23.12.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 449/182


P8_TA(2019)0080

Καθεστώς και γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή)

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2019 σχετικά με το σχέδιο κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη θέσπιση του καθεστώτος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και των γενικών όρων άσκησης των καθηκόντων του (καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή) και για την κατάργηση της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ (2018/2080(INL) — 2019/0900(APP))

(2020/C 449/26)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 228 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 106α παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 41 και 43 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 45 και 52 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναφορών (A8-0050/2019),

1.

εγκρίνει το συνημμένο σχέδιο κανονισμού·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να υποβάλει το συνημμένο σχέδιο κανονισμού στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 228 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να μεριμνήσει, αμέσως μετά την έκδοση της γνώμης της Επιτροπής και την έγκριση του συνημμένου σχεδίου κανονισμού από το Συμβούλιο, για τη δημοσίευση του κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

Σχέδιο κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη θέσπιση του καθεστώτος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή) και για την κατάργηση της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 228 παράγραφος 4,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως το άρθρο 106α παράγραφος 1,

κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

έχοντας υπόψη την έγκριση του Συμβουλίου,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής,

αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και το άρθρο 228 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2)

Ειδικότερα, το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης ως θεμελιώδες δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών. Με τη σειρά του, το άρθρο 43 του Χάρτη αναγνωρίζει το δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή σε περιπτώσεις κακοδιοίκησης στο πλαίσιο της δράσης των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Για να είναι αυτά τα δικαιώματα αποτελεσματικά και για να ενισχυθεί η ικανότητα του Διαμεσολαβητή να διεξάγει διεξοδικές και αμερόληπτες έρευνες, θα πρέπει ο Διαμεσολαβητής να έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία μέσα για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων του, τα οποία αναφέρονται στις Συνθήκες και στον παρόντα κανονισμό.

(3)

Η απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1) τροποποιήθηκε τελευταία φορά το 2008. Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, θεσπίστηκε νέο νομικό πλαίσιο για την Ένωση. Ειδικότερα, το άρθρο 228 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ δίνει τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από γνώμη της Επιτροπής και με την έγκριση του Συμβουλίου, να εκδίδει κανονισμούς για τη θέσπιση του καθεστώτος και των γενικών όρων άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή. Συνεπώς, η απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από κανονισμό σύμφωνα με την ισχύουσα σήμερα νομική βάση.

(4)

Ο καθορισμός των συνθηκών υπό τις οποίες μπορεί να υποβάλλεται καταγγελία στον Διαμεσολαβητή θα πρέπει να συνάδει με την αρχή της πλήρους, ελεύθερης και εύκολης πρόσβασης, με την επιφύλαξη συγκεκριμένων περιορισμών που αφορούν την παράλληλη διεξαγωγή νέων ή εκκρεμών νομικών και διοικητικών διαδικασιών.

(5)

Ο Διαμεσολαβητής έχει το δικαίωμα να κάνει συστάσεις όταν διαπιστώνει ότι ένα θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης δεν εφαρμόζει ορθά μια δικαστική απόφαση.

(6)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθούνται όταν οι έρευνες του Διαμεσολαβητή αποκαλύπτουν περιπτώσεις κακοδιοίκησης. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η υποβολή από τον Διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναλυτικής έκθεσης κατά τη λήξη κάθε ετήσιας συνόδου.

(7)

Για την ενίσχυση του ρόλου του Διαμεσολαβητή, είναι ευκταίο να επιτραπεί στον Διαμεσολαβητή, με την επιφύλαξη του πρωταρχικού καθήκοντός του που είναι η εξέταση καταγγελιών, να διενεργεί έρευνες ιδία πρωτοβουλία με σκοπό τον εντοπισμό επαναλαμβανόμενων ή ιδιαιτέρως σοβαρών περιπτώσεων κακοδιοίκησης και την προώθηση βέλτιστων διοικητικών πρακτικών στο πλαίσιο των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.

(8)

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του λειτουργήματος, ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας, να διενεργεί έρευνες εν συνεχεία προηγούμενων ερευνών προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσο και σε ποιον βαθμό το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός συμμορφώθηκε με τις διατυπωθείσες συστάσεις. Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να έχει επίσης το δικαίωμα να συμπεριλαμβάνει στην ετήσια έκθεσή του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αξιολόγηση του βαθμού συμμόρφωσης με τις διατυπωθείσες συστάσεις και εκτίμηση της επάρκειας των πόρων που του έχουν διατεθεί για την άσκηση των καθηκόντων του που αναφέρονται στις Συνθήκες και στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλα τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση των καθηκόντων του. Για τον σκοπό αυτό, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν στον Διαμεσολαβητή κάθε πληροφορία που τους ζητά, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων του Διαμεσολαβητή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα θα πρέπει να υπόκειται στη συμμόρφωση με τους κανόνες για την επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα θα πρέπει να ενημερώνουν τον Διαμεσολαβητή για αυτή τη διαβάθμιση. Για την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να έχει συμφωνήσει εκ των προτέρων με το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό τους όρους για τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών ή εγγράφων και άλλων πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου. Εάν ο Διαμεσολαβητής δεν λάβει τη βοήθεια που ζητά, θα πρέπει να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο θα πρέπει να προβαίνει στα κατάλληλα διαβήματα.

(10)

Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του Διαμεσολαβητή υποχρεούνται να τηρούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που απέκτησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ωστόσο, ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές σχετικά με γεγονότα που θεωρεί ότι ενδέχεται να εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, τα οποία υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά τη διάρκεια έρευνας. Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ενημερώνει το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που βαρύνουν τη συμπεριφορά μέλους του προσωπικού τους.

(11)

Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες αλλαγές όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από αξιόποινες πράξεις, ιδίως η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (3), προκειμένου να δοθεί στον Διαμεσολαβητή η δυνατότητα να της κοινοποιεί τυχόν πληροφορίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Παρομοίως, για τον πλήρη σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας και των δικαιωμάτων της υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι επιθυμητό, όταν ο Διαμεσολαβητής κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πληροφορίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, να αναφέρει την κοινοποίηση αυτή στον ενδιαφερόμενο και στον καταγγέλλοντα.

(12)

Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ του Διαμεσολαβητή και των αντίστοιχων αρχών των κρατών μελών, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Είναι επίσης επιθυμητό να ληφθούν μέτρα προκειμένου να δοθεί στον Διαμεσολαβητή η δυνατότητα συνεργασίας με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να καταστήσει αποτελεσματικότερη την άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή.

(13)

Ο Διαμεσολαβητής ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην αρχή και για όλη τη διάρκεια κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης και παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και ικανότητας. Θα πρέπει επίσης να οριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες παύουν τα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή, καθώς και εκείνες για την αντικατάσταση του Διαμεσολαβητή.

(14)

Τα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή θα πρέπει να εκτελούνται με πλήρη ανεξαρτησία. Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να αναλαμβάνει επισήμως σχετική δέσμευση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ανάληψη των καθηκόντων του. Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με το ασυμβίβαστο, την αμοιβή, τα προνόμια και τις ασυλίες του Διαμεσολαβητή.

(15)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις όσον αφορά την έδρα του Διαμεσολαβητή, η οποία θα πρέπει να είναι εκείνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν διατάξεις όχι μόνο για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας που επικουρεί τον διαμεσολαβητή, αλλά και για τον σχετικό προϋπολογισμό.

(16)

Οι εκτελεστικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν από τον Διαμεσολαβητή. Προκειμένου να διασφαλιστούν η ασφάλεια δικαίου και τα υψηλότερα πρότυπα κατά την άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή, το ελάχιστο περιεχόμενο των εκτελεστικών διατάξεων προς έγκριση θα πρέπει να καθοριστεί στον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή («καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή»).

2.   Ο Διαμεσολαβητής ενεργεί ανεξάρτητα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που αναθέτουν στον Διαμεσολαβητή οι Συνθήκες, και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και του άρθρου 228 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης.

3.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στις Συνθήκες και στον παρόντα κανονισμό, ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να παρέμβει σε διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον δικαστηρίων ούτε να αμφισβητήσει τη βασιμότητα δικαστικής απόφασης ή την αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου να εκδώσει μια απόφαση.

Άρθρο 2

1.   Ο Διαμεσολαβητής συμβάλλει στη διαπίστωση κρουσμάτων κακοδιοίκησης κατά τη δράση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, πλην του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν ασκεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, και, κατά περίπτωση, υποβάλλει συστάσεις για τη θεραπεία των κρουσμάτων αυτών. Η δράση οιασδήποτε άλλης αρχής ή προσώπου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή.

2.   Κάθε πολίτης της Ένωσης ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος δικαιούται να υποβάλει στο Διαμεσολαβητή, απευθείας ή μέσω βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καταγγελία σχετική με υπόθεση κακοδιοίκησης στις δραστηριότητες των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, πλην του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν ασκεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα. Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό αμέσως μόλις λάβει την καταγγελία στην οποία αναφέρεται ο Διαμεσολαβητής, σεβόμενος τα ενωσιακά πρότυπα στον τομέα της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Στην καταγγελία αναφέρεται σαφώς το θέμα της, καθώς και η ταυτότητα του καταγγέλλοντος. Ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει η καταγγελία ή μέρη της να παραμείνουν εμπιστευτικά.

4.   Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται εντός τριών ετών αφότου ο καταγγέλλων έλαβε γνώση των γεγονότων και, προηγουμένως, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα ενδεδειγμένα διοικητικά διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς.

5.   Ο Διαμεσολαβητής αποφασίζει κατά πόσο μια καταγγελία εμπίπτει στην εντολή του και, εάν εμπίπτει, κατά πόσο είναι παραδεκτή. Όταν μια καταγγελία δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εντολής ή είναι μη παραδεκτή, ο Διαμεσολαβητής μπορεί, πριν περατωθεί η εξέταση του φακέλου, να συμβουλεύσει τον καταγγέλλοντα να απευθυνθεί σε άλλη αρχή.

6.   Οι καταγγελίες που υποβάλλονται στον Διαμεσολαβητή δεν επηρεάζουν τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής.

7.   Εάν ο Διαμεσολαβητής, λόγω εκκρεμούσας ή περατωθείσας δικαστικής διαδικασίας ως προς τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, οφείλει να κηρύξει την καταγγελία απαράδεκτη ή να θέσει τέλος στην εξέτασή της, τα αποτελέσματα των ερευνών τις οποίες ενδεχομένως διεξήγαγε προηγουμένως τίθενται στο αρχείο.

8.   Εξαιρουμένων των καταγγελιών για υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, δεν μπορεί να υποβληθεί στον διαμεσολαβητή καταγγελία σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης και των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού τους παρά μόνο αν έχουν εξαντληθεί από τον ενδιαφερόμενο όλες οι εσωτερικές δυνατότητες απαιτήσεως ή διοικητικής προσφυγής, και ιδίως οι διαδικασίες του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (4) («Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»), και μετά τη λήξη των προθεσμιών απαντήσεως εκ μέρους του θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού.

9.   Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον καταγγέλλοντα σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν σε σχέση με την καταγγελία του.

Άρθρο 3

1.   Ο Διαμεσολαβητής διενεργεί, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας, κάθε έρευνα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δίνουν συνέχεια σε προηγούμενες έρευνες, για τη διαλεύκανση ενδεχομένων περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά τη δράση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Ο Διαμεσολαβητής ενεργεί χωρίς να ζητεί προηγούμενη έγκριση, και ενημερώνει εγκαίρως το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό σχετικά με τις ενέργειές του. Το συγκεκριμένο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός μπορεί να υποβάλει χρήσιμες παρατηρήσεις ή στοιχεία στον Διαμεσολαβητή. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ζητήσει από το συγκεκριμένο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό να υποβάλει τέτοιες παρατηρήσεις ή στοιχεία.

2.   Με την επιφύλαξη του πρωταρχικού καθήκοντός του που είναι η εξέταση καταγγελιών, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργεί έρευνες περισσότερο στρατηγικού χαρακτήρα, με δική του πρωτοβουλία, με σκοπό τον εντοπισμό επαναλαμβανόμενων ή ιδιαιτέρως σοβαρών περιπτώσεων κακοδιοίκησης, για την προώθηση βέλτιστων διοικητικών πρακτικών στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, και να αντιμετωπίζει εκ των προτέρων διαρθρωτικά ζητήματα δημόσιου συμφέροντος που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

3.   Ο Διαμεσολαβητής δύναται να συμμετέχει σε διαρθρωμένο και τακτικό διάλογο με τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης και να διοργανώνει δημόσιες διαβουλεύσεις πριν από τη διατύπωση συστάσεων ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο. Ο Διαμεσολαβητής δύναται να αναλύει και να αξιολογεί συστηματικά την πρόοδο του οικείου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και να διατυπώνει περαιτέρω συστάσεις.

4.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης παρέχουν στον Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους έχει ζητήσει, καθώς και πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα υπόκειται στη συμμόρφωση με τους κανόνες για την επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, όπως ορίζει το πρώτο εδάφιο, κοινοποιούν στον Διαμεσολαβητή αυτή τη διαβάθμιση εκ των προτέρων.

Για την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, ο Διαμεσολαβητής πρέπει να συμφωνήσει εκ των προτέρων με τα σχετικά θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς τις προϋποθέσεις για τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών ή εγγράφων.

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί παρέχουν πρόσβαση σε έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος και καλύπτονται από απόρρητο δυνάμει νομοθετικής διάταξης μόνον αφού οι υπηρεσίες του Διαμεσολαβητή έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα και έχουν παράσχει διασφαλίσεις για τον χειρισμό των εγγράφων που εξασφαλίζουν ισοδύναμο επίπεδο εμπιστευτικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και σύμφωνα με τους κανόνες ασφάλειας του οικείου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο Διαμεσολαβητής, σχετικά με περιστατικά που αφορούν εν εξελίξει έρευνα του Διαμεσολαβητή. Καταθέτουν εξ ονόματος του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού όπου ανήκουν. Εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς στους οποίους υπόκεινται. Στις περιπτώσεις που δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, τούτο δεν θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με καταγγελίες ή έρευνες για παρενόχληση ή κακοδιοίκηση.

5.   Ο Διαμεσολαβητής εξετάζει τακτικά τις διαδικασίες που συνδέονται με τη διοικητική δράση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης και αξιολογεί αν μπορούν αποτελεσματικά να προλαμβάνουν περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, να εγγυώνται την αμεροληψία και να διασφαλίζουν πλήρη σεβασμό του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να εντοπίζει και να αξιολογεί πιθανές περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή κακοδιοίκησης, και στην περίπτωση αυτή ο Διαμεσολαβητής συντάσσει συγκεκριμένα συμπεράσματα, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τα πορίσματα επί του θέματος.

6.   Στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν επειγόντως στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, μετά από αίτησή του ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε πληροφορία ή έγγραφο που ενδέχεται να συμβάλει στη διαλεύκανση περιπτώσεων κακοδιοίκησης από θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης. Όταν οι πληροφορίες αυτές διέπονται από διατάξεις του εθνικού δικαίου περί χειρισμού εμπιστευτικών πληροφοριών ή από οιαδήποτε άλλη διάταξη εμποδίζει την κοινοποίησή τους, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει στον Διαμεσολαβητή να έχει πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες ή τα σχετικά έγγραφα, με την προϋπόθεση ο Διαμεσολαβητής να δεσμευτεί ότι θα τα χειριστεί με τη συμφωνία της οικείας αρμόδιας αρχής. Σε κάθε περίπτωση παρέχεται περιγραφή του εγγράφου.

7.   Εάν δεν παρασχεθεί στον Διαμεσολαβητή η συνδρομή που έχει ζητήσει, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο και προβαίνει στα κατάλληλα διαβήματα.

8.   Όταν, κατόπιν έρευνας, διαπιστώνονται κρούσματα κακοδιοίκησης, ο Διαμεσολαβητής τα θέτει υπόψη του σχετικού θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, υποβάλλοντας, αν είναι σκόπιμο, συστάσεις. Το σχετικό θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός του αποστέλλει λεπτομερή γνώμη εντός προθεσμίας τριών μηνών. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του οικείου θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού, να εγκρίνει την παράταση της εν λόγω προθεσμίας κατά δύο μήνες κατ’ ανώτατο όριο. Εάν το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός δεν έχει αποστείλει γνώμη εντός τριών μηνών ή εντός της παραταθείσας προθεσμίας, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να περατώσει την έρευνα χωρίς τη γνώμη αυτή.

9.   Εν συνεχεία, ο Διαμεσολαβητής αποστέλλει έκθεση στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό και, όταν απαιτείται λόγω της φύσης ή της κλίμακας του διαπιστωθέντος κρούσματος κακοδιοίκησης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να κάνει σχετικές συστάσεις στην έκθεση. Ο καταγγέλλων ενημερώνεται, με φροντίδα του Διαμεσολαβητή, για το αποτέλεσμα της έρευνας, για τη γνώμη του ενδιαφερόμενου θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού, καθώς και για τις συστάσεις που ενδεχομένως έχει διατυπώσει στην έκθεση ο Διαμεσολαβητής.

10.   Όταν κρίνεται σκόπιμο σε σχέση με έρευνα για τις δραστηριότητες θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να προσέλθει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο πλέον κατάλληλο επίπεδο.

11.   Στο μέτρο του δυνατού, ο Διαμεσολαβητής αναζητεί, από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει τις περιπτώσεις κακής διοίκησης και να ικανοποιήσει τον καταγγέλλοντα. Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με την προτεινόμενη λύση, καθώς και με τυχόν παρατηρήσεις του οικείου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού. Εάν ο καταγγέλλων το επιθυμεί, έχει δικαίωμα, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να υποβάλει παρατηρήσεις στον Διαμεσολαβητή παρατηρήσεις ή πρόσθετες πληροφορίες που δεν ήταν γνωστές κατά την υποβολή της καταγγελίας.

12.   Στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, ο Διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγε. Η έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις συστάσεις του Διαμεσολαβητή και αξιολόγηση της επάρκειας των πόρων που έχει στη διάθεσή του ο Διαμεσολαβητής για την άσκηση των καθηκόντων του. Οι εν λόγω αξιολογήσεις μπορούν επίσης να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστών εκθέσεων.

Άρθρο 4

Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του χειρίζονται τις καταγγελίες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα, άλλα από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

Όσον αφορά τις καταγγελίες σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα επίσημα έγγραφα που συντάσσονται ή λαμβάνονται από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης ο Διαμεσολαβητής εκδίδει, μετά από δέουσα ανάλυση και αφού λάβει υπόψη όλα τα αναγκαία στοιχεία, σύσταση σχετικά με την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα. Το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός απαντά εντός των χρονικών ορίων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Εάν το οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός δεν ακολουθήσει σύσταση του Διαμεσολαβητή να δοθεί πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την άρνησή του. Στην περίπτωση αυτή, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων διαδικασιών για την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Ο Διαμεσολαβητής διενεργεί τακτικές αξιολογήσεις των πολιτικών και προβαίνει σε εξέταση των διαδικασιών που εφαρμόζονται στα σχετικά θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 22α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης (καταγγελίες παρατυπιών), και διατυπώνει, όπου αρμόζει, κατάλληλες συστάσεις για τη βελτίωσή τους, προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρης προστασία για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό που καταγγέλλουν περιστατικά σύμφωνα με το άρθρο 22 α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί, κατόπιν σχετικής αίτησης, να παρέχει εμπιστευτικές πληροφορίες, αμερόληπτη καθοδήγηση και εμπειρογνωμοσύνη στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό σχετικά με τη δέουσα συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση περιστατικών που αναφέρονται στο άρθρο 22α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, περιλαμβανομένου του πεδίου εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να διεξάγει έρευνες βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό που καταγγέλλουν περιστατικά βάσει του άρθρου 22α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι οποίοι ενδέχεται να προβαίνουν στις καταγγελίες εμπιστευτικά και ανώνυμα, στις περιπτώσεις που τα περιστατικά συνιστούν κακοδιοίκηση σε ένα θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να παρακάμπτονται τα εφαρμοστέα άρθρα του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όσον αφορά το απόρρητο.

Άρθρο 6

1.   Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του, για τους οποίους ισχύουν το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 194 της Συνθήκης Ευρατόμ, υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα έγγραφα των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2, είναι ιδίως υποχρεωμένοι να μην κοινολογούν καμία πληροφορία ή έγγραφο που παρέχεται στον Διαμεσολαβητή ή έγγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον καταγγέλλοντα ή οποιοδήποτε άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο.

2.   Αν ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι γεγονότα των οποίων έλαβε γνώση στο πλαίσιο των ερευνών του ενδέχεται να εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές καθώς και, στο μέτρο που η υπόθεση υπάγεται στις αρμοδιότητές τους, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Αν είναι σκόπιμο, ο Διαμεσολαβητής πληροφορεί επίσης το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό στο οποίο υπάγεται ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο 17 δεύτερο εδάφιο του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να κοινοποιεί στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό γεγονότα που βαρύνουν τη συμπεριφορά μέλους του προσωπικού τους, καθώς και οποιαδήποτε συνεχή δραστηριότητα που έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της διεξαγόμενης έρευνας.

Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει σχετικά με τις εν λόγω κοινοποιήσεις τον καταγγέλλοντα και τα άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή.

Άρθρο 7

1.   Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις αντίστοιχες αρχές των κρατών μελών, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών.

2.   Ο Διαμεσολαβητής συνεργάζεται, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με άλλα όργανα και φορείς των κρατών μελών, αποφεύγοντας παράλληλα οποιαδήποτε επικάλυψη με τις δραστηριότητές τους.

Άρθρο 8

1.   Ο Διαμεσολαβητής εκλέγεται και η θητεία του δύναται να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ.

2.   Ο Διαμεσολαβητής επιλέγεται μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης, απολαύουν πλήρως των αστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, παρέχουν πλήρη εχέγγυα ανεξαρτησίας, δεν υπήρξαν μέλη εθνικών κυβερνήσεων ή ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων κατά την προηγούμενη τριετία, πληρούν προϋποθέσεις αμεροληψίας ισοδύναμες με εκείνες που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων, και διαθέτουν αναγνωρισμένη πείρα και ικανότητες για να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 9

1.   Η άσκηση των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή που προβλέπονται από τις Συνθήκες και από τον παρόντα κανονισμό λήγει είτε με τη λήξη της θητείας είτε μετά από εκούσια ή αναγκαστική παραίτηση.

2.   Πλην της περίπτωσης αναγκαστικής παραίτησης, ο Διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου εκλεγεί νέος Διαμεσολαβητής.

3.   Σε περίπτωση πρόωρης παύσης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή, ορίζεται νέος Διαμεσολαβητής εντός τριών μηνών από την έναρξη της χηρείας για το χρονικό διάστημα έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Έως την εκλογή νέου Διαμεσολαβητή, ο κύριος υπεύθυνος που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 είναι υπεύθυνος για επείγοντα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 10

Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτίθεται να ζητήσει την απαλλαγή του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, δέχεται τον Διαμεσολαβητή σε ακρόαση προτού προβεί στην ενέργεια αυτή.

Άρθρο 11

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στις Συνθήκες και στον παρόντα κανονισμό, ο Διαμεσολαβητής ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ. Ο Διαμεσολαβητής απέχει από κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τη φύση των εν λόγω καθηκόντων.

2.   Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Διαμεσολαβητής δεσμεύεται επισήμως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο συνέρχεται σε πλήρη σύνθεση, ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά που του ανατίθενται από τις Συνθήκες και δυνάμει του παρόντος κανονισμού με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία, και ότι θα τηρεί, καθ' όλη τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του και μετά το πέρας της, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του. Η επίσημη δέσμευση περιλαμβάνει ιδίως το καθήκον της ακεραιότητας στη συμπεριφορά και της διακριτικότητας σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων αξιωμάτων ή ωφελημάτων μετά τη λήξη της θητείας.

Άρθρο 12

1.   Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλα πολιτικά ή διοικητικά καθήκοντα ή άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.

2.   Ο Διαμεσολαβητής εξομοιούται, όσον αφορά τις αποδοχές, τις αποζημιώσεις και τη σύνταξη αρχαιότητας, προς δικαστή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Τα άρθρα 11 έως 14 και το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 εφαρμόζονται στον Διαμεσολαβητή και τους υπαλλήλους και λοιπά μέλη του προσωπικού της γραμματείας του Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 13

1.   Διατίθεται στον Διαμεσολαβητή προϋπολογισμός επαρκής για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του και της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στις Συνθήκες και στον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο Διαμεσολαβητής επικουρείται από γραμματεία, της οποίας διορίζει τον κύριο υπεύθυνο.

3.   Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη ισότητας ως προς τα φύλα στη σύνθεση της γραμματείας του Διαμεσολαβητή.

4.   Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας του Διαμεσολαβητή υπόκεινται στους κανονισμούς και κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης. Ο αριθμός τους καθορίζεται κάθε χρόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού και είναι επαρκής για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων και τη διεκπεραίωση του φόρτου εργασίας του Διαμεσολαβητή.

5.   Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης και των κρατών μελών που διορίζονται στη γραμματεία του Διαμεσολαβητή αποσπώνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με την εγγύηση της αυτοδίκαιης επανένταξής τους στο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό από τον οποίο προέρχονται.

6.   Για τα θέματα που αφορούν το προσωπικό του, ο Διαμεσολαβητής εξομοιώνεται με τα θεσμικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 1α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Ο Διαμεσολαβητής διενεργεί αξιολογήσεις των ισχυουσών διαδικασιών προκειμένου να προληφθούν περιστατικά παρενόχλησης κάθε είδους και φύσης στα θεσμικά και λοιπά όργανα ή άλλους οργανισμούς, καθώς και τους μηχανισμούς επιβολής κυρώσεων στους υπεύθυνους για την παρενόχληση. Ο Διαμεσολαβητής εξάγει τα δέοντα συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον αυτές οι διαδικασίες συνάδουν με τις αρχές της αναλογικότητας, της επάρκειας και της ενεργού δράσης, και σχετικά με το εάν παρέχουν στα θύματα επαρκή προστασία και στήριξη.

Ο Διαμεσολαβητής εξετάζει εν ευθέτω χρόνω εάν τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης χειρίζονται αποτελεσματικά τα περιστατικά παρενόχλησης οποιασδήποτε μορφής ή φύσης εφαρμόζοντας ορθά τις διαδικασίες που προβλέπονται όσον αφορά τις σχετικές καταγγελίες. Ο Διαμεσολαβητής εξάγει τα δέοντα συμπεράσματα σχετικά.

Ο Διαμεσολαβητής, στο πλαίσιο της γραμματείας του, ορίζει πρόσωπο ή δημιουργεί δομή με εμπειρία στον τομέα της παρενόχλησης, που είναι σε θέση να εκτιμήσει εγκαίρως αν οι περιπτώσεις παρενόχλησης κάθε είδους και φύσης, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης, τυγχάνουν επαρκούς αντιμετωπίσεως εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και, κατά περίπτωση, να παρέχει συμβουλές στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

Άρθρο 15

Έδρα του Διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 16

Κάθε επικοινωνία με τις εθνικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού διεξάγεται μέσω των Μονίμων Αντιπροσωπειών τους στην Ένωση.

Άρθρο 17

Ο Διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις είναι σύμφωνες με τον παρόντα κανονισμό και περιλαμβάνουν τουλάχιστον διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α)

τα διαδικαστικά δικαιώματα του καταγγέλλοντος και του ενδιαφερόμενου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού·

β)

τη διασφάλιση της προστασίας των υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού που καταγγέλλουν περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και παραβίασης του ενωσιακού δικαίου στα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

γ)

την παραλαβή, τη διεκπεραίωση και την περάτωση της εξέτασης μιας καταγγελίας·

δ)

έρευνες ιδία πρωτοβουλία·

ε)

έρευνες επακολούθησης· και

στ)

ενέργειες συλλογής πληροφοριών.

Άρθρο 18

Η απόφαση 94/262/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ καταργείται.

Άρθρο 19

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ κατά την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί αυτόν της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Απόφαση 94/262/ΕΚΑX, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1994, σχετικά με το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (ΕΕ L 113 της 4.5.1994, σ. 15).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.