29.4.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 152/1


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 19ης Φεβρουαρίου 2021

σχετικά με πρόταση κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937

(CON/2021/4)

(2021/C 152/01)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 18 και στις 30 Νοεμβρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Αυτές αφορούν ιδίως την άσκηση νομισματικής πολιτικής, την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη συμβολή του ΕΣΚΤ στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, παράγραφος 5 και παράγραφος 6 και κατά το άρθρο 282 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση εναρμονισμένου ενωσιακού πλαισίου για τα κρυπτοστοιχεία και τις συναφείς δραστηριότητες και υπηρεσίες, το οποίο εντάσσεται στη δέσμη μέτρων για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα (2) που εκείνη ενέκρινε στις 24 Σεπτεμβρίου 2020. Η ΕΚΤ χαιρετίζει επίσης τον στόχο του προτεινόμενου κανονισμού για αντιμετώπιση των διαφορετικών επιπέδων κινδύνου που εγείρει κάθε είδος κρυπτοστοιχείου, στόχος ο οποίος εξισορροπείται με την ανάγκη υποστήριξης της καινοτομίας. Επιπλέον, η ΕΚΤ πιστεύει στη ζωτική σημασία ενός εναρμονισμένου ενωσιακού πλαισίου για την αποτροπή του κατακερματισμού εντός της ενιαίας αγοράς. Ενόψει τούτου, ορισμένες πτυχές του προτεινόμενου κανονισμού, οι οποίες σχετίζονται με τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ, του Ευρωσυστήματος και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, απαιτούν περαιτέρω προσαρμογές.

1.2.

Τα κρυπτοστοιχεία κατά τον προτεινόμενο κανονισμό, και ιδίως οι δύο υποκατηγορίες τους που συνίστανται στα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και στα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος, αποκτούν σαφή διάσταση υποκατάστατων του χρήματος, λαμβανομένων υπόψη των τριών λειτουργιών που επιτελεί το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής αξίας, ως μέσο αποθήκευσης αξίας και ως λογιστική μονάδα. Ο ορισμός της έννοιας «ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων» αναφέρεται στη λειτουργία του μέσου αποθήκευσης αξίας («…στοχεύει στη διατήρηση σταθερής αξίας….») (3), ενώ ο ορισμός της έννοιας «ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος» αναφέρεται τόσο στη λειτουργία του μέσου ανταλλαγής αξίας όσο και στη λειτουργία του μέσου αποθήκευσης αξίας («…το οποίο έχει ως κύριο σκοπό να χρησιμοποιείται ως μέσο ανταλλαγής και επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής αξίας…») (4). Ο προτεινόμενος κανονισμός υπογραμμίζει τη λειτουργία των ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ως μέσου ανταλλαγής αξίας, επισημαίνοντας ότι αυτά «προορίζονται πρωτίστως να χρησιμοποιούνται ως μέσα πληρωμής και στοχεύουν στη σταθεροποίηση της αξίας τους έχοντας ως εγγύηση ένα μόνο παραστατικό νόμισμα» και ότι «[ό]πως και το ηλεκτρονικό χρήμα, τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία είναι ηλεκτρονικά υποκατάστατα κερμάτων και χαρτονομισμάτων και χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια πληρωμών» (5). Η αντίληψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τους ορισμούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (εφεξής η «MiFID II») (6). Υπό το φως των παραπάνω η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι έννοιες «ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων» και «ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος» ορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό, εν όλω ή εν μέρει, ως υποκατάστατα του χρήματος.

1.3.

Η ΕΚΤ επικροτεί τη γενική εξαίρεση της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής ή άλλης δημόσιας αρχής από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού (7), σε συνδυασμό με την εξαίρεση από το σχετικό νομικό πλαίσιο τόσο των κρυπτοστοιχείων που ενδεχομένως εκδίδουν κεντρικές τράπεζες υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, όσο και τυχόν συναφών υπηρεσιών που οι ίδιες παρέχουν (8). Η ΕΚΤ σημειώνει ότι ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει επίσης αναφορές στους όρους «ενωσιακό νόμισμα» και «κεντρική τράπεζα έκδοσης» (9) και ότι η ανάγνωσή του σε συνδυασμό με ένα άλλο επιμέρους στοιχείο της δέσμης μέτρων για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα, ήτοι το σχέδιο κανονισμού σχετικά με ένα πιλοτικό καθεστώς για τις υποδομές αγορών τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού (10), που επίσης αποτυπώνει τις αντίστοιχες έννοιες, καθιστά πρόδηλη μια σαφή διάκριση μεταξύ κρυπτοστοιχείων και χρήματος κεντρικής τράπεζας στις νομοθετικές προτάσεις της Ένωσης (11). Προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς τη νομική φύση και τα χαρακτηριστικά των κρυπτοστοιχείων που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες (εάν και όποτε αυτές εκδίδουν τέτοια) σε σχέση με το χρήμα κεντρικής τράπεζας, θα ήταν χρήσιμο να επιβεβαιωθεί στις διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού ότι αυτός δεν θα ισχύει για το χρήμα κεντρικής τράπεζας, είτε αυτό εκδίδεται με βάση την τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού (DLT) είτε σε ψηφιακή μορφή συμπληρωματική των υφιστάμενων μορφών χρήματος κεντρικής τράπεζας τις οποίες μπορεί να εγκρίνει η ΕΚΤ σύμφωνα με τη Συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»).

1.4.

Τέλος, όσον αφορά τον ορισμό του «κρυπτοστοιχείου» κατά τον προτεινόμενο κανονισμό η ΕΚΤ σημειώνει ότι πρόκειται για έναν ευρύ, περισυλλεκτικό ορισμό (12). Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού θα πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω, προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίνουσες ερμηνείες σε εθνικό επίπεδο ως προς το τι μπορεί ή όχι να αποτελεί κρυπτοστοιχείο βάσει των διατάξεών του, να διευκολυνθεί η υποστήριξη της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και να δημιουργηθεί μία πραγματικά εναρμονισμένη δέσμη κανόνων για τα κρυπτοστοιχεία. Συγκεκριμένα, απαιτείται περισσότερη σαφήνεια όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κρυπτοστοιχείων δυνάμενων να χαρακτηριστούν ως χρηματοπιστωτικά μέσα (τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της MiFID II) και εκείνων τα οποία θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού.

2.   Πτυχές νομισματικής πολιτικής και συστημάτων πληρωμών

2.1.   Νομισματική πολιτική και συναφείς νομισματικές πτυχές

2.1.1.

Σε αντίθεση με τα κρυπτοστοιχεία που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά είτε ως μέσο πληρωμής είτε ως μέσο αποθήκευσης αξίας, τα κρυπτοστοιχεία που εξυπηρετούν αμφότερες τις λειτουργίες αυτές θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Εν προκειμένω η ΕΚΤ επισημαίνει την απαγόρευση τοκισμού των κρυπτοστοιχείων του προτεινόμενου κανονισμού (13), η οποία συνάδει με τις ρυθμίσεις που διέπουν άλλα μέσα χρησιμοποιούμενα πρωτίστως ως μέσα πληρωμής, όπως το ηλεκτρονικό χρήμα. Εν προκειμένω ενδέχεται η συγκεκριμένη απαγόρευση να καταστήσει τη σχετική ελκυστικότητα των ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και των ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, από την οπτική του κατόχου τους, εξαρτώμενη από το επιτοκιακό περιβάλλον. Σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής στο επιτοκιακό περιβάλλον δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς το ενδεχόμενο η ρύθμιση αυτή να δημιουργήσει εν δυνάμει εισροές και εκροές, πράγμα που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.

2.1.2.

Τα κρυπτοστοιχεία σταθερής ονομαστικής αξίας, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μέσα πληρωμής και αποθήκευσης αξίας, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το κόστος της χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις καταθέσεις, δυσχεραίνοντας την ικανότητα των τελευταίων να εκπληρώνουν τον ρόλο τους ως φορέων οικονομικής διαμεσολάβησης. Δεδομένου ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ επαφίεται πρωτίστως στα πιστωτικά ιδρύματα, απότομες μεταβολές στην ευρωστία των ισολογισμών τους μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς τη σταθερότητα και τη δανειοδοτική τους ικανότητα και, συνακόλουθα, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, παρόλο που αυτές καθ’ εαυτές οι μεταβολές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ανάγονται στην καινοτομία και τον ανταγωνισμό δεν είναι ανεπιθύμητες. Υπό το σενάριο της σημαντικής υποκατάστασης των καταθέσεων με κρυπτοστοιχεία, τα πιστωτικά ιδρύματα ενδέχεται να χρειαστεί να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η χρηματαγορά και η κεντρική τράπεζα, γεγονός που θα είχε επιπτώσεις στο κόστος της τραπεζικής χρηματοδότησης, στα επιτόκια αναφοράς της χρηματαγοράς και στο μέγεθος του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών.

2.1.3.

Τέλος, υπό το σενάριο της ευρείας χρήσης ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος θα μπορούσε να σημειωθεί αύξηση της ζήτησης ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, με πιθανό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της τιμής των περιουσιακών στοιχείων, στην αποτίμηση των ασφαλειών, στη λειτουργία της χρηματαγοράς και στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό μπορεί εν τέλει να οδηγήσει σε ανεπάρκεια ασφαλειών για τις πράξεις ανοικτής αγοράς. Εξάλλου, η ευρεία χρήση ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς πληρωμών μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον ρόλο των πληρωμών σε ευρώ, υπονομεύοντας ακόμη και τη δημοσίως παρεχόμενη λειτουργία του χρήματος ως λογιστικής μονάδας.

2.1.4.

Εκτός από τις παραπάνω σκέψεις περί νομισματικής πολιτικής, τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και τα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος κατά τον προτεινόμενο κανονισμό θα έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων όσον αφορά την κύρια λειτουργία τους, τη σύνθεση των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων και τα δικαιώματα των κατόχων. Από την άποψη αυτή υπάρχει ο κίνδυνος τα εν λόγω κέρματα, λόγω της συγκεκριμένης χρήσης τους σε συνδυασμό με τη συστημική σημασία που μπορούν να αποκτήσουν, να εξισωθούν de facto με μέσα πληρωμών ανεξάρτητα από την κύρια προβλεπόμενη λειτουργία ή χρήση τους σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση τα εν λόγω ψηφιακά κέρματα θα πρέπει να υπόκεινται σε παρόμοιες απαιτήσεις προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος ρυθμιστικού αρμπιτράζ μεταξύ εμπλεκόμενων καθεστώτων. Ειδικότερα, επειδή τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού και η χρήση των ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων τα καθιστούν κατάλληλα για χρήση ως μέσα πληρωμής, θα ήταν σκόπιμο τουλάχιστον να απαιτείται από τους εκδότες τους να παραχωρούν στους κατόχους τους δικαιώματα εξαργύρωσης έναντι του εκδότη ή των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δημιουργείται μια ad hoc κατηγορία «ψηφιακών κερμάτων πληρωμών», εκ της οποίας τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων θα υπόκεινται στην ίδια δέσμη απαιτήσεων με εκείνες που ισχύουν για τους εκδότες ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος. Επιπλέον, οι εκδότες σημαντικών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ευρέως για πληρωμές στην Ένωση θα ήταν σκόπιμο να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις αδειοδότησης με εκείνες που ισχύουν για τους εκδότες ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) κρίνει σκόπιμο με βάση τα κριτήρια ταξινόμησης που πρόκειται να εξειδικευθούν περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

Εξάλλου, ο προτεινόμενος κανονισμός ορίζει ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνείται τη χορήγηση άδειας, μεταξύ άλλων όταν το επιχειρηματικό μοντέλο του υποψήφιου εκδότη ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και τη νομισματική κυριαρχία (14). Από αυτή την άποψη, όταν μια συμφωνία ισοδυναμεί με σύστημα ή σχήμα πληρωμών, η αξιολόγηση της πιθανής απειλής για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών θα πρέπει να εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ (ή της εθνικής κεντρικής τράπεζας έκδοσης του αντίστοιχου νομίσματος της Ένωσης). Στην περίπτωση του ευρώ τούτο ανάγεται στο ότι μια πιθανή απειλή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την άσκηση των βασικών καθηκόντων που πρέπει να εκπληρώνονται μέσω του Ευρωσυστήματος βάσει της Συνθήκης, ιδίως την άσκηση της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης και την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών. Αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν εν τέλει να επηρεάσουν την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου του Ευρωσυστήματος να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών σύμφωνα με τη Συνθήκη. Λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων πτυχών για τις οποίες ζητείται η αξιολόγηση της ΕΚΤ κατά την αδειοδότηση των εκδοτών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων, η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην έκδοση μη δεσμευτικής γνώμης σε αυτούς τους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητάς της. Με την ίδια λογική, εφόσον τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής ή στην ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών σε κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, θα πρέπει να μπορούν να εκδίδουν δεσμευτική γνώμη και οι κεντρικές τράπεζές τους, οι οποίες βάσει της Συνθήκης διατηρούν τις εξουσίες νομισματικής πολιτικής κατά το οικείο εθνικό δίκαιο. Βάσει των παραπάνω, η ΕΚΤ προτείνει να τροποποιηθεί αναλόγως ο προτεινόμενος κανονισμός. Επιπλέον, η ίδια πιστεύει ότι πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω η καταλληλόλητα του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου βάσει της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (εφεξής «οδηγία για το ηλεκτρονικό χρήμα») (15). Συγκεκριμένα, η εμφάνιση σημαντικών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος συνηγορεί υπέρ της συμμετοχής της ΕΚΤ (ή της οικείας κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ) με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που προκρίνεται για την αδειοδότηση των εκδοτών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων. Η έκδοση ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, ειδικά όταν αυτά χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση των επιπτώσεών της για τη νομισματική πολιτική και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

Επιπλέον, η αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής να αρνηθεί την αδειοδότηση όταν το επιχειρηματικό μοντέλο του εκδότη ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί σοβαρή απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή τη νομισματική κυριαρχία βασίζεται στην παραδοχή ότι η εν λόγω αρχή μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αυτούς τους κινδύνους κατά το στάδιο της αδειοδότησης, πράγμα που ενδέχεται να μην είναι εφικτό καθώς το φάσμα των κινδύνων εξαρτάται από το φάσμα της χρήσης του ψηφιακού κέρματος. Από την άποψη αυτή ο προτεινόμενος κανονισμός δεν φαίνεται να παρέχει κάποιο ισοδύναμο εργαλείο που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αντιδράσει εάν ένα ψηφιακό κέρμα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη μετάδοση νομισματικής πολιτικής ή τη νομισματική κυριαρχία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει ότι θα πρέπει και οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν την εξουσία λήψης των κατάλληλων μέτρων που θα διασφαλίζουν την προσήκουσα άσκηση της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, αλλά και να απαιτείται να ενεργούν σύμφωνα με τις απόψεις της ΕΚΤ και των οικείων κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τις συγκεκριμένες πτυχές. Θα πρέπει να περιληφθούν στον προτεινόμενο κανονισμό πρόσθετοι μηχανισμοί με σκοπό την παροχή κινήτρων στους εκδότες για τον περιορισμό της κλίμακας των εκδόσεων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και, πιθανόν, πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων (βλέπε παράγραφο 3.2.3 παρακάτω).

2.1.5.

Επιπλέον, ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει πολλές αναφορές στον όρο «παραστατικό νόμισμα το οποίο αποτελεί νόμιμο χρήμα». Σύμφωνα με τις Συνθήκες και το νομισματικό δίκαιο της Ένωσης, το ευρώ είναι το ενιαίο νόμισμα της ζώνης του ευρώ, δηλαδή των κρατών μελών που το έχουν υιοθετήσει ως το νόμισμά τους. Όσο για τα κράτη μέλη που δεν το έχουν υιοθετήσει, οι Συνθήκες αναφέρονται σταθερά στα νομίσματά τους, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο ευρώ ή στα νομίσματα των κρατών μελών ως παραστατικά νομίσματα. Επιπλέον, τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ που εκδίδουν η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ έχουν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος. Είναι εκφρασμένα σε ευρώ και ως τέτοια αποτελούν υποδιαιρέσεις του ενιαίου νομίσματος. Ενόψει τούτου δεν ενδείκνυται ένα νομικό κείμενο της Ένωσης να αναφέρεται σε «παραστατικό νόμισμα το οποίο αποτελεί νόμιμο χρήμα». Αντ’ αυτού, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφέρεται σε «επίσημα νομίσματα» εκφραζόμενα ως νομίσματα που έχουν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος (16).

2.1.6.

Εξάλλου, ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις σχετικά με τις ρυθμίσεις φύλαξης που θα θεσπιστούν από τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (17). Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι τα κεφάλαια των πελατών θα τοποθετούνται άμεσα σε κεντρική τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα. Ενώ οι διατάξεις περί φύλαξης είναι ευπρόσδεκτες, η πρόσβαση πιστωτικών ιδρυμάτων σε λογαριασμούς κεντρικών τραπεζών στο πλαίσιο πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ή για τον διακανονισμό συναλλαγών από επικουρικά συστήματα στο πλαίσιο των πράξεων του TARGET2, βασίζεται στα κριτήρια και τους όρους επιλεξιμότητας που ισχύουν βάσει των εφαρμοστέων κατευθυντήριων γραμμών της ΕΚΤ (18). Ως εκ τούτου, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει είτε να είναι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος, είτε να λειτουργούν μέσω ανταποκρίτριας τράπεζας που διαθέτει λογαριασμό στην οικεία κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος. Παρόμοιες ρυθμίσεις ενδέχεται να ισχύουν και σε άλλες κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ. Ενόψει των παραπάνω ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφέρεται στις ρυθμίσεις περί φύλαξης σε κεντρική τράπεζα, διευκρινίζοντας ότι οι ρυθμίσεις αυτές θα θεσπίζονται μόνο εφόσον πληρούνται τα σχετικά κριτήρια και οι όροι επιλεξιμότητας για το άνοιγμα λογαριασμού.

2.2.   Πτυχές συστημάτων πληρωμών

2.2.1.

Η Συνθήκη και το καταστατικό του ΕΣΚΤ προβλέπουν ότι, στο πλαίσιο της εντολής του, το Ευρωσύστημα ασκεί την επίβλεψη των συστημάτων συμψηφισμού και πληρωμών ως δραστηριότητα στενά συνδεόμενη με τα βασικά καθήκοντα νομισματικής πολιτικής που υπέχει. Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 τέταρτη περίπτωση της Συνθήκης, όπως αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του καταστατικού, ένα από τα βασικά καθήκοντα που ασκούνται μέσω του ΕΣΚΤ είναι «η προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών». Κατά την άσκηση αυτού του βασικού καθήκοντος «[η] ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μμπορούν να παρέχουν διευκολύνσεις, και η ΕΚΤ μπορεί να θεσπίζει κανονισμούς με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικών και υγιών συστημάτων συμψηφισμού και πληρωμών, εντός της Κοινότητας και με άλλες χώρες» (19). Στο πλαίσιο του ρόλου επίβλεψης που ασκεί η ΕΚΤ εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 795/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/28) (εφεξής ο «κανονισμός ΣΣΣΠ») (20). Ο κανονισμός ΣΣΣΠ εφαρμόζει τις αρχές για τις υποδομές χρηματοπιστωτικής αγοράς που εξέδωσε η επιτροπή συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού (CPSS) και ο διεθνής οργανισμός επιτροπών κινητών αξιών (IOSCO) (21) (εφεξής οι «αρχές CPSS-IOSCO»), οι οποίες είναι νομικά δεσμευτικές και καλύπτουν και τα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών μεγάλης αξίας και μικρής αξίας που τελούν υπό τη διαχείριση είτε κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος είτε ιδιωτικής οντότητας. Το πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την πολιτική επίβλεψης (Eurosystem oversight policy framework) (22) καθορίζει τα μέσα πληρωμών ως «αναπόσπαστο μέρος των συστημάτων πληρωμών» και συνεπώς τα συμπεριλαμβάνει στο πεδίο της επίβλεψης που ασκεί. Το πλαίσιο αυτό όσον αφορά τα μέσα πληρωμής τελεί υπό αναθεώρηση (23). Σύμφωνα με το πλαίσιο αυτό, ένα μέσο πληρωμής (π.χ. κάρτα, μεταφορά κεφαλαίων, άμεση χρέωση, μεταφορά ηλεκτρονικού χρήματος και ψηφιακό κέρμα πληρωμών) (24) ορίζεται ως εξατομικευμένη συσκευή (ή σύνολο συσκευών) ή/και σύνολο διαδικασιών που συμφωνούνται μεταξύ χρήστη και παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιούνται για την κίνηση μεταφοράς αξίας (25). Μέχρι σήμερα η ανάθεση του ρόλου του κύριου φορέα επίβλεψης όσον αφορά το Ευρωσύστημα πραγματοποιείται με γνώμονα το εθνικό πλαίσιο αναφοράς του σχήματος πληρωμών και τον τόπο νόμιμης σύστασης της αρχής διακυβέρνησής του. Για πανευρωπαϊκά σχήματα μεταφοράς πίστωσης και σχήματα άμεσης χρέωσης εντός του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ, καθώς και για ορισμένα διεθνή σχήματα πληρωμών με κάρτα, η ΕΚΤ έχει τον πρωταρχικό ρόλο επίβλεψης. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, υπόκεινται επίσης στην οδηγία PSD2. Τα πλαίσια του Ευρωσυστήματος για την επίβλεψη συμπληρώνουν τη μικροπροληπτική εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, ρυθμίζοντας πτυχές σημαντικές από την άποψη του συστήματος, του σχήματος ή της ρύθμισης πληρωμών.

2.2.2.

Υπό το φως των παραπάνω, η λειτουργία των ρυθμίσεων ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που εξυπηρετούν την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μπορεί για τους σκοπούς της επίβλεψης του Ευρωσυστήματος να θεωρηθεί ισοδύναμη εκείνης ενός «συστήματος πληρωμών». Οι ρυθμίσεις ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες εκείνων ενός «συστήματος πληρωμών», εφόσον φέρουν όλα τα τυπικά στοιχεία ενός συστήματος πληρωμών, ήτοι: α) τυπική συμφωνία• β) τουλάχιστον τρεις άμεσοι συμμετέχοντες (χωρίς να υπολογίζονται πιθανές τράπεζες διακανονισμού, κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, εκκαθαριστικά γραφεία ή έμμεσοι συμμετέχοντες)• γ) κοινές διεργασίες και διαδικασίες για όλες τις κατηγορίες συμμετεχόντων σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος· δ) εκτέλεση εντολών μεταβίβασης που πραγματοποιείται εντός του συστήματος και περιλαμβάνει την κίνηση διακανονισμού ή/και την εκπλήρωση υποχρέωσης (π.χ. συμψηφισμό) και, συνεπώς, παράγει νομικά αποτελέσματα για τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων· και ε) εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός ΣΣΣΠ ορίζει το σύστημα πληρωμών ως «τυπική συμφωνία μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων […], η οποία περιλαμβάνει κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων μεταφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων» (26). Βάσει του συγκεκριμένου ορισμού οι εντολές μεταφοράς και οι συμμετέχοντες ορίζονται με ευρείς όρους που μπορούν να καταλαμβάνουν στο πεδίο τους, αντίστοιχα, «κάθε οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής» σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίουl (27) και κάθε «νομική οντότητα η οποία έχει συμβατική σχέση με διαχειριστή ΣΣΣΠ, δεσμεύεται από τους κανόνες του οικείου ΣΣΣΠ, δικαιούται να αποστέλλει εντολές μεταβίβασης στο εν λόγω σύστημα και είναι σε θέση να λαμβάνει εντολές μεταβίβασης από αυτό» (28). Στον βαθμό που οι ρυθμίσεις ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος χαρακτηρίζονται ως «συστήματα πληρωμών», αυτές θα υπόκεινταν στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών βάσει των αρχών CPSS-IOSCO.

2.2.3.

Ομοίως, η λειτουργία ρυθμίσεων ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που θεσπίζουν τυποποιημένους και κοινούς κανόνες εκτέλεσης συναλλαγών πληρωμής μεταξύ τελικών χρηστών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «σχήμα πληρωμών». Από άποψη επίβλεψης, όταν τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και τα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος περιλαμβάνουν στα αποθεματικά τους περιουσιακά στοιχεία ευρώ ή είναι εκφρασμένα σε ευρώ, ο πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που είναι υπεύθυνος για την εν γένει λειτουργία του σχήματος πληρωμών μπορεί να υπόκειται στο αναθεωρημένο και ενοποιημένο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την επίβλεψη μέσων και σχημάτων πληρωμών. Αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να εφαρμόζεται σε κάθε ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους τελικούς χρήστες να αποστέλλουν και να λαμβάνουν αξία, επομένως ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του περιουσιακού στοιχείου ως χρηματικού ποσού βάσει της οδηγίας PSD2 (29).

2.2.4.

Ο ρόλος επίβλεψης του ΕΣΚΤ θα ήταν κρίσιμος και σε σχέση με σημαντικές ρυθμίσεις ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, λόγω των πιθανών αρνητικών επιπτώσεών τους στην ικανότητα της κεντρικής τράπεζας έκδοσης να εκπληρώσει τους στόχους της νομισματικής πολιτικής της, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Για τους προαναφερθέντες λόγους οι αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει της Συνθήκης και οι αρμοδιότητες του Ευρωσυστήματος βάσει του κανονισμού ΣΣΣΠ θα πρέπει να διατυπωθούν σαφώς στις αιτιολογικές σκέψεις και στις διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού. Επιπλέον, η ΕΚΤ και, κατά περίπτωση, οι οικείες ΕθνΚΤ των κρατών μελών των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ θα πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία ταξινόμησης των σημαντικών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, θα πρέπει δε να ζητηθεί η γνώμη της ΕΚΤ σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα ορίσει λεπτομερέστερα τα εφαρμοστέα κριτήρια ταξινόμησης. Επίσης, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφερθεί εκτενέστερα στην πιθανή αλληλεπίδρασή του με την οδηγία PSD2, η οποία υπό την υφιστάμενη διατύπωση φαίνεται να είναι μάλλον περιορισμένη (30). Ένα παράδειγμα της πιθανής αλληλεπίδρασης μεταξύ του προτεινόμενου κανονισμού και της οδηγίας PSD2 θα ήταν η περίπτωση στην οποία πάροχος υπηρεσιών συμβάλλεται με δικαιούχο πληρωμής για την αποδοχή κρυπτοστοιχείων άλλων από τα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να διευκρινίζεται εάν ο πάροχος θα πρέπει να πληροί τις ίδιες απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών, ασφάλειας και τη λειτουργικής ανθεκτικότητας με εκείνες που διέπουν τους ρυθμιζόμενους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Εν τέλει θα πρέπει να διευκρινιστεί εάν τέτοιες δραστηριότητες μπορούν να ισοδυναμούν με «αποδοχή πράξεων πληρωμής», όπως ορίζεται στην οδηγία PSD2 (31).

3.   Ειδικές παρατηρήσεις σχετικά με πτυχές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και προληπτικής εποπτείας

3.1.   Πτυχές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

3.1.1.

Εποπτικές ρυθμίσεις για εκδότες σημαντικών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος

3.1.2.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θεσπίζει διπλή εποπτική ρύθμιση για τους εκδότες σημαντικών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος υπό την έννοια ότι αυτοί εποπτεύονται από κοινού από την οικεία εθνική αρμόδια αρχή (ΕΑΑ) και την ΕΑΤ. Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση η ΕΑΤ θα είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των εκδοτών με συγκεκριμένες απαιτήσεις (32), ενώ η οικεία ΕΑΑ θα εποπτεύει τη συμμόρφωσή τους με όλες τις λοιπές απαιτήσεις του προτεινόμενου κανονισμού.

3.1.3.

Η διπλή εποπτεία ενέχει σημαντικά μειονεκτήματα και τα σημαντικά ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος, αλλά και τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων, θα εποπτεύονται καλύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας οικονομικός λόγος που να δικαιολογεί την εφαρμογή διαφορετικών εποπτικών ρυθμίσεων μεταξύ σημαντικών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων (υποκείμενων σε εναρμονισμένη εποπτεία της ΕΑΤ) και σημαντικών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος (υποκείμενων σε διπλή εποπτεία από την ΕΑΤ και την ΕΑΑ). Η διπλή εποπτεία μπορεί να καταστήσει λιγότερο σαφείς τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και να ενισχύσει την πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αλληλοεπικάλυψη εποπτικών καθηκόντων ή ακόμη και σε αντικρουόμενα εποπτικά καθήκοντα, για παράδειγμα όταν οι ΕΑΑ εποπτεύουν εκδότες σημαντικών ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων ή ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος οι οποίοι παρέχουν άλλες υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων. Η ΕΚΤ πιστεύει ότι τα σημαντικά ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος και τα ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων θα εποπτεύονταν καλύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς αυτό θα εξασφάλιζε την ολοκληρωμένη επισκόπηση των κινδύνων και τον συντονισμό των εποπτικών δράσεων, αποτρέποντας ταυτόχρονα το ρυθμιστικό αρμπιτράζ.

3.1.4.

Η προτεινόμενη διπλή εποπτική ρύθμιση θα εφαρμόζεται επιπλέον των υφιστάμενων εποπτικών πλαισίων. Συγκεκριμένα, όταν ο εκδότης των σημαντικών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος είναι πιστωτικό ίδρυμα, η διπλή εποπτεία θα προκαλούσε περαιτέρω επιπλοκές, δεδομένου ότι ο εκδότης μπορεί να είναι σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα εποπτευόμενο από την ΕΚΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (33) (εφεξής ο «κανονισμός ΕΕΜ»). Ο προτεινόμενος κανονισμός θα θέσει τον εκδότη υπό τρεις διαφορετικές εποπτικές αρχές: i) την οικεία ΕΑΑ• ii) την ΕΑΤ• και iii) την ΕΚΤ. Από αυτή την άποψη η εμπειρία και η εμπειρογνωμοσύνη της ΕΑΑ στην εποπτεία των εκδοτών ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος και των παρόχων υπηρεσιών θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν επωφελώς στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΑΤ και μέσω των κοινών εποπτικών ομάδων στην περίπτωση σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και στο σώμα εποπτών που θα δημιουργηθεί για κάθε σημαντικό ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος (34).

3.1.5.

Τέλος, θα πρέπει επίσης να αποσαφηνιστούν οι εποπτικές αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της ΕΑΤ και της ΕΚΤ για την αποφυγή πιθανών επικαλύψεων και συγκρούσεων στις περιπτώσεις που ο εκδότης σημαντικών σταθερών κρυπτονομισμάτων είναι σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση της ΕΑΤ να επιβάλλει τη συμμόρφωση του εκδότη με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό δεν θα πρέπει να παραβιάζει την εποπτεία των εποπτικών απαιτήσεων που επιβάλλει η ΕΚΤ υπό την ιδιότητα του τραπεζικού επόπτη.

3.2.   Απαιτήσεις για τα ίδια κεφάλαια και την επένδυση αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων

3.2.1.

Η θέσπιση απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τους εκδότες ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων ή ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος είναι ευπρόσδεκτη, δεδομένου ότι για τους λόγους που αναφέρθηκαν νωρίτερα στην παρούσα γνώμη αυτά τα ψηφιακά κέρματα θα μπορούσαν να εγείρουν κινδύνους για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. Τα προτεινόμενα εχέγγυα προστασίας της ασφάλειας των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων των ψηφιακών κερμάτων όταν ο εκδότης αποφασίζει να επενδύσει μέρος τους είναι επίσης ευπρόσδεκτα.

3.2.2.

Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ρευστότητας που επιβάλλονται στους εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων πρέπει να είναι ανάλογες των κινδύνων που αυτά θα μπορούσαν να εγείρουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι πρόσθετες απαιτήσεις που ορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό για τους σημαντικούς εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων είναι επομένως ευπρόσδεκτες. Τούτου λεχθέντος, αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις ενδέχεται να μην επαρκούν για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων κινδύνων όταν τα σταθερά κρυπτονομίσματα χρησιμοποιούνται ευρέως ως μέσο πληρωμής ή αποθήκευσης αξίας σε περισσότερες χώρες της Ένωσης. Επιπλέον, οι εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα δεν θα έχουν πρόσβαση στη λειτουργία δανειστή έσχατης ανάγκης των κεντρικών τραπεζών. Με βάση τα παραπάνω, η ΕΚΤ επιθυμεί να διατυπώσεις τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

3.2.3.

Πρώτον, ο προτεινόμενος κανονισμός επιτρέπει στην ΕΑΑ να προσαρμόζει προς τα πάνω ή προς τα κάτω την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του 2% του μέσου ποσού των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων έως και κατά 20% για τους (λιγότερο σημαντικούς) εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων. Στην περίπτωση σημαντικών εκδοτών δεν επιτρέπεται στον επόπτη η προσαρμογή της απαίτησης του 3%. Ειδικά για σημαντικούς εκδότες πρέπει να ανατεθούν στον επόπτη πρόσθετες εξουσίες κατά το πρότυπο των εξουσιών του πυλώνα 2, λόγω των υψηλότερων κινδύνων που αυτοί εγείρουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συγκεκριμένα, πρέπει να απαιτείται από τους σημαντικούς εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων να διενεργούν τακτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που θα λαμβάνουν υπόψη σοβαρά, αλλά βάσιμα, οικονομικά (π.χ. επιτοκιακά σοκ) και μη χρηματοοικονομικά (π.χ. λειτουργικός κίνδυνος) σενάρια ακραίων καταστάσεων. Όταν ένας τέτοιος εκδότης προσφέρει δύο ή περισσότερες κατηγορίες ψηφιακών κρυπτοστοιχείων και/ή παρέχει υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων, οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα πρέπει να καλύπτουν όλες αυτές τις υπηρεσίες και δραστηριότητες με άρτιο και ολιστικό τρόπο που θα λαμβάνει υπόψη τον σύνθετο συνδυασμό κινδύνων που απορρέει από την περίπλοκη δομή τους. Με βάση το αποτέλεσμα των ασκήσεων προσομοίωσης ο επόπτης θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, επιπλέον της απαίτησης του 3%, οι οποίες θα πρέπει να είναι ανάλογες των εντοπιζόμενων κινδύνων. Παρόμοιες απαιτήσεις και εξουσίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τους επόπτες θα μπορούσαν να εισαχθούν και σε σχέση με λιγότερο σημαντικούς εκδότες, επιτρέποντας στους επόπτες να υπερβαίνουν κατ’ αρχήν το περιθώριο προσαρμογής του 20% ως προς την απαίτηση του 2% σε ορισμένες περιστάσεις, με βάση την προοπτική για τον κίνδυνο και την έκβαση των ασκήσεων προσομοίωσης.

3.2.4.

Δεύτερον, οι εκδότες ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ενδέχεται να εκτίθενται εξίσου στον κίνδυνο εκδήλωσης φαινομένων «μαζικής φυγής», με πιθανούς κινδύνους μετάδοσης στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα και συνακόλουθους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι επομένως σημαντικό οι εν λόγω εκδότες να υπόκεινται σε εναρμονισμένες απαιτήσεις σχετικά με την επένδυση των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να τηρείται η αρχή «ίδια δραστηριότητα, ίδιος κίνδυνος, ίδιος κανόνας» μεταξύ ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος. Εξάλλου, είναι ζωτικής σημασίας οι αυστηρές απαιτήσεις ρευστότητας για τους εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων, ιδίως για τους σημαντικούς εκδότες, ώστε να τους επιτρέπουν να αντέχουν τις πιέσεις ρευστότητας και να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συγκεκριμένα, οι ρυθμίσεις σταθερών κρυπτονομισμάτων και τα αποθεματικά τους περιουσιακά στοιχεία εμφανίζουν ομοιότητες με τα κεφάλαια της χρηματαγοράς. Εν προκειμένω ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) απαιτεί από τα κεφάλαια της χρηματαγοράς να διατηρούν σημαντικά αποθεματικά ρευστότητας για την περίπτωση απότομων κραδασμών στις εκροές. Οι εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων πρέπει να τηρούν απαιτήσεις ρευστότητας τουλάχιστον το ίδιο συντηρητικές με αυτές που διέπουν τα κεφάλαια της χρηματαγοράς με περιουσιακά στοιχεία σταθερής καθαρής αξίας, οι οποίες πρόκειται να θεσπιστούν με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Οι εν λόγω απαιτήσεις συντηρητικής επένδυσης που θα αποτυπωθούν στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα μπορούσαν να αυξήσουν την ανθεκτικότητα των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων των σταθερών κρυπτονομισμάτων σε σοβαρά σενάρια εκροών. Επιπλέον, θα πρέπει να απαιτείται από τους σημαντικούς εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων να διενεργούν τακτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων ρευστότητας και, ανάλογα με το αποτέλεσμα αυτών, να τους παρέχεται η εξουσία να αυστηροποιούν τις απαιτήσεις του κινδύνου ρευστότητας.

3.2.5.

Τέλος, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν επιβάλλει περιορισμούς για την αποτροπή πιθανής συγκέντρωσης θεματοφυλάκων ή επένδυσης των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. Η απουσία ορίων για πιθανή συγκέντρωση θα μπορούσε να υπονομεύσει την ασφάλεια των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων και να τα εκθέσει σε ιδιοσυγκρασιακούς κινδύνους συγκεκριμένων θεματοφυλάκων και εκδοτών χρέους. Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να προβλέψει τη θέσπιση εχεγγύων για την αποτροπή μιας τέτοιας συγκέντρωσης, τα οποία θα καθοριστούν σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

3.3.   Πτυχές προληπτικής εποπτείας

3.3.1.

Η ΕΚΤ και η οικεία ΕΑΑ είναι οι αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτικές εξουσίες δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) (αναφερόμενου και ως «CRR») και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37) (αναφερόμενης και ως «CRD»), που από κοινού συνιστούν το πλαίσιο CRR/CRD. Επιπλέον, ο κανονισμός ΕΕΜ αναθέτει στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ και την καθιστά υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) εντός του οποίου κατανέμονται συγκεκριμένες εποπτικές αρμοδιότητες μεταξύ της ΕΚΤ και των συμμετεχουσών ΕΑΑ. Ειδικότερα, η ΕΚΤ ασκεί το καθήκον της χορήγησης και ανάκλησης των αδειών λειτουργίας όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων (38). Προκειμένου για τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα η ΕΚΤ επιφορτίζεται μεταξύ άλλων και με το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία της Ένωσης που επιβάλλει εποπτικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για τη θέσπιση άρτιων ρυθμίσεων διακυβέρνησης, όπως οι υγιείς διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου (39). Η ΕΚΤ διαθέτει προς τούτο όλες τις εποπτικές εξουσίες να παρεμβαίνει στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων της.

3.3.2.

Σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ορίζουν τις ΕΑΑ που είναι υπεύθυνες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που προβλέπονται στις διατάξεις του (40). Επιπλέον, ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει μια γενική αναφορά στην ανάγκη συντονισμού των ΕΑΑ με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία ή την επίβλεψη δραστηριοτήτων διαφορετικών από εκείνες που ασκούνται από εκδότες και παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται από τις διατάξεις του (41). Στην πραγματικότητα, οι εποπτικές εξουσίες που αποδίδονται στις ΕΑΑ βάσει του προτεινόμενου κανονισμού (42) μπορούν επίσης να έχουν επιπτώσεις στην εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως όταν πρόσθετη δημοσιοποίηση ή ζητείται η δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων. Σε τέτοιες περιπτώσεις η πρόσκληση για συνεργασία με άλλες αρχές ενδέχεται να μην επαρκεί (43).

3.3.3.

Με βάση τα παραπάνω αποκτά ύψιστη σημασία η δημιουργία ενός σαφούς μηχανισμού συντονισμού μεταξύ των οικείων ΕΑΑ και της ΕΚΤ ως εποπτικής αρχής αρμόδιας για τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να εκδώσουν κρυπτοστοιχεία ή/και να παράσχουν υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του ρητού καθορισμού διαδικασιών και χρονοδιαγραμμάτων για ζητήματα κοινοποίησης. Ένας σαφής μηχανισμός συντονισμού θα διασφαλίσει τη δυνατότητα έγκαιρης, αποτελεσματικής και συνεπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων των ΕΑΑ και της ΕΚΤ. Θα διασφαλίσει επίσης τη συμμόρφωση των εκδοτών και παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων με τον προτεινόμενο κανονισμό. Ο προτεινόμενος κανονισμός πρέπει να προβλέψει υποχρέωση των ΕΑΑ να ενημερώνουν την ΕΚΤ όποτε κάποιο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα εκδίδει «λευκό βιβλίο» (white paper), προτίθεται να παρέχει κάποια υπηρεσία κρυπτοστοιχείων ή παραβιάζει τις διατάξεις του.

3.3.4.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις που σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα εκδίδουν σημαντικά ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος θα ισχύει η διπλή εποπτική ρύθμιση μεταξύ της οικείας ΕΑΑ και της ΕΑΤ. Εν προκειμένω είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί πώς θα μεταφραζόταν στην πράξη η εποπτεία της ΕΑΤ. Εξάλλου, σε αυτή τη διπλή εποπτική ρύθμιση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο εποπτικός ρόλος της ΕΚΤ όσον αφορά τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, να προβλέπονται σαφέστεροι μηχανισμοί συντονισμού, μεταξύ των οποίων και ένα σαφές πλαίσιο κοινοποίησης, και να συμπεριλαμβάνεται η ΕΚΤ ως εποπτική αρχή στα σώματα εποπτών. Τέλος, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφέρεται ρητά και με συνέπεια στις αρχές προληπτικής εποπτείας για αμφότερα τα σημαντικά ψηφιακά κέρματα με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων και τα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος (44).

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης σε ξεχωριστό τεχνικό κείμενο εργασίας, οι οποίες συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στη δικτυακή πύλη EUR-Lex.

Φρανκφούρτη, 19 Φεβρουαρίου 2021.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  COM(2020) 593 final.

(2)  Η δέσμη μέτρων για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα περιλαμβάνει μια στρατηγική ψηφιακών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και νομοθετικές προτάσεις που στοχεύουν στη διασφάλιση ενός ανταγωνιστικού ψηφιακού χρηματοοικονομικού τομέα, ο οποίος παρέχει στους καταναλωτές πρόσβαση σε καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα και ταυτόχρονα εγγυάται την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(3)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του προτεινόμενου κανονισμού.

(4)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 4 του προτεινόμενου κανονισμού.

(5)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 9 του προτεινόμενου κανονισμού.

(6)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(7)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) του προτεινόμενου κανονισμού.

(8)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 7 του προτεινόμενου κανονισμού.

(9)  Βλέπε άρθρα 43 παράγραφος 1 και 112 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού, αντίστοιχα.

(10)  Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ένα πιλοτικό καθεστώς για τις υποδομές της αγοράς που βασίζονται σε τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού (COM/2020/594 final). Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 16 και 24, καθώς και άρθρα 4 παράγραφος 3 και 5 παράγραφος 5.

(11)  Συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ένα πιλοτικό καθεστώς για τις υποδομές της αγοράς που βασίζονται σε τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού γίνεται αναφορά σε «χρήμα κεντρικών τραπεζών», «χρήμα εμπορικών τραπεζών», «χρήμα εμπορικών τραπεζών υπό μορφή “μάρκας”» και σε «μάρκες ηλεκτρονικού χρήματος».

(12)  Ο ορισμός του «κρυπτοστοιχείου» στον προτεινόμενο κανονισμό είναι ταυτόχρονα τεχνολογικά εξειδικευμένος και ευρύς. Αυτή η προσέγγιση αποκλίνει από τον χαρακτηρισμό των κρυπτοστοιχείων ως τεχνολογικά ουδέτερων και ακριβών. Βλέπε ειδικό έγγραφο εμπειρογνωμόνων αριθ. 223/2019 της ΕΚΤ με τίτλο «Crypto-Assets: Implications for financial stability, monetary policy, and payments and market infrastructures», διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(13)  Βλέπε άρθρα 36 και 45 του προτεινόμενου κανονισμού.

(14)  Βλέπε άρθρο 19 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του προτεινόμενου κανονισμού.

(15)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(16)  Βλέπε προοίμιο και άρθρο 3 παράγραφος 4 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση• άρθρο 119 παράγραφος 2, άρθρο 140 παράγραφος 3 και άρθρο 282 παράγραφος 4 της Συνθήκης• και άρθρα 2, 10 και 11 κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 1). Βλέπε επίσης τον ορισμό του «νομίσματος» στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 151 της 21.5.2014, σ. 1).

(17)  Βλέπε άρθρο 63 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού.

(18)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3)• κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2012 , σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΚΤ/2012/27) (ΕΕ L 30 της 30.1.2013, σ. 1).

(19)  Βλέπε άρθρο 22 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(20)  Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ) αριθ. 795/2014, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις απαιτήσεις επίβλεψης για τα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών (EKT/2014/28) (ΕΕ L 217 της 23.7.2014, σ. 16).

(21)  Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (www.bis.org).

(22)  «Eurosystem oversight policy framework», αναθεωρημένη έκδοση (Ιούλιος 2016), διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(23)  Βλέπε την αναθεωρημένη και ενοποιημένη έκδοση του «Eurosystem oversight framework for electronic payment instruments, schemes and arrangements» (εφεξής το «πλαίσιο PISA»).

(24)  Το ψηφιακό κέρμα πληρωμών αποτελεί ψηφιακή αναπαράσταση αξίας η οποία υποστηρίζεται από απαιτήσεις ή περιουσιακά στοιχεία που καταχωρίζονται αλλού και επιτρέπει τη μεταφορά αξίας μεταξύ τελικών χρηστών. Ανάλογα με την υποκείμενη σχεδίασή τους, τα ψηφιακά κέρματα πληρωμών μπορούν να προβλέπουν μεταφορά αξίας χωρίς τη μεσολάβηση οπωσδήποτε κεντρικού τρίτου φορέα ή/και χρήση λογαριασμών πληρωμής.

(25)  Πρόκειται για την πράξη που εκκινεί από τον πληρωτή, για λογαριασμό αυτού ή από τον δικαιούχο της πληρωμής, με την οποία πραγματοποιείται μεταφορά χρημάτων ή ψηφιακών κερμάτων πληρωμών ή κατάθεση/ανάληψη μετρητών σε/από λογαριασμό χρήστη, ανεξάρτητα από τυχόν υποκείμενες υποχρεώσεις μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου. Η μεταφορά μπορεί να περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Ο ορισμός της «μεταφοράς αξίας» βάσει του πλαισίου PISA αποκλίνει από τον ορισμό των «χρηματικών ποσών» κατά την οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35) (εφεξής η «οδηγία PSD2»). Μια «μεταφορά αξίας» στο πλαίσιο «μέσου πληρωμών» όπως ορίζεται στην οδηγία PSD2 μπορεί να αναφέρεται μόνο σε μεταφορά «χρηματικών ποσών». Σύμφωνα με την οδηγία PSD2, τα «χρηματικά ποσά» δεν περιλαμβάνουν ψηφιακά κέρματα πληρωμών, εκτός εάν τα ψηφιακά κέρματα μπορούν να ταξινομηθούν ως ηλεκτρονικό χρήμα (ή υποθετικά ως λογιστικό χρήμα).

(26)  Βλέπε άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού ΣΣΣΠ.

(27)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45). Βλέπε άρθρο 2, σημείο i) πρώτη περίπτωση, όπου η εντολή μεταβίβασης ορίζεται ως «κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή διακανονιστή ή κάθε οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος […]».

(28)  Βλέπε άρθρο 2 σημείο 18 του κανονισμού ΣΣΣΠ.

(29)  Βλέπε δημοσίευση με τίτλο «Eurosystem oversight framework for electronic payment instruments, schemes and arrangements» (Οκτώβριος 2020), διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(30)  Βλέπε άρθρο 63 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού.

(31)  Βλέπε άρθρο 4 σημείο 44 της οδηγίας PSD2.

(32)  Βλέπε άρθρο 52 του προτεινόμενου κανονισμού.

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013 , για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(34)  Βλέπε άρθρο 101 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(35)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 8).

(36)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/201 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(37)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(38)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), άρθρο 6 παράγραφος 4 και άρθρο 14 του κανονισμού ΕΕΜ.

(39)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ.

(40)  Βλέπε άρθρο 81 του προτεινόμενου κανονισμού.

(41)  Βλέπε άρθρα 85 και 110 του προτεινόμενου κανονισμού.

(42)  Βλέπε άρθρο 82 του προτεινόμενου κανονισμού.

(43)  Βλέπε άρθρο 82 παράγραφος 4 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού.

(44)  Βλέπε άρθρα 99 παράγραφος 2 σημείο θ) και 101 παράγραφος 2 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού.