2.10.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 325/13


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

(Υπόθεση M.8900 — Wieland/Aurubis Rolled Products/Schwermetall)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2020/C 325/11)

Εισαγωγή

1.

Στις 13 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, με την οποία η Wieland Werke AG (στο εξής: Wieland) θα αποκτούσε, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), τον αποκλειστικό έλεγχο του συνόλου της Aurubis Flat Rolled Products business (στο εξής: ARP), και του συνόλου της Schwermetall Halbzeugwerk GmbH & Co. KG (στο εξής: Schwermetall) (στο εξής: προτεινόμενη πράξη).

2.

Με βάση την έρευνα πρώτου σταδίου, η Επιτροπή έκρινε ότι η προτεινόμενη πράξη δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, την 1η Αυγούστου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού συγκεντρώσεων [στο εξής: απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ)].

3.

Στις 3 Αυγούστου 2018, η Wieland ζήτησε παράταση κατά δέκα εργάσιμες ημέρες δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος του κανονισμού συγκεντρώσεων.

4.

Στις 23 Αυγούστου 2018, η Wieland και η ARP υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

5.

Στις 4 Οκτωβρίου 2018, κατά τη διάρκεια επίσημης ενημερωτικής σύσκεψης, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Wieland και την ARP ότι η προκαταρκτική της θέση ότι η πράξη ήταν πιθανό να οδηγήσει σε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού παρέμενε στο σημείο εκείνο στην έρευνα δεύτερου σταδίου.

6.

Στις 8 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την παράταση της διαδικασίας κατά δέκα ημέρες δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίοδος του κανονισμού συγκεντρώσεων.

7.

Την ίδια ημέρα, η Wieland διαβίβασε δεύτερο σχέδιο πρότασης διορθωτικών μέτρων, το οποίο υποβλήθηκε επίσημα στις 17 Οκτωβρίου 2018. Η Επιτροπή δεν υπέβαλε σε έρευνα αγοράς την ανωτέρω σειρά δεσμεύσεων.

8.

Στις 24 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων (στο εξής: ΚΑ) που γνωστοποιήθηκε στη Wieland στις 25 Οκτωβρίου 2018. Η ARP και η Schwermetall έλαβαν επίσης μη εμπιστευτικές εκδόσεις της ΚΑ δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 της Επιτροπής (3) στις 8 Νοεμβρίου 2018.

9.

Στις 3 Δεκεμβρίου 2018, η Wieland υπέβαλε νέα σειρά δεσμεύσεων. Οι εν λόγω δεσμεύσεις υποβλήθηκαν σε έρευνα αγοράς στις 7 Δεκεμβρίου 2018.

10.

Η Επιτροπή απέστειλε τρεις επιστολές πραγματικών περιστατικών στη Wieland, στις 30 Νοεμβρίου 2018, στις 11 Δεκεμβρίου 2018 και στις 14 Δεκεμβρίου 2018. Η Wieland υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις εν λόγω επιστολές πραγματικών περιστατικών στις 7 Δεκεμβρίου 2018, στις 17 Δεκεμβρίου 2018 και στις 19 Δεκεμβρίου 2018 αντίστοιχα.

Πρόσβαση στον φάκελο

11.

Στις 25 Οκτωβρίου 2018 δόθηκε στη Wieland πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής. Περαιτέρω πρόσβαση στον φάκελο δόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2018, στις 17 Δεκεμβρίου 2018, στις 21 Δεκεμβρίου 2018, στις 16 Ιανουαρίου 2019 και στις 23 Ιανουαρίου 2019. Στις 30-31 Οκτωβρίου 2018, στις 6 Νοεμβρίου 2018 και στις 4 Δεκεμβρίου 2018, δόθηκε στους οικονομικούς συμβούλους της Wieland πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα και πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε η Επιτροπή στην ΚΑ, σύμφωνα με τη διαδικασία αίθουσας δεδομένων.

12.

Δεν υποβλήθηκαν καταγγελίες ή περαιτέρω αιτήματα σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο προς τον σύμβουλο ακροάσεων.

Απάντηση στην ΚΑ και επίσημη ακρόαση

13.

Η αρχική προθεσμία της Wieland για την υποβολή παρατηρήσεων στην ΚΑ ήταν η 9η Νοεμβρίου 2018. Η εν λόγω προθεσμία μετατέθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2018 και η Wieland υπέβαλε την απάντησή της έως την εν λόγω ημερομηνία.

14.

Στην απάντησή της στην ΚΑ, η Wieland ζήτησε ακρόαση. Η επίσημη ακρόαση έλαβε χώρα στις 19 Νοεμβρίου 2018.

Ενδιαφερόμενοι τρίτοι

15.

Τρεις επιχειρήσεις έγιναν δεκτές ως ενδιαφερόμενοι τρίτοι στις εν λόγω διαδικασίες. Σε όλους τους ενδιαφερόμενους τρίτους παρασχέθηκαν μη εμπιστευτικές εκδόσεις της ΚΑ και τους δόθηκε προθεσμία για να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους. Μη εμπιστευτικές εκδόσεις των γραπτών παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων τρίτων χορηγήθηκαν στη Wieland. Κανένας από τους ενδιαφερόμενους τρίτους δεν ζήτησε να συμμετάσχει στην ακρόαση.

Διαδικαστικές καταγγελίες

Ισχυρισμός περί ελλιπούς έρευνας αγοράς

16.

Στην απάντησή της στην ΚΑ και κατά την ακρόαση, η Wieland υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν είχε συλλέξει επαρκή ποσοτικά δεδομένα και ότι είχε βασιστεί σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό σε εσωτερικά έγγραφα ως πηγή αποδεικτικών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, η Wieland θεώρησε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε συγκεντρώσει περισσότερα ποσοτικά δεδομένα από τρίτους σχετικά με την παραγωγική ικανότητα και τον όγκο παραγωγής. Η Wieland αμφισβήτησε επίσης την αξιοπιστία των ποσοτικών αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην ΚΑ, ιδίως όσον αφορά τα εσωτερικά έγγραφα, υποστηρίζοντας ότι τα τελευταία είναι υποκειμενικά, επιδέχονται παρερμηνεία και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα επίσημη θέση εντός της Wieland ή της ARP.

17.

Πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η κριτική της Wieland ως προς τη χρήση εσωτερικών εγγράφων από την Επιτροπή δεν φαίνεται να συνάδει με τη νομολογία, η οποία ορίζει ότι δεν υφίσταται ιεραρχία μεταξύ τύπων αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή σε υποθέσεις συγκεντρώσεων, καθώς η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της καταστάσεως του ανταγωνισμού (4).

18.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει επανειλημμένα ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να διενεργεί συμπληρωματικές έρευνες, όταν θεωρεί ότι η προκαταρκτική έρευνα της υπόθεσης διεκπεραιώθηκε επαρκώς (5). Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, επισημαίνω ότι το ζήτημα του κατά πόσον ο φάκελος της υπόθεσης περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη της θεωρίας περί ζημίας της Επιτροπής είναι εν τέλει ζήτημα ουσίας και όχι διαδικαστικό.

Κριτική του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε σε έρευνα αγοράς τα διορθωτικά μέτρα που προτάθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 2018

19.

Στην απάντησή της προς την ΚΑ, η Wieland άσκησε κριτική στην Επιτροπή ως προς τη μη διενέργεια (εκ νέου) έρευνας αγοράς για τη δέσμη διορθωτικών μέτρων που υπέβαλε στις 17 Οκτωβρίου 2018 (ήτοι λίγες ημέρες πριν από την έκδοση της ΚΑ) (6). Η Wieland αμφισβήτησε την καταλληλότητα της στάσης της Επιτροπής ισχυριζόμενη ότι η μη διενέργεια έρευνας αγοράς για τις δεσμεύσεις συνιστούσε παραβίαση της «προσήκουσας διαδικασίας».

20.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που είναι αποδεκτά βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 802/2004 της Επιτροπής (στο εξής: ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα), προκειμένου η Επιτροπή να κάνει αποδεκτές τις δεσμεύσεις που υποβάλλονται στο στάδιο πριν από την έκδοση ΚΑ, οι δεσμεύσεις αυτές πρέπει να αίρουν τις «σοβαρές αμφιβολίες» που διατυπώνονται από την Επιτροπή στην απόφασή της δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) (7). Η ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα επιβεβαιώνει επίσης τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής ως προς τη διαβούλευση με τρίτους για τυχόν προτεινόμενα διορθωτικά μέτρα, αναφέροντας ότι η Επιτροπή θα διενεργεί έρευνα αγοράς για τις δεσμεύσεις που υποβάλλονται, «εφόσον κρίνεται σκόπιμο.» (8) Στην προκείμενη υπόθεση, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να διενεργήσει έρευνα αγοράς για τα διορθωτικά μέτρα που προτάθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 2018, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν εξάλειφαν τις «σοβαρές αμφιβολίες» της. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης που ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και, αντίθετα με τη θέση της Wieland, δεν συνιστά παραβίαση της «προσήκουσας διαδικασίας».

21.

Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή διενήργησε έρευνα αγοράς για τις δεσμεύσεις που πρότεινε η Wieland κατόπιν της ΚΑ στις 3 Δεκεμβρίου 2018.

Επιστολές πραγματικών περιστατικών και αίτημα δεύτερης ακρόασης

22.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στις 30 Νοεμβρίου 2018 η Επιτροπή απηύθυνε την πρώτη επιστολή πραγματικών περιστατικών (στο εξής: πρώτη ΕΠΠ) στη Wieland. Η πρώτη ΕΠΠ αναφερόταν τόσο σε α) προϋπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχαν αναφερθεί ρητά στην ΚΑ, τα οποία ωστόσο, κατόπιν περαιτέρω εξέτασης του φακέλου, θεωρήθηκαν από την Επιτροπή κατάλληλα για την υποστήριξη των επιχειρημάτων που διατυπώνονταν στην ΚΑ όσο και σε β) πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής μετά την έκδοση της ΚΑ.

23.

Στις παρατηρήσεις της επί της πρώτης ΕΠΠ, η Wieland υποστήριξε ότι μια επιστολή πραγματικών περιστατικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για να γνωστοποιήσει στα μέρη νέα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά την έκδοση της ΚΑ, όχι όμως για να εκθέσει πρόσθετα στοιχεία, τα οποία ήταν ήδη διαθέσιμα κατά το χρόνο έκδοσης της ΚΑ. Σύμφωνα με τη Wieland, το γεγονός ότι η πρώτη ΕΠΠ βασιζόταν κατά κύριο λόγο σε «προϋπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία» θα στερούσε εν μέρει από την ακρόαση το σκοπό της, καθώς θα μετέθετε ένα ουσιώδες τμήμα της συζήτησης και της υπεράσπισης σε χρονική στιγμή μετά την ακρόαση, η οποία συνιστά (σύμφωνα με τη Wieland) τη μόνη ευκαιρία που έχει για να αμφισβητήσει τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η Επιτροπή ενώπιον μεγαλύτερου ακροατηρίου. Για την αντιμετώπιση του ανωτέρω επικαλούμενου προβλήματος, η Wieland ζήτησε συμπληρωματική ακρόαση. Η ΓΔ Ανταγωνισμού απέρριψε το αίτημα της Wieland στις 19 Δεκεμβρίου 2018 και η Wieland παρέπεμψε το ζήτημα στον σύμβουλο ακροάσεων στις 20 Δεκεμβρίου 2018.

24.

Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε το αίτημα της Wieland για συμπληρωματική ακρόαση. Το σημείο εκκίνησης της εκτίμησης είναι το γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 802/2004 της Επιτροπής προβλέπει το δικαίωμα αίτησης επίσημης ακρόασης, μόνο όταν η Επιτροπή εκδίδει κοινοποίηση αιτιάσεων. Ο σύμβουλος ακροάσεων, αφού εξέτασε την πρώτη ΕΠΠ και την συνέκρινε με την ΚΑ, διαπίστωσε ότι η πρώτη ΕΠΠ δεν περιείχε νέες αιτιάσεις σε σύγκριση με όσες διατυπώνονταν ήδη στην ΚΑ, αλλά απλώς εξέθετε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν τις ίδιες αιτιάσεις (9). Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία ήταν ήδη στον φάκελο όταν εκδόθηκε η ΚΑ είναι επουσιώδες, καθώς το σχετικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ μιας συμπληρωματικής κοινοποίησης αιτιάσεων και μιας επιστολής πραγματικών περιστατικών είναι εάν διατυπώνονται ή όχι νέες αιτιάσεις. Τέλος, καθώς δεν υπήρχε ένδειξη ότι η ομάδα εξέτασης της υπόθεσης απέκρυψε σκόπιμα αποδεικτικά στοιχεία έως την ακρόαση ώστε να στερήσει από την τελευταία τον σκοπό της, ο σύμβουλος ακροάσεων δεν διαπίστωσε κανένα νομικό κανόνα ή αρχή που θα εμπόδιζε την Επιτροπή από το να περιλάβει στην επιστολή πραγματικών περιστατικών στοιχεία που ήταν ήδη στον φάκελο τον χρόνο έκδοσης της ΚΑ.

Σχέδιο απόφασης

25.

Στο σχέδιο απόφασης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη πράξη είναι πιθανό να οδηγήσει σε σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά προϊόντων έλασης στον ΕΟΧ μέσω της απομάκρυνσης ενός σημαντικού ανταγωνιστή και της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης για τη Wieland. Το σχέδιο απόφασης καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2018 δεν θα εξάλειφαν το σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό που θα προέκυπτε από την προτεινόμενη πράξη. Ως εκ τούτου, το σχέδιο της απόφασης κηρύσσει την προτεινόμενη πράξη ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

26.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 της απόφασης 2011/695/ΕΕ, εξέτασα το σχέδιο απόφασης και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αφορά μόνο αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες δόθηκε στη Wieland η δυνατότητα να καταστήσει γνωστές τις απόψεις της.

27.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι η αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων έχει τηρηθεί στην προκείμενη υπόθεση.

Βρυξέλλες, 31 Ιανουαρίου 2019.

Joos STRAGIER


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 της απόφασης 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 29) (στο εξής: απόφαση 2011/695/ΕΕ).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (στο εξής: κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 802/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 133 της 30.4.2004, σ. 1).

(4)  Βλέπε T-342/07, Ryanair Holdings κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2010:280, σκέψη 136 και T-175/12, Deutsche Börse AG κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2015:148, σκέψη 133.

(5)  Βλέπε σχετικά T-141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:1999:48, σκέψη 110 και T-758/14, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2016:737, σκέψη 110.

(6)  Η Wieland είχε επίσης προτείνει διορθωτικά μέτρα στο πρώτο στάδιο της έρευνας, για τα οποία η Επιτροπή δεν διενήργησε έρευνα αγοράς διότι δεν αρκούσαν για να εξαλείψουν τις σοβαρές αμφιβολίες της με σαφήνεια και βεβαιότητα.

(7)  Βλέπε ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα, παράγραφος 18.

(8)  Βλέπε ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα, παράγραφοι 80 και 92.

(9)  Βλέπε, κατ’ αναλογία, την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2002 στην υπόθεση T-23/99, LR af 1998 A/S κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2002:75, σκέψεις 186-195.