C:2017:770, σκέψη 39.
(331) Υπόθεση C-254/13 Orgacom, [2014] ECLI:EU:C:2014:2251, σκέψη 29.
(332) Υπόθεση C-28/96 Fricarnes [1997] ECLI:EU:C:1997:412, σκέψεις 24 και 25. Υπόθεση C-76/17, Petrotel-Lukoil και Georgescu [2018] ECLI:EU:C:2018:139, σκέψη 24.
(333) Υπόθεση C-76/17 Petrotel-Lukoil και Georgescu [2018] ECLI:EU:C:2018:139, σκέψη 39.
(334) Υπόθεση 155/73 Sacchi [1974] ECLI:EU:C:1974:40.
(335) Υπόθεση C-189/95 Franzén [1997] ECLI:EU:C:1997:504, σκέψη 35.
(336) Υπόθεση C-189/95 Franzén [1997] ECLI:EU:C:1997:504, σκέψη 36.
(337) Υπόθεση C-438/02 Hanner [2005] ECLI:EU:C:2005:332, σκέψη 35.
(338) Υπόθεση C-170/04 Rosengren [2007] ECLI:EU:C:2007:313, σκέψεις 21-22· βλ. επίσης υπόθεση C-186/05 Επιτροπή κατά Σουηδίας [2007] ECLI:EU:C:2007:571.
(339) Υπόθεση C-456/10 ANETT [2012] ECLI:EU:C:2012:241, σκέψεις 21-23.
(340) Υπόθεση C-456/10 ANETT [2012] ECLI:EU:C:2012:241, σκέψεις 25-31.
(341) Υπόθεση C-198/14 Visnapuu [2015] ECLI:EU:C:2015:751, σκέψεις 90-91.
(342) Υπόθεση C-198/14 Visnapuu [2015] ECLI:EU:C:2015:751, σκέψη 95.
(343) Υποθέσεις C-159/94 Επιτροπή κατά Γαλλίας [1997] ECLI:EU:C:1997:501, σκέψη 41· C-158/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1997] ECLI:EU:C:1997:500, σκέψη 33· C-157/94 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών [1997] ECLI:EU:C:1997:499, σκέψη 24.
(344) Υπόθεση 103/84 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1986] ECLI:EU:C:1986:229, σκέψη 19.
(345) Υπόθεση C-234/99 Nygård [2002] ECLI:EU:C:2002:244, σκέψη 56· υπόθεση 351/88 Laboratori Bruneau [1991] ECLI:EU:C:1991:304, σκέψη 7.
(346) Υπόθεση 18/84 Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:1985:175.
(347) Υπόθεση 21/88 Du Pont de Nemours Italiana Spa [1990] ECLI:EU:C:1990:121· υπόθεση 351/88 Laboratori Bruneau Srl [1991] ECLI:EU:C:1991:304· υπόθεση C-156/98 Γερμανία [2000] ECLI:EU:C:2000:467, σκέψη 78 και υπόθεση C-114/00 Ισπανία κατά Επιτροπής [2002] ECLI:EU:C:2002:508, σκέψη 104.
(348) Υπόθεση C-379/98 PreussenElektra [2001] ECLI:EU:C:2001:160.
(349) Υπόθεση 74/76 Ianelli [1977] ECLI:EU:C:1977:51, σκέψη 17.
(350) Υπόθεση T-57/11 Castelnou Energía κατά Επιτροπής [2014] ECLI:EU: T:2014:1021, σκέψη 196.
(351) Υπόθεση C-598/17 A-Fonds [2019] ECLI:EU:C:2019:352.
(352) Ό.π., σκέψη 47. Βλ., επίσης, σχετικά υπόθεση C-234/99 Nygård [2002] ECLI:EU:C:2002:244, σκέψη 57.
(353) Υπόθεση C-91/18 Επιτροπή κατά Ελλάδας [2019] ECLI:EU:C:2019:600, σκέψη 52.
(354) Υπόθεση C-134/07 Piotr Kawala κατά Gmina Miasta Jaworzna [2007] ECLI:EU:C:2007:770.
(355) Βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-591/17 Αυστρία κατά Γερμανίας [2019] ECLI:EU:C:2019:504, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
(356) Υπόθεση C-302/00 Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:2002:123.
(357) Υπόθεση C-221/06 Stadtgemeinde Frohnleiten [2007] ECLI:EU:C2007:185, σκέψη 70.
(358) Υπόθεση C-167/05 Επιτροπή κατά Σουηδίας [2008] ECLI:EU:C:2008:202.
(359) Σε περίπτωση πλήρους αντιστάθμισης, η επιβάρυνση αυτή συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς τελωνειακό δασμό, η οποία αντιβαίνει στα άρθρα 28 και 30 της ΣΛΕΕ.
(360) Υπόθεση C-76/17 Petrotel-Lukoil [2018] ECLI:EU:C:2018:139, σκέψεις 22-25.
(361) Υπόθεση C-324/93 The Queen κατά Secretary of State for Home Department, ex parte Evans Medical and Macfarlan Smith [1995] ECLI:EU:C:1995:84.
(362) Υπόθεση 74/76 Iannelli κατά Meroni [1977] ECLI:EU:C:1977:51.
(363) Υπόθεση 83/78 Pigs Marketing Board κατά Redmond [1978] ECLI:EU:C:1978:214.
(364) Πρόσθετες πληροφορίες στην ανακοίνωση της Επιτροπής: Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση του δικτύου SOLVIT (COM(2017) 255) και στη σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τις αρχές που διέπουν το SOLVIT (C(2013) 5869).
(365) Σύσταση της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2001, για τις αρχές σχετικά με τη χρήση του “SOLVIT” — του δικτύου επίλυσης προβλημάτων στην εσωτερική αγορά, [C(2001) 3901] (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 79).
(366) Υπόθεση C-457/07 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας [2009] ECLI:EU:C:2009:531, σκέψη 55.
(367) Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία επί παραβάσει και τη μέθοδο υπολογισμού των χρηματικών ποινών, βλ.: https://ec.europa.eu/info/law/law-making-process/applying-eu-law/infringement-procedure_el.
(368) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο μεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου [COM(2002) 141 τελικό]. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επικαιροποίηση του χειρισμού των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης [COM(2012) 154 final]. Ανακοίνωση της Επιτροπής — Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα», [C(2016) 8600] (ΕΕ C 18 της 19.1.2017, σ. 10).
(369) https://ec.europa.eu/assets/sg/report-a-breach/complaints_el/· https://ec.europa.eu/info/about-european-commission/contact/problems-and-complaints/complaints-about-breaches-eu-law/how-make-complaint-eu-level_el#submitting-a-complaint-online.
(370) Υπόθεση 200/88 Επιτροπή κατά Ελλάδας [1990] ECLI:EU:C:1990:346· Διάταξη στην υπόθεση T-47/96 [1996] ECLI:EU:C:1996:164, σκέψη 42· βλ. επίσης διάταξη στην υπόθεση T-177/05 Φινλανδία κατά Επιτροπής της 9ης Ιανουαρίου 2006, σκέψεις 37-40.
(371) ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1.
(372) Βλ. άρθρα 5-6 της οδηγίας.
(373) Υπόθεση C-194/94 CIA Security [1996] ECLI:EU:C:1996:172· υπόθεση C-443/98 Unilever [2000] ECLI:EU:C:2000:496.
(374) Υπόθεση C-20/05 Schwibbert [2007] ECLI:EU:C:2007:652· υπόθεση C-390/18 Airbnb Ireland [2019] ECLI:EU:C:2019:1112.
(375) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2679/98 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1998, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 337 της 12.12.1998, σ. 8).
(376) Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. https://ec.europa.eu/growth/single-market/barriers-to-trade/physical_el και έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής SWD(2019) 371 final.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΕΔΑΦΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Εδάφη που προβλέπονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 της ΣΕΕ στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 355 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Το έδαφος των 27 κρατών μελών της ΕΕ στο οποίο περιλαμβάνονται τα εξής:
Νήσοι Åland (αυτόνομη επαρχία της Φινλανδίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 5 ΕΚ).
Αζόρες Νήσοι (αυτόνομη περιφέρεια της Πορτογαλίας). Αποτελούνται από τις νήσους São Miguel, Pico, Terceira, São Jorge, Faial, Flores, Santa Maria, Graciosa, Corvo.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Κανάριοι Νήσοι (αυτόνομη κοινότητα της Ισπανίας). Αποτελούνται από τα νησιά Tenerife, Fuerteventura, Gran Canaria, Lanzarote, La Palma, La Gomera, El Hierro.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Γαλλική Γουιάνα (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Γουαδελούπη (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Μαδέρα (αυτόνομη περιφέρεια της Πορτογαλίας). Αποτελείται από τις νήσους Madeira, Porto Santo, Desertas Islands, Savage Islands.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Μαρτινίκα (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Μαγιότ (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: Άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.
Ρεϋνιόν (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 2 ΕΚ).
Άγιος Μαρτίνος (Saint Martin) (υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας)
Νομική βάση: Άρθρο 355 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.
Εδάφη συνδεόμενα με κράτη μέλη της ΕΕ στα οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο 34 ΣΛΕΕ
Αρούμπα (συστατική χώρα των Κάτω Χωρών).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Θέουτα και Μελίγια (αυτόνομες πόλεις υπό ισπανική κυριαρχία).
Νομική βάση: Λόγω της διατύπωσης των άρθρων 24 και 25 της πράξης προσχώρησης της Ισπανίας στην ΕΕ (1), αν και το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται πιθανόν στα εμπορεύματα που εισάγονται σε αυτά τα εδάφη από την υπόλοιπη ΕΕ, φαίνεται ότι δεν εφαρμόζεται στα εμπορεύματα καταγωγής Θέουτας και Μελίγιας που εισάγονται στην υπόλοιπη ΕΕ. Επομένως, το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ φαίνεται ότι δεν εφαρμόζεται στα εμπορεύματα καταγωγής Θέουτας και Μελίγιας.
Φερόες Νήσοι (αυτόνομη επαρχία της Δανίας).
Αν και η Δανία είναι υπεύθυνη για τις εξωτερικές σχέσεις των 18 νησιών που αποτελούν αυτό το έδαφος, οι Φερόες Νήσοι διατηρούν υψηλό βαθμό αυτοκυβέρνησης και η ΣΛΕΕ αναφέρει ρητά ότι αυτά τα νησιά δεν εμπίπτουν στο πεδίο της εδαφικής εφαρμογής της.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 5 στοιχείο α) ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 6 στοιχείο α) ΕΚ).
Γαλλική Πολυνησία (υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Γαλλικά εδάφη του νοτίου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής (υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Ολλανδικές Αντίλλες (συστατική χώρα των Κάτω Χωρών). Αποτελούνται από τις νήσους Bonaire, Curaçao, Saba, Sint Eustatius και Sint Maarten.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Νέα Καληδονία και τα εξ αυτής εξαρτώμενα εδάφη (μια sui generis υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας). Περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη νήσο (Grande Terre), τις νήσους Loyalty Islands και διάφορα μικρότερα νησιά.
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Σεν Πιέρ και Μικελόν (υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Άγιος Βαρθολομαίος (υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας)
Νομική βάση Άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.
Νήσοι Ουάλις και Φουτούνα (υπερπόντια κοινότητα της Γαλλίας).
Νομική βάση: άρθρο 355 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 299 παράγραφος 3 ΕΚ).
Τέλος, τα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), δηλ. η Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία, απολαύουν της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στην ΕΕ δυνάμει της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).