30.4.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 158/15


P8_TA(2019)0440

Διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη νομοθετική πρόταση για το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο και την Επιτροπή όσον αφορά τη νομοθετική πρόταση κανονισμού για το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2019/2536(RSP))

(2021/C 158/04)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 14 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ),

έχοντας υπόψη το άρθρο 226 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

έχοντας υπόψη το νομοθετικό ψήφισμά του, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις λεπτομερείς διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για την κατάργηση της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τις αντίστοιχες παραγράφους της σύστασής του, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή, εν συνεχεία της έρευνας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή (ψήφισμα της PANA, παράγραφοι 190-200) (2) και της σύστασής του, της 4ης Απριλίου 2017, προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σε συνέχεια της έρευνας σχετικά με τις μετρήσεις εκπομπών στην αυτοκινητοβιομηχανία (ψήφισμα της EMIS, παράγραφοι 76-94) (3),

έχοντας υπόψη την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 229 του Κανονισμού του, να συνεχιστεί, κατά τη διάρκεια της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, η εξέταση της ως άνω νομοθετικής πρότασης κανονισμού για το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα τρία έγγραφα εργασίας (4) της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων σχετικά με την ως άνω νομοθετική πρόταση,

έχοντας υπόψη τις επιφυλάξεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω νομοθετική πρόταση, όπως εκφράστηκαν στην επιστολή της 4ης Απριλίου 2014 των Γενικών Γραμματέων του Συμβουλίου και της Επιτροπής προς τον Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και στις επιστολές της 28ης Απριλίου 2015 του πρώτου Αντιπροέδρου της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 της λουξεμβουργιανής Προεδρίας του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2016 της σλοβακικής Προεδρίας του Συμβουλίου και της 25ης Οκτωβρίου 2018 της αυστριακής Προεδρία του Συμβουλίου, προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων,

έχοντας υπόψη τη συζήτηση στην ολομέλεια στις 13 Δεκεμβρίου 2017, και ιδίως τις απαντήσεις της εσθονικής Προεδρίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εν συνεχεία των ερωτήσεων με αίτημα προφορικής απάντησης (άρθρο 128) που κατέθεσε η Danuta Maria Hübner στις 29 Νοεμβρίου 2017 στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, εξ ονόματος της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, σχετικά με το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη συζήτηση στην ολομέλεια στις 17 Απριλίου 2019, εν συνεχεία των ερωτήσεων με αίτημα προφορικής απάντησης (άρθρο 128) που κατέθεσε η Danuta Maria Hübner στις 22 Ιανουαρίου 2019 στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, εξ ονόματος της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, σχετικά με τη νομοθετική πρόταση κανονισμού για το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (5),

έχοντας υπόψη την πρόταση ψηφίσματος της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (B8-0238/2019),

έχοντας υπόψη το άρθρο 128 παράγραφος 5 και το άρθρο 123 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πρώτο έγγραφο εργασίας που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων (AFCO) στις 20 Ιανουαρίου 2015, έχει ήδη επισημανθεί ότι οι «επιφυλάξεις» που εξέφρασαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή «δεν θα έπρεπε να συνιστούν από μόνες τους ανυπέρβλητες αντιρρήσεις», η δε AFCO αναγνώρισε ότι «υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και πιο ευέλικτες διατυπώσεις οι οποίες θα επέτρεπαν την άρση του αδιεξόδου σε σχέση με αυτόν τον κανονισμό», επισημαίνοντας και προτείνοντας στην Προεδρία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή μια μελλοντική πορεία με «πολιτικές διαπραγματεύσεις, αρχικά» και, κατόπιν, με τεχνικές συναντήσεις·

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο απάντησε σε αυτήν την προσφορά, δηλώνοντας την προθυμία και τη δέσμευση να συνεργαστεί με το Κοινοβούλιο, αλλά με την προϋπόθεση ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει τις προβληματικές και θεμελιώδεις επιφυλάξεις νομικού και θεσμικού χαρακτήρα·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιτροπή AFCO ενέκρινε δεύτερο έγγραφο εργασίας που επιτρέπει στον εισηγητή να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες με το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τη διαπραγμάτευση ενός τρόπου αντιμετώπισης των προαναφερθεισών επιφυλάξεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι μια νέα στρατηγική διαπραγμάτευσης εγκρίθηκε αναλόγως, και ότι στις 30 Ιουνίου 2016 εστάλη στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ένα έγγραφο υπό μορφή ανεπίσημου εγγράφου, στο οποίο περιγράφονται, με πολιτικά επιχειρήματα, οι πιθανές λύσεις για τη μελλοντική πορεία·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 10 Οκτωβρίου 2016 τα τρία θεσμικά όργανα αποφάσισαν να προχωρήσουν σε άτυπη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των οικείων νομικών υπηρεσιών, προκειμένου να διευκρινιστούν περαιτέρω όλα τα νομικά και θεσμικά ζητήματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προτείνει μια νέα διατύπωση του κανονισμού αφήνοντας ταυτόχρονα ανοικτές τις βασικές πολιτικές αποκλίσεις·

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά το νομικό έργο που επιτεύχθηκε, το έγγραφο που προέκυψε από το αξιοσημείωτο έργο των νομικών υπηρεσιών των τριών θεσμικών οργάνων δεν κατέστη δυνατόν να προσυπογραφεί επισήμως από τους νομικούς συμβούλους των νομικών υπηρεσιών της Επιτροπής και του Συμβουλίου, γεγονός που οδήγησε ουσιαστικά σε αδιέξοδο τον σημαντικό αυτό φάκελο· λαμβάνοντας υπόψη ότι, συνακολούθως, διεξήχθη συζήτηση στην ολομέλεια υπό την αιγίδα της επιτροπής AFCO, στις 13 Δεκεμβρίου 2017, εν συνεχεία δύο ερωτήσεων με αίτημα προφορικής απάντησης, μετά την οποία η επιτροπή AFCO, στις 3 Μαΐου 2018, διαβίβασε μια νέα διατύπωση της πρότασης υπό τη μορφή ανεπίσημου εγγράφου, που αντιπροσωπεύει την επίσημη συνέχεια της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ του προέδρου της AFCO και του εισηγητή Ramón Jáuregui Atondo, αφενός, και της σλοβακικής Προεδρίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αφετέρου, στις 10 Οκτωβρίου 2016, όπου αναφέρεται ότι «για την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων απαιτείται η υποβολή νέας διατύπωσης της πρότασης του ΕΚ»·

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο απάντησε στις 25 Οκτωβρίου 2018 στην προτεινόμενη νέα διατύπωση με βάση το νομικό έργο που επιτελέστηκε από τις νομικές υπηρεσίες, την πείρα των δύο εξεταστικών επιτροπών (EMIS και PANA) που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω όγδοης κοινοβουλευτικής περιόδου, και την πρόταση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο το 2014· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο, στην απάντησή του, επισημοποίησε έναν νέο κατάλογο επιφυλάξεων, ο οποίος βαίνει επίσης πέραν της γνωμοδότησης της δικής του νομικής υπηρεσίας, με τον οποίο τίθεται υπό αμφισβήτηση το έργο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής και στον οποίο απαριθμούνται τα κύρια θεσμικά προβλήματα του Κοινοβουλίου, τα οποία είναι δύσκολο να ξεπεραστούν· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελιγμού για διαπραγματεύσεις, ενώ η ιδέα στην οποία βασίστηκε το ανεπίσημο έγγραφο συνίστατο στην πραγματικότητα στο να οδηγήσει το νέο κείμενο σε διαπραγματεύσεις και πολιτικές συζητήσεις·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η δυνατότητα ενός κοινοβουλίου να καλεί το εκτελεστικό όργανο για λογοδοσία, συστήνοντας εξεταστικές επιτροπές με πραγματικές εξουσίες κλήτευσης μαρτύρων και πρόσβασης σε έγγραφα, συνδέεται άρρηκτα με την ίδια τη φύση όλων των νομοθετικών σωμάτων και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη διάκριση των εξουσιών σε μια δημοκρατία άξια του ονόματός της·

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεσμεύονται τακτικά για καλόπιστη συνεργασία, η οποία, στην περίπτωση του υπό εξέταση κανονισμού, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί·

1.

εκφράζει τη βαθύτατή του διαφωνία με τη στάση του Συμβουλίου (και της Επιτροπής), που συνεχίζει να εμποδίζει, μετά από τέσσερα και πλέον έτη άτυπων συνεδριάσεων και ανταλλαγών επιστολών και εγγράφων, μια επίσημη συνάντηση για να συζητηθούν σε πολιτικό επίπεδο πιθανές λύσεις των προβλημάτων που εντοπίστηκαν, αρνούμενο να εγκρίνει πολιτική εντολή προς την Προεδρία του Συμβουλίου που θα δρομολογούσε συναντήσεις πολιτικής φύσης για να επιλυθούν τα πλέον επίμαχα ζητήματα και να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας·

2.

ζητεί από τον Πρόεδρό του να θέσει υπόψη των πολιτικών αρχηγών τις ανησυχίες του Κοινοβουλίου αναφορικά με την αδυναμία του Συμβουλίου και της Επιτροπής να συμμορφωθούν με την αρχή της διοργανικής συνεργασίας·

3.

προτείνει στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εξετάσει τη σκοπιμότητα της προετοιμασίας μιας προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την αρχή της αμοιβαίας καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων (άρθρο 13 παράγραφος 2 της ΣΕΕ) και, στο πλαίσιο αυτό, να ελέγξει επίσης και να υποβάλει έκθεση σχετικά με τις παραβιάσεις, εκ μέρους του Συμβουλίου, του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τις εξεταστικές επιτροπές που συστάθηκαν κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου (PANA και EMIS)·

4.

υπογραμμίζει ότι, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο σήμερα, το άρθρο 226 τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει μια «ειδική νομοθετική διαδικασία» και απαιτεί την έγκριση του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού σχετικά με το δικαίωμα εξέτασης των πραγμάτων από το Κοινοβούλιο, δεν υποχρεώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να διαπραγματεύονται, δεδομένου ότι υποχρεούνται μόνο να δώσουν ή να αρνηθούν τη συναίνεσή τους για την πρόταση του Κοινοβουλίου, και όχι να την διαπραγματευτούν με σκοπό την επίτευξη κοινής συμφωνίας·

5.

συνιστά να προστεθεί στη νομοθετική διαδικασία που απορρέει από το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας που παρέχεται στο Κοινοβούλιο από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ένα αίτημα σχετικά με τη θέσπιση νομοθετικού ημερολογίου για τις εν λόγω πρωτοβουλίες, όπως συμβαίνει με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία· επισημαίνει, επίσης, ότι αυτή η ειδική νομοθετική διαδικασία πρέπει να σέβεται τις διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας αναφορικά με τη θεσμική υποχρέωση και των τριών θεσμικών οργάνων για διαπραγμάτευση·

6.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή, εφόσον αδυνατούν να εγκρίνουν την πρόταση, να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις με το νεοεκλεγέν Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που έχει σημειωθεί με τη νέα διατύπωση της πρότασης που παρουσιάζεται στο ανεπίσημο έγγραφο και βασίζεται στο έργο των νομικών υπηρεσιών των τριών θεσμικών οργάνων· πιστεύει ότι αυτό είναι ένα πιο οργανωμένο και συστηματικό κείμενο από εκείνο που εγκρίθηκε το 2014, το οποίο, ενώ περιέχει τις ίδιες εξουσίες έρευνας, είναι επικαιροποιημένο με βάση τις εμπειρίες των τελευταίων ετών και την τρέχουσα θεσμική πραγματικότητα·

7.

καλεί τα πολιτικά κόμματα να διασφαλίσουν ότι τα εκλογικά τους προγράμματα εκφράζουν τη δέσμευσή τους στην πρόταση του Κοινοβουλίου για έναν νέο και επικαιροποιημένο κανονισμό σχετικά με το δικαίωμά του εξέτασης των πραγμάτων, και καλεί τους διάφορους «Spitzenkandidaten» (κορυφαίους υποψηφίους) να παράσχουν τη δημόσια και πολιτική στήριξή τους επί του θέματος·

8.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1)  ΕΕ C 443 της 22.12.2017, σ. 39.

(2)  ΕΕ C 369 της 11.10.2018, σ. 132.

(3)  EE C 298 της 23.8.2018, σ. 140.

(4)  PE544.488v03-00, PE571.670v03-00 και PE630.750v01-00.

(5)  O-000003/19 και O-000004/19.