Βρυξέλλες, 8.12.2021

SWD(2021) 379 final

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

που συνοδεύει το έγγραφο

ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων για την αστυνομική συνεργασία («Prüm II»), την τροποποίηση των αποφάσεων 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) 2018/1726, 2019/817 και 2019/818 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

{COM(2021) 784 final} - {SEC(2021) 421 final} - {SWD(2021) 378 final}


Δελτίο συνοπτικής παρουσίασης

Εκτίμηση των επιπτώσεων πρότασης για την ενίσχυση της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων βάσει του πλαισίου Prüm (αναθεώρηση των αποφάσεων 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου).

Α. Ανάγκη ανάληψης δράσης

Γιατί; Ποιο είναι το πρόβλημα; 

Η εγκληματικότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη υπονομεύει την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών της ΕΕ. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος, οι αρχές επιβολής του νόμου χρειάζονται ισχυρά και αποτελεσματικά εργαλεία. Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών είναι τα ισχυρότερα μέσα για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την απονομή δικαιοσύνης, όπως αναφέρεται στη στρατηγική της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας του 2020 1 . Σύμφωνα με την αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ για το 2021, πάνω από το 70 % των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος είναι παρούσες σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη. Ακόμη και η φαινομενικά πιο τοπική εγκληματικότητα μπορεί να συνδέεται με άλλα μέρη στην Ευρώπη όπου ο ίδιος δράστης τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές επιβολής του νόμου πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν δεδομένα εγκαίρως. Ωστόσο, σε έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, εξακολουθούν να υπάρχουν σύνορα και εμπόδια όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου, γεγονός που οδηγεί σε τυφλά σημεία και κενά για πολλούς εγκληματίες και τρομοκράτες που δρουν σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν από μόνα τους να καλύψουν το κενό πληροφόρησης, λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα της καταπολέμησης του εγκλήματος και της ενίσχυσης της ασφάλειας. Τα κράτη μέλη πρέπει να βασίζονται το ένα στο άλλο στα θέματα αυτά.

Οι αρχές επιβολής του νόμου στην ΕΕ συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες, ιδίως μέσω του πλαισίου που ορίζουν οι αποφάσεις Prüm (αποφάσεις 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου) για την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με προφίλ DNA, δακτυλικά αποτυπώματα και άδειες κυκλοφορίας οχημάτων, αλλά υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις.

Υπάρχουν τέσσερα κύρια ζητήματα που εμποδίζουν τις αρχές επιβολής του νόμου στην καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω αυτού του πλαισίου, τα οποία αφορούν στο σύνολό τους την αναζήτηση και την παροχή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου στην ΕΕ:

1)Οι αρχές επιβολής του νόμου δεν είναι πάντοτε σε θέση να διαπιστώσουν αν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με προφίλ DNA, δακτυλικά αποτυπώματα ή άδειες κυκλοφορίας οχημάτων τα οποία χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, στην εθνική βάση δεδομένων άλλου κράτους μέλους.

2)Οι αρχές επιβολής του νόμου δεν διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα αναζήτησης και πρόσβασης σε άλλες σχετικές κατηγορίες δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε εθνικές βάσεις δεδομένων άλλων κρατών μελών (πέραν των δεδομένων για προφίλ DNA, δακτυλικά αποτυπώματα και άδειες κυκλοφορίας οχημάτων), τα οποία χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3)Οι αρχές επιβολής του νόμου δεν διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα αναζήτησης και πρόσβασης σε δεδομένα σχετικά με προφίλ DNA, δακτυλικά αποτυπώματα και πιθανές άλλες σχετικές κατηγορίες δεδομένων που είναι διαθέσιμα στη βάση δεδομένων της Ευρωπόλ και τα οποία χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4)Μόλις οι αρχές επιβολής του νόμου λάβουν ένδειξη ότι υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα στη βάση δεδομένων άλλου κράτους μέλους (επιτυχής αναζήτηση), δεν έχουν πάντοτε αποτελεσματική πρόσβαση στα αντίστοιχα πραγματικά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στην εθνική βάση δεδομένων του εν λόγω κράτους μέλους.

Αυτά τα τέσσερα αλληλένδετα κύρια ζητήματα συνιστούν προβλήματα λόγω του αντικτύπου τους στην αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος και στην ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών της ΕΕ. Εγείρουν σημαντικές επιλογές πολιτικής που απαιτούν λεπτομερή αξιολόγηση των αιτίων του προβλήματος, των σχετικών στόχων, των διαθέσιμων επιλογών πολιτικής και των επιπτώσεών τους.

Τι αναμένεται να επιτευχθεί με την παρούσα πρωτοβουλία;

Η παρούσα πρωτοβουλία, ανταποκρινόμενη στις πιεστικές επιχειρησιακές ανάγκες και στις εκκλήσεις του Συμβουλίου να εξετάσει το ενδεχόμενο αναθεώρησης των αποφάσεων Prüm (αποφάσεις 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου) με σκοπό τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους και την επικαιροποίηση των αναγκαίων τεχνικών και νομικών απαιτήσεων, αναμένεται να ενισχύσει την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων βάσει του πλαισίου Prüm, ώστε να βοηθήσει τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών να καταπολεμήσουν το έγκλημα. Η νομική βάση της πράξης είναι το άρθρο 82 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ), σε συνδυασμό με το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για την αντιμετώπιση των τεσσάρων σημαντικών προβλημάτων που διαπιστώθηκαν, η πρωτοβουλία επιδιώκει να επιτύχει τους ακόλουθους στόχους:

1)Στόχος I: παροχή τεχνικής λύσης για την αποτελεσματική αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου της ΕΕ, ώστε να ενημερώνονται για τα σχετικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα στην εθνική βάση δεδομένων άλλου κράτους μέλους·

2)Στόχος II: διασφάλιση ότι υπάρχουν διαθέσιμα πιο συναφή δεδομένα (όσον αφορά τις κατηγορίες δεδομένων) από εθνικές βάσεις δεδομένων σε άλλα κράτη μέλη, σε όλες τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου της ΕΕ·

3)Στόχος III: διασφάλιση ότι τα σχετικά δεδομένα (όσον αφορά τις πηγές δεδομένων) από τη βάση δεδομένων της Ευρωπόλ είναι διαθέσιμα στις αρχές επιβολής του νόμου·

4)Στόχος IV: παροχή αποτελεσματικής πρόσβασης στις αρχές επιβολής του νόμου στα πραγματικά δεδομένα τα οποία αντιστοιχούν σε επιτυχή αναζήτηση και είναι διαθέσιμα στην εθνική βάση δεδομένων άλλου κράτους μέλους ή στην Ευρωπόλ.

Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της δράσης σε επίπεδο ΕΕ; 

Η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη μεμονωμένα, λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα της καταπολέμησης του εγκλήματος και ζητημάτων ασφάλειας. Τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να βασίζονται το ένα στο άλλο στα θέματα αυτά. Οι κοινοί κανόνες, τα πρότυπα και οι απαιτήσεις σε επίπεδο ΕΕ διευκολύνουν αυτές τις ανταλλαγές πληροφοριών, παρέχοντας ταυτόχρονα συμβατότητα μεταξύ των διαφόρων εθνικών συστημάτων. Αυτό με τη σειρά του επιτρέπει ένα ορισμένο επίπεδο αυτοματοποίησης των ροών ανταλλαγής πληροφοριών που αποδεσμεύουν τους υπαλλήλους επιβολής του νόμου από χειρωνακτικές δραστηριότητες έντασης εργασίας. Τέλος, η ανταλλαγή πληροφοριών σε επίπεδο ΕΕ επιτρέπει επίσης τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προτύπων ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων.

Β. Λύσεις

Ποιες νομοθετικές και μη νομοθετικές επιλογές πολιτικής έχουν εξεταστεί; Υπάρχει προτιμώμενη επιλογή ή όχι; Γιατί; 

Έχουν εξεταστεί διάφορες νομοθετικές επιλογές πολιτικής. Έπειτα από μια διαδικασία προεπιλογής, ορισμένες επιλογές απορρίφθηκαν γρήγορα. Οι λοιπές επιλογές πολιτικής έχουν αξιολογηθεί λεπτομερώς:

1)Επιλογή πολιτικής για την επίτευξη του στόχου Ι: («παροχή τεχνικής λύσης για την αποτελεσματική αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων»)

·επιλογή πολιτικής 1.1: εφαρμογή υβριδικής λύσης μεταξύ αποκεντρωμένης και συγκεντρωτικής προσέγγισης χωρίς αποθήκευση δεδομένων σε κεντρικό επίπεδο

2)Επιλογές πολιτικής για την επίτευξη του στόχου ΙΙ: [«διασφάλιση ότι υπάρχουν διαθέσιμα περισσότερα σχετικά δεδομένα (όσον αφορά τις κατηγορίες δεδομένων) στις αρχές επιβολής του νόμου»]

·επιλογή πολιτικής 2.1: εισαγωγή της ανταλλαγής εικόνων προσώπου στο πλαίσιο Prüm

·επιλογή πολιτικής 2.2: εισαγωγή της ανταλλαγής δεδομένων αστυνομικών αρχείων στο πλαίσιο Prüm

·επιλογή πολιτικής 2.3: εισαγωγή της ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με άδειες οδήγησης στο πλαίσιο Prüm

3)Επιλογές πολιτικής για την επίτευξη του στόχου ΙΙΙ: («διασφάλιση ότι τα σχετικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων της Ευρωπόλ είναι διαθέσιμα στις αρχές επιβολής του νόμου»)

·επιλογή πολιτικής 3.1: παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να ελέγχουν αυτόματα στην Ευρωπόλ τα δεδομένα που προέρχονται από τρίτες χώρες στο πλαίσιο Prüm

·επιλογή πολιτικής 3.2: παροχή της δυνατότητας στην Ευρωπόλ να ελέγχει τα δεδομένα που προέρχονται από τρίτες χώρες έναντι των εθνικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών

4)Επιλογές πολιτικής για την επίτευξη του στόχου IV: (παροχή αποτελεσματικής πρόσβασης στα πραγματικά δεδομένα τα οποία αντιστοιχούν σε επιτυχή αναζήτηση και είναι διαθέσιμα στην εθνική βάση δεδομένων άλλου κράτους μέλους ή στην Ευρωπόλ).

·επιλογή πολιτικής 4.1: κανονιστική ρύθμιση της διαδικασίας παρακολούθησης σε επίπεδο ΕΕ με ημιαυτοματοποιημένη ανταλλαγή πραγματικών δεδομένων τα οποία αντιστοιχούν σε επιτυχή αναζήτηση

Έπειτα από λεπτομερή εκτίμηση των επιπτώσεων των κύριων επιλογών πολιτικής, η δέσμη των προτιμώμενων επιλογών πολιτικής αποτελείται από την επιλογή πολιτικής 1.1, την επιλογή πολιτικής 2.1 και 2.2, την επιλογή πολιτικής 3.1 και 3.2 και την επιλογή πολιτικής 4.1.

Ποιος υποστηρίζει την κάθε επιλογή; 

Τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν γενικά την ενίσχυση της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων εντός του πλαισίου Prüm.

Τα κράτη μέλη έχουν υποστηρίξει ρητά τις προτιμώμενες επιλογές πολιτικής σε διάφορα φόρουμ του Συμβουλίου, καθώς και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου (Συμπεράσματα του Συμβουλίου του 2018 για την εφαρμογή των «ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ PRÜM» δέκα χρόνια μετά την έκδοσή τους). Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη έχουν επίγνωση της σημασίας που έχει η εθνική κυριαρχία τους στον τομέα της επιβολής του νόμου από την άποψη των επιχειρησιακών δράσεων και των διαδικασιών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναμένεται να επαληθεύσει ότι υπάρχει αιτιολόγηση για την ανάγκη συμπερίληψης κάθε νέας κατηγορίας δεδομένων στο πλαίσιο Prüm, καθώς και για την ύπαρξη ισχυρών εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων. Πράγματι, οι συζητήσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέδειξαν τη σημασία της θέσπισης κατάλληλων εγγυήσεων για τη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Γ. Επιπτώσεις της προτιμώμενης επιλογής

Ποια είναι τα οφέλη των προτιμώμενων επιλογών (ειδάλλως, των κυριότερων επιλογών); 

Η δέσμη των προτιμώμενων επιλογών πολιτικής (επιλογή πολιτικής 1.1, επιλογές πολιτικής 2.1 και 2.2, επιλογές πολιτικής 3.1 και 3.2 και επιλογή πολιτικής 4.1) θα ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα προβλήματα που εντοπίστηκαν και θα ενισχύσει το ισχύον πλαίσιο Prüm με στοχευμένες και ισχυρές πρόσθετες δυνατότητες για την ενίσχυση της στήριξης που παρέχει στα κράτη μέλη όσον αφορά την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών με τελικό στόχο την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων και τρομοκρατικών εγκλημάτων, σε πλήρη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Οι τελικοί ωφελούμενοι όλων των προτιμώμενων επιλογών είναι οι πολίτες, οι οποίοι θα επωφεληθούν άμεσα και έμμεσα από την καλύτερη καταπολέμηση του εγκλήματος και τα χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. Όσον αφορά την αποδοτικότητα, οι κύριοι ωφελούμενοι είναι οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου. Οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής προβλέπουν αποτελεσματικές λύσεις σε προκλήσεις οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με υψηλότερο κόστος ή που θα ήταν λιγότερο αποδοτικές.

Ποιο είναι το κόστος των προτιμώμενων επιλογών (ειδάλλως, των κυριότερων επιλογών);

Οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής απαιτούν επενδύσεις τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο κρατών μελών. Το σύνολο των επενδυτικών δαπανών σε εθνικό επίπεδο ανέρχεται σε 4,4 εκατ. EUR ως εφάπαξ δαπάνες και σε 882 000 EUR σε ετήσια βάση. Σε επίπεδο ΕΕ, το σύνολο των επενδυτικών δαπανών ανέρχεται σε 17,17 εκατ. EUR ως εφάπαξ δαπάνες και σε 4,1 εκατ. EUR σε ετήσια βάση. Να σημειωθεί ότι τα ποσά αυτά αποτελούν εκτιμήσεις, με βάση προηγούμενες εμπειρίες από την ανάπτυξη και την υλοποίηση υποδομών ΤΠ σε επίπεδο ΕΕ. Ωστόσο, ορισμένες από τις επιλογές πολιτικής είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ποσοτικά με ακρίβεια. Αναμένεται ότι το προβλεπόμενο επενδυτικό κόστος θα αντισταθμιστεί από τα οφέλη και τις εξοικονομήσεις, ιδίως σε επίπεδο κρατών μελών. Η δημιουργία του κεντρικού δρομολογητή Prüm θα εξοικονομήσει κόστος για τα κράτη μέλη, καθώς δεν θα χρειάζεται να δημιουργήσουν τόσες συνδέσεις όσα και τα κράτη μέλη και οι κατηγορίες δεδομένων.

Οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής δεν αναμένεται να έχουν επιπτώσεις στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι προτιμώμενες επιλογές δεν περιλαμβάνουν κανονιστικές υποχρεώσεις για τους πολίτες/καταναλωτές και, ως εκ τούτου, δεν δημιουργούν πρόσθετο κόστος ούτε για τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη.

Πώς θα επηρεαστούν οι μεγάλες, οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις;

Οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής δεν αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις.

Θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στις εθνικές διοικήσεις; 

Όπως προαναφέρθηκε, το σύνολο των αναμενόμενων επενδυτικών δαπανών σε εθνικό επίπεδο ανέρχεται σε 4,4 εκατ. EUR ως εφάπαξ δαπάνες και σε 882 000 EUR σε ετήσια βάση, ποσό που θα αντισταθμιστεί από την εξοικονόμηση πόρων από τη χρήση του κεντρικού δρομολογητή αντί για τόσες εθνικές συνδέσεις για κάθε κράτος μέλος όσες και τα κράτη μέλη και οι κατηγορίες δεδομένων. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι συνολική εξοικονόμηση πόρων του προϋπολογισμού σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την αρχική επένδυση τόσο σε κεντρικό όσο και σε εθνικό επίπεδο εντός περιόδου 2 ετών.

Θα υπάρξουν άλλες σημαντικές επιπτώσεις; 

Όλες οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω επιλογές πολιτικής έχουν αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα και πιο συγκεκριμένα στα δικαιώματα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8 του Χάρτη) και στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 7 του Χάρτη). Για να διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα, η εκτίμηση των επιπτώσεων προβλέπει διεξοδική εξέταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την έκταση της ανάλυσής της. Ως εκ τούτου, όλες οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής ανταποκρίνονται σε έναν στόχο γενικού συμφέροντος και περιορίζονται αυστηρά σε ό, τι είναι αναγκαίο και αναλογικό για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

Δ. Παρακολούθηση

Πότε θα επανεξεταστεί η πολιτική;

Τέσσερα έτη μετά την εγκατάσταση και έναρξη λειτουργίας των νέων λειτουργιών και ανά τετραετία στη συνέχεια, τα κράτη μέλη και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να υποβάλουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την τεχνική λειτουργία των νέων προτεινόμενων μέτρων. Επιπλέον, ένα έτος μετά την υποβολή των εν λόγω εκθέσεων από τα κράτη μέλη και τους οργανισμούς της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει μια συνολική αξιολόγηση των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν άμεσων ή έμμεσων επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα. Θα πρέπει να εξετάζει τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν σε σχέση με τους καθορισθέντες στόχους και να αξιολογεί αν το σκεπτικό το οποίο διέπει τη λειτουργία του συστήματος εξακολουθεί να ισχύει, καθώς και τις πιθανές συνέπειες μελλοντικών ενεργειών. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(1)

 COM(2020) 605 final της 24ης Ιουλίου 2020.