27.11.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 401/8 |
Δημοσίευση αίτησης καταχώρισης ονομασίας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων
(2019/C 401/06)
Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.
ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΙΔΙΟΤΥΠΟ ΠΡΟΪΟΝ
«WATERCRESS»/«CRESSON DE FONTAINE»/«BERROS DE AGUA»/«AGRIÃO DE ÁGUA»/«WATERKERS»/«BRUNNENKRESSE»
Αριθ. ΕΕ: TSG-GB-0062 – 6.12.2010
«Ηνωμένο Βασίλειο»
1. Ονομασία/-ες προς καταχώριση
«Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse»
2. Τύπος προϊόντος
Κλάση 1.6. Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, νωπά ή μεταποιημένα
3. Αιτιολόγηση της καταχώρισης
3.1. Πρόκειται για προϊόν το οποίο:
☒ παρασκευάζεται με τρόπο παραγωγής, μεταποίησης ή σύνθεσης που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή πρακτική για το εν λόγω προϊόν ή τρόφιμο
☐ παράγεται από πρώτες ύλες ή συστατικά που είναι τα χρησιμοποιούμενα παραδοσιακά.
Το προϊόν «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» καλλιεργείται με φυσικό τρόπο σε ρέοντα ύδατα με την εφαρμογή παραδοσιακής μεθόδου εμπορικής παραγωγής που χρησιμοποιείται εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια.
3.2. Πρόκειται για ονομασία η οποία:
☐ χρησιμοποιείται κατά παράδοση για την περιγραφή του ιδιότυπου προϊόντος
☒ προσδιορίζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα ή τον ιδιότυπο χαρακτήρα του προϊόντος.
Για αιώνες, ακόμη και πριν από την έναρξη της εμπορικής παραγωγής του φυτού στην Ευρώπη πριν από 200 χρόνια, η ονομασία «watercress» στο Ηνωμένο Βασίλειο, «cresson de fontaine» στη Γαλλία, «berros de agua» στην Ισπανία, «agrião de água» στην Πορτογαλία, αλλά επίσης «waterkers» στην Ολλανδία και «Brunnenkresse» στη Γερμανία χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αυτή την ποικιλία του κάρδαμου που καλλιεργείται και συγκομίζεται σε ρέοντα ύδατα. Το συνθετικό «cress» (κάρδαμο) είναι η ονομασία του φυτού και το συνθετικό «water» (νερό) ο περιγραφικός όρος.
4. Περιγραφή
4.1. Περιγραφή του προϊόντος το οποίο φέρει την ονομασία του σημείου 1, συμπεριλαμβανομένων των κύριων φυσικών, χημικών, μικροβιολογικών ή οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, από την οποία προκύπτει ο ιδιότυπος χαρακτήρας του προϊόντος (άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού)
Το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» με τη βοτανική ονομασία Nasturtium officinale είναι ένα υδρόβιο ή ημιυδρόβιο, πολυετές φυτικό είδος, το οποίο αναπτύσσεται γρήγορα και είναι ιθαγενές της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας, ενώ αποτελεί επίσης ένα από τα παλαιότερα γνωστά φυλλώδη λαχανικά που καταναλώνονται από τον άνθρωπο. Ταξινομείται σήμερα στην οικογένεια των κραμβοειδών (Brassicaceae).
Οι συνώνυμες βοτανικές ονομασίες του Nasturtium officinale είναι Rorippa nasturtium-aquaticum, Nasturtium nasturtium-aquaticum και Sisymbrium nasturtium-aquaticum L και αποτυπώνουν την πραγματική υδρόβια φύση του φυτού και τον τρόπο ανάπτυξής του.
Το προϊόν διατίθεται στους καταναλωτές είτε σε δεσμίδες που περιλαμβάνουν φυτά συνολικού μήκους περίπου 15cm έως 18cm με φύλλα μεγέθους 2cm έως 5cm είτε σε συσκευασίες που περιλαμβάνουν φυτά συνολικού μήκους περίπου 5cm έως 12cm με φύλλα μεγέθους 1cm έως 3cm.
Η παραδοσιακή αυτή καλλιέργεια συγκομίζεται από ρέοντα ύδατα και χαρακτηριστικό της είναι τα απαλά υγρά φύλλα πράσινου χρώματος, ωοειδούς σχήματος με αρυτίδωτα άκρα. Οι βλαστοί είναι σγουροί, με χρώμα ελαφρώς λιγότερο έντονο από αυτό των φύλλων ενώ ενδέχεται να έχουν ορισμένες πλευρικές ρίζες που ξεκινούν από τις ενώσεις των φύλλων και φτάνουν στον βλαστό.
Τα μικροβιολογικά χαρακτηριστικά προκύπτουν από το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το φυτό, το οποίο, καθώς καλλιεργείται για εμπορική εκμετάλλευση σε ρέοντα πηγαία ύδατα, αποκτά έναν επιφυτικό μικροβιακό πληθυσμό με χαρακτηριστικά υψηλή περιεκτικότητα σε καλοήθεις ψευδομονάδες. Το φυτό καλλιεργείται σε καθαρά ρέοντα ύδατα υψηλής μικροβιολογικής ποιότητας.
— |
Εναλλασσόμενα σύνθετα πτεροειδή φύλλα με 3 έως 11 φυλλάρια επιμήκους έως ωοειδούς σχήματος, τα οποία έχουν λαμπερό πράσινο χρώμα, είναι στρογγυλεμένα στην κορυφή, λεία χωρίς οδόντες ή με κυματιστές οδοντωτές παρυφές. Το χρώμα ποικίλλει από πράσινο (Hex triplet 008000) έως σκούρο πράσινο (Hex triplet 006400). |
— |
Χυμώδεις ή σαρκώδεις βλαστοί που έρπουν ή επιπλέουν. |
— |
Λείες ινώδεις ρίζες που μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιοδήποτε σημείο κατά μήκος του βυθισμένου βλαστού, κυρίως στους κόμβους. |
— |
Το φυτό παράγει λευκά άνθη με 4 πέταλα μήκους 3mm έως 5mm σε ακραίους βότρυς και σε βότρυς που αναπτύσσονται από τις μασχάλες των ανώτατων φύλλων. Αναπτύσσονται μικρά λευκά και πράσινα άνθη σε κορύμβους. Στο πλαίσιο του φυσικού κύκλου ζωής των φυτών, τα άνθη εμφανίζονται κατά τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες όταν η διάρκεια της ημέρας πλησιάζει τη μεγαλύτερη τιμή της. |
— |
Αντιθέτως, το κάρδαμο το κηπευτικό ανήκει στο γένος Barberea Verna, παράγει ενιαία διαιρεμένα πτεροειδή πράσινα φύλλα σε έναν βλαστό και κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας φέρει κίτρινα άνθη. |
— |
Το φυτό «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» είναι πλούσιο σε γλυκοζινόλες και παρουσιάζει μοναδική περιεκτικότητα σε γλυκοζινόλη β-φαινυλαιθυλίου η οποία απελευθερώνει ισοθειοκυανικό φαινυλαιθύλιο (PEITC) σε ποσοστό 10mg/100g νωπού βάρους. Το PEITC απελευθερώνεται με τη μάσηση και σε αυτό οφείλεται η χαρακτηριστική έντονη γεύση. Η χαρακτηριστική πικάντικη γεύση προκύπτει από τα σιναπέλαια που είναι εγγενή στο φυτό. Η καταπόνηση επηρεάζει τα επίπεδα PEITC στο φυτό. Εάν η καλλιέργεια υφίσταται καταπονήσεις λόγω χαμηλής ή υψηλής θερμοκρασίας, ή λόγω λειψυδρίας, το φυτό παράγει διαφορετικά επίπεδα PEITC. |
Από συγκριτικές δοκιμές του νεροκάρδαμου με το κάρδαμο το κηπευτικό προκύπτει ότι το χρώμα του «Watercress» είναι πιο σκούρο/πιο πράσινο από αυτό του κάρδαμου του κηπευτικού, ότι είναι πολύ περισσότερο πικάντικο και έχει πιο απαλή υφή.
Περαιτέρω οργανοληπτική εξέταση που πραγματοποιήθηκε το 2009 κατέδειξε επίσης ότι το κάρδαμο που καλλιεργείται στο έδαφος έχει λιγότερο έντονη και πικάντικη γεύση. Καταγράφηκαν επίσης ορισμένες παρατηρήσεις σύμφωνα με τις οποίες το δείγμα που καλλιεργήθηκε σε νερό είχε πιο σκούρα φύλλα και πιο απαλή υφή.
Από τις δύο αυτές εκτιμήσεις καταδεικνύεται ότι και στις δύο περιπτώσεις, στο πλαίσιο μιας επιστημονικά διεξαχθείσας αξιολόγησης φυτών που καλλιεργήθηκαν στο έδαφος έναντι φυτών που καλλιεργήθηκαν σε νερό, διαπιστώθηκαν διαφορές και ότι στην περίπτωση που ζητήθηκε η διατύπωση προτίμησης, αναφέρθηκε ως ανώτερο το νεροκάρδαμο «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse», με βάση μόνο τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του.
Το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» εμφανίζει μια χαρακτηριστική επίγευση μουστάρδας, πιπεράτη, πικάντικη και ελαφρώς πικρή.
4.2. Περιγραφή της μεθόδου παραγωγής του προϊόντος που φέρει την ονομασία του σημείου 1, την οποία οφείλουν να ακολουθούν οι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, του είδους και των χαρακτηριστικών των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών ή συστατικών, και της μεθόδου παρασκευής του προϊόντος (άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού)
Το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» πρέπει να καλλιεργείται και να συγκομίζεται σε ρέοντα ύδατα με χρήση σπόρων Nasturtium officinale. Ωστόσο, η σπορά μπορεί να πραγματοποιείται σε κατάλληλο υπόστρωμα σε εγκατάσταση πολλαπλασιασμού και τα φυτάρια να μεταφέρονται στις πρασιές.
Το φυτό μπορεί να καλλιεργείται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους σε ειδικά διαμορφωμένες πρασιές, καθώς τα ρέοντα ύδατα τα οποία πηγάζουν από φυσικές πηγές ή γεωτρήσεις, σε θερμοκρασία μεταξύ 10 και 18 °C συνήθως, το προστατεύουν εν μέρει από το κρύο του χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι προστατεύεται από τη χαμηλότερη θερμοκρασία του νερού σε σύγκριση με τις θερμοκρασίες περιβάλλοντος. Εάν η θερμοκρασία μειωθεί σε λιγότερο από 5 °C, η καλλιέργεια ενδέχεται να υποστεί βλάβη και, στις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται κάποια μορφή προστασίας.
Προκειμένου να εξασφαλίζονται σχετικά ομοιόμορφα και συνεπή επίπεδα PEITC (και, κατ’ επέκταση, σχετικά ομοιόμορφη γεύση) απαιτούνται σταθερές συνθήκες ελεύθερης καλλιέργειας χωρίς καταπονήσεις όσον αφορά τη θερμοκρασία, την παροχή νερού και τη λίπανση. Ο καταλληλότερος τρόπος διατήρησης της θερμοκρασίας είναι η καλλιέργεια με βάση το νερό να βρίσκεται σε σημείο στο οποίο εξασφαλίζεται συνεχής ροή υδάτων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του φυτού· τα ρέοντα ύδατα μειώνουν τη θερμοκρασία στην καλλιέργεια τις ζεστές ημέρες και την αυξάνουν τις κρύες ημέρες.
Αντιθέτως, στην καλλιέργεια στο έδαφος δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της θερμοκρασίας. Οι θερμοκρασίες του εδάφους και των φύλλων μπορούν να ανέλθουν σε έως 40 °C τις θερμές ημέρες με ηλιοφάνεια, ενώ σε συνθήκες παγετού, τα φύλλα μπορούν να καταστραφούν λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών. Τα μεταβλητά αυτά επίπεδα καταπόνησης θα έχουν ως αποτέλεσμα ανομοιόμορφη παραγωγή PEITC από το φυτό, με αποτέλεσμα και η γεύση να ποικίλλει.
Παραδοσιακά, τα ύδατα προέρχονται από βαθιές, φυσικές, πλούσιες σε μεταλλικά στοιχεία πηγές ή γεωτρήσεις είτε με φυσική ροή είτε με άντληση, αλλά είναι επίσης αποδεκτές άλλες πηγές εάν εμφανίζουν επαρκώς υψηλή μικροβιολογική ποιότητα (στόχος: μηδενικό Ecoli, ανεκτά επίπεδα: 100cfu/100ml· στόχος: μηδενική λιστερίωση, ανεκτά επίπεδα: 100cfu/100ml, μηδενική σαλμονέλα, μηδενικό STEC) και δεν παρατηρείται μόλυνση των επιφανειακών υδάτων. Η ποιότητα του νερού πρέπει να είναι κατάλληλη για την παραγωγή τροφίμου που υποβάλλεται σε ελάχιστη επεξεργασία, δηλαδή τροφίμου που μπορεί να καταναλωθεί χωρίς να μαγειρευτεί.
Η γεωγραφική θέση των πρασιών υπαγορεύεται συνήθως από την πηγή των υδάτων και τη σύνδεση με το παρακείμενο ρυάκι ή ποτάμι. Οι πρασιές κατασκευάζονται με αδιάβροχες πλευρές, σε κλίση περίπου 1 προς 300 από το σημείο στο οποίο το νερό εισέρχεται στην πρασιά και με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπονται τα επιφανειακά ύδατα ή τα ύδατα απορροής από γειτονικές εκτάσεις. Παραδοσιακά, τα εισερχόμενα ύδατα διοχετεύονται σε κανάλια και η ροή τους ρυθμίζεται στις επιμέρους πρασιές με βαλβίδες, κρουνούς ή απλά ανοίγματα στο τοίχωμα από το οποίο εισέρχεται το νερό. Οι πιο σύγχρονες εκμεταλλεύσεις έχουν κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δέχονται συστήματα παροχής νερού υπό πίεση. Η έκταση της πρασιάς ποικίλλει ανάλογα με την τοποθεσία και τη χώρα αλλά, συνήθως, το πλάτος της είναι 10 μέτρα και το μήκος 100 μέτρα. Δεν πρέπει να επιτρέπεται η είσοδος επιφανειακών υδάτων ή υδάτων απορροής στην καλλιέργεια και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κατασκευή τάφρων ή λεκανών συγκράτησης μπροστά από την περίφραξη. Δεν πρέπει να δημιουργούνται μόνιμα λασπώδη σημεία τα οποία μπορούν να αποτελέσουν οικότοπο για τα σαλιγκάρια.
Πρέπει να δημιουργείται νέα καλλιέργεια από σπόρους τουλάχιστον σε ετήσια βάση ώστε να αποτρέπεται η ανάπτυξη ιών, ορισμένοι εκ των οποίων μεταδίδονται με τους σπόρους. Η σπορά είτε πραγματοποιείται απευθείας στις πρασιές ή, συνηθέστερα, σε κομπόστ ή παρόμοιο υλικό, σε εγκατάσταση πολλαπλασιασμού όπου τα φυτά αναπτύσσονται έως το στάδιο του πρώτου φύλλου (ύψους περίπου 3cm έως 5cm). Για την καλλιέργεια στις αρχές του καλοκαιριού απαιτούνται νέες καλλιέργειες από σπόρους ώστε να μην εκδηλωθεί η φυσική περίοδος άνθισης που συμβαίνει αυτή την περίοδο του έτους. Κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων μηνών η συγκομιδή του προϊόντος μπορεί να πραγματοποιείται από την εκ νέου ανάπτυξη των φυτών και η διαδικασία αυτή επιτρέπει στην καλλιέργεια που συγκομίζεται να αναπαράγεται σε νέα καλλιέργεια. Στην περίπτωση της καλλιέργειας φυταρίων, στόχος είναι η τοποθέτηση μεταξύ 8 000 και 10 000 φυτών ανά τετραγωνικό μέτρο όπου η πυκνότητα συγκομιδής αναμένεται να ανέρχεται στα 2 000. Πολλοί καλλιεργητές παράγουν δικό τους σπόρο επιτρέποντας σε ορισμένες καλλιέργειες να ανθίζουν και να παράγουν σπόρους· ωστόσο, διατίθενται σπόροι στην αγορά από εταιρείες παραγωγής σπόρων.
Η απευθείας σπορά μπορεί να πραγματοποιείται με το χέρι ή με σπαρτικές μηχανές στις πρασιές. Ομοίως, τα φυτάρια που αναπτύσσονται σε χώρους πολλαπλασιασμού μπορούν να φυτεύονται με το χέρι ή με φυτευτικές μηχανές, ώστε να επιτυγχάνονται οι ανωτέρω πυκνότητες στο υπόστρωμα το οποίο διατηρεί πλούσια σε θρεπτικές ουσίες υγρασία ώστε να επιτρέπει την αρχική διείσδυση και αγκύρωση των ριζών.
Στη συνέχεια, τα ενισχυμένα σε θρεπτικές ουσίες εισερχόμενα ύδατα μπορούν να ρέουν πάνω από την πρασιά και με τον τρόπο αυτόν το φυτό απορροφά τα μεταλλικά στοιχεία και τα ιχνοστοιχεία που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξή του· η ροή των υδάτων αυξάνεται ενόσω η καλλιέργεια ωριμάζει προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες της.
Χρησιμοποιούνται συνήθη φυτικά λιπάσματα υψηλής περιεκτικότητας σε φώσφορο για τη συμπλήρωση των θρεπτικών ουσιών που λαμβάνονται από τα ύδατα και το υπόστρωμα, τα οποία εφαρμόζονται ανάλογα με τις απαιτήσεις της καλλιέργειας.
Ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας του φυτού είναι η καλλιέργεια σε καθαρά ρέοντα ύδατα. Το κάρδαμο που καλλιεργείται στο έδαφος και έχει εισέλθει στην αγορά τα τελευταία έτη καλλιεργείται σε πλαστικό ή σε γυαλί με τον ίδιο τρόπο που καλλιεργείται το μαρούλι και οποιοδήποτε άλλο είδος σαλατικού. Παρότι η μέθοδος παραγωγής του είναι εντελώς διαφορετική από αυτή του καλλιεργούμενου σε νερό «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse», το κάρδαμο που καλλιεργείται στο έδαφος αποκαλείται «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» λόγω της εξωτερικής ομοιότητάς του με το νεροκάρδαμο και ενδέχεται να παρουσιάζεται ως «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse». Ωστόσο, δεν έχει παραχθεί με τον ίδιο αναλλοίωτο ανά τους αιώνες τρόπο· δεν συνιστά παραδοσιακά καλλιεργούμενο ιδιότυπο προϊόν, αλλά απλώς ένα από τα πολλά συμβατικά καλλιεργούμενα είδη σαλατικών.
Το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» συγκομίζεται για πώληση όταν το φυτό φτάσει σε μήκος μεταξύ 10 cm και 18cm και πωλείται σε δεσμίδες χωρίς να είναι πλυμένο ή σε συσκευασίες πλυμένο. Το παραδοσιακό προϊόν που διατίθεται σε δεσμίδες χαρακτηρίζεται από χλωμούς βλαστούς από τους οποίους έχουν αφαιρεθεί τα φύλλα και οι ρίζες σε μήκος 5cm έως 6cm και οι οποίοι συγκρατούνται με ένα λάστιχο ή σκοινί, πάνω από το οποίο, τα φύλλα σε μήκος 2cm έως 5cm διαμορφώνουν την «κεφαλή» της δεσμίδας. Οι συσκευασίες με πλυμένα φυτά που είναι πιο δημοφιλείς αποτελούνται από χωριστούς βλαστούς «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse», οι οποίοι είναι εν γένει πιο ώριμοι από αυτούς της δεσμίδας, με μικρότερα φύλλα, μήκους 1cm έως 3cm, τοποθετημένοι με τυχαίο τρόπο ώστε να διαμορφώνουν ένα μείγμα από βλαστούς, μίσχους και φύλλα.
4.3. Περιγραφή των κύριων στοιχείων που αποδεικνύουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του προϊόντος (άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού)
Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του φυτού «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» έγκειται στη μέθοδο καλλιέργειάς του και συνδέεται με τα ρέοντα ύδατα εδώ και χιλιετίες· στους ιστορικούς χρόνους, η καλλιέργεια συνδεόταν πάντοτε με την παραγωγή σε υδάτινο περιβάλλον και έχει παραμείνει αναλλοίωτη όσον αφορά τη μορφολογία και τη γεύση μέσω της επιλογής και της βελτίωσης. Σήμερα, το φυτό είναι πανομοιότυπο με αυτό που απαντά σε απεικονίσεις του οι οποίες ανάγονται στους ρωμαϊκούς χρόνους.
Αναφέρεται ότι ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, επέλεξε ως σημείο για τη δημιουργία του πρώτου νοσοκομείου στον κόσμο μια τοποθεσία στο νησί της Κω που βρίσκεται κοντά σε ρέμα κατάλληλο για την καλλιέργεια του φυτού, το οποίο θεωρούσε απαραίτητο για τη θεραπεία των ασθενών του. Οι Ρωμαίοι επίσης καλλιεργούσαν το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» σε ρέοντα ύδατα.
Ο Nicholas Culpeper στο βιβλίο που εξέδωσε το 1653 «Complete Herbal» περιγράφει το νεροκάρδαμο ως φυτό «που αναπτύσσεται σε μικρά ρυάκια τρεχούμενου νερού».
Η πρώτη εμπορική καλλιέργεια του φυτού «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» καταγράφηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 1808, και το φυτό καλλιεργούνταν εντατικά στα καθαρά ρέματα ελεύθερης ροής της νότιας Αγγλίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια μέθοδο εμπορικής παραγωγής που έχει παραμείνει ουσιαστικά αναλλοίωτη, παρότι η μέθοδος καλλιέργειας του φυτού «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» σε ρέοντα ύδατα ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Adophle Chatin περιγράφει την παραγωγή στη Γαλλία το 1866 ως εξής: «Αυτές οι τάφροι φιλοξενούσαν μια τεράστια καλλιέργεια του φυτού “Cresson de Fontaine”, του οποίου η καλλιέργεια πάνω σε υδάτινες πηγές έχει καθιερωθεί εδώ και πολλά έτη».
Στο τέλος του 19ου αιώνα το «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» αποτελούσε σημαντική πηγή απασχόλησης και εισοδήματος, καθώς το φυτό παραδίδονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα ολόκληρης της βόρειας Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, η σιδηροδρομική γραμμή επεκτάθηκε στο Alresford του Hampshire προκειμένου να μεταφέρονται έως 30 τόνοι νεροκάρδαμου την εβδομάδα στις αγορές του Λονδίνου. Ο αποκατεστημένος σιδηρόδρομος είναι μέχρι σήμερα γνωστός με το όνομα «The Watercress Line».
Υπάρχουν αρκετές κινηματογραφικές λήψεις από τη δεκαετία του 1930 στις οποίες απεικονίζεται η καλλιέργεια «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» σε ρέοντα ύδατα.
Σε όλες τις χώρες, το παραδοσιακό «Watercress»/«Cresson de Fontaine»/«Berros de Agua»/«Agrião de Água»/«Waterkers»/«Brunnenkresse» πρέπει να καλλιεργείται σε ρέοντα ύδατα. Τα καθαρά πηγαία ύδατα που πηγάζουν από υπόγεια στρώματα περιέχουν όλα τα μεταλλικά στοιχεία που απαιτούνται για την ανάπτυξη του φυτού· ωστόσο, συνήθως εμφανίζουν έλλειψη φωσφόρου. Στη βόρεια Ευρώπη, η έλλειψη αυτή αντισταθμίζονταν τυχαία από ένα είδος φωσφορικού λιπάσματος βραδείας αποδέσμευσης με τη μορφή φωσφορικής σκουριάς, που αποτελούσε παραπροϊόν της παραδοσιακής διαδικασίας παραγωγής χάλυβα. Επί σχεδόν 200 έτη, το φυτό καλλιεργούνταν με τη χρήση καθαρών πηγαίων υδάτων τα οποία συμπληρώνονταν από εναποθέσεις φωσφορικής σκουριάς στο υπόστρωμα οι οποίες παρείχαν το φωσφορικό λίπασμα και τα ιχνοστοιχεία που η καλλιέργεια δεν μπορούσε να λάβει από τα ρέοντα ύδατα. Σήμερα, η χαλυβουργία έχει αλλάξει μορφή και δεν διατίθεται πλέον φωσφορική σκουριά. Κατά συνέπεια, χρησιμοποιούνται εμπορικά φωσφορικά λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης.
Όταν καλλιεργείται με τον παραδοσιακό τρόπο, το φυτό λαμβάνεται από καθαρά ρέοντα ύδατα και χαρακτηριστικό του είναι τα απαλά υγρά φύλλα πράσινου χρώματος και ωοειδούς σχήματος. Οι βλαστοί είναι σγουροί, ενώ ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένες πλευρικές ρίζες που ξεκινούν από τις ενώσεις των φύλλων και φτάνουν στον βλαστό. Τα φυτά έχουν μια χαρακτηριστική επίγευση μουστάρδας· πιπεράτη, πικάντικη και ελαφρώς πικρή.