Βρυξέλλες, 8.12.2021

COM(2021) 780 final

2021/0415(CNS)

Πρόταση

ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία

{SWD(2021) 375 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης 1

Το άρθρο 3 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ) προβλέπει ότι η Ένωση πρέπει να παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας.

Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα μπορεί να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, μέσω ισχυρής αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών 2 . Ως εκ τούτου, οι αστυνομικοί ενός κράτους μέλους θα πρέπει να συνεργάζονται αποτελεσματικά και συστηματικά σε ολόκληρη την ΕΕ. Ωστόσο, η αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών εξακολουθεί να διαφέρει σε μεγάλο βαθμό. Αν δεν υπάρχει επαρκές επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων στα κράτη μέλη, οι εγκληματίες θα συνεχίσουν να δρουν σε όλα τα κράτη μέλη με αμείωτους ρυθμούς, εκμεταλλευόμενοι τις διαφορετικές εθνικές δικαιοδοσίες, ενώ οι μη επιτρεπόμενες μετακινήσεις αντικανονικών μεταναστών θα συνεχίσουν να αποτελούν πρόκληση. 

Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα στη Μάγχη ανέδειξαν και πάλι την ανάγκη ισχυρής αστυνομικής συνεργασίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στην απόφαση της Γαλλίας, του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και της Γερμανίας, της 28ης Νοεμβρίου 2021, να ενισχύσουν την επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών.

Το διασυνοριακό έγκλημα και οι σχετικές απειλές κατά της ασφάλειας έχουν, εξ ορισμού, διεθνή διάσταση. Όπως ορίζεται στη στρατηγική της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας 3 , η ΕΕ αντιμετωπίζει εξελισσόμενες και διαρκώς πιο σύνθετες απειλές κατά της ασφάλειας. Οι απειλές αυτές έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα και εκδηλώνονται σε εγκληματίες και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που εμπλέκονται σε ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων. Όπως επισημαίνεται στη στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος για την περίοδο 2021-2025 4 , το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί σημαντική απειλή για τους Ευρωπαίους, τις επιχειρήσεις και τα εθνικά θεσμικά όργανα, καθώς και για την οικονομία στο σύνολό της. Μέσω της δραστηριοποίησης σε διαφορετικές δικαιοδοσίες, οι εγκληματικές ομάδες αποφεύγουν τον εντοπισμό και εκμεταλλεύονται τις διαφορές στις εθνικές νομοθεσίες. Μαζί με τη συνοδευτική πρόταση οδηγίας για την ανταλλαγή πληροφοριών, η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στη θέσπιση κώδικα αστυνομικής συνεργασίας με στόχο τον εξορθολογισμό, την ενίσχυση, την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και τη διευκόλυνση της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής του νόμου μεταξύ των αρμόδιων εθνικών υπηρεσιών, ώστε να υποστηριχθούν τα κράτη μέλη στην καταπολέμηση του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.

Σύμφωνα με την αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ για το 2021 (EU SOCTA), το τοπίο του οργανωμένου εγκλήματος χαρακτηρίζεται από ένα δικτυωμένο περιβάλλον στο οποίο η συνεργασία μεταξύ εγκληματιών είναι ρευστή, συστηματική και καθοδηγούμενη από το κέρδος. Σχεδόν το 70 % των εγκληματικών δικτύων δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη. Περίπου το 65 % των εγκληματικών δικτύων που δρουν στην ΕΕ απαρτίζονται από μέλη με διάφορες ιθαγένειες. Πάνω από το 80 % των αναφερόμενων εγκληματικών δικτύων εμπλέκονται σε σημαντικά είδη διασυνοριακών εγκλημάτων, τα οποία καλύπτουν το εμπόριο ναρκωτικών, το έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, την εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία και την παράνομη διακίνηση μεταναστών 5 . Η αξιολόγηση EU SOCTA για το 2021 και η ευρωπαϊκή έκθεση του ΕΚΠΝΤ για τα ναρκωτικά 6 εντοπίζουν τομείς στους οποίους το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα φαίνεται να βρίσκεται σε άνοδο. Υπάρχουν βασικές τοποθεσίες, όπως οι παραμεθόριες περιοχές, τα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι ή οι συνδέσεις πορθμείων στην ΕΕ, που προσελκύουν εγκληματίες, μεταξύ άλλων λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Στις παραμεθόριες περιοχές, οι εγκληματίες επωφελούνται από τις φυσικές οριοθετήσεις των επιμέρους δικαιοδοσιών επιβολής του νόμου, οι οποίες δημιουργούν επιλογές για την αποφυγή της επιβολής του νόμου και παρέχουν εγγύτητα σε πολλαπλές αγορές 7 . Η κινητικότητα των εγκληματιών εντός της ΕΕ δημιουργεί προκλήσεις όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση των εγκληματικών απειλών 8 , καθώς και όσον αφορά τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας.

Ταυτόχρονα, όπως ορίζεται στο θεματολόγιο του Δεκεμβρίου 2020 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 9 , η ΕΕ παραμένει σε υψηλά επίπεδα συναγερμού για την τρομοκρατία. Οι εγκληματίες και οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν την τεχνολογία των πληροφοριών και των επικοινωνιών για να επικοινωνούν μεταξύ τους και για να προετοιμάζουν και να διεξάγουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες 10 .

Ο χώρος χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα (στο εξής: χώρος Σένγκεν 11 ) είναι ο μεγαλύτερος χώρος ελεύθερης μετακίνησης στον κόσμο. Επιτρέπει την ελεύθερη μετακίνηση περισσότερων από 420 εκατομμύρια άτομα και την απρόσκοπτη ροή αγαθών και υπηρεσιών. Οι ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων καλύπτουν περίπου το 40 % του εδάφους της ΕΕ και το 2017 κατοικούνταν από το 30 % του πληθυσμού της, δηλαδή από περίπου 150 εκατ. άτομα. Το 2017, σχεδόν 2 εκατ. άτομα μετακινήθηκαν διασυνοριακά, συμπεριλαμβανομένων 1,3 εκατ. διασυνοριακών εργαζομένων 12 . Το 2018, οι κάτοικοι της ΕΕ πραγματοποίησαν 1,1 δισ. ταξίδια, είτε για επαγγελματικούς είτε για προσωπικούς λόγους —αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξης του 11 % από το 2014. Η πανδημία COVID-19 μείωσε την κινητικότητα εντός της ΕΕ λόγω των μέτρων καραντίνας, των ταξιδιωτικών περιορισμών, των περιορισμών στη δημόσια ζωή και της απαγόρευσης της κυκλοφορίας 13 . Ωστόσο, η ροή των προσώπων πιθανότατα θα εξακολουθήσει να είναι σημαντική στο μέλλον, ιδίως καθώς η ζωή επανέρχεται στην κανονικότητα. Ο χώρος Σένγκεν αποτελεί σύμβολο των διασυνδέσεων στην ΕΕ και των δεσμών μεταξύ των Ευρωπαίων 14 . Συμβάλλει επίσης στην αποδοτική λειτουργία της ενιαίας αγοράς και, ως εκ τούτου, στη μεγέθυνση της οικονομίας της ΕΕ 15 .

Τα τελευταία χρόνια, ο χώρος Σένγκεν δοκιμάστηκε επανειλημμένα από μια σειρά κρίσεων και προκλήσεων. Αρκετά κράτη μέλη έχουν επαναφέρει τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, ιδίως λόγω των μη επιτρεπόμενων μετακινήσεων 16 αντικανονικών μεταναστών, τις οποίες θεωρούν ότι συνιστούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια. Οι μη επιτρεπόμενες μετακινήσεις εντός του χώρου Σένγκεν, οι οποίες δεν σχετίζονται με μείζονα μεταναστευτική κρίση ή διαρθρωτικές ελλείψεις στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων 17 , θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με άλλα μέσα, πέραν των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως μέτρο έσχατης ανάγκης, με σκοπό την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων απειλών για την εσωτερική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Αυτοί οι συνεχιζόμενοι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα κατέδειξαν ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης όσον αφορά τη χρήση των αστυνομικών ελέγχων και της αστυνομικής συνεργασίας, τις διαδικασίες που επιτρέπουν την απλουστευμένη επανεισδοχή μεταξύ των κρατών μελών και την εφαρμογή διμερών συμφωνιών και ρυθμίσεων στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ 18 . Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8 της σύστασης (ΕΕ) 2017/432 της Επιτροπής 19 , η αποτελεσματική ενωσιακή πολιτική επιστροφής προϋποθέτει την εφαρμογή αποτελεσματικών και αναλογικών μέτρων για τη σύλληψη και την ταυτοποίηση των αντικανονικών μεταναστών. Τα μέτρα αυτά, εάν συνδυαστούν, έχουν τη δυνατότητα να αποφέρουν τα ίδια αποτελέσματα όσον αφορά τον έλεγχο των μη επιτρεπόμενων μετακινήσεων με τους προσωρινούς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, ενώ παράλληλα είναι λιγότερο παρεμβατικά όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών.

Εργαλεία αστυνομικής συνεργασίας ως ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν

Οι συστάσεις για την επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία, όπως ορίζονται στην παρούσα σύσταση, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κανόνων Σένγκεν.

Πρώτον, ένας από τους πυλώνες του νομικού πλαισίου της ΕΕ στον οποίο βασίζεται η αστυνομική συνεργασία σχεδιάστηκε πριν από 30 χρόνια μέσω της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (στο εξής: ΣΕΣ) 20 , πολύ πριν από τις προαναφερθείσες κρίσεις και προκλήσεις που μετέβαλαν την πραγματικότητα του χώρου Σένγκεν. Η ΣΕΣ προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη όσον αφορά την αστυνομική συνεργασία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί τυχόν έλλειμμα ασφάλειας που προκαλείται από την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η ΣΕΣ ορίζει ορισμένους βασικούς κανόνες για τη διεξαγωγή διασυνοριακών καταδιώξεων και επιχειρήσεων διασυνοριακής παρακολούθησης.

Δεύτερον, οι κοινές περιπολίες και άλλες επιχειρήσεις συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 39 παράγραφος 1 της ΣΕΣ σχετικά με τη συνδρομή μεταξύ των αρχών, το οποίο καθιστά δυνατή την εφαρμογή των πολιτικών που καλύπτονται από το Σένγκεν. Οι κοινές περιπολίες και οι κοινές επιχειρήσεις καλύπτονται από συμφωνίες διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Οι αποφάσεις Prüm 21 του 2008 προβλέπουν ορισμένους βασικούς κανόνες σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής κοινών περιπολιών και άλλων κοινών επιχειρήσεων στα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ, καθώς και τη διασυνοριακή συνδρομή σε περίπτωση καταστροφών και σοβαρών ατυχημάτων. Μολονότι το κέντρο βάρους των αποφάσεων Prüm ήταν η αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και δεδομένων ταξινόμησης οχημάτων και, κατά συνέπεια, οι ενότητες σχετικά με τις κοινές περιπολίες και επιχειρήσεις δεν χαρακτηρίζονταν ως ανάπτυξη του Σένγκεν, πιθανότατα θα αποτελούσαν ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, εάν είχαν εγκριθεί χωριστά, δεδομένου του διασυνοριακού τους χαρακτήρα.

Τρίτον, η επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών πραγματοποιείται επίσης βάσει του εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη των μη δεσμευτικών εγγράφων του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των ορθών πρακτικών (στο εξής: κατάλογος Σένγκεν 22 ) και των κατευθυντήριων γραμμών (στο εξής: ενιαία σημεία επαφής — SPOC), των κατευθυντήριων γραμμών των κέντρων αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας (στο εξής: PCCC) και των εγχειριδίων για την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της επιβολής του νόμου και τις διασυνοριακές επιχειρήσεις. Τα SPOC 23 και τα PCCC 24 δημιουργήθηκαν ως άμεση συνέπεια της ανάγκης ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών μετά την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων. Οι συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν 25 έχουν επίσης συστήσει PCCC και έχουν ιδρύσει εθνικά SPOC.

Τέταρτον, τα κράτη μέλη έχουν συμπληρώσει και επεκτείνει συστηματικά αυτό το «βασικό» νομικό πλαίσιο Σένγκεν με διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ τους. Η Επιτροπή έχει εντοπίσει τουλάχιστον 60 από αυτές σε ολόκληρη την ΕΕ, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους. Οι συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν έχουν επίσης συνάψει συμφωνίες επιχειρησιακής συνεργασίας με τα κράτη μέλη.

Ζητήματα που έχουν εντοπιστεί

Πρώτον, το ισχύον νομικό πλαίσιο της ΕΕ παρέχει σειρά επιλογών τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν όταν συνεργάζονται με άλλα κράτη μέλη (π.χ. η ΣΕΣ επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν ή όχι περιορισμούς χιλιομετρικών αποστάσεων όταν πραγματοποιούνται διασυνοριακές καταδιώξεις στο έδαφός τους 26 ).  Το γεγονός αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα και έλλειψη σαφήνειας ως προς τους κανόνες που πρέπει να τηρούν οι αστυνομικοί όταν παρεμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, ορισμένες από τις επιλογές που έγιναν εν προκειμένω οδηγούν σε εμπόδια, τα οποία δεν θα υπήρχαν εάν είχαν γίνει άλλες επιλογές, όπως επιτρέπεται από το νομικό πλαίσιο της ΕΕ.

Δεύτερον, οι διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ενώ επιτρέπουν τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες κατά τη συνεργασία με γειτονικά κράτη μέλη, είναι πολύ χρονοβόρες ως προς τη διαπραγμάτευση, την υπογραφή και την επικύρωσή τους από τα κράτη μέλη. Η διάδοση αυτών των διμερών συμφωνιών έχει δημιουργήσει ένα πολύπλοκο πλέγμα πολλών διαφορετικών ρυθμίσεων, οι οποίες περιέχουν διάφορους εφαρμοστέους κανόνες και έχουν οδηγήσει σε κατακερματισμό και εμπόδια στη συνεργασία. Για παράδειγμα, σε μικρότερες ή περίκλειστες χώρες, τα όργανα επιβολής του νόμου που εργάζονται σε διασυνοριακό επίπεδο πρέπει να εκτελούν επιχειρησιακά καθήκοντα τηρώντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, έως και επτά διαφορετικά σύνολα κανόνων 27 . Ως εκ τούτου, ορισμένες επιχειρήσεις, όπως η καταδίωξη υπόπτων πέραν των εσωτερικών συνόρων, δεν επιτρέπονται ή πραγματοποιούνται με ασυντόνιστο μη βέλτιστο τρόπο, τον οποίο οι εγκληματίες χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Οι υφιστάμενοι κανόνες καλύπτουν ανεπαρκώς την επιχειρησιακή συνεργασία που χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες, όπως μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Τρίτον, οι αξιολογήσεις Σένγκεν 28 που αφορούν την αστυνομική συνεργασία και διενεργήθηκαν την τελευταία εξαετία επιβεβαιώνουν ότι ορισμένες από τις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών είναι παρωχημένες ή δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς. Άλλες υπερβαίνουν πολύ περισσότερο τους κανόνες για τη διασυνοριακή συνεργασία και επιτρέπουν τη θέσπιση δυνητικά ορθών πρακτικών για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των διασυνοριακών εγκλημάτων (π.χ. κοινά αστυνομικά τμήματα με διασυνοριακές εξουσίες διερεύνησης εγκλημάτων ή κοινά προγράμματα κατάρτισης), όμως δεν αναπαράγονται συστηματικά σε ολόκληρη την ΕΕ.

Τέταρτον, λόγω της ασυμβατότητας του εξοπλισμού ασφαλούς επικοινωνίας που χρησιμοποιείται μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, ο εξοπλισμός επικοινωνίας ορισμένων αστυνομικών που συμμετέχουν, για παράδειγμα, σε καταδιώξεις πέραν των συνόρων, σταματά να λειτουργεί μετά τη διέλευση των συνόρων. Ως εκ τούτου, καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία με τις οικείες αρχές ή με τις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εισέρχονται. Επιπλέον, οι αξιωματικοί που τοποθετούνται σε κοινές περιπολίες ή επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη συχνά δεν διαθέτουν κινητό εξοπλισμό που να τους παρέχει τη δυνατότητα να έχουν εξ αποστάσεως και ασφαλή πρόσβαση στις οικείες εθνικές, ενωσιακές και διεθνείς βάσεις δεδομένων.

Πέμπτον, οι κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις συχνά πραγματοποιούνται σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων και σε άλλες περιοχές εντός της ΕΕ σε ad hoc βάση. Συχνά στερούνται συντονισμού και διεξάγονται χωρίς να έχει προηγηθεί ανάλυση κινδύνου που θα επέτρεπε την καλύτερα στοχευμένη υλοποίησή τους. Δεν υπάρχει φόρουμ όπου τα κράτη μέλη να μπορούν να ανταλλάσσουν σχετικές αναλύσεις κινδύνου ή να ενημερώνουν άλλα κράτη μέλη σχετικά με τις ανάγκες και τους τομείς προτεραιότητάς τους. Για παράδειγμα, προκειμένου να στοχοθετηθούν καλύτερα οι κοινές περιπολίες ή άλλες κοινές επιχειρήσεις που διεξάγονται σε ολόκληρη την ΕΕ κατά τη διάρκεια μεγάλων εκδηλώσεων (π.χ. μεγάλες αθλητικές εκδηλώσεις, διεθνείς σύνοδοι κορυφής), σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές (π.χ. περίοδοι διακοπών) ή για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων κυμάτων εγκληματικότητας (π.χ. τρομοκρατία, διακίνηση ναρκωτικών, προσυνεννοημένοι αγώνες, λαθρεμπόριο προϊόντων παραποίησης/απομίμησης, απάτη με πιστωτικές κάρτες, μικροκλοπές και άλλα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας).

Έκτον, τα εγκληματικά δίκτυα που δρουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας διευκολύνουν τις μη επιτρεπόμενες μετακινήσεις αντικανονικών μεταναστών και εκμεταλλεύονται την ευάλωτη κατάσταση των θυμάτων, αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους ως εμπορεύματα. Η οργανωμένη παράνομη διακίνηση μεταναστών αποτελεί βασική εγκληματική δραστηριότητα, ενώ και η διευκόλυνση των μη επιτρεπόμενων μετακινήσεων αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας για την ασφάλεια της ΕΕ. Η εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία αποτελεί άλλη μία βασική δραστηριότητα του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, η οποία θα εξακολουθήσει να συνιστά απειλή για το άμεσο μέλλον 29 . Σχεδόν τα μισά θύματα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας εντός της ΕΕ είναι υπήκοοι της ΕΕ, ενώ και οι περισσότεροι διακινητές είναι πολίτες της ΕΕ 30 . Τα εγκλήματα αυτά έχουν έντονο διασυνοριακό χαρακτήρα, ενώ ο εντοπισμός και η διερεύνησή τους απαιτούν στοχευμένη αστυνομική δράση επιτόπου σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων. Ειδικότερα, οι συντονισμένες κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις, βάσει ανάλυσης κινδύνου, στις οποίες αξιωματικοί των κρατών μελών που επιχειρούν από κοινού (π.χ. σε περιπολικό όχημα) θα πρέπει να επικεντρώνονται, κατά περίπτωση, στον εντοπισμό της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας.

Έβδομον, οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στη διασυνοριακή συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου στην ΕΕ δεν είναι πάντοτε κατάλληλα καταρτισμένοι ώστε να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και επιχειρησιακές δεξιότητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους με τον πλέον αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Η μελέτη του 2021 που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής εντόπισε περιορισμένη διαθεσιμότητα κατάρτισης για το προσωπικό επιβολής του νόμου που συμμετέχει στη διασυνοριακή συνεργασία. Δεν παρέχεται κατάρτιση σε τακτική βάση, ούτε λαμβάνει πάντα υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις. Υπάρχει επίσης περιορισμένη ενημέρωση και γνώση όσον αφορά τις σχετικές βάσεις δεδομένων και τις εκτελεστικές εξουσίες που εκχωρούνται από τα διάφορα κράτη μέλη. Οι γλωσσικοί φραγμοί επίσης εμποδίζουν την αποτελεσματική διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία.

Η μελλοντική πορεία

Όπως ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής του Ιουνίου 2021 με τίτλο «Στρατηγική προς έναν πλήρως λειτουργικό και ανθεκτικό χώρο Σένγκεν 31 », η παρούσα σύσταση έχει ως στόχο να συμβάλει στη δημιουργία κοινών προτύπων που θα παρέχουν τη δυνατότητα στους αστυνομικούς να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους συναδέλφους τους σε άλλα κράτη μέλη. Τηρώντας την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ και αξιοποιώντας τις ορθές πρακτικές σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, οι αστυνομικοί θα πρέπει να διεξάγουν στοχευμένες κοινές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων κοινών περιπολιών 32 , ιδίως σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων. Καθώς οι τρομοκράτες και άλλοι εγκληματίες δρουν σε όλα τα κράτη μέλη, οι αστυνομικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να τους παρακολουθούν καλύτερα και, όταν συμμετέχουν σε καταδιώξεις πέραν των εθνικών εδαφών, να είναι σε θέση να τους θέτουν υπό κράτηση ανάλογα με τις ανάγκες ή να διεξάγουν σχετικές επιχειρήσεις παρακολούθησης. Επιπλέον, οι κοινές επιχειρήσεις μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζητήματος των μη επιτρεπόμενων μετακινήσεων αντικανονικών μεταναστών.

Σεβόμενη τον ρόλο των κρατών μελών στην εσωτερική ασφάλεια και την ανάγκη ευελιξίας για την περιφερειακή συνεργασία, η παρούσα σύσταση καθορίζει δράσεις στο πλαίσιο της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, οι οποίες έχουν ως στόχο:

Να αποσαφηνίσουν και να εναρμονίσουν τους κανόνες συμμετοχής σε διασυνοριακές επιχειρήσεις επιβολής του νόμου για την παρακολούθηση και τη σύλληψη εγκληματιών και τρομοκρατών κατά την εποπτεία, την καταδίωξη, τις κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις πέραν των εθνικών συνόρων.

Να επιτρέψουν την εξ αποστάσεως πρόσβαση των αστυνομικών στις εθνικές τους βάσεις δεδομένων όταν δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και τη χρήση ασφαλών επικοινωνιών που μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν σε διασυνοριακό πλαίσιο.

Να διευρύνουν τον ρόλο των υφιστάμενων κέντρων αστυνομικής τελωνειακής συνεργασίας ώστε να καταστούν κοινά αστυνομικά τμήματα ικανά όχι μόνο να ανταλλάσσουν πληροφορίες, αλλά και να σχεδιάζουν, να υποστηρίζουν και να συντονίζουν κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις βάσει κοινής ανάλυσης κινδύνου.

Να χρησιμοποιούν στοχευμένες κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, βάσει προηγούμενης ανάλυσης, για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών, καθώς και για την πρόληψη και τον εντοπισμό των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση.

Να χρησιμοποιούν στοχευμένες κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, βάσει προηγούμενης ανάλυσης, για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας και για τον εντοπισμό και την προστασία των θυμάτων.

Να δημιουργήσουν πλατφόρμα συντονισμού, από κοινού με την Επιτροπή και την Ευρωπόλ 33 , για τη στήριξη και τη στόχευση κοινών επιχειρήσεων και περιπολιών σε ολόκληρη την ΕΕ με σκοπό τη διατήρηση και τη βελτίωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την πρόληψη ποινικών αδικημάτων ή την αντιμετώπιση συγκεκριμένων κυμάτων εγκληματικότητας σε βασικές τοποθεσίες ή σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους (π.χ. τουριστικές περιοχές, βασικοί εγκληματικοί κόμβοι, περίοδοι διακοπών), κατά τη διάρκεια μαζικών συγκεντρώσεων (π.χ. μεγάλες αθλητικές εκδηλώσεις, διεθνείς σύνοδοι κορυφής) ή σε περίπτωση καταστροφών και σοβαρών ατυχημάτων.

Να διευρύνουν τα κοινά προγράμματα κατάρτισης και ανταλλαγών για αστυνομικούς και τη διά βίου κατάρτιση των αξιωματικών που συμμετέχουν στην επιχειρησιακή διασυνοριακή συνεργασία και να εξετάσουν τη δημιουργία ενός μεγάλης κλίμακας πανευρωπαϊκού κοινού προγράμματος κατάρτισης σχετικά με την επιχειρησιακή διασυνοριακή συνεργασία για τη δημιουργία μιας πραγματικής νοοτροπίας αστυνόμευσης στην ΕΕ.

Όπως ορίζεται στην προτεινόμενη σύσταση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αλλάξουν τους εθνικούς τους κανόνες και τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες τους με άλλα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, προκειμένου να εφαρμόσουν τα μέτρα που περιέχονται σε αυτήν.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα σύσταση συνάδει με τις υφιστάμενες και τις επικείμενες διατάξεις πολιτικής για τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου.

Όπως επισημαίνεται στην ενότητα «αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης», τα υφιστάμενα στρατηγικά έγγραφα της Επιτροπής αποτελούν τη βάση των προσπαθειών της Επιτροπής για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου στην ΕΕ. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν τη στρατηγική για την Ένωση Ασφάλειας 34 , το θεματολόγιο της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 35 , τη στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 2021-2025 36 , τη στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων 2021-2025 37 , τη στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών 38 , τη στρατηγική της ΕΕ για τα ναρκωτικά 2021-2025 39 , και τη νέα στρατηγική Σένγκεν 40 .

Το Συμβούλιο υιοθετεί παρόμοια θέση, ιδίως πιο πρόσφατα στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Νοεμβρίου 2020 σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια και την ευρωπαϊκή αστυνομική σύμπραξη, στα οποία ζητείται από την Επιτροπή «να εξετάσει το ενδεχόμενο ενοποίησης του νομικού πλαισίου της ΕΕ για την περαιτέρω ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας για την επιβολή του νόμου 41 ».

Η παρούσα σύσταση θα συμβάλλει επίσης σε έναν πλήρως λειτουργικό και ανθεκτικό χώρο Σένγκεν όπως ορίζεται στη στρατηγική Σένγκεν, η οποία επαναλαμβάνει «την ανάγκη για κοινά πρότυπα που θα επιτρέπουν στους αστυνομικούς να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους συναδέλφους τους σε γειτονικές χώρες». Θα συμβάλλει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας στο έδαφος των κρατών μελών, άρα και στη στήριξη ενός χώρου Σένγκεν χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα. Θα συμπληρώσει επίσης την πρόταση για την τροποποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν.

Δεδομένου ότι τα δύο σκέλη της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου αφορούν κυρίως i) την επιχειρησιακή διασυνοριακή συνεργασία (η οποία αποτελεί το επίκεντρο της παρούσας πρότασης) και ii) την ανταλλαγή πληροφοριών, η παρούσα σύσταση θα αποτελέσει μέρος μιας συνεκτικής δέσμης, μαζί με την πρόταση οδηγίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και την επικοινωνία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του αυτοματοποιημένου μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων για την αστυνομική συνεργασία (στο εξής: κανονισμός Prüm II).

   Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η παρούσα σύσταση έχει ως στόχο να συμβάλλει θετικά στη δημιουργία ενός πλήρως λειτουργικού και ανθεκτικού χώρου Σένγκεν, ο οποίος θα επιτρέπει την ελεύθερη μετακίνηση περισσότερων από 420 εκατομμυρίων προσώπων και την ανεμπόδιστη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό θα συμβάλλει με τη σειρά του στην αποδοτική λειτουργία της ενιαίας αγοράς και, ως εκ τούτου, στη μεγέθυνση της οικονομίας της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η παρούσα σύσταση συνάδει πλήρως με άλλες πολιτικές της ΕΕ στους τομείς της απασχόλησης, των μεταφορών και, εν τέλει, της οικονομικής ανάπτυξης ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, αλλά και σε ολόκληρη την ΕΕ.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η νομική βάση της δράσης της ΕΕ στον τομέα της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου είναι ο τίτλος V, κεφάλαιο 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ).

Σύμφωνα με το άρθρο 87 της ΣΛΕΕ, «η Ένωση αναπτύσσει αστυνομική συνεργασία στην οποία συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και τελωνειακών αρχών και άλλων αρχών επιβολής του νόμου ειδικευμένων στον τομέα της πρόληψης ή της εξακρίβωσης αξιόποινων πράξεων ή της διερεύνησής τους».

Ειδικότερα, το άρθρο 87 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ αφορά μέτρα σχετικά με την επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου. Στην παρούσα σύσταση προβλέπονται σχετικά μέτρα. Περιλαμβάνονται επίσης μέτρα που καλύπτονται από το άρθρο 89 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς υπό τους οποίους οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών μπορούν να δραστηριοποιούνται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Στον βαθμό που η σύσταση περιλαμβάνει επίσης μέτρα που ενδεχομένως καλύπτονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (π.χ. σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και την κατάρτιση), τα μέτρα αυτά είναι στην προκειμένη περίπτωση επικουρικά ως προς τα μέτρα που βασίζονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 και στο άρθρο 89 της ΣΛΕΕ.

Ως εκ τούτου, η παρούσα σύσταση βασίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 και στο άρθρο 89 της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 292 της ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «Το Συμβούλιο διατυπώνει συστάσεις […] μετά από πρόταση της Επιτροπής σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι Συνθήκες προβλέπουν την έκδοση πράξεων μετά από πρόταση της Επιτροπής. Αποφασίζει ομόφωνα στους τομείς για τους οποίους απαιτείται ομοφωνία για την έκδοση πράξης της Ένωσης».

Επιλογή της νομικής πράξης

Η ενίσχυση της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ απαιτεί ισχυρή πολιτική δέσμευση από όλους τους σχετικούς παράγοντες, κυρίως στα κράτη μέλη.

Η διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία αφορά συνήθως τη φυσική επέμβαση ένστολων και ενόπλων αστυνομικών δυνάμεων από ένα κράτος μέλος στο έδαφος άλλων κρατών μελών. Η επέμβαση συνίσταται στη διεξαγωγή προληπτικών και κατασταλτικών αποστολών που ενδέχεται να οδηγήσουν στην προσωρινή σύλληψη και κράτηση ατόμων μέχρι την άφιξη των αρχών του άλλου κράτους μέλους.

Αυτά τα είδη επιχειρήσεων άπτονται του πυρήνα της κυριαρχίας των κρατών μελών και μπορούν να οδηγήσουν σε συνταγματικά ζητήματα, καθιστώντας κάθε νέα νομοθεσία της ΕΕ στον τομέα αυτό πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνήθως απαιτείται ομοφωνία στο Συμβούλιο κατά την ψήφιση νομοθεσίας της ΕΕ στον τομέα της επιχειρησιακής συνεργασίας.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι μια πρόταση νομοθεσίας της ΕΕ με δεσμευτική ισχύ για την εναρμόνιση αυτού του είδους επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας είναι πρόωρη στο παρόν στάδιο. Ωστόσο, μπορεί να σημειωθεί ότι, παρότι δεν είναι νομικά δεσμευτικές, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο της ΕΕ, οι συστάσεις αποτελούν νομικές πράξεις και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε εθνικό επίπεδο, κατά περίπτωση.

Με βάση προηγούμενα σχετικά συμπεράσματα του Συμβουλίου 42 και ορθές πρακτικές τις οποίες έχουν ήδη εφαρμόσει ορισμένα κράτη μέλη, η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει σύσταση του Συμβουλίου, στην οποία προτείνονται ορισμένες συνιστώμενες δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση του τρόπου επιχειρησιακής συνεργασίας των κρατών μελών. Η Επιτροπή σχεδιάζει να παρακολουθήσει την εφαρμογή της παρούσας σύστασης και να αξιολογήσει την ανάγκη θέσπισης ενωσιακής νομοθεσίας με δεσμευτική ισχύ για τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία στο μέλλον.

Επικουρικότητα

Απαιτείται δράση της ΕΕ για την κατάλληλη αντιμετώπιση των προβλημάτων που επισημαίνονται στην πρώτη ενότητα της παρούσας αιτιολογικής έκθεσης. Χωρίς την ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη μέλη από μόνα τους θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν αβεβαιότητες και εμπόδια που απορρέουν από τους διαφορετικούς κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των αξιωματικών όταν δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, απαιτείται προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ για την επίλυση μακροχρόνιων ζητημάτων τεχνικής διασυνδεσιμότητας που συμβάλλουν στη μείωση της ελκυστικότητας των κοινών επιχειρήσεων. Δεδομένου του διακρατικού χαρακτήρα του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η ταχεία συνεργασία μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών όσον αφορά τα επίμαχα επιχειρησιακά μέτρα σε διασυνοριακό πλαίσιο.

Η ΕΕ είναι πιο ικανή από τα επιμέρους κράτη μέλη να διασφαλίσει τη συνοχή των δράσεων που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, να αντιμετωπίσει τις αποκλίσεις μεταξύ των πρακτικών, να αποτρέψει τις αλληλοεπικαλύψεις και τις αβεβαιότητες και, κατ’ επέκταση, να εξασφαλίσει αποτελεσματική καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος. Η δράση της ΕΕ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται αναμένεται να αποφέρει προστιθέμενη αξία στην ΕΕ και, ως εκ τούτου, στους πολίτες της.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση συνιστά στα κράτη μέλη να λάβουν ορισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων και την ενίσχυση των υφιστάμενων σχετικών μηχανισμών και εργαλείων διασυνοριακής συνεργασίας. Δεν περιέχει συστάσεις που αντιβαίνουν σε όσα προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ. Αντίθετα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα συνιστώμενα μέτρα σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία της ΕΕ. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν αναμένεται να τροποποιήσουν, και μάλιστα αναμένεται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν, όρους και εγγυήσεις που περιέχονται στο εθνικό δίκαιο σχετικά με τις καλυπτόμενες επιχειρησιακές δραστηριότητες, στον βαθμό που συμμορφώνονται με τη νομοθεσία της ΕΕ και δεν εξετάζονται ειδικά στην παρούσα σύσταση.

Δεδομένης της ευαισθησίας των μέτρων για την επιχειρησιακή διασυνοριακή αστυνομική συνεργασία και της προθυμίας που εξέφρασαν τα κράτη μέλη να ξεκινήσουν περαιτέρω διάλογο σχετικά με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για την ενίσχυση της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, η πλέον κατάλληλη και αναλογική επιλογή είναι η πρόταση σύστασης του Συμβουλίου. Ο λόγος είναι ότι δεν υπερβαίνει τα αναγκαία, στο παρόν στάδιο, για την επίτευξη των στόχων της βελτίωσης της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Για την παρούσα πρόταση δεν διενεργήθηκε έλεγχος καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας στον τομέα της επιχειρησιακής συνεργασίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η βασική νομοθεσία της ΕΕ είναι πολύ περιορισμένη και συμπληρώνεται συστηματικά από διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Η χρονική περίοδος κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν μεταξύ Ιουλίου 2019 και Ιουλίου 2021. Η διαβούλευση περιλάμβανε την προσέγγιση ενδιαφερομένων από ευρύ φάσμα εμπειρογνωμόνων επί του θέματος, εθνικών αρχών, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και μελών του κοινού, σχετικά με τις προσδοκίες και τις ανησυχίες τους όσον αφορά την ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής του νόμου στην ΕΕ.

Η Επιτροπή χρησιμοποίησε διάφορα μέσα συμμετοχής, όπως στοχευμένα ερωτηματολόγια, διεξήγαγε συνεντεύξεις με εμπειρογνώμονες και διοργάνωσε διάφορα θεματικά εργαστήρια με εκπροσώπους των κρατών μελών και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν. Τα θέματα της παρούσας σύστασης συζητήθηκαν επίσης στις ομάδες εργασίας του Συμβουλίου (π.χ. υποομάδες της ομάδας « Επιβολή του νόμου» — «Αστυνομία και τελωνεία», μόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας).

Η Επιτροπή δρομολόγησε επίσης δημόσια διαβούλευση, η οποία φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο της Επιτροπής σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ για οκτώ εβδομάδες, από τις 19 Απριλίου 2021 έως τις 14 Ιουνίου 2021.

Επίσης, ο ανάδοχος διεξήγαγε πολλές δραστηριότητες διαβούλευσης κατά την εκπόνηση εξωτερικής «Μελέτης για την υποστήριξη της εκπόνησης εκτίμησης των επιπτώσεων στις πρωτοβουλίες πολιτικής της ΕΕ για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα της επιβολής του νόμου».

Στόχος της διαβούλευσης ήταν να συγκεντρωθούν σχετικές εισηγήσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ώστε να καταστεί δυνατή μια τεκμηριωμένη προσέγγιση για την προετοιμασία των προτεινόμενων μέτρων με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής του νόμου μεταξύ των κρατών μελών.

Τα αποτελέσματα όλων αυτών των δραστηριοτήτων διαβούλευσης λήφθηκαν δεόντως υπόψη κατά την κατάρτιση της παρούσας σύστασης 43 . Στις δραστηριότητες διαβούλευσης χρησιμοποιήθηκαν τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται σε εκτίμηση των επιπτώσεων, αρχής γενομένης από τον ορισμό του προβλήματος και τη διερεύνηση των πλέον κατάλληλων επιλογών.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Οι προτεινόμενες συστάσεις, εάν εγκριθούν στην τρέχουσα μορφή τους και εφαρμοστούν αποτελεσματικά, θα βελτιώσουν τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία και θα έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην πρόληψη και τον εντοπισμό εγκλημάτων στα κράτη μέλη.

Ωστόσο, δεδομένης της αρχής της ομοφωνίας που διέπει τα σχετικά επιχειρησιακά μέτρα αστυνομικής συνεργασίας, καθώς και των ανησυχιών περί κυριαρχίας που εξέφρασαν ορισμένα κράτη μέλη κατά το στάδιο της διαβούλευσης, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια πρόταση νομοθεσίας της ΕΕ με δεσμευτική ισχύ που θα διέπει τη συνεργασία αυτή είναι πρόωρη στο παρόν στάδιο.

Αντ’ αυτού, η παρούσα σύσταση καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τις υφιστάμενες πτυχές της διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, με βάση τις ορθές πρακτικές που έχουν ήδη εφαρμοστεί και δοκιμαστεί από τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων σε διμερές και πολυμερές πλαίσιο.

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση σύστασης του Συμβουλίου σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία δεν υποστηρίζεται από εκτίμηση των επιπτώσεων.

4.ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Με τη βελτίωση της ικανότητας των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να συνεργάζονται σε όλα τα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ, εντός των ορίων που θέτει η σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, η παρούσα σύσταση θα συμβάλλει στην καλύτερη προστασία της ζωής και της ασφάλειας των πολιτών. Κάθε παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που απορρέει από τη σύσταση είναι δικαιολογημένη και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία και αναλογικά όρια.

Όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο αντίκτυπος θεωρείται ουδέτερος. Η παρούσα σύσταση είναι πιθανό να οδηγήσει σε ποσοτική αύξηση της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με την αναμενόμενη αύξηση της διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας. Ωστόσο, αυτή η πρόσθετη ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα υπόκειται στους ίδιους αυστηρούς κανόνες και διαδικασίες που ήδη εφαρμόζονται για την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, και συγκεκριμένα με την οδηγία για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου 44 .

Όσον αφορά άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως τα ελάχιστα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων βάσει των οδηγιών της ΕΕ για τα δικονομικά δικαιώματα 45 (το δικαίωμα ενημέρωσης κατά τη σύλληψη υπόπτου, το δικαίωμα σε διερμηνεία και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο), ο αντίκτυπος είναι ουδέτερος. Η παρούσα σύσταση, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση των υφιστάμενων διασυνοριακών αστυνομικών επιχειρήσεων, δεν υπονομεύει ούτε μεταβάλλει τους ισχύοντες κανόνες για τα δικονομικά δικαιώματα. Ομοίως, εξακολουθούν να ισχύουν κανόνες και πρότυπα που ορίζονται σε άλλους τομείς του δικαίου της ΕΕ, σύμφωνα με την υποχρέωση των κρατών μελών να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

5.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της παρούσας σύστασης εξαρτώνται κυρίως από την απάντηση του Συμβουλίου στην παρούσα πρόταση σύστασης και από τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη θα εφαρμόσουν στη συνέχεια τις εν λόγω συστάσεις.

Δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν προχωρήσει περισσότερο από άλλα στο επίπεδο συνεργασίας τους, το κόστος εφαρμογής των προτεινόμενων συστάσεων θα διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Το κόστος θα αντικατοπτρίζει τη σταδιακή και βαθμιαία αύξηση της υφιστάμενης επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς το αποτέλεσμα της εφαρμογής των συνιστώμενων μέτρων λαμβάνει χώρα σε βάθος χρόνου.

Δεδομένης της φύσης των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν, το κόστος σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσε, σε σημαντικό βαθμό και με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων όρων, να καλυφθεί από τα προγράμματα των κρατών μελών στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας 46 . Το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας περιλαμβάνει ειδικούς στόχους για τη «βελτίωση και διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών», τη «βελτίωση και ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας» και τη «στήριξη της ενίσχυσης των ικανοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος, της τρομοκρατίας και της ριζοσπαστικοποίησης, καθώς και τη διαχείριση περιστατικών, κινδύνων και κρίσεων που σχετίζονται με την ασφάλεια 47 ». Εκτός από το κόστος που θα μπορούσε να καλυφθεί από τα προγράμματα των κρατών μελών στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, δεν θα υπάρξει άλλο κόστος σε επίπεδο ΕΕ.

6.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η Επιτροπή καλεί το Συμβούλιο να εγκρίνει την προτεινόμενη σύσταση το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2022.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, θα πρέπει να τεθεί μόνιμο σημείο συζήτησης σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία στην αρμόδια ομάδα εργασίας του Συμβουλίου, ώστε να μπορέσει η εν λόγω ομάδα να λειτουργήσει ως μόνιμο φόρουμ για τις συζητήσεις των κρατών μελών σχετικά με τα θέματα που εξετάζονται στην παρούσα σύσταση, και ιδίως σχετικά με την εφαρμογή της.

Ένα έτος μετά την έκδοση της παρούσας σύστασης, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχουν σημειώσει τα κράτη μέλη στην εφαρμογή της. Η έκθεση θα πρέπει να αξιολογεί αν υπάρχει ανάγκη θέσπισης νομοθεσίας της ΕΕ με δεσμευτική ισχύ για τις καλυπτόμενες μορφές διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Στην ενότητα 1 ορίζονται οι βασικοί όροι της σύστασης.

Στην ενότητα 2 διατυπώνονται συστάσεις για την αντιμετώπιση εμποδίων στην επέμβαση αστυνομικών σε άλλα κράτη μέλη, στο πλαίσιο διασυνοριακών καταδιώξεων, διασυνοριακών παρακολουθήσεων, καθώς και κοινών περιπολιών και άλλων κοινών επιχειρήσεων. Οι συστάσεις αποσκοπούν στην αύξηση του ισχύοντος καταλόγου εγκλημάτων 48 για τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται διασυνοριακές καταδιώξεις και παρακολουθήσεις, καθώς και στην άρση των γεωγραφικών και χρονικών περιορισμών που έχουν θεσπίσει ορισμένα κράτη μέλη, οι οποίοι δημιουργούν φραγμούς στις εν λόγω επιχειρήσεις. Στόχος τους είναι η εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με την εκχώρηση εκτελεστικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να αυξηθεί η σαφήνεια και η βεβαιότητα σχετικά με το τι μπορούν να κάνουν οι αστυνομικοί όταν συμμετέχουν σε διασυνοριακές καταδιώξεις, παρακολουθήσεις και κοινές επιχειρήσεις.

Οι συστάσεις για τις διασυνοριακές καταδιώξεις δεν αφορούν μόνο τη διέλευση των χερσαίων συνόρων, αλλά και των θαλάσσιων (θαλάσσια, ποτάμια, λιμναία) και εναέριων συνόρων. Αφορούν επίσης τη χρήση του υπηρεσιακού όπλου από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, όχι μόνο για λόγους νόμιμης άμυνας, αλλά και για την υπεράσπιση τρίτων. Ως προς τα σημεία αυτά, οι συστάσεις υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 41 παράγραφος 5 στοιχεία β) και ε) της ΣΕΣ. Ωστόσο, το άρθρο 41 παράγραφος 10 της ΣΕΣΣ επιτρέπει τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων κατά την εφαρμογή του άρθρου 41. Αυτό περιλαμβάνει στην περίπτωση αυτή τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να διεξαχθεί η καταδίωξη.

Στην ενότητα 3 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της διασυνοριακής αστυνομικής συνεργασίας ως εργαλείου για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και τη στήριξη της πρόληψης και του εντοπισμού της αντικανονικής μετανάστευσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν στοχευμένες κοινές επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, βάσει ανάλυσης 49 , για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και για την πρόληψη και τον εντοπισμό των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν τον συντονισμό σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στις κοινές επιχειρήσεις και εκείνων που είναι αρμόδιες για την περαιτέρω διαχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται για παράνομη παραμονή. Θα πρέπει να το πράττουν χρησιμοποιώντας ιδίως τους μηχανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ 50 .

Στην ενότητα 4 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της διασυνοριακής αστυνομικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας και τον εντοπισμό και την προστασία των θυμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν κοινές επιχειρήσεις για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας και για τον εντοπισμό και την παροχή ασφάλειας και στήριξης στα θύματα. Τα πιθανά θύματα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας μπορούν να εντοπιστούν και να αναγνωριστούν στο πλαίσιο κοινών επιχειρήσεων. Θα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως στις υπηρεσίες παροχής βοήθειας, υποστήριξης και προστασίας, μεταξύ άλλων και σε συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, κατά περίπτωση. Ο έγκαιρος εντοπισμός των θυμάτων είναι επίσης ζωτικής σημασίας προκειμένου οι αστυνομικές αρχές να μπορούν να διερευνούν καλύτερα και να τιμωρούν τους δράστες εμπορίας ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό, η κατάρτιση των αρχών επιβολής του νόμου στον εντοπισμό υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας είναι ζωτικής σημασίας.

Στην ενότητα 5 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στη μετατροπή των υφιστάμενων κέντρων αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας (PCCC) στις ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων σε κοινούς αστυνομικούς και τελωνειακούς σταθμούς (JPCS). Εκτός από τα τρέχοντα καθήκοντά τους όσον αφορά την περιφερειακή διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, οι κοινοί αστυνομικοί και τελωνειακοί σταθμοί θα πρέπει να αναπτύξουν την ικανότητα δημιουργίας, στήριξης, συντονισμού και διεξαγωγής μόνιμων μορφών επιχειρησιακής συνεργασίας σε διασυνοριακές περιοχές, όπως κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις. Θα πρέπει να εκπονούν κοινή ανάλυση των διασυνοριακών εγκλημάτων που αφορούν ειδικά την παραμεθόρια περιοχή τους και να την κοινοποιούν μέσω του εθνικού ενιαίου σημείου επαφής (SPOC) σε όλα τα κράτη μέλη και τους αρμόδιους οργανισμούς της ΕΕ, όπως η Ευρωπόλ. Οι εν λόγω στοχευμένες κοινές επιχειρήσεις θα διέπονται από τους κανόνες για την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων στις ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, ιδίως από τους κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 23 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι δεν έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να αναπτύξουν την ικανότητα να στηρίζουν από κοινού τις έρευνες για διασυνοριακά εγκλήματα που διαπράττονται στην περιφέρειά τους, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και με βάση τις σχετικές νομικές άδειες που απαιτούνται και εκδίδονται δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας.

Στην ενότητα 6 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στον καλύτερο σχεδιασμό, συντονισμό και υποστήριξη κοινών επιχειρήσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα συντονισμού όπου τα κράτη μέλη θα μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές τους. Στόχος είναι η καλύτερη στόχευση των κοινών επιχειρήσεων, ιδίως κατά τη διάρκεια μεγάλων εκδηλώσεων (π.χ. μεγάλες αθλητικές εκδηλώσεις, διεθνείς σύνοδοι κορυφής), σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές (π.χ. περίοδοι διακοπών), και η συμβολή στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων κυμάτων εγκληματικότητας (π.χ. τρομοκρατία, λαθρεμπόριο ναρκωτικών, προσυνεννοημένοι αγώνες, λαθρεμπόριο προϊόντων παραποίησης/απομίμησης, απάτη με πιστωτικές κάρτες, μικροκλοπές και άλλα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας) που διαπράττονται κυρίως από ομάδες σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, αξιοποιώντας, κατά περίπτωση, την υφιστάμενη χρηματοδότηση της ΕΕ και τα αποτελέσματα των ενωσιακών έργων έρευνας και καινοτομίας στον τομέα της ασφάλειας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν εντολή στα εθνικά τους SPOC να συντονίζουν τις εν λόγω κοινές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κοινών περιπολιών, από και προς άλλα κράτη μέλη. Θα πρέπει επίσης να εκπονούν κοινές εκτιμήσεις απειλών και αναλύσεις κινδύνου, καθώς και ετήσιες εκτιμήσεις αναγκών, ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με επικείμενα γεγονότα μεγάλης κλίμακας, απειλές για τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια, την εσωτερική ασφάλεια και τα μοντέλα κινητικότητας των πολιτών, ιδίως κατά τις τουριστικές περιόδους. Η προσέγγιση αυτή αναμένεται να συμβάλλει στην προετοιμασία και τη δημιουργία πιο στοχευμένων κοινών περιπολιών και άλλων κοινών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων συντονισμένων αστυνομικών ελέγχων σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων. Με την πάροδο του χρόνου, αναμένεται να καταστήσει δυνατή τη στόχευση βασικών τόπων εγκληματικότητας στην ΕΕ, όπως περιγράφεται στη SOCTA 2021 της ΕΕ.

Στην ενότητα 7 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής διαθεσιμότητας πληροφοριών και επικοινωνίας κατά τη διάρκεια διασυνοριακών επιχειρήσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφοδιάζουν τους αστυνομικούς τους με εργαλεία που τους επιτρέπουν την εξ αποστάσεως και ασφαλή πρόσβαση στις οικείες βάσεις δεδομένων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καθώς και στις ενωσιακές και διεθνείς βάσεις δεδομένων μέσω της ευρωπαϊκής πύλης αναζήτησης. Στόχος είναι να τους δοθεί η δυνατότητα να εκτελούν τα αστυνομικά τους καθήκοντα κατά τη διάρκεια διασυνοριακών επιχειρήσεων, για παράδειγμα με τη διενέργεια ελέγχων εξακρίβωσης ταυτότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξοπλίζουν τους αστυνομικούς τους που συμμετέχουν σε διασυνοριακές επιχειρήσεις με ασφαλή μέσα επικοινωνίας (π.χ. εργαλείο άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων) που λειτουργούν σε διασυνοριακό επίπεδο, ώστε να καθιστούν δυνατή τη διασύνδεση και την άμεση επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο με τους αξιωματικούς του κράτους μέλους υποδοχής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν χρήση των τεχνικών λύσεων που θα παρέχει το εργαστήριο καινοτομίας της Ευρωπόλ, ώστε να διασφαλίζεται η διασυνδεσιμότητα των μέσων ασφαλούς επικοινωνίας σε διασυνοριακό επίπεδο.

Στην ενότητα 8 διατυπώνονται συστάσεις που αποσκοπούν στη μετάβαση σε μια κοινή ενωσιακή φιλοσοφία αστυνόμευσης μέσω της σημαντικής αύξησης της κοινής κατάρτισης σε θέματα επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν κοινά προγράμματα κατάρτισης και ανταλλαγών για τους αστυνομικούς τους, με σκοπό την οικοδόμηση μακροπρόθεσμης γνώσης και εμπιστοσύνης μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων στην ΕΕ. Η κοινή κατάρτιση θα πρέπει να ακολουθεί το επιτυχημένο παράδειγμα του γαλλοϊσπανικού κοινού εκπαιδευτικού προγράμματος Gendarmerie Nationale/Guardia Civil. Θα πρέπει να αναπτύξουν κοινά μαθήματα συνεχούς επιμόρφωσης και προγράμματα ανταλλαγών για αστυνομικούς και ανακριτές πρώτης γραμμής με σκοπό τη βελτίωση των δεξιοτήτων και των γνώσεών τους σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή συνεργασία. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σχετική νομοθεσία, τους κανόνες συμμετοχής, τα εργαλεία, τους μηχανισμούς, τα επαγγελματικά πρότυπα και τη δεοντολογία, τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές. Τα μαθήματα αυτά θα μπορούσαν να κυμαίνονται, με την υποστήριξη του CEPOL 51 , από διαδικτυακές ενότητες κατάρτισης έως ανταλλαγές αξιωματικών και θα πρέπει να προσομοιώνουν πραγματικές καταστάσεις. Τα μαθήματα γλωσσών για αξιωματικούς από ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν σημαντικά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εναρμονίσουν το πρόγραμμα των εθνικών αστυνομικών ακαδημιών τους ώστε να περιλαμβάνουν διαπιστευμένα ευρωπαϊκά μαθήματα διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας. Θα πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα δημιουργίας μακροπρόθεσμων κοινών προγραμμάτων κατάρτισης και ανταλλαγών μεγάλης κλίμακας για αστυνομικούς και αξιωματικούς των κρατών μελών στο πλαίσιο της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας.

Η ενότητα 9 περιέχει τελικές συστάσεις. Τα κράτη μέλη καλούνται να αξιοποιήσουν το φόρουμ που προσφέρει η προαναφερθείσα αρμόδια ομάδα εργασίας του Συμβουλίου, για να συζητήσουν θέματα σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία, όπως καλύπτονται από την παρούσα σύσταση, και ιδίως θέματα που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας σύστασης.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη καλούνται να δρομολογήσουν, εντός έξι μηνών από την έκδοση της παρούσας σύστασης, διαδικασία για την τροποποίηση των εθνικών κανόνων και των διμερών και πολυμερών συμφωνιών τους με άλλα κράτη μέλη προκειμένου να εφαρμόσουν τα μέτρα της παρούσας σύστασης. Ένα έτος μετά την έκδοση της σύστασης, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύσει έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής της παρούσας σύστασης από τα κράτη μέλη.

2021/0415 (CNS)

Πρόταση

ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 87 παράγραφος 3 και το άρθρο 89, σε συνδυασμό με το άρθρο 292,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 52 ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Η διασυνοριακή παρακολούθηση και οι διασυνοριακές καταδιώξεις αποτελούν απαραίτητα μέσα επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας χωρίς τα οποία οι εγκληματίες μπορούν να διαφύγουν από την αστυνομία διασχίζοντας τα σύνορα, εκμεταλλευόμενοι την αλλαγή δικαιοδοσίας και την απουσία συνέχειας της αστυνομικής δράσης. Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι υφιστάμενοι περιορισμοί που έχουν θέσει ορισμένα κράτη μέλη, καθώς δημιουργούν εμπόδια για τη διεξαγωγή των εν λόγω επιχειρήσεων στην επικράτειά τους. Είναι επίσης αναγκαίο να προσαρμοστούν ορισμένοι κανόνες συμμετοχής σε διασυνοριακές αστυνομικές επιχειρήσεις για την παρακολούθηση και τη σύλληψη εγκληματιών κατά την παρακολούθηση, τις καταδιώξεις και τις κοινές επιχειρήσεις.

(2)Η δημιουργία μόνιμων κοινών περιπολιών και άλλων ικανοτήτων κοινών επιχειρήσεων σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων είναι απαραίτητη για την αντιστοίχιση των εγκληματικών δραστηριοτήτων και των προκλήσεων που συνεπάγεται για τις αστυνομικές δυνάμεις η μόνιμη και αυξανόμενη κινητικότητα των προσώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών εντός της Ένωσης. Οι υφιστάμενες δομές, όπως τα κέντρα αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας, θα πρέπει να διευρύνουν τον τρέχοντα ρόλο τους ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάζουν, να υποστηρίζουν, να συντονίζουν και να διεξάγουν κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις βάσει κοινής ανάλυσης κινδύνου και εκτίμησης αναγκών, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις, με σκοπό την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη στήριξη ερευνών για διασυνοριακά εγκλήματα που διαπράττονται σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων.

(3)Τα εγκληματικά δίκτυα που δρουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας επωφελούνται από την απουσία εσωτερικών συνόρων στον χώρο χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα («χώρος Σένγκεν») για να διευκολύνουν τις μη επιτρεπόμενες μετακινήσεις αντικανονικών μεταναστών και να εκμεταλλεύονται την ευάλωτη κατάσταση των θυμάτων με σκοπό το κέρδος. Μια αποτελεσματική ενωσιακή πολιτική επιστροφής απαιτεί αποδοτικά και αναλογικά μέτρα για τη σύλληψη και την ταυτοποίηση των αντικανονικών μεταναστών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί ο συντονισμός, ιδίως με τη χρήση των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 53 , ώστε να συμβάλλει στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των μη επιτρεπόμενων μετακινήσεων αντικανονικών μεταναστών, καθώς και στην αντιμετώπιση των απειλών για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια, περιορίζοντας παράλληλα τον αντίκτυπο στην κυκλοφορία των καλόπιστων ταξιδιωτών. Ελλείψει ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, οι στοχευμένες κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας, για την πρόληψη και τον εντοπισμό της παράνομης διαμονής και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση, καθώς και για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής πρακτικής εφαρμογής των διμερών συμφωνιών επανεισδοχής, με παράλληλη τήρηση της σύστασης (ΕΕ) 2017/432 της Επιτροπής 54 . Η αποτελεσματική καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας απαιτεί αστυνομική συνεργασία τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό πλαίσιο, προκειμένου να εντοπίζονται και να υποστηρίζονται τα θύματα, καθώς και για να βελτιωθεί η δίωξη και η καταδίκη των δραστών εμπορίας ανθρώπων.

(4)Η περιορισμένη διαθεσιμότητα αστυνομικών δυνάμεων που μπορούν να τοποθετήσουν τα κράτη μέλη στο εξωτερικό και η έλλειψη συντονισμένης τοποθέτησης βάσει προηγούμενης κοινής ανάλυσης μπορούν να καταστήσουν αναποτελεσματικές τις τοποθετήσεις αστυνομικών σε άλλα κράτη μέλη. Μια ενωσιακή πλατφόρμα συντονισμού όπου τα κράτη μέλη θα μπορούν να ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές τους για κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις με πανευρωπαϊκή διάσταση θα μπορούσε να δημιουργήσει την αναγκαία δομή για τη διεξαγωγή των εν λόγω επιχειρήσεων με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια, να προληφθούν αξιόποινες πράξεις, μεταξύ άλλων από ομάδες σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, και να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα κύματα εγκληματικότητας σε καίριες τοποθεσίες, σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

(5)Η επικοινωνία και η πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχή διασυνοριακή επιχειρησιακή συνεργασία. Οι αξιωματικοί πρώτης γραμμής που επιχειρούν σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο μέσω κινητών λύσεων, όπως συσκευές χειρός ή αστυνομικοί υπολογιστές τοποθετημένοι σε αυτοκίνητο, σε πληροφορίες που τηρούνται στα συστήματα πληροφοριών της Ένωσης, μέσω της ευρωπαϊκής πύλης αναζήτησης (ESP), και στις οικείες εθνικές βάσεις δεδομένων τους, σύμφωνα με τα ισχύοντα δικαιώματα πρόσβασης και την ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία. Θα πρέπει επίσης να είναι εξοπλισμένοι με αξιόπιστα και ασφαλή, διασυνδεδεμένα σε πραγματικό χρόνο κινητά μέσα επικοινωνίας, όπως εργαλεία άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων, τα οποία λειτουργούν και εκτός συνόρων, προκειμένου να επικοινωνούν απευθείας με τις οικείες αρχές και με τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις τεχνικές λύσεις που θα παρέχει το εργαστήριο καινοτομίας της Ευρωπόλ, ώστε να διασφαλίζεται η διασυνδεσιμότητα των μέσων ασφαλούς επικοινωνίας σε διασυνοριακό επίπεδο, τα οποία θα πρέπει τουλάχιστον να καθιστούν δυνατή την ασφαλή χρήση κινητών μέσων επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο, καθώς και τον γεωγραφικό εντοπισμό των αστυνομικών τους οχημάτων, για παράδειγμα μέσω εντοπισμού GPS ή μη επανδρωμένων αεροσκαφών, κατά τη διάρκεια διασυνοριακής αστυνομικής επιχείρησης.

(6)Η αποτελεσματική διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία απαιτεί τη μετάβαση προς μια κοινή ενωσιακή φιλοσοφία αστυνόμευσης. Η δημιουργία κοινών προγραμμάτων αρχικής κατάρτισης και προγραμμάτων ανταλλαγών μεταξύ αστυνομικών για θέματα που σχετίζονται με τη συνεργασία αυτή, καθώς και μαθημάτων συνεχούς επιμόρφωσης για τα θέματα αυτά για αξιωματικούς πρώτης γραμμής και ανακριτές, είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη δεξιοτήτων, γνώσεων και εμπιστοσύνης. Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν και να εναρμονίσουν τα προγράμματα σπουδών των εθνικών αστυνομικών ακαδημιών τους, σε όλα τα επίπεδα κατάρτισης, ώστε να συμπεριλάβουν διαπιστευμένα μαθήματα διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, καθώς και επαγγελματικές σταδιοδρομίες για αστυνομικούς και αξιωματικούς που αποφοιτούν από τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (CEPOL), καλύπτοντας τις ανάγκες κατάρτισης και υποστηρίζοντας τις δραστηριότητες του οργανισμού, ευθυγραμμίζοντας το εκπαιδευτικό τους χαρτοφυλάκιο με τις προτεραιότητες που σχετίζονται με τη διασυνοριακή συνεργασία που καθορίζονται στις αξιολογήσεις στρατηγικών αναγκών κατάρτισης της ΕΕ (EU-STNA). Θα πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα δημιουργίας μακροπρόθεσμων πανευρωπαϊκών κοινών προγραμμάτων κατάρτισης και ανταλλαγών μεγάλης κλίμακας για αστυνομικούς και αξιωματικούς στον τομέα της διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας.

(7)Δεδομένης της σημασίας του συντονισμού και της συνεργασίας σε σχέση με τα θέματα που εξετάζονται στην παρούσα σύσταση, και ιδίως της εφαρμογής της, θα υπάρξει μόνιμο σημείο συζήτησης σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία στην αρμόδια ομάδα εργασίας του Συμβουλίου. Η εν λόγω ομάδα εργασίας θα πρέπει να λειτουργήσει ως μόνιμο φόρουμ όπου τα κράτη μέλη θα συζητούν τα εν λόγω θέματα, συμπεριλαμβανομένων της εναρμόνισης των κανόνων και των συμφωνιών τους, άλλων μέτρων για την αντιμετώπιση των εμποδίων στην αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων διασυνοριακής αστυνομικής συνεργασίας, της υποβολής εκθέσεων σχετικά με την επιτευχθείσα πρόοδο, καθώς και ζητημάτων που αφορούν την αναγκαία καθοδήγηση και τις ορθές πρακτικές.

(8)Η παρούσα σύσταση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εντός έξι μηνών από την έκδοσή της, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κινήσουν διαδικασία για την τροποποίηση των εθνικών τους κανόνων και των διμερών και πολυμερών συμφωνιών τους με άλλα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τα συνιστώμενα μέτρα και στη συνέχεια να ολοκληρώσουν τη διαδικασία αυτή το συντομότερο δυνατόν.

(9)Η πρόοδος που έχει σημειωθεί όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας σύστασης θα πρέπει να επανεξεταστεί μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, ένα έτος μετά την έκδοσή της, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εν λόγω πρόοδο, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει αν απαιτούνται δεσμευτικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου με δεσμευτική ισχύ σε αυτόν τον τομέα.

(10)Λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα σύσταση δεν έχει δεσμευτική ισχύ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν τα μέτρα που συνιστώνται σε αυτήν σύμφωνα με τις εφαρμοστέες πράξεις του δικαίου της Ένωσης, ιδίως εκείνες που έχουν δεσμευτική ισχύ. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν τα συνιστώμενα μέτρα σύμφωνα με τη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣ) 55 , ειδικότερα επιλέγοντας τις συνιστώμενες επιλογές όταν η ΣΕΣ προβλέπει διάφορες επιλογές και επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής και θεσπίζοντας συμπληρωματικές διατάξεις κατά την εφαρμογή και σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα της ΣΕΣ.

(11)Η παρούσα σύσταση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επιδιώκει να επηρεάσει τους κανόνες που προβλέπουν περιορισμούς, εγγυήσεις και προϋποθέσεις που δεν αναφέρονται ειδικά στην παρούσα σύσταση, τα οποία εφαρμόζονται στις σχετικές δραστηριότητες διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας δυνάμει πράξεων του ενωσιακού δικαίου με δεσμευτική ισχύ, συμπεριλαμβανομένης της ΣΕΣ, και του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Για παράδειγμα, στους εν λόγω κανόνες ενδέχεται να υπόκεινται η οπλοφορία και η χρήση υπηρεσιακών όπλων, η χρήση προνομίων οδικής κυκλοφορίας, η χρήση τεχνικών μέσων για τη διενέργεια διασυνοριακών παρακολουθήσεων και η διενέργεια ελέγχων εξακρίβωσης ταυτότητας και παρακολούθησης προσώπων που προσπαθούν να αποφύγουν αυτούς τους ελέγχους, όπως αναφέρονται στην παρούσα σύσταση.

(12)Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας σύστασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Δεδομένου ότι η παρούσα σύσταση αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία θα πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, εντός έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο αποφασίσει επί της παρούσας σύστασης, αν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο.

(13)Η παρούσα σύσταση, εξαιρουμένων των ενοτήτων 2.1 και 2.2, συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου 56 · ως εκ τούτου, η Ιρλανδία συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας σύστασης και δεσμεύεται από αυτήν, με εξαίρεση τις εν λόγω ενότητες.

(14)Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα σύσταση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας η οποία συνάφθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν 57 , οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημεία Α και Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου 58 .

(15)Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα σύσταση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν 59 , οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημεία Α και Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου 60 και με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/149/ΔΕΥ του Συμβουλίου 61 .

(16)Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, η παρούσα σύσταση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν 62 , οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 1 σημεία Α και Η της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου 63 και το άρθρο 3 της απόφασης 2011/349/ΕΕ του Συμβουλίου 64 .

(17)Όσον αφορά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, η παρούσα σύσταση, με εξαίρεση τις ενότητες 2.1 και 2.2, συνιστά πράξη που αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο Σένγκεν ή σχετίζεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005 και θα πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με αμφότερες τις αποφάσεις 2010/365/ΕΕ 65 και (ΕΕ) 2018/934 66 του Συμβουλίου.

(18)Όσον αφορά την Κροατία, η παρούσα σύσταση, με εξαίρεση τις ενότητες 2.1 και 2.2, συνιστά πράξη που αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο Σένγκεν ή σχετίζεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2011 και θα πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την απόφαση (ΕΕ) 2017/733 67 του Συμβουλίου.

(19)Όσον αφορά την Κύπρο, η παρούσα σύσταση, με εξαίρεση τις ενότητες 2.1 και 2.2, συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που σχετίζεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

1.Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)«διασυνοριακή καταδίωξη»: αστυνομική επιχείρηση κατά την οποία όργανα αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου κράτους μέλους καταδιώκουν στο εν λόγω κράτος μέλος ένα ή περισσότερα πρόσωπα που έχουν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττουν ή να συμμετέχουν σε αξιόποινη πράξη και, κατά τη διάρκεια της καταδίωξης αυτής, διασχίζουν σύνορα με άλλο κράτος μέλος και συνεχίζουν την καταδίωξη στο έδαφος του εν λόγω άλλου κράτους μέλους·

β)«διασυνοριακή παρακολούθηση»: αστυνομική επιχείρηση κατά την οποία όργανα αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου κράτους μέλους παρακολουθούν, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας στο εν λόγω κράτος μέλος, ένα ή περισσότερα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν διαπράξει ή συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη ή που μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση ή τον εντοπισμό των εν λόγω υπόπτων, και συνεχίζουν την παρακολούθηση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, αφού το υπό παρακολούθηση πρόσωπο ή πρόσωπα διέσχισαν τα σύνορα με το εν λόγω άλλο κράτος μέλος·

γ)«κοινές επιχειρήσεις»: αστυνομικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων κοινών περιπολιών και άλλων κοινών επιχειρήσεων στον τομέα της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης εγκλήματος, οι οποίες διεξάγονται από κοινού είτε σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων είτε σε άλλες περιοχές εντός της Ένωσης από όργανα των αρμόδιων αρχών επιβολής του νόμου δύο ή περισσότερων κρατών μελών, στο πλαίσιο των οποίων αξιωματικοί ενός κράτους μέλους επιχειρούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

δ)«ενιαίο σημείο επαφής»: η εθνική κεντρική αρχή που είναι αρμόδια για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 3 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν·

ε)«Κέντρο αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας»: κοινή δομή επιβολής του νόμου που αποσκοπεί στην ανταλλαγή πληροφοριών και την παροχή στήριξης σε άλλες δραστηριότητες επιβολής του νόμου σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, την οποία έχει συστήσει ένα κράτος μέλος βάσει διμερούς ή πολυμερούς συμφωνίας με ένα ή περισσότερα γειτονικά κράτη μέλη και η οποία βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τα σύνορα μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών·

στ)«ενδοενωσιακή περιοχή συνόρων»: η γεωγραφική περιοχή που γειτνιάζει άμεσα με τα εσωτερικά σύνορα μεταξύ κρατών μελών.

2.Αντιμετώπιση εμποδίων στην επιχειρησιακή συνεργασία όταν αστυνομικοί επιχειρούν σε άλλο κράτος μέλος

2.1.Διασυνοριακή καταδίωξη:

α)Τα κράτη μέλη οφείλουν:

i.να διασφαλίσουν ότι τα είδη των εγκλημάτων για τα οποία υπάρχει δυνατότητα διασυνοριακής καταδίωξης στο έδαφός τους καλύπτουν τα ποινικά αδικήματα που απαριθμούνται στο παράρτημα της παρούσας σύστασης·

ii.να επιτρέπουν τη διεξαγωγή διασυνοριακών καταδιώξεων στο έδαφός τους μέσω χερσαίων, θαλάσσιων, ποτάμιων, λιμναίων και εναέριων συνόρων·

iii.να επιτρέπουν τη συνέχιση της διασυνοριακής καταδίωξης στο έδαφός τους χωρίς γεωγραφικούς ή χρονικούς περιορισμούς, έως την άφιξη της οικείας αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου·

iv.να συλλέγουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις διασυνοριακές καταδιώξεις που διενήργησαν οι οικείες αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου και να υποβάλλουν ετησίως τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

β)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στα όργανα της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους που διενεργούν διασυνοριακές καταδιώξεις στο έδαφός τους να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

i.να φέρουν το υπηρεσιακό όπλο και τα πυρομαχικά τους·

ii.να χρησιμοποιούν το υπηρεσιακό όπλο τους για νόμιμη αυτοάμυνα και, εφόσον απαιτείται, για την υπεράσπιση τρίτων·

iii.να ακινητοποιούν, να συλλαμβάνουν ή να κρατούν προσωρινά ύποπτο, μεταξύ άλλων μέσω εξαναγκασμού και σωματικής βίας, εν αναμονή της άφιξης των οργάνων των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκε η καταδίωξη·

iv.να χρησιμοποιούν τα προνόμια οδικής κυκλοφορίας που ισχύουν στα κράτη μέλη όπου λαμβάνει χώρα η καταδίωξη·

v.να χρησιμοποιούν τα συστήματα GPS που διαθέτουν για τον εντοπισμό των οχημάτων των εν λόγω οργάνων από την αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.2.Διασυνοριακή παρακολούθηση

α)Τα κράτη μέλη οφείλουν:

i.να διασφαλίσουν ότι τα είδη των εγκλημάτων για τα οποία υπάρχει δυνατότητα διασυνοριακής παρακολούθησης στο έδαφός τους καλύπτουν τα ποινικά αδικήματα που απαριθμούνται στο παράρτημα της παρούσας σύστασης·

ii.να επιτρέπουν τη διενέργεια διασυνοριακής παρακολούθησης στο έδαφός τους σε σχέση με πρόσωπα ύποπτα για διάπραξη ή συμμετοχή σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω ποινικά αδικήματα, αλλά και σε πρόσωπα που μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση ή τον εντοπισμό των εν λόγω υπόπτων·

iii.να επιτρέπουν τη διεξαγωγή διασυνοριακής παρακολούθησης στο έδαφός τους μέσω χερσαίων, θαλάσσιων, ποτάμιων, λιμναίων και εναέριων συνόρων·

iv.να επιτρέπουν και να διευκολύνουν τη συγκέντρωση υλικού, μεταξύ άλλων μέσω βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων δανείων βάσει από κοινού συμφωνημένων διαδικασιών, για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή διασυνοριακών παρακολουθήσεων·

v.να ορίζουν το ενιαίο σημείο επαφής τους ως την κεντρική αρχή τους που είναι αρμόδια για τον συντονισμό των εισερχόμενων και εξερχόμενων διασυνοριακών παρακολουθήσεων, μεταξύ άλλων παρέχοντάς της τη δυνατότητα να διεκπεραιώνει και να υποβάλλει αιτήσεις χορήγησης άδειας 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα·

vi.να συλλέγουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις διασυνοριακές παρακολουθήσεις που διενήργησαν οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου και να υποβάλλουν ετησίως τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

β)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στα όργανα της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους που διενεργούν διασυνοριακές παρακολουθήσεις στο έδαφός τους να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

i.να φέρουν το υπηρεσιακό όπλο και τα πυρομαχικά τους·

ii.να χρησιμοποιούν το υπηρεσιακό όπλο τους για νόμιμη αυτοάμυνα και, εφόσον απαιτείται, για την υπεράσπιση τρίτων·

iii.να χρησιμοποιούν τα τεχνικά μέσα που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των διασυνοριακών παρακολουθήσεων, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων παρακολούθησης μέσω GPS, μη επανδρωμένων αεροσκαφών και εξοπλισμού ήχου και εικόνας.

2.3.Κοινές επιχειρήσεις

α)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στα όργανα της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις οι οποίες διεξάγονται στο έδαφός τους να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

i.να διενεργούν ελέγχους εξακρίβωσης ταυτότητας και να συλλαμβάνουν κάθε πρόσωπο που προσπαθεί να αποφύγει τον έλεγχο εξακρίβωσης ταυτότητας·

ii.να φορούν τη στολή τους και να φέρουν το υπηρεσιακό όπλο και τα πυρομαχικά τους·

iii.να χρησιμοποιούν το υπηρεσιακό όπλο τους για νόμιμη αυτοάμυνα και, εφόσον απαιτείται, για την υπεράσπιση τρίτων·

iv.να θέτουν σε λειτουργία τις ραδιοφωνικές εγκαταστάσεις τους σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων.

β)Τα κράτη μέλη οφείλουν:

i.να παρέχουν γλωσσική κατάρτιση και κατάρτιση για όργανα των αρμόδιων αρχών επιβολής του νόμου που ενδέχεται να συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις σχετικά με τις επιχειρησιακές διαδικασίες, το διοικητικό και ποινικό δίκαιο και τις ποινικές διαδικασίες άλλων κρατών μελών που χρησιμοποιούνται σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας, της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της πρόληψης και ανίχνευσης της παράνομης διαμονής και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση, ή άλλων δραστηριοτήτων σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος διασυνοριακού χαρακτήρα·

ii.να συλλέγουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις διασυνοριακές κοινές περιπολίες και επιχειρήσεις που διενήργησαν οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου στο έδαφος άλλων κρατών μελών και να υποβάλλουν ετησίως τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

3.Διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση

α)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν κοινές επιχειρήσεις σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων με σκοπό:

i.την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών·

ii.την πρόληψη και τον εντοπισμό παρανόμως διαμενόντων μεταναστών και του διασυνοριακού εγκλήματος που συνδέεται με την αντικανονική μετανάστευση.

β)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τον συντονισμό σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις και εκείνων που συμμετέχουν στην περαιτέρω διαχείριση υπηκόων τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται για παράνομη διαμονή, ιδίως με τη χρήση των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ.

4.Διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας και για τον εντοπισμό και την προστασία των θυμάτων

α)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν διασυνοριακές κοινές επιχειρήσεις σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων με σκοπό:

i.την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας·

ii.τον εντοπισμό και την παροχή ασφάλειας και στήριξης στα θύματα εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας.

5.Κοινοί αστυνομικοί και τελωνειακοί σταθμοί

α) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επεκτείνουν τα τρέχοντα καθήκοντα των υφιστάμενων κέντρων αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας τους με:

i.τη διεξαγωγή, την υποστήριξη και τον συντονισμό κοινών επιχειρήσεων σε ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων·

ii.την εκπόνηση κοινής ανάλυσης διασυνοριακών εγκλημάτων που αφορούν ειδικά την ενδοενωσιακή παραμεθόρια περιοχή τους και την κοινοποίηση της ανάλυσης αυτής μέσω του εθνικού ενιαίου σημείου επαφής σε όλα τα άλλα κράτη μέλη και τους αρμόδιους οργανισμούς και όργανα της Ένωσης, όπως η Ευρωπόλ και, κατά περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)·

iii.τη στήριξη των ερευνών για διασυνοριακά εγκλήματα που διαπράττονται στις ενδοενωσιακές περιοχές συνόρων τους.

β)Ενόψει των εν λόγω διευρυμένων καθηκόντων των υφιστάμενων κέντρων αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τα μετονομάσουν σε κοινούς αστυνομικούς και τελωνειακούς σταθμούς.

6.Πλατφόρμα συντονισμού για κοινές επιχειρήσεις

α)Τα κράτη μέλη, από κοινού με την Επιτροπή και την Ευρωπόλ, θα πρέπει:

i.να δημιουργήσουν από κοινού μια ενιαία πλατφόρμα συντονισμού όπου τα κράτη μέλη θα μπορούν να ανταλλάσσουν τις ανάγκες τους και τους τομείς προτεραιότητας για τις κοινές επιχειρήσεις:

σε τοποθεσίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος, όπως βασικοί εγκληματικοί κόμβοι ή τουριστικές περιοχές τις οποίες επισκέπτονται τουρίστες από άλλα κράτη μέλη·

κατά τη διάρκεια μαζικών συγκεντρώσεων και σημαντικών εκδηλώσεων που ενδέχεται να προσελκύσουν επισκέπτες από άλλα κράτη μέλη, όπως μεγάλες αθλητικές εκδηλώσεις ή διεθνείς σύνοδοι κορυφής·

σε περίπτωση καταστροφών και σοβαρών ατυχημάτων, σε συντονισμό με τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας της Ένωσης (UCPM), και ιδίως με το Κέντρο Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών (ΚΣΑΕΑ) 68 ·

σε περίπτωση άλλων σοβαρών και οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων διασυνοριακού χαρακτήρα.

ii.να καταρτίζουν από κοινού, με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιοι οργανισμοί της Ένωσης και τα κράτη μέλη, και με τη συμβολή των κοινών αστυνομικών και τελωνειακών σταθμών τους, ενιαία τακτική έκθεση στην οποία αναλύονται οι κίνδυνοι και οι ανάγκες για κοινές επιχειρήσεις, την οποία μπορούν να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για να στοχεύσουν τις κοινές επιχειρήσεις τους.

β)Τα κράτη μέλη οφείλουν:

i.να παρέχουν στην πλατφόρμα συντονισμού πληροφορίες σχετικά με όλες τις σοβαρές απειλές για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια τις οποίες γνωρίζουν, τις επικείμενες μαζικές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις μεγάλης κλίμακας που ενδέχεται να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό επισκεπτών από άλλα κράτη μέλη και τα πρότυπα κινητικότητας των πολιτών τους, ιδίως κατά τις τουριστικές περιόδους·

ii.να ορίζουν το ενιαίο σημείο επαφής ως εθνικό σημείο επαφής για τον συντονισμό των εν λόγω κοινών επιχειρήσεων.

7.Εξασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης σε πληροφορίες και επικοινωνία

α)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα όργανα της οικείας αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου που συμμετέχουν στη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία που καλύπτεται από την παρούσα σύσταση και επιχειρούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους:

i.έχουν εξ αποστάσεως και ασφαλή πρόσβαση στις οικείες εθνικές βάσεις δεδομένων και σε ενωσιακές και διεθνείς βάσεις δεδομένων μέσω της ευρωπαϊκής πύλης αναζήτησης, όπως επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να εκτελούν τα αστυνομικά τους καθήκοντα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο των εν λόγω επιχειρήσεων, όπως η διενέργεια ελέγχων εξακρίβωσης ταυτότητας·

ii.μπορούν να χρησιμοποιούν μέσα ασφαλούς επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο, τα οποία μπορούν να λειτουργούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και τους παρέχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν απευθείας με την αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου των κρατών μελών τους και με τα όργανα των αρμόδιων αρχών επιβολής του νόμου του άλλου ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

β)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις τεχνικές λύσεις που θα παρέχει το εργαστήριο καινοτομίας της Ευρωπόλ, ώστε να διασφαλίζεται ασφαλής άμεση επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο, σε διασυνοριακό επίπεδο.

8.Κοινή κατάρτιση και επαγγελματική επιμόρφωση σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία

α)Τα κράτη μέλη οφείλουν:

i.να δημιουργήσουν, από κοινού με τα γειτονικά τους κράτη μέλη, κοινά προγράμματα αρχικής κατάρτισης και προγράμματα ανταλλαγής για τους αστυνομικούς τους στον τομέα της διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας·

ii.να εναρμονίσουν τα προγράμματα σπουδών των εθνικών αστυνομικών ακαδημιών τους, σε όλα τα επίπεδα κατάρτισης, ώστε να περιλαμβάνουν διαπιστευμένα μαθήματα ευρωπαϊκής διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας·

iii.να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν επαγγελματικές σταδιοδρομίες για αστυνομικούς και αξιωματικούς που ολοκλήρωσαν κοινά προγράμματα αρχικής κατάρτισης, προγράμματα ανταλλαγών ή ειδικά μαθήματα διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας·

iv.να δημιουργήσουν κοινά μαθήματα συνεχούς επαγγελματικής επιμόρφωσης και πρωτοβουλίες για αστυνομικούς πρώτης γραμμής και ανακριτές, με σκοπό την ανάπτυξη δεξιοτήτων και γνώσεων σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία, ιδίως όσον αφορά τη σχετική νομοθεσία, τους κανόνες συμμετοχής, τα εργαλεία, τις τεχνικές, τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές·

v.να εντατικοποιήσουν τα μαθήματα γλωσσών για τους αστυνομικούς τους, ώστε αυτοί να μπορούν να συμμετέχουν αποτελεσματικά στη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία·

vi.να εναρμονίσουν το εκπαιδευτικό τους χαρτοφυλάκιο με τις προτεραιότητες που σχετίζονται με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία, όπως αυτές καθορίζονται στις αξιολογήσεις στρατηγικών αναγκών κατάρτισης της ΕΕ (EU-STNA)·

vii.να ενημερώνουν τον CEPOL για τις ανάγκες κατάρτισης σχετικά με τη διασυνοριακή επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία και να υποστηρίζουν τις σχετικές δραστηριότητες του CEPOL·

viii.να εξετάσουν τη δυνατότητα δημιουργίας μακροπρόθεσμων πανευρωπαϊκών κοινών προγραμμάτων κατάρτισης και ανταλλαγών μεγάλης κλίμακας για αστυνομικούς και αξιωματικούς στον τομέα της διασυνοριακής επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας.

9.Τελικές διατάξεις

α)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συζητήσουν και να προωθήσουν τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα σύσταση, και ιδίως τα θέματα που αφορούν την εφαρμογή της.

β)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως τη χρηματοδοτική στήριξη που διατίθεται μέσω του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας — Αστυνομία για τη βελτίωση και την εντατικοποίηση της διασυνοριακής επιχειρησιακής συνεργασίας.

γ)Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας σύστασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, μεταξύ άλλων τροποποιώντας τους εθνικούς τους κανόνες και τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες τους με άλλα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, για την εφαρμογή της παρούσας σύστασης.

δ)Ένα έτος μετά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας σύστασης, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της εφαρμογής της παρούσας σύστασης από τα κράτη μέλη και να δημοσιεύσει σχετική έκθεση.

Βρυξέλλες,

   Για το Συμβούλιο

   Ο Πρόεδρος

(1)    Για την παρούσα σύσταση, ως «αστυνομική συνεργασία» νοείται η συνεργασία στην οποία συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων της αστυνομίας, της χωροφυλακής, των συνοριοφυλάκων, των τελωνειακών αρχών και άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών επιβολής του νόμου για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ο όρος «διασυνοριακές» καλύπτει i) διασυνοριακές δράσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων γειτονικών κρατών μελών (π.χ. κατά τη διάρκεια καταδίωξης πέραν των συνόρων) και ii) διακρατικές δράσεις μεταξύ μη γειτονικών κρατών μελών (π.χ. τοποθέτηση αστυνομικών σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια τουριστικής περιόδου ή μαζικής εκδήλωσης) ή γειτονικών κρατών μελών σε μη παραμεθόρια περιοχή.
(2)    COM(2021) 170 final της 14ης Απριλίου 2021.
(3)    COM(2020) 605 final της 24ης Ιουλίου 2020.
(4)    COM(2021) 170 final της 14ης Απριλίου 2021.
(5)    Ευρωπόλ (2021), European Union serious and organised crime threat assessment, a corrupting influence: the infiltration and undermining of Europe's economy and society by organised crime (Ευρωπαϊκή Ένωση — Αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα, μια διεφθαρμένη επιρροή: η διείσδυση και η υπονόμευση της οικονομίας και της κοινωνίας της Ευρώπης από το οργανωμένο έγκλημα) , Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο.
(6)    Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (2021), European Drug Report 2021: Trends and Developments (Ευρωπαϊκή έκθεση για τα ναρκωτικά 2021: τάσεις και εξελίξεις), Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο.
(7)    Ευρωπόλ (2021), EU SOCTA 2021.
(8)    Η διεθνής κινητικότητα αποτελεί καθοριστικό χαρακτηριστικό των εγκληματικών δικτύων. Για παράδειγμα, το οργανωμένο έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας στην ΕΕ διαπράττεται κυρίως από MOCG (κινητές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος), ενώ η κινητικότητα παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό τους για την αποφυγή του εντοπισμού και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου σύλληψης. Ευρωπόλ (2021), EU SOCTA 2021.
(9)    COM(2020) 795 final της 9ης Δεκεμβρίου 2020.
(10)    Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, Εκτίμηση των επιπτώσεων που συνοδεύει τον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 όσον αφορά τη συνεργασία της Ευρωπόλ με ιδιωτικούς φορείς, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ προς υποστήριξη ποινικών ερευνών και τον ρόλο της Ευρωπόλ στην έρευνα και την καινοτομία. [SWD(2020) 543 final της 9ης Δεκεμβρίου 2020].
(11)    Ο χώρος Σένγκεν αποτελείται από 26 ευρωπαϊκές χώρες: Αυστρία , Βέλγιο , Τσεχική Δημοκρατία, Δανία , Εσθονία , Φινλανδία , Γαλλία , Γερμανία , Ελλάδα , Ουγγαρία , Ισλανδία , Ιταλία , Λετονία , Λιχτενστάιν, Λιθουανία , Λουξεμβούργο, Μάλτα , Κάτω Χώρες , Νορβηγία , Πολωνία , Πορτογαλία , Σλοβακία , Σλοβενία , Ισπανία , Σουηδία , και  Ελβετία .
(12)    Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017), Ώθηση της ανάπτυξης και της συνοχής σε παραμεθόριες περιφέρειες της ΕΕ.  σύνδεσμος .
(13)    Pandemic profiteering. How_criminals_exploit_the_COVID-19_crisis, Ευρωπόλ, Μάρτιος 2020.
(14)    Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 474: Ο χώρος Σένγκεν,      https://data.europa.eu/data/datasets/s2218_89_3_474_eng?locale=el
(15)    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο «Στρατηγική προς έναν πλήρως λειτουργικό και ανθεκτικό χώρο Σένγκεν», COM(2021) 277 final. 
(16)    Άλλοι συχνότεροι λόγοι που ανέφεραν τα κράτη μέλη ήταν η μεταναστευτική κρίση του 2015/2016, η συνεχιζόμενη τρομοκρατική απειλή και η πανδημία COVID-19.
(17)    Δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) ( ΕΕ L 77 της 23.3.2016, σ. 1 ), η προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα σύνορα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε εξαιρετικές περιστάσεις (όπως η μεταναστευτική κρίση του 2015/2016), και ως μέτρο έσχατης ανάγκης.
(18)    Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 348 της 24.12.2008, σ. 98).
(19)    Σύσταση (ΕΕ) 2017/432 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
(20)    Επίσημη Εφημερίδα L 239 της 22.9.2000, σ. 19.
(21)    Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος και απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ (απόφαση Prüm του Συμβουλίου). Το άρθρο 17 της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου αφορά τις κοινές επιχειρήσεις, ενώ το άρθρο 18 αφορά τη συνδρομή σε σχέση με μαζικές συγκεντρώσεις, καταστροφές και σοβαρά ατυχήματα.
(22)    Κατάλογος Σένγκεν. Συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές. Αστυνομική συνεργασία, 15785/3/10 REV 3, Βρυξέλλες 15.11.2011.
(23)    Ως ενιαίο σημείο επαφής (SPOC) νοείται η εθνική κεντρική αρχή που είναι αρμόδια για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 3 της ΣΕΣ. Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών, η οποία υποβάλλεται μαζί με την παρούσα πρόταση σύστασης του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη δεσμεύονται νομικά να ορίσουν ένα ενιαίο σημείο επαφής, στο οποίο θα ανατεθούν ορισμένα ελάχιστα καθήκοντα σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών. Μόλις τα κράτη μέλη το πράξουν, η αναφορά στα ενιαία σημεία επαφής στην παρούσα σύσταση θα πρέπει να νοείται ως αναφορά στα ενιαία σημεία επαφής που ορίζονται βάσει της εν λόγω οδηγίας.
(24)    Τα κέντρα αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας συγκεντρώνουν, σε μία ενιαία τοποθεσία, διάφορες αρχές επιβολής του νόμου των συμμετεχόντων κρατών μελών και συνδέονται στενά με την εθνική κεντρική αρχή που ασχολείται με τη διεθνή συνεργασία — ενιαίο σημείο επαφής (SPOC).
(25)    Η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία και το Λιχτενστάιν είναι συνδεδεμένα μέλη του χώρου Σένγκεν.
(26)    Το άρθρο 41 παράγραφος 3 της ΣΕΣ προβλέπει ότι: «Η καταδίωξη ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, κατά έναν από τους ακόλουθους τρόπους, οριζόμενους με τη δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 9: α) μέσα σε μια ζώνη ή για ένα χρονικό διάστημα μετά τη διέλευση των συνόρων, που θα καθορισθούν στη δήλωση· β) χωρίς κατά χρόνον ή κατά τόπον περιορισμούς».
(27)    Για παράδειγμα, η γειτονική χώρα 1 επιτρέπει τις διασυνοριακές καταδιώξεις αλλά μόνο σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τα σύνορα και χωρίς δυνατότητα ακινητοποίησης ή σύλληψης του υπόπτου, η γειτονική χώρα 2 επιτρέπει τις καταδιώξεις εντός 10 χιλιομέτρων από τα σύνορα αλλά χωρίς το δικαίωμα χρήσης διαφορετικών (πιθανώς βαρύτερων) κατηγοριών υπηρεσιακών όπλων, η γειτονική χώρα 3 επιτρέπει τις καταδιώξεις μόνο για μία ώρα κ.λπ. Δεδομένης της πολυπλοκότητας ενός τόσο ευρέος φάσματος διαφορετικών περιορισμών, παρόλο που οι καταδιώξεις επιτρέπονται καταρχήν, ορισμένα κράτη μέλη δίνουν εντολή στους αστυνομικούς τους να εγκαταλείπουν πάντα την καταδίωξη όταν ο ύποπτος διασχίζει τα σύνορα και εισέρχεται σε κάποιο από αυτά τα κράτη μέλη. Οι εγκληματίες το γνωρίζουν αυτό και το εκμεταλλεύονται για να διαφεύγουν σχεδόν συστηματικά από την αστυνομία.
(28)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν (…).
(29)    Ευρωπόλ (2021), EU SOCTA 2021.
(30)    Data Collection on Trafficking in Human beings in the EU (2020)· COM(2020) 661 final της 20ής Οκτωβρίου 2020.
(31)    COM(2021) 277 final της 2ας Ιουνίου 2021.
(32)    Σύμφωνα με το άρθρο 17 της απόφασης Prüm του Συμβουλίου, «Προκειμένου να αναβαθμισθεί η αστυνομική συνεργασία, οι αρμόδιες αρχές που ορίζουν τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, να προβλέπουν τη διεξαγωγή κοινών περιπολιών και άλλων κοινών επιχειρήσεων κατά τις οποίες όργανα ή άλλοι υπάλληλοι (εφεξής “όργανα”) από άλλα κράτη μέλη συμμετέχουν σε επιχειρήσεις στο έδαφος κράτους μέλους».
(33)    Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου, όπως συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ. ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53.
(34)    COM(2020) 605 final της 24ης Ιουλίου 2020.
(35)    COM(2020) 795 final της 9ης Δεκεμβρίου 2020.
(36)    COM(2021) 170 final της 14ης Απριλίου 2021.
(37)    COM(2021) 171 final της 14ης Απριλίου 2021.
(38)    COM(2020) 607 final της 24ης Ιουλίου 2020.
(39)    Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ για τα ναρκωτικά 2021-2025, 14178/20, 18 Δεκεμβρίου 2020.
(40)    COM(2021) 277 final της 2ας Ιουνίου 2021.
(41)    Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια και την ευρωπαϊκή αστυνομική σύμπραξη, 13083/1/20, 24 Νοεμβρίου 2020.
(42)    Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες πτυχές της προληπτικής αστυνόμευσης στην Ευρώπη, 10062/19, 6 Ιουνίου 2019· Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια και την ευρωπαϊκή αστυνομική σύμπραξη, 13083/1/20, 24 Νοεμβρίου 2020.
(43)    SWD(2021) 375, Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, συνοπτική έκθεση.
(44)    Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
(45)    Οδηγία 2010/64/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, οδηγία 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, οδηγία 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οδηγία (ΕΕ) 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, οδηγία (ΕΕ) 2016/800 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
(46)    Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1149.
(47)    Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1149.
(48)    Το άρθρο 40 παράγραφος 7 και το άρθρο 41 παράγραφος 4 της ΣΕΣ καθορίζουν τον κατάλογο των εγκλημάτων για τα οποία μπορούν να ξεκινήσουν, αντίστοιχα, διασυνοριακές παρακολουθήσεις και καταδιώξεις. Οι κατάλογοι αυτοί περιλαμβάνονται επίσης στις διάφορες διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών.
(49)    Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 για την Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ εκπονεί αξιολογήσεις απειλών, στρατηγικές και επιχειρησιακές αναλύσεις και εκθέσεις προόδου των εργασιών. Η εμβληματική έκθεση της Ευρωπόλ είναι η έκθεση αξιολόγησης της απειλής από το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ (SOCTA), η οποία παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, βασικές τοποθεσίες εγκληματικότητας στην ΕΕ. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1896 για τον Frontex, ο Frontex παρέχει ανάλυση κινδύνου. Η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού για τον Frontex διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκληρωμένης διαχείρισης των συνόρων, η ανάλυση κινδύνου καλύπτει τον χώρο Σένγκεν.
(50)    Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98.
(51)    Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου, όπως συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕΑΑ) και για την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2005/681/ΔΕΥ του Συμβουλίου. ΕΕ L 319 της 4.12.2015, σ. 1. 
(52)    ΕΕ C […] της […], σ. […].
(53)    Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98).
(54)    Σύσταση (ΕΕ) 2017/432 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. ΕΕ L 66 της 11.3.2017, σ. 15.
(55)    Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19).
(56)    Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002).
(57)    ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.
(58)    Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999). 
(59)    ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.
(60)    Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008).
(61)    Απόφαση 2008/149/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ 53 της 27.2.2008).
(62)    ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.
(63)    Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011).
(64)    Απόφαση 2011/349/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά ιδίως τη δικαστική συνεργασία σε ποινικά θέματα και την αστυνομική συνεργασία (ΕΕ 160 της 18.6.2011).
(65)    Απόφαση 2010/365/ΕΕ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και τη Ρουμανία (ΕΕ L 166 της 1.7.2010, σ. 17).
(66)    Απόφαση (ΕΕ) 2018/934 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2018, σχετικά με την εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν που αφορούν το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και στη Ρουμανία (ΕΕ L 165 της 2.7.2018, σ. 37).
(67)    Απόφαση (ΕΕ) 2017/733 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν στη Δημοκρατία της Κροατίας (ΕΕ L 108 της 26.4.2017, σ. 31).
(68)    Κατά τη διάρκεια κρίσεων και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (που συνδέονται κυρίως με καταστροφές ή μεγάλα ατυχήματα), οποιοδήποτε πληττόμενο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα μπορεί να ζητήσει πολιτική προστασία ή ανθρωπιστική βοήθεια μέσω του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης. Το Κέντρο Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών (ΚΣΑΕΑ) συντονίζει, διευκολύνει και συγχρηματοδοτεί την ανταπόκριση των κρατών μελών στο αίτημα για βοήθεια [ Κέντρο Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών (ΚΣΑΕΑ) | Ευρωπαϊκή Πολιτική Προστασία και Επιχειρήσεις Ανθρωπιστικής Βοήθειας (europa.eu) ].

Βρυξέλλες, 8.12.2021

COM(2021) 780 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της

πρότασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την υπηρεσιακή αστυνομική συνεργασία

{SWD(2021) 375 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα αδικήματα που αναφέρονται στις συστάσεις 2.1 και 2.2 είναι
τα ακόλουθα σοβαρά αδικήματα:

Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

Τρομοκρατία,

Εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία,

Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

Παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

Παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

Διαφθορά, συμπεριλαμβανομένης της δωροδοκίας,

Απάτη, μεταξύ άλλων η οποία θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης,

Νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

Παραχάραξη/κιβδηλεία νομίσματος, περιλαμβανομένου του ευρώ,

Ηλεκτρονικό έγκλημα,

Εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλουμένων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

Διευκόλυνση παράνομης εισόδου και διαμονής,

Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριά σωματική βλάβη,

Παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

Απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

Ρατσισμός και ξενοφοβία,

Οργανωμένη ή ένοπλη ληστεία,

Παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

Υπεξαίρεση και απάτη,

«Προστασία» έναντι χρημάτων και εκβίαση,

Παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

Πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

Κιβδηλεία μέσων πληρωμής,

Παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

Λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

Εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

Βιασμός,

Εμπρησμός,

Εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

Αεροπειρατεία / πειρατεία πλοίου / πειρατεία διαστημικού σκάφους,

Δολιοφθορά.