29.1.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/1


ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 17ης Ιανουαρίου 2020

σχετικά με τις πολιτικές διανομής μερισμάτων

(ΕΚΤ/2020/1)

(2020/C 30/01)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6 και το άρθρο 132,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 34,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Είναι αναγκαίο τα πιστωτικά ιδρύματα, αφενός, να συνεχίσουν να προετοιμάζονται για την έγκαιρη και πλήρη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και, αφετέρου, να προετοιμαστούν για τη λήξη της μεταβατικής περιόδου την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2395 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ενόψει της συγκράτησης σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων που πιθανώς να προκαλούσε στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 η λογιστική μεταχείριση των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, σε ένα μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον που αποτελεί πρόκληση και ασκεί πίεση στην κερδοφορία των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων και, συνακόλουθα, στην ικανότητά τους να διαμορφώνουν την κεφαλαιακή τους βάση. Ακόμη, ενώ είναι αναγκαίο τα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν την οικονομία, μία συντηρητική πολιτική διανομής μερισμάτων αποτελεί μέρος ενός συστήματος επαρκούς διαχείρισης των κινδύνων και ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος. Εν προκειμένω θα πρέπει να εφαρμόζεται η ίδια μέθοδος με εκείνη που καθορίστηκε στη σύσταση ΕΚΤ/2019/1 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (6),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

I.

1.

Τα πιστωτικά ιδρύματα απαιτείται να θεσπίζουν πολιτικές διανομής μερισμάτων στη βάση συντηρητικών και συνετών παραδοχών, προκειμένου να είναι σε θέση να συμμορφώνονται με τις εκάστοτε εφαρμοστέες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) μετά από κάθε διανομή.

α)

Τα πιστωτικά ιδρύματα απαιτείται να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις εφαρμοστέες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις («απαιτήσεις του Πυλώνα 1»). Αυτές αφορούν δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με 4,5%, δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ίσο με 6% και συνολικό δείκτη κεφαλαίου ίσο με 8%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

β)

Εξάλλου, πέραν των απαιτήσεων του Πυλώνα 1 τα πιστωτικά ιδρύματα απαιτείται να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1024/2013 («απαιτήσεις του Πυλώνα 2»).

γ)

Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα απαιτείται να πληρούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

δ)

Τα πιστωτικά ιδρύματα απαιτείται ακόμη να πληρούν στο ακέραιο («fully-loaded») (7) τον απαιτούμενο δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τον δείκτη κεφαλαίου κατηγορίας 1 και τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου κατά την ημερομηνία λήξης του μεταβατικού καθεστώτος. Η εν λόγω απαίτηση αφορά την πλήρη εφαρμογή των ως άνω δεικτών μετά την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι μεταβατικές διατάξεις καθορίζονται στον τίτλο ΧΙ της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο δέκατο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ε)

Και τα πιστωτικά ιδρύματα που αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/2395 κατά τη μεταβατική περίοδο απαιτείται να πληρούν στο ακέραιο τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έως το τέλος της μεταβατικής περιόδου κατά τα προβλεπόμενα στον ως άνω κανονισμό.

Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να πληρούνται σε ενοποιημένο και, ανάλογα με την περίπτωση, σε υποενοποιημένο επίπεδο, καθώς και σε ατομικό επίπεδο, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παρέκκλισης από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομικό επίπεδο, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.

Η ΕΚΤ συστήνει τα ακόλουθα αναφορικά με την καταβολή μερισμάτων από τα πιστωτικά ιδρύματα (8) το 2020 για τη χρήση του 2019:

α)

Κατηγορία 1: Πιστωτικά ιδρύματα που i) πληρούν τις εφαρμοστέες κεφαλαιακές απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ) και ii) πληρούν ήδη στο ακέραιο τους δείκτες της παραγράφου 1, στοιχεία δ) και ε), κατά περίπτωση, την 31η Δεκεμβρίου 2019 θα πρέπει να προβαίνουν στη διανομή μερισμάτων από τα καθαρά τους κέρδη σε συντηρητική βάση, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να ανταποκρίνονται σε όλες τις απαιτήσεις και τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, ακόμη και σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών·

β)

Κατηγορία 2: Πιστωτικά ιδρύματα που πληρούν τις εφαρμοστέες κεφαλαιακές απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ) την 31η Δεκεμβρίου 2019, αλλά δεν πληρούν στο ακέραιο τους δείκτες της παραγράφου 1 στοιχεία δ) και ε), κατά περίπτωση, την 31η Δεκεμβρίου 2019, θα πρέπει να προβαίνουν στη διανομή μερισμάτων από τα καθαρά τους κέρδη σε συντηρητική βάση, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να ανταποκρίνονται σε όλες τις απαιτήσεις και τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, ακόμη και σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Επίσης, θα πρέπει κατ’ αρχήν να προβαίνουν στην καταβολή μερισμάτων μόνο στο βαθμό που πληρούν την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και εξασφαλίζεται τουλάχιστον μία γραμμική (9) πορεία προς την υποχρεωτική επίτευξη στο ακέραιο των κεφαλαιακών απαιτήσεων της παραγράφου 1 στοιχείο ε) και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης·

γ)

Κατηγορία 3: Πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α), β) ή γ) θα πρέπει κατ’ αρχήν να απέχουν από την όποια διανομή μερισμάτων.

Πιστωτικά ιδρύματα που πιστεύουν ότι αδυνατούν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας σύστασης διότι θεωρούν ότι υπέχουν νομική υποχρέωση καταβολής μερισμάτων θα πρέπει να επικοινωνούν αμέσως με την οικεία μεικτή εποπτική ομάδα.

Τα πιστωτικά ιδρύματα των κατηγοριών 1, 2, και 3 που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ) θα πρέπει επίσης να πληρούν τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2. Εφόσον ένα πιστωτικό ίδρυμα λειτουργεί ή αναμένει ότι θα λειτουργήσει σε επίπεδο χαμηλότερο από τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2, θα πρέπει να επικοινωνήσει αμέσως με την οικεία μεικτή εποπτική ομάδα. Η ΕΚΤ θα εξετάζει τους λόγους για τους οποίους το επίπεδο κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος μειώθηκε ή αναμένεται να μειωθεί και θα εξετάζει τη λήψη κατάλληλων και ανάλογων μέτρων για το συγκεκριμένο ίδρυμα.

Στο πλαίσιο της πολιτικής τους όσον αφορά τη διανομή μερισμάτων και της διαχείρισης των κεφαλαίων τους, τα ιδρύματα οφείλουν να λαμβάνουν επίσης υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο μελλοντικών τροποποιήσεων του νομικού, κανονιστικού και λογιστικού πλαισίου της Ένωσης στις κεφαλαιακές ανάγκες. Εφόσον δεν υπάρξει συγκεκριμένη πληροφόρηση για το αντίθετο, αναμένεται ότι οι χρησιμοποιούμενες για τον κεφαλαιακό προγραμματισμό μελλοντικές απαιτήσεις και κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 θα παραμείνουν τουλάχιστον στα σημερινά επίπεδα.

II.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και στους σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους κατά τους ορισμούς των σημείων 16 και 22, αντίστοιχα, του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

III.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται επίσης στις εθνικές αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές αναφορικά με τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και τους λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους κατά τους ορισμούς των σημείων 7 και 23, αντίστοιχα, του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.468/2014 (ΕΚΤ/2014/17). Οι εθνικές αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές καλούνται να εφαρμόσουν την παρούσα σύσταση στις εν λόγω οντότητες και τους ομίλους κατά την κρίση τους (10).

Φρανκφούρτη, 17 Ιανουαρίου 2020.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2395 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 27).

(6)  Σύσταση ΕΚΤ/2019/1 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Ιανουαρίου 2017, σχετικά με τις πολιτικές διανομής μερισμάτων (ΕΕ C 11 της 11.1.2019, σ. 1).

(7)  Αφορά όλα τα οριζόμενα αποθέματα ασφαλείας σε επίπεδα πλήρους εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013, όπως ισχύει.

(8)  Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να έχουν διάφορες νομικές μορφές, μπορούν π.χ. να είναι εισηγμένες και μη ανώνυμες εταιρείες, όπως ταμεία αλληλασφάλισης, συνεταιρισμοί ή ιδρύματα αποταμίευσης. Η χρήση του όρου «μέρισμα» στην παρούσα σύσταση αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή καταβολής μετρητών υποκείμενη στην έγκριση της γενικής συνέλευσης.

(9)  Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για το υπόλοιπο της μεταβατικής περιόδου τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει κατ' αρχήν να διατηρούν τουλάχιστον το κατ’ έτος αναλογούν ποσό της διαφοράς που υπολείπεται για την επίτευξη στο ακέραιο του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, του δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του συνολικού δείκτη κεφαλαίου τους κατά την παράγραφο 1 στοιχείο ε).

(10)  Εφόσον η παρούσα σύσταση εφαρμόζεται σε λιγότερο σημαντικά εποπτευόμενα ιδρύματα και λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που πιστεύουν ότι αδυνατούν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της διότι θεωρούν ότι υπέχουν νομική υποχρέωση καταβολής μερισμάτων, τα εν λόγω ιδρύματα και οι όμιλοι θα πρέπει να επικοινωνούν αμέσως με την οικεία εθνική αρμόδια αρχή.