Βρυξέλλες, 2.6.2021

COM(2021) 529 final

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία

Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία

Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.Εισαγωγή

Στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Συνθήκη) θεσπίζεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η διαδικασία αυτή καθορίζεται περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, που αποτελεί μέρος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).

1 2 Στις 20 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση για την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η ρήτρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 6 παράγραφος 3, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικά. Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι, δεδομένης της σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας που οφείλεται στην έξαρση της νόσου COVID-19, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής. Στις 23 Μαρτίου 2020 οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών μελών συμφώνησαν με την εκτίμηση της Επιτροπής.

Η γενική ρήτρα διαφυγής δεν αναστέλλει τις διαδικασίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ωστόσο, η ενεργοποίησή της παρείχε στα κράτη μέλη τη δημοσιονομική ευελιξία για να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση, επιτρέποντας να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου κάθε κράτους μέλους, εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα. Όσον αφορά το διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, να εγκρίνει αναθεωρημένες δημοσιονομικές πορείες. Η γενική ρήτρα διαφυγής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλίνουν από τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις που θα ίσχυαν κανονικά, ενώ δίνει παράλληλα στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τον συντονισμό των πολιτικών στο πλαίσιο του Συμφώνου.

3 4 Στις 20 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο των ειδικών ανά χώρα συστάσεων βάσει του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, το Συμβούλιο συνέστησε στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, τη διατήρηση της οικονομίας και τη στήριξη της επακόλουθης ανάκαμψης. Συνέστησε επίσης στα κράτη μέλη να επιδιώξουν, όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις επενδύσεις. Ομοίως, στη σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ αναφέρεται ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να παραμείνουν υποστηρικτικές σε όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021.

5 Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 η Επιτροπή, στην ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη, κάλεσε τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να παρέχουν στοχευμένη και προσωρινή δημοσιονομική στήριξη το 2021, με δεδομένη την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής, διασφαλίζοντας παράλληλα τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

6 7 Στις 19 Φεβρουαρίου 2021 άρχισε να ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων βάσει του μηχανισμού θα συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη και θα παράσχει χρηματοδοτική στήριξη για την ισχυροποίηση της οικονομικής ανθεκτικότητας και του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας. Θα βοηθήσει επίσης στην επιστροφή των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών σε ευνοϊκότερες θέσεις βραχυπρόθεσμα και θα συμβάλει επίσης στην ενίσχυση της βιωσιμότητάς τους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Στις 3 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση που περιέχει περαιτέρω πολιτικούς προσανατολισμούς με σκοπό να διευκολυνθεί, αφενός, ο συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών και, αφετέρου, η προετοιμασία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών μελών.

8 Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Ιουνίου 2021 για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής αναφέρει ότι η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το 2022 και αναμένεται να απενεργοποιηθεί από το 2023. Το 2022 οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών θα πρέπει να αποκτήσουν πιο διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά καθώς η οικονομική δραστηριότητα επανέρχεται σταδιακά σε κανονικά επίπεδα το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πορεία της ανάκαμψης, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την ανάγκη μείωσης των οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών αποκλίσεων. Καθώς επιστρέφει η ανάκαμψη, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, στηρίζοντας τη μετάβαση προς μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία.

Σύμφωνα με στοιχεία επικυρωμένα από τη Eurostat στις 22 Απριλίου 2021 9 , το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε το 2020 την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη σε 25 κράτη μέλη: Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία 10 . Επιπλέον, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής 11 (στο εξής: προβλέψεις της Επιτροπής), το 2021 τα δημόσια ελλείμματα θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς σε όλα τα εν λόγω κράτη μέλη, εκτός από το Λουξεμβούργο. Το παρατηρηθέν έλλειμμα για το 2020 καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη, στα εν λόγω κράτη μέλη, υπερβολικού ελλείμματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 126 της Συνθήκης. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, κατά περίπτωση.

Σύμφωνα με στοιχεία επικυρωμένα από τη Eurostat, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της Δανίας δεν υπερέβαινε το 3 % του ΑΕΠ το 2020 και, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, αναμένεται να εξακολουθήσει να είναι χαμηλότερο από την εν λόγω τιμή αναφοράς. Ωστόσο, σύμφωνα με το πρόγραμμα σύγκλισης του 2021, ο στόχος της Δανίας για το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης είναι 3,3 % του ΑΕΠ για το 2021, ποσοστό που επίσης υπερβαίνει την τιμή αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη για το έλλειμμα. Το προβλεπόμενο έλλειμμα για το 2021 παρέχει εκ πρώτης όψεως ένδειξη για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Δανία, όπως ορίζεται στο άρθρο 126 της Συνθήκης. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, κατά περίπτωση.

Στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2020. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2020, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία δεν συμμορφώθηκαν με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους — ή, στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας, με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος 12 . Το 2020 η Γερμανία, η Σλοβακία και η Φινλανδία παρέβησαν την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη, δεδομένου ότι ο δείκτης χρέους τους δεν υπερέβαινε το 60 % του ΑΕΠ το 2019. Το παρατηρηθέν έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το 2020 παρέχει εκ πρώτης όψεως ένδειξη σχετικά με την ύπαρξη, στα εν λόγω 14 κράτη μέλη, υπερβολικού ελλείμματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 126 της Συνθήκης. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή συνέταξε την παρούσα έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, στην οποία αναλύεται η συμμόρφωση των κρατών μελών με τα κριτήρια της Συνθήκης για το έλλειμμα και το χρέος. Λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της δέουσας συνεκτίμησης της σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας COVID-19, καθώς και τις συστάσεις του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020.

Πίνακας 1: Θέση των κρατών μελών έναντι των τιμών αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη για το έλλειμμα και το χρέος

 

Πραγματικό έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 3 % του ΑΕΠ το 2020

Σχεδιαζόμενα και προβαλλόμενα ελλείμματα που δεν υπερβαίνουν το 3 % του ΑΕΠ το 2021

Δείκτης χρέους που δεν υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ το 2020

Βέλγιο

Βουλγαρία

Τσεχία

Δανία

Γερμανία

Εσθονία

Ιρλανδία

Ελλάδα

Ισπανία

Γαλλία

Κροατία

Ιταλία

Κύπρος

Λετονία

Λιθουανία

Λουξεμβούργο

Ουγγαρία

Μάλτα

Κάτω Χώρες

Αυστρία

Πολωνία

Πορτογαλία

Σλοβενία

Σλοβακία

Φινλανδία

Σουηδία

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής και προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης 2021

2.Κριτήριο του ελλείμματος

Για το σύνολο των κρατών μελών, το έλλειμμα υπεράνω της τιμής αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη αποτελούσε έκτακτο συμβάν το 2020, διότι οφειλόταν σε σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στο σύνολο της ΕΕ. Το 2020 το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Ιρλανδία. Στην ΕΕ συνολικά, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας ήταν της τάξης του 6,1 % (6,6 % για τη ζώνη του ευρώ). Οι αυξήσεις των ελλειμμάτων οφείλονταν στο δημοσιονομικό κόστος των μέτρων που έλαβαν τα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, καθώς και στη χρήση των αυτόματων σταθεροποιητών. Βάσει των πλέον πρόσφατων δεδομένων που επικύρωσε η Eurostat, το 2020 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη για την ΕΕ συνολικά, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και των αυτόματων σταθεροποιητών, όπως μετρώνται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου, εκτιμάται σε 6,6 % του ΑΕΠ (6,8 % για τη ζώνη του ευρώ).

Το 2020, σύμφωνα με στοιχεία επικυρωμένα από τη Eurostat, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε και δεν ήταν πλησίον της οριζόμενης στη Συνθήκη τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ σε 23 κράτη μέλη (πίνακας 2), δηλαδή στο Βέλγιο, την Τσεχία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία. Παράλληλα, στη Βουλγαρία και τη Σουηδία το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης ήταν υψηλότερο αλλά πλησίον του 3 % του ΑΕΠ.

Βάσει των προβλέψεων της Επιτροπής, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της Δανίας αναμένεται να ανέλθει το 2021 στο 2,1 % του ΑΕΠ. Ωστόσο, σύμφωνα με το πρόγραμμα σύγκλισης της Δανίας για το 2021, ο στόχος της Δανίας όσον αφορά το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης είναι 3,3 % του ΑΕΠ το 2021, δηλαδή υψηλότερο αλλά πλησίον του 3 % του ΑΕΠ 13 . 

Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη για το έλλειμμα αναμένεται να είναι προσωρινή στην περίπτωση της Βουλγαρίας, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Κύπρου, της Λετονίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Πολωνίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης θα σημειώσει πτώση κάτω από το 3 % του ΑΕΠ το 2022 (ήδη το 2021 στην περίπτωση του Λουξεμβούργου). Οι προβολές αυτές περιβάλλονται από εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.

Συνολικά, από την ανάλυση προκύπτει ότι το κριτήριο του ελλείμματος, όπως ορίζεται στη Συνθήκη και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97, πληρούται από τη Βουλγαρία, τη Δανία και τη Σουηδία, ενώ δεν πληρούται από 23 κράτη μέλη πριν από την εξέταση των σχετικών παραγόντων, κατά περίπτωση: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία και Φινλανδία.

Πίνακας 2: Ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης  
Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2017

2018

2019

2020

2021

2022

Βέλγιο

-0,7

-0,8

-1,9

-9,4

-7,6

-4,9

Βουλγαρία

1,2

2,0

2,1

-3,4

-3,2

-1,9

Τσεχία

1,5

0,9

0,3

-6,2

-8,5

-5,4

Δανία

1,8

0,7

3,8

-1,1

-2,1

-1,4

Γερμανία

1,4

1,8

1,5

-4,2

-7,5

-2,5

Εσθονία

-0,7

-0,6

0,1

-4,9

-5,6

-3,3

Ιρλανδία

-0,3

0,1

0,5

-5,0

-5,0

-2,9

Ελλάδα

0,6

0,9

1,1

-9,7

-10,0

-3,2

Ισπανία

-3,0

-2,5

-2,9

-11,0

-7,6

-5,2

Γαλλία

-3,0

-2,3

-3,1

-9,2

-8,5

-4,7

Κροατία

0,8

0,2

0,3

-7,4

-4,6

-3,2

Ιταλία

-2,4

-2,2

-1,6

-9,5

-11,7

-5,8

Κύπρος

1,9

-3,5

1,5

-5,7

-5,1

-2,0

Λετονία

-0,8

-0,8

-0,6

-4,5

-7,3

-2,0

Λιθουανία

0,5

0,6

0,5

-7,4

-8,2

-6,0

Λουξεμβούργο

1,3

3,0

2,4

-4,1

-0,3

-0,1

Ουγγαρία

-2,4

-2,1

-2,1

-8,1

-6,8

-4,5

Μάλτα

3,2

1,9

0,4

-10,1

-11,8

-5,5

Κάτω Χώρες

1,3

1,4

1,8

-4,3

-5,0

-1,8

Αυστρία

-0,8

0,2

0,6

-8,9

-7,6

-3,0

Πολωνία

-1,5

-0,2

-0,7

-7,0

-4,3

-2,3

Πορτογαλία

-3,0

-0,3

0,1

-5,7

-4,7

-3,4

Σλοβενία

-0,1

0,7

0,4

-8,4

-8,5

-4,7

Σλοβακία

-1,0

-1,0

-1,3

-6,2

-6,5

-4,1

Φινλανδία

-0,7

-0,9

-0,9

-5,4

-4,6

-2,1

Σουηδία

1,4

0,8

0,6

-3,1

-3,3

-0,5

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

3.Κριτήριο του χρέους

Το 2020 ο δείκτης ακαθάριστου δημόσιου χρέους αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη και ξεπέρασε την οριζόμενη στη Συνθήκη τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ σε 14 κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Κύπρο, Ουγγαρία, Αυστρία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία (πίνακας 3). Η εν λόγω αύξηση οφειλόταν στη σημαντική συρρίκνωση του ονομαστικού ΑΕΠ και στο μεγάλο ποσό χρέους που εκδόθηκε για τη χρηματοδότηση των εξαιρετικά υψηλών ελλειμμάτων. Το 2019, στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία και τη Σλοβενία, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε ήδη το 60 % του ΑΕΠ. 

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία δεν συμμορφώθηκαν με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους (πίνακας 4). Η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους μετράται σε ορίζοντα τριετίας που μπορεί να είναι μελλοντοστραφής (t-1 έως t+1), αναδρομική (t-3 έως t-1) και προσαρμοσμένη για τον κύκλο. Εάν σε οιοδήποτε έτος ο δείκτης χρέους είναι χαμηλότερος του 60 % του ΑΕΠ, η τιμή αναφοράς δεν μπορεί να υπολογιστεί κατά τρόπο ουσιαστικό. Αυτό συμβαίνει όταν κράτη μέλη περνούν από ποσοστό χαμηλότερο του 60 % του ΑΕΠ, και συγκεκριμένα στη Γερμανία, τη Σλοβακία και την Φινλανδία. Δεδομένου ότι για τη Σλοβακία προβλέπεται μείωση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 κάτω από την οριακή τιμή αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη, η Σλοβακία θεωρείται ότι συμμορφώνεται με το κριτήριο του χρέους. Για τη Γερμανία και την Φινλανδία, ο δείκτης χρέους προβλέπεται να παραμείνει άνω του 60% του ΑΕΠ κατά τον χρονικό ορίζοντα της πρόβλεψης και ως εκ τούτου δεν θεωρείται ότι υπάρχει συμμόρφωση με το κριτήριο του χρέους. Επιπλέον, η Ισπανία και η Γαλλία, οι οποίες υπόκεινται στον μεταβατικό κανόνα για το χρέος, δεν σημείωσαν το 2020 επαρκή πρόοδο ως προς τη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους, δεδομένου ότι η μεταβολή του διαρθρωτικού ισοζυγίου τους δεν υπερέβαινε την απαιτούμενη ελάχιστη γραμμική διαρθρωτική προσαρμογή τους (πίνακας 5).

Ως εκ τούτου, η ανάλυση καταδεικνύει ότι μεταξύ των κρατών μελών με ακαθάριστο δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, το κριτήριο του χρέους πληρούται από τη Σλοβακία, ενώ δεν πληρούται, πριν από την εξέταση των σχετικών παραγόντων, από το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Φινλανδία.

Πίνακας 3: Δημόσιο χρέος 
Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2017

2018

2019

2020

2021

2022

Βέλγιο

102,0

99,8

98,1

114,1

115,3

115,5

Βουλγαρία

25,3

22,3

20,2

25,0

24,5

24,0

Τσεχία

34,2

32,1

30,3

38,1

44,3

47,1

Δανία

35,9

34,0

33,3

42,2

40,2

38,8

Γερμανία

65,1

61,8

59,7

69,8

73,1

72,2

Εσθονία

9,1

8,2

8,4

18,2

21,3

24,0

Ιρλανδία

67,0

63,0

57,4

59,5

61,4

59,7

Ελλάδα

179,2

186,2

180,5

205,6

208,8

201,5

Ισπανία

98,6

97,4

95,5

120,0

119,6

116,9

Γαλλία

98,3

98,0

97,6

115,7

117,4

116,4

Κροατία

77,6

74,3

72,8

88,7

85,6

82,9

Ιταλία

134,1

134,4

134,6

155,8

159,8

156,6

Κύπρος

93,5

99,2

94,0

118,2

112,2

106,6

Λετονία

39,0

37,1

37,0

43,5

47,3

46,4

Λιθουανία

39,1

33,7

35,9

47,3

51,9

54,1

Λουξεμβούργο

22,3

21,0

22,0

24,9

27,0

26,8

Ουγγαρία

72,2

69,1

65,5

80,4

78,6

77,1

Μάλτα

48,5

44,8

42,0

54,3

64,7

65,5

Κάτω Χώρες

56,9

52,4

48,7

54,5

58,0

56,8

Αυστρία

78,5

74,0

70,5

83,9

87,2

85,0

Πολωνία

50,6

48,8

45,6

57,5

57,1

55,1

Πορτογαλία

126,1

121,5

116,8

133,6

127,2

122,3

Σλοβενία

74,1

70,3

65,6

80,8

79,0

76,7

Σλοβακία

51,5

49,6

48,2

60,6

59,5

59,0

Φινλανδία

61,2

59,7

59,5

69,2

71,0

70,1

Σουηδία

40,7

38,9

35,0

39,9

40,8

39,4

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

 

Πίνακας 4: Απόκλιση από την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους1

2017

2018

2019

2020

2021

2022

Βέλγιο

0,0

0,0

0,0

8,0

6,2

2,9

Γερμανία

-6,0

-6,1

Χρέος < 60 %

μ.δ.2

2,0

1,5

Ελλάδα

Μεταβατικός κανόνας για το χρέος

16,1

7,4

5,6

Κροατία

-3,4

-4,5

-3,0

2,5

0,2

-3,7

Ιταλία

6,3

6,9

7,3

12,2

9,6

4,3

Κύπρος

Μεταβατικός κανόνας για το χρέος

-0,8

2,8

-1,6

-2,1

Ουγγαρία

-5,3

-3,7

-5,3

3,6

-0,1

-2,5

Αυστρία

-6,0

-5,8

-6,0

5,4

2,6

-0,2

Πορτογαλία

Μεταβατικός κανόνας για το χρέος

2,6

-0,6

-6,1

Σλοβενία

Μεταβατικός κανόνας για το χρέος

-7,2

2,8

0,9

-2,6

Σλοβακία

Χρέος < 60 %

ά.α.2

Χρέος < 60 %

Φινλανδία

-0,9

Χρέος < 60 %

ά.α.2

0,6

-0,1

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

1 Για τα κράτη μέλη με χρέος που υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους μετράται σε ορίζοντα τριετίας βάσει μελλοντικής προβολής (t-1 έως t+1), αναδρομικής προβολής (t-3 έως t-1) και προσαρμοσμένης για τον κύκλο. Στον πίνακα παρουσιάζεται η διαφορά μεταξύ του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και της τιμής αναφοράς για το χρέος. Εάν έχει αρνητική τιμή, η προβολή δείκτη χρέους προς ΑΕΠ συμμορφώνεται με την τιμή αναφοράς για το χρέος. Σε αυτή την περίπτωση, η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε σε ορίζοντα τριετίας (βάσει μελλοντικής ή αναδρομικής προβολής) σε μέσο ποσοστό της τάξης τουλάχιστον του 1/20.

2 Η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους δεν είναι χρήσιμη στις περιπτώσεις στις οποίες το χρέος ενός κράτους μέλους ήταν κάτω από το 60 % του ΑΕΠ το 2019 και υπερέβαινε το εν λόγω επίπεδο αναφοράς το 2020, διότι δεν μπορεί να μετρηθεί με ουσιαστικό τρόπο ούτε η τιμή αναφοράς βάσει αναδρομικής προβολής ούτε η τιμή αναφοράς βάσει μελλοντικής προβολής.

Πίνακας 5: Συμμόρφωση με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος

 

Απαιτούμενη ελάχιστη γραμμική διαρθρωτική προσαρμογή(ΕΓΔΠ)3

Μεταβολή διαρθρωτικού ισοζυγίου

Απόκλιση από την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους4

 

2017

2018

2019

2020

2021

2018

2019

2020

2021

2021

2022

Ισπανία

ΔΥΕ1

ΔΥΕ1

0,1

0,7

1,8

ΔΥΕ1

-0,9

-0,5

-0,7

μ.δ. 2

0,3

Γαλλία

ΔΥΕ1

1,0

1,6

3,6

ά.α.2

-0,1

-0,3

-1,3

ά.α.2

7,3

3,4

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

1 Σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος

2 η Ισπανία διόρθωσε το υπερβολικό της έλλειμμα το 2018 και, ως εκ τούτου, εξακολουθεί να βρίσκεται στη μεταβατική περίοδο έως το 2021, δηλαδή δεν αξιολογείται με βάση την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους, αλλά σύμφωνα με την ελάχιστη γραμμική διαρθρωτική προσαρμογή. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία διόρθωσε το υπερβολικό της έλλειμμα το 2017 και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην τήρηση της τιμής αναφοράς για τη μείωση του χρέους από το 2021.

3 Ισχύει κατά τη διάρκεια της τριετούς μεταβατικής περιόδου μετά τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, για τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος που ήταν σε εξέλιξη τον Νοέμβριο του 2011. Η ΕΓΔΠ ορίζει την υπολειπόμενη ετήσια διαρθρωτική προσαρμογή κατά τη μεταβατική περίοδο, η οποία διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους στο τέλος της εν λόγω τριετούς περιόδου. Σε περίπτωση που η μεταβολή διαρθρωτικού ισοζυγίου υπερβαίνει την απαιτούμενη ΕΓΔΠ, τότε το κράτος μέλος συμμορφώνεται με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος.

4 Για τα κράτη μέλη με χρέος που υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους μετράται σε ορίζοντα τριετίας βάσει μελλοντικής προβολής (t-1 έως t+1), αναδρομικής προβολής (t-3 έως t-1) και προσαρμοσμένης για τον κύκλο. Στον πίνακα παρουσιάζεται η διαφορά μεταξύ του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και της τιμής αναφοράς για το χρέος. Εάν έχει αρνητική τιμή, η προβολή δείκτη χρέους προς ΑΕΠ συμμορφώνεται με την τιμή αναφοράς για το χρέος. Σε αυτή την περίπτωση, η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώνεται σε ορίζοντα τριετίας (βάσει μελλοντικής ή αναδρομικής προβολής) σε μέσο ποσοστό της τάξης τουλάχιστον του 1/20.

4.Σχετικοί παράγοντες

Το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης ορίζει ότι η έκθεση της Επιτροπής πρέπει να «λαμβάνει επίσης υπόψη το κατά πόσον το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους μέλους».

Οι παράγοντες αυτοί διευκρινίζονται περαιτέρω στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, το οποίο ορίζει επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη «οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και τον οποίον το κράτος μέλος έχει προτείνει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή». Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 αναφέρεται ότι η μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους μπορεί επίσης να θεωρείται σχετικός παράγοντας.

Ως εκ τούτου, επιπλέον των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, εξετάζονται και οι ειδικοί ανά χώρα σχετικοί παράγοντες. Σε αυτούς περιλαμβάνεται η μεσοπρόθεσμη οικονομική θέση, η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων), η μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους, καθώς και τυχόν άλλοι σχετικοί παράγοντες που προβάλλουν τα κράτη μέλη.

Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, όσον αφορά τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος, εάν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ δεν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 60 %, ή εάν την υπερβαίνει αλλά πληρούνται δύο προϋποθέσεις —δηλαδή το έλλειμμα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή—, οι εν λόγω σχετικοί παράγοντες μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τα στάδια πριν από την απόφαση για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος.

Από τα 26 κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση και υπερβαίνουν το 2020, ή σχεδιάζουν να υπερβούν το 2021, την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα που ορίζει η Συνθήκη, ο δείκτης χρέους στο τέλος του 2020 δεν υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % σε 12 κράτη μέλη: Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία και Σουηδία. 

Στα υπόλοιπα 14 κράτη μέλη που υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ για το έλλειμμα που ορίζει η Συνθήκη —δηλαδή στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φιλανδία—, ο δείκτης χρέους υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % που ορίζει η Συνθήκη και δεν επληρούτο η διπλή προϋπόθεση να ληφθούν υπόψη οι σχετικοί παράγοντες. Το χρέος δεν παρέμεινε πλησίον της τιμής αναφοράς σε όλα αυτά τα κράτη μέλη, με την υπέρβαση του 3 % του ΑΕΠ να κυμαίνεται μεταξύ 1,2 και 8 % του ΑΕΠ. Με εξαίρεση τη Γερμανία, την Κύπρο, την Αυστρία και τη Φινλανδία, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς αναμένεται επίσης να μην είναι προσωρινή. Ως εκ τούτου, στα εν λόγω 14 κράτη μέλη, οι σχετικοί παράγοντες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τα στάδια πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος.

Όσον αφορά την προφανή παραβίαση του κριτηρίου του χρέους στα ίδια 14 κράτη μέλη, το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ορίζει ότι οι σχετικοί παράγοντες λαμβάνονται πάντοτε υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του χρέους, ανεξάρτητα από το μέγεθος της παραβίασης.

Επιπλέον, στο άρθρο 2 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 αναφέρεται ότι αν το Συμβούλιο αποφασίζει ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα σε κράτος μέλος, οι σχετικοί παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης λαμβάνονται υπόψη στα επόμενα στάδια της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Οι σχετικοί παράγοντες παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση ακόμη και αν δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τα στάδια πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος.

4.1.Δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19

Στην τρέχουσα κατάσταση, ένας βασικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για όλα τα κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση είναι οι οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η οποία προκάλεσε εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για τη μακροοικονομική και δημοσιονομική προοπτική. Η πανδημία και η συνακόλουθη σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είχαν ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τις συστάσεις του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2020, προς όλα τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, τη διατηρησιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας και τη στήριξη της επακόλουθης ανάκαμψης.

Ειδικότερα, η έξαρση της πανδημίας COVID-19 προκάλεσε μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση στον τομέα της δημόσιας υγείας, που είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία περιορίστηκε εν μέρει μόνο από τους αυτόματους σταθεροποιητές. Τα κράτη μέλη βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και, γενικότερα, τις οικονομίες τους. Τα κράτη μέλη θέσπισαν επίσης σημαντικά μέτρα στήριξης της ρευστότητας και κρατικές εγγυήσεις. Τα εν λόγω μέτρα στήριξης της ρευστότητας, ιδίως οι δημόσιες εγγυήσεις με σκοπό τη στήριξη των πιστωτικών ροών, δεν έχουν άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις, εκτός εάν και έως ότου καταπέσουν.

Χάρη στην ισχυρή απόκριση πολιτικής σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο περιορίστηκαν οι επιπτώσεις της κρίσης στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της Ευρώπης. Τα κράτη μέλη έλαβαν δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας λόγω της κρίσης, τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν το 2020 περίπου στο 4 % του ΑΕΠ, επιπλέον των ήδη σημαντικών αυτόματων σταθεροποιητών που εκτιμώνται περίπου στο 3 % του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, η δημοσιονομική στήριξη το 2020 στην Ένωση (μετρούμενη με βάση την ετήσια μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου) εκτιμάται σε 6,6 % του ΑΕΠ (και σε 6,8 % του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ). Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και ρευστότητας που εφάρμοσαν τα κράτη μέλη εκτιμάται ότι περιόρισαν, από κοινού, τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 14 .

Ως εκ τούτου, η δριμεία αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους που περιγράφεται στις ενότητες 2 και 3 αποτύπωνε την ανάγκη στήριξης της οικονομίας σε εξαιρετικά δύσκολες περιστάσεις σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Αυτό λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση της Επιτροπής.

4.2Ειδικοί ανά χώρα σχετικοί παράγοντες

Στην παρούσα ενότητα γίνεται εκτίμηση των ειδικών ανά χώρα σχετικών παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνεται η μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική προοπτική, η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων, πίνακας 6), η μεσοπρόθεσμη θέση του χρέους, καθώς και τυχόν άλλοι σχετικοί παράγοντες που προτείνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.

Παρότι οι ειδικές ανά χώρα ενότητες περιλαμβάνουν βασικές πληροφορίες για τη μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση, για παράδειγμα σχετικά με τις συνεισφορές στην ανάπτυξη (ιδιωτική κατανάλωση, δημόσια κατανάλωση, επενδύσεις και καθαρές εξαγωγές) το 2021, περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις μακροοικονομικές εξελίξεις παρέχονται στις εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα δημοσιονομικά μέτρα και την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που εξετάζονται κατωτέρω για κάθε κράτος μέλος περιλαμβάνονται στις συστάσεις της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για την έκδοση συστάσεων σχετικά με τα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης 2021, καθώς και στο συνοδευτικό στατιστικό παράρτημα. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους έχει επικαιροποιηθεί 15 , σε σύγκριση με το «Debt Sustainability Monitor 2020» 16 (που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021), προκειμένου να αποτυπωθούν τόσο οι προβλέψεις της Επιτροπής όσο και οι πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης που περιλαμβάνονται στην έκθεση του 2021 για τη δημογραφική γήρανση 17 .

Το 2021 το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ συνολικά αναμένεται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω στο 7,5 % και στο 8 % του ΑΕΠ αντίστοιχα (κατά περίπου ½ και ¾ ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, αντίστοιχα). Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη θέσπιση νέων μέτρων έκτακτης ανάγκης ή της επέκτασής τους για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια των νέων αναγκαίων περιορισμών το πρώτο εξάμηνο του έτους.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, το 2021 το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί (σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο οριακά) στα μισά από τα 26 κράτη μέλη που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση —δηλαδή στο Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Φινλανδία— λόγω της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής άρσης των προσωρινών μέτρων έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, προβλέπεται ότι μόνο η Δανία και το Λουξεμβούργο θα παρουσιάσουν έλλειμμα κάτω του 3 % του ΑΕΠ.

Το 2022 τα μέσα δημοσιονομικά ελλείμματα προβλέπεται ότι θα μειωθούν περίπου στα 3¾ % του ΑΕΠ, τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ. Αναμένεται ότι η οικονομική ανάκαμψη και η σταδιακή κατάργηση μεγάλου μέρους της στήριξης της πολιτικής διακριτικής ευχέρειας, που ενεργοποιήθηκε για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων κρίσης, θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2022.

Παρότι στη Βουλγαρία, τη Δανία, την Ισπανία, την Κροατία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία ο δείκτης χρέους αναμένεται να μειωθεί το 2021, ο συνολικός δείκτης χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω, σημειώνοντας νέα κορύφωση ανάμεσα σε 95 % και 103 % στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα, προτού μειωθεί ελαφρώς το 2022. Εξακολουθεί να αναμένεται ότι το 2021 τα περισσότερα κράτη μέλη θα παρουσιάσουν δείκτες χρέους ρεκόρ άνω του 60 % του ΑΕΠ.

Μετά την έναρξη ισχύος του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας στις 19 Φεβρουαρίου 2021, τα κράτη μέλη υπέβαλαν ή ετοιμάζονται να υποβάλουν στην Επιτροπή τα οικεία σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Ως εκ τούτου οι προβλέψεις της Επιτροπής περιλαμβάνουν τον αντίκτυπο των εν λόγω σχεδίων στις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές προβολές. Ωστόσο, κατά την καταληκτική ημερομηνία για τις προβλέψεις (30 Απριλίου 2021), σε πολλά κράτη μέλη βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη η εξέταση των λεπτομερειών ορισμένων σχεδίων. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε για την κατάρτιση των προβλέψεών της τις ακόλουθες παραδοχές εργασίας:

̶Χρονοδιάγραμμα δαπανών: εξ ορισμού, οι προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή της γραμμικής απορρόφησης της πλήρους διάθεσης των επιχορηγήσεων στη διάρκεια του κύκλου ζωής του μηχανισμού, με αφετηρία το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και καταληκτικό έτος το 2026. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα απορρόφηση του 1/11 του συνόλου των επιχορηγήσεων που διατίθενται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας το 2021 και των 2/11 το 2022.

̶Σύνθεση των δαπανών: εξ ορισμού, οι προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή ότι οι δαπάνες που πρόκειται να χρηματοδοτηθούν από τον μηχανισμό διαιρούνται σε ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (δηλαδή δημόσιες επενδύσεις) και σε κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (με σκοπό, κυρίως, τη στήριξη ιδιωτικών επενδύσεων).

̶Οι ανωτέρω παραδοχές καλύπτουν μόνο την απορρόφηση της διάθεσης επιχορηγήσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.

Για τα κράτη μέλη που υπήρξαν διαθέσιμα επαρκώς λεπτομερή και αξιόπιστα στοιχεία στα (προσχέδια) σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας κατά την καταληκτική ημερομηνία για τις προβλέψεις, οι προβλέψεις αποκλίνουν από τις εξ ορισμού παραδοχές 18 .

Πίνακας 6: Δημόσιες επενδύσεις 
Ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

2017

2018

2019

2020

2021

2022

Βέλγιο

2,4

2,6

2,7

2,8

3,0

2,9

Βουλγαρία

2,3

3,1

3,4

4,5

4,2

4,2

Τσεχία

3,3

4,1

4,4

4,9

5,2

5,3

Δανία

3,4

3,4

3,2

3,6

3,7

3,7

Γερμανία

2,2

2,4

2,5

2,7

2,8

2,8

Εσθονία

5,7

5,3

5,0

5,7

6,3

6,2

Ιρλανδία

1,8

2,1

2,4

2,7

2,9

3,0

Ελλάδα

4,5

3,2

2,5

3,0

4,9

5,8

Ισπανία

2,0

2,2

2,1

2,5

2,5

2,4

Γαλλία

3,3

3,4

3,7

3,8

3,9

3,9

Κροατία

2,8

3,5

4,3

5,6

6,3

7,4

Ιταλία

2,2

2,1

2,3

2,7

2,9

3,2

Κύπρος

2,7

4,9

2,6

2,9

3,5

3,5

Λετονία

4,6

5,6

5,0

5,7

6,2

6,1

Λιθουανία

3,2

3,2

3,1

4,1

3,9

3,9

Λουξεμβούργο

4,1

3,9

4,0

5,0

4,3

4,2

Ουγγαρία

4,5

5,8

6,2

6,4

6,4

6,6

Μάλτα

2,4

3,3

3,9

4,5

5,6

5,3

Κάτω Χώρες

3,4

3,4

3,4

3,4

3,9

3,7

Αυστρία

3,1

3,1

3,1

3,4

3,6

3,5

Πολωνία

3,8

4,7

4,3

4,4

4,7

4,9

Πορτογαλία

1,8

1,8

1,9

2,2

2,5

3,2

Σλοβενία

3,1

3,7

3,8

4,2

5,8

5,8

Σλοβακία

3,4

3,7

3,6

3,5

3,8

3,7

Φινλανδία

4,1

4,3

4,4

4,6

4,6

4,3

Σουηδία

4,6

4,9

4,9

5,1

5,0

5,0

Πηγή: Εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

 

4.2.1Βέλγιο

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 6,3 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να καταγράψει ανάπτυξη κατά 4,5 % το 2021 και κατά 3,7 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 9,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 7,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 4,9 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,8 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 7,5 % και 6 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 99,8 % στο τέλος του 2018 και στο 98,1 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 114,1 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα αυξηθεί από 115,3 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 115,5 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα σταθεροποιηθεί και θα αρχίσει να μειώνεται κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία έτη, οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη βάση επενδυτών) και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού που υποστηρίζουν οι παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος συμβάλλουν στον μετριασμό των κινδύνων. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολουμένους στη διάρκεια της κρίσης λόγω COVID-19, παρότι ο εν λόγω κίνδυνος εξακολουθεί να είναι περιορισμένος λόγω της μέχρι στιγμής σχετικά χαμηλής αφομοίωσης.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 το Βέλγιο υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες, και συγκεκριμένα ότι από τις 21 Δεκεμβρίου του 2018 έως την 1η Οκτωβρίου του 2020 το Βέλγιο είχε αρκετές υπηρεσιακές κυβερνήσεις, και τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης να επιδιώξει σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της σύνθεσης των δημόσιων δαπανών και της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Τα προγράμματα μεταρρύθμισης που αναφέρονται στην επιστολή αφορούν τα συνταξιοδοτικά και φορολογικά συστήματα, την εφαρμογή επανεξέτασης των δαπανών και την αύξηση του επιπέδου των δημόσιων επενδύσεων.

4.2.2Βουλγαρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4,2 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,5 % το 2021 και κατά 4,7 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 3,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,2 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 1,9 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν από 4,5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,2 % το 2021 και θα είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο έλλειμμα το 2020 και το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5,6 % και 5,1 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 22,3 % στο τέλος του 2018 και στο 20,2 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 25 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 24,5 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 24 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Βουλγαρία στις 29 Απριλίου 2021.

4.2.3Τσεχία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5,6 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,4 % το 2021 και κατά 4,4 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 6,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 8,5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 5,4 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 4,9 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,2 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6,4 % και 8,7 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 2 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 32,1 % στο τέλος του 2018 και στο 30,3 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 38,1 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα αυξηθεί από 44,3 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 47,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Τσεχία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες. Οι αρχές θεωρούν ότι η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της Τσεχίας μετά την πανδημία, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας και του χαμηλού δημόσιου χρέους, αποτελεί σχετικό παράγοντα περιορισμού του κινδύνου. Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του νόμου περί κανόνων δημοσιονομικής ευθύνης (Act on Budgetary Responsibility Rules), το 2022 θα ξεκινήσει εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, με ελάχιστη δημοσιονομική προσπάθεια 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.

4.2.4Δανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,7 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 2,9 % το 2021 και κατά 3,5 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 1,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 2,1 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 1,4 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3,6 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,7 % το 2021 και θα είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο έλλειμμα το 2020 και το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5,2 % και 5,8 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 34 % στο τέλος του 2018 και στο 33,3 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 42,2 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 40,2 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 38,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Δανία στις 12 Μαΐου 2021.

4.2.5Γερμανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4,9 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,4 % το 2021 και κατά 4,1 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις καθαρές εξαγωγές και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 4,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 7,5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 2,5 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 2,8 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5,9 % και 9,2 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε υψηλά επίπεδα αντικατοπτρίζοντας το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων σε σχέση με τις αποταμιεύσεις και έχει διασυνοριακή σημασία. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 61,8 % στο τέλος του 2018 και στο 59,7 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 69,8 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 73,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 72,2 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 3 Μαΐου 2021 η Γερμανία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες, και συγκεκριμένα ότι ο σχεδιαζόμενος προϋπολογισμός βασίζεται στην παραδοχή της πλήρους εκτέλεσης όλων των μέτρων στήριξης. 

4.2.6Εσθονία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,9 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 2,8 % το 2021 και κατά 5 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 4,9 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 3,3 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 5,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 6,3 % το 2021 και θα είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο έλλειμμα το 2020 και το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5 % και 5,6 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 8,2 % στο τέλος του 2018 και στο 8,4 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 18,2 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα αυξηθεί από 21,3 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 24 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Εσθονία στις 29 Απριλίου 2021.

4.2.7Ιρλανδία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Πρόκειται για το μοναδικό κράτος μέλος της ΕΕ του οποίου η οικονομία δεν παρουσίασε συρρίκνωση το 2020, ενώ το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ κατάγραψε απλώς επιβράδυνση της τάξης του 3,4 %. Η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει περαιτέρω ανάπτυξη κατά 4,6 % το 2021 και κατά 5 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο, η ετήσια «τροποποιημένη εγχώρια ζήτηση» 19 , ένα μέτρο που αντικατοπτρίζει καλύτερα την υποκείμενη εγχώρια οικονομία, δείχνει συρρίκνωση κατά 5,4 % το 2020. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, η οικονομία αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 4,3 % το 2021 και κατά 7 % το 2022, ενώ η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να επανέλθει το 2022 στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να παραμείνει σταθερό στο 5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 2,9 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 2,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5,7 % του ΑΕΠ και για τα δύο έτη, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το μεγάλο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, ενώ εμμένουν οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 63 % στο τέλος του 2018 και στο 57,4 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 59,5 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 61,4 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 59,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Ιρλανδία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.8Ελλάδα

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 8,2 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,1 % το 2021 και κατά 6 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 9,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 10 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 3,2 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 11,3 % και 11,7 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που θεσπίστηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021, και εξαγγέλθηκαν για το 2022, είναι προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ελλιπή εξωτερική επανεξισορρόπηση και τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας και χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 186,2 % στο τέλος του 2018 και στο 180,5 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 205,6 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 208,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 201,5 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η Ελλάδα τελεί υπό ενισχυμένη εποπτεία 20 . Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Ειδικότερα, η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη μεσοπρόθεσμα στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Επιπλέον, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που παρουσιάστηκε στη 10η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας καταδεικνύει ότι υφίστανται αυξημένοι κίνδυνοι βιωσιμότητας στο πλαίσιο εναλλακτικών σεναρίων 21 . Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η σύνθεση και η διάρθρωση της ληκτότητας του δημόσιου χρέους μετριάζουν τα τρωτά σημεία του, ενώ μπορεί να προκύψουν πρόσθετοι κίνδυνοι από ενδεχόμενες υποχρεώσεις. Μεγάλο ποσοστό του χρέους χρηματοδοτείται με χαμηλά επιτόκια και μακρές ληκτότητες, στοιχεία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ταμειακά αποθέματα της ελληνικής γενικής κυβέρνησης, περιορίζουν αποτελεσματικά τις επιπτώσεις των βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων του κόστους χρηματοδότησης. Στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που παρουσιάστηκε στη 10η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας δεν λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν στην ανάπτυξη οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που παρουσιάστηκαν στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι οποίες ενδέχεται να περιορίσουν περαιτέρω τους κινδύνους βιωσιμότητας. Αντιθέτως, υπάρχουν κίνδυνοι που απορρέουν από την αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις έναντι του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολουμένους στη διάρκεια της πανδημίας ή στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Ελλάδα στις 29 Απριλίου 2021.

4.2.9Ισπανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 10,8 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 5,9 % το 2021 και κατά 6,8 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 11 % του ΑΕΠ το 2020 σε 7,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 5,2 % του ΑΕΠ το 2022. Το 2021 οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σταθερές στο 2,5 % του ΑΕΠ. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 8,1 % και 4,8 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Η Ισπανία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό εξωτερικό και εσωτερικό χρέος, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό, παραμένουν, σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας και έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 97,4 % στο τέλος του 2018 και στο 95,5 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 120 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 119,6 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 116,9 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα σταθεροποιηθεί και θα μειωθεί ελαφρώς κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία έτη, οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη βάση επενδυτών) και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού που υποστηρίζουν οι παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος συμβάλλουν στον μετριασμό των κινδύνων. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολουμένους στη διάρκεια της κρίσης λόγω COVID-19.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Ισπανία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες και συγκεκριμένα i) ότι από το στατιστικό έτος 2020 η SAREB, η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, κατατάσσεται στη γενική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την προσθήκη περίπου μίας ποσοστιαίας μονάδας στον δείκτη για το έλλειμμα και τριών ποσοστιαίων μονάδων στον δείκτη χρέους το 2020· και ii) ότι η Ισπανία έχει επίσης εφαρμόσει μέτρα στο σκέλος των εσόδων, και συγκεκριμένα νέους φόρους επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ορισμένων ψηφιακών υπηρεσιών και των πλαστικών μιας χρήσης, τα οποία αναμένεται να ενισχύσουν μεσοπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά.

4.2.10Γαλλία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 8,1 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 5,7 % το 2021 και κατά 4,2 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 9,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 8,5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 4,7 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3,8 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6,2 % και 5,7 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021, και εξαγγέλθηκαν για το 2022, δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Η Γαλλία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ασθενή ανταγωνιστικότητα και τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, που έχουν διασυνοριακή σημασία. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 98 % στο τέλος του 2018 και στο 97,6 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 115,7 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 117,4 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 116,4 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα σταθεροποιηθεί και θα μειωθεί ελαφρώς κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία έτη, οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη βάση επενδυτών) και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού που υποστηρίζουν οι παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος συμβάλλουν στον μετριασμό των κινδύνων. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολουμένους στη διάρκεια της κρίσης λόγω COVID-19.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Γαλλία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες, και συγκεκριμένα τη συγκράτηση της αύξησης των δημόσιων δαπανών τα τελευταία έτη, η οποία εκτιμάται σε μέσο ποσοστό της τάξης του 0,7 %, σε πραγματικούς όρους, κατά την περίοδο μεταξύ του 2017 και του 2019.

4.2.11Κροατία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 8 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 5 % το 2021 και κατά 6,1 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 7,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 3,2 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 5,6 % του ΑΕΠ το 2020 σε 6,3 % το 2021, ενώ το ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερο από το δημόσιο έλλειμμα το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 8,1 % και 5,3 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Η Κροατία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το δημόσιο, το ιδιωτικό και το εξωτερικό χρέος, σε συνθήκες χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 74,3 % στο τέλος του 2018 και στο 72,8 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 88,7 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 85,6 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 82,9 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Κροατία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.12Ιταλία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 8,9 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,2 % το 2021 και κατά 4,4 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η οικονομική δραστηριότητα δεν προβλέπεται να επανέλθει το 2022 στο ετήσιο προ της κρίσης επίπεδο, διότι το επίπεδο του ΑΕΠ το 2022 εξακολουθεί να προβλέπεται ότι θα είναι κατά 0,9 % χαμηλότερο σε σύγκριση με το επίπεδο του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 9,5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 11,7 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 5,8 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 2,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 8 % και 10,2 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Η Ιταλία αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και την παρατεταμένη ασθενή δυναμική της παραγωγικότητας, που έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο σε ένα πλαίσιο αδυναμιών της αγοράς εργασίας και του τραπεζικού τομέα. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 134,4 % στο τέλος του 2018 και στο 134,6 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 155,8 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 159,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 156,6 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα σταθεροποιηθεί την επόμενη πενταετία και θα μειωθεί κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία έτη, οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη βάση επενδυτών) και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού που υποστηρίζουν οι παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος συμβάλλουν στον μετριασμό των κινδύνων. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις στη διάρκεια της κρίσης λόγω COVID-19.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021, η Ιταλία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες, συγκεκριμένα ότι τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχει η γενική κυβέρνηση και ο ρόλος τους για τη συνολική πιστοληπτική της ικανότητα, το συγκριτικά χαμηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων ακόμη και μετά την αύξηση που προκλήθηκε από την κρίση COVID-19, και ότι το απόθεμα χρέους που διακρατείται από την αγορά μπορεί να αναμένεται να είναι σημαντικά χαμηλότερο από το συνολικό επίπεδο του χρέους κατά τα επόμενα έτη.

4.2.13Κύπρος

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5,1 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,1 % το 2021 και κατά 3,8 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 5,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,1 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 2 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,9 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,5 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 7,6 % και 6,8 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Η Κύπρος αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με τα υψηλά αποθέματα εξωτερικού, δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, καθώς και με τα ακόμη υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, παράλληλα με το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 99,2 % στο τέλος του 2018 και στο 94 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 118,2 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 112,2 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 106,6 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Κύπρος στις 29 Απριλίου 2021.

4.2.14Λετονία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 3,6 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,5 % το 2021 και κατά 6 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 4,5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 7,3 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 2 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 5,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 6,2 % το 2021 και το ποσοστό του 2020 θα είναι μεγαλύτερο από το δημόσιο έλλειμμα το 2020. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 4 % και 6,8 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 37,1 % στο τέλος του 2018 και στο 37 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 43,5 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 47,3 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 46,4 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Λετονία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.15Λιθουανία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 0,9 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 2,9 % το 2021 και κατά 3,9 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 7,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 8,2 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 6 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν από 4,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 8 % και 9 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 33,7 % στο τέλος του 2018 και στο 35,9 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 47,3 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα αυξηθεί από 51,9 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 54,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Λιθουανία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.16Λουξεμβούργο

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 1,3 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,5 % το 2021 και κατά 3,3 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 4,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 0,3 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 0,1 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν από 5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,3 % το 2021 και θα είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο έλλειμμα το 2020 και το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6,5 % και 2,7 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 21 % στο τέλος του 2018 και στο 22 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 24,9 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 27 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 26,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε το Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.17Ουγγαρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 5 % το 2021 και κατά 5,5 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 8,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 6,8 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 4,5 % του ΑΕΠ το 2022. Το 2021 οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σταθερές στο 6,4 % του ΑΕΠ. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 5,9 % και 4,5 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 2 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 69,1 % στο τέλος του 2018 και στο 65,5 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 80,4 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 78,6 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 77,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Ουγγαρία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.18Μάλτα

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 7 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,6 % το 2021 και κατά 6,1 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 10,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 11,8 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 5,5 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 4,5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,6 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 10,6 % και 12,1 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 44,8 % στο τέλος του 2018 και στο 42 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 54,3 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα αυξηθεί από 64,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 65,5 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Μάλτα στις 10 Μαΐου 2021.

4.2.19Κάτω Χώρες

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 3,7 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 2,3 % το 2021 και κατά 3,6 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στη δημόσια κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 4,3 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 1,8 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,9 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6,1 % και 6,9 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Οι Κάτω Χώρες αντιμετωπίζουν ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Το ιδιωτικό χρέος και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένουν υψηλά και έχουν διασυνοριακή σημασία. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 52,4 % στο τέλος του 2018 και στο 48,7 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 54,5 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 58 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 56,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που προέβαλαν οι Κάτω Χώρες στις 4 Μαΐου 2021.

4.2.20Αυστρία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 6,6 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,4 % το 2021 και κατά 4,3 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 8,9 % του ΑΕΠ το 2020 σε 7,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 3 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,6 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 9,6 % και 8,4 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 74 % στο τέλος του 2018 και στο 70,5 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 83,9 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 87,2 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 85 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Αυστρία στις 28 Απριλίου 2021.

4.2.21Πολωνία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,7 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4 % το 2021 και κατά 5,4 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,3 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 2,3 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 4,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,7 % το 2021, ενώ το ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερο από το δημόσιο έλλειμμα το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6,4 % και 3,7 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 48,8 % στο τέλος του 2018 και στο 45,6 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 57,5 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 57,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 55,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Πολωνία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες, και συγκεκριμένα ότι η αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ δεν οφειλόταν μόνο στο έλλειμμα, αλλά και σε έκδοση ομολόγων από το Πολωνικό Αναπτυξιακό Ταμείο στο πλαίσιο των μέτρων απόκρισης σε επίπεδο πολιτικής.

4.2.22Πορτογαλία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 7,6 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 3,9 % το 2021 και κατά 5,1 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 5,7 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,7 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 3,4 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 2,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 2,5 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 6 % και 5,1 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Η Πορτογαλία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με τα μεγάλα αποθέματα καθαρών εξωτερικών υποχρεώσεων, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν υψηλά, σε ένα περιβάλλον χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 121,5 % στο τέλος του 2018 και στο 116,8 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 133,6 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 127,2 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 122,3 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώνει τους υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σύμφωνα με τη βασική προβολή δεκαετίας, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου προβολής, αλλά θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Η πορεία του χρέους είναι ευαίσθητη στους μακροοικονομικούς κλυδωνισμούς. Εάν ληφθεί υπόψη ένα ευρύ φάσμα πιθανών προσωρινών κλυδωνισμών σε μακροοικονομικές μεταβλητές (μέσω στοχαστικών προβολών), είναι πιθανόν ότι ο δείκτης χρέους θα μπορούσε να είναι υψηλότερος το 2025 από ό, τι το 2020. Όσον αφορά άλλους σχετικούς παράγοντες για τη συνολική εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους, η επιμήκυνση της ληκτότητας του χρέους τα τελευταία έτη, οι σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης (με διαφοροποιημένη και μεγάλη βάση επενδυτών), η σταδιακή εξομάλυνση των χαρακτηριστικών αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού που υποστηρίζουν οι παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος συμβάλλουν στον μετριασμό των κινδύνων. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους. Επιπλέον, το Υπουργείο Οικονομικών ανέφερε συσσώρευση μετρητών και καταθέσεων κατά 4,7 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης προβλέπεται ότι θα μειωθούν. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο σχετίζονται με τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις και από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της ενδεχόμενης κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις στη διάρκεια της κρίσης λόγω COVID-19.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Πορτογαλία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες. Οι πορτογαλικές αρχές τόνισαν στην επιστολή τους τη θετική εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης της Πορτογαλίας κατά τα έτη πριν από την έξαρση της πανδημίας COVID-19: το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης βελτιώθηκε και παρουσίασε πλεόνασμα το 2019, ενώ κατά την περίοδο 2016-2019 ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης ως προς το ΑΕΠ παρέμεινε σε σταθερή καθοδική πορεία. Μεταξύ άλλων ζητημάτων, οι πορτογαλικές αρχές αναφέρθηκαν επίσης τον ασύμμετρο χαρακτήρα των επιπτώσεων λόγω της κρίσης σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας. Για την Πορτογαλία, ο χαρακτήρας αυτός συνδέεται συγκεκριμένα με τον μεγάλο τομέα φιλοξενίας της χώρας, ο οποίος υπέστη σημαντικό πλήγμα από τις διαταράξεις στον τομέα του τουρισμού αλλοδαπών.

4.2.23Σλοβενία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 5,5 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,9 % το 2021 και κατά 5,1 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 8,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 8,5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 4,7 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 4,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,8 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 9 % και 9,1 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι ως επί το πλείστον προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 70,3 % στο τέλος του 2018 και στο 65,6 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 80,8 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 79 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 76,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Σλοβενία στις 30 Απριλίου 2021.

4.2.24Σλοβακία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 4,8 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,8 % το 2021 και κατά 5,2 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 6,2 % του ΑΕΠ το 2020 σε 6,5 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 4,1 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 3,5 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,8 % του ΑΕΠ το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 4,8 % και 5,2 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 49,6 % στο τέλος του 2018 και στο 48,2 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 60,6 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 59,5 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 59 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει μέτριους κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Η ανάλυση που παρουσιάζεται στις προηγούμενες ενότητες καλύπτει ήδη τους βασικούς παράγοντες που υπέβαλε η Σλοβακία στις 28 Απριλίου 2021.

4.2.25Φινλανδία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,8 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 2,7 % το 2021 και κατά 2,8 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, και κυρίως στη δημόσια και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2022 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 5,4 % του ΑΕΠ το 2020 σε 4,6 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια σε 2,1 % του ΑΕΠ το 2022. Εκτιμάται ότι το 2021 οι δημόσιες επενδύσεις θα παραμείνουν σταθερές στο 4,6 % του ΑΕΠ, δηλαδή θα είναι σχεδόν ίσες με το δημόσιο έλλειμμα του 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 4,6 % και 4 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Τα δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021 είναι προσωρινά ή συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 59,7 % στο τέλος του 2018 και στο 59,5 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 69,2 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 71 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 70,1 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 30 Απριλίου 2021 η Φινλανδία υπέβαλε πρόσθετους σχετικούς παράγοντες και συγκεκριμένα τη δέσμευσή της να λάβει απόφαση σχετικά με τα αναγκαία διαρθρωτικά μέτρα για τη διαχείριση των προκλήσεων όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, οι οποίες περιγράφονται, μεταξύ άλλων, στον χάρτη πορείας για τη βιωσιμότητα έως το 2030 που εκδόθηκε πρόσφατα. Η κυβέρνηση υπενθύμισε επίσης ότι μπορεί να αξιοποιήσει την ισχυρή καθαρή θέση της ως προς τα περιουσιακά στοιχεία για την προώθηση της ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της οικονομίας.

4.2.26Σουηδία

Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική κατάσταση: Μετά από συρρίκνωση 2,8 % το 2020, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη κατά 4,4 % το 2021 και κατά 3,3 % το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, και κυρίως στη δημόσια και την ιδιωτική κατανάλωση. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται ότι θα επανέλθει στο ετήσιο επίπεδό της του 2019.

Μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση, περιλαμβανομένων των επενδύσεων: Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από 3,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 3,3 % του ΑΕΠ το 2021 και στη συνέχεια να μειωθεί στο 0,5 % του ΑΕΠ το 2022. Οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν από 5,1 % του ΑΕΠ το 2020 σε 5,0 % το 2021 και θα είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο έλλειμμα το 2020 και το 2021. Το 2020 και το 2021 η εθνικά χρηματοδοτούμενη δημοσιονομική στήριξη —όπως μετράται με βάση τη μεταβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου σε σύγκριση με το προ της κρίσης επίπεδο (2019)— εκτιμάται σε 3,8 % και 4 % του ΑΕΠ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών μέτρων διακριτικής ευχέρειας και της χρήσης των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020 και το 2021 συνάδουν με τη σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020. Ορισμένα από τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση το 2020 και το 2021, και εξαγγέλθηκαν για το 2022, δεν φαίνεται να είναι προσωρινά ή να συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα. Πέραν του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων της Επιτροπής, το 2023, οι εναπομένουσες επιπτώσεις των εν λόγω μη προσωρινών μέτρων εκτιμώνται προκαταρκτικά σε ποσοστό περίπου 1 % του ΑΕΠ.

Η Σουηδία αντιμετωπίζει ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι ευπάθειες σχετίζονται με το υψηλό και αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών, ενώ παραμένουν οι κίνδυνοι υπερτίμησης στην αγορά κατοικιών. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και των αναγκών για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Μεσοπρόθεσμη κατάσταση του χρέους: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανερχόταν στο 38,9 % στο τέλος του 2018 και στο 35 % στο τέλος του 2019, ενώ στο τέλος του 2020 αυξήθηκε στο 39,9 % του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι στη συνέχεια θα μειωθεί από 40,8 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 σε 39,4 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Συνολικά, η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους καταδεικνύει χαμηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μέσου Next Generation EU, κυρίως του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να έχει ουσιαστικό θετικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει, με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.

Άλλοι παράγοντες που υπέβαλε το κράτος μέλος: Στις 29 Απριλίου 2021 η Σουηδία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δεν θα υποβάλει πρόσθετους σχετικούς παράγοντες.

5.Συμπεράσματα

Η σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που οφείλεται στην πανδημία COVID-19 προκάλεσε το 2020 απότομη αύξηση των ελλειμμάτων γενικής κυβέρνησης και του χρέους σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, ενεργοποιήθηκε η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τα κράτη μέλη ενθαρρύνθηκαν να υιοθετήσουν υποστηρικτική δημοσιονομική στάση για την αντιμετώπιση της πανδημίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

Σε 23 από τα 26 κράτη μέλη το δημόσιο έλλειμμα το 2020 υπερέβαινε και δεν ήταν πλησίον της οριζόμενης στη Συνθήκη τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ, και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, την Τσεχία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία.

Συγχρόνως, στη Βουλγαρία και τη Σουηδία, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης ήταν υψηλότερο αλλά πλησίον του 3 % του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα σύγκλισης 2021 της Δανίας το σχεδιαζόμενο έλλειμμα γενικής κυβέρνησης είναι 3,3 % του ΑΕΠ το 2021, δηλαδή υψηλότερο αλλά πλησίον του 3 % του ΑΕΠ.

Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη για τα 26 κράτη μέλη της ΕΕ θεωρείται ότι αποτελεί εξαίρεση σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης. Ωστόσο, με εξαίρεση τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, τη Λετονία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη δεν αναμένεται να είναι προσωρινή.

Συνολικά, λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων 22 , η ανάλυση καταδεικνύει ότι το κριτήριο του ελλείμματος, όπως ορίζεται στη Συνθήκη και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/1997, πληρούται από τη Βουλγαρία, τη Δανία και τη Σουηδία. Το εν λόγω κριτήριο του χρέους δεν πληρούται από 23 κράτη μέλη: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία και Φινλανδία 23 .

Στο τέλος του 2020 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος υπερέβαινε την τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Κροατία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία δεν συμμορφώθηκαν με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Η τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους δεν μπορεί να υπολογιστεί με ουσιαστικό τρόπο στην περίπτωση της Γερμανίας, της Σλοβακίας και της Φινλανδίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι για τη Σλοβακία προβλέπεται μείωση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 κάτω από την οριακή τιμή αναφοράς που ορίζει η Συνθήκη, η Σλοβακία θεωρείται ότι συμμορφώνεται με το κριτήριο του χρέους. Επιπλέον, η Ισπανία και η Γαλλία, οι οποίες υπόκεινται στον μεταβατικό κανόνα για το χρέος, δεν σημείωσαν το 2020 επαρκή πρόοδο ως προς τη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.

Συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, η ανάλυση καταδεικνύει ότι το κριτήριο του χρέους, όπως ορίζεται στη Συνθήκη και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/1997, πληρούται από τη Σλοβακία. Το κριτήριο του χρέους δεν πληρούται από το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Φινλανδία.

(1)    Η ρήτρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 6 παράγραφος 3, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
(2)    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, Βρυξέλλες, 20.3.2020, COM(2020) 123 final.
(3)      Συστάσεις του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020 (2020/C 282/01 έως 2020/C 282/27), ΕΕ C 282 της 26.8.2020, σ. 1.
(4)    Εκκρεμεί η τελική έγκριση από το Συμβούλιο, μετά την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το κείμενο που συμφωνήθηκε από την Ευρωομάδα στις 16 Δεκεμβρίου 2020 είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-14356-2020-INIT/en/pdf  
(5)    Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη 2021, Βρυξέλλες, 17.9.2020, COM(2020) 575 final.
(6)      ΕΕ L57 της 18.2.2021, σ. 17.
(7)      Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο — Ένας χρόνος από την έξαρση της πανδημίας COVID-19: απόκριση σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής, Βρυξέλλες, COM(2021) 105 final της 3ης Μαρτίου 2021.
(8)      Ανακοίνωση της Επιτροπής — Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών το 2021: αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, στήριξη της ανάκαμψης και εκσυγχρονισμός της οικονομίας μας, Βρυξέλλες, 2.6.2021, COM(2021)500 final.
(9)    Eurostat Δείκτες ευρώ 48/2021 της 22ας Απριλίου 2021.
(10)      Το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της Ρουμανίας υπερέβαινε επίσης το 3 % του ΑΕΠ το 2020 και η χώρα τελεί υπό τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ως εκ τούτου, δεν καλύπτεται στην παρούσα έκθεση. Στις 26 Μαΐου 2021 η Επιτροπή συνέστησε στο Συμβούλιο να εκδώσει σύσταση προς τη Ρουμανία βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της Συνθήκης, με σκοπό την αντιμετώπιση του υπερβολικού ελλείμματος.
(11)      Η πηγή των αριθμητικών στοιχείων που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση είναι οι εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής, εκτός εάν αναφέρεται άλλη πηγή.
(12)      Ισχύει κατά τη διάρκεια της τριετούς μεταβατικής περιόδου από τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, για τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος που ήταν σε εξέλιξη τον Νοέμβριο του 2011.
(13)      Η διαφορά μεταξύ του σχεδιαζόμενου στο πρόγραμμα σταθερότητας της Δανίας ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης (-3,3% του ΑΕΠ) και του αναμενόμενου στις εαρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής (-2,1% του ΑΕΠ) οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Επιτροπή αναμένει βελτίωση της μακροοικονομικής προοπτικής, χάρη στην ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση, η οποία συμβάλλει στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, και στις πιο αισιόδοξες παραδοχές σχετικά με τη φορολογία των αποδόσεων των συνταξιοδοτικών ταμείων (ήτοι πλησιέστερα προς τις αποδόσεις που παρατηρήθηκαν το 2019 και το 2020).
(14)    Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Επιτροπής, κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, βάσει της ανάλυσης προσομοίωσης που παρουσιάζεται στο Pfeiffer, P., Roeger W. και in ’t Veld, J. (2020), «The COVID-19 pandemic in the EU: Macroeconomic transmission and economic policy response», European Economy-Discussion Paper 127, Ιούλιος 2020.
(15)      Στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους δεν λαμβάνονται υπόψη οι πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν στην ανάπτυξη οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι οποίες ενδέχεται να περιορίσουν τους κινδύνους βιωσιμότητας.
(16)      Debt Sustainability Monitor 2020 (Φεβρουάριος 2021), European Economy-Institutional Papers 143.
(17)      Έκθεση του 2021 για τη δημογραφική γήρανση: Economic and Budgetary Projections for the EU Member States (2019-2070) (Μάιος 2021), European Economy-Institutional Papers 148.
(18)      Περισσότερες πληροφορίες περιλαμβάνονται στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2021: https://ec.europa.eu/info/sites/default/files/economy-finance/ip149_en.pdf  
(19)    Η τροποποιημένη εγχώρια ζήτηση αποτελεί μέτρο της εγχώριας δραστηριότητας που αποκλείει αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, όπως τις συναλλαγές που άπτονται της διανοητικής ιδιοκτησίας και το εμπόριο αεροσκαφών από εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, και αποτελεί σημαντικό δείκτη της υποκείμενης ζήτησης.
(20)      Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2021/271 της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2021, σχετικά με την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα ( ΕΕ L 61 της 22.2.2021, σ. 3 ).
(21)      Ανακοίνωση της Επιτροπής - Ενισχυμένη εποπτεία – επικαιροποίηση – Ελλάδα, Βρυξέλλες, 2.6.2021, COM(2021) 528 final.
(22)      Στην ενότητα 4 διευκρινίζονται οι προϋποθέσεις που απαιτείται να πληρούνται ώστε οι σχετικοί παράγοντες να ληφθούν υπόψη κατά τα στάδια πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του ελλείμματος. Οι σχετικοί παράγοντες λαμβάνονται πάντοτε υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του χρέους.
(23)      Η Ρουμανία τελεί υπό διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και, ως εκ τούτου, δεν εξετάστηκε στην παρούσα έκθεση.