ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 17.12.2019
COM(2019) 653 final
ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΟΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής
για την ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη 2020
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΥΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
1.
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
1.1
Τάσεις της αγοράς εργασίας
1.2
Κοινωνικές τάσεις
2.
ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΙΝΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
2.1.
Επεξήγηση του πίνακα αποτελεσμάτων
2.2.
Στοιχεία που προκύπτουν από τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων
3.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΟΜΕΑ — ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
3.1.
Κατευθυντήρια γραμμή 5: Τόνωση της ζήτησης εργασίας
3.1.1
Βασικοί δείκτες
3.1.2
Διαμόρφωση πολιτικής
3.2.
Κατευθυντήρια γραμμή 6: Ενίσχυση της προσφοράς εργασίας και βελτίωση της πρόσβασης στην απασχόληση, σε δεξιότητες και σε ικανότητες
3.2.1
Βασικοί δείκτες
3.2.2
Διαμόρφωση πολιτικής
3.3.
Κατευθυντήρια γραμμή 7: Βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και της αποτελεσματικότητας του κοινωνικού διαλόγου
3.3.1
Βασικοί δείκτες
3.3.2
Διαμόρφωση πολιτικής
3.4.
Κατευθυντήρια γραμμή 8: Προαγωγή των ίσων ευκαιριών για όλους, προώθηση της κοινωνικής ένταξης και καταπολέμηση της φτώχειας
3.4.1
Βασικοί δείκτες
3.4.2
Διαμόρφωση πολιτικής
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η κοινή έκθεση για την απασχόληση (ΚΕΑ), η οποία εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο, προβλέπεται από το άρθρο 148 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η αρχική πρόταση για την παρούσα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελεί μέρος της φθινοπωρινής δέσμης εγγράφων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη που σηματοδοτεί την έναρξη του κύκλου του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Η κοινή έκθεση για την απασχόληση παρουσιάζει, σε ετήσια βάση, τις κυριότερες εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη στον τομέα της απασχόλησης και στον κοινωνικό τομέα και σκιαγραφεί τις μεταρρυθμιστικές δράσεις που ανέλαβαν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρουσιάζονται με βάση τη διάρθρωση των κατευθυντήριων γραμμών: τόνωση της ζήτησης εργασίας (κατευθυντήρια γραμμή 5), ενίσχυση της προσφοράς εργασίας και βελτίωση της πρόσβασης στην απασχόληση, σε δεξιότητες και σε ικανότητες (κατευθυντήρια γραμμή 6), βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και της αποτελεσματικότητας του κοινωνικού διαλόγου (κατευθυντήρια γραμμή 7), και προαγωγή των ίσων ευκαιριών για όλους, προώθηση της κοινωνικής ένταξης και καταπολέμηση της φτώχειας (κατευθυντήρια γραμμή 8).
Επιπλέον, η κοινή έκθεση για την απασχόληση παρακολουθεί τις επιδόσεις των κρατών μελών σε σχέση με τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο πυλώνας διακηρύχθηκε από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στις 17 Νοεμβρίου 2017. Προσδιορίζει αρχές και δικαιώματα σε τρεις τομείς: i) ισότητα ευκαιριών και πρόσβαση στην αγορά εργασίας, in) δίκαιες συνθήκες εργασίας, και iii) κοινωνική προστασία και ένταξη. Η παρακολούθηση της προόδου στους τομείς αυτούς στηρίζεται σε λεπτομερή ανάλυση του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων που συνοδεύει τον πυλώνα.
Η κοινή έκθεση για την απασχόληση έχει την ακόλουθη δομή: στο εισαγωγικό κεφάλαιο (κεφάλαιο 1) παρουσιάζονται στοιχεία για τις κυριότερες τάσεις στην αγορά εργασίας και στον κοινωνικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που σκιαγραφούν το γενικότερο πλαίσιο. Το κεφάλαιο 2 παρουσιάζει τα κύρια αποτελέσματα από την ανάλυση του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων που συνδέονται με τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Στο κεφάλαιο 3 παρατίθεται διακρατική αναλυτική περιγραφή βασικών δεικτών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και δείκτες του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων) και πολιτικών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της τήρησης των κατευθυντήριων γραμμών για τις πολιτικές απασχόλησης.
ΚΥΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Η Ευρώπη σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων που συνοδεύει τον εν λόγω πυλώνα, οι τάσεις της αγοράς εργασίας και οι κοινωνικές τάσεις στην ΕΕ εξακολουθούν να είναι θετικές για 9 από τους 14 πρωταρχικούς δείκτες. Οι άλλοι 5 είτε παραμένουν σταθεροί ή σημείωσαν, κατά μέσο όρο, ελαφρώς αρνητική εξέλιξη σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (δηλ. τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση ή την κατάρτιση, χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας, λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος και ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων). Σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών, σε διαφορετικό βαθμό, σημείωσαν οι περισσότεροι από τους μισούς πρωταρχικούς δείκτες. Σε όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, τουλάχιστον ένας από τους δείκτες υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου (ή καταγράφει έντονη αρνητική τάση).
Ο κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων υποδεικνύει θετικές τάσεις της αγοράς εργασίας
και κοινωνικές τάσεις στην ΕΕ, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις
|
|
9 από τους 14 πρωταρχικούς δείκτες βελτιώθηκαν κατά μέσο όρο πέρυσι
14 κράτη μέλη
διαθέτουν τουλάχιστον μία «κρίσιμη κατάσταση», μία παραπάνω σε σχέση με την ΚΕΑ του 2019
Οι καθαρές αποδοχές εργαζομένου που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό
είναι ο δείκτης με τις περισσότερες προκλήσεις
|
Αξιολόγηση των πρωταρχικών δεικτών του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων, Νοέμβριος 2019
|
Πηγή: Υπηρεσίες της Επιτροπής βάσει στοιχείων της Eurostat και του ΟΟΣΑ
|
Η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Το τρίτο τρίμηνο του 2019, στην ΕΕ εργάζονταν 241,5 εκατομμύρια άτομα, το υψηλότερο επίπεδο που έχει επιτευχθεί ποτέ. Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας και υψηλής ειδίκευσης εξακολουθούν να είναι οι κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης. Λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας, η αύξηση της απασχόλησης αναμένεται να είναι περισσότερο συγκρατημένη στα επόμενα τρίμηνα του 2019, καθώς και το 2020. Κατά συνέπεια, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών προβλέπεται επί του παρόντος ότι θα προσεγγίσει το 75% του στόχου της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», αλλά θα παραμείνει ελαφρώς κάτω από αυτό.
Οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας είναι οι καλύτερες που έχουν καταγραφεί ποτέ
|
|
241,5 εκατ.
εργαζόμενοι κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019
+ 17 εκατ.
πρόσθετα άτομα που εργάζονται σε σχέση με το χαμηλότερο επίπεδο στα μέσα του 2013
73,9 %
ποσοστό απασχόλησης κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019
|
Ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ
*μέσος όρος πρώτου και δεύτερου τριμήνου, προσαρμοσμένος σε εποχικές διακυμάνσεις. Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
|
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ
|
Η ανεργία έπεσε στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο του 6,3 % κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019. Τα κράτη μέλη συνεχίζουν να συγκλίνουν προς χαμηλότερα επίπεδα. Η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία μειώνονται επίσης, αν και παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε ορισμένα κράτη μέλη. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού είναι κυρίως προφανείς στα κράτη μέλη με χαμηλή ανεργία, αν και αρχίζει να μειώνεται το μερίδιο των εταιρειών που αντιμετωπίζουν σχετικές ελλείψεις, λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας.
Όπου η ανεργία είναι χαμηλή παρουσιάζονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού
|
|
15,6 εκατομμύρια
άνεργοι το τρίτο τρίμηνο του 2019 (-11 εκατ. σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που καταγράφηκε το 2013)
6,3 %
ποσοστό ανεργίας το τρίτο τρίμηνο του 2019
2,5 %
ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (> 12 μήνες)
14,4 %
ποσοστό ανεργίας των νέων το τρίτο τρίμηνο του 2019
|
Δείκτης ελλείψεων εργατικού δυναμικού (αριστερά) και ποσοστό ανεργίας (δεξιά) — 2018
|
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ και έρευνα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Ο σύνθετος δείκτης περιλαμβάνει όλους τους τομείς (βλ. LMWD 2019).
|
Ο αριθμός των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού συνέχισε να παρουσιάζει σταθερή μείωση για έκτο συναπτό έτος το 2018. Μόνο το εν λόγω έτος, περίπου 2,7 εκατομμύρια λιγότερα άτομα αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ειδικότερα, η σοβαρή υλική στέρηση συνέχισε να μειώνεται έντονα, όπως και, σε μικρότερο βαθμό, το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, λόγω των καλών επιδόσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας (δείκτης σχετικής φτώχειας) παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό σε σύγκριση με το 2017. Εάν διατηρηθεί ο τωρινός ρυθμός της γενικής τάσης, ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό στην ΕΕ θα μειωθεί από το 2008 έως το 2020 κατά περίπου 13 εκατ. άτομα (σε σχέση με τον στόχο των 20 εκατ. ατόμων με βάση την στρατηγική «Ευρώπη 2020»). Ορισμένες ομάδες, κυρίως τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρίες, αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Το ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE) μειώνεται, χάρη στην πτώση της σοβαρής υλικής
στέρησης και των βελτιωμένων συνθηκών της αγοράς εργασίας
|
|
110 εκατομμύρια
άτομα αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, 7 εκατομμύρια λιγότερα σε σύγκριση με το 2008
24,3 % των παιδιών
αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο
21 %
είναι το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που κερδίζει το χαμηλότερο 40 % του πληθυσμού
|
Ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού
και οι υποσυνιστώσες του στην ΕΕ
|
Πηγή: Eurostat, SILC
|
Η εισοδηματική ανισότητα σημείωσε ελαφρά αύξηση συνολικά και παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση, αν και σχετικά ικανοποιητικά, εάν συγκριθούν σε διεθνές επίπεδο. Κατά μέσο όρο στο σύνολο της ΕΕ, το εισόδημα του πλουσιότερου 20 % των νοικοκυριών στα κράτη μέλη είναι σχεδόν υπερπενταπλάσιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20 %. Το 2018 η αναλογία αυτή αυξήθηκε οριακά, έπειτα από την ελαφρά μείωση που είχε σημειώσει το προηγούμενο έτος. Με λίγες εξαιρέσεις, τα κράτη μέλη με τα υψηλότερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας κατέγραψαν περαιτέρω αύξηση το 2018. Το εισοδηματικό μερίδιο του κατώτερου 40 % του πληθυσμού παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό το 2018 μετά την ανάκαμψη που σημείωσε το 2017. Η αντιμετώπιση των εισοδηματικών ανισοτήτων απαιτεί την ανάληψη δράσης από τα κράτη μέλη σε διάφορους τομείς, όπως ο σχεδιασμός των φορολογικών συστημάτων και των συστημάτων παροχών, τα συστήματα για τον καθορισμό του (κατώτατου) μισθού, την ενίσχυση των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση και κατάρτιση από μικρή ηλικία, την εξασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας, την προώθηση της ισότητας των φύλων και τη γεφύρωση των περιφερειακών αποκλίσεων.
Η ισότητα των φύλων εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση (11,6 εκατοστιαίες μονάδες το 2018) και τα επίπεδα αμοιβών (16,2 % το 2017) είναι σημαντικό, και παραμένει σχεδόν σταθερό από το 2013. Εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών. Η απόκτηση τέκνων και οι ευθύνες φροντίδας, σε συνδυασμό με την περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες παιδικής (και άλλου είδους) φροντίδας, καθώς και τα χρηματικά αντικίνητρα για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες των χαμηλότερων ποσοστών απασχόλησης των γυναικών. Στα περισσότερα κράτη μέλη η απόκτηση τέκνων έχει αρνητικές συνέπειες στα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών, ενώ το αντίθετο ισχύει για τους άνδρες. Το μισθολογικό χάσμα εμφανίζεται παρά το ότι οι γυναίκες διαθέτουν κατά μέσο όρο ανώτερα επίπεδα προσόντων από τους άνδρες. Αυτό συνεπάγεται συχνά διαφορές στη σύνταξη που δικαιούνται μεταγενέστερα. Αρκετά κράτη μέλη αναλαμβάνουν δράση για τη βελτίωση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Περιορισμένος αριθμός χωρών έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, τα οποία εστιάζουν κυρίως στη διαφάνεια των αμοιβών.
Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση και τις αμοιβές παραμένουν σημαντικές
|
|
11,6 ποσοστιαίες μονάδες
στο χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων το 2018, το οποίο παραμένει σχεδόν σταθερό από το 2013
9,2 εκατοστιαίες μονάδες
αντίκτυπος της απόκτησης τέκνων στην απασχόληση (χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης για τις γυναίκες με μικρά παιδιά σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς παιδιά)
16,2 %
μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων
(χαμηλότερες αποδοχές για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες) το 2017
35,2 %
συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των φύλων (χαμηλότερες συντάξεις για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες) το 2017
|
Χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων, 2003-2018, επίπεδο στην ΕΕ
και ανά χώρα (2018)
(εκατοστιαίες μονάδες, άτομα ηλικίας 20 – 64 ετών)
|
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ
|
Ο ρυθμός των μισθολογικών αυξήσεων επιταχύνθηκε το 2018, αλλά παραμένει συγκρατημένος. Το 2018 (και το 2019) οι πραγματικοί μισθοί συμβάδιζαν πλέον με την εξέλιξη της παραγωγικότητας. Τα προηγούμενα τέσσερα έτη αυξήθηκαν ελαφρώς κάτω από το επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας στα περισσότερα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Ο ρυθμός των μισθολογικών αυξήσεων ήταν σε γενικές γραμμές ταχύτερος (και πάνω από το επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας) στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και συνέβαλε στην ανοδική σύγκλιση εντός της ΕΕ. Επί του παρόντος το επίπεδο των καθαρών αποδοχών ενός εργαζομένου που αμείβεται με τον μέσο μισθό (με διόρθωση για τις διαφορές αγοραστικής δύναμης) στα περισσότερα κράτη μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι ακόμη πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ σύμφωνα με τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων. Η ισόρροπη και βιώσιμη αύξηση των μισθών θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς εργασίας και στις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις της παραγωγικότητας και παράλληλα να λαμβάνει υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα του κόστους και να σέβεται την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων.
Σε ορισμένα κράτη μέλη συνεχίζει να υπάρχει περιθώριο αύξησης των πραγματικών μισθών
|
|
+ 1,1 %
αύξηση των πραγματικών μισθών το 2018 στην ΕΕ (+0,7 % στη ζώνη του ευρώ)
9,5 %
των εργαζομένων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ
16,2 %
φτώχεια των εργαζομένων μεταξύ των απασχολούμενων με σύμβαση ορισμένου χρόνου
|
Χάσμα μεταξύ της αύξησης των πραγματικών μισθών και της αύξησης της παραγωγικότητας
(2013-2018, αριστερά), καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου
που αμείβεται με τον μέσο μισθό (2018, δεξιά)
* Οι χώρες κατατάσσονται με βάση τη διαφορά μεταξύ της αύξησης των πραγματικών αμοιβών και της αύξησης της πραγματικής παραγωγικότητας. Τα στοιχεία για την Ιρλανδία αφορούν την περίοδο 2015-2018.
|
Πηγή: Eurostat, βάση δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πραγματικό εισόδημα εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο, αποπληθωριστής ΑΕΠ· πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο).
|
Το επίπεδο των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας παραμένει γενικά σε υψηλά επίπεδα και σε πολλά κράτη μέλη. Είναι δε σημαντικά υψηλότερη για τα νοικοκυριά που περιλαμβάνουν άτομα που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Οι επαρκείς κατώτατοι μισθοί, είτε θεσπίζονται διά νόμου είτε αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγμάτευσης, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, μειώνοντας παράλληλα την εισοδηματική ανισότητα και στηρίζοντας της συνολική ζήτηση. Το 2019 τα επίπεδα του κατώτατου μισθού αυξήθηκαν και στα 22 σχεδόν κράτη μέλη όπου υπάρχει εκ του νόμου κατώτατος μισθός.
Η εκπαίδευση, η κατάρτιση και οι δεξιότητες επηρεάζουν τις προοπτικές απασχόλησης των ατόμων. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το ποσοστά απασχόλησης είναι 56,1 % για όσους δεν έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 73,4 % για όσους διαθέτουν προσόντα μεσαίου επιπέδου και 84,5 % για όσους διαθέτουν τίτλους σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η προσαρμογή στους μετασχηματισμούς της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, καθώς και στην περιβαλλοντική μετάβαση, απαιτεί συνεχή αναβάθμιση και αναπροσαρμογή των δεξιοτήτων. Παρά την αυξανόμενη αναγνώριση της πρόκλησης και παρά την ανάπτυξη κάποιων πρωτοβουλιών στα κράτη μέλη, η συμμετοχή των ενηλίκων σε δραστηριότητες μάθησης έχει αυξηθεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό την τελευταία δεκαετία και μόνον ορισμένα κράτη μέλη κατόρθωσαν να σημειώσουν σημαντικότερη βελτίωση. Παραμένει δε ιδιαίτερα χαμηλή (κάτω από 5 %) για τους ενηλίκους χαμηλής ειδίκευσης.
Παρότι οι δεξιότητες είναι κρίσιμης σημασίας για την απασχολησιμότητα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ,
η συμμετοχή σε δραστηριότητες μάθησης για ενήλικες παραμένει χαμηλή
Ποσοστά απασχόλησης ανά μορφωτικό επίπεδο το 2018
(εκατοστιαίες μονάδες, άτομα ηλικίας 20 – 64 ετών)
|
|
28,4 εκατοστιαίες μονάδες
διαφορά μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των εργαζομένων χαμηλής και υψηλής ειδίκευσης
40,7 %
του πληθυσμού ηλικίας 30-34 ετών που έχουν ολοκληρώσει σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (που υπερβαίνει τον στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»)
11,1 %
των ατόμων ηλικίας από 25 έως 64 ετών συμμετείχαν σε δραστηριότητες μάθησης για ενήλικες το 2018
μόνο 4,3 %
των ενηλίκων χαμηλής ειδίκευσης συμμετείχαν σε δραστηριότητες μάθησης για ενήλικες στην ΕΕ το 2018
|
Μερίδιο των ενηλίκων που συμμετέχουν στη μάθηση, επί του συνόλου και επί των ατόμων χαμηλής ειδίκευσης το 2018
(εκατοστιαίες μονάδες, άτομα ηλικίας 20 – 64 ετών)
|
Πηγή: Eurostat.
|
Η προσωρινή απασχόληση διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, παρά το ότι παραμένει σχετικά σταθερή κατά μέσον όρο τα τελευταία έτη σε περίπου 14 %. Παραμένουν προκλήσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι αναγκαστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν το εφαλτήριο προς την απασχόληση αορίστου χρόνου και ότι αποφεύονται φαινόμενα μεταπήδησης μεταξύ ανεργίας και επισφαλών θέσεων εργασίας. Σε ορισμένα κράτη μέλη πραγματοποιούνται μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Αυτές περιλαμβάνουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας.
Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου συχνά δεν λειτουργούν ως «εφαλτήριο»
|
|
14,2 %
ποσοστό εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου το 2018
53 %
του συνόλου των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης εργάζονται με καθεστώς αναγκαστικής προσωρινής απασχόλησης
25,6 %
του συνόλου των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης μεταβαίνουν σε μόνιμη θέση εργασίας σε διάστημα ενός έτους
|
Ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς αναγκαστικής προσωρινής απασχόλησης επί του συνόλου των εργαζομένων (αριστερά)
και ποσοστό μετάβασης σε μόνιμες θέσεις εργασίας (δεξιά)
|
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
|
Η εργασία μέσω πλατφόρμας αποτελεί αναδυόμενη μορφή απασχόλησης στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Σύμφωνα με την ανάλυση του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με βάση την έρευνα COLLEEM II, που καλύπτει περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη, 1,4 % των εργαζομένων στις εν λόγω χώρες παρείχαν υπηρεσίες εργασίας ως την κύρια εργασία τους μέσω πλατφορμών το 2018. Εκτιμάται ότι το ένα τρίτο της εργασίας μέσω πλατφόρμας στην ΕΕ παρέχεται σε διασυνοριακή βάση. Οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων μέσω πλατφόρμας διαφέρουν σημαντικά, ανάλογα, για παράδειγμα, με το νομικό καθεστώς τους (υπάλληλοι ή αυτοαπασχολούμενοι), τον τύπο καθηκόντων που εκτελούν και το επιχειρηματικό μοντέλο της μητρικής τους εταιρείας. Η δημιουργία της εργασίας μέσω πλατφόρμας, παρά το ότι προσφέρει νέες ευκαιρίες απασχόλησης και επιτρέπει την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρησιακών μοντέλων, αποτελεί πρόκληση για τις υπάρχουσες εργασιακές πρακτικές και νομικά πλαίσια (π.χ. όσον αφορά την προστασία των συνθηκών εργασίας, την πρόσβαση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στα συστήματα κοινωνικής προστασίας), τα οποία συχνά δεν είναι πλήρως προσαρμοσμένα στις νέες εξελίξεις. Επιπλέον, θέτει νέα ερωτήματα σχετικά με τη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της αλγοριθμικής διαχείρισης.
Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης και στη διευκόλυνση της αγοράς εργασίας αντιστοιχίζοντας την παροχή καθοδήγησης και την ενεργητική στήριξη. Τα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα για την ενίσχυση της παροχής εξατομικευμένων υπηρεσιών και καταβάλλουν προσπάθειες για να απλουστεύσουν και να αυξήσουν τον συντονισμό των υπηρεσιών. Παρόλα αυτά, ο ρόλος των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης ως διαμεσολαβητών παραμένει ανομοιόμορφος μεταξύ των κρατών μελών. Συνεχίζουν να υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά την προσέγγιση των ατόμων που είναι πιο απομακρυσμένα από την αγορά εργασίας. Παράλληλα, συνεχίζουν οι προσπάθειες για την ενίσχυση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικτύου δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης.
Αρκετά κράτη μέλη έχουν περιθώριο να βελτιώσουν την αντιστοίχιση μέσω των ΔΥΑ.
|
|
44,3 %
των ανέργων χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης για την αναζήτηση εργασίας
21,6 %
των ανέργων χρησιμοποιούν ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας
|
Ποσοστό ανέργων που χρησιμοποιούν
δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης για την αναζήτηση εργασίας
|
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ
|
Οι δαπάνες στέγασης είναι υπερβολικά υψηλές για μεγάλο (αν και μειούμενο) ποσοστό των νοικοκυριών. Ένας στους δέκα Ευρωπαίους επιβαρύνεται υπερβολικά από τις δαπάνες στέγασης. Διόλου παραδόξως, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα και τα άτομα που ζουν σε πόλεις πλήττονται περισσότερο. Η σοβαρή στέρηση στέγης είναι σταθερή και μειώνεται σε ορισμένα κράτη μέλη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπου τα ζητήματα ποιότητας της στέγασης ήταν περισσότερο έντονα. Παρά τις βελτιώσεις αυτές, σημαντικό ποσοστό των νοικοκυριών στις χώρες αυτές αντιμετωπίζουν κακές συνθήκες στέγασης. Το φαινόμενο των αστέγων, ως η πλέον ακραία μορφή αποκλεισμού από τη στέγαση, αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία στα περισσότερα κράτη μέλη. Για την αντιμετώπιση της εν λόγω πρόκλησης, πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει στρατηγικές για την υλοποίηση ολοκληρωμένων παρεμβάσεων σχετικά με το φαινόμενο των αστέγων και του αποκλεισμού από τη στέγαση. Παρατηρείται αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας των υπηρεσιών πρόληψης και της ενισχυμένης συνεργασίας τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών.
Η υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης αποτελεί πρόκληση σε αρκετά κράτη μέλη
|
|
1 στους 10
Ευρωπαίους αντιμετωπίζει υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης
3,9 %
του πληθυσμού αντιμετωπίζει σοβαρή στέρηση στέγης
1,9 %
δεν διαθέτει ούτε μπανιέρα ούτε ντους στην κατοικία του
|
Ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριό του οποίου το κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει πάνω από το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, 2018
|
Πηγή: Eurostat, SILC.
|
Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας εκσυγχρονίζονται, καθώς ορισμένα κράτη μέλη επεκτείνουν την κάλυψή τους και βελτιώνουν την επάρκειά τους. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες αρκετές ομάδες (κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης) που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη οικονομική αβεβαιότητα με περιορισμένη πρόσβαση στην κοινωνική προστασία. Κατά μέσο όρο, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών (εκτός των συντάξεων) στον κίνδυνο φτώχειας μειώθηκε το 2018. Επιπλέον, ο κίνδυνος και το βάθος της φτώχειας των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά (οιονεί) ανέργων συνέχισαν να αυξάνονται. Κατά μέσο όρο, μόνο το ένα τρίτο περίπου των βραχυχρόνια ανέργων καλύπτονται από παροχές ανεργίας στην ΕΕ. Παρότι υφίστανται επί του παρόντος συστήματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλα τα κράτη μέλη, η επάρκειά τους παρουσιάζει ακόμη σημαντικές διαφορές.
Η βελτίωση της κάλυψης και της επάρκειας είναι καίριας σημασίας
για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής προστασίας
|
|
Κατά μέσο όρο, οι κοινωνικές παροχές (εκτός από τις συντάξεις) μειώνουν τη φτώχεια
κατά 33,2 %
32,9 %
των βραχυχρόνια ανέργων (<12 μήνες) καλύπτονται από παροχές ανεργίας
Σε 8 κράτη μέλη
οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν πρόσβαση σε προστασία κατά της ανεργίας
Σε 2 κράτη μέλη
το καθαρό εισόδημα των δικαιούχων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι πάνω από το εθνικό όριο φτώχειας
|
Κάλυψη των παροχών ανεργίας
για τους βραχυχρόνια ανέργους (<12 μήνες)
Καθαρό εισόδημα δικαιούχων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (εισοδηματικό έτος: 2017)
Σημείωση: από το 2018 λειτουργεί και στην Ιταλία ένα σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ο υπό εξέταση χαμηλόμισθος εργαζόμενος κερδίζει το 50 % του μέσου μισθού και εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
|
Πηγή: ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βάσει στοιχείων της Eurostat
|
Οι δημογραφικές αλλαγές καθιστούν σαφώς αναγκαία την προσαρμογή των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και της μακροχρόνιας φροντίδας. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ήδη μειώνεται κατά μέσο όρο στην ΕΕ και προβλέπεται να σημειώσει περαιτέρω πτώση. Σε 11 κράτη μέλη θα μειωθεί κατά περισσότερο από 3 % την επόμενη πενταετία. Παράλληλα, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να καλούνται να λάβουν μέτρα για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων συνταξιοδότησης, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας φροντίδας τους, έτσι ώστε να διαφυλάξουν την επάρκεια τη βιωσιμότητά τους και παράλληλα να διασφαλίσουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Παρά το ότι η ικανότητα των συντάξεων όσον αφορά την αναπλήρωση του εισοδήματος και την πρόληψη της φτώχειας διαφέρει σε σημαντικό βαθμό μεταξύ των κρατών μελών, η εξασφάλιση της επάρκειας των συντάξεων αποκτά μεγαλύτερη σημασία στον πολιτικό διάλογο. Παράλληλα, η προώθηση της βιωσιμότητας των συστημάτων μακροχρόνιας φροντίδας και της πρόσβασης σε αυτά συνιστά ιδιαίτερη πρόκληση, καθώς πολλά κράτη μέλη επί του παρόντος στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην άτυπη φροντίδα. Κατά συνέπεια, ορισμένα εξ αυτών άρχισαν να υλοποιούν μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της δεξαμενής φροντιστών και τη βελτίωση της κατάστασης των άτυπων φροντιστών (η πλειονότητα των οποίων είναι γυναίκες).
Η γήρανση του πληθυσμού απαιτεί τον εκσυγχρονισμό
των συστημάτων συνταξιοδότησης, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας φροντίδας
|
|
1,7 %
του πληθυσμού αναφέρει ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται
10,2
έτη υγιούς ζωής στην ηλικία των 65 ετών για τις γυναίκες και 9,8 για τους άνδρες
Από 3 το 2018 σε 2 το 2050
είναι ο αριθμός των εργαζόμενων ενηλίκων που συντηρούν έναν συνταξιούχο
|
Δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (λόγος μεταξύ του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65+ ετών και των ατόμων ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών) στην ΕΕ
Σημείωση: εκφραζόμενο ανά 100 ενεργά άτομα (15-64 ετών).
Με ανοιχτό γαλάζιο χρώμα εμφαίνονται οι ελάχιστες και οι μέγιστες προβλεπόμενες τιμές ανά έτος.
|
Πηγή: Eurostat, βασικές προβλέψεις
|
Η ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς συμβαδίζει με την ενίσχυση της ποιότητας του κοινωνικού διαλόγου. Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων στον κοινωνικό τομέα και στο πεδίο της απασχόλησης έχει αναγνωριστεί στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση. Συνολικά, η ποιότητα της συμμετοχής σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο παρέμεινε σταθερή στα περισσότερα κράτη μέλη αν και εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των χωρών. Επιπλέον, παρά το ότι η συνολική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο έχει προχωρήσει με αργούς ρυθμούς, υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση. Συγκεκριμένα, αυτό συνεπάγεται περισσότερο προβλέψιμες και ουσιαστικές ανταλλαγές σε ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο της κατάρτισης των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που προβλέπεται σχετικά.
1.ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζεται επισκόπηση της αγοράς εργασίας και των κοινωνικών τάσεων και προκλήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με λεπτομερή αναλυτική περιγραφή των σημαντικότερων τομέων της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής. Αναλυτικές τάσεις ανά κράτος μέλος παρέχονται σε επόμενες ενότητες της έκθεσης.
1.1Τάσεις της αγοράς εργασίας
Ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται αυξήθηκε για πέμπτο συνεχόμενο έτος το 2018, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με το 2017 (δηλαδή κατά 1,3 % έναντι 1,6 %). Η συνολική απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται με αργό ρυθμό κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2019 και ανήλθε σε 241,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας το τρίτο τρίμηνο του 2019 – περίπου 2,1 εκατομμύρια περισσότερες θέσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος και το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ στην ΕΕ. Σε ετήσιους όρους η συνολική απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1 % το 2019 και κατά 0,5 % το 2020. Σε σύγκριση με το χαμηλότερο επίπεδο, το οποίο είχε καταγραφεί το πρώτο τρίμηνο του 2013, περισσότερα από 17 εκατομμύρια επιπλέον άτομα βρήκαν θέση εργασίας στην ΕΕ, μεταξύ των οποίων 11 εκατομμύρια στη ζώνη του ευρώ.
Το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών συνέχισε να αυξάνεται πλησιάζοντας τον στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Το 2018 αυξήθηκε κατά μία εκατοστιαία μονάδα φτάνοντας το 73,2 % ετησίως κατά μέσο όρο, και στη συνέχεια ανήλθε σε 73,9 % κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019, δηλαδή αυξήθηκε κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε με τον ίδιο ρυθμό στη ζώνη του ευρώ, κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 72,7 % το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Τα επίπεδα αυτά είναι τα υψηλότερα που έχουν επιτευχθεί ποτέ τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ. Εάν η θετική τάση συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς, η ΕΕ θα είναι σε θέση να επιτύχει τον στόχο που έχει θέσει για ποσοστό απασχόλησης 75 %. Ωστόσο, λόγω της παρούσας επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη δημιουργία στενότητας των αγορών εργασίας σε ορισμένα κράτη μέλη, ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού απασχόλησης ενδέχεται είναι βραδύτερος στα επόμενα τρίμηνα του 2019 και το 2020, έτσι ώστε τελικά ενδέχεται να πλησιάσει χωρίς όμως να επιτύχει τον στόχο για το 2020.
Η θετική τάση του ποσοστού απασχόλησης συνοδεύτηκε από αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας για την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών ανήλθε σε 78,7 % στην ΕΕ και σε 78,5 % στη ζώνη του ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019 (έναντι 78,4 % και 78,3 %, αντίστοιχα, το προηγούμενο έτος). Όπως και τα προηγούμενα έτη, η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας (55-64 ετών) και, σε μικρότερο βαθμό, στις γυναίκες.
Διάγραμμα 1: Τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ στην ΕΕ
Ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ
*μέσος όρος πρώτου και δεύτερου τριμήνου, προσαρμοσμένος σε εποχικές διακυμάνσεις.
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Το σύνολο των δεδουλευμένων ωρών αυξάνεται με βραδύτερο αλλά σταθερό ρυθμό και έχει πλέον υπερβεί το ανώτατο επίπεδο του 2008. Αφότου ξεκίνησε η ανάκαμψη το 2013, ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται έχει αυξηθεί με σημαντικά ταχύτερο ρυθμό από τον όγκο των δεδουλευμένων ωρών (μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2013 και του δεύτερου τριμήνου του 2019 ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 7,7 % ενώ ο αριθμός των ωρών κατά 7,1 %). Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει εν μέρει μια μακροπρόθεσμη διαρθρωτική μείωση, που επιδεινώθηκε από την αύξηση της (αναγκαστικής) μερικής απασχόλησης στον απόηχο της κρίσης, καθώς και από τη μετατόπιση της απασχόλησης προς τομείς με πιο χαμηλή ένταση εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, ο όγκος των δεδουλευμένων ωρών αυξήθηκε το 2018, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά το ανώτατο επίπεδο του 2008 κατά 0,3 %.
Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται το 2018 και τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2019. Η ισχυρή δημιουργία θέσεων εργασίας, σε ένα πλαίσιο μετρίως αυξανόμενης συμμετοχής στην αγορά εργασίας, είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω πτώση της ανεργίας. Το τρίτο τρίμηνο του 2019, το ποσοστό ανεργίας (ηλικιακή ομάδα 15-74 ετών) μειώθηκε στο 6,3 % στην ΕΕ και στο 7,5 % στη ζώνη του ευρώ, από 6,7 % και 8 %, αντίστοιχα, το προηγούμενο έτος. Σε απόλυτους αριθμούς, αυτό αντιστοιχεί σε 15,6 εκατομμύρια ανέργους στην ΕΕ, ήτοι περίπου 1 εκατομμύριο λιγότερους σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, και σχεδόν 11 εκατομμύρια λιγότερους από το ανώτατο όριο που είχε καταγραφεί το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Παρά τη μείωση των ποσοστών ανεργίας, το προηγούμενο έτος, σε όλα τα κράτη μέλη εξακολουθεί να διαπιστώνεται σημαντικός βαθμός ανομοιογένειας (όπως καταδεικνύεται στην ενότητα 3.1.1), καθώς ορισμένες χώρες καταγράφουν πολύ χαμηλά επίπεδα (και έχουν μικρά περιθώρια για περαιτέρω βελτιώσεις), ενώ άλλες εξακολουθούν να απέχουν πολύ από τα κατώτατα προ κρίσης επίπεδά τους.
Διάγραμμα 2: Παρότι οι επιχειρήσεις αναφέρουν υψηλό επίπεδο ελλείψεων εργατικού δυναμικού, στην αγορά εργασίας υπάρχουν ενδείξεις βελτιωμένης αντιστοίχισης ατόμων και θέσεων εργασίας
Καμπύλη Beveridge στην ΕΕ
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ και έρευνα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Σημείωση: στοιχεία προσαρμοσμένα σε εποχικές διακυμάνσεις.
Παρότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού υποχώρησαν ελαφρώς σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, παραμένουν σε υψηλό επίπεδο. Αφότου ξεκίνησε η ανάκαμψη, το μερίδιο των επιχειρήσεων που δηλώνει τη διαθεσιμότητα του εργατικού δυναμικού ως παράγοντα που περιορίζει την παραγωγή αυξήθηκε συνεχώς στην ΕΕ, από περίπου 5 % στο τέλος του 2012 σε περίπου 20 % το 2018. Όπως φαίνεται από την καμπύλη Beveridge (διάγραμμα 2), η αύξηση αυτή συμβαδίζει με τη συνεχιζόμενη πτώση της ανεργίας, αν και η προς τα έξω μετατόπιση της καμπύλης που σημειώθηκε μεταξύ του 2010 και του 2013 αποτυπώνει τη χαμηλότερη αποδοτικότητα της αντιστοίχισης κατά την περίοδο μετά την κρίση σε σύγκριση με την προ κρίσης περίοδο. Λόγω της πρόσφατης επιβράδυνσης της οικονομίας, ο αριθμός των επιχειρήσεων που αναφέρουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού μειώθηκε ελαφρώς το 2019, ενώ η ανεργία συνέχισε την πτωτική της πορεία, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Παρότι είναι πρόωρο να κρίνει κανείς αν η καμπύλη Beveridge υποδεικνύει κάποια αλλαγή τάσης, η συμπεριφορά των τελευταίων τριμήνων αποτελεί ένδειξη μετατόπισης της καμπύλης προς τα μέσα, η οποία συνάδει με γενικότερη βελτίωση της διαδικασίας αντιστοίχισης ατόμων και θέσεων εργασίας (αν και η κατάσταση διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών).
Η μακροχρόνια ανεργία και η ανεργία των νέων συνεχίζουν επίσης να μειώνονται. Η συνεχής βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της ομάδας των μακροχρόνια ανέργων (δηλαδή όσων είναι άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους). Ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση ανήλθε σε 6,2 εκατομμύρια το δεύτερο τρίμηνο του 2019, δηλαδή 1,1 εκατομμύρια (ήτοι 15 %) λιγότερα άτομα συγκριτικά με το ίδιο τρίμηνο του 2018. Με ποσοστό 2,5 % επί του ενεργού πληθυσμού, η μακροχρόνια ανεργία έχει φτάσει στο κατώτατο προ κρίσης ποσοστό που είχε σημειωθεί το τρίτο τρίμηνο του 2008 (ενώ στη ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να το υπερβαίνει, ανερχόμενη σε 3,3 % έναντι 2,8 %). Όσον αφορά την κατάσταση των νέων που αναζητούν εργασία, παρατηρείται επίσης σαφής βελτίωση. Το ποσοστό ανεργίας των νέων κατέγραψε πτώση κατά 1 εκατοστιαία μονάδα για την ΕΕ, όπου μειώθηκε στο 14,4 % το τρίτο τρίμηνο του 2019, και κατά 0,9 εκατοστιαίες μονάδες στη ζώνη του ευρώ, όπου μειώθηκε στο 15,8 % (ωστόσο, εξακολουθούν να καταγράφονται ποσοστά άνω του 30 % στην Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα). Συνολικά, 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας μεταξύ 15 και 24 ετών είναι άνεργοι στην ΕΕ, και ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 5,5 εκατομμύρια εάν ληφθούν υπόψη και όλα τα άτομα εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης (ΕΑΕΚ). Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό ΕΑΕΚ βελτιώθηκε πέρυσι, καθώς μειώθηκε στο 10,2 % στην ΕΕ και στο 10,3 % στη ζώνη του ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2019 (από 10,6 % και 10,8 %, αντίστοιχα, το προηγούμενο έτος). Τα ποσοστά αυτά είναι τα χαμηλότερα που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Παρά τη μείωση του ποσοστού ΕΑΕΚ, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου σταθεροποιήθηκε. Έπειτα από σταθερή πτωτική πορεία κατά την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση (ηλικίας 18-24 ετών) σταθεροποιήθηκε στο 10,6 % το 2017 και το 2018. Κατά συνέπεια, παρά το ότι το ποσοστό αυτό είναι πολύ κοντά στον στόχο του 10 % της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Αντιθέτως, ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (40 % στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών) επιτεύχθηκε το 2018, με ποσοστό 40,7 % (αυξημένο κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2017).
Διάγραμμα 3: Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας και υψηλής ειδίκευσης είναι οι κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης
Ποσοστά απασχόλησης και αύξηση της απασχόλησης σε διάφορες ομάδες στην ΕΕ
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας εξακολουθούν να αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα που συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης. Όπως και τα προηγούμενα έτη, το 2018 η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης καταγράφηκε στην ομάδα των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας (55-64 ετών) σε σύγκριση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες (διάγραμμα 3): ο αριθμός των απασχολούμενων στη συγκεκριμένη ομάδα αυξήθηκε κατά 4,1 % το 2018 (παρόμοιο ποσοστό αύξησης με το 2017, που ήταν αντίστοιχα 4,3 %). Το ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας αυξήθηκε, συνεπώς, κατά 1,6 εκατοστιαίες μονάδες σε 58,7 % το 2018, και πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ (αυξημένο κατά περισσότερες από 13 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2008). Η απασχόληση αυξήθηκε επίσης και σε άλλες ηλικιακές ομάδες, αν και με βραδύτερους ρυθμούς. Ειδικότερα, ο αριθμός των νέων (ηλικίας 15-24 ετών) που εργάζονται αυξήθηκε με παρόμοιο ρυθμό με εκείνον του 2017 (1,5 % έναντι 1,6 %), οδηγώντας σε αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των νέων κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες στο 35,4 % (πλην όμως, το ποσοστό αυτό παραμένει χαμηλότερο κατά 1,9 εκατοστιαίες μονάδες από το επίπεδο του 2008). Η απασχόληση των ενηλίκων σε κατ’ εξοχήν παραγωγική ηλικία (25-54 ετών) αυξήθηκε κατά 0,4 %, με αποτέλεσμα το ποσοστό απασχόλησης να ανέλθει στο 80,4 % το 2018.
Το ποσοστό απασχόλησης ατόμων που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ συνέχισε να αυξάνεται. Στην ηλικιακή ομάδα 20-64 αυξήθηκε στο 64,5 % το 2018 (1,5 εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω από ό,τι το 2017), κάτι που ισοδυναμεί σε αύξηση σε απόλυτους όρους από 17,4 εκατ. σε 18,3 εκατ. Το ποσοστό απασχόλησης για την ομάδα αυτή μπορεί να συγκριθεί με το 73,9 % κατά μέσον όρο για τους γηγενείς (0,9 εκατοστιαίες μονάδες περισσότερο από ό,τι το 2017). Ως εκ τούτου, αν και το χάσμα μειώνεται ελαφρώς, παραμένει σημαντικό, αφού διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης (άνω των 9 εκατοστιαίων μονάδων το 2018, έναντι κάτω των 5 εκατοστιαίων μονάδων το 2008).
Η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται με ελαφρώς ταχύτερο ρυθμό για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, όμως το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση παραμένει μεγάλο. Το 2018 η αύξηση της απασχόλησης ήταν κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες ταχύτερη για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες (ίδια τιμή με το 2017). Ωστόσο, μια τόσο μικρή διαφορά δεν ήταν αρκετή για να μειώσει το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση (δηλ. τη διαφορά των ποσοστών απασχόλησης ανά φύλο), το οποίο παρέμεινε σταθερό στις 11,5 εκατοστιαίες μονάδες. Αφότου σημείωσε σημαντική πτώση κατά τη διάρκεια της κρίσης (έφτασε τις 15 εκατοστιαίες μονάδες το 2008), γεγονός που αντικατοπτρίζει τις εντονότερες επιπτώσεις της ύφεσης στην απασχόληση των ανδρών, ο δείκτης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος από το 2014. Το μέγεθος του χάσματος για γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών, 14,5 εκατοστιαίες μονάδες, φαίνεται ιδιαίτερα μεγάλο (κυρίως σε σχέση με την τεκνοποίηση), ενώ για τις γυναίκες ηλικίας 55-64 ετών τοποθετείται στις 13,7 εκατοστιαίες μονάδες και για τις γυναίκες χαμηλής ειδίκευσης στις 21,1 εκατοστιαίες μονάδες (σε σύγκριση με 10,9 και 6,8 εκατοστιαίες μονάδες για τις γυναίκες με μεσαία και υψηλή ειδίκευση αντίστοιχα).
Οι εργαζόμενοι με υψηλή ειδίκευση αποτελούν ένα αυξανόμενο ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Το γεγονός αυτό αποτελεί μέρος μιας μακροπρόθεσμης τάσης, καθώς η απασχόληση που βασίζεται στις δραστηριότητες με υψηλή ειδίκευση παρουσιάζει ανοδική τάση, ενώ τα εργατικά δυναμικά αποκτούν όλο και υψηλότερη ειδίκευση. Αυτό αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη ζήτηση και προσφορά εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης στην οικονομία. Ο αριθμός των εργαζομένων (ηλικιακή ομάδα 25-64 ετών) με τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 3,1 % το 2018, με αποτέλεσμα το ποσοστό απασχόλησης της συγκεκριμένης ομάδας να ανέλθει στο 85,8 %. Καταγράφηκε μόνον ελαφρά αύξηση της τάξης του 0,2 % όσον αφορά τους εργαζομένους μεσαίας ειδίκευσης (δηλ. όσους έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), των οποίων το ποσοστό απασχόλησης ανήλθε στο 76,4 %. Αντιθέτως, ο αριθμός των εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης (δηλ. κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή χαμηλότερης) συνέχισε να μειώνεται κατά 0,8 % (έπειτα από 0,3 % το 2017). Ωστόσο, καθώς ο συνολικός πληθυσμός των εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης στην ηλικιακή ομάδα 25-64 ετών μειώνεται σταθερά (το 2018 μόνο μειώθηκε κατά 1,7 εκατ., δηλ. 2,7 %) –στο πλαίσιο μιας τάσης που αντικατοπτρίζει τη γήρανση του πληθυσμού και το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο των νεότερων γενεών– το ποσοστό απασχόλησης της συγκεκριμένης ομάδας αυξήθηκε στην πραγματικότητα από 55,6 % το 2017 σε 56,8 % το 2018. Το χάσμα μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των εργαζομένων χαμηλής και υψηλής ειδίκευσης συνεχίζει να μειώνεται (σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο των 31,4 εκατοστιαίων μονάδων το 2013), αλλά παραμένει πολύ υψηλό στις 29 εκατοστιαίες μονάδες, υποδεικνύοντας την ανάγκη ανάληψης δράσης για την αύξηση της απασχολησιμότητας των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, κυρίως μέσω της αναβάθμισης και της απόκτησης νέων δεξιοτήτων.
Οι περισσότερες από τις πρόσθετες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το 2018 είναι μόνιμες και πλήρους απασχόλησης, αλλά το μερίδιο των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης παραμένει σημαντικό. Από τα 2,7 εκατομμύρια πρόσθετων απασχολούμενων (ηλικίας 15-64 ετών) που καταγράφηκαν το 2018, σχεδόν όλοι προσλήφθηκαν με συμβάσεις αορίστου χρόνου· ο αριθμός των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης αυξήθηκε μόλις κατά 55 χιλιάδες την ίδια περίοδο (συγκριτικά με 0,8 εκατομμύρια το προηγούμενο έτος). Ωστόσο, η αύξηση των συμβάσεων αορίστου χρόνου δεν ήταν αρκετή ώστε να μειώσει το συνολικό ποσοστό των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης επί του συνόλου των απασχολούμενων, το οποίο μειώθηκε μόλις κατά 0,1 εκατοστιαίες μονάδες στο 14,2 % το 2018. Η αυτοαπασχόληση (στην ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών) μειώθηκε κατά 160 χιλιάδες άτομα, συνεχίζοντας την αργή πτωτική πορεία που σημειώθηκε τα προηγούμενα έτη και φτάνοντας σε ποσοστό 13,5 % επί της συνολικής απασχόλησης (μειωμένο έναντι του 13,7 % το 2017 και του 14,4 % το 2013). Τέλος, οι περισσότερες πρόσθετες θέσεις εργασίας ήταν πλήρους απασχόλησης (+2,4 εκατ.), ενώ ο αριθμός των εργαζομένων μερικής απασχόλησης παρέμεινε σχεδόν σταθερός. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης (ηλικίας 15-64 ετών) μειώθηκε ελαφρώς για τρίτο συνεχόμενο έτος (κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες στο 19,2 % το 2018), αν και εξακολούθησε να υπερβαίνει το επίπεδο του 2008 σχεδόν κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες. Θετικό στοιχείο αποτελεί, από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το ποσοστό των εργαζομένων με καθεστώς αναγκαστικής μερικής απασχόλησης επί του συνόλου των εργαζομένων μερικής απασχόλησης συνέχισε να μειώνεται (από το ανώτατο επίπεδο του 29,6 % το 2014 στο 24,6 % το 2018), αν και παρέμεινε σημαντικό.
Όσον αφορά τις εξελίξεις σε επίπεδο τομέων, συνεχίζεται η στροφή της απασχόλησης προς τον τομέα των υπηρεσιών. Σύμφωνα με την τάση των πρόσφατων ετών, το 2018 ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων εργασίας δημιουργήθηκε στον τομέα των υπηρεσιών (2,6 εκατομμύρια επιπλέον εργαζόμενοι το 2018, ήτοι +1,5 % σε σύγκριση με το 2017, βάσει των εθνικών λογαριασμών). Αυτή η αύξηση συνέχισε να ωθεί προς τα πάνω το ποσοστό των υπηρεσιών επί της συνολικής απασχόλησης, το οποίο την τελευταία δεκαετία σημείωσε συνεχή αύξηση από το 70,1 % το 2008 στο 74 % το 2018. Σε απόλυτους όρους, η βιομηχανία κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση το 2018 (κατά 470 χιλιάδες άτομα), η οποία αντιστοιχεί σε άνοδο κατά 1,3 % σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (σύμφωνα με τις επιδόσεις που καταγράφηκαν το 2017 και το 2016). Για δεύτερο συνεχόμενο έτος, ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνται στον τομέα των κατασκευών αυξήθηκε κατά περισσότερο από 2 % (ήτοι 337 χιλιάδες άτομα), εδραιώνοντας την ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2015. Ωστόσο, ο αριθμός των απασχολούμενων στον τομέα αυτόν εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος κατά σχεδόν 13 % από τον αριθμό που είχε καταγραφεί το 2008. Τέλος, αφού σταθεροποιήθηκε το 2017, η απασχόληση στον τομέα της γεωργίας άρχισε να μειώνεται εκ νέου το 2018 (κατά 2,5 %) σύμφωνα με τη μακροπρόθεσμη τάση που παρουσιάζει ο συγκεκριμένος τομέας. Για την ακρίβεια, το ποσοστό της γεωργίας επί της συνολικής απασχόλησης μειώθηκε από 5,4 % το 2008 σε 4,3 % το 2018.
1.2Κοινωνικές τάσεις
Ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού
,
συνέχισε την καθοδική πορεία του. Για έκτο συνεχόμενο έτος το 2018 (διάγραμμα 4) εξακολούθησε αυτή η πτωτική τάση και ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε στα 110 εκατ. άτομα (ή 21,9 % του συνολικού πληθυσμού), σχεδόν 2,7 εκατ. λιγότερα σε σύγκριση με το 2017 (δηλ. μειώθηκαν κατά περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008). Η συνολική τάση αποτυπώνει μείωση της σοβαρής υλικής στέρησης, και σε μικρότερο βαθμό, μείωση του ποσοστού των νοικοκυριών με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, ενώ το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό. Τα στοιχεία αυτά συνάδουν συνολικά με την ανάκαμψη της απασχόλησης και τις αυξήσεις του διαθέσιμου εισοδήματος. Εάν η θετική τάση συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό, η ΕΕ θα είναι σε θέση να σημειώσει έως το 2020 μείωση των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού κατά περίπου 13 εκατομμύρια άτομα σε σχέση με το 2008 (έναντι του στόχου των 20 εκατομμυρίων που έχει τεθεί στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»). Ωστόσο, η τρέχουσα επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας υποδηλώνει ότι η πραγματική μείωση ενδέχεται να είναι λιγότερο σημαντική.
Συνεχίζεται η κατακόρυφη μείωση του αριθμού των ατόμων που πάσχουν από σοβαρή υλική στέρηση. Το 2018 περισσότερα από 3 εκατομμύρια άτομα ανακουφίστηκαν από τη σοβαρή υλική στέρηση, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των πληττόμενων ατόμων να μειωθεί στα 29,7 εκατομμύρια, ήτοι σε ποσοστό 5,9 % του πληθυσμού της ΕΕ. Η μείωση αυτή συνιστά σημαντική βελτίωση για έκτο συνεχόμενο έτος και αντικατοπτρίζει τη βελτίωση της υλικής κατάστασης των νοικοκυριών. Καθώς η πτώση του συγκεκριμένου δείκτη οφείλεται σε καλές επιδόσεις των κρατών μελών στα οποία σημειώνονται τα υψηλότερα επίπεδα σοβαρής υλικής στέρησης (βλ. ενότητα 3.4), η συνολική βελτίωση υποδεικνύει συνεχιζόμενη κοινωνική σύγκλιση προς τα πάνω.
Η εύρωστη αγορά εργασίας συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση του αριθμού των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά οιονεί ανέργων. Ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας μειώθηκε περαιτέρω κατά περίπου 3 εκατομμύρια άτομα. Τα άτομα αυτά αντιπροσωπεύουν το 8,8 % του πληθυσμού, ποσοστό που είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.
Διάγραμμα 4: Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώνεται, αλλά το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερό
Ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE) και επιμέρους στοιχεία (2005-2017).
Πηγή: Eurostat, SILC.
Το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας παραμένει υψηλό παρά την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας. Ο δείκτης της σχετικής φτώχειας παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερός, καθώς σημείωσε οριακή αύξηση από το 16,9 % στο 17,1 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα μικρότερο του 60 % του εθνικού διάμεσου υπερβαίνει ελαφρώς τα 86 εκατομμύρια, δηλ. ένα εκατ. άτομα περισσότερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρά το ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις ταχείες εκτιμήσεις της Eurostat, τα ποσοστά φτώχειας αναμένεται να μειωθούν, ο ρυθμός της μείωσης αυτής παραμένει στάσιμος ύστερα από την έντονη αύξησή του το 2017.
Το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας παρέμεινε σε γενικές γραμμές σε υψηλά επίπεδα το 2018. Το 2018 το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε κατά 0,1 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 και παραμένει κοντά στο υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε το 2016. Το 9,5 % των απασχολούμενων ζει σε νοικοκυριά με εισόδημα μικρότερο του 60 % του διάμεσου εισοδήματος (ποσοστό υψηλότερο κατά 1,2 εκατοστιαίες μονάδες από τα κατώτατα επίπεδα του 2010). Τα άτομα που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης και με συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο αυτόν, αλλά σε ορισμένα κράτη μέλη ο ίδιος κίνδυνος εμφανίζεται σχετικά υψηλός για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης και για τους εργαζομένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου (βλ. επίσης ενότητες 3.1.1 και 3.4.1).
Από τις τάσεις που παρατηρούνται όσον αφορά το βάθος της φτώχειας προκύπτει ότι σε ορισμένες χώρες η οικονομική ανάπτυξη δεν παρέχει οφέλη σε όλους. Το σχετικό διάμεσο χάσμα εισοδηματικής φτώχειας, με το οποίο υπολογίζεται πόσο απέχουν από το όριο της φτώχειας τα άτομα που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας (δηλ. πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί), αυξήθηκε κατά μισή εκατοστιαία μονάδα στο 24,6 % το 2018. Τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζουν διαφορετικές τάσεις μεταξύ των κρατών μελών, από τις οποίες προκύπτει συνολικά ότι το εύρος των θετικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης δεν περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τους φτωχότερους ανθρώπους.
Ο κίνδυνος και το βάθος της φτώχειας των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά (οιονεί) ανέργων συνέχισαν να αυξάνονται. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας για τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας (μικρότερη από το 20 % της ικανότητάς τους) είναι υψηλό (62,1 % το 2018) και εμφανίζει σταθερή αύξηση για πέμπτο συνεχόμενο έτος. Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε ως τάση προς παρακολούθηση από την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας
. Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες διαφορές μεταξύ του διάμεσου εισοδήματος των ατόμων αυτών και του ορίου του κινδύνου φτώχειας (βλ. ενότητα 3.4.1), κάτι που δηλώνει πιθανές ελλείψεις όσον αφορά την επάρκεια και την κάλυψη των παροχών.
Παρά τις συνεχείς βελτιώσεις, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν τα παιδιά παραμένει υψηλός. Το 2018 το ποσοστό των παιδιών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ-28 μειώθηκε κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες στο 24,3 %. Ωστόσο, το ποσοστό παραμένει υψηλότερο από το αντίστοιχο για τον γενικό πληθυσμό. Σε όλα τα κράτη μέλη, τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι χαμηλής ειδίκευσης αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, γεγονός που αντικατοπτρίζει συνεχιζόμενες ανισότητες ευκαιριών.
Τα συνολικά εισοδήματα των νοικοκυριών συνεχίζουν να αυξάνονται. Το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (ΑΔΕΝ) αυξήθηκε για πέμπτο διαδοχικό έτος έως το 2018. Η ετήσια αύξηση συμβαδίζει με τις βελτιώσεις του συνολικού πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (το οποίο αυξήθηκε κατά 1,8 % περίπου), υποδεικνύοντας ότι η πρόσφατη αύξηση ωφελεί τα νοικοκυριά.
Η εισοδηματική ανισότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κατά μέσο όρο, το εισόδημα του πλουσιότερου 20 % των νοικοκυριών στα κράτη μέλη είναι σχεδόν υπερπενταπλάσιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20 % των νοικοκυριών. Το 2018 ο λόγος αυτός αυξήθηκε, αφότου σημείωσε μια πρώτη μείωση πέρυσι, και παραμένει σε υψηλό επίπεδο σε πολλά κράτη μέλη (βλ. ενότητα 3.4). Ωστόσο, από τις πλέον πρόσφατες ταχείες εκτιμήσεις της Eurostat προκύπτει ότι πρόκειται να μειωθεί
.
Το εισοδηματικό μερίδιο που κερδίζει το 40 % του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα (S40) παρέμεινε σταθερό, αφότου σημείωσε αύξηση το 2017. Σε πολλές χώρες τα άτομα αυτής της ομάδας, η οποία απαρτίζεται από εργαζόμενους με χαμηλότερο εισόδημα και από όσους λαμβάνουν κοινωνικές παροχές, ήρθαν αντιμέτωπα με την επιδείνωση ή τη στασιμότητα του ποσοστού εισοδήματός τους, ακόμη και πριν από την οικονομική κρίση. Για να αντιστραφούν οι προηγούμενες τάσεις της παρελθούσας δεκαετίας θα απαιτηθούν, ωστόσο, περαιτέρω βελτιώσεις στο S40.
2.ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΙΝΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων διακηρύχθηκε από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στις 17 Νοεμβρίου 2017. Καθορίζει σειρά βασικών αρχών και δικαιωμάτων για τη στήριξη δίκαιων και λειτουργικών αγορών εργασίας και συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας. Σκοπός του είναι να αποτελέσει πυξίδα για μια ανανεωμένη διαδικασία σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών με γνώμονα τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Στο νέο στρατηγικό θεματολόγιο της ΕΕ για την περίοδο 2019-2024, που ενέκρινε το Συμβούλιο, επισημαίνεται ότι ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει να εφαρμοστεί στο επίπεδο της ΕΕ και των κρατών μελών, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Η Επιτροπή θα υποβάλει ανακοίνωση με την οποία θα αναλαμβάνεται η δέσμευση προς την κατεύθυνση έγκρισης ενός σχεδίου δράσης για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων στην αρχή του 2020.
Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων συνοδεύεται από έναν κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων για την παρακολούθηση των επιδόσεων και των τάσεων στα κράτη μέλη. Ο πίνακας αποτελεσμάτων παρουσιάζει μια σειρά (πρωταρχικών και δευτερευόντων) δεικτών για τον έλεγχο των επιδόσεων των κρατών μελών ως προς την απασχόληση και τα κοινωνικά ζητήματα με βάση επιλεγμένους δείκτες σε τρεις ευρύτερες διαστάσεις που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του πυλώνα: i) ισότητα ευκαιριών και πρόσβαση στην αγορά εργασίας, ii) δυναμικές αγορές εργασίας και δίκαιες συνθήκες εργασίας, και iii) δημόσια στήριξη / κοινωνική προστασία και ένταξη. Από την έκδοση του 2018, η κοινή έκθεση για την απασχόληση ενσωματώνει τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων, του οποίου τα αποτελέσματα σχετικά με τους πρωταρχικούς δείκτες συνοψίζονται στο παρόν κεφάλαιο. Η ανάλυση εντάσσεται στο ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που παρουσιάζεται στο κεφάλαιο 3.
2.1.Επεξήγηση του πίνακα αποτελεσμάτων
Ο κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων αποτελεί κεντρικό εργαλείο για την παρακολούθηση των επιδόσεων στον τομέα της απασχόλησης και στον κοινωνικό τομέα, καθώς και της σύγκλισης προς τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Συγκεκριμένα, συμβάλλει στην παρακολούθηση της κατάστασης των κρατών μελών όσον αφορά τις μετρήσιμες διαστάσεις του πυλώνα, συμπληρώνοντας τα υφιστάμενα εργαλεία παρακολούθησης, ιδίως τον δείκτη επιδόσεων απασχόλησης και τον δείκτη επιδόσεων κοινωνικής προστασίας. Περιλαμβάνει κυρίως 14 πρωταρχικούς δείκτες βάσει των οποίων αξιολογούνται οι ευρύτερες τάσεις στην απασχόληση και την κοινωνία:
-Ισότητα ευκαιριών και πρόσβαση στην αγορά εργασίας:
§Ποσοστό ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, άτομα ηλικίας 18-24 ετών
§Χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά το ποσοστό απασχόλησης, άτομα ηλικίας 20-64 ετών
§Εισοδηματική ανισότητα υπολογιζόμενη ως λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος - S80/S20
§Ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE)
§Νέοι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης (ποσοστό ΕΑΕΚ), άτομα ηλικίας 15-24 ετών
-Δυναμικές αγορές εργασίας και δίκαιες συνθήκες εργασίας:
§Ποσοστό απασχόλησης, άτομα ηλικίας 20-64 ετών
§Ποσοστό ανεργίας, άτομα ηλικίας 15-74 ετών
§Ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, άτομα ηλικίας 15-74 ετών
§Ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους, κατά κεφαλή
§Καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό
-Δημόσια στήριξη / κοινωνική προστασία και ένταξη:
§Αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών (εκτός των συντάξεων) στη μείωση της φτώχειας
§Παιδιά κάτω των 3 ετών σε επίσημες δομές παιδικής φροντίδας
§Ανάγκες για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτονται, όπως αξιολογείται από τα ίδια τα άτομα
§Ποσοστό πληθυσμού με βασικό ή άνω του βασικού επίπεδο γενικών ψηφιακών δεξιοτήτων.
Οι πρωταρχικοί δείκτες αναλύονται με βάση κοινή μεθοδολογία που συμφωνήθηκε από την Επιτροπή Απασχόλησης και την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας (βλ. παράρτημα 3 για αναλυτικότερα στοιχεία). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία αξιολογείται η κατάσταση και οι εξελίξεις στα κράτη μέλη, με την εξέταση του επιπέδου και της ετήσιας μεταβολής καθενός από τους πρωταρχικούς δείκτες που περιλαμβάνονται στον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων. Τα επίπεδα και οι μεταβολές κατηγοριοποιούνται βάσει της απόκλισής τους από τον αντίστοιχο (μη σταθμισμένο) μέσο όρο της ΕΕ. Στη συνέχεια, οι επιδόσεις των κρατών μελών σε σχέση με τα επίπεδα και τις μεταβολές συνδυάζονται (με τη χρήση προκαθορισμένου πίνακα) ώστε κάθε κράτος μέλος να ενταχθεί σε μία από τις επτά κατηγορίες («βέλτιστες επιδόσεις», «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο», «καλή, αλλά να δοθεί προσοχή», «επίδοση στον μέσο όρο/ουδέτερη επίδοση», «κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη», «να δοθεί προσοχή» και «κρίσιμες καταστάσεις»). Σε αυτή τη βάση, στον πίνακα 1 παρατίθεται σύνοψη των ενδείξεων του πίνακα αποτελεσμάτων με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία που είναι διαθέσιμα για κάθε δείκτη.
Η ανάγνωση του πίνακα επιβάλλεται να γίνεται προσεκτικά και όχι μηχανιστικά. Για τον σκοπό αυτό, στο κεφάλαιο 3 παρουσιάζεται λεπτομερής ανάλυση των δεκατεσσάρων δεικτών, συμπεριλαμβανομένων πιο μακροπρόθεσμων τάσεων και πρόσθετων δεικτών όταν κρίνεται σκόπιμο. Επίσης, οι προσεχείς εκθέσεις ανά χώρα θα περιλαμβάνουν διεξοδική ανάλυση όλων των «κρίσιμων καταστάσεων» και πρόσθετα στοιχεία όσον αφορά το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και το πλαίσιο πολιτικής, για την καλύτερη αποτίμηση, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, των προκλήσεων που αντιμετωπίζει κάθε χώρα. Σε συνδυασμό με την περαιτέρω ανάλυση που περιλαμβάνεται στον δείκτη επιδόσεων απασχόλησης και στον δείκτη επιδόσεων κοινωνικής προστασίας, τα παραπάνω θα αποτελέσουν την αναλυτική βάση για τις επακόλουθες προτάσεις συστάσεων ανά χώρα που θα υποβάλει κατά περίπτωση η Επιτροπή.
Για πρώτη φορά, η κοινή έκθεση για την απασχόληση του 2020 ενσωματώνει την περιφερειακή διάσταση στον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων. Τα τελευταία έτη, ο κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των επιδόσεων των χωρών σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, η εξέλιξη των δεικτών σε εθνικό επίπεδο μπορεί να αποκρύπτει σημαντικές διαφορές σε περιφερειακό επίπεδο (αν και, σε πολλά κράτη μέλη, διάφορες πολιτικές και μέτρα χρηματοδότησης αποφασίζονται συχνά σε αυτό το επίπεδο). Επομένως, η περιφερειακή διάσταση της κοινωνικής κατάστασης και της σύγκλισης αποκτά μεγαλύτερη σημασία, ειδικότερα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα έκδοση της έκθεσης περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την περιφερειακή κατάσταση, βάσει του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, στο παράρτημα 3 παρουσιάζεται μια σειρά από χάρτες που απεικονίζουν την περιφερειακή κατανομή ανά κράτος μέλος για ορισμένους πρωταρχικούς δείκτες του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η ανάλυση στο κεφάλαιο 3 αναφέρει, όπου κρίνεται σκόπιμο, πορίσματα σε περιφερειακό επίπεδο για τα κράτη μέλη στα οποία υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των περιφερειών NUTS 2. Τα δεδομένα και οι διαπιστώσεις καθιστούν δυνατή την καλύτερη κατανόηση των επιδόσεων των διαφόρων περιφερειών μιας χώρας όσον αφορά ορισμένες βασικές διαστάσεις του πυλώνα και διευκολύνουν την παρακολούθηση της σύγκλισης στο εσωτερικό των χωρών, την αξιολόγηση του αντίκτυπου των περιφερειακών πολιτικών, καθώς και τη χάραξη πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο.
2.2.Στοιχεία που προκύπτουν από τον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων
Η ανάλυση του πίνακα αποτελεσμάτων καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη θετική εξέλιξη της αγοράς εργασίας και των κοινωνικών τάσεων στην ΕΕ, παρά το ότι δεν βελτιώνονται όλοι οι δείκτες. Με βάση τις μέσες τιμές για την ΕΕ, σε 9 από τους 14 πρωταρχικούς δείκτες σημειώθηκε βελτίωση κατά το τελευταίο έτος (δηλ. το 2018 ή το 2017 ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων). Σε συγκριτική βάση, η σημαντικότερη πρόοδος σημειώθηκε στα ποσοστά (συνολικής και μακροχρόνιας) ανεργίας, στοιχείο που αντικατοπτρίζει θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Όπως και το 2017, τα ποσοστά ανεργίας μειώθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη το 2018. Ωστόσο, ορισμένοι άλλοι δείκτες παρέμειναν σταθεροί σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος ή ακόμη και επιδεινώθηκαν ελαφρώς (δηλ. τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση ή κατάρτιση, το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση, ο λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας και οι ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων). Όπως επισημάνθηκε στα αντίστοιχα διαγράμματα διασποράς στο κεφάλαιο 3, πάνω από τους μισούς πρωταρχικούς δείκτες παρουσίασαν, σε διαφορετικό βαθμό, σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών κατά την τελευταία περίοδο παρατήρησης (αξιοσημείωτες εξαιρέσεις είναι ο λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος, οι ανάγκες για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτονται, όπως αξιολογούνται από τα ίδια τα άτομα, καθώς και το ποσοστό του πληθυσμού με βασικό ή άνω του βασικού επίπεδο γενικών ψηφιακών δεξιοτήτων).
Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε τουλάχιστον έναν πρωταρχικό δείκτη. Όσον αφορά τις τρεις πιο προβληματικές ταξινομήσεις συνολικά (δηλαδή οι ενδείξεις «κρίσιμη κατάσταση», «να δοθεί προσοχή» και «κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη»), όλα τα κράτη μέλη έχουν επισημανθεί με προβληματική ένδειξη τουλάχιστον μία φορά, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά μόνο τις «κρίσιμες καταστάσεις» (δηλαδή δείκτες για τους οποίους το επίπεδο είναι πολύ χειρότερο από τον μέσο όρο, και είτε δεν βελτιώνονται αρκετά γρήγορα είτε επιδεινώνονται περαιτέρω), επισημάνθηκαν 14 κράτη μέλη, ο ίδιος αριθμός σε σύγκριση με την κοινή έκθεση για την απασχόληση του 2019. Η Εσθονία και η Μάλτα εντάχθηκαν σε αυτή την ομάδα χωρών (ή μάλλον «επανεντάχθηκαν», αφού είχαν εξέλθει από την εν λόγω ομάδα το προηγούμενο έτος), ενώ η Ουγγαρία και η Πορτογαλία αφαιρέθηκαν από τη συγκεκριμένη ομάδα. Ο αριθμός των προκλήσεων υποδεικνύει έναν βαθμό επιδείνωσης σε όλους τους τομείς. Από το σύνολο των 14 τομέων που αξιολογήθηκαν, εντοπίστηκαν συνολικά 121 περιπτώσεις «κρίσιμης κατάστασης», περιπτώσεις στις οποίες πρέπει «να δοθεί προσοχή» ή περιπτώσεις «κακής επίδοσης, αλλά βελτιούμενης», δηλαδή περίπου το 31 % του συνολικού αριθμού των αξιολογήσεων (ο ίδιος αριθμός σε σχέση με την ΚΕΑ του 2019). Από αυτές, 40 είναι «κρίσιμες καταστάσεις» (που αντιστοιχούν στο 10,3 % του συνόλου των αξιολογήσεων), έναντι 41 στην ΚΕΑ του 2019 (που αντιστοιχούν στο 10,6 % του συνόλου των αξιολογήσεων).
Όσον αφορά τις τρεις ευρύτερες διαστάσεις που καλύπτει ο πίνακας αποτελεσμάτων, ομοίως με τα προηγούμενα έτη, οι περισσότερες προκλήσεις επισημαίνονται στον τομέα «δημόσια στήριξη / κοινωνική προστασία και ένταξη», όπου ο μέσος όρος είναι 9,8 περιπτώσεις (εκ των οποίων οι 3,5 είναι «κρίσιμες καταστάσεις») ανά δείκτη. Ο δείκτης παιδιά κάτω των 3 ετών σε επίσημες δομές παιδικής φροντίδας εμφανίζεται ως ο δείκτης με τις περισσότερες προβληματικές ενδείξεις, δηλαδή για 13 κράτη μέλη (εκ των οποίων τα 5 βρίσκονται στη χαμηλότερη κατηγορία).
Ακολουθούν οι διαστάσεις «ισότητα ευκαιριών και πρόσβαση στην αγορά εργασίας» και «δυναμικές αγορές εργασίας και δίκαιες συνθήκες εργασίας», οι οποίες παρουσιάζουν κατά μέσο όρο 9,6 και 6,8 προβληματικές ενδείξεις ανά δείκτη αντίστοιχα (3 και 2,2 «κρίσιμες καταστάσεις» για την καθεμία). Στον πρώτο τομέα, οι δείκτες με τις περισσότερες προβληματικές ενδείξεις είναι τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση και το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (10 ενδείξεις). Στον τελευταίο τομέα, ο δείκτης καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό εμφανίζεται ως ο δείκτης με τις περισσότερες προκλήσεις (14 προβληματικές ενδείξεις).
Όσον αφορά τα προηγούμενα έτη, η κατάσταση των κρατών μελών και η σοβαρότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν διαφοροποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία παρουσιάζουν αξιολογήσεις που εμπίπτουν στις κατηγορίες «κρίσιμη κατάσταση», «να δοθεί προσοχή», «κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη» σε σχέση με δέκα ή περισσότερους δείκτες (βλ. πίνακα 1). Από αυτές τις χώρες, η Ιταλία καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό «κρίσιμων καταστάσεων» (οκτώ), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (επτά), την Ελλάδα (τέσσερις) και την Ισπανία (δύο). Ωστόσο, η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Ισπανία καταγράφουν επίσης από μια σειρά θετικές αξιολογήσεις η καθεμία: η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τις «βέλτιστες επιδόσεις» όσον αφορά την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και σημειώνει «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο» όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα και τη συμμετοχή σε υπηρεσίες παιδικής φροντίδας· η Ρουμανία συγκαταλέγεται στις χώρες με τις «βέλτιστες επιδόσεις» όσον αφορά την αύξηση του κατά κεφαλήν διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και σημειώνει «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο» όσον αφορά το ποσοστό ανεργίας· η Ισπανία συγκαταλέγεται στις χώρες με τις «βέλτιστες επιδόσεις» όσον αφορά τη συμμετοχή σε δομές παιδικής φροντίδας και σημειώνει «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο» όσον αφορά τις ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων. Όσον αφορά τον συνολικό αριθμό προκλήσεων, ακολουθούν η Βουλγαρία και η Κροατία (οκτώ προκλήσεις), η Εσθονία και η Λετονία (έξι προκλήσεις). Στον αντίποδα, η Σουηδία καταγράφει «βέλτιστες επιδόσεις» ή «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο» σε έντεκα πρωταρχικούς δείκτες, ακολουθούμενη από την Τσεχία (εννέα δείκτες), τη Γερμανία, τη Δανία, τη Μάλτα και τις Κάτω Χώρες (οχτώ δείκτες η καθεμία).
Όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, τις μεγαλύτερες βελτιώσεις σημείωσαν, κατά μέσο όρο, το ποσοστό ΕΑΕΚ και το ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ωστόσο, ανακόπηκε η μακροχρόνια πτωτική τάση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, το οποίο απλώς παρέμεινε σταθερό σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση και ο λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος αυξήθηκαν οριακά. Σε επίπεδο επιμέρους δεικτών:
·η Ισπανία, η Ιταλία και η Μάλτα αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα, την Κροατία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Σλοβενία που καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ρουμανία αντιμετωπίζουν κρίσιμη κατάσταση όσον αφορά το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση, σε αντιδιαστολή με τη Φινλανδία, τη Λετονία και τη Σουηδία που καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Λιθουανία, η Λετονία και η Ρουμανία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα, σε αντιδιαστολή με τις βέλτιστες επιδόσεις που καταγράφουν η Τσεχία, η Φινλανδία , η Σλοβενία και η Σλοβακία·
·η κατάσταση όσον αφορά το ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι κρίσιμη στη Λιθουανία και τη Λετονία, σε αντιδιαστολή με την Τσεχία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία όπου καταγράφονται οι «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ρουμανία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά το ποσοστό των ΕΑΕΚ, ενώ η Τσεχία, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο καταγράφουν τις βέλτιστες επιδόσεις.
Ως προς τις δυναμικές αγορές εργασίας και δίκαιες συνθήκες εργασίας στην ΕΕ, κατά μέσο όρο η κατάσταση βελτιώθηκε το περασμένο έτος σε όλους τους δείκτες, κυρίως όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας (συνολικής και μακροχρόνιας), το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (ΑΔΕΝ) και τις καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό. Σε επίπεδο επιμέρους δεικτών:
·η Κροατία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά το ποσοστό απασχόλησής τους, σε αντιδιαστολή με την Τσεχία, την Εσθονία, τη Γερμανία και τη Σουηδία που καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Ιταλία αντιμετωπίζει κρίσιμη κατάσταση όσον αφορά το ποσοστό ανεργίας, ενώ η Τσεχία καταγράφει τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Ιταλία αντιμετωπίζει κρίσιμη κατάσταση όσον αφορά το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (δεν καταγράφονται «βέλτιστες επιδόσεις» βάσει της μεθοδολογίας, ενώ 15 χώρες σημειώνουν «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο»)·
·η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΔΕΝ θεωρείται ότι βρίσκεται σε «κρίσιμη κατάσταση» στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία, σε αντιδιαστολή με τη Βουλγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία όπου καταγράφονται οι «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η κατάσταση όσον αφορά τις καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό χαρακτηρίζεται κρίσιμη για τη Ρουμανία και τη Σλοβακία, ενώ η Αυστρία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις».
Όσον αφορά τη δημόσια στήριξη και την κοινωνική προστασία και ένταξη, η κατάσταση βελτιώθηκε κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την άποψη της διαθεσιμότητας δομών παιδικής φροντίδας και των ψηφιακών δεξιοτήτων. Ωστόσο, η κατάσταση επιδεινώθηκε ελαφρώς όσον αφορά τον αντίκτυπο των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας και τις ανάγκες ιατρικής περίθαλψη που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων. Σε επίπεδο επιμέρους δεικτών:
·η Ισπανία, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Λετονία και η Ρουμανία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά την ικανότητα των κοινωνικών παροχών τους να μειώσουν τον κίνδυνο φτώχειας, σε αντιδιαστολή με την Ουγγαρία και την Ιρλανδία που καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Τσεχία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία αντιμετωπίζουν κρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη συμμετοχή παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών σε επίσημες δομές παιδικής φροντίδας, σε αντιδιαστολή με το Βέλγιο, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο που καταγράφουν τις «βέλτιστες επιδόσεις»·
·η Εσθονία και η Λετονία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά την ανάγκη ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτεται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων (βάσει της μεθοδολογίας δεν καταγράφονται «βέλτιστες επιδόσεις», ενώ εννέα χώρες σημειώνουν «επίδοση καλύτερη από τον μέσο όρο»)·
·η Βουλγαρία, η Κροατία και η Ρουμανία αντιμετωπίζουν «κρίσιμη κατάσταση» όσον αφορά τα επίπεδα ψηφιακών δεξιοτήτων, ενώ η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και η Σουηδία παρουσιάζουν τις βέλτιστες επιδόσεις.
Πίνακας 1. Σύνοψη των πρωταρχικών δεικτών του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων
Σημείωση: Επικαιροποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2019. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τις HR και MT σχετικά με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΔΕΝ. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την CY σχετικά με τις καθαρές αποδοχές άτεκνου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την IT σχετικά με το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων των ατόμων. Διακοπές στις σειρές και άλλες στατιστικές ενδείξεις αναφέρονται στα παραρτήματα 1 και 2.
Πλαίσιο 1. Συγκριτική αξιολόγηση – τρέχουσα κατάσταση
Στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 26ης Απριλίου 2017, για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, η συγκριτική αξιολόγηση προσδιορίστηκε ως βασικό εργαλείο στήριξης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ενίσχυσης της προς τα άνω σύγκλισης στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Από τότε με τα κράτη μέλη αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν πλαίσια συγκριτικής αξιολόγησης σε διάφορους τομείς, σύμφωνα με την κοινή προσέγγιση που συμφωνήθηκε από την Επιτροπή Απασχόλησης (EMCO) και την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας (ΕΚΠ), με έμφαση στον εντοπισμό των πολιτικών μοχλών που συνοδεύονται από γενικές αρχές για πολιτική καθοδήγηση και από ειδικούς δείκτες, όταν είναι διαθέσιμοι. Στο παρόν στάδιο δεν έχουν καθοριστεί τιμές αναφοράς για τους μοχλούς πολιτικής, διότι ο στόχος είναι να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση συγκρίσεων μεταξύ των κρατών μελών και να συναχθούν αμοιβαία διδάγματα που θα ενθαρρύνουν τη λήψη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων
Το πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης για τις παροχές ανεργίας και τις ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2018. Συμπεριλάμβανε δείκτες σχετικά με τη γενναιοδωρία και την κάλυψη των παροχών ανεργίας καθώς και τις σχετικές πολιτικές ενεργοποίησης. Διεξάγονται εργασίες με αντικείμενο την ανάπτυξη δεικτών για την οριστικοποίηση του πλαισίου όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών έγκαιρης υποστήριξης για άτομα που αναζητούν εργασία.
Το πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης του ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις συνιστώσες των συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος για την επάρκεια, την κάλυψη και την ενεργοποίηση, ενσωματώθηκε πλήρως στο Εξάμηνο του 2019, σε συνδυασμό με το πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης των δεξιοτήτων και της μάθησης ενηλίκων, γεγονός το οποίο συμφωνήθηκε με την Επιτροπή Απασχόλησης του Οκτωβρίου 2018.
Επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες σχετικά με πρόσθετα πλαίσια συγκριτικής αξιολόγησης για πιθανή χρήση σε μελλοντικούς κύκλους του Εξαμήνου, ιδίως εντός της Επιτροπής Απασχόλησης για τους ελάχιστους μισθούς και για τη χαρτογράφηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς και στο πλαίσιο της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας για την επάρκεια των συντάξεων και για την παιδική φροντίδα και στήριξη.
|
3.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΟΜΕΑ — ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζεται επισκόπηση των πρόσφατων βασικών δεικτών απασχόλησης και κοινωνικών δεικτών και των μέτρων που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη σε τομείς προτεραιότητας που προσδιορίζονται βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ, για την απασχόληση, όπως εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο το 2019. Για κάθε κατευθυντήρια γραμμή, παρουσιάζονται οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με επιλεγμένους βασικούς δείκτες, καθώς και τα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη. Όσον αφορά τα μέτρα πολιτικής, η παρούσα ενότητα αντλεί στοιχεία από τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών για το 2019 και από πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, στην έκθεση παρουσιάζονται μόνο τα μέτρα πολιτικής που εφαρμόστηκαν μετά τον Ιούνιο του 2018. Διεξοδική ανάλυση των πρόσφατων εξελίξεων στην αγορά εργασίας διατίθεται στην έκθεση του 2019 σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά την αγορά εργασίας και τους μισθούς και στην έκθεση του 2019 σχετικά με την απασχόληση και τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη.
3.1.Κατευθυντήρια γραμμή 5: Τόνωση της ζήτησης εργασίας
Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η εφαρμογή της κατευθυντήριας γραμμής αριθ. 5 για την απασχόληση, στο πλαίσιο της οποίας συνιστάται στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν συνθήκες τόνωσης της ζήτησης εργασίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Καταρχάς, παρουσιάζεται επισκόπηση των ποσοστών ανεργίας και απασχόλησης ανά κράτος μέλος, η οποία συμπληρώνει την ανάλυση σε επίπεδο ΕΕ που παρατίθεται στο κεφάλαιο 1, ώστε να αναδειχθεί πόσο σημαντική είναι η πρόκληση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στις διάφορες χώρες. Στη συνέχεια, εξετάζεται η δυναμική και ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας της αυτοαπασχόλησης, καθώς και οι ελλείψεις ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Τέλος, διερευνώνται οι εξελίξεις των μισθών, των κατώτατων μισθών και της φορολογικής επιβάρυνσης, καθώς και οι επιπτώσεις τους στο εισόδημα και στο βιοτικό επίπεδο, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην ανταγωνιστικότητα. Στην ενότητα 3.1.2 αναφέρονται τα μέτρα πολιτικής που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στους εν λόγω τομείς.
3.1.1
Βασικοί δείκτες
Παρά την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, το 2018 η ανεργία συνέχισε να μειώνεται σε όλα τα κράτη μέλη για δεύτερο διαδοχικό έτος. Κατά συνέπεια, το 2018 ανήλθε σε ποσοστό κάτω από 5 % σε 10 κράτη μέλη. Στις περισσότερες χώρες με υψηλό ποσοστό ανεργίας, η μείωση ήταν ταχύτερη από τον μέσο όρο, κάτι που επιβεβαιώνει την τάση σύγκλισης προς χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Κροατία και την Κύπρο παρατηρήθηκε μείωση τουλάχιστον κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες. Εν μέρει εξαιρέσεις είναι η Γαλλία και η Ιταλία, στις οποίες η μείωση, αν και σταθερή, χαρακτηρίστηκε από χαμηλότερο ρυθμό. Παρά τη γενική βελτίωση, παραμένουν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά ανεργίας, καθώς τα τελευταία κυμαίνονται από 2,1 % στην Τσεχία (η οποία διαθέτει τις καλύτερες επιδόσεις) σε 19,2 % στην Ελλάδα (βλ. διάγραμμα 5). Στο διάγραμμα εξετάζονται από κοινού τα επίπεδα και οι αλλαγές σύμφωνα με την κοινή μεθοδολογία για την αξιολόγηση των πρωταρχικών δεικτών του πίνακα κοινωνικών αποτελεσμάτων). Εξακολουθούν επίσης να παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις σε περιφερειακό επίπεδο (βλ. παράρτημα 3), καθώς ορισμένες περιφέρειες της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας συνεχίζουν να καταγράφουν ποσοστά ανεργίας άνω του 20 %. Έως το 2018 η ανεργία είχε επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα στα περισσότερα κράτη μέλη (βλ. διάγραμμα 6). Στις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις περιλαμβάνονται η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Το 2018 περισσότεροι από τους μισούς ανέργους στην ΕΕ ήταν συγκεντρωμένοι στις τρεις αυτές χώρες.
Διάγραμμα 5: Η ανεργία παρουσιάζει σύγκλιση προς χαμηλότερα επίπεδα.
Ποσοστό ανεργίας (άτομα ηλικίας 15-74 ετών) και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Διάγραμμα 6: Την τελευταία πενταετία, η ανεργία μειώθηκε σε όλα τα κράτη μέλη
Ποσοστό ανεργίας (άτομα ηλικίας 15-74 ετών), πολυετής σύγκριση
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Το ποσοστό απασχόλησης συνέχισε να αυξάνεται και έφτασε σε νέο ανώτατο επίπεδο στην πλειονότητα των κρατών μελών το 2018. Όλα τα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση τουλάχιστον κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2017. Το 2018 τα μισά κράτη μέλη είχαν ήδη επιτύχει τον στόχο του 75 % της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (και δεκατρία είχαν επιτύχει τον εθνικό τους στόχο για την απασχόληση). Ωστόσο, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 7, η σύγκλιση παραμένει πολύ περιορισμένη. Η αύξηση της απασχόλησης είναι βραδύτερη από τον μέσο όρο σε αρκετές χώρες με χαμηλά αρχικά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν σε χώρες με σχετικά υψηλά αρχικά επίπεδα (Κύπρος, Σλοβενία, Μάλτα, Φινλανδία, Λετονία). Η δημιουργία θέσεων εργασίας διατηρήθηκε επίσης σε πολλές χώρες που είχαν ήδη επιτύχει τον στόχο του 75 % (Λιθουανία, Δανία, Κάτω Χώρες, Τσεχία). Κατά συνέπεια, οι διαφορές ως προς το ποσοστό απασχόλησης (ηλικιακή ομάδα 20-64) παραμένουν μεγάλες, καθώς τα επίπεδα κυμαίνονται από 80 % ή παραπάνω στη Σουηδία, τη Γερμανία, την Τσεχία και την Εσθονία (τα κράτη με τις βέλτιστες επιδόσεις) σε περίπου 60 % στην Ελλάδα (βλ. διάγραμμα 7 και διάγραμμα 8). Ορισμένα κράτη μέλη παρουσιάζουν σημαντικές περιφερειακές αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης (βλ. παράρτημα 3).
Διάγραμμα 7: Η απασχόληση αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη αλλά η σύγκλιση παραμένει περιορισμένη
Ποσοστό απασχόλησης (άτομα ηλικίας 20-64 ετών) και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Διάγραμμα 8: Το ποσοστό απασχόλησης βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη
Ποσοστό απασχόλησης (άτομα ηλικίας 20-64 ετών), πολυετής σύγκριση
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων παρέμεινε εν γένει αμετάβλητος το 2018, αλλά συνέχισε να παρουσιάζει μείωση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ως ποσοστό της απασχόλησης. Μακροπρόθεσμα ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερός από το 2008, ενώ το μερίδιο των αυτοαπασχολούμενων επί της συνολικής απασχόλησης μειώθηκε με αργούς ρυθμούς, από το 14,3 % το 2008 στο 13,5 % το 2018. Ωστόσο, παρά τη σχετική αυτή σταθερότητα, η σύνθεση του τομέα της αυτοαπασχόλησης στρέφεται σταθερά από τις παραδοσιακές δραστηριότητες σε τομείς υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Αυτή η στροφή είναι ιδιαίτερα έντονη στους ελεύθερους επαγγελματίες (αυτοαπασχολούμενους χωρίς υπαλλήλους), οι οποίοι αποτελούν περισσότερο από το 70 % του εργατικού δυναμικού στον τομέα της αυτοαπασχόλησης. Από το 2008 ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών μειώθηκε κατά 25 % στον τομέα της γεωργίας, κατά 14 % στον τομέα του εμπορίου και κατά 5 % στον τομέα των μεταφορών. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, αυξήθηκε κατά περισσότερο από 30 % στον τομέα της ενημέρωσης και επικοινωνίας, καθώς και σε επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, και κατά 40 % σε δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα. Το ποσοστό των μη παραδοσιακών τομέων μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών αυξήθηκε από 36 % το 2008 σε 45 % το 2018, με μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Η αύξηση ήταν ταχύτερη σε ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, ενώ υπήρξε βραδύτερη σε χώρες όπου η αυτοαπασχόληση σε μη παραδοσιακούς τομείς ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη (π.χ. Δανία, Γερμανία, Ιταλία). Η αλλαγή στην τομεακή σύνθεση της αυτοαπασχόλησης στο επίπεδο της ΕΕ μπορεί να παρατηρηθεί στο διάγραμμα 9.
Η στροφή προς τομείς υψηλότερης προστιθέμενης αξίας αποτυπώνεται επίσης στο μέσο μορφωτικό επίπεδο των αυτοαπασχολούμενων. Το ποσοστό των ατόμων υψηλής ειδίκευσης (με τριτοβάθμια εκπαίδευση) μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων αυξήθηκε σε 36,1 % το 2018 (από 35,2 % το 2017 και από 26,6 % το 2008). Η αύξηση αυτή ήταν ταχύτερη σε σύγκριση με τους εργαζόμενους με καθεστώς υπαλλήλου, όπου το ποσοστό των ατόμων υψηλής ειδίκευσης ανήλθε σε 35,3 % το 2018, από 27,2 % το 2008. Η τάση αυτή υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή όσον αφορά τις αυτοαπασχολούμενες γυναίκες, όπου το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης άγγιξε το 44,5 % το 2018, από 30,8 % το 2008. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η επένδυση στις δεξιότητες και στο ανθρώπινο κεφάλαιο θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών και του μεταβαλλόμενου κόσμου της εργασίας. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που σχετίζονται με τις τάσεις αυτές παρατίθενται στην ενότητα 3.3.
Διάγραμμα 9: Η σύνθεση του τομέα της αυτοαπασχόλησης στρέφεται προς τις υπηρεσίες και μη παραδοσιακούς τομείς
Ποσοστό ελεύθερων επαγγελματιών ανά τομέα
Πηγή: Eurostat. AGRI: Γεωργία, δασοκομία και αλιεία (NACE A). MANUF: Μεταποίηση (NACE C). CONST: Κατασκευές (NACE F). TRADE: Χονδρικό και λιανικό εμπόριο· επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών (NACE G). TRACC: Μεταφορά και αποθήκευση & δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης (NACE H & I) Μη παραδοσιακοί τομείς: όλες οι άλλες δραστηριότητες κατά NACE, κυρίως υπηρεσίες.
Καθώς οι συνθήκες στις αγορές εργασίας καθίστανται δυσκολότερες, εντοπίζονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού στα περισσότερα κράτη μέλη. Τα τελευταία έτη, ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των εργοδοτών αναφέρεται στο εργατικό δυναμικό ως παράγοντα που περιορίζει την παραγωγή. Κατά μέσον όρο στην ΕΕ, το μερίδιο αυτό αυξήθηκε από 7,5 % το 2013 σε 21,8 % το 2018 (βλ. επίσης κεφάλαιο 1). Ο περιορισμός αυτός είναι σε γενικές γραμμές πιο έντονος στα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, όπως είναι η Ουγγαρία, η Μάλτα και η Πολωνία (βλ. διάγραμμα 10). Αντιθέτως, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αντιμετωπίζονται σε μικρότερο βαθμό ως εμπόδιο στην παραγωγή στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία). Παρομοίως, σε χώρες με εναπομένουσα υποτονικότητα στην αγορά εργασίας (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία και Κύπρος), ένα μεγάλο μερίδιο εργαζομένων φαίνεται να έχει υπερβολικά υψηλή ειδίκευση για την εργασία τους, ενώ το ζήτημα αυτό είναι γενικά λιγότερο συχνό, όταν η ανεργία είναι χαμηλή (βλ. διάγραμμα 11). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η αναβάθμιση των δεξιοτήτων και η επένδυση στις δεξιότητες, πέραν του ότι συνιστούν παράγοντα μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, μπορούν και να αποτελέσουν ισχυρό εργαλείο για την προώθηση της απασχόλησης σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ειδικά στις χώρες όπου οι συνθήκες της αγοράς εργασίας είναι ήδη δύσκολες.
Διάγραμμα 10: Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού είναι εντονότερες στις χώρες όπου η ανεργία είναι χαμηλότερη
Σύνθετος δείκτης ελλείψεων εργατικού δυναμικού (αριστερά) και ποσοστό ανεργίας (δεξιά) — 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ και έρευνα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ο σύνθετος δείκτης περιλαμβάνει όλους τους τομείς (βλ. LMWD 2019).
Διάγραμμα 11: Η υπερειδίκευση εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά στις χώρες στις οποίες η ανεργία είναι υψηλή
Ποσοστό υπερειδίκευσης (αριστερά) και ποσοστό ανεργίας (δεξιά) — 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ. Το ποσοστό υπερειδίκευσης ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών με τριτοβάθμια εκπαίδευση που εργάζονται σε επαγγέλματα των επιπέδων 4 έως 9 της Διεθνούς Τυποποιημένης Ταξινόμησης Επαγγελμάτων (ISCO).
Ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών επιταχύνθηκε ελαφρώς σε μερικά κράτη μέλη, αλλά παραμένει σε γενικές γραμμές συγκρατημένος. Για πρώτη φορά από το 2008, το ονομαστικό εισόδημα εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη το 2018. Οι αυξήσεις το 2018 κυμάνθηκαν από 0,5 % στην Κύπρο σε 16,3 % στη Ρουμανία (Διάγραμμα 12). Το 2018 ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών ήταν συγκριτικά υψηλότερος στα περισσότερα κράτη μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Στα κράτη μέλη με ταχεία αύξηση των ονομαστικών μισθών (πάνω από 7 %) συγκαταλέγονται η Ρουμανία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία. Σε αντιδιαστολή, η αύξηση των ονομαστικών μισθών ήταν χαμηλότερη — δηλαδή γύρω στο ή κάτω από το 2 % — στα κράτη μέλη της Νότιας Ευρώπης, στα οποία τα επίπεδα της ανεργίας τείνουν να είναι συγκριτικά υψηλότερα.
Το 2018 η αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν θετική στα περισσότερα κράτη μέλη. Η μέση αύξηση παρέμεινε συγκρατημένη στο 1,1 % στην ΕΕ και στο 0,7 % στη ζώνη του ευρώ. Ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών μισθών ήταν ιδιαίτερα υψηλός στη Ρουμανία και ακολουθούν η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λετονία και η Τσεχία (όλες πάνω από το 5 %), συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και στην ενίσχυση της ανοδικής σύγκλισης των συνθηκών διαβίωσης. Στην άλλη άκρη του φάσματος, οι πραγματικοί μισθοί σημείωσαν πτώση στην Κύπρο, την Ισπανία, τη Φινλανδία και τις Κάτω Χώρες. Η εξέλιξη των πραγματικών μισθών ήταν σχεδόν μηδενική και στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ομάδα χωρών στις οποίες σημειώθηκε χαμηλή αύξηση των πραγματικών μισθών είναι ανομοιογενής και περιλαμβάνει τόσο χώρες με υψηλά ή σχετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας (όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Κύπρος) όσο και χώρες με χαμηλά ποσοστά (όπως οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία).
Διάγραμμα 12: Η αύξηση των μισθών παραμένει μέτρια, με εξαίρεση την κεντρική και ανατολική Ευρώπη
Εξέλιξη των ονομαστικών και πραγματικών μισθών — 2018 (ποσοστό % ετήσιας μεταβολής)
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάση δεδομένων AMECO.
Το 2018 οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από την παραγωγικότητα στα περισσότερα κράτη μέλη, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Για το 2019 αναμένεται παρόμοια τάση. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (2013-2018), τόσο η πραγματική παραγωγικότητα όσο και οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν με αργό ρυθμό, με την αύξηση των πραγματικών μισθών να παρουσιάζει υστέρηση, ειδικά τα πρώτα έτη της ανάκαμψης. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 13, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε στην ΕΕ κατά 4,4 %, ξεπερνώντας ελαφρώς την αύξηση των πραγματικών μισθών (+ 3,1 %) Ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης συγκράτησης, οι μισθοί το 2018 παρέμεναν κάτω από τα επίπεδα του 2013 σε 8 κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Ελλάδα, Φινλανδία, Κροατία, Πορτογαλία, Βέλγιο). Σε ορισμένες χώρες, συγκεκριμένα στις χώρες της Βαλτικής, στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία, η αύξηση των μισθών πραγματοποιήθηκε με πολύ ταχύτερο ρυθμό από την αύξηση της παραγωγικότητας. Η τάση αυτή συνάδει με τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και τις αναδυόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, και συμβάλλει στη διαδικασία σύγκλισης Παράλληλα, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος, εάν η τάση αυτή συνεχίσει να μην συμβαδίζει με τις εξελίξεις της παραγωγικότητας.
Διάγραμμα 13: Την τελευταία πενταετία, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν ελαφρώς λιγότερο από την παραγωγικότητα
Οι εξελίξεις των πραγματικών μισθών και της πραγματικής παραγωγικότητας (ποσοστιαία μεταβολή μεταξύ των ετών 2013 και 2018)
Πηγή: Eurostat, βάση δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πραγματικό εισόδημα εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο, αποπληθωριστής ΑΕΠ· πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο). Οι χώρες κατατάσσονται με βάση τη διαφορά μεταξύ της αύξησης των πραγματικών αμοιβών και της αύξησης της πραγματικής παραγωγικότητας (δηλ. στο αριστερό μέρος του διαγράμματος, ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής παραγωγικότητας ξεπέρασε τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης των πραγματικών αμοιβών). Τα στοιχεία για την Ιρλανδία αφορούν την περίοδο 2015-2018.
Παρά το ότι τα τελευταία πέντε έτη το μερίδιο των μισθών μειώθηκε ελαφρώς στην ΕΕ, μπορεί να εντοπιστεί μια γενική τάση προς την επίτευξη σύγκλισης. Σε σύγκριση με το 2013, το μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος μειώθηκε κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες στην ΕΕ και κατά 0,7 εκατοστιαίες μονάδες στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, αυξήθηκε στην πλειονότητα των κρατών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπου το αντίστοιχο επίπεδο ήταν σχετικά χαμηλό (μεταξύ άλλων, στη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία). Ταυτόχρονα, το μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος υποχώρησε σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Σλοβενία, όπου το επίπεδό του ήταν συγκριτικά υψηλό. Μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ, το μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος μειώθηκε ελαφρώς στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και αυξήθηκε ελαφρώς στη Γερμανία και την Πολωνία (βλ. διάγραμμα 14).
Διάγραμμα 14: Την τελευταία πενταετία, παρατηρείται ένας βαθμός σύγκλισης όσον αφορά το μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος.
Μεταβολή του μεριδίου των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος στο διάστημα 2013-2018
Πηγή: βάση δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής· προσαρμοσμένο μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος· σύνολο της οικονομίας· ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε τρέχουσες τιμές. Στην Ιρλανδία, το μερίδιο των μισθών επί του συνολικού εισοδήματος μειώθηκε κατά 9,4 εκατοστιαίες μονάδες το 2015 σε σύγκριση με το 2014 λόγω στατιστικών αναθεωρήσεων.
Οι καθαρές αποδοχές συνεχίζουν να αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συμβάλλοντας στη σύγκλιση των επιπέδων των εισοδημάτων από εργασία. Η τάση αυτή συνάδει με τις αρχές του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, ο οποίος θέτει τη σύγκλιση προς τα πάνω όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο ως έναν από τους κύριους στόχους του. Παράλληλα, στις χώρες αυτές που χαρακτηρίζονται από υψηλότερο ρυθμό αύξησης των καθαρών αποδοχών σε σχέση με τον μέσο όρο παρατηρείται επίσης ταχεία αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι επιπτώσεις της οποίας στην ανταγωνιστικότητα πρέπει να παρακολουθούνται. Μπορεί να εντοπιστεί μια αποκλίνουσα τάση μεταξύ Νότιας και Δυτικής Ευρώπης: το εισόδημα από την εργασία παρέμεινε στάσιμο ή μειώθηκε στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία, παρά τα χαμηλότερα επίπεδα του σε απόλυτους όρους (αλλά σταθερά με υψηλά ποσοστά ανεργίας), ενώ χώρες με υψηλότερα επίπεδα εκκίνησης παρουσίαζαν δυναμικότερες εξελίξεις. Η τάση αυτή απεικονίζεται σαφώς από την κατανομή σε σχήμα U των χωρών στο σχήμα 15, η οποία λαμβάνει ως σημείο αναφοράς έναν άτεκνο εργαζόμενο που ζει μόνος και αμείβεται με τον μέσο μισθό, κατά τη διάρκεια τριετούς περιόδου (2015-2018). Στο κατώτερο άκρο του φάσματος, η Βουλγαρία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία κατατάσσονται στην κατηγορία «κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη», ενώ η Λετονία, η Ρουμανία και η Σλοβακία, όπου οι καθαρές αποδοχές αυξάνονται με μικρότερη ταχύτητα, κατατάσσονται στην κατηγορία «κρίσιμες καταστάσεις». Στην κατηγορία των «βέλτιστων επιδόσεων», οι καθαρές αποδοχές σε μονάδες αγοραστικής δύναμης υπερβαίνουν το ποσό των 30 000 EUR στο Λουξεμβούργο, στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα εν λόγω κράτη μέλη, οι καθαρές αποδοχές αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι σε συγκρίσιμες χώρες.
Διάγραμμα 15: Οι καθαρές αποδοχές αυξήθηκαν με γρήγορους ρυθμούς στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, στηρίζοντας έτσι τη σύγκλιση προς τα πάνω
Καθαρές αποδοχές και ετήσια μεταβολή — μέσος όρος τριετίας (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: βάση δεδομένων σχετικά με φόρους και παροχές (εσωτερικοί υπολογισμοί). Περίοδος: επίπεδα του 2018 (μέσος όρος τριετίας) και μέσες ετήσιες μεταβολές 2015-2018. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα. Τα κράτη μέλη που επισημαίνονται με αστερίσκο είναι εκείνα στα οποία το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας υπερέβη το κατώτατο όριο που έχει καθοριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΔΜΑ). Ο πρωταρχικός δείκτης του πίνακα αποτελεσμάτων της ΔΜΑ είναι η εκατοστιαία μεταβολή του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας σε περίοδο τριών ετών. Το κατώτατο όριο είναι 9 % για τις χώρες της ζώνης του ευρώ και 12 % για τις χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Δεν διατίθενται στοιχεία για την Κύπρο.
Οι ανισότητες ως προς τους μισθούς παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθερές μεσοπρόθεσμα. Η αύξηση των μισθών, ιδίως στο κατώτερο επίπεδο της μισθολογικής κλίμακας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ζήτησης, καθώς και στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και του κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων. Η διασπορά των ακαθάριστων αποδοχών, μετρούμενη ως ο λόγος του πέμπτου προς το πρώτο δεκατημόριο (D5/D1), κυμάνθηκε το 2017 από 1,33 στη Σουηδία έως 2,02 στην Ιρλανδία (με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ). Οι θεσμοί καθορισμού των μισθών μπορεί να έχουν αντίκτυπο στη μισθολογική διασπορά. Ειδικότερα, οι ισχυρότερες συλλογικές διαπραγματεύσεις συνδέονται συνήθως με μικρότερη ανισότητα των αποδοχών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018). Η κάλυψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων ποικίλλει σημαντικά ανά την Ευρώπη, αντικατοπτρίζοντας τις διαφορετικές εθνικές παραδόσεις και τους διαφορετικούς εθνικούς θεσμούς. Το 2016 το μερίδιο των εργαζομένων που καλύπτονται από οποιαδήποτε μορφή συλλογικής σύμβασης αμοιβών, όπως υπολογίστηκε από τον ΟΟΣΑ, κυμάνθηκε από 98 % στην Αυστρία έως 7,1 % στη Λιθουανία.
Η πορεία των μισθών επηρεάζει επίσης τη φτώχεια των εργαζομένων, η οποία παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στα περισσότερα κράτη μέλη. Το ποσοστό των ατόμων που, αν και εργάζονται, έχουν ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού χαμηλότερο από το όριο του κινδύνου φτώχειας αυξήθηκε στην ΕΕ από 8,3 % το 2010 σε 9,6 % το 2016. Έκτοτε, παράμεινε σε γενικές σταθερή και ανήλθε στο 9,5 % κατά μέσο όρο το 2018. Το υψηλότερο επίπεδο καταγράφηκε στη Ρουμανία (15,3 %) και ακολούθησαν το Λουξεμβούργο, η Ισπανία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα — σε όλες τις χώρες το επίπεδο ήταν υψηλότερο του 11 %. Στον αντίποδα, το ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων είναι χαμηλότερο από 4 % στη Φινλανδία και την Τσεχία. Η ταχύτερη μείωση σε σύγκριση με το 2017 καταγράφηκε στη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία (περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες). Ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζομένων συνδέεται στενά με τον τύπο σύμβασης: το 2018 το 16,2 % των απασχολούμενων με σύμβαση ορισμένου χρόνου αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας, έναντι 6,1 % των απασχολούμενων με σύμβαση αορίστου χρόνου.
Διάγραμμα 16: Το ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων παραμένει υψηλότερο από τα επίπεδα του 2010 στην πλειονότητα των κρατών μελών.
Ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, πολυετής σύγκριση
Πηγή: Eurostat, SILC.
Στα περισσότερα κράτη μέλη, ο κατώτατος μισθός θέτει ένα ελάχιστο όριο στην κατανομή μισθών. Αυτό συνήθως καθορίζεται με βάση τον εθνικό νόμιμο κατώτατο μισθό (με εξαίρεση την Αυστρία, την Κύπρο, τη Δανία, τη Φινλανδία, την Ιταλία και τη Σουηδία). Οι επαρκείς κατώτατοι μισθοί, είτε θεσπίζονται διά νόμου είτε αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο, εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς: μειώνουν τη μισθολογική ανισότητα, αποτελούν κίνητρο για εργασία, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων και στηρίζουν τη συνολική ζήτηση αυξάνοντας το εισόδημα των χαμηλόμισθων οικογενειών, που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ροπή προς την κατανάλωση. Η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα των κατώτατων μισθών συμβάλλουν επίσης στη διαμόρφωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος που υποστηρίζει τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αποτρέπει παράλληλα τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα, οι κατώτατοι μισθοί αυξάνουν το κόστος της πρόσληψης χαμηλόμισθων εργαζομένων, στοιχείο το οποίο, ανάλογα με τη διάρθρωση της οικονομίας και τη μακροοικονομική κατάσταση, μπορεί να έχει αντίκτυπο στις ευκαιρίες απασχόλησης ορισμένων ομάδων. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη όλοι αυτοί οι παράγοντες, στα περισσότερα κράτη μέλη οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν στον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Σε ορισμένες χώρες, στη διαδικασία συμμετέχουν επίσης επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει σε όλες τις χώρες που θέσπισαν νόμιμο κατώτατο μισθό (Γερμανία, Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο) στο πρόσφατο παρελθόν. Στο διάγραμμα 17 παρουσιάζεται ο κατώτατος μισθός ως ποσοστό του διάμεσου και του μέσου μισθού σε όλη την ΕΕ το 2018. Οι υψηλότεροι κατώτατοι μισθοί, κατ’ αναλογία προς τον διάμεσο, καταγράφονται στη Γαλλία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Ρουμανία, ενώ οι χαμηλότεροι παρατηρούνται στην Ισπανία, την Τσεχία και την Εσθονία. Δεδομένου ότι ο δυνητικός αντίκτυπος του κατώτατου μισθού τόσο στην απασχόληση όσο και στις συνθήκες διαβίωσης είναι μεγαλύτερος όταν καλύπτεται μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, ο συγκεκριμένος δείκτης θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη. Το 2016 το ποσοστό των ατόμων που αμείβονταν με τον νόμιμο κατώτατο μισθό ή με αποδοχές ακόμη πιο μικρές ανήλθε στο 7,2 % στο διάμεσο κράτος μέλος της ΕΕ (βλέπε διάγραμμα 18), ενώ μεγάλες διαφορές επικρατούν μεταξύ των χωρών (από περίπου 2 % στη Τσεχία και τη Μάλτα σε πάνω από 12 % στην Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο).
Διάγραμμα 17: Οι κατώτατοι μισθοί στην Ευρώπη κυμαίνονται από το ένα τρίτο έως το ήμισυ του μέσου μισθού.
Κατώτατος μισθός ως ποσοστό των διάμεσων και μέσων αποδοχών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης (2018)
Πηγή: ΟΟΣΑ. Σημειώσεις: Στις AT, CY, DK, FI, IT και SE δεν προβλέπεται νόμιμος κατώτατος μισθός. Για τις BG, HR και MT δεν υπάρχουν στοιχεία από τον ΟΟΣΑ.
Διάγραμμα 18: Το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό παρουσιάζει μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών.
Ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με ορισμένο μερίδιο του εθνικού κατώτατου μισθού
Πηγή: Eurofound, Minimum wages in 2019: Annual review.
Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αυξανόμενες πιέσεις στους μισθούς επηρεάζουν όλα τα επίπεδα του συστήματος καθορισμού των μισθών, συμπεριλαμβανομένων των κατώτατων μισθών. Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έλαβαν αύξηση στις αποδοχές τους σε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ το 2019. Κατά μέσο όρο, καταγράφηκαν μεγαλύτερες αυξήσεις στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου έχουν παρατηρηθεί ελλείψεις εργατικού δυναμικού τα τελευταία έτη. Ωστόσο, οι υψηλότερες αυξήσεις σε ονομαστικούς όρους καταγράφηκαν στην Ισπανία (22,3 %) και στην Ελλάδα (10,9 %), αν και στην περίπτωση της Ελλάδας ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από το προ κρίσης επίπεδο. Οι γυναίκες εξακολουθούν να υπερεκπροσωπούνται σε σημαντικό βαθμό μεταξύ των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ — με εξαίρεση την Εσθονία και τη Βουλγαρία, όπου παρατηρείται σχετική ισορροπία μεταξύ των φύλων. Το 2017 τα μεγαλύτερα ποσοστά υπερεκπροσώπησης των γυναικών μεταξύ των ατόμων που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό κατείχαν η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Κροατία και το Βέλγιο.
Διάγραμμα 19: Η φορολογική επιβάρυνση γενικά μειώνεται, ιδίως για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους.
Φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, επίπεδο το 2018 και μεταβολή κατά την περίοδο 2013/2018
Πηγή: βάση δεδομένων Ευρωπαϊκής Επιτροπής-ΟΟΣΑ σχετικά με φόρους και παροχές. Σημείωση: τα δεδομένα αφορούν εργαζομένους που ζουν μόνοι χωρίς παιδιά. Τα στοιχεία επικαιροποιήθηκαν στις 17 Ιουνίου 2019. Η ένδειξη για την ΕΕ-28 είναι μη σταθμισμένος μέσος όρος.
Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας συνεχίζει σε γενικές γραμμές να χαρακτηρίζεται από μια σταδιακά μειούμενη τάση. Το 2018 οι σημαντικότερες μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης για εργαζομένους που ζουν μόνοι και αμείβονται με τον μέσο μισθό καταγράφηκαν στη Ρουμανία (–4,7 εκατοστιαίες μονάδες), στην Εσθονία (–2,5 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ουγγαρία (–1,1 εκατοστιαίες μονάδες). Η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σε πάνω από τα μισά κράτη μέλη της ΕΕ αλλά γενικά αυτό συνέβη σε πολύ περιορισμένο βαθμό — οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (0,6 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Μάλτα (0,4 εκατοστιαίες μονάδες). Συνολικά, οι διαφορές μεταξύ των χωρών παραμένουν σημαντικές (βλ. διάγραμμα 19). Η φορολογική επιβάρυνση κυμαίνεται από λιγότερο από 30 % στην Κύπρο και τη Μάλτα έως περίπου 50 % στο Βέλγιο, στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστρία. Παρόμοια διασπορά μπορεί να παρατηρηθεί σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα (οι οποίοι ορίζονται ως εργαζόμενοι που αμείβονται με το 67 % του μέσου μισθού), αν και οι τάσεις διαφέρουν μεταξύ των χωρών όσον αφορά την προοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών. Η μακροπρόθεσμη τάση μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης είναι ιδιαίτερα αισθητή για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα. Μεταξύ των ετών 2013 και 2018 η μη σταθμισμένη μέση φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε στην ΕΕ κατά 1,7 εκατοστιαίες μονάδες κατά μέσον όρο (και κατά 2,0 εκατοστιαίες μονάδες για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους), ενώ σημαντικές μειώσεις σημειώθηκαν και για τις δύο εισοδηματικές ομάδες στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Εσθονία και το Βέλγιο. Σημαντικές μειώσεις για τους εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα καταγράφηκαν στην Ιταλία και τη Γαλλία, καθώς και στη Λιθουανία και τη Λετονία. Για τις δύο τελευταίες χώρες, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τη θέσπιση προοδευτικών φορολογικών κλιμάκων για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο μπορεί να παρατηρηθεί μια κάποια σύγκλιση των φορολογικών συντελεστών, έστω κι αν η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σε ορισμένες χώρες στις οποίες ήταν συγκριτική υψηλή (π.χ. Γερμανία, Σλοβενία, Τσεχία), ενώ μειώθηκε σε ορισμένες χώρες στις οποίες ήταν σχετικά χαμηλή (π.χ. Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο). Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Ευρωομάδα συμφώνησε για τη συγκριτική αξιολόγηση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ σε σύγκριση με τον μέσο όρο, σταθμισμένο βάσει του ΑΕΠ. Στόχος είναι η περαιτέρω ενημέρωση και η στήριξη μεταρρυθμίσεων στον τομέα της φορολογίας της εργασίας. Στο πλαίσιο του εν λόγω προβληματισμού, η Ευρωομάδα εξετάζει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας για έναν εργαζόμενο με τον μέσο μισθό που ζει μόνος και έναν εργαζόμενο με χαμηλό μισθό που ζει μόνος.
3.1.2
Διαμόρφωση πολιτικής
Καθώς οι συνθήκες στην αγορά εργασίας βελτιώνονται, οι επιδοτήσεις της απασχόλησης τείνουν να μειώνονται. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα οικονομικά κίνητρα για την προώθηση της ένταξης συγκεκριμένων ομάδων στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι εργοδότες που απασχολούν νεαρούς εργαζομένους (ηλικίας κάτω των 21 ετών) μπορούν να μειώσουν τον ακαθάριστο μισθό τους, και η διαφορά αντισταθμίζεται από πριμοδότηση που καταβάλλεται από την κυβέρνηση στον εργαζόμενο. Στη Φλάνδρα (Βέλγιο), η κυβέρνηση ενίσχυσε στοχευμένα μέτρα για εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας, για νέους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και για άτομα με αναπηρίες. Στη Γαλλία οι πειραματικές επιδοτήσεις για επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν κατοίκους από ιδιαίτερα υποβαθμισμένες αστικές περιοχές επεκτείνονται σταδιακά, συμπεριλαμβανομένων των εξόχως απόκεντρων περιοχών. Στη Γερμανία, στο πλαίσιο του προγράμματος Teilhabechancengesetz, για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων το 75 % του μισθού τους το πρώτο έτος και το 50 % το δεύτερο καλύπτεται από το κράτος. Στην Κύπρο, στο πλαίσιο του προγράμματος πρακτικής άσκησης για νέους αποφοίτους, ασκούμενους δικηγόρους, αρχιτέκτονες ή μηχανικούς, θα παρέχεται μηνιαίο επίδομα κατάρτισης ύψους 650 EUR. Παρέχονται επίσης κίνητρα για την απασχόληση ατόμων με αναπηρίες. Στην Πορτογαλία, στο πλαίσιο του προγράμματος δράσης για την αντιμετώπιση της επισφάλειας και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, παρέχεται στήριξη στις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν ταυτόχρονα έναν νεαρό άνεργο (ή άτομο που αναζητά την πρώτη του θέση εργασίας) και έναν μακροχρόνια άνεργο μεγαλύτερης ηλικίας με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η στήριξη περιλαμβάνει μερική ή ολική απαλλαγή από την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Παρέχονται επίσης επιδοτήσεις για τη μετατροπή επαγγελματικών περιόδων άσκησης σε μόνιμες συμβάσεις για νέους και μακροχρόνια ανέργους (το 2019 έγιναν αλλαγές με σκοπό την απλούστευση της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων). Στη Ρουμανία, οι εργοδότες που προσλαμβάνουν πτυχιούχους με σύμβαση αορίστου χρόνου λαμβάνουν για κάθε εργαζόμενο μηνιαίο ποσό ύψους 2 250 λέι (RON) (περίπου 475 EUR), για περίοδο 12 μηνών (18 μήνες για πτυχιούχους με αναπηρίες). Το ίδιο ποσό χορηγείται επίσης για την πρόσληψη ανέργων ηλικίας άνω των 45 ετών, άνεργων μόνων γονέων, μακροχρόνια ανέργων ή νεαρών ΕΑΕΚ. Τέλος, το ίδιο ποσό μπορεί να χορηγηθεί (από τον προϋπολογισμό της ασφάλισης ανεργίας) σε εργοδότες που συνάπτουν σύμβαση μαθητείας ή πρακτικής άσκησης. Στη Σουηδία, είναι υπό συζήτηση ένα νέο μέτρο που στοχεύει τους νεοαφιχθέντες και τους μακροχρόνια ανέργους, στο πλαίσιο του οποίου το κράτος θα επιδοτεί λίγο περισσότερο από το ήμισυ του μισθολογικού κόστους. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες παρατίθενται στην ενότητα 3.2.
Ορισμένα κράτη μέλη στήριξαν την απασχόληση και το εισόδημα από εργασία μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μέτρα πολιτικής μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν αλλαγές όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Στην Ισπανία, θεσπίστηκαν διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις το 2018, όπως, μεταξύ άλλων, η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο για τα επιδόματα μητρότητας και πατρότητας, η έκπτωση των δαπανών για προσχολική εκπαίδευση και δομές παιδικής φροντίδας, καθώς και εκπτώσεις για τους φορολογούμενους που ζουν με εξαρτώμενο σύντροφο. Στη Γαλλία το πρώην CICE (πίστωση φόρου για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα) μετατράπηκε σε άμεση μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ύψους 6 εκατοστιαίων μονάδων επί μισθών που ανέρχονται σε έως 2,5 φορές τον κατώτατο μισθό. Επιπλέον, η μείωση κατά 3,9 εκατοστιαίες μονάδες των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών θα εφαρμοστεί για τους χαμηλούς μισθούς. Στην Ιταλία θεσπίστηκε κατ’ αποκοπή φόρος 15 % για τις μικρές επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες και τους βιοτέχνες που δηλώνουν εισοδήματα έως και 65 000 EUR. Στη Λιθουανία, στο πλαίσιο σημαντικής μεταρρύθμισης με την οποία θεσπίζεται προοδευτικός φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, η φορολογική επιβάρυνση των ατόμων με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα θα μειωθεί σε ορίζοντα τριετίας. Το σύστημα φορολογίας της εργασίας καθίσταται επίσης απλούστερο, με εξαίρεση τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους χαμηλόμισθους εργαζομένους, όσον αφορά το κύριο συνταξιοδοτικό σύστημα, σε συνδυασμό με την αύξηση των γενικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (CSG). Στην Ουγγαρία, οι εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μειώθηκαν το 2019 από 19,5 % σε 17,5 %. Επιπλέον, δεν απαιτείται η καταβολή εισφορών επί του εισοδήματος εργασίας των συνταξιούχων, με σκοπό να προωθηθεί η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Η Πολωνία θέσπισε φοροαπαλλαγή για τους νέους ηλικίας κάτω των 26 ετών. Στη Μάλτα, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Making Work Pay», στον προϋπολογισμό του 2019 επιβεβαιώθηκε η παροχή επιταγής από 40 EUR έως 68 EUR σε όλα τα άτομα που εργάζονται και λαμβάνουν αποδοχές κάτω από 60 000 EUR. Η ελάχιστη εισφορά για τους αυτοαπασχολούμενους αυξήθηκε κατά 1,9 % το 2019, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η αύξηση της προστασίας, τόσο από άποψη κάλυψης όσο και από άποψη διάρκειας. Στη Σλοβενία, θεσπίστηκε η απαλλαγή του επιδόματος αδείας από τους φόρους εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μέχρι το ποσό του μέσου μισθού.
Μερικά κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση της ισχύος και της διαφάνειας των συστημάτων για τον καθορισμό των μισθών και τη διεξαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στην Ελλάδα, επανήλθαν σε ισχύ οι αρχές της επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων και της ευνοϊκότητας (δηλαδή της δυνατότητας παρέκκλισης από τις συμβάσεις μόνον υπέρ του εργαζομένου). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μέχρι στιγμής, την επέκταση δεκαπέντε συλλογικών συμβάσεων, που καλύπτουν περισσότερους από 220 000 εργαζομένους. Στην Κροατία, τελεί υπό συζήτηση η θέσπιση νομοθεσίας για την καλύτερη εναρμόνιση του καθορισμού των μισθών σε όλο το φάσμα της κρατικής διοίκησης, μέσω της καθιέρωσης κοινών μισθολογίων και συντελεστών πολυπλοκότητας των θέσεων εργασίας. Η νέα νομοθεσία θα καλύπτει επίσης τομείς της εργασιακής σχέσης των δημοσίων υπαλλήλων που αποτελούν επί του παρόντος αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής νέου συστήματος αξιολόγησης της απόδοσης. Η Λετονία τροποποίησε το εργατικό της δίκαιο για να διευκολύνει τις διμερείς κλαδικές συμβάσεις, επιτρέποντας την παρέκκλιση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από την προσαύξηση του 100 % για τις υπερωρίες. Στη Λιθουανία, επιδιώκεται με σχέδιο νόμου να αποσαφηνιστεί το νομικό περιβάλλον για τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό, τομεακό ή διοικητικό επίπεδο. Επιπλέον, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική επάρκεια των κοινωνικών εταίρων, οι φορολογούμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να διαθέτουν το 1 % του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που τους αναλογεί στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στη Σλοβακία, κατόπιν τροποποίησης του εργατικού κώδικα, επιτρέπεται πλέον να κοινοποιούν οι εργαζόμενοι δημοσίως τα επίπεδα των μισθών τους, που δεν είναι δυνατό να αποκρύπτονται βάσει σύμβασης.
Το 2019 οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει εθνικό επίπεδο νόμιμου μισθού. Στον πίνακα 2 γίνεται μια επισκόπηση των επικαιροποιήσεων που έλαβαν χώρα το 2019. Για παράδειγμα, στην Εσθονία, ο ακαθάριστος κατώτατος μισθός αυξήθηκε στα 540 EUR τον Ιανουάριο του 2019 από 500 EUR το 2018. Οι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν ότι έως το 2022 οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού θα υπολογίζονται ετησίως με βάση την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση αύξησε τον νόμιμο κατώτατο μισθό κατά 10,9 % και κατάργησε τον υποκατώτατο μισθό για τα άτομα ηλικίας κάτω των 25 ετών. Πρόκειται για την πρώτη αύξηση από το 2012 και μετά. Στην Ισπανία, ο νόμιμος κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε 12 600 EUR ετησίως, κατόπιν πολιτικής συμφωνίας (χωρίς συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων). Παράλληλα, η κυβέρνηση εξήγγειλε την αύξηση των μισθών στον δημόσιο τομέα κατά 2,25 % τουλάχιστον το 2019, με προοπτική περαιτέρω αύξησης κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ. Στην Κροατία, ο κατώτατος ακαθάριστος μισθός αυξήθηκε από 3 440 κούνα (HRK) σε 3 750 HRK (από περίπου 460 EUR σε 505 EUR) — πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2008. Στη Λιθουανία, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από 400 EUR σε 430 EUR, αλλά έπειτα από τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, το ποσό αυτό ανέρχεται σε 555 EUR. Στη Σλοβακία ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από 480 EUR σε 520 EUR. Στη Λετονία, παρότι ο εθνικός κατώτατος μισθός δεν αυξήθηκε, οι κατώτατοι μισθοί επικαιροποιήθηκαν προς τα πάνω στον οικοδομικό τομέα και στον εκπαιδευτικό τομέα. Στην Πολωνία, η κυβέρνηση εξήγγειλε σημαντικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, ο οποίος σχεδόν θα διπλασιαστεί σε ονομαστικούς όρους εντός της επόμενης πενταετίας [από 2 250 ζλότι (PLN) το 2019 σε 4 000 PLN το 2024, ήτοι από περίπου 525 EUR σε 930 EUR]. Τέλος, η Ιταλία και η Κύπρος εξετάζουν προτάσεις για τη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού βάσει νόμου. Στην Ιταλία, προτείνεται με σχέδιο νόμου η θέσπιση ακαθάριστου κατώτατου ωρομισθίου της τάξης των 9 EUR. Στην Κύπρο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να θεσπίσει ενιαίο κατώτατο μισθό μόλις η οικονομία φτάσει σε στάδιο πλήρους απασχόλησης, με ποσοστό ανεργίας 5 %. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αυτό αναμένεται να επιτευχθεί έως το 2020-2021.
Πίνακας 2: Επικαιροποιήσεις των μηνιαίων κατώτατων μισθών το 2019 (σε ευρώ)
Χώρα
|
2018
|
2019
|
Ονομαστική αύξηση
|
Πραγματική αύξηση
|
Βέλγιο
|
1 562,59
|
1 593,76
|
2,0 %
|
0,2 %
|
Βουλγαρία
|
260,76
|
286,33
|
9,8 %
|
7,4 %
|
Κροατία
|
462,10
|
505,90
|
9,5 %
|
8,4 %
|
Τσεχία
|
477,78
|
518,97
|
8,6 %
|
7,2 %
|
Εσθονία
|
500,00
|
540,00
|
8,0 %
|
5,0 %
|
Γαλλία
|
1 498,47
|
1 521,22
|
1,5 %
|
0,1 %
|
Γερμανία
|
1 497,79
|
1 557,09
|
4,0 %
|
2,2 %
|
Ελλάδα
|
683,76
|
758,33
|
10,9 %
|
10,4 %
|
Ουγγαρία
|
444,69
|
464,20
|
4,4 %
|
5,0 %
|
Ιρλανδία
|
1 613,95
|
1 656,20
|
2,6 %
|
1,8 %
|
Λετονία
|
430,00
|
430,00
|
0,0 %
|
-2,9 %
|
Λιθουανία
|
400,00
|
555,00 (430,00)
|
7,5 %
|
5,0 %
|
Λουξεμβούργο
|
1 998,59
|
2 071,10
|
3,6 %
|
2,0 %
|
Μάλτα
|
747,54
|
761,97
|
1,9 %
|
0,9 %
|
Κάτω Χώρες
|
1 578,00
|
1 615,80
|
2,4 %
|
0,4 %
|
Πολωνία
|
502,75
|
523,09
|
4,1 %
|
6,4 %
|
Πορτογαλία
|
676,67
|
700,00
|
3,5 %
|
2,8 %
|
Ρουμανία
|
407,86
|
446,02
|
9,4 %
|
6,0 %
|
Σλοβακία
|
480,00
|
520,00
|
8,3 %
|
6,0 %
|
Σλοβενία
|
842,79
|
886,63
|
5,2 %
|
3,9 %
|
Ισπανία
|
858,55
|
1 050,00
|
22,3 %
|
21,1 %
|
Ηνωμένο Βασίλειο
|
1 638,36
|
1 746,73
|
4,9 %
|
2,4 %
|
Πηγή: υπολογισμοί του Eurofound. Εναρμονισμένα στοιχεία για τους ακαθάριστους μισθούς (σε ευρώ) που ισχύουν για εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (ενήλικες, πλήρης συντελεστής) Όταν μετατρέπονται σε ευρώ, οι πραγματικές μεταβολές στον κατώτατο μισθό στην Ουγγαρία και την Πολωνία είναι υψηλότερες από τις ονομαστικές μεταβολές λόγω υποτιμήσεων του ουγγρικού φιορινιού και του πολωνικού ζλότι.
3.2.Κατευθυντήρια γραμμή 6: Ενίσχυση της προσφοράς εργασίας και βελτίωση της πρόσβασης στην απασχόληση, σε δεξιότητες και σε ικανότητες
Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η εφαρμογή της κατευθυντήριας γραμμής για την απασχόληση αριθ. 6, στο πλαίσιο της οποίας συνιστάται να δημιουργήσουν τα κράτη μέλη συνθήκες που προάγουν την προσφορά εργασίας, τις δεξιότητες και τις ικανότητες. Παρουσιάζονται οι δείκτες σχετικά με την ολοκλήρωση προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, τα αποτελέσματα και τον αντίκτυπο στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και την απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού. Στη συνέχεια εξετάζονται οι επιδόσεις στην αγορά εργασίας για διάφορες ομάδες που υποεκπροσωπούνται σε αυτή (π.χ. νέοι, εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας, γυναίκες, άτομα που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών και άτομα με αναπηρίες). Στην ενότητα 3.2.2 γίνεται αναφορά στα μέτρα πολιτικής που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στους τομείς αυτούς, καθώς και στα μέτρα που απευθύνονται στις συγκεκριμένες ομάδες.
3.2.1
Βασικοί δείκτες
Μετά από μια μακρά περίοδο συνεχούς προόδου, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση παρέμεινε στάσιμο κατά τα τελευταία δύο έτη. Η μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου αποτελεί μέρος των πρωταρχικών στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την εκπαίδευση. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν να μειώσουν το μέσο ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου στην ΕΕ από 14,7 % το 2008 σε λιγότερο από 10 % έως το 2020. Το εν λόγω ποσοστό μειωνόταν σταθερά έως το 2016, οπότε έφτασε το 10,7 %. Έκτοτε, δεν έχει καταγραφεί καμία σημαντική βελτίωση και ο δείκτης αυτός παρέμεινε σταθερός στο 10,6 % τόσο το 2017 όσο και το 2018. Όπως φαίνεται από το διάγραμμα 20, η κατάσταση παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη σε περίπου τα μισά κράτη μέλη, με ετήσιες διακυμάνσεις που κυμαίνονται μεταξύ +0,2 και -0,2 εκατοστιαίες μονάδες. Σημαντικές βελτιώσεις καταγράφηκαν, παρ’ όλα αυτά, στη Ρουμανία (–1,7 εκατοστιαίες μονάδες), στην Ελλάδα (–1,3 εκατοστιαίες μονάδες) και στο Λουξεμβούργο (–1 εκατοστιαία μονάδα), ενώ στη Σουηδία και τη Δανία το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο αυξήθηκε κατά 1,6 και 1,4 εκατοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα. Από την εξέταση της εξέλιξης στα κράτη μέλη όπου η κατάσταση έχει χαρακτηριστεί «κρίσιμη» (σύμφωνα με την ταξινόμηση του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων), δηλαδή στη Μάλτα, την Ισπανία και την Ιταλία, προκύπτουν δύο διαφορετικές εικόνες. Παρά το ότι οι δύο πρώτες χώρες παρουσίασαν μια θετική τάση μεταξύ των ετών 2017 και 2018, με μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου κατά -0,3 και -0,4 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο στην Ιταλία αυξήθηκε περαιτέρω φτάνοντας στο 14,5 % (+0,5 εκατοστιαίες μονάδες). Το 2018 σε 17 κράτη μέλη καταγράφηκαν ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου κάτω του 10 %. Το σχετικό ποσοστό ήταν ακόμη πολύ πιο πάνω από τον στόχο της ΕΕ (και πάνω από τους αντίστοιχους εθνικούς στόχους) στην Ισπανία (17,9 %), τη Μάλτα (17,4 %) και τη Ρουμανία (16,4 %), ενώ ήταν ίσο ή κατώτερο του 5 % στην Ιρλανδία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Λιθουανία, τη Σλοβενία και την Κροατία. Για μια δεκαετία (διάγραμμα 21), το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και τη Μάλτα, ενώ αυξήθηκε σημαντικά στη Σλοβακία και τη Σουηδία, παρά το ότι παραμένει κάτω από το ποσοστό αναφοράς της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» στις δύο αυτές χώρες. Ορισμένα κράτη μέλη παρουσιάζουν μεγάλες περιφερειακές αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου (βλ. παράρτημα 3).
Διάγραμμα 20: Τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών
Άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση (% του πληθυσμού ηλικίας 18-24 ετών) και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα. Διακοπές στις σειρές για BE, DK, IE και MT.
Τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων. Κατά μέσο όρο, οι γυναίκες που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι λιγότερες από τους άνδρες (8,9 % έναντι 12,2 %). Αυτό το χάσμα των 3,3 εκατοστιαίων μονάδων μεταξύ των φύλων έχει παραμείνει σχετικά σταθερό την τελευταία δεκαετία (σημειώνοντας μείωση μόλις κατά 0,7 εκατοστιαίες μονάδες από το 2008). Η χώρα γέννησης επηρεάζει σημαντικά τις τάσεις πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου: οι γηγενείς χαρακτηρίζονται από χαμηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης σε σχέση με τα άτομα που γεννήθηκαν σε άλλη χώρα της ΕΕ (9,5 % σε σύγκριση με 19,2 %); το χάσμα είναι ακόμη ευρύτερο για τα άτομα που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ, για τα οποία το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου ανέρχεται σε 20,7 %. Ωστόσο, για την προαναφερόμενη ομάδα το χάσμα έχει μειωθεί κατά 8,9 εκατοστιαίες μονάδες από το 2008.
Η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου αποτελεί εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση. Οι νέοι που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση αναπόφευκτα στερούνται γνώσεων, ικανοτήτων και προσόντων και αντιμετωπίζουν σοβαρά και επίμονα προβλήματα στην αγορά εργασίας. Το 2018 το 53,8 % των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση ήταν είτε άνεργα είτε άεργα. Κατά συνέπεια, αντιμετωπίζουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Διάγραμμα 21: Παρά την επίτευξη σημαντικής προόδου, ο στόχος της στρατηγικής 2020 σχετικά με την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
Άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, 2009-2018 και στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (%)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [edat_lfse_14].
Σημείωση: Όλες οι χώρες: διακοπή στη χρονολογική σειρά το 2014 [αλλαγή της διεθνούς πρότυπης ταξινόμησης της εκπαίδευσης (ISCED) από ISCED 1997 σε ISCED 2011]· η αλλαγή της ISCED δεν έχει αντίκτυπο στη διαχρονική συγκρισιμότητα του εν λόγω δείκτη για όλα τα κράτη μέλη, εκτός της Εσθονίας.
Πάνω από ένας στους πέντε μαθητές δεν διαθέτει τις ελάχιστες βασικές δεξιότητες που απαιτούνται στην ηλικία του, γεγονός που αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη να βελτιωθούν τα εκπαιδευτικά συστήματα. Από το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ για το 2018 προκύπτει ότι οι επιδόσεις της ΕΕ μειώθηκαν περαιτέρω σε όλους τους τομείς από το 2015
. Το 2018 το ποσοστό των Ευρωπαίων μαθητών με χαμηλές επιδόσεις
στην κατανόηση κειμένου ανήλθε σε 21,7 %, στα μαθηματικά σε 22,4 % και στις φυσικές επιστήμες σε 21,6 %. Ωστόσο, υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Παρά το ότι στην Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Φινλανδία και την Πολωνία το ποσοστό των ατόμων με χαμηλές επιδόσεις στα μαθηματικά ήταν χαμηλότερο από 15 %, στην Κύπρο, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μάλτα, τη Σλοβακία και την Ελλάδα, ποσοστό άνω του 30 % των μαθητών δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν βασικό επίπεδο επάρκειας στην κατανόηση κειμένου. Τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα επηρεάζονται σημαντικά από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μαθητών και από το αν προέρχονται από οικογένειες μεταναστών που δείχνει ότι η εκπαίδευση δεν λειτουργεί επαρκώς ως δύναμη για την κοινωνική κινητικότητα. Οι μαθητές που βρίσκονται σε χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή προέρχονται από οικογένειες μεταναστών υπερεκπροσωπούνται στην ομάδα των ατόμων με χαμηλές επιδόσεις και δυσκολεύονται να αποκτήσουν βασική επάρκεια και στους τρεις τομείς. Σε όλα τα κράτη μέλη οι μαθητές που βρίσκονται στο χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο είναι λιγότερο πιθανό να αποκτήσουν το ελάχιστο επίπεδο επάρκειας στην κατανόηση κειμένου από ό,τι οι συνομήλικοί τους που βρίσκονται στο υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και το Λουξεμβούργο παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα χάσματα μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ στην Εσθονία, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία η κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών επηρεάζει λιγότερο τα αποτελέσματα.
Η ένταξη των Ρομά στην εκπαίδευση εξακολουθεί να παρουσιάζει δυσκολίες λόγω αρκετών παραγόντων όπως, μεταξύ άλλων, ο σχολικός διαχωρισμός, οι μέθοδοι διδασκαλίας που δημιουργούν αποκλεισμούς, και οι φραγμοί που προκαλεί η ακραία φτώχεια ή ο στεγαστικός διαχωρισμός. Παρά τις προσπάθειες αύξησης των ποσοστών συμμετοχής και μείωσης των ποσοστών πρόωρης εγκατάλειψης, τα παιδιά Ρομά που μεταβαίνουν σε ανώτερα επίπεδα εκπαίδευσης είναι λιγότερα από ένα στα πέντε. Τα ποσοστά απουσιών και πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου από τους Ρομά, που ανέρχονται σε 70 %, είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα ποσοστά για άλλες κατηγορίες μαθητών και τον στόχο του 10 % που έχει θέσει η στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου.
Διάγραμμα 22: Παρατηρείται γήρανση του διδακτικού δυναμικού των κρατών μελών
Εκπαιδευτικοί που διδάσκουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανά ηλικιακή ομάδα (ISCED 2-3, 2017)
Πηγή: Eurostat, UOE, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [educ_uoe_perp01]. Κατάταξη από το χαμηλότερο προς το υψηλότερο ποσοστό εκπαιδευτικών ηλικίας 50 ετών και άνω. Για την IE περιλαμβάνονται δεδομένα μόνο για τους εκπαιδευτικούς της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για τη DK μόνο για τους εκπαιδευτικούς κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Σε αρκετά κράτη μέλη διαπιστώνεται έλλειψη επαρκούς αριθμού εκπαιδευτικών με υψηλό επίπεδο προσόντων και γήρανση του διδακτικού προσωπικού. Το 2017 υπήρχαν περίπου 8,8 εκατ. εκπαιδευτικοί και μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα στην ΕΕ. Σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα του ΟΟΣΑ για τη διδασκαλία και τη μάθηση (TALIS) του 2018, το 34 % των εκπαιδευτικών κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εργάζονται σε σχολεία στα οποία τουλάχιστον το 10 % των μαθητών έχουν ειδικές ανάγκες, ενώ το 19 % σε σχολεία στα οποία πάνω από 30 % των μαθητών προέρχονται από μειονεκτούντα κοινωνικοοικονομικά στρώματα· και το 32 % σε σχολεία με τουλάχιστον 1 % μαθητές πρόσφυγες. Ωστόσο, 23,5 % των διευθυντών σχολείων αναφέρουν έλλειψη εκπαιδευτικών με ικανότητες διδασκαλίας σε πολυπολιτισμικά ή πολύγλωσσα περιβάλλοντα και σε ποσοστό 37,8 % αναφέρουν έλλειψη εκπαιδευτικών με ικανότητες διδασκαλίας μαθητών με ειδικές ανάγκες. Επιπλέον, η προσφορά εκπαιδευτικών υψηλής ειδίκευσης σε κάθε μάθημα καθώς και η αυξανόμενη γήρανση του διδακτικού προσωπικού αποτελούν καίριες προκλήσεις σε μια σειρά κρατών μελών. Κατά μέσο όρο, 32,8 % των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και 39 % των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν τουλάχιστον 50 ετών. Εάν εστιάσουμε την προσοχή μας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία είναι οι χώρες που επηρεάζονται περισσότερο από τη γήρανση και θα χρειαστεί να αντικαταστήσουν περίπου το ήμισυ του διδακτικού δυναμικού τους εντός της επόμενης δεκαετίας ή κατά προσέγγιση (διάγραμμα 22).
Διάγραμμα 23: Οι αποδοχές των εκπαιδευτικών είναι συχνά χαμηλότερες από τις μέσες αποδοχές των εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση
Μισθοί εκπαιδευτικών σε σχέση με τις μέσες αποδοχές εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, 2016*
Πηγή: ΟΟΣΑ (2018), Education at a Glance 2018. *Έτος αναφοράς 2015 για την Τσεχία και τη Φινλανδία· 2014 για τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λιθουανία και τις Κάτω Χώρες. Δεν διατίθενται στοιχεία για BE, BG, CY, IE, ES, MT, HR και RO.
Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού συχνά δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Οι απολαβές των εκπαιδευτικών είναι συχνά πολύ μικρότερες από τις μέσες αποδοχές των εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (διάγραμμα 23). Ειδικότερα, στην Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, οι αποδοχές των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερες από το 80 % των αποδοχών άλλων εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μόνο στο Λουξεμβούργο, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, οι μισθοί των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης υπερβαίνουν τους μισθούς άλλων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ στη Λετονία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία αυτό συμβαίνει αποκλειστικά στη βαθμίδα της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, πολλοί εργαζόμενοι στην εκπαίδευση αντιμετωπίζουν δύσκολες συνθήκες εργασίας. Σύμφωνα με μια ταξινόμηση που βασίζεται στην έκτη ευρωπαϊκή έρευνα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας , ένας στους πέντε από αυτούς (19 %) υπάγεται στο προφίλ ποιότητας εργασίας «υπό πίεση», ενώ 4 % ανήκουν στο προφίλ εργασίας «χαμηλής ποιότητας». Επιπλέον, το επάγγελμα του εκπαιδευτικού φαίνεται ότι δεν είναι ελκυστικό για τους άνδρες. Οι εκπαιδευτικοί στην Ευρώπη είναι κυρίως γυναίκες: αποτελούν το 95,7 % των εκπαιδευτικών προσχολικής εκπαίδευσης, το 85,5 % των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 64,7 % των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τέλος, τα προγράμματα εισαγωγικής επιμόρφωσης και καθοδήγησης στα αρχικά στάδια της σταδιοδρομίας των εκπαιδευτικών, καθώς και οι ευκαιρίες συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης θα μπορούσαν να βελτιωθούν περαιτέρω προκειμένου να ενισχυθεί η ελκυστικότητα του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού. Παρότι, σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα του ΟΟΣΑ για τη διδασκαλία και τη μάθηση (TALIS) του 2018, ποσοστό άνω του 92 % των εκπαιδευτικών της ΕΕ συμμετέχουν τακτικά σε συνεχή επαγγελματική εξέλιξη, οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν επίσης ότι η σύγκρουση με τα ωράρια εργασίας, η έλλειψη κινήτρων, το κόστος της κατάρτισης ή η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και πραγματικών αναγκών αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην ενεργό συμμετοχή τους σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Η ΕΕ συνολικά πέτυχε τον πρωταρχικό της στόχο του 40 % όσον αφορά την ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δύο έτη νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Το 2018 το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 30-34 ετών που ολοκλήρωσε επιτυχώς σπουδές τριτοβάθμιας ή ισοδύναμης εκπαίδευσης ήταν 40,7 % (διάγραμμα 24). Παρότι όλα τα κράτη μέλη σημείωσαν βελτίωση την τελευταία δεκαετία, σε δέκα εξ αυτών τα ποσοστά ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2018 εξακολουθούσαν να υπολείπονται του στόχου της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Η Ρουμανία και η Ιταλία, τα δύο κράτη μέλη με τα χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (24,6 % και 27,8 % αντίστοιχα), κατέγραψαν πρόοδο της τάξης του 53 % και του 45 %, αντίστοιχα, από το 2008, έναντι συνολικού ποσοστού προόδου της τάξης του 31 % σε επίπεδο ΕΕ κατά την ίδια περίοδο. Στη Σλοβακία και την Τσεχία, τα ποσοστά ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν υπερδιπλασιαστεί από το 2008. Επιπλέον, σε χώρες όπως η Σουηδία, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Λιθουανία, ποσοστό άνω του 50 % του πληθυσμού ηλικίας 30-34 ετών διαθέτει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό είναι ενθαρρυντικό, δεδομένου ότι οι νέοι απόφοιτοι που ολοκλήρωσαν πρόσφατα την τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνουν να έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε σύγκριση με τους νέους που διαθέτουν χαμηλότερο επίπεδο προσόντων. Ωστόσο, συνεχίζουν να επικρατούν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα μέσα ποσοστά επιτυχίας στην ΕΕ μεταξύ ανδρών και γυναικών (35,7 % έναντι 45,8 % το 2018) και το χάσμα αυξάνεται συνεχώς κατά την τελευταία δεκαετία. Παρά τις βελτιώσεις το 2018 η χώρα γέννησης εξακολουθεί να επηρεάζει το ποσοστό επιτυχίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα μέσα ποσοστά επιτυχίας των ατόμων που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ ήταν κατά περίπου 5 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα (35,8 %) από τα άτομα που είχαν γεννηθεί στην ΕΕ.
Διάγραμμα 24: Ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση επιτεύχθηκε, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών
Ολοκλήρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, 2008, 2018 και στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (%)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [edat_lfse_03]. Οι δείκτες καλύπτουν το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 30-34 ετών που έχει ολοκληρώσει με επιτυχία την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ISCED 5-8). Πραγματοποιήθηκε διακοπή στη σειρά το 2014 λόγω της νέας ταξινόμησης ISCED. Τα στοιχεία του 2017 για το LU είναι αναξιόπιστα λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος.
Οι ανάγκες επενδύσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι σημαντικές, ενώ οι δαπάνες για την εκπαίδευση έχουν παραμείνει σταθερές τα τελευταία χρόνια. Για τη διασφάλιση της πρόσβασης όλων των παιδιών σε ποιοτική προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, την ανακαίνιση των σχολείων ώστε να προσαρμοστούν στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους και στις ψηφιακές τεχνολογίες ή την προσέλκυση των καλύτερων εκπαιδευτικών με επαρκείς μισθούς και ευκαιρίες επαγγελματικές εξέλιξης, απαιτούνται κατάλληλες επενδύσεις στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ωστόσο, παρά τις αυξανόμενες επενδυτικές ανάγκες, οι εκπαιδευτικές ανάγκες παρέμειναν στάσιμες ή ακόμη και μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία. Το 2017 ποσοστό 4,6 % του ΑΕΠ διατέθηκε κατά μέσο όρο στην εκπαίδευση και την κατάρτιση στην ΕΕ. Το ποσοστό αυτό βαίνει μειούμενο από το 2009, οπότε είχε διαμορφωθεί στο 5,2 %. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Ενώ η Σουηδία, η Δανία και το Βέλγιο δαπανούν ποσοστό άνω του 6 % του ΑΕΠ τους στην εκπαίδευση, η Ρουμανία δεν φτάνει το 3 % του ΑΕΠ. Επιπλέον, η Ιρλανδία, η Βουλγαρία, η Σλοβακία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία δαπανούν ποσοστό μεταξύ 3 % και 4 % του ΑΕΠ. Όταν υπολογίζονται ως ποσοστό των συνολικών δημόσιων δαπανών, οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην ΕΕ το 2017 αντιπροσώπευαν 10,2 %, ποσοστό που έχει παραμείνει σταθερό από το 2012, αφότου μειώθηκε κατά περίπου μισή εκατοστιαία μονάδα σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο προ κρίσης (10,6 % το 2008). Μόνον όταν εξετάζεται η πραγματική ετήσια μεταβολή των δαπανών για την εκπαίδευση, καταγράφεται ελαφρώς θετική τάση σε επίπεδο ΕΕ (+ 0,5 % κατά την περίοδο μεταξύ 2016 και 2017). Εάν ληφθεί υπόψη ότι το επενδυτικό χάσμα όσον αφορά τις εκπαιδευτικές υποδομές προβλέπεται να ανέλθει σε περίπου 500 δισ. EUR έως το 2040, το τέλμα αυτό στις εκπαιδευτικές δαπάνες αποτελεί σοβαρότατο ζήτημα. Η χαρτογράφηση των επενδυτικών αναγκών σε επίπεδο κρατών μελών όσον αφορά την υποδομή και τις υπηρεσίες εκπαίδευσης, κατά τρόπο που να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες, μπορεί να συμβάλει στον σχεδιασμό έξυπνων και μακρόπνοων επενδυτικών στρατηγικών.
Παρά το ότι οι εργαζόμενοι με μεσαίο επίπεδο προσόντων αντιπροσωπεύουν ακόμη το μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής απασχόλησης, το μερίδιο της απασχόλησης σε θέσεις εργασίας μεσαίου επιπέδου μειώνεται. Οι ενήλικοι με μεσαίο επίπεδο προσόντων καταλάμβαναν την πλειονότητα των θέσεων απασχόλησης σε όλες τις επαγγελματικές ομάδες, με εξαίρεση τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, τους επαγγελματίες και τους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (διάγραμμα 25). Ωστόσο, το ποσοστό απασχόλησης σε επαγγέλματα μεσαίου επιπέδου μειώνεται στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας τάσης όσον αφορά την επαγγελματική σύνθεση της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, μεταξύ του 2002 και του 2018, κατά μέσον όρο, το μερίδιο των θέσεων εργασίας μεσαίου επιπέδου μειώθηκε στην ΕΕ κατά περίπου 13 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ τα ποσοστά απασχόλησης σε θέσεις εργασίας χαμηλού και υψηλού επιπέδου αυξήθηκαν κατά 5 και 7 εκατοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, LMWD, 2019). Πέραν των μεταβολών όσον αφορά τη ζήτηση δεξιοτήτων, η διαδικασία αναβάθμισης των δεξιοτήτων επιφέρει μεταβολές και στην προσφορά δεξιοτήτων. Ειδικότερα, σημειώθηκε σημαντική άνοδος του ποσοστού ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον πληθυσμό των εργαζόμενων ενηλίκων, καθώς ο αριθμός των ενηλίκων με τίτλο αυτού του επιπέδου αυξήθηκε κατά 23 εκατομμύρια περίπου (άνοδος σχεδόν κατά 41 %). Κατά συνέπεια, παρατηρείται μια σαφής τάση υπέρ της εργασίας υψηλού μορφωτικού επιπέδου σε όλα τα επίπεδα των θέσεων εργασίας, ενώ παράλληλα οι εργαζόμενοι με περιορισμένη μόνο εκπαίδευση αμείβονται λιγότερο στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, όχι μόνο σε επαγγέλματα υψηλού επιπέδου αλλά και σε επαγγέλματα μεσαίου και (ιδίως) χαμηλού επιπέδου (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ESDE, 2018). Η ταχέως μεταβαλλόμενη ζήτηση εργασίας για πιο σύνθετες δεξιότητες συμβάλλει στη μεγαλύτερη αναντιστοιχία των δεξιοτήτων σε πολλά κράτη μέλη (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, LMWD, 2019).
Διάγραμμα 25: Ενήλικοι με μεσαίο επίπεδο προσόντων καταλαμβάνουν την πλειονότητα των θέσεων απασχόλησης
Σύνθεση της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας και δεξιοτήτων, ΕΕ-28, 2007 και 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ της ΕΕ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
lfsa_egised
].
Οι τίτλοι σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής εκπαίδευσης μεσαίου επιπέδου συσχετίζονται με υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Οι ενήλικοι με χαμηλά προσόντα βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση στην αγορά εργασίας σε σύγκριση με τους ενηλίκους που παρέμειναν στην εκπαίδευση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στην ΕΕ, ο λόγος του αριθμού των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα προς τον αριθμό των θέσεων εργασίας που απαιτούν χαμηλό επίπεδο προσόντων είναι, κατά μέσο όρο, 3 προς 1 (ΚΕΑ, 2019). Με άλλα λόγια, ο αριθμός των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα είναι τριπλάσιος του αριθμού των θέσεων εργασίας που απαιτούν χαμηλό μόνο επίπεδο προσόντων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει εντέλει σε αποδυνάμωση της παραμονής των ατόμων με χαμηλά προσόντα στην αγορά εργασίας, αύξηση του ποσοστού επισφαλούς εργασίας και κίνδυνο συνολικής απομάκρυνσης από την αγορά εργασίας. Κατά μέσο όρο, το 2018 εργαζόταν μόνο το 57 % των ατόμων ηλικίας 20-34 ετών με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (που δεν παρακολουθούσαν πλέον κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης). Την ίδια χρονική περίοδο, το ποσοστό απασχόλησης των νέων αποφοίτων με τίτλο γενικής εκπαίδευσης μεσαίου επιπέδου ήταν 66,3 %, των κατόχων επαγγελματικού τίτλου μεσαίου επιπέδου 79,5 % και των κατόχων τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 85,5 %. Οι εκπαιδευτικές ελλείψεις στα ποσοστά απασχόλησης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και οι ελλείψεις αυτές είναι γενικά μεγαλύτερες, όταν συγκρίνονται άτομα με χαμηλές και μεσαίες εκπαιδευτικές επιδόσεις (βλ. διάγραμμα 26). Στα μισά περίπου κράτη μέλη, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου υπολείπεται κατά περισσότερες από 20 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το ποσοστό των ατόμων μεσαίου μορφωτικού επιπέδου.
Διάγραμμα 26: Οι νέοι απόφοιτοι με τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή με τίτλο επαγγελματικής εκπαίδευσης μεσαίου επιπέδου έχουν καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας
Ποσοστά απασχόλησης νέων αποφοίτων ηλικίας 20-34 ετών ανά μορφωτικό επίπεδο, 2018 (%)
Πηγή: Eurostat (ΕΕΔ της ΕΕ, 2018, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
edat_lfse_24
]). Ερμηνευτικές σημειώσεις: Στα στοιχεία για το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με χαμηλά προσόντα περιλαμβάνονται όλοι οι νέοι ενήλικες ηλικίας 20-34 ετών που δεν φοιτούν στην εκπαίδευση ή την κατάρτιση, ανεξάρτητα από το διάστημα που έχει παρέλθει από την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους. Στα στοιχεία για τα άτομα με προσόντα μεσαίου ή υψηλού επιπέδου περιλαμβάνονται μόνο άτομα που αποφοίτησαν 1-3 έτη πριν από την έρευνα. Τα στοιχεία εξαιρούν όσους είναι ακόμη εγγεγραμμένοι στο σύστημα εκπαίδευσης ή κατάρτισης.
Πάνω από το ένα τέταρτο των νέων ενηλίκων δεν διαθέτουν επίπεδο προσόντων που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Όπως φαίνεται στην προηγούμενη παράγραφο, η απόκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή επαγγελματικού τίτλου μεσαίου επιπέδου συσχετίζεται με καλύτερη επίδοση όσον αφορά το ποσοστό απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, ποσοστό 10,3 % των ατόμων της ηλικιακής ομάδας 30-34 ετών (όταν οι περισσότεροι νέοι κατά κανόνα έχουν ολοκληρώσει την αρχική τους εκπαίδευση και κατάρτιση), έχει αποκτήσει τίτλο μεσαίου επιπέδου γενικού προσανατολισμού, και 16,4 % διαθέτει τίτλο κατώτερο του διπλώματος ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (δηλ. έχουν χαμηλό επίπεδο προσόντων). Αυτά τα αριθμητικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι πάνω από το ένα τέταρτο των νεαρών ενηλίκων στην ΕΕ δεν αποκτούν προσόντα με άμεση συνάφεια με την αγορά εργασίας. Υπάρχουν, συνεπώς, σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών - για παράδειγμα, στην Τσεχία ή στην Κροατία το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο από 10 %, ενώ στη Μάλτα και την Πορτογαλία, είναι πάνω από 50 % (διάγραμμα 27).
Διάγραμμα 27: Πάνω από το ένα τέταρτο των νέων ενηλίκων δεν αποκτούν επίπεδο προσόντων που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας
Μορφωτικό επίπεδο και προσανατολισμός νέων ενηλίκων ηλικίας 30-34 ετών, 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
edat_lfs_9914
].
Παρά το ότι η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση μεσαίου επιπέδου (ΕΕΚ) διαθέτει υψηλό δυναμικό να προσαρμόζει την παροχή δεξιοτήτων στις εξελίξεις της αγοράς εργασίας, το μερίδιο των νέων ενηλίκων με αυτόν τον τύπο προσόντων παρουσιάζει μείωση. Τα άτομα που ακολουθούν πορεία επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης έχουν καλύτερες προοπτικές απασχολησιμότητας στην αγορά εργασίας: Το 80 % των αποφοίτων ΕΕΚ βρίσκουν την πρώτη τους μακροχρόνια θέση εργασίας εντός έξι μηνών από την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Ωστόσο, το ποσοστό των νέων ενηλίκων με προσόν επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μεσαίου επιπέδου και ηλικίας 30-34 ετών μειώθηκε στην ΕΕ από 35 % το 2009 σε 32,4 % το 2018. Το γεγονός αυτό αποτελεί απόρροια συνδυασμού δυνάμεων, μεταξύ των οποίων, αφενός, είναι η μείωση των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση και, αφετέρου, η αύξηση της ολοκλήρωσης σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε πολλά κράτη μέλη, επιμένει το φαινόμενο της έλλειψης ελκυστικότητας των σταδιοδρομιών ΕΕΚ — εν μέρει λόγω διαδεδομένων εσφαλμένων αντιλήψεων για την ΕΕΚ και εν μέρει λόγω πραγματικών ελλείψεων ως προς την ποιότητα των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας.
Διάγραμμα 28: Το μερίδιο των νέων ενηλίκων με προσόντα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μεσαίου επιπέδου παρουσιάζει μείωση
Αριθμός νέων ενηλίκων ηλικίας 30-34 ετών με τίτλο ΕΕΚ και το ποσοστό τους επί της συνολικής ομάδας των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών, 2009-2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
edat_lfs_9914
]. Ερμηνευτικές σημειώσεις: Τα στοιχεία για το 2009 βασίζονται σε μια ad hoc ενότητα της ΕΕΔ για τους νέους στην αγορά εργασίας. Οι ορισμοί της ΕΕΚ για το 2009 και το 2018 ενδέχεται να μην είναι απολύτως συγκρίσιμοι, αλλά και οι δύο πηγές καλύπτουν μόνο την ΕΕΚ σε μεσαίο επίπεδο (δηλ. την ανώτερη δευτεροβάθμια ή μεταδευτεροβάθμια μη τριτοβάθμια εκπαίδευση). Τα στοιχεία για το 2009 παρασχέθηκαν από την Eurostat ως ειδική εξαγωγή δεδομένων για τη ΓΔ EMPL.
Οι μαθητείες και άλλες μορφές μάθησης με βάση την εργασία διευκολύνουν σημαντικά τη μετάβαση των νέων ενηλίκων στην αγορά εργασίας. Το 2016 στην ΕΕ το ποσοστό απασχόλησης των νέων ενηλίκων που δεν είχαν συμμετάσχει σε κάποιο πρόγραμμα μάθησης στον χώρο εργασίας ήταν μόνο 63,2 %, έναντι ποσοστού απασχόλησης 69,1 % για τα άτομα που είχαν εμπειρία υποχρεωτικής πρακτικής άσκησης και 83,7 % για τα άτομα που είχαν εμπειρία μαθητείας. Ωστόσο, μόνο το 56,7 % των νέων ενηλίκων που ολοκλήρωσαν πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης δήλωσαν ότι παρακολούθησαν πρόγραμμα μάθησης στον χώρο εργασίας το 2016, εκ των οποίων ποσοστό 27,8 % στο πλαίσιο προγράμματος τύπου μαθητείας και 28,9 % στο πλαίσιο άλλων μορφών μάθησης στον χώρο εργασίας. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, για να βελτιωθεί η μάθηση στον χώρο εργασίας και, κατά συνέπεια, η ποιότητα και καταλληλόλητα της ΕΕΚ ως προς την αγορά εργασίας, η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μπορεί να περιλαμβάνει σταθερές βασικές συνιστώσες και ευέλικτα στοιχεία, έτσι ώστε να παρέχει στους εκπαιδευόμενους τις ειδικές ανά εργασία δεξιότητες και τις βασικές ικανότητες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εφαρμογή μιας πρακτικής μαθησιακής προσέγγισης που βασίζεται στα αποτελέσματα και μέσω της κατάρτισης στον χώρο εργασίας.
Διάγραμμα 29: Μόνον οι μισοί περίπου από τους σπουδαστές ΕΕΚ συμμετέχουν σε πρόγραμμα μάθησης στον χώρο εργασίας
Συμμετοχή νέων ενηλίκων (ηλικίας 15-34 ετών) με προσόντα μέσης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σε μάθηση στον χώρο εργασίας, 2016
Πηγή· Eurostat, ad hoc ενότητα της ΕΕΔ για τους νέους στην αγορά εργασίας, 2016, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
lfso_16feduc
]. Ερμηνευτική σημείωση: Η ΕΕΚ μεσαίου επιπέδου περιλαμβάνει την ανώτερη δευτεροβάθμια ή μεταδευτεροβάθμια μη τριτοβάθμια εκπαίδευση και κατάρτιση.
Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της πρόσβασης και τόνωσης της μάθησης μεταξύ του ενήλικού πληθυσμού. Το Συμβούλιο καθόρισε κριτήρια αναφοράς στο πλαίσιο της στρατηγικής για την εκπαίδευση και την κατάρτιση έως το 2020 (ΕΚ 2020), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τουλάχιστον 15 % του ενήλικου πληθυσμού (ηλικίας 25-64 ετών) έχει συμμετάσχει σε κάποια μορφή εκπαίδευσης ή κατάρτισης τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες πριν από την έρευνα. Ελάχιστη πρόοδος σημειώθηκε όσον αφορά τον συγκεκριμένο δείκτη στην ΕΕ κατά την περίοδο από το 2008 έως το 2018: η συμμετοχή στην εκπαίδευση ενηλίκων αυξήθηκε κατά 1,7 εκατοστιαίες μονάδες από 9,4 % σε 11,1 %, υπολειπόμενη του στόχου της στρατηγικής για την εκπαίδευση και την κατάρτιση 2020 (διάγραμμα 30). Τα στοιχεία αυτά μπορεί να συνιστούν σημαντικό εμπόδιο για την αποτελεσματικότητα των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας (ΕΠΑΕ) (βλ. επίσης ενότητα 3.3.). Τα χαμηλότερα ποσοστά μάθησης ενηλίκων παρατηρούνται στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Σλοβακία, την Ελλάδα και την Πολωνία (κάτω του 5 % του ενήλικου πληθυσμού), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Δανία (άνω του 20 %). Σε εννέα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου και, σε μικρότερο βαθμό, της Σλοβενίας και της Δανίας), η κατάσταση επιδεινώθηκε στον τομέα αυτόν κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ στις χώρες με τις πιο αξιοσημείωτες βελτιώσεις περιλαμβάνονταν η Γαλλία, η Σουηδία, η Εσθονία, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία (με την αύξηση να υπερβαίνει τις 5 εκατοστιαίες μονάδες). Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών οι καινοτομίες της διαδικτυακής εκπαίδευσης, όπως τα μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα (MOOC), χρησιμοποιούνται όλο και ευρύτερα ως εργαλείο διά βίου μάθησης για την αναβάθμιση και την απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Σύμφωνα με στοιχεία παγκόσμιων παρόχων MOOC, το 2018 20 εκατομμύρια νέοι εκπαιδευόμενοι γράφτηκαν σε τουλάχιστον ένα διαδικτυακό εκπαιδευτικό μάθημα και ο συνολικός αριθμός των εκπαιδευομένων ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια. Οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι τα MOOC αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για να αποκτήσουν τις νέες δεξιότητες που είναι απαραίτητες στην αγορά εργασίας και για να παραμένουν ενημερωμένοι στον τομέα τους. Ωστόσο, δεν έχουν όλοι τις ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται για να συμμετέχουν σε μαζικά ανοικτά διαδικτυακά εκπαιδευτικά μαθήματα. Οι συμμετέχοντες σε MOOC είναι συνήθως καλά εκπαιδευμένοι και διαθέτουν ήδη ένα υψηλό επίπεδο ψηφιακών ικανοτήτων.
Διάγραμμα 30: Η συμμετοχή των ενηλίκων σε προγράμματα μάθησης είναι χαμηλή και διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών
Μερίδιο ενηλίκων (ηλικίας 25-64 ετών) που λαμβάνουν μέρος σε εκπαίδευση και κατάρτιση, 2008 και 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ της ΕΕ, 2018, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [trng_lfs_01].
Το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων αυξάνεται με βραδείς ρυθμούς και εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των χωρών. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, ποσοστό 57 % του πληθυσμού ηλικίας 16-74 ετών διέθετε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες το 2017 (μια εκατοστιαία μονάδα παραπάνω σε σχέση με το 2016). Το χαμηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και στο αναπτυξιακό δυναμικό, καθώς και στον κοινωνικό αποκλεισμό σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων τρόπων αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών και του αντίκτυπου της τεχνολογίας στον κόσμο της εργασίας. Το επίπεδο είναι ιδιαίτερα χαμηλό στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία («κρίσιμη κατάσταση»). Σε άλλες έξι χώρες (Ελλάδα, Πολωνία, Πορτογαλία, Λετονία, Ιρλανδία και Ουγγαρία, οι οποίες εμπίπτουν στο σύνολό τους στην κατηγορία «να δοθεί προσοχή»), το επίπεδο είναι συγκριτικά υψηλότερο (περίπου 50 %), αλλά εξακολουθεί να είναι χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο. Οι βέλτιστες επιδόσεις εντοπίζονται στο Λουξεμβούργο, στις Κάτω Χώρες, στη Σουηδία και στη Φινλανδία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά υπερβαίνουν το 75 %. Πέρα από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες περίπου το ήμισυ του πληθυσμού της ΕΕ δεν διαθέτει ένα λογικό επίπεδο δεξιοτήτων για να κάνει χρήση του διαδικτύου και σχεδόν μόνο ένα στα πέντε άτομα διαθέτει δεξιότητες σε προηγμένο επίπεδο. Οι χρήστες του διαδικτύου υπερβαίνουν το 70 % του πληθυσμού σε τρεις χώρες (Φινλανδία, Σουηδία και Λουξεμβούργο). Σε ένα στα τέσσερα κράτη μέλη (Πολωνία, Πορτογαλία, Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία και Βουλγαρία), το ποσοστό του πληθυσμού με δεξιότητες όσον αφορά τη χρήση του διαδικτύου παραμένει κάτω του 40 %. Ένα στα τρία άτομα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν το διαδίκτυο δεν πραγματοποιεί κανέναν χειρισμό ενεργού περιεχομένου, όπως βασική επεξεργασία κειμένου.
Διάγραμμα 31: Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες
Ποσοστό πληθυσμού με βασικό ή άνω του βασικού επίπεδο γενικών ψηφιακών δεξιοτήτων και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat. Περίοδος: επίπεδα 2017 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2016. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την IT.
Ένα μεγάλο μερίδιο εργαζομένων δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση για ψηφιακές δεξιότητες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΚΚΕρ, περίπου ένας στους επτά εργοδότες στην ΕΕ (15 %) θεωρεί ότι ένα μέρος του προσωπικού του δεν είναι πλήρως καταρτισμένο ώστε να κάνει χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών για την εκτέλεση των καθηκόντων του στον χώρο εργασίας και, ως εκ τούτου, αναφέρει κενά στις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων τους Το γεγονός αυτό είναι προβληματικό, δεδομένης της αυξανόμενης ψηφιοποίησης διαφόρων τομέων της ζωής και της εργασίας, καθώς και της προβλεπόμενης αυτοματοποίησης ορισμένων εργασιακών καθηκόντων. Πράγματι, περίπου στο 90 % των επαγγελμάτων απαιτούνται πλέον ψηφιακές δεξιότητες. Οι ψηφιακές δεξιότητες μπορούν να αντισταθμίσουν την έλλειψη τυπικών ανώτερων προσόντων, ενώ το αντίθετο δεν ισχύει, και η έλλειψη ψηφιακού γραμματισμού μπορεί να ζημιώσει σοβαρά τις μισθολογικές προοπτικές. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 32, οι μεγάλοι εργοδότες είναι πιθανότερο να αναφέρουν την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων σε σχέση με μικρούς. Παράλληλα, οι μεγάλοι εργοδότες είναι πιο πιθανό να έχουν τους οικονομικούς πόρους για να επενδύσουν στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες συγκριτικά με τους μικρούς εργοδότες, γεγονός που μεταφράζεται απευθείας σε υψηλότερη ζήτηση εργαζομένων που διαθέτουν ψηφιακές δεξιότητες.
Διάγραμμα 32: Η αυξανόμενη ζήτηση ψηφιακών δεξιοτήτων δεν αντιστοιχεί στην προσφορά δεξιοτήτων των εργαζομένων
Χώροι εργασίας που αναφέρουν ελλείψεις ψηφιακών δεξιοτήτων ανά κλάδο και μέγεθος, ΕΕ-28 (% των χώρων εργασίας)
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΚΚΕρ, 2019.
Ερμηνευτική σημείωση: Από τις απαντήσεις στο ακόλουθο ερώτημα: «Σας παρακαλούμε να εκτιμήσετε όσο το δυνατόν ακριβέστερα τον κατά προσέγγιση αριθμό ή μερίδιο των εργαζομένων που εκτελούν τα καθήκοντα αυτά καθώς και να αναφέρετε πόσοι από αυτούς είναι πλήρως καταρτισμένοι για τον σκοπό αυτό. Σας παρακαλούμε να σημειώσετε ότι καταρτισμένος υπάλληλος θεωρείται το άτομο που είναι σε θέση να εκτελέσει την εργασία / τα καθήκοντα όπως απαιτείται.» Αριθμός έγκυρων απαντήσεων: 4 569· N = 5 634 045.
Πηγή: Ευρωπαϊκή έρευνα για τις ψηφιακές δεξιότητες (σταθμισμένες τιμές), στοιχεία που αντλήθηκαν από Curtarelli et al. (2017)
Διάγραμμα 33: Η συμμετοχή στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι λιγότερο συχνή για τους άνεργους ενήλικες και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών
Ποσοστό ανέργων ενηλίκων (ηλικίας 25-64 ετών) που συμμετέχουν στη μάθηση (ως ποσοστό επί του συνόλου των ανέργων ενηλίκων), 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ της ΕΕ, 2018, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
trng_lfse_02
]. Ερμηνευτική σημείωση: Δεν διατίθενται στοιχεία για την HR και τη RO. Τα στοιχεία για τη BG είναι στοιχεία του 2017.
Η λήψη μέτρων κατάρτισης για τη συμμετοχή των μειονεκτούντων ατόμων είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα μέτρα αυτά μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, όπως, για παράδειγμα, προγράμματα τυπικής ή μη τυπικής επαγγελματικής κατάρτισης ή ανάπτυξης βασικών δεξιοτήτων.
Οι ενήλικες με χαμηλά προσόντα και οι άνεργοι ενήλικες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση στη μάθηση. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕΔ, το 2018 το ποσοστό των άνεργων ενηλίκων που συμμετείχαν σε κάποια δραστηριότητα κατάρτισης κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων εβδομάδων πριν από την έρευνα (επί του συνόλου των άνεργων ενηλίκων) κυμαίνεται από σχεδόν 1,5 % στη Σλοβακία έως σχεδόν 45 % στη Σουηδία (μέσος όρος ΕΕ: 10,7 %) (διάγραμμα 33). Πέραν της Σλοβακίας, σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Ιταλία, η Τσεχία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Λετονία και η Γερμανία, το ποσοστό των άνεργων ενηλίκων που συμμετέχουν στη μάθηση είναι μικρότερο από 10 %. Από την άλλη πλευρά, στο Λουξεμβούργο, στη Δανία, στη Φινλανδία και στην Εσθονία, το ποσοστό συμμετεχόντων πλησιάζει ή υπερβαίνει το 20 %. Όσον αφορά το ποσοστό των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα
που συμμετείχαν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων εβδομάδων πριν από την έρευνα (ως ποσοστό επί του συνόλου των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα), προκύπτουν επίσης σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών (διάγραμμα 34). Ποσοστό μικρότερο από το 1 % των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα συμμετέχουν στη μάθηση στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Κροατία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μεγαλύτερο από 10 % στη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Δανία (μέσος όρος ΕΕ: 4,3 %). Όσον αφορά τα άτομα που γεννήθηκαν εκτός ΕΕ (ηλικίας 25-64 ετών), κατά μέσο όρο στην ΕΕ είχαν ελαφρώς μεγαλύτερες πιθανότητες να συμμετάσχουν σε εκπαίδευση και κατάρτιση (κατά τις τελευταίες 4 εβδομάδες) (12,0 %) το 2018 σε σύγκριση με τους γηγενείς (11,1 %). Ωστόσο, η κατάσταση διαφέρει μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Αυστρία, οι γηγενείς είναι σημαντικά πιθανότερο να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση ενηλίκων από ό,τι οι μη γηγενείς. Επιπλέον, η ειδικότερη έρευνα για την εκπαίδευση των ενηλίκων (2016) έδειξε διαφορετική τάση: οι ενήλικες μετανάστες ήταν ελαφρώς πιθανότερο να μην συμμετέχουν στην τυπική και τη μη τυπική εκπαίδευση και κατάρτιση από ό,τι οι ημεδαποί συνομήλικοί τους (42 % σε επίπεδο ΕΕ έναντι 45 %). Οι μετανάστες σε κάθε περίπτωση συνδέονται συχνότερα με την έλλειψη καθοδήγησης και παροχής συμβουλών σχετικά με τις ευκαιρίες μάθησης, δεδομένου ότι, σε ολόκληρη την ΕΕ, μόνο το ένα τέταρτο περίπου των ατόμων που έχουν γεννηθεί στην αλλοδαπή απολαύουν τέτοιας στήριξης, έναντι ενός τρίτου των γηγενών.
Διάγραμμα 34: Παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, οι ενήλικες με χαμηλά προσόντα αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά τη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες μάθησης
Ποσοστό ενηλίκων με χαμηλά προσόντα (ηλικίας 25-64 ετών) που συμμετέχουν στη μάθηση (επί του συνόλου των ενηλίκων με χαμηλά προσόντα), 2018
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, 2018, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων [
trng_lfse_03
]Ερμηνευτική σημείωση:. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την RO.
Διάγραμμα 35: Παρότι τα περισσότερα κράτη μέλη παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες καθοδήγησης, η κάλυψή τους όσον αφορά την προσέγγιση διαφέρει σημαντικά
Ποσοστό ενηλίκων που έλαβαν καθοδήγηση σχετικά με ευκαιρίες μάθησης για ενήλικες, 2016
Πηγή: Eurostat, Έρευνα για την εκπαίδευση των ενηλίκων, 2016, ειδική εξαγωγή δεδομένων for τη ΓΔ EMPL. Ερμηνευτική σημείωση: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την IE.
Η παροχή καθοδήγησης σχετικά με τις ευκαιρίες μάθησης μπορεί να τονώσει αποτελεσματικά τη ζήτηση σε ατομικό επίπεδο και τη συμμετοχή στη μάθηση. Στο πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης για τις δεξιότητες και τη μάθηση των ενηλίκων, η παροχή καθοδήγησης σχετικά με ευκαιρίες μάθησης προσδιορίστηκε ως βασικός μοχλός πολιτικής για την ενθάρρυνση της συμμετοχής ενηλίκων στη μάθηση. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (του 2016) σχετικά με την πρόσβαση σε υπηρεσίες καθοδήγησης για την εκπαίδευση, τα οποία προέρχονται από την έρευνα για την εκπαίδευση ενηλίκων
, υπάρχει ισχυρή θετική σχέση μεταξύ του ποσοστού των ενηλίκων (ηλικίας 25-64 ετών) που λαμβάνουν καθοδήγηση και του ποσοστού των ενηλίκων που συμμετέχουν εντέλει σε προγράμματα μάθησης
. Παρότι οι δημόσιες υπηρεσίες καθοδήγησης αποτελούν κοινό εργαλείο πολιτικής στα περισσότερα κράτη μέλη, η κάλυψή τους όσον αφορά την προσέγγιση διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 35, το 2016 το ποσοστό των ενηλίκων που έλαβαν δωρεάν πληροφορίες ή συμβουλές σχετικά με ευκαιρίες μάθησης από ιδρύματα ή οργανισμούς κατά τη διάρκεια των 12 τελευταίων μηνών κυμάνθηκε από 1,5 % στη Ρουμανία μέχρι σχεδόν 56 % στη Σουηδία (μέσος όρος ΕΕ: 24,3 %). Τέλος, στις περισσότερες χώρες, μόνο σε μια πολύ μικρή μειονότητα εταιρειών (και, για την ακρίβεια, μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται κατά κύριο λόγο μεγάλες επιχειρήσεις) παρέχονται όντως δημόσια κίνητρα για την παροχή κατάρτισης στους εργαζομένους τους (βλ. διάγραμμα 36). Οι μόνες εξαιρέσεις ήταν η Ισπανία, η Γαλλία και το Βέλγιο, όπου τουλάχιστον στο ένα τρίτο όλων των επιχειρήσεων προσφέρονται παρόμοια κίνητρα (βλ. επίσης κοινή έκθεση για την απασχόληση 2019).
Διάγραμμα 36: Στις περισσότερες χώρες, μόνο σε μια μικρή μειονότητα εταιρειών παρέχονται δημόσια κίνητρα για την παροχή κατάρτισης στους εργαζομένους τους
Χρηματοδοτική στήριξη που παρέχεται σε εταιρείες για σκοπούς κατάρτισης, 2015 (%)
Πηγή: Eurostat, Έρευνα για τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση, 2015, ειδική εξαγωγή δεδομένων for τη ΓΔ EMPL. Ερμηνευτική σημείωση: Τα στοιχεία δείχνουν το ποσοστό των επιχειρήσεων με προσωπικό 10 και άνω εργαζομένων, οι οποίες ανέφεραν ότι έλαβαν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για την παροχή κατάρτισης κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς (2015). Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την IE.
Συμπορευόμενη με την ενίσχυση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, η κατάσταση των νέων στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να βελτιώνεται. Στην ΕΕ, το ποσοστό ανεργίας των νέων μειώθηκε από τη μέγιστη τιμή του 23,8 % που είχε καταγραφεί το 2013 σε 15,2 % το 2018. Πρόκειται για μείωση κατά 0,7 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προ κρίσης επίπεδο του 2008, ωστόσο εξακολουθεί να είναι σχεδόν διπλάσιο από το συνολικό ποσοστό ανεργίας (6,8 % το 2018). Η διασπορά των ποσοστών ανεργίας των νέων, αν και μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, παραμένει υψηλή (βλ. διάγραμμα 37) και η ανεργία των νέων είναι πάνω από το 30 % σε ορισμένα κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα). Στον αντίποδα, αξιοσημείωτες μειώσεις επιτεύχθηκαν στη Βουλγαρία, τη Λετονία, την Πολωνία, την Αυστρία, τη Μάλτα και την Τσεχία, όπου τα ποσοστά ήταν κατά πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2018. Όσον αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες νεαρής ηλικίας, παρατηρούνται παρόμοια επίπεδα και τάσεις στα ποσοστά ανεργίας (14,5 % για τις γυναίκες και 15,7 % για τους άνδρες το 2018), με μικρή διαφορά υπέρ των γυναικών που έχει παραμείνει σχετικά σταθερή τα τελευταία οκτώ έτη (το χάσμα μεταξύ των φύλων αντιστρέφεται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες). Η ανάκαμψη της απασχόλησης δεν οδηγεί πάντα στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας για τους νέους, δεδομένου ότι το 2018 το 12,8 % των εργαζομένων ηλικίας 15-24 ετών στην ΕΕ απασχολούνταν αναγκαστικά, και όχι κατ’ επιλογή, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (έναντι 6,8 % των εργαζομένων ηλικίας 25-64 ετών)· η αναλογία ήταν μεγαλύτερη από 1 προς 3 στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Κροατία και την Ιταλία.
Διάγραμμα 37: Η διασπορά των ποσοστών ανεργίας των νέων, αν και μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, παραμένει υψηλή
Ποσοστό ανεργίας των νέων (ηλικίας 15-24 ετών), πολυετής σύγκριση
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [une_rt_a].
Πέραν όσων εργάζονται ή αναζητούν εργασία, σημαντικό ποσοστό των νέων ηλικίας 15-24 ετών παραμένει οικονομικά μη ενεργό. Συνολικά στην ΕΕ, το 2018, 5,5 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 15-24 ετών ήταν εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης (ΕΑΕΚ). Ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε στο 10,4 % του πληθυσμού στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, ποσοστό το οποίο είναι μεν μειωμένο σε σχέση με τη μέγιστη τιμή του 13,2 % που καταγράφηκε το 2012 και κάτω από το επίπεδο του 2008 (10,9 %), αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει σημαντικό. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην είσοδο ανέργων ΕΑΕΚ στην απασχόληση. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 38, ποσοστά ΕΑΕΚ άνω του 14 % εξακολουθούν να καταγράφονται σε αρκετές χώρες (Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ελλάδα, όλες «κρίσιμες καταστάσεις»). Τα ποσοστά ΕΑΕΚ αυξήθηκαν, αν και παραμένουν πολύ χαμηλά στην Αυστρία, στις Κάτω Χώρες και στη Σλοβενία. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά αυξήθηκαν στην Εσθονία και στο Ηνωμένο Βασίλειο («να δοθεί προσοχή»). Θετικό είναι το γεγονός ότι στην Κύπρο και την Κροατία διαπιστώθηκαν αξιόλογες μειώσεις («κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη»), με αφετηρία υψηλά επίπεδα. Παρατηρείται σύγκλιση σε περιορισμένο βαθμό, όπως υποδηλώνεται και από την ελαφρώς αρνητική κλίση της γραμμής παλινδρόμησης.
Διάγραμμα 38: Παρατηρούνται ακόμη υψηλά ποσοστά ΕΑΕΚ σε αρκετές χώρες
Ποσοστό ΕΑΕΚ (άτομα ηλικίας 15-24 ετών) και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων).
Πηγή: Eurostat. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Έπειτα από τη μείωση της ανεργίας των νέων, τα περισσότερα άτομα ΕΑΕΚ συνεχίζουν να είναι οικονομικά μη ενεργά, αλλά παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και των πληθυσμιακών ομάδων. Το 2018 στην ΕΕ ποσοστό 6,1 % των νέων ηλικίας 15-24 ετών ήταν σε αυτή την κατάσταση. Τα ποσοστά αεργίας μεταξύ των ατόμων ΕΑΕΚ είναι ιδιαίτερα υψηλά στην Ιταλία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ η ανεργία κυριαρχεί στην Ισπανία, την Κροατία και την Ελλάδα (βλ. διάγραμμα 39). Έχει διαπιστωθεί ότι ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για να είναι κάποιος ΕΑΕΚ είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
. Μεταξύ των γυναικών ΕΑΕΚ, η αεργία είναι συχνότερη σε σύγκριση με την ανεργία, ενώ και τα δύο ποσοστά είναι σχεδόν στα ίδια επίπεδα για τους άνδρες.
Οι νέοι που προέρχονταν από οικογένειες μεταναστών ήταν πιθανότερο να βρίσκονται «εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης». Το ποσοστό ΕΑΕΚ νέων που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ (ηλικίας 18-24 ετών) ανήλθε στο 20,6 % το 2018 σε σύγκριση με 13,1 % μεταξύ των γηγενών. Η διαφορά ήταν μεγαλύτερη από 10 εκατοστιαίες μονάδες σε αρκετά κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, η Μάλτα, η Σλοβενία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Επιπλέον, η κατάσταση ήταν κατά μέσο όρο δυσμενέστερη για τις νέες μετανάστριες (ποσοστό ΕΑΕΚ 23,8 %, υψηλότερο κατά 10,3 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις γηγενείς). Πέραν των ατόμων που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ, οι γηγενείς που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών είναι επίσης πιθανό να πλήττονται από αυτό το φαινόμενο: στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, ήταν πιθανότερο να βρίσκονται «εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης» σε σύγκριση με τα άτομα με γηγενείς γονείς. Το χάσμα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο (ποσοστό άνω των 8 εκατοστιαίων μονάδων) στη Σλοβενία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Τσεχία και το Λουξεμβούργο. Οι νέοι οι οποίοι προέρχονταν από οικογένειες μεταναστών και παράλληλα είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο διέτρεχαν ιδιαίτερο κίνδυνο.
Διάγραμμα 39: Τα περισσότερα άτομα ΕΑΕΚ είναι οικονομικά μη ενεργά, αλλά παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών
Προφίλ ΕΑΕΚ (άτομα ηλικίας 15-24 ετών) στα κράτη μέλη της ΕΕ το 2018 (%)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [edat_lfse_20].
Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας (55-64 ετών) αντιπροσώπευαν σημαντικό ποσοστό της συνολικής αύξησης της απασχόλησης κατά την περίοδο από το 2008 έως το 2018. Ο αριθμός των απασχολούμενων στην εν λόγω ηλικιακή ομάδα αυξήθηκε κατά 12,3 εκατομμύρια. Η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει εν μέρει την αύξηση του πληθυσμού μεγαλύτερης ηλικίας, κατά 7,4 εκατομμύρια, αλλά οφείλεται κυρίως στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, καθώς το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών αυξήθηκε κατά 13,3 εκατοστιαίες μονάδες φτάνοντας το 58,7 % το 2018. Κατά τα τελευταία δέκα έτη οι μεγαλύτερες αυξήσεις στον αριθμό των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας σημειώθηκαν στη Γερμανία (+3,3 εκατ. ή +63 %), ακολουθούμενη από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα ποσοστά απασχόλησης αυξήθηκαν με ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό στην Ουγγαρία (+23,3 εκατοστιαίες μονάδες) και ακολουθούν η Ιταλία, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία, η Τσεχία και η Πολωνία, όπου η αύξηση ήταν σε όλες τις περιπτώσεις μεγαλύτερη από 17 εκατοστιαίες μονάδες. Καταγράφηκε επίσης αυξημένη συμμετοχή των «πιο ηλικιωμένων εργαζομένων»: οι εργαζόμενοι ηλικίας 65-74 ετών αυξήθηκαν κατά σχεδόν 1,5 εκατομμύρια από το 2008. Ενώ στο αποτέλεσμα αυτό συνέβαλαν τόσο ο πληθυσμός όσο και τα ποσοστά απασχόλησης, τα ποσοστά απασχόλησης είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Διάγραμμα 40: Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας αντιπροσώπευαν σημαντικό ποσοστό της συνολικής αύξησης της απασχόλησης κατά την περίοδο από το 2008 έως το 2018
Ποσοστό απασχόλησης, άτομα ηλικίας 55-64 ετών, πολυετής σύγκριση %
|
|
Πηγή, Eurostat, 2018, 2013, 2008, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [lfsa_pganws].
Το 2018 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών συνέχισε τη σταθερά ανοδική πορεία του, παρότι η πρόοδος ως προς τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των φύλων στον τομέα της απασχόλησης έχει επιβραδυνθεί. Σε σύγκριση με το 2017 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (ηλικίας 20-64 ετών) αυξήθηκε κατά 0,9 εκατοστιαίες μονάδες σε 67,4 % και σημείωσε αύξηση σε όλα τα κράτη μέλη. Σημαντικές αυξήσεις άνω των 2 εκατοστιαίων μονάδων καταγράφηκαν στην Κύπρο, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σλοβενία (κατά φθίνουσα σειρά). Στην Ιταλία (53,1 %), την Ελλάδα (49 %), την Κροατία (60,1 %) και τη Ρουμανία (60,6 %) σημειώθηκε επίσης βελτίωση· τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών στις χώρες αυτές παραμένουν όμως χαμηλά. Αντιθέτως, η Σουηδία, η Λιθουανία, η Γερμανία και η Εσθονία συνεχίζουν να έχουν τις κορυφαίες επιδόσεις με ποσοστά απασχόλησης των γυναικών άνω του 75 %. Σε όλα τα κράτη μέλη, το ποσοστό των ανδρών που εργάζονται είναι υψηλότερο από το ποσοστό των γυναικών. Το 2018 το μέσο χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση στην ΕΕ ανήλθε σε 11,6 εκατοστιαίες μονάδες, παρέμεινε δηλαδή σχεδόν αμετάβλητο από το 2013 (11,7 εκατοστιαίες μονάδες). Το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) είναι σημαντικά υψηλότερο (18 εκατοστιαίες μονάδες), αντικατοπτρίζοντας τα υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης των γυναικών (βλ. κατωτέρω). Το μικρότερο χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση παρατηρείται στη Λιθουανία (2,3 εκατοστιαίες μονάδες), τη Φινλανδία (3,7 εκατοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (4,2 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Σουηδία (4,3 εκατοστιαίες μονάδες). Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται η Μάλτα (21,9 εκατοστιαίες μονάδες), η Ελλάδα (21 εκατοστιαίες μονάδες), η Ιταλία (19 εκατοστιαίες μονάδες) και η Ρουμανία (18,3 εκατοστιαίες μονάδες). Οι τελευταίες αυτές χώρες κατατάσσονται όλες στην κατηγορία «κρίσιμες καταστάσεις» εκτός από τη Μάλτα, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία «κακή επίδοση, αλλά βελτιούμενη» χάρη στη δραστική μείωση κατά 2,2 εκατοστιαίες μονάδες που κατέγραψε πέρυσι. Από το διάγραμμα 41 προκύπτει ότι δεν παρατηρείται σύγκλιση σε αυτόν τον δείκτη, καθώς σε αρκετά κράτη μέλη με υψηλά ή κοντά στον μέσο όρο ποσοστά ως προς το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων παρατηρήθηκε επιδείνωση το 2018.
Διάγραμμα 41: Το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση παραμένει μεγάλο, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών
Χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Λιγότερες από τις μισές (46,6 %) γυναίκες (ηλικίας 20-64 ετών) στην ΕΕ εργάζονταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης το 2018 έναντι 71,5 % των ανδρών. Αυτή η μεγάλη διαφορά μεταξύ των φύλων παρατηρείται επίσης στο ποσοστό των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Μεταξύ όσων εργάζονταν, το 30,8 % των γυναικών εργάζονταν με ωράριο μερικής απασχόλησης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών ήταν 8 % το 2018. Ωστόσο, το ποσοστό αναγκαστικής μερικής απασχόλησης στην ΕΕ ήταν 22,1 % για τις γυναίκες έναντι 33,4 % για τους άνδρες. Στα περισσότερα κράτη μέλη της ανατολικής Ευρώπης, το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης είναι παραδοσιακά κάτω του 10 % (Βουλγαρία, Κροατία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Σλοβακία). Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στις Κάτω Χώρες ήταν 73,8 % (αν και μειώθηκε για τρίτο συνεχόμενο έτος), 47,6 % στην Αυστρία και 46,7 % στη Γερμανία. Τα υψηλότερα από τον μέσο όρο ποσοστά απασχόλησης των γυναικών στα κράτη μέλη με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης των γυναικών (π.χ. Κάτω Χώρες, Αυστρία και Γερμανία) καταδεικνύουν τον θετικό αντίκτυπο των ευέλικτων πολιτικών για την εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής στην παραμονή των γονέων και των φροντιστών στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, μικρότερες διαφορές μεταξύ των φύλων και υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης παρατηρούνται επίσης στα κράτη μέλη όπου οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία και Φινλανδία). Το γεγονός αυτό δείχνει ότι μπορεί να υπάρχουν επιπλέον υποκείμενα εμπόδια, όπως η ανεπαρκής παροχή δομών παιδικής φροντίδας και οι πολιτισμικές προσδοκίες, και η έλλειψη κινήτρων, όπως ευέλικτες δομές εργασίας, τόποι εργασίας και ωράρια ή μισθολογικές και φορολογικές δομές. Επιπλέον οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας: για παράδειγμα, όπως προκύπτει από δημοσίευση του Eurofound, το χάσμα μεταξύ εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης και εργαζομένων με καθεστώς πλήρους απασχόλησης διευρύνθηκε σημαντικά κατά την περίοδο από το 2005 έως το 2015 όσον αφορά την κατάρτιση που πληρώνεται από τον εργοδότη. Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης αναφέρουν επίσης χειρότερο κοινωνικό περιβάλλον στην εργασία (Eurofound 2018).
Το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση αυξάνεται μεταξύ των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, και φτάνει τις 13 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες φέρουν το βάρος των υποχρεώσεων φροντίδας, στις τάσεις πρόωρης συνταξιοδότησης και εν μέρει στο χαμηλό επίπεδο ειδίκευσής τους. Το ποσοστό των γυναικών (ηλικίας 55-64 ετών) που ήταν μη ενεργές λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων φροντίδας ήταν 7,5 % σε επίπεδο ΕΕ το 2018, έναντι μόλις 1 % των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας και χαμηλής ειδίκευσης (ISCED 0-2) είναι 36,5 % έναντι 53 % για τους άνδρες (και 69,3 % για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Ενώ γενικά οι γυναίκες (ηλικίας 20-64 ετών) έχουν υψηλότερα επίπεδα ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τους άνδρες και παρά το ότι είναι λιγότερες οι γυναίκες με χαμηλά προσόντα σε σύγκριση με τους άνδρες, ισχύει ακριβώς το αντίθετο για αυτή την ομάδα μεγαλύτερης ηλικίας. Επιπλέον, το 31,3 % των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας έχουν χαμηλή ειδίκευση σε σύγκριση με το 27,5 % μεταξύ των ανδρών μεγαλύτερης ηλικίας. Ο συνδυασμός αυτός συμβάλλει σε χαμηλότερες ωριαίες αποδοχές και σε χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης σε γενικές γραμμές.
Το χάσμα όσον αφορά την απασχόληση είναι μεγαλύτερο για τις γυναίκες με ευθύνες παροχής φροντίδας. Η μητρότητα αποτελεί μείζον εμπόδιο στην πλήρη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Σε όλα τα κράτη μέλη, το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση διευρύνεται σημαντικά, όταν συνυπολογίζεται η απόκτηση τέκνων. Το 2018 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (ηλικίας 20-49 ετών) με ένα παιδί ηλικίας κάτω των 6 ετών ήταν κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά. Στην Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, ο αρνητικός αντίκτυπος της απόκτησης τέκνων είναι ιδιαίτερα υψηλός (άνω των 13 εκατοστιαίων μονάδων). Απεναντίας, η πατρότητα έχει θετικό αντίκτυπο (11,3 εκατοστιαίες μονάδες σε επίπεδο ΕΕ) στο ποσοστό απασχόλησης των ανδρών.
Διάγραμμα 42: Ο αντίκτυπος στην απασχόληση ανδρών και γυναικών με ένα παιδί ηλικίας κάτω των 6 ετών παρουσιάζει απόκλιση
Αντίκτυπος της απόκτησης τέκνων στην απασχόληση ανδρών και γυναικών (άτομα ηλικίας 20-49 ετών) το 2018, διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης (σε εκατοστιαίες μονάδες)
Πηγή: Eurostat. Σημείωση: ο αντίκτυπος της απόκτησης τέκνων στην απασχόληση είναι η διαφορά (σε εκατοστιαίες μονάδες) του ποσοστού απασχόλησης των μητέρων και των πατέρων με τουλάχιστον ένα παιδί ηλικίας κάτω των έξι ετών.
Πέραν των χαμηλότερων ποσοστών απασχόλησης, εξακολουθεί να υπάρχει και σημαντικό μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων. Σε μη διορθωμένους όρους, παρέμεινε σταθερό στο 16 % το 2017, παρουσιάζοντας μικρή μόνο μείωση σε σύγκριση με το 2013 (16,8 %). Παρά το αυξανόμενο χάσμα του μορφωτικού επιπέδου υπέρ των γυναικών στην ΕΕ, καθώς το ποσοστό των γυναικών (ηλικίας 30-34 ετών) που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (45,8 %) ήταν κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (35,7 %) το 2017. Ένας από τους κύριους λόγους για τη διατήρηση του χάσματος μεταξύ των δύο φύλων είναι ότι οι γυναίκες τείνουν να υπερεκπροσωπούνται μεταξύ των ατόμων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, καθώς και σε τομείς και επαγγέλματα στα οποία οι αμοιβές είναι χαμηλότερες σε γενικές γραμμές. Επιπλέον, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στις επαγγελματικές επιλογές τους (που συνδέονται με τις υποχρεώσεις φροντίδας) πιο συχνά από τους άντρες. Το μισθολογικό χάσμα παραμένει ακόμη και αν συμψηφιστούν παράγοντες όπως οι διαφορές στην εμπειρία, το επίπεδο εκπαίδευσης και το είδος της σύμβασης.
Οι διαφορές μεταξύ των χωρών όσον αφορά το μη διορθωμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων είναι σημαντικές. Το εν λόγω χάσμα παραμένει σε επίπεδα άνω του 20 % στην Εσθονία, στην Τσεχία, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ οι χαμηλότερες τιμές (περίπου 5 %) καταγράφονται στη Ρουμανία, στην Ιταλία και στο Λουξεμβούργο. Από το 2013 η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά στην Εσθονία, την Ουγγαρία και την Ισπανία, ενώ το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων έχει αυξηθεί κατά περισσότερες από 2 εκατοστιαίες μονάδες στην Πορτογαλία, τη Λιθουανία και την Κροατία. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων μεταφράζεται συχνά σε συνταξιοδοτικό χάσμα υπέρ των ανδρών, το οποίο το 2017 ανήλθε σε 35,7 % κατά μέσο όρο για τους συνταξιούχους ηλικίας 65-79 ετών (μείωση κατά 1 εκατοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2016). Το μεγαλύτερο συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των φύλων καταγράφηκε στη Μάλτα, στις Κάτω Χώρες, στο Λουξεμβούργο, στην Αυστρία και στην Κύπρο (άνω του 40 %), ενώ τα μικρότερα χάσματα (κάτω του 10 %) σημειώθηκαν στην Εσθονία, τη Δανία και τη Σλοβακία (βλ. κεφάλαιο 3.4 για περισσότερες λεπτομέρειες).
Διάγραμμα 43: Εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό μισθολογικό χάσμα μεταξύ γυναικών και ανδρών
Μη διορθωμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων το 2013 και το 2017
Πηγή: Eurostat, επιγραμμικός κωδικός δεδομένων: [SDG_05_20]. Σημείωση: το μη διορθωμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των μισθωτών ανδρών και γυναικών ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των μισθωτών ανδρών.
Η έλλειψη πρόσβασης σε ποιοτικές οικονομικά προσιτές υπηρεσίες παιδικής και μακροχρόνιας φροντίδας συχνά αποτελεί εμπόδιο για την απασχόληση των γυναικών. Σύμφωνα με τον πρωταρχικό δείκτη του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων για την παιδική φροντίδα η συμμετοχή παιδιών κάτω των 3 ετών σε επίσημες υπηρεσίες παιδικής φροντίδας ανέρχεται στο 35,1 % στο επίπεδο της ΕΕ το 2018 και, κατά συνέπεια, υπερβαίνει τον στόχο της Βαρκελώνης ύψους 33 % όσον αφορά την παροχή παιδικής φροντίδας προς τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των χωρών και περίπου τα μισά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον στόχο της Βαρκελώνης. Ενώ το ποσοστό συμμετοχής σε επίσημες δομές παιδικής φροντίδας για παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών υπερβαίνει το 60 % στη Δανία και το Λουξεμβούργο, είναι κάτω από 10 % στην Πολωνία και την Τσεχία και ανέρχεται στο εξαιρετικά χαμηλό 1,4 % στη Σλοβακία (διάγραμμα 44). Στα εν λόγω κράτη μέλη, η έλλειψη επίσημων ρυθμίσεων παιδικής φροντίδας συνδέεται με χειρότερα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες και στις περισσότερες περιπτώσεις με τον αρνητικό αντίκτυπο της απόκτησης τέκνων ο οποίος είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Διάγραμμα 44: Εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη συμμετοχή σε υπηρεσίες παιδικής φροντίδας
Παιδιά κάτω των 3 ετών σε επίσημη παιδική φροντίδα και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, EU-SILC. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2016. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Σημαντικές διαφορές όσον αφορά την ποιότητα, την προσβασιμότητα και την οικονομική προσιτότητα των υπηρεσιών προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας εξακολουθούν να υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών. Σε πολλές χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να μην υπάρχουν διαθέσιμες υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, με σαφές εκπαιδευτικό περιεχόμενο που παρέχεται από ειδικευμένο προσωπικό, ιδίως για παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών. Επιπλέον, για τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού, η διαθεσιμότητα δωρεάν υπηρεσιών προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας είναι μάλλον περιορισμένη. Στην ΕΕ, η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Σλοβενία, η Φινλανδία και η Σουηδία είναι οι μόνες χώρες που διασφαλίζουν την πρόσβαση σε χρηματοδοτούμενες από δημόσιους πόρους υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας για κάθε παιδί ηλικίας από 6 έως 18 μηνών. Η προσβασιμότητα βελτιώνεται με την ηλικία, με σχεδόν τα μισά κράτη μέλη να μπορούν να παράσχουν θέσεις σε δομές προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας για τα παιδιά από την ηλικία των 3 ετών και μετά. Τέλος, τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν προέρχονται από μειονεκτούσες οικογένειες. Το 2016 η διαφορά για την ομάδα παιδιών ηλικίας 3 ετών και άνω ήταν 11 εκατοστιαίες μονάδες και για τα παιδιά ηλικίας 0-2 ετών σχεδόν 15 εκατοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, η χρήση δομών παιδικής φροντίδας διαφέρει ανάλογα με την πληθυσμιακή υποομάδα. Στο σύνολο της ΕΕ το 77 % όλων των παιδιών (ηλικίας 2 έως 5 ετών) στα νοικοκυριά μεταναστών συμμετέχουν σε κάποιο είδος προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας σε σύγκριση με το 81 % των παιδιών από νοικοκυριά γηγενών. Οι διαφορές είναι πολύ μεγαλύτερες στην Κροατία, στη Γαλλία, στη Σλοβενία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα παιδιά μεταναστών έχουν, με διαφορά τουλάχιστον 10 εκατοστιαίων μονάδων, λιγότερες πιθανότητες συμμετοχής σε προσχολική εκπαίδευση. Αυτό είναι προβληματικό, δεδομένου ότι τα παιδιά των μεταναστών αποτελούν μια ομάδα που επωφελείται περισσότερο από τον μέσο όρο από τη συμμετοχή της σε επίσημες υπηρεσίες παιδικής φροντίδας και προσχολικής εκπαίδευσης (σύμφωνα με ανάλυση που βασίζεται στα τεστ αξιολόγησης PISA για τους μαθητές ηλικίας 15 ετών με γονείς μετανάστες).
Τα οικονομικά αντικίνητρα επιτείνουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όσον αφορά την απασχόληση ή την αύξηση των ωρών εργασίας τους. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, οι μη εργαζόμενοι σύντροφοι και τα δεύτερα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας είναι συχνά γυναίκες και αντιμετωπίζουν οικονομικά αντικίνητρα όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, όταν αναλαμβάνουν ευθύνες για τη φροντίδα παιδιών ή συγγενών. Επιπροσθέτως, εάν ο φόρος εισοδήματος επιβάλλεται επί του εισοδήματος του νοικοκυριού και όχι επί του ατομικού εισοδήματος, μπορεί να δημιουργηθεί αντικίνητρο για τον δεύτερο εργαζόμενο. Το υψηλό κόστος των υποδομών φροντίδας επίσης αυξάνει τις παγίδες αεργίας, ιδίως για τα δεύτερα εργαζόμενα μέλη και τις οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Και άλλα χαρακτηριστικά του συστήματος φορολογίας και παροχών μπορεί επίσης να αποθαρρύνουν την προσφορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων σε επίπεδο οικογένειας και εξαρτώμενου συζύγου, καθώς και των μεταβιβάσιμων εκπτώσεων. Το 2017 η υψηλότερη παγίδα αεργίας για τον δεύτερο εργαζόμενο παρατηρήθηκε στη Δανία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Η παγίδα χαμηλού μισθού ήταν υψηλή στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες
.
Παρά κάποιες βελτιώσεις, τα άτομα που έχουν γεννηθεί εκτός της ΕΕ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην αγορά εργασίας. Αυτό συμβαίνει σε ένα πλαίσιο όπου το ποσοστό τους επί του συνολικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (20-64 ετών) αυξάνεται διαρκώς, από 6,6 % το 2014 σε 9,4 % το 2018. Το 2018 το ποσοστό των εργαζόμενων ατόμων που είχαν γεννηθεί εκτός ΕΕ και ήταν οικονομικά ενεργά (20-64 ετών) ανήλθε σε 64,5 %, δηλαδή ήταν υψηλότερο κατά 3,2 εκατοστιαίες μονάδες συγκριτικά με πριν από δύο έτη (2016). Ωστόσο, παραμένει κατά 9,4 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ποσοστό απασχόλησης των γηγενών (73,8 %). Σε ορισμένα κράτη μέλη (Σουηδία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Φινλανδία, Δανία, Γερμανία και Γαλλία), η διαφορά ήταν μεγαλύτερη από 15 εκατοστιαίες μονάδες το 2018. Επιπλέον, η κατάσταση παραμένει λιγότερο ευνοϊκή για τις γυναίκες που έχουν γεννηθεί εκτός της ΕΕ με ποσοστό απασχόλησης περίπου 55,3 % το 2018, 13,3 εκατοστιαίες μονάδες κάτω από το επίπεδο που καταγράφεται μεταξύ των γυναικών που έχουν γεννηθεί στην ημεδαπή (68,6 %). Η διαφορά μεταξύ ανδρών (δηλαδή μεταξύ ανδρών που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ και γηγενών) αφενός ήταν χαμηλότερη (4,8 εκατοστιαίες μονάδες το 2018) και αφετέρου μειωνόταν με ταχύτερο ρυθμό τα τελευταία έτη. Η ελαφρά βελτίωση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης της υποομάδας «πρόσφατες αφίξεις» (άτομα που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ και διαμένουν στην ΕΕ για λιγότερα από 5 έτη). Παρά το ότι το ποσοστό απασχόλησής τους παραμένει χαμηλότερο μεταξύ όσων έχουν εγκατασταθεί εδώ και πολύ καιρό, αυξήθηκε κατά 3,1 εκατοστιαίες μονάδες μέσα σε ένα έτος (από 46,4 % το 2017 σε 49,5 % το 2018), χάρη ιδίως στις ταχείες βελτιώσεις (αύξηση άνω των 5 εκατοστιαίων μονάδων) στο Βέλγιο, την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Παρότι η διαφορά μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των γηγενών και των ατόμων που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ αυξήθηκε κατά την περίοδο 2008-2018 στα περισσότερα κράτη μέλη (σε 20 από τα 28) —κυρίως λόγω του αντίκτυπου της οικονομικής ύφεσης και των επιπτώσεών της στην αγορά εργασίας— μειώθηκε πρόσφατα (από το 2016 και μετά) σε 17 κράτη μέλη. Αυτό συνέβη ιδίως στην περίπτωση των κυριότερων χωρών υποδοχής μεταναστών από τρίτες χώρες (βλ. διάγραμμα 45 κατωτέρω).
Διάγραμμα 45: Τα άτομα που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις από άποψη απασχολησιμότητας
Ποσοστό απασχόλησης ανά χώρα γέννησης, άτομα ηλικίας 20-64 ετών, 2018 και μεταβολή από το 2008 και από το 2016
Πηγή: Eurostat [lfsa_ergacob]. Σημείωση: απουσιάζουν οι τιμές για τις μεταβολές στο χάσμα για την DE λόγω της έλλειψης στοιχείων για το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ για τα έτη αναφοράς πριν από το 2017.
Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης των ατόμων που έχουν γεννηθεί εκτός της ΕΕ αντικατοπτρίζει διάφορους παράγοντες. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μεταξύ όσων έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ σε σχέση με όσα γεννήθηκαν στην ΕΕ (αντίστοιχα 35,7 % και 20,3 % στο επίπεδο της ΕΕ μεταξύ των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών) εξηγεί εν μέρει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης των μεταναστών. Ωστόσο, ακόμη και οι μετανάστες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο δεν επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο απασχόλησης με τους γηγενείς (όπως αποδεικνύεται από το μεγάλο χάσμα στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό υπερειδίκευσης) και εξακολουθεί να παρατηρείται σημαντική υποχρησιμοποίηση των δεξιοτήτων και των προσόντων των μεταναστών. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της ευρωπαϊκής έρευνας για τις συνθήκες εργασίας (EWCS) σύμφωνα με τα οποία οι εργαζόμενοι μετανάστες πρώτης γενιάς είναι πιθανότερο να απασχολούνται σε επαγγέλματα χαμηλότερης ειδίκευσης, ακόμα και αν έχουν ολοκληρώσει σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι γλωσσικοί φραγμοί και η έλλειψη αναγνώρισης των δεξιοτήτων και των προσόντων τους είναι μεταξύ των πιθανών λόγων πίσω από την έλλειψη αντιστοίχισης μεταξύ ανθρώπινου κεφαλαίου και επαγγελμάτων.
Πέραν των ατόμων που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ, οι γηγενείς των οποίων οι γονείς δεν είχαν γεννηθεί στην ΕΕ είναι επίσης πιθανό να αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά την απασχόληση. Το 2017 (πλέον πρόσφατο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-34 ετών ήταν 68,5 % στην ΕΕ, ήτοι 5,7 εκατοστιαίες μονάδες κάτω από το επίπεδο των ατόμων με γηγενείς γονείς. Επιπλέον, το χάσμα ήταν περίπου 15 εκατοστιαίες μονάδες ή παραπάνω στην Αυστρία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Φινλανδία, τη Δανία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και την Ιταλία. Κατά την τελευταία δεκαετία, η μεγαλύτερη επιδείνωση όσον αφορά τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών παρατηρήθηκε σε χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική ύφεση, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, καθώς και στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες. Αντίθετα, στη Σουηδία, στην Τσεχία και στο Βέλγιο παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των ποσοστών απασχόλησης των νέων (ηλικίας 15-34 ετών) που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών.
Τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής των ατόμων με αναπηρίες στην αγορά εργασίας υποδηλώνουν την ύπαρξη ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων αξιοποίησης των ταλέντων τους. Στην ΕΕ το 2017 το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία ήταν 50,6 % έναντι 74,8 % για τα άτομα χωρίς αναπηρία. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε ελαφρώς σε σύγκριση με το 2016 (48,1 %). Το χάσμα διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, από 13,7 εκατοστιαίες μονάδες στην Ιταλία σε 42,1 εκατοστιαίες μονάδες στην Ιρλανδία. Επιπλέον, μόνο το 61 % των ατόμων με αναπηρίες στην ΕΕ ήταν οικονομικά ενεργά, έναντι ποσοστού 82,3 % των ατόμων χωρίς αναπηρίες, στοιχείο που υποδηλώνει ότι τα άτομα με αναπηρίες αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας. Μεταξύ των χωρών στις οποίες καταγράφονται παρόμοια ποσοστά συμμετοχής των ατόμων χωρίς αναπηρίες στην αγορά εργασίας, τα αντίστοιχα ποσοστά των ατόμων με αναπηρίες μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Ως προς το φύλο, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών με αναπηρίες (48,3 %) ήταν μόνον ελαφρώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών με αναπηρίες (53,3 %). Η ποιότητα της εργασίας αποτελεί επίσης σημαντικό ζήτημα: το 2018 τα άτομα με αναπηρία είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κίνδυνο φτώχειας στην εργασία από ό,τι οι εργαζόμενοι χωρίς αναπηρία (11 % έναντι 9,1 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ). Μελέτη του Eurofound επιβεβαιώνει τη ζωτική σημασία της απασχόλησης ως πρωταρχικού παράγοντα ένταξης. Δείχνει ότι ο βαθμός στον οποίο τα άτομα με αναπηρίες θεωρούν ότι αποκλείονται από την κοινωνία διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το αν εργάζονται ή όχι. Τα άτομα που διαθέτουν εργασία δηλώνουν ότι αισθάνονται απομονωμένα από την κοινωνία σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τους μακροχρόνια ανέργους ή με τα άτομα που δεν μπορούν να εργαστούν λόγω της αναπηρίας τους.
Το υψηλό ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και το χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ των ατόμων με αναπηρία επηρεάζουν αρνητικά την απασχόλησή τους. Στην ΕΕ το 2017 το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου από τους νέους (ηλικίας 18-24 ετών) με αναπηρία ανήλθε στο 19,6 % σε σύγκριση με 9,5 % μεταξύ των ατόμων χωρίς αναπηρία (δηλαδή το χάσμα ήταν της τάξης των 10,1 εκατοστιαίων μονάδων περίπου). Η μικρότερη διαφορά παρατηρήθηκε στη Σλοβενία (1,8 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η διαφορά ήταν σχετικά υψηλή στην Τσεχία (25,5 εκατοστιαίες μονάδες), στη Ρουμανία (23,5 εκατοστιαίες μονάδες), στη Βουλγαρία (21,9 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Γερμανία (21,1 εκατοστιαίες μονάδες). Όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, 32,4 % των ατόμων με αναπηρίες ολοκλήρωσαν την τριτοβάθμια ή ισοδύναμη εκπαίδευση έναντι 42,5 % των ατόμων χωρίς αναπηρίες (διαφορά περίπου 10,2 εκατοστιαίων μονάδων).
3.2.2
Διαμόρφωση πολιτικής
Η εφαρμογή ολοκληρωμένων προσεγγίσεων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των μαθητών έχει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Από τον Σεπτέμβριο του 2018 πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει μέτρα στον τομέα αυτόν. Για παράδειγμα, στο Λουξεμβούργο, η κυβέρνηση καθιέρωσε «υπηρεσία σχολικής διαμεσολάβησης» για την καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, η οποία παρέχει στοχευμένη στήριξη σε μαθητές που διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο πρόωρης εγκατάλειψης. Στην Ισπανία, το «πρόγραμμα προσανατολισμού και ενίσχυσης για την προώθηση και τη στήριξη της εκπαίδευσης» βοηθά τις ισπανικές περιφέρειες να μειώσουν τον αριθμό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, ιδίως με τη στήριξη των εκπαιδευτικών κέντρων που βρίσκονται σε ευάλωτες περιοχές και των μαθητών με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, καθώς και με την ενίσχυση των δεξιοτήτων του διδακτικού προσωπικού για την αντιμετώπιση της πολυμορφίας των μαθητών στην τάξη. Στη Βουλγαρία, το σχέδιο Υποστήριξη για την επιτυχία, το οποίο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), στοχεύει 1 500 σχολεία και 120 000 μαθητές που παρουσιάζουν κενά μάθησης ή διατρέχουν κίνδυνο πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και παρέχει επαγγελματικό προσανατολισμό σε μαθητές από την πέμπτη έως την έβδομη τάξη της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η προσέλκυση ικανών εκπαιδευτικών με τη χορήγηση επαρκών αποδοχών και τη στήριξη της συνεχούς επαγγελματικής τους ανάπτυξης έχει κομβική σημασία για την εξασφάλιση ποιοτικών αποτελεσμάτων και για μια εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς. Αρκετά κράτη μέλη έθεσαν πρόσφατα σε εφαρμογή πολιτικές με στόχο την αύξηση της ελκυστικότητας του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών. Για παράδειγμα, τα εθνικά προγράμματα για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος της Βουλγαρίας έχουν σκοπό να δώσουν κίνητρα στους εκπαιδευτικούς, να εφαρμόσουν καινοτόμους διδακτικές μεθόδους, να οργανώσουν τη διαδικασία μάθησης, τον έγκαιρο επαγγελματικό προσανατολισμό και να ανοίξουν τα σχολεία σε άλλα θεσμικά όργανα. Η Σλοβακία αυξάνει σταδιακά τους μισθούς των εκπαιδευτικών και ο νέος νόμος για το εκπαιδευτικό προσωπικό και τα επαγγελματικά στελέχη ενισχύει τη σύνδεση μεταξύ αποδοχών και επιδόσεων των εκπαιδευτικών, τροποποιώντας τη διαδικασία της πιστοποίησης και της επαγγελματικής κατάρτισης. Η Σουηδία διέθεσε πρόσφατα επιπλέον χρηματοδότηση για την πρόσληψη μεγαλύτερου αριθμού βοηθητικού διδακτικού προσωπικού, προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος των εκπαιδευτικών και να τους δοθεί περισσότερος χρόνος για διδασκαλία. Τέλος, η Λιθουανία ανέπτυξε το 2018 πιλοτικό εργαλείο που παρέχει βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τη ζήτηση εκπαιδευτικών προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής είσοδος νέων ταλέντων στο επάγγελμα και, παράλληλα, να διατηρηθεί ο έλεγχος του συνολικού μεγέθους του εκπαιδευτικού εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, ο κανονισμός για την κατάρτιση των εκπαιδευτικών καθορίζει απαιτήσεις ποιότητας για τα προγράμματα αρχικής εκπαίδευσης και για το νέο εισαγωγικό πρόγραμμα που καλύπτει το πρώτο σχολικό έτος. Προσδιορίζει επίσης ευκαιρίες συνεχούς κατάρτισης και επαγγελματικής εξέλιξης και καθορίζει κριτήρια για τα τρία νεότευκτα εθνικά κέντρα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών.
Η βελτίωση της ποιότητας και της καταλληλόλητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί κλειδί για την αντιμετώπιση των μελλοντικών αναντιστοιχιών δεξιοτήτων, την προώθηση της αριστείας στις δομές ανάπτυξης δεξιοτήτων και την εξασφάλιση επιτυχούς μετάβασης στην αγορά εργασίας. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το 2017 με τίτλο «Ένα νέο ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση»
τονίστηκε η σημασία της λήψης μέτρων με σκοπό τη διεύρυνση της συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αύξηση των ποσοστών ολοκλήρωσης, τον εφοδιασμό των σπουδαστών με δεξιότητες και ικανότητες που ανταποκρίνονται στον κόσμο της εργασίας ή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πολλά κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη αυτή την πτυχή στις αποφάσεις τους σε επίπεδο πολιτικής. Για παράδειγμα, η ιρλανδική πρωτοβουλία αναβάθμισης των δεξιοτήτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Springboard +, προσφέρει δωρεάν μαθήματα σε επίπεδο διπλώματος (διετείς τεχνικές σπουδές), πτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών, τα οποία οδηγούν σε απόκτηση τίτλων σπουδών σε τομείς όπου υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης στην οικονομία. Η Δανία προσπαθεί να ενισχύσει την ευελιξία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να τη συνδέσει στενότερα με την αγορά εργασίας. Μονοετείς μεταπτυχιακές σπουδές πλήρους φοίτησης με επαγγελματικό προσανατολισμό εισήχθησαν σε 25 τομείς σπουδών· προσφέρονται πλέον καλύτερες ευκαιρίες συνδυασμού σπουδών και εργασίας μέσω διετών μεταπτυχιακών σπουδών μερικής φοίτησης· επιπλέον, η περίοδος επιλεξιμότητας για τις υποτροφίες σε μεταπτυχιακό επίπεδο μπορεί να παραταθεί για τρία έτη μετά την αποφοίτηση, ώστε να καταστεί δυνατή η απόκτηση εργασιακής πείρας. Στην Ιταλία, ένα νέος τύπος μη πανεπιστημιακού πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (lauree professionalizzanti) αποσκοπεί στην κατάρτιση επαγγελματιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και υψηλής ειδίκευσης στις σπουδές στα πεδία της μηχανικής, των δομικών έργων και του περιβάλλοντος, καθώς και της ενέργειας και των μεταφορών, σε στενή συνεργασία με τις σχετικές επαγγελματικές ενώσεις.
Η αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων είναι θεμελιώδους σημασίας, έτσι ώστε να δοθεί σε κάθε μαθητή η δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στην οικονομία και την κοινωνία και για να ενταχθούν καλύτερα μαθητές από οικογένειες μεταναστών ή με ειδικές ανάγκες στα γενικά σχολεία. Σε πολλές χώρες της ΕΕ, τα σχολεία τείνουν να αναπαράγουν τα υφιστάμενα μοντέλα κοινωνικοοικονομικών πλεονεκτημάτων (ή μειονεκτημάτων) παρά να συμβάλλουν στη δικαιότερη κατανομή των μαθησιακών ευκαιριών και αποτελεσμάτων. Εάν δεν μεταβληθούν ριζικά οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις, τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν θα μπορέσουν να καταστούν πραγματικό μέσο κοινωνικής ένταξης και θα συνεχίσουν να αναπαράγουν τον αποκλεισμό. Ορισμένα κράτη μέλη προσπαθούν να σπάσουν αυτόν τον φαύλο κύκλο. Η Τσεχία ενέκρινε το σχέδιο δράσης για εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς ΙΙ, για την περίοδο 2019-2020, το οποίο αποσκοπεί στην εφαρμογή μέτρων εξάλειψης του διαχωρισμού στα σχολεία με άνω του 50 % μαθητές Ρομά και θεσπίζει μέτρα κατά του εκφοβισμού. Στη Σουηδία, η πρωτοβουλία Εγγύηση ανάγνωσης-γραφής-αριθμητικής διασφαλίζει την παροχή έγκαιρης στήριξης σε όλους τους μαθητές της προσχολικής και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που χρειάζονται τέτοιου είδους στήριξη στα μαθήματα «σουηδική γλώσσα», «σουηδικά ως δεύτερη γλώσσα» και «μαθηματικά». Το εθνικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της σχολικής διάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 2019-2021, που ενέκρινε η Κροατία τον Ιανουάριο του 2019, έχει ως στόχο τους μαθητές που αντιμετωπίζουν προκλήσεις κατά τη μετάβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή διατρέχουν κίνδυνο εγκατάλειψης του σχολείου, και έχει σκοπό να βελτιώσει την πρόσβασή τους και να αυξήσει τα ποσοστά παραμονής στο σχολείο, ολοκλήρωσης των σχολικών σπουδών και απασχόλησης.
Η αποτελεσματική επιβολή των νομοθετικών αλλαγών όσον αφορά την ένταξη των Ρομά στην εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι σημαντική. Η εκπαίδευση είναι ο τομέας με τον μεγαλύτερο αριθμό παρεμβάσεων σε επίπεδο πολιτικής. Αν και τα θετικά μέτρα έχουν συμβάλει στη βελτίωση της συμμετοχής των Ρομά στην εκπαίδευση, είναι σημαντικό να αποφευχθεί η διάθεση ειδικών θέσεων για τους Ρομά οι οποίοι έχουν τα προσόντα για κανονική εγγραφή. Τα ενεργά μέτρα εξάλειψης του διαχωρισμού, τα οποία είναι απαραίτητα για την καταπολέμηση του διαχωρισμού σε επίπεδο σχολείου και τάξης, θα πρέπει να συνοδεύονται από πρόσθετη οικονομική και επαγγελματική στήριξη για την προώθηση της ένταξης των παιδιών Ρομά στα γενικά σχολεία. Στα μέτρα που εφαρμόζονται σήμερα στη Βουλγαρία υπέρ των μαθητών Ρομά περιλαμβάνονται εκπαιδευτικοί διαμεσολαβητές, υποτροφίες, εξωσχολικές δραστηριότητες, ενισχυτική διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας και δωρεάν μεταφορά σε ορισμένες περιοχές. Από το 2018 το υπουργείο Παιδείας της Βουλγαρίας έχει αρχίσει να χορηγεί πρόσθετη χρηματοδότηση σε σχολεία
που εργάζονται με ευάλωτα παιδιά και/ή σε αγροτικές περιοχές. Τέθηκε σε εφαρμογή διοργανικός μηχανισμός για την εγγραφή των παιδιών σε ηλικία υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης. Μετά την τροποποίηση, το 2017, των ουγγρικών νόμων για την ίση μεταχείριση και τη δημόσια εκπαίδευση, τοποθετήθηκαν, το 2018, στις εκπαιδευτικές περιφέρειες υπάλληλοι και ομάδες εργασίας για την εξάλειψη του διαχωρισμού. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση των μαθητών μεταξύ κρατικών και εκκλησιαστικών σχολείων.
Οι διαφοροποιημένοι κανόνες, οι ελευθερίες, η αυτονομία, το μέγεθος των σχολικών περιφερειών σε συνδυασμό με την ελεύθερη επιλογή σχολείων περιορίζουν τον δυνητικό αντίκτυπο των μέτρων στην αποτελεσματική εξάλειψη του διαχωρισμού στην εκπαίδευση. Παρότι τέθηκαν σε εφαρμογή αρκετά προγράμματα, σχέδια και μέτρα για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος στη Ρουμανία, οι μαθητές Ρομά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολυάριθμα προβλήματα, με σημαντικές διαφορές μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών. Το 2016 το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας εξέδωσε διάταγμα-πλαίσιο που απαγορεύει τον διαχωρισμό στα σχολεία προπανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ωστόσο, το 2019 η υλοποίηση του σχεδίου εξακολουθεί να εκκρεμεί. Στη Σλοβακία, στην οποία δυσανάλογο ποσοστό των παιδιών Ρομά τοποθετούνται ακόμη σε ειδικά σχολεία ή σε τάξεις για παιδιά με νοητικές αναπηρίες, το αναθεωρημένο σχέδιο δράσης για την ενσωμάτωση των Ρομά που εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 2017 βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης και τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμη ορατά. Επιπλέον, η Σλοβακία ενέκρινε δεκαετές εθνικό σχέδιο ανάπτυξης της εκπαίδευσης, το οποίο αναμένεται να εστιάσει επίσης στις πτυχές της εξάλειψης του αποκλεισμού και της ποιότητας της εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων και για τα παιδιά Ρομά. Η σχεδιαζόμενη θέσπιση της υποχρεωτικής φοίτησης στο νηπιαγωγείο από την ηλικία των 5 ετών, σε συνδυασμό με την κατάργηση του έτους προπαρασκευής των παιδιών ηλικίας 6 ετών για την υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση (zero-grade), στο οποίο φοιτούσαν κυρίως παιδιά Ρομά, ενδέχεται να έχει κάποιον θετικό αντίκτυπο στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται ενεργά μέτρα εξάλειψης του διαχωρισμού.
Τα κράτη μέλη πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, έτσι ώστε τα προσόντα που παρέχονται να ανταποκρίνονται περισσότερο στις μεταβολές της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας. Ο σχεδιασμός των επαγγελματικών προσόντων και ο καθορισμός του επιπέδου τους στο πλαίσιο των μαθησιακών αποτελεσμάτων έχει καταστεί η βασική προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση. Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν ένα εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων και σχεδόν όλα (27) έχουν συνδέσει τα οικεία επίπεδα επαγγελματικών προσόντων με το
ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων
(ΕΠΕΠ) Επιπλέον, 20 κράτη μέλη αναφέρουν το επίπεδο ΕΠΕΠ στους οικείους τίτλους σπουδών, με αποτέλεσμα να καθίστανται σαφέστεροι και καλύτερα συγκρίσιμοι (Βέλγιο, Τσεχία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Ελλάδα, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία, Σλοβενία και Ηνωμένο Βασίλειο). Άλλωστε, και κυρίως, η έμφαση στα μαθησιακά αποτελέσματα διευκολύνει τη σύνδεση των τυπικών προσόντων με την επικύρωση των δεξιοτήτων που αποκτώνται εκτός των επίσημων προγραμμάτων, καθώς και με τις αναδυόμενες καινοτόμες μορφές αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, όπως τα μικρο-διαπιστευτήρια (micro-credentials), τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην απασχολησιμότητα των κατόχων τους.
Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου του 2012 τα κράτη μέλη παρέχουν όλο και περισσότερο στους πολίτες ευκαιρίες για την επικύρωση των δεξιοτήτων που αποκτούν εκτός της θεσμικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ο ευρωπαϊκός κατάλογος του 2018 για την επικύρωση της μη τυπικής και της άτυπης μάθησης δείχνει ότι σχεδόν όλα τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ρυθμίσεις επικύρωσης, αν και με διαφορετικούς βαθμούς κάλυψης. Μέσω της επικύρωσης, είναι δυνατή η απόκτηση οποιωνδήποτε επαγγελματικών προσόντων που περιλαμβάνονται στο εθνικό πλαίσιο σε 12 χώρες (Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Ρουμανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) ή σε σημαντικό υποσύνολο του συνολικού πλαισίου (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Γερμανία, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία). Στα περισσότερα κράτη μέλη, η επικύρωση μπορεί να εξασφαλίσει την πρόσβαση σε επίσημα προγράμματα και την απαλλαγή από ορισμένα μέρη τους. Ωστόσο, δεν έχουν θεσπιστεί ακόμη οι απαιτούμενες ρυθμίσεις στην Κροατία, στην οποία το εθνικό πλαίσιο επικύρωσης είναι ακόμη στο στάδιο της δημιουργίας, και στη Σλοβακία, στην οποία είναι διαθέσιμο μόνο ένα περιορισμένο σύστημα επικύρωσης για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς της αγοράς εργασίας. Ενώ η σύνδεση με το εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων και τη θεσμική εκπαίδευση και κατάρτιση αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό σε όλες τις χώρες, ευκαιρίες επικύρωσης παρέχονται επίσης σε σχέση με παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες συχνά υλοποιούνται από δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγονται 13 χώρες (Βέλγιο, Κροατία, Κύπρος, Τσεχία, Δανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Σλοβακία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο). Κατάρτιση προφίλ δεξιοτήτων ή αξιολόγηση δεξιοτήτων είναι διαθέσιμη σε όλους τους ανέργους σε 13 κράτη μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία και Ιταλία εντός τριών μηνών από την έναρξη της περιόδου ανεργίας, Κροατία και Τσεχία εντός έξι μηνών από την έναρξη της περιόδου ανεργίας, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες και Πολωνία εντός άλλων χρονοδιαγραμμάτων).
Τα κράτη μέλη καταβάλλουν προσπάθειες για την παροχή αποτελεσματικών υπηρεσιών καθοδήγησης για τη διά βίου μάθηση. Καθίσταται ολοένα και περισσότερο αισθητή η ανάγκη παροχής βοήθειας στους εργαζομένους ώστε να συνεχίσουν τη μάθηση σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, πέραν της αρχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και της πρώτης τους θέσης εργασίας. Έχει τεθεί σε εφαρμογή σειρά καινοτόμων πρακτικών, με αυξανόμενο ρόλο των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης (ΔΥΑ) και των κοινωνικών εταίρων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία, οι εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων συμμετέχουν σε δραστηριότητες επαγγελματικού προσανατολισμού στον χώρο εργασίας. Οι επιχειρήσεις διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στην επανεξέταση των δεξιοτήτων στο μέσο της σταδιοδρομίας. Αυτό αποτελεί ήδη συνήθη πρακτική στη Γαλλία και επί του παρόντος δοκιμάζεται επίσης και σε άλλες χώρες. Οι ιταλικές περιφέρειες διαχειρίζονται το δίκτυο ενεργού απασχόλησης, μια εταιρική σχέση μεταξύ ΔΥΑ και ιδιωτικών φορέων, το οποίο συνοδεύει τους ανέργους και τα άτομα χαμηλής ειδίκευσης στην επανένταξή τους στην αγορά εργασίας. Τα Γραφεία μάθησης και εργασίας που ενεργοποιούνται στις Κάτω Χώρες με τη συνδρομή όλων των παραγόντων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο παρέχουν καθοδήγηση σε ενήλικες με χαμηλό επίπεδο προσόντων, άτομα ΕΑΕΚ και απασχολούμενους, εξασφαλίζοντας τη σύνδεσή τους με διαδικασίες επικύρωσης και παρέχοντας υπηρεσίες παρακολούθησης.
Ολοένα και περισσότερα κράτη μέλη συνειδητοποιούν ότι για την αντιμετώπιση των προκλήσεων όσον αφορά τις δεξιότητες απαιτείται μια στρατηγική που να αγκαλιάζει το σύνολο της διοίκησης για την προώθηση της μάθησης ενηλίκων. Το 2016, στο πλαίσιο της δέσμης για το θεματολόγιο δεξιοτήτων, το Συμβούλιο εξέδωσε σύσταση για τις διαδρομές αναβάθμισης των δεξιοτήτων με στόχο να συμβάλει στην κάλυψη των ελλείψεων δεξιοτήτων, στην αντιμετώπιση της ανισότητας και στην κάλυψη των αναδυόμενων αναγκών της αγοράς εργασίας μεταξύ του ενήλικου πληθυσμού. Μέσω της πρωτοβουλίας «Διαδρομές αναβάθμισης δεξιοτήτων», οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να σχεδιάζουν και να υλοποιούν πολιτικές ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες των ενηλίκων χαμηλής ειδίκευσης. Αρκετά κράτη μέλη εργάζονται για την ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών για τις δεξιότητες, με την υποστήριξη της Επιτροπής και σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Βέλγιο/Φλάνδρα και, πιο πρόσφατα, Λετονία και Πολωνία). Επιπλέον, αρκετά κράτη μέλη, όπως η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες και πλέον και η Σλοβακία, έχουν χρηματοδοτήσει στρατηγικές για τις δεξιότητες με ιδίους πόρους. Στη Γαλλία, το 2018 με τη μεταρρύθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης δημιουργήθηκε νέος φορέας («France Compétences»), για τη διασφάλιση ολοκληρωμένης προσέγγισης για τις ανάγκες δεξιοτήτων, την ποιότητα της κατάρτισης και το κόστος.
Τα προγράμματα μάθησης στον χώρο εργασίας και τα προγράμματα μαθητείας εξασφαλίζουν στενότερους δεσμούς μεταξύ της εκπαίδευσης και του κόσμου της εργασίας: σε επίπεδο κρατών μελών, από τα μέσα του 2018 πραγματοποιήθηκε σειρά μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ). Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη συνεχίζει να συνεργάζεται για τον εκσυγχρονισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες των συμπερασμάτων που διατυπώθηκαν στη Ρίγα το 2015. Επιπλέον, μέσω της πρωτοβουλίας για την απασχόληση των νέων
και της ευρωπαϊκής συμμαχίας για θέσεις μαθητείας
, η Επιτροπή ενθαρρύνει και στηρίζει τις προσπάθειες των κρατών μελών να ενισχύσουν την ποιότητα, την προσφορά και την ελκυστικότητα της μάθησης στον χώρο εργασίας, βελτιώνοντας έτσι την καταλληλόλητα της ΕΕΚ ως προς την αγορά εργασίας στα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, η Βουλγαρία, μέσω πιλοτικού προγράμματος που ξεκίνησε τον Μάιο του 2019, αποσκοπεί στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής της εναλλασσόμενης κατάρτισης, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη Βουλγαρία και να ενισχυθεί η σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2018 η Εσθονία ενέκρινε μια τροποποίηση της πράξης για την ΕΕΚ, η οποία έχει σκοπό να ενισχύσει την ευελιξία της μάθησης, χάρη στη δοκιμή νέων μορφών σπουδών σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, και τη θέσπιση χρηματοδότησης με βάση τα αποτελέσματα. Στη Γαλλία το 2019 και παράλληλα με τη μεταρρύθμιση σχετικά με τα συστήματα μαθητείας στον χώρο εργασίας, υλοποιείται σταδιακά μια μεταρρύθμιση της ΕΕΚ στον χώρο του σχολείου, με τη δημιουργία νέων τομεακών «Campus des Metiers et Qualifications» (κέντρα επαγγελμάτων και προσόντων), καθώς και σταδιακών οδών εξειδίκευσης των εγγεγραμμένων μαθητών, σε συνδυασμό με την παροχή επαγγελματικού προσανατολισμού. Στην Κροατία, το 2018 δημιουργήθηκε εθνικό δίκτυο περιφερειακών κέντρων δεξιοτήτων στην ΕΕΚ με στόχο να ορίσει κέντρα αριστείας που θα προσφέρουν τακτικά προγράμματα ΕΕΚ και άλλες μορφές τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης. Η Μάλτα σχεδιάζει να δρομολογήσει πλαίσιο διασφάλισης ποιότητας για τη μάθηση στον χώρο εργασίας, το οποίο θα βασίζεται σε 20 κατευθυντήριες αρχές για προγράμματα μαθητείας υψηλής ποιότητας. Στην Πολωνία οι αλλαγές στην εκπαιδευτική νομοθεσία αποσκοπούν στη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ του συστήματος της ΕΕΚ και των εργοδοτών με την υλοποίηση αλλαγών στο σύστημα των επαγγελματικών εξετάσεων και τη δημιουργία ενός αναλυτικού εργαλείου για την πρόβλεψη των εθνικών καθώς και των περιφερειακών αναγκών της αγοράς εργασίας.
Τα κράτη μέλη, αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συστήματά τους για τη μάθηση για ενήλικες, ανέλαβαν επίσης μια σειρά από πρωτοβουλίες το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και το 2019. Η επιτάχυνση των αλλαγών στην αγορά εργασίας, η ζήτηση υψηλότερων δεξιοτήτων και η διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής καθιστούν ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη αναβάθμισης των δεξιοτήτων των ατόμων ώστε να διασφαλιστεί η απασχολησιμότητά τους. Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμά τους στη διά βίου μάθηση ως μέσο απόκτησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία και την επιτυχή διαχείριση των εργασιακών μεταβολών. Στο πλαίσιο αυτό, η Φλάνδρα (Βέλγιο) βελτίωσε τα κίνητρα που παρέχονται στους εργαζομένους για τη συμμετοχή τους στη διά βίου μάθηση: από τον Σεπτέμβριο του 2019, κάθε εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα δικαιούται για τον σκοπό αυτό 125 ώρες άδειας μετ’ αποδοχών ετησίως. Στη Βαλονία (Βέλγιο) προσφέρεται νέο οικονομικό κίνητρο ύψους 350 EUR για κατάρτιση σε επαγγέλματα με έλλειψη εργατικού δυναμικού (Incentive+), το οποίο παρέχεται σε κάθε άτομο που αναζητά εργασία και ολοκληρώνει επιτυχώς πρόγραμμα κατάρτισης σε επάγγελμα με έλλειψη εργατικού δυναμικού. Στην Κροατία, από τον Σεπτέμβριο του 2019 ο νόμος που θεσπίστηκε πρόσφατα για την εκπαίδευση ενηλίκων αναμένεται να αντιμετωπίσει τα μειονεκτήματα του υφιστάμενου συστήματος εκπαίδευσης ενηλίκων και να το ευθυγραμμίσει με το κροατικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων (CROQF). Η Λετονία έχει αυξήσει τη μαθησιακή στήριξη ατόμων που εργάζονται σε επιχειρήσεις διαθέτοντας 18 εκατ. EUR από πόρους του ΕΤΠΑ για τον σκοπό αυτόν. Τον Φεβρουάριο του 2019 η Πορτογαλία ενέκρινε μέτρο για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών στον τομέα των ανθρωπίνων πόρων στη δημόσια διοίκηση, με στόχο τη δημιουργία μοντέλου διά βίου μάθησης που θα παρέχει στους δημοσίους υπαλλήλους τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτική και επαγγελματική πιστοποίηση. Το νέο πρόγραμμα «Δεξιότητες για το μέλλον» [Skills to advance], που ενέκρινε η Ιρλανδία, έχει σκοπό να στηρίξει τις ευάλωτες ομάδες, όπως είναι τα άτομα με χαμηλές δεξιότητες. Το νέο αυτό μέτρο θα καταστήσει δυνατή τη στοχευμένη στήριξη ευάλωτων ομάδων του ιρλανδικού εργατικού δυναμικού, ιδίως όσων έχουν χαμηλότερα επίπεδα δεξιοτήτων και χρειάζονται περισσότερες ευκαιρίες ανοδικής επαγγελματικής εξέλιξης, προκειμένου να στηριχθεί η παραμονή τους στην εργασία και η αποφυγή των αλλαγών εργασίας, καθώς και η αξιοποίηση αναδυόμενων επαγγελματικών ευκαιριών.
Η περαιτέρω μείωση της ανεργίας που πλήττει τους νέους και η στήριξη της μετάβασής τους από την εκπαίδευση και την κατάρτιση στην αγορά εργασίας παραμένουν σημαντικές προτεραιότητες. Κάθε χρόνο από το 2014 και μετά περισσότεροι από 5 εκατομμύρια νέοι εγγράφηκαν στις εγγυήσεις για τη νεολαία και 3,5 εκατομμύρια δέχθηκαν προσφορά θέσης εργασίας, συνεχούς εκπαίδευσης, πρακτικής άσκησης ή μαθητείας. Σε πολλά κράτη μέλη, ωστόσο, το εκτιμώμενο ποσοστό των ατόμων ΕΑΕΚ που παραμένουν εγγεγραμμένα στο πρόγραμμα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από 50 %. H περιορισμένη κάλυψη σε πολλές χώρες είναι πιθανό να συνδέεται με τη μεταβαλλόμενη σύνθεση του πληθυσμού ΕΑΕΚ (συνολικά χαμηλότερο ποσοστό ανέργων ΕΑΕΚ) και με τη μείωση του συνολικού αριθμού ΕΑΕΚ (βλ. κεφάλαιο 3.2.1 για λεπτομέρειες). Λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής βελτίωσης των επιδόσεων των νέων στην αγορά εργασίας, τα μέτρα πολιτικής που στηρίζουν την υλοποίηση των εγγυήσεων για τη νεολαία καθίστανται περισσότερο στοχευμένα.
Τα κράτη μέλη ενισχύουν τις προσπάθειες διεύρυνσης των υπηρεσιών τους, διευκολύνοντας την πρόσβαση των νέων σε αυτές και μεριμνώντας ώστε να εντοπίζονται καλύτερα τα άτομα που χρειάζονται βοήθεια. Στην Ισπανία, το σχέδιο δράσης για την ανεργία των νέων για την περίοδο 2019-2021 θα αυξήσει τον αριθμό των συμβούλων για τους νέους που αναζητούν εργασία και τους μακροχρόνια ανέργους κατά 3 000 νέους υπαλλήλους. Στην Κύπρο, ένα σχέδιο προβολής αποσκοπεί στην προσέγγιση 4 000 άεργων ΕΑΕΚ και στη στήριξη της ενεργοποίησής τους μέσω της παροχής συμβουλών και κατάρτισης προσαρμοσμένης στις ανάγκες τους. Επίσης στην Κύπρο, επικοινωνιακή εκστρατεία αποσκοπεί στην προσέλκυση νέων στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΑ), ώστε να μπορέσουν να εγγραφούν στις εγγυήσεις για τη νεολαία. Στόχος της εκστρατείας είναι η συμμετοχή ενδιαφερόμενων φορέων για θέματα νεολαίας οι οποίοι είναι σε θέση να προσεγγίσουν ΕΑΕΚ με διαφορετικό υπόβαθρο (φτώχεια, αναπηρία, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ή εθνοτική μειονότητα και μετανάστες).
Θεσπίστηκαν επίσης νέα μέτρα για την παροχή καλύτερης στήριξης των νέων που αντιμετωπίζουν πολλαπλά μειονεκτήματα. Στην Ιρλανδία, το πρόγραμμα στήριξης της απασχόλησης των νέων (YESS) προσφέρει θέσεις εργασίας σε νέους που αναζητούν εργασία και είναι μακροχρόνια άνεργοι ή βρίσκονται αντιμέτωποι με εμπόδια στην απασχόληση. Οι συμμετέχοντες αποκτούν βασικές εργασιακές και κοινωνικές δεξιότητες σε υποστηρικτικό περιβάλλον κατά την τοποθέτηση σε θέση εργασίας. Στη Γαλλία, εθελοντικό πρόγραμμα που απευθύνεται σε εταιρείες για την κατάρτιση και την πρόσληψη νέων αποσκοπεί να εξασφαλίσει τη δέσμευση τουλάχιστον 10 000 επιχειρήσεων που θα προσφέρουν θέσεις πρακτικής άσκησης ή μαθητείας ή θέσεις εργασίας. Στόχος είναι να αναπτυχθεί η συνεργασία δημοσίου/ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση των υψηλών ποσοστών απασχόλησης των νέων σε αστικές υποβαθμισμένες περιοχές. Η Πορτογαλία θέσπισε μέτρα για την επαγγελματική κατάρτιση που μπορούν ενδεχομένως να μετατραπούν σε μόνιμες προσλήψεις μέσω επιδοτήσεων για απευθείας προσλήψεις με στόχο τους νέους και τους μακροχρόνια άνεργους. Στη συνέχεια το 2019 θεσπίστηκαν αλλαγές για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας αυτών των μέτρων, με τον εξορθολογισμό της διαδικασίας ανάλυσης των αιτήσεων και τη διασφάλιση επαρκών χρόνων απόκρισης από τη ΔΥΑ.
Πλαίσιο 2. Πλήρης αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ)
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα της ΕΕ για τη στήριξη της αντιμετώπισης των προκλήσεων που προσδιορίζονται στις συστάσεις ανά χώρα (ΣΑΧ). Συμβάλλει άμεσα στη βιώσιμη και ποιοτική απασχόληση, στην προώθηση της κοινωνικής ένταξης, στις επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, καθώς και στην ενίσχυση της δημιουργίας θεσμικών ικανοτήτων. Σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων (ΠΑΝ), η οποία στηρίζει τους νέους που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης, επενδύουν σχεδόν 93 δισ. EUR σε ανθρώπινο κεφάλαιο, βοηθώντας τους Ευρωπαίους να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και να εξασφαλίσουν το μέλλον τους.
Από το 2014 έως το τέλος του 2018 πάνω από 26 εκατομμύρια συμμετέχοντες επωφελήθηκαν από τη στήριξη του ΕΚΤ και της ΠΑΝ, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν 4 εκατομμυρίων μακροχρόνια ανέργων (15 %). Βασικές ομάδες-στόχοι αυτών των παρεμβάσεων είναι οι νέοι ηλικίας κάτω των 25 ετών (43 % του συνόλου των συμμετεχόντων) και τα άτομα χαμηλής ειδίκευσης που είναι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας ή κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (48 % του συνόλου των συμμετεχόντων). Η εφαρμογή, η οποία σημείωσε έντονη επιτάχυνση την περίοδο 2017-2018, αναμένεται να συνεχιστεί με σταθερούς ρυθμούς έως το τέλος της περιόδου προγραμματισμού. Επί συνόλου 26 εκατομμυρίων συμμετεχόντων έως το τέλος του 2018,
→ 2,7 εκατομμύρια συμμετέχοντες είχαν βρει θέση εργασίας
→ 3,6 εκατομμύρια συμμετέχοντες είχαν αποκτήσει κάποιο προσόν
→ 1,4 εκατομμύρια συμμετέχοντες παρακολούθησαν πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης κατόπιν δραστηριοτήτων με στήριξη από την ΕΕ
Επιπλέον, 2,7 εκατομμύρια νέες και νέοι επωφελήθηκαν από μέτρα που στήριξε η ΠΑΝ έως τα τέλη του 2018, εκ των οποίων σε πάνω από ένα εκατομμύριο υποβλήθηκε προσφορά εργασίας, απέκτησαν κάποιο προσόν ή συμμετείχαν σε συνεχή εκπαίδευση ή κατάρτιση σε συνέχεια της εν λόγω στήριξης.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για την περίοδο 2021-2027 (ΕΚΤ+) βρίσκονται σε εξέλιξη. Με βάση την πρόταση, το ΕΚΤ+ θα παράσχει τη δυνατότητα, εντός του ευρύτερου πλαισίου των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, να εστιαστεί η στήριξη στις προκλήσεις που προσδιορίζονται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Για τον σκοπό αυτόν, στις ανά χώρα εκθέσεις του 2019 (ιδίως στα νέα τους παραρτήματα Δ) καθορίστηκαν τομείς προτεραιότητας για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στα κράτη μέλη, οι οποίοι θα χρησιμεύσουν ως βάση για τον προγραμματισμό των μελλοντικών διαρθρωτικών ταμείων.
Επιπλέον, τα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα ώστε να αυξηθούν οι στοχευμένες πρωτοβουλίες για την προσφορά εργασίας και την πρόσληψη που απευθύνονται σε ομάδες με μειονεκτήματα στην αγορά εργασίας. Η Ρουμανία παρέχει πρόσθετα κίνητρα ώστε οι εργοδότες να προσλαμβάνουν άτομα που βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση. Βάσει των αλλαγών, οι εργοδότες που προσλαμβάνουν με σύμβαση αορίστου χρόνου ανέργους ηλικίας άνω των 45 ετών, άνεργους μόνους γονείς, μακροχρόνια ανέργους ή νέους ΕΑΕΚ λαμβάνουν μηνιαίο ποσό 2 250 RON (περίπου 475 EUR) για κάθε άτομο από αυτές τις ομάδες το οποίο απασχολούν για περίοδο 12 μηνών. Είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν την απασχόληση για διάστημα τουλάχιστον 18 μηνών. Η Σουηδία έχει επίσης λάβει μέτρα για τη στόχευση των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας. Το 2020 θα θεσπιστούν εκπτώσεις εισόδου, δηλαδή δεν θα καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά κατά τα δύο πρώτα έτη όταν προσλαμβάνονται άτομα που εργάζονται για πρώτη φορά. Για τους νέους ηλικίας κάτω των 18 ετών, η εργοδοτική εισφορά μειώθηκε τον Αύγουστο του 2019 και θα καταργηθεί εντελώς το 2020. Η Σλοβενία κατάργησε το «συμπλήρωμα δραστηριότητας» στη νομοθεσία για τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Στόχος είναι να επιταχυνθεί η ενεργοποίηση των δικαιούχων κοινωνικής πρόνοιας και να διασφαλιστεί η μεγαλύτερη κάλυψη της κοινωνικής ασφάλισης των ατόμων. Στόχος είναι επίσης η παροχή ολοκληρωμένης βοήθειας στα άτομα προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε περίπτωση κοινωνικής ευαλωτότητας.
Μερικά κράτη μέλη συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για την προώθηση της συμμετοχής εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας στην αγορά εργασίας και παράλληλα για να εξασφαλίσουν επαρκείς συντάξεις σε όσους δεν μπορούν να εργαστούν πλέον. Στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που πάσχει από γήρανση του πληθυσμού της, η παραμονή στην εργασία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση και τη βελτίωση της επάρκειας των συντάξεων. Οι πολιτικές για τις συντάξεις (και οι φορολογικές πολιτικές) μπορούν να παράσχουν τα κατάλληλα κίνητρα στους ανθρώπους ώστε να παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο. Στα κίνητρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται ο συμψηφισμός έμμεσων φόρων και παροχών συνδεόμενων με τη συνταξιοδότηση, πριμοδοτήσεις και κυρώσεις για συνταξιοδότηση μετά ή πριν από την προβλεπόμενη ηλικία και η παροχή της δυνατότητας συνδυασμού σύνταξης και εργασίας. Από την έκθεση του 2018 για την επάρκεια των συντάξεων (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019) προκύπτει ότι οι εν λόγω πολιτικές συνιστούν σημαντικότερο παράγοντα για την αύξηση των ηλικιών συνταξιοδότησης από τις πολιτικές που αφορούν προηγούμενα στάδια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Με αυτή την προοπτική, η Φλάνδρα (Βέλγιο) έχει λάβει στοχευμένα μέτρα για να βελτιώσει την απασχολησιμότητα των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, ειδικότερα με την αύξηση της μέγιστης επιδότησης για την απασχόληση εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, την πλήρη απαλλαγή από τις εργοδοτικές εισφορές για δύο έτη κατά την πρόσληψη εργαζομένου μεγαλύτερης ηλικίας (55+) και την αύξηση του ανώτατου ορίου των μισθών στους οποίους εφαρμόζονται τα στοχευμένα μέτρα.
Η Γερμανία έχει λάβει μέτρα για να ενεργοποιήσει τους μακροχρόνια ανέργους μεγαλύτερης ηλικίας μέσω πενταετούς επιδότησης της απασχόλησης που μειώνει το κόστος εργασίας. Προϋπόθεση είναι να έχει λάβει ο μακροχρόνια άνεργος το επίδομα ανεργίας «Hartz IV» για τουλάχιστον έξι από τα τελευταία επτά έτη. Στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση της επισφάλειας και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο περιλαμβάνεται στο Resolução do Conselho de Ministros n.º 72/2018, de 6 de Junho, η Πορτογαλία ενέκρινε μέτρα που παρέχουν στήριξη στις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν ταυτόχρονα έναν νέο άνεργο (ή νέο που αναζητεί πρώτη θέση εργασίας) και έναν μακροχρόνια άνεργο μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 45 ετών). Κατά κανόνα, η στήριξη χορηγείται μόνο για συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η στήριξη περιλαμβάνει επίσης μερική ή ολική απαλλαγή από τις εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, οι πολιτικές που αφορούν το τέλος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και αποσκοπούν στην ενθάρρυνση μεγαλύτερου εργασιακού βίου θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα για τη διασφάλιση της παροχής επαρκών συντάξεων στα άτομα που δεν μπορούν πλέον να εργαστούν. Κατά συνέπεια, η Αυστρία μεταρρύθμισε το υφιστάμενο σύστημα μερικής απασχόλησης για εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας (Altersteilzeit). Προκειμένου να παραμένουν οι εργαζόμενοι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στον εργασιακό βίο, η Αυστρία αύξησε το όριο ηλικίας εισόδου για το συγκεκριμένο σύστημα, σε δύο στάδια. Για τους άνδρες, η ηλικία εισόδου αυξήθηκε από τα 58 στα 59 έτη (το 2019) και έπειτα στα 60 έτη (2020). Για τις γυναίκες, αυξήθηκε από τα 53 στα 54 έτη (2019) και έπειτα στα 55 (2020). Η ιταλική κυβέρνηση μείωσε την ηλικία συνταξιοδότησης για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας που συγκεντρώνουν 100 έτη συνδυασμένης ηλικίας και εισφορών (ελάχιστη απαίτηση: να είναι τουλάχιστον ηλικίας 62 ετών και να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 38 έτη εισφορών). Τέλος, στην Ισπανία, η βοήθεια προς τους μακροχρόνια ανέργους μεγαλύτερης ηλικίας έχει αναπροσαρμοστεί. Σε σύγκριση με το προηγούμενο εφαρμοζόμενο καθεστώς, i) οι μακροχρόνια άνεργοι είναι επιλέξιμοι από την ηλικία των 52 ετών αντί των 55· ii) η μέγιστη διάρκεια των παροχών παρατείνεται έως ότου ο εργαζόμενος φτάσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης (65 έτη)· iii) η βάση για τον υπολογισμό της εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα που καταβάλλεται από το κράτος αυξάνεται κατά 53 % (από 859 EUR τον μήνα το 2018 σε 1 313 EUR τον μήνα το 2019 και iv) ο έλεγχος επάρκειας πόρων θα πραγματοποιείται σε ατομικό επίπεδο αντί σε επίπεδο νοικοκυριού.
Η συμμετοχή σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας αποτελεί θεμέλιο για μια επιτυχή διά βίου μάθηση, προσωπική εξέλιξη και υψηλότερη απασχολησιμότητα αργότερα στη ζωή. Η σύσταση του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2019, για υψηλής ποιότητας συστήματα προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας απηύθυνε έκκληση για προσβάσιμες, προσιτές και χωρίς αποκλεισμούς υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, και για την ανάπτυξη των αναλυτικών προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης, ούτως ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιών σε θέματα ευημερίας και εκπαίδευσης. Πέρυσι η Γαλλία αποφάσισε να διασφαλίσει σταδιακά την καθολική πρόσβαση στην παιδική φροντίδα, από τη γέννηση έως την ηλικία των 3 ετών, και παρέχει κοινωνικές παροχές σε είδος και εγγύηση καταβολής εξόδων διαβίωσης στις μονογονεϊκές οικογένειες. Στη Σουηδία, τα μαθήματα προσχολικής εκπαίδευσης αποτελούν υποχρεωτικό μέρος του σχολικού κύκλου από το φθινόπωρο του 2018 και οι σουηδικές αρχές έχουν καθιερώσει νέο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών στο οποίο δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη μάθηση, ιδίως στην κατανόηση κειμένου και στις ψηφιακές δεξιότητες. Η σλοβακική κυβέρνηση έχει επεκτείνει τις δωρεάν θέσεις των νηπιαγωγείων σε όλα τα παιδιά από κοινωνικοοικονομικά μειονεκτούσες οικογένειες (ανεξαρτήτως ηλικίας) από τον Σεπτέμβριο του 2018 και μείωσε την ηλικία υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης στα πέντε έτη (θα εφαρμοστεί από τον Σεπτέμβριο του 2020).
Τα κράτη μέλη συνεχίζουν τις προσπάθειες στον τομέα των υπηρεσιών παιδικής φροντίδας, προκειμένου να αρθούν οι φραγμοί στην απασχόληση των γυναικών. Το πρόγραμμα προσχολικής εκπαίδευσης της Ιρλανδίας εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 παρέχοντας σε όλα τα παιδιά, από την ηλικία των 2 ετών και 8 μηνών έως την ηλικία υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης, το δικαίωμα σε 2 πλήρη έτη επιδοτούμενης προσχολικής φροντίδας τριών ωρών ημερησίως. Ο νόμος του 2018 σχετικά με τη στήριξη της παιδικής φροντίδας αποτελεί κομβικό στοιχείο στην ανάπτυξη του συστήματος οικονομικά προσιτής παιδικής φροντίδας, ενώ υιοθετεί νέα προσέγγιση όσον αφορά τη στήριξη της οικονομικά προσιτής πρόσβασης σε ποιοτικές θέσεις παιδικής φροντίδας. Επιπλέον, εντάσσει το σύστημα οικονομικά προσιτής παιδικής φροντίδας σε νομοθετικό πλαίσιο, αντικαθιστώντας τα τέσσερα υφιστάμενα μη θεσμοθετημένα, στοχευμένα συστήματα παιδικής φροντίδας. Τον Ιανουάριο του 2019 η Ιταλία αύξησε την ετήσια επιδότηση διδάκτρων από 1 000 EUR σε 1 500 EUR για τη φοίτηση σε παιδικό σταθμό και κατ’ οίκον φροντίδα παιδιών ηλικίας κάτω των τριών ετών που πάσχουν από σοβαρές χρόνιες νόσους. Η Ρουμανία επενδύει πόρους του ΕΚΤ για να στηρίξει την εδραίωση του δικτύου ανάδοχων γονέων. Επιπροσθέτως, η μεταρρύθμιση της προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας στη Φινλανδία τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2018. Η εν λόγω μεταρρύθμιση προσαρμόζει το φινλανδικό σύστημα προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας στις νέες εξελίξεις της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας, αναβαθμίζοντας τις δεξιότητες του προσωπικού, παρέχοντας κίνητρα στους κατόχους πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να εργαστούν στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα και δίνοντας έμφαση στις πολυεπαγγελματικές ομάδες. Η έμφαση στην ευημερία και στα συμφέροντα των παιδιών ενισχύεται και αποκτά υψηλότερη προτεραιότητα.
Η ισόρροπη κατανομή της αδείας μετ’ αποδοχών μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να συμβάλει όλως ιδιαιτέρως στην ενίσχυση της απασχόλησης των γυναικών μετά την τεκνοποίηση. Τα τελευταία έτη πολλά κράτη μέλη βελτίωσαν τα δικαιώματα σε οικογενειακή άδεια και προώθησαν ιδίως τη θέσπιση δικαιωμάτων για τους πατέρες. Στις αρχές του 2018 η Τσεχία τροποποίησε τον νόμο για την κοινωνική στήριξη, ώστε να αυξηθεί η ευελιξία του γονικού επιδόματος και πλέον οι γονείς μπορούν να επιλέξουν το μηνιαίο ποσό και τον χρόνο λήψης του (έως τέσσερα έτη). Το συνολικό μέγιστο ποσό ανέρχεται σε 220 000 CZK (γύρω στα 8 617 EUR). Επιπλέον, το επίδομα αυτό δεν θα εξαρτάται από την εγγραφή σε επίσημη δομή παιδικής φροντίδας. Η Τσεχία τροποποίησε επίσης τον νόμο για την ασφάλιση υγείας, θεσπίζοντας γονική άδεια διάρκειας μίας εβδομάδας και επίδομα πατρότητας για τους πατέρες. Παρότι πρόκειται για ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση, υστερεί σε σύγκριση με την οδηγία για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, που προσφέρει στους πατέρες άδεια πατρότητας μετ’ αποδοχών διάρκειας δύο εβδομάδων και μη μεταβιβάσιμη γονική άδεια διάρκειας δύο μηνών. Επιπροσθέτως, στην Ισπανία, με νομοθετική αλλαγή που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2019 αντικαταστάθηκε η άδεια μητρότητας/πατρότητας από γονική άδεια 16 εβδομάδων για κάθε γονέα. Η νομοθεσία προβλέπει τη σταδιακή εφαρμογή της. Ο γονέας πλην της βιολογικής μητέρας θα δικαιούται άδεια 8 εβδομάδων το 2019 (5 το 2018), 12 εβδομάδων το 2020 και τέλος 16 το 2021. Άλλα μέτρα που περιλαμβάνονται στον ίδιο νόμο αποσκοπούν στην ενίσχυση της ισότητας των φύλων, όπως: i) Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης προγραμμάτων ισότητας επεκτάθηκε στις επιχειρήσεις με πάνω από 50 υπαλλήλους (πριν ίσχυε μόνο για επιχειρήσεις με 250 υπαλλήλους) και ii) Οι ρυθμίσεις περί ίσων αποδοχών τροποποιήθηκε ώστε να καθορίζεται πότε μια εργασία έχει ίση αξία και για να υποχρεωθούν οι εργοδότες να κρατούν αρχείο με τους μέσους μισθούς ανδρών και γυναικών. Όταν η διαφορά του μέσου μισθού υπερβαίνει το 25 % μεταξύ των δύο φύλων, πρέπει να προσδιορίζονται οι λόγοι και iii) προβλέπονται δωρεάν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τα άτομα που παρέχουν άτυπη φροντίδα.
Στην Ιρλανδία, από την 1η Σεπτεμβρίου 2019, οι γονείς μπορούν να λάβουν γονική άδεια άνευ αποδοχών διάρκειας 22 εβδομάδων για κάθε νεογέννητο παιδί. Η άδεια πρέπει να λαμβάνεται πριν από τη συμπλήρωση του 12ου έτους της ηλικίας του παιδιού. Πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2019 η γονική άδεια ήταν 18 εβδομάδες και οι γονείς μπορούσαν να λάβουν γονική άδεια μόνο πριν από τη συμπλήρωση του 8ου έτους της ηλικίας του παιδιού. Μια ακόμη εξέλιξη στον συγκεκριμένο τομέα είναι το νέο σύστημα γονικής άδειας μετ’ αποδοχών που επιτρέπει στους γονείς να λάβουν δύο εβδομάδες άδεια μετ’ αποδοχών στη διάρκεια του πρώτου έτους από τη γέννηση του παιδιού τους. Το νέο αυτό σύστημα εφαρμόζεται από τον Νοέμβριο του 2019. Το 2019 οι Κάτω Χώρες κατέθεσαν σχέδιο νόμου που αυξάνει την άδεια πατρότητας από 2 σε 5 ημέρες και προβλέπει επιπλέον άδεια 5 εβδομάδων, από τον Ιούλιο του 2020 και μετά, η οποία λαμβάνεται εντός των πρώτων 6 μηνών από τη γέννηση. Επιπροσθέτως, η άδεια υιοθεσίας τέκνου και η άδεια αναδοχής επεκτάθηκαν από 4 σε 6 εβδομάδες. Τον Δεκέμβριο του 2018 η Πορτογαλία χάραξε τέσσερις άξονες που προωθούν μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ του επαγγελματικού, του προσωπικού και του οικογενειακού βίου ως προϋπόθεση για την αποτελεσματική ποιότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και για να απολαμβάνουν οι πολίτες πλήρως των δικαιωμάτων τους, ούτως ώστε να μπορούν να κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους σε όλα τα πεδία του βίου με βάση τον ευρωπαϊκό πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο πρώτος αποτελεί ένα σύμφωνο συμφιλίωσης και περιέχει μέτρα που ενθαρρύνουν διάφορους εργοδότες ώστε να αναπτύσσουν πρακτικές που συμβάλλουν στη συμφιλίωση και τη διάχυση. Ο δεύτερος, με τίτλο «σύμφωνο συμφιλίωσης στη δημόσια διοίκηση», αποτυπώνει την προσήλωση της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης για την προώθηση της συμφιλίωσης. Ο τρίτος αφορά τον εξοπλισμό, τις υπηρεσίες και τα κίνητρα για τη συμφιλίωση με τα εργαλεία που διευκολύνουν τη συμφιλίωση στη φροντίδα, την εκπαίδευση, τις μεταφορές και την υγεία. Ο τέταρτος με τίτλο «Μαθαίνω να συμφιλιώνω» προσθέτει μέτρα που συντείνουν στην παραγωγή γνώσης και στη διάχυσή της, τα οποία μπορούν να στηρίζουν την ανάπτυξη νέων δράσεων. Στην Αυστρία οι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν σε 24 μήνες γονικής άδειας οι οποίοι αναγνωρίζονται στον υπολογισμό των δικαιωμάτων βάσει της προϋπηρεσίας, όπως αυτόματες μισθολογικές αυξήσεις, δικαίωμα ετήσιας άδειας, προθεσμίες καταγγελίας ή συνεχιζόμενη καταβολή επιδόματος ασθενείας σε τομείς όπως οι λιανικές πωλήσεις, όπου απασχολείται υψηλό ποσοστό γυναικών εργαζομένων.
Σε λίγα κράτη μέλη θεσπίστηκαν άλλα μέτρα κατά των διακρίσεων για την προώθηση της γυναικείας συμμετοχής. Στη Γαλλία ένας νόμος για τη θέσπιση μέτρων κατά της έμφυλης βίας στον χώρο εργασίας, ο οποίος περιλαμβάνει 5 πεδία δράσης: 1) προαγωγή του κοινωνικού διαλόγου· 2) κατάρτιση επιθεωρητών· 3) ενημερωτικές εκστρατείες· 4) στήριξη των θυμάτων εντός των επιχειρήσεων· και 5) εργαλεία επιβολής κυρώσεων σε πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις όπως η ταξιαρχία κατά των διακρίσεων (BADI). Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε τον Αύγουστο του 2018. Επίσης, η Πορτογαλία επεδίωξε μέσω μιας εθνικής στρατηγικής για την ισότητα και την εξάλειψη των διακρίσεων για την περίοδο 2018-2030 να καθορίσει ειδικούς στρατηγικούς στόχους για την καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων και για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι στόχοι αυτοί πρόκειται να ενσωματωθούν στο εθνικό σχέδιο δράσης για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, στο εθνικό σχέδιο δράσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και κατά της ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και στο εθνικό σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, έμφυλης ταυτότητας και σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Στον τομέα του θεματολογίου για την ισότητα στην αγορά εργασίας και στις επιχειρήσεις, η στρατηγική ενισχύει την καταπολέμηση του έμφυλου διαχωρισμού των επαγγελμάτων, την προώθηση της ίσης αμοιβής και την εξισορρόπηση επαγγελματικού, οικογενειακού και προσωπικού βίου, προωθώντας τον διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους. Για πρώτη φορά, προβλέπεται ειδικός σχεδιασμός κατά των διακρίσεων βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικών χαρακτηριστικών και καθορίζονται μέτρα σε τομείς παρέμβασης προτεραιότητας όπως η πληροφόρηση και η κατάρτιση και οι τομεακές πολιτικές.
Ο αριθμός των κρατών μελών που έλαβαν μέτρα για την αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων ήταν περιορισμένος. Οι περισσότερες νέες πρωτοβουλίες αφορούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, μέτρα διαφάνειας των αμοιβών, όπως είχε συστήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2014 (2014/124/ΕΕ). Η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησαν τους πρώτους γύρους υποβολής στοιχείων σχετικά με τις αμοιβές ανδρών και γυναικών το 2018 και έκθεση του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου διατύπωσε τη σύσταση να επεκταθούν οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων όσον αφορά το χάσμα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων . Το 2019 η Ιρλανδία ενέκρινε έναν νόμο σχετικά με την ενημέρωση για το χάσμα των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων. Με τον νόμο αυτό οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να δημοσιεύουν στοιχεία σχετικά με τις διαφορές στις αποδοχές μεταξύ των δύο φύλων. Τον Σεπτέμβριο του 2018 η Γαλλία καθιέρωσε «δείκτη μισθολογικής ισότητας», ο οποίος βασίζεται σε 5 διαφορετικούς δείκτες ισότητας των φύλων. Οι επιχειρήσεις πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια των αποτελεσμάτων τους ως προς την ισότητα των αμοιβών, αυξάνονται οι έλεγχοι των επιθεωρήσεων εργασίας και διεξάγεται μια εκστρατεία καταπολέμησης των έμφυλων στερεοτύπων στις προσλήψεις. Ο δείκτης ίσης αμοιβής είναι υποχρεωτικός για τις εταιρείες με περισσότερους από 50 υπαλλήλους. Στις εταιρείες που πλησιάζουν το κατώτατο όριο των 50 υπαλλήλων θα δοθεί τριετής περίοδος χάριτος προτού υποχρεωθούν να εκπληρώσουν αυτές τις απαιτήσεις. Οι εταιρείες με 1 000+ υπαλλήλους είχαν προθεσμία έως την 1η Μαρτίου 2019 για να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματά τους σχετικά με την ισότητα των φύλων, ενώ οι εταιρείες με 251 έως 999 υπαλλήλους έως την 1η Σεπτεμβρίου· και οι εταιρείες με 50 έως 250 υπαλλήλους έχουν προθεσμία έως την 1η Μαρτίου 2020.
Η Πορτογαλία επίσης θέσπισε νομοθεσία για την αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων. Στα μέτρα περιλαμβάνεται ετήσια έκθεση σχετικά με τις διαφορές στις αμοιβές μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς και αξιολόγηση ανά εταιρεία, επάγγελμα και επίπεδο προσόντων (για τις εταιρείες με 250+ υπαλλήλους κατά τα πρώτα 2 έτη, και στη συνέχεια επεκτείνεται και στις εταιρείες με 50+ υπαλλήλους). Προβλέπονται επίσης συγκεκριμένες ενέργειες από την επιθεώρηση εργασίας, καθώς και επιβολή κυρώσεων σε βάρος εργοδοτών σε περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης. Για την καταπολέμηση των κάθετων διαχωρισμών το σχέδιο για την ισότητα στις συνθήκες εργασίας: την ισότητα των αμοιβών· την προστασία της γονεϊκότητας· τη συμφιλίωση της επαγγελματικής δραστηριότητας με την οικογενειακή και την προσωπική ζωή έχει σκοπό να ενισχύσει την ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Θεσπίζει ελάχιστα όρια ανδρών-γυναικών στα συμβούλια κρατικών επιχειρήσεων από το 2018 και μετά (33,3 %), καθώς και στις εισηγμένες επιχειρήσεις (20 % και από το 2020 και μετά 33,3 %). Αποσκοπεί επίσης στην προώθηση της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της δημόσιας διοίκησης· προβλέπει τον διορισμό των κατόχων θέσεων στους δημόσιους οργανισμούς βάσει ικανοτήτων, δεξιοτήτων, πείρας και κατάρτισης που απαιτούνται εκ του νόμου, και την τήρηση του εξής κατώτατου ορίου ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων: το 40 % των θέσεων σε κρατικούς οργανισμούς θα πρέπει να διατίθεται στο κάθε φύλο.
Σειρά κρατών μελών ανέλαβε δράση για τη στήριξη της ενσωμάτωσης υπηκόων τρίτων χωρών στην αγορά εργασίας, συχνά σε συνδυασμό με τη γλωσσική κατάρτιση. Ορισμένα κράτη μέλη (ειδικότερα η Ελλάδα, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Λουξεμβούργο) προέβησαν σε γενικότερες αλλαγές υπό μορφή νέων ή αναθεωρημένων σχεδίων δράσης / στρατηγικών για να ανταποκριθούν στην ανάγκη εντατικοποίησης των προσπαθειών για μακροπρόθεσμη ένταξη και ενοποίησης των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων φορέων. Επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη διεύρυναν το φάσμα μέτρων ένταξης που προσφέρουν, ενώ μερικά αύξησαν συγχρόνως την υποχρεωτική συμμετοχή σε διάφορα μαθήματα γλώσσας και σε εκπαίδευση με σκοπό την ένταξη. Για παράδειγμα, η προσφορά γλωσσικής κατάρτισης σε υπηκόους τρίτων χωρών βελτιώθηκε κυρίως στο Βέλγιο (Βαλονία, Φλάνδρα και γερμανική κοινότητα), στη Φινλανδία, στη Γαλλία, στη Μάλτα και στη Γερμανία (γλωσσική κατάρτιση σχετική με την εργασία). Στη Σουηδία ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο της σουηδικής ΔΥΑ συνέβαλε στην ενίσχυση των οδών εξεύρεσης εργασίας για τους νεοαφιχθέντες μετανάστες. Η Σουηδία μεταρρύθμισε επίσης το οικείο σύστημα επιδοτούμενης απασχόλησης και θέσπισε, τον Ιούλιο του 2019, νέο μέτρο στήριξης, με την ονομασία «εισαγωγικές θέσεις εργασίας», ενώ επίσης διέθεσε περισσότερη χρηματοδότηση για τις «τοπικές διαδρομές απασχόλησης» (local job tracks) (που εφαρμόζονται από το 2017), οι οποίες περιλαμβάνουν συνήθως εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, μαθήματα σουηδικής γλώσσας για μετανάστες και προγράμματα πρακτικής άσκησης. Τον Δεκέμβριο του 2018 η Φινλανδία χρηματοδότησε σε πέντε πόλεις τα λεγόμενα «κέντρα ικανοτήτων για μετανάστες» στα οποία οι δήμοι, οι φορείς της αγοράς εργασίας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατευθύνουν τους εξυπηρετούμενους προς την κατάρτιση και την αγορά εργασίας με ευέλικτο τρόπο. Οι Κάτω Χώρες αναθεώρησαν την προσέγγισή τους ως προς την ένταξη δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ένταξη στην αγορά εργασίας. Το 2019 η ολλανδική κυβέρνηση δρομολόγησε οκτώ πειραματικές δράσεις προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των μέσων για την προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και της θέσης των Δανών πολιτών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών στην αγορά εργασίας. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν κυρίως: συνδυασμένη μάθηση και εργασία, εντατική καθοδήγηση για ευάλωτες ομάδες, στήριξη του επαγγελματικού προσανατολισμού για σπουδαστές επαγγελματικής εκπαίδευσης και μέτρηση της πολιτισμικής πολυμορφίας των εταιρειών. Στην Ισπανία, τα περισσότερα μέτρα για τη βελτίωση της απασχολησιμότητας εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της ισπανικής στρατηγικής ενεργοποίησης για την απασχόληση 2017-2020, ενώ ο υφυπουργός Μετανάστευσης χορήγησε επίσης οικονομική στήριξη για την κοινωνική και εργασιακή ένταξη των μεταναστών. Στη Γαλλία, η μεταρρύθμιση της πολιτικής για την ένταξη, η οποία εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2018 και τέθηκε σε εφαρμογή το 2019, περιλαμβάνει νέα ενότητα αφιερωμένη στην επαγγελματική ένταξη και στην αξιολόγηση των δεξιοτήτων στο πλαίσιο της σύμβασης δημοκρατικής ένταξης (CIR), επιπλέον γλωσσική κατάρτιση μετά τη CIR, εάν χρειάζεται, και συστηματικότερη χρήση των δημόσιον υπηρεσιών απασχόλησης.
Πέραν των μέτρων που απευθύνονται άμεσα στους υπηκόους τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη έλαβαν επίσης μέτρα για την παροχή πόρων και εργαλείων σε δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, στην τοπική αυτοδιοίκηση ή σε εργοδότες, έτσι ώστε να στηρίξουν την ένταξη. Η Γαλλία δρομολόγησε διαρθρωμένη συνεργασία μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για τη μετανάστευση, την κατάρτιση και την απασχόληση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, χορηγήθηκε πρόσθετη χρηματοδότηση στη δημόσια υπηρεσία απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης Jobcentre Plus προκειμένου να στηριχθεί η ένταξη περισσότερων ατόμων από διαχωρισμένες κοινότητες στην αγορά εργασίας. Στη Λετονία, καταρτίστηκε εγχειρίδιο για την ένταξη στον χώρο εργασίας, το οποίο συγκεντρώνει ορθές πρακτικές όσον αφορά την ένταξη των νεοαφιχθέντων στον χώρο εργασίας και τη διαχείριση της πολυμορφίας. Η Εσθονία χορήγησε στήριξη σε άτομα υψηλής ειδίκευσης μέσω του Διεθνούς Οίκου της Εσθονίας (International House of Estonia), ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες σε κατά τόπους εργοδότες σχετικά με τρόπους πρόσληψης αλλοδαπών εμπειρογνωμόνων και σε νεοαφιχθέντες από την αλλοδαπή, καθώς και στους συζύγους τους (ζωή στην Εσθονία, προγράμματα γλώσσας και παροχή συμβουλών επαγγελματικής σταδιοδρομίας).
Τα κράτη μέλη υιοθέτησαν μέτρα για τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου υπηκόων τρίτων χωρών και παιδιών από οικογένειες μεταναστών. Συγκεκριμένος στόχος της Φινλανδίας, της Εσθονίας και του Βελγίου ήταν η αύξηση της συμμετοχής των παιδιών υπηκόων τρίτων χωρών στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα και, για τον σκοπό αυτόν, θέσπισαν αλλαγές σε επίπεδο πολιτικής. Ως εκ τούτου, το φθινόπωρο του 2018 η φινλανδική κυβέρνηση δρομολόγησε πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο προσφέρει δωρεάν προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα μερικής παρακολούθησης για παιδιά ηλικίας πέντε ετών. Η Φλάνδρα (Βέλγιο) ενέκρινε στρατηγική για την ενίσχυση της συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση (για παιδιά ηλικίας από 2,5 έως 5 ετών) με ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, ενώ το Βέλγιο (σε ομοσπονδιακό επίπεδο) μείωσε την ηλικία υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης από τα 6 στα 5 έτη. Η Γαλλία μερίμνησε για τον διπλασιασμό των εργαστηρίων για τους γονείς αλλοδαπών μαθητών, προκειμένου να ενισχυθεί η ένταξή τους, και των προγραμμάτων εκμάθησης της γαλλικής ως ξένης γλώσσας για σπουδαστές που επιθυμούν να σπουδάσουν στη Γαλλία. Η Λιθουανία έθεσε σε εφαρμογή νέα πολιτική η οποία προβλέπει την τοποθέτηση βοηθού εκπαιδευτικού σε κάθε σχολείο στο οποίο μεταξύ των μαθητών περιλαμβάνονται και παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Στην Ισπανία, εγκρίθηκε νέο πρόγραμμα που παρέχει στήριξη στις περιφέρειες ώστε να μειώσουν τον αριθμό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης. Στόχος είναι να δοθεί στήριξη σε εκπαιδευτικά κέντρα και σε μαθητές από ευάλωτα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα και υπόβαθρα (μετανάστες, Ρομά, παιδιά με ανάγκες ειδικής αγωγής) και να ενισχυθούν οι ικανότητες του διδακτικού προσωπικού, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την πολυμορφία των μαθητών στην τάξη. Στο Λουξεμβούργο, δημιουργήθηκε υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία περιλαμβάνει έναν διαμεσολαβητή αρμόδιο για θέματα που αφορούν τη σχολική φοίτηση των παιδιών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, τις ειδικές σχολικές ανάγκες και την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου.
Τα κράτη μέλη ανέλαβαν επίσης μεταρρυθμίσεις με σκοπό την αναγνώριση και/ή την επικύρωση των προσόντων ή των δεξιοτήτων υπηκόων τρίτων χωρών. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του νέου νόμου για τη μετανάστευση εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης (Fachkräftezuwanderungsgesetz), ο οποίος θεσπίστηκε τον Ιούνιο του 2019, η Γερμανία διευκόλυνε την αναγνώριση των επαγγελματικών τίτλων που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες. Από τον Ιούνιο του 2018 και μετά, για περίοδο τριών ετών, η Ελλάδα στηρίζει το ευρωπαϊκό διαβατήριο προσόντων για πρόσφυγες (Συμβούλιο της Ευρώπης). Το διαβατήριο αυτό προτείνει μια έγκυρη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των προσόντων προσφύγων με ημιτελείς ή αμιγείς σπουδές στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή σε ανώτερο επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων των προσόντων για τα οποία διαθέτουν ανεπαρκή ή ελλιπή τεκμηρίωση). Η Φινλανδία δημοσίευσε οδηγό για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των προσόντων των αλλοδαπών εκπαιδευτικών. Η φλαμανδική κυβέρνηση (Βέλγιο) ενέκρινε διάταγμα σχετικά με την αναγνώριση των ικανοτήτων που αποκτώνται, προκειμένου να παράσχει στα άτομα τη δυνατότητα κατοχής τίτλου που να πιστοποιεί τις ικανότητες τις οποίες έχουν αποκτήσει, δηλαδή εργασιακή πείρα, εθελοντική εργασία και κατάρτιση.
Μια σειρά κρατών μελών έλαβε μέτρα για τη διευκόλυνση της αποδοχής εργαζομένων μεταναστών από τρίτες χώρες, ιδίως εργαζομένων με υψηλή ειδίκευση και όσων καλύπτουν κενά σε επαγγελματικούς τομείς με ελλείψεις. Το Βέλγιο εξορθολόγισε τη διαδικασία συνδυάζοντας τις διαδικασίες χορήγησης άδειας εργασίας και παραμονής. Στη Φλάνδρα επεκτάθηκε ο κατάλογος των επαγγελμάτων στα οποία παρατηρούνται ελλείψεις και μειώθηκε το μισθολογικό όριο για άτομα με υψηλή ειδίκευση κάτω των 30 ετών καθώς και για το νοσοκομειακό προσωπικό. Η Μάλτα, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Λιθουανία απλούστευσαν τη διαδικασία υποβολής αίτησης για άδεια εργασίας ή παραμονής για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες, ενώ η Γερμανία ενέκρινε ευρύτερη μεταρρύθμιση με την οποία διευκολύνεται η μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων από τρίτες χώρες και η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αλλαγές στις διαδικασίες θεωρήσεων, αναγνώριση των προσόντων που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή και αυξημένη γλωσσική υποστήριξη. Η Γαλλία ενθάρρυνε την άφιξη αλλοδαπών υπηκόων με υψηλό επίπεδο προσόντων μέσω απλουστευμένων διαδικασιών και ειδικών δομών άφιξης και επέκτεινε την οικεία πολυετή άδεια παραμονής που ονομάζεται «διαβατήριο ταλέντων». Ορισμένα κράτη μέλη στόχευσαν επίσης ξένους επιχειρηματίες και επενδυτές με νομοθετικές αλλαγές και αλλαγές πολιτικής, οι οποίες άνοιξαν νέους δρόμους για την προσέλκυσή τους ή βελτίωσαν την παρακολούθηση της εισόδου και της διαμονής τους. Για παράδειγμα, η Φινλανδία και η Πορτογαλία καθιέρωσαν νέο πρόγραμμα «Start Up Visa» (θεώρηση για νεοφυείς επιχειρήσεις) για επιχειρηματίες.
Μια σειρά από πρόσφατες δράσεις σε κράτη μέλη είχαν ως συγκεκριμένο στόχο τους τους πρόσφυγες και/ή τους αιτούντες άσυλο. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, θεσπίστηκε τον Ιούνιο του 2019 μια νέα νομοθεσία (ο νόμος περί απασχόλησης ξένων υπηκόων) που προβλέπει μεγαλύτερη πρόσβαση σε μαθήματα ένταξης, μαθήματα γερμανικών για ειδικά επαγγέλματα και παροχή κατάρτισης βοηθείας σε διάφορες ομάδες αιτούντων άσυλο. Η Γερμανία μεταρρύθμισε επίσης το σύστημα παροχών, προκειμένου να ενθαρρύνει τους αιτούντες άσυλο να παρακολουθήσουν μαθήματα κατάρτισης και να επιτρέψει στους πρόσφυγες να συμμετάσχουν σε εθελοντική εργασία
. Στη Δανία η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν να παρατείνουν το πρόγραμμα ταχύρρυθμης βασικής εκπαίδευσης ένταξης (IGU) (το οποίο συνδυάζει γλωσσικά μαθήματα, μαθητείες και επαγγελματική εκπαίδευση για νεοαφιχθέντες μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 18-39 ετών) έως τις 30 Ιουνίου 2022. Στη Γαλλία, στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την υποδοχή και την ένταξη προσφύγων, η οποία στοχεύει κυρίως στη στήριξη της πρόσβασης προσφύγων σε κατάρτιση και απασχόληση, η δημόσια υπηρεσία απασχόλησης (Pôle-Emploi) δημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2018, φυλλάδιο με χρήσιμες συμβουλές σχετικά με την αναζήτηση εργασίας, μεταφρασμένο σε διάφορες γλώσσες. Επιπροσθέτως, αρκετά κράτη μέλη εστίασαν τις πρόσφατες προσπάθειές τους στην ένταξη των νεοαφιχθεισών μεταναστριών. το 2019 το υπουργείο Δικαιοσύνης και Ισότητας της Ιρλανδίας χρηματοδότησε 7 νέα προγράμματα για να στηρίξει την ενσωμάτωση γυναικών προσφύγων στην αγορά εργασίας, ενώ η Σουηδία χορήγησε πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση σε αντίστοιχα προγράμματα, για παράδειγμα μια πρωτοβουλία για την παροχή καθοδήγησης σχετικά με τη σουηδική αγορά εργασίας σε γυναίκες αιτούσες άσυλο.
Αρκετά κράτη μέλη προωθούν την απασχόληση των ατόμων με αναπηρίες. Στη Φλάνδρα (Βέλγιο), με τη μεταρρύθμιση των επιμέρους προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης θεσπίστηκε νέο πρόγραμμα που στοχεύει τους ανέργους με αναπηρία και τους μακροχρόνια ανέργους. Η διάρκειά του μπορεί να είναι 52 εβδομάδες και είναι ανέξοδο για τους εργοδότες. Επιπλέον, η διεπαγγελματική κατάρτιση είναι δωρεάν για τους συμμετέχοντες και τα έξοδα μεταφοράς και παιδικής φροντίδας θα επιστρέφονται. Η Βουλγαρία θέσπισε υποχρεωτικές ποσοστώσεις βάσει των οποίων οι εργοδότες υποχρεούνται να προσλαμβάνουν άτομα με αναπηρίες (1 εργαζόμενος με αναπηρία για εργοδότες με 50 έως 99 εργαζομένους, 2 % του μέσου αριθμού μελών του προσωπικού για εργοδότες με 100 ή περισσότερους εργαζομένους)· καθώς και ειδικές επιδοτήσεις για εργοδότες, ειδικές υπηρεσίες στα γραφεία απασχόλησης και πιλοτικά κέντρα για την προστασία της απασχόλησης. Η Τσεχία θέσπισε επίδομα μακροχρόνιας φροντίδας προκειμένου να παράσχει στα άτομα με ασφάλιση υγείας επαρκή αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος που οφείλεται στη διακοπή της απασχόλησης λόγω μακροχρόνιας φροντίδας συγγενούς. Η Κροατία καθόρισε ποσοστώσεις απασχόλησης για άτομα με αναπηρία, δηλ. για εργοδότες που απασχολούν τουλάχιστον 20 εργαζομένους το 3 % του συνολικού προσωπικού τους πρέπει να είναι εργαζόμενοι με αναπηρία. Στους εργοδότες που δεν τηρούν την υποχρέωση αυτή επιβάλλονται πρόστιμα. Επιπροσθέτως, το Ίδρυμα Κατάρτισης, Επαγγελματικής Αποκατάστασης και Απασχόλησης των Ατόμων με Αναπηρίες καταβάλλει επιδοτήσεις μισθού.
Στη Δανία, η κυβέρνηση διέθεσε 128,4 εκατ. δανικές κορόνες (DKK) (περίπου 17 εκατ. EUR) για την περίοδο 2019-2022 στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2019 σχετικά με τα ταμεία αναπροσαρμογής αποδοχών (Satspuljeaftale), προκειμένου να ενισχυθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης και εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρίες. Η Φινλανδία έχει θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα «Workability», το οποίο αποσκοπεί στη βελτίωση της ατομικής αξιολόγησης των αναγκών για υπηρεσίες για τους μακροχρόνια ανέργους και για τα άτομα με μερική ικανότητα για εργασία. Αύξησε τα επιδόματα αποκατάστασης για την προώθηση της απασχόλησης των ατόμων με μερική ικανότητα για εργασία και καθιέρωσε τη χορήγηση επιδοτούμενων μισθών. Η Γαλλία θέσπισε διάφορα μέτρα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του νόμου «Liberté de choisir son Avenir Professionnel». Αυτά επικεντρώθηκαν στα εξής: 1) απλούστευση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων που υπέχουν οι εργοδότες· 2) στη γενίκευση των συνοδευτικών προγραμμάτων· 3) στην αλλαγή του πεδίου εφαρμογής της υποχρέωσης για επίτευξη στόχου 6 % όσον αφορά την ένταξη ατόμων με αναπηρίες μεταξύ των εργαζομένων· 4) στην υποχρεωτική δήλωση των ενεργειών που αναλαμβάνει μια επιχείρηση για την προώθηση της απασχόλησης ατόμων με αναπηρίες· 5) στην ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων για την αναπηρία κάθε 3 έτη. Η Γερμανία χορηγεί επιδοτήσεις για θέσεις εργασίας με διάρκεια 5 ετών για μακροχρόνια ανέργους ηλικίας άνω των 25 ετών, συμπεριλαμβανομένων των ανέργων με σοβαρή αναπηρία. Στη Ρουμανία, οι εργοδότες λαμβάνουν επιδοτήσεις για την πρόσληψη αποφοίτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σύμβαση αορίστου χρόνου, οι οποίες χορηγούνται για διάστημα 12 μηνών, και για διάστημα 18 μηνών στην περίπτωση αποφοίτων με αναπηρίες.
3.3.Κατευθυντήρια γραμμή 7: Βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και της αποτελεσματικότητας του κοινωνικού διαλόγου
Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η εφαρμογή της κατευθυντήριας γραμμής αριθ. 7 για την απασχόληση, βάσει της οποίας συνιστάται στα κράτη μέλη να βελτιώσουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται η εξισορρόπηση ευελιξίας και ασφάλειας στις πολιτικές για την αγορά εργασίας, η αποτροπή της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και η προώθηση της μετάβασης σε μορφές απασχόλησης αορίστου χρόνου, η διασφάλιση αποτελεσματικών ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας και δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, η χορήγηση επαρκών παροχών ανεργίας οι οποίες ελαχιστοποιούν το αντικίνητρο για την ταχεία επάνοδο στην απασχόληση και η προώθηση της κινητικότητας εργαζομένων και εκπαιδευομένων. Η κατευθυντήρια γραμμή συνιστά στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή πολιτικών και μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων μέσω της παροχής στήριξης για την ανάπτυξη ικανοτήτων. Προβλέπει επίσης ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πείρα των σχετικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, αξιοποιώντας τις υφιστάμενες εθνικές πρακτικές. Στην αρχή του κεφαλαίου παρουσιάζονται βασικοί δείκτες οι οποίοι αφορούν βασικές προκλήσεις σε αυτούς τους τομείς, ενώ επισημαίνονται τα οφέλη που συνδέονται με τη μείωση της αυστηρότητας όσον αφορά την προστασία της απασχόλησης και την προώθηση αποτελεσματικών και άρτια συντονισμένων θεσμών και πολιτικών για την κοινωνία και την αγορά εργασίας. Στην ενότητα 3.3.2 αναφέρονται τα μέτρα πολιτικής που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στους τομείς αυτούς.
3.3.1
Βασικοί δείκτες
Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση προωθούν την αποτροπή του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας, ο οποίος εξακολουθεί να συνιστά πρόβλημα σε αρκετά κράτη μέλη. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας παραμένουν σημαντικές. Ορισμένα άτομα έχουν σταθερή σταδιοδρομία με καλές προοπτικές, ενώ άλλα έχουν παγιδευτεί σε θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας με περιορισμένη πρόσβαση στην κατάρτιση, την κοινωνική προστασία και γενικά χειρότερες συνθήκες εργασίας και ευημερίας. Οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στις διαφορές στα επίπεδα παραγωγικότητας (). Εάν παγιωθεί, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανισοτήτων και τη μείωση της κοινωνικής συνοχής και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, καθώς συνδέεται με εξασθένιση της συνολικής ζήτησης και μείωση της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου και της κοινωνικής κινητικότητας. Δύο αρχές του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων υποστηρίζουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Συγκεκριμένα, η Αρχή 5 («Ασφαλής και ευπροσάρμοστη απασχόληση») και η αρχή 7 («Ενημέρωση για τους όρους απασχόλησης και προστασία σε περίπτωση απολύσεων») έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ανεξάρτητα από τον τύπο της σχέσης εργασίας τους, ενώ παράλληλα δίνουν έμφαση στη στήριξη προς τους εργαζομένους για τη μετάβασή τους σε μορφές απασχόλησης αορίστου χρόνου.
Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας, όπως υπολογίζεται με βάση το ποσοστό των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης, επηρεάζει πολλά κράτη μέλη. Στο επίπεδο της ΕΕ (διάγραμμα 46) το μερίδιο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου επί του συνόλου των εργαζομένων κυμαίνεται γύρω στο 14 % κατά μέσον όρο τα τελευταία δέκα έτη (βλ. επίσης κεφάλαιο 1), παρά το ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Η διαφορά μεταξύ των κρατών μελών με το υψηλότερο και το χαμηλότερο ποσοστό συμβάσεων ορισμένου χρόνου επί του συνόλου του εργαζομένων έχει παραμείνει σχετικά σταθερή στις 26 εκατοστιαίες μονάδες από το 2014. Αν και η θέση τους είναι σταθερή ή ελαφρώς φθίνουσα από το 2017, η Ισπανία, η Πολωνία, η Πορτογαλία και οι Κάτω Χώρες συνεχίζουν να κατέχουν τα υψηλότερα επίπεδα το 2018, με ποσοστά άνω του 20 %, ενώ ακολουθούν άλλα πέντε κράτη μέλη (Κροατία, Ιταλία, Γαλλία, Φινλανδία και Σλοβενία) με ποσοστά ύψους 15 % έως 20 %. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Ρουμανία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με ποσοστά ύψους κάτω του 5 % το 2018. Η οικονομική ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2013 επέφερε μια άνιση εξέλιξη στα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης μεταξύ των κρατών μελών. Σε ορισμένες χώρες καταγράφηκε σταθερή αύξηση στο διάστημα από το 2013 έως το 2018, και ιδίως στην Ιταλία (3,5 εκατοστιαίες μονάδες), στην Κροατία (3 εκατοστιαίες μονάδες), στην Ισπανία (2,9 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Δανία (2,5 εκατοστιαίες μονάδες). Σε άλλα κράτη μέλη, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης συνοδεύτηκε από σταθερή μείωση των ποσοστών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Αυτό συνέβη στην Κύπρο (–5,2 εκατοστιαίες μονάδες), στην Πολωνία (–4 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ουγγαρία (–3,5 εκατοστιαίες μονάδες).
Το ποσοστό των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης τείνει να είναι υψηλότερο μεταξύ των γυναικών και των νεότερων εργαζομένων. Το 2018 το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών προσωρινής απασχόλησης στην ηλικιακή ομάδα 15 έως 64 ετών στην ΕΕ ανήλθε σε 14,7 % έναντι 13,6 % για τους άνδρες. Τα μεγαλύτερα ποσοστά της προσωρινής απασχόλησης των γυναικών παρατηρούνται στην Ισπανία (27,8 %), την Πολωνία (25,1 %), τις Κάτω Χώρες (22,7 %), την Πορτογαλία (22 %) και την Κροατία (20,5 %). Σε όλα αυτά τα κράτη μέλη το ποσοστό είναι υψηλότερο για τις γυναίκες από ό, τι για τους άνδρες. Για τα άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών, το ποσοστό ήταν 43,3 % το 2018, έναντι 12,1 % για τα άτομα ηλικίας 25 έως 54 ετών και 6,6 % για τα άτομα ηλικίας 55 έως 64 ετών.
Διάγραμμα 46: Η προσωρινή απασχόληση εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση σε αρκετά κράτη μέλη
Ποσοστό εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης επί του συνολικού αριθμού εργαζομένων (ηλικίας 15-64 ετών).
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Παραμένουν προκλήσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν το εφαλτήριο προς μόνιμες θέσεις εργασίας και ότι αποφεύγονται φαινόμενα μεταπήδησης μεταξύ ανεργίας και επισφαλών θέσεων εργασίας. Η καλά σχεδιασμένη νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης θα πρέπει να προστατεύει τους εργαζομένους χωρίς όμως να παρεμποδίζει τις μεταβάσεις από μια θέση εργασίας σε άλλη, και παράλληλα θα πρέπει να επιτρέπει στην οικονομία να ανταποκρίνεται στους κλυδωνισμούς που απαιτούν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού μεταξύ τομέων ή επαγγελμάτων. Ένα υψηλό ποσοστό εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης, σε συνδυασμό με χαμηλά ποσοστά μετάβασης από θέσεις εργασίας προσωρινής σε θέσεις εργασίας μόνιμης απασχόλησης, μπορεί να σημαίνει ότι η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης δεν έχει σχεδιαστεί σωστά και αποτελεί ενδεχομένως τροχοπέδη για την επίτευξη καλών αποτελεσμάτων στην αγορά εργασίας. Στο διάγραμμα 47 απεικονίζονται τα ποσοστά μετάβασης από συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου (ως μέσοι όροι της περιόδου 2016-2018 για την ελαχιστοποίηση του αντίκτυπου βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων) σε σχέση με το ποσοστό εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης επί του συνολικού αριθμού εργαζομένων ηλικίας 15-64 ετών. Τέσσερις χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία και Ισπανία) εμφανίζουν υψηλά ποσοστά προσωρινής απασχόλησης (πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ ύψους 14,2 % το 2018) σε συνδυασμό με χαμηλά ποσοστά μετάβασης από συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου (κάτω του 10 %). Σε άλλες χώρες, όπως οι Κάτω Χώρες ή η Πορτογαλία, παρατηρούνται σημαντικά ποσοστά προσωρινής απασχόλησης αλλά και υψηλά ποσοστά μετάβασης (άνω του 15 %).
Διάγραμμα 47: Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου συχνά δεν λειτουργούν ως «εφαλτήριο» για την εξασφάλιση απασχόλησης με συμβάσεις αορίστου χρόνου
Ποσοστό εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης επί του συνόλου των εργαζομένων ηλικίας 15-64 ετών (2018) και ποσοστό μετάβασης σε μόνιμες θέσεις εργασίας, μέσος όρος τριετίας (2017).
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, SILC.
Η υπερβολική χρήση των βραχυπρόθεσμων συμβάσεων στην ΕΕ περιορίζει τις δυνατότητες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών και την ενίσχυση της πραγματικής ένταξης στην αγορά εργασίας. Το 2018 υπάγονταν σε καθεστώς προσωρινής απασχόλησης 27,2 εκατομμύρια, δηλ. περίπου το 20 % της συνολικής μισθωτής απασχόλησης στην ΕΕ. Η σύμβαση εργασίας περισσότερων από 8 εκατομμύρια από τους εργαζομένους αυτούς είχε διάρκεια μικρότερη των 6 μηνών, ενώ η διάρκεια της σύμβασης περίπου 1,1 εκατομμυρίου από αυτούς ήταν μικρότερη του ενός μηνός. Παρά το ότι οι βραχυπρόθεσμες συμβάσεις ενός έτους ή μικρότερης διάρκειας αυξάνονται (περίπου 10 % αύξηση μεταξύ 2018 και 2008), οι συμβάσεις μεγαλύτερης διάρκειας (2 ετών ή παραπάνω) — οι οποίες είναι πιθανότερο να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο προς μια σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία — σημείωσαν μείωση κατά περίπου 23 % την ίδια περίοδο (βλ. ενότητα 3.3.2 για λεπτομέρειες σχετικά με τις δράσεις πολιτικής των κρατών μελών· για λεπτομερέστερη ανάλυση, βλ. European Commission, 2019).
Διάγραμμα 48: Η ανάκαμψη συνοδεύτηκε από συνολική μείωση της διάρκειας των σχέσεων εργασίας
Αριθμός των εργαζομένων ηλικίας 20-64 ετών ανά διάρκεια σύμβασης ορισμένου χρόνου στην ΕΕ-28 (2018)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ, SILC.
Η υψηλή συχνότητα συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης σε όλες τις κατηγορίες του εργατικού δυναμικού έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα και την ασφάλεια των θέσεων εργασίας. Μια ανάλυση του Eurofound φέρνει πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας που επισημάνθηκε στην κοινή έκθεση για την απασχόληση του 2019. Στην ανάλυση αυτή παρακολουθούνται ατομικές σταδιοδρομίες και εξετάζεται κατά πόσο οι συνθήκες εργασίας που τις χαρακτηρίζουν μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Στην ανάλυση αποτυπώνονται τα ποσοστά μετάβασης προς τα πάνω και προς τα κάτω που αναφέρουν οι εργαζόμενοι σε διαφορετικές καταστάσεις της αγοράς εργασίας. Οι εν λόγω καταστάσεις της αγοράς εργασίας κατατάσσονται σε διαφορετικές κατηγορίες (από τη βέλτιστη έως τη χείριστη, δηλ. από Α έως ΣΤ) με βάση τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας. Για λίγα κράτη μέλη υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Αν κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα σε δύο από αυτά, αν και περιορισμένη ως προς το φάσμα της, (Γερμανία και Ισπανία) μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οι αντίστοιχες αγορές εργασίας προσαρμόστηκαν στην κρίση, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 49. Εν προκειμένω, ενώ η Γερμανία παρουσιάζει σχετικά υψηλά ποσοστά κινητικότητας προς τα πάνω και χαμηλά ποσοστά κινητικότητας προς τα κάτω, η Ισπανία εμφανίζει χαμηλότερα επίπεδα κινητικότητας προς τα πάνω και σχετικά υψηλό κίνδυνο κινητικότητας προς τα κάτω. Στην περίπτωση της Ισπανίας αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο οι εργαζόμενοι που βρίσκονται στην κορυφή της δομής της αγοράς εργασίας είναι περισσότερο προστατευμένοι από μεταβάσεις προς τα κάτω, ενώ τα άτομα που εργάζονται υπό τις χειρότερες συνθήκες εργασίας (πολλά εξ αυτών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου) έχουν περιορισμένες δυνατότητες κινητικότητας προς τα πάνω κατά τη σταδιοδρομία τους στην αγορά εργασίας και συχνά πλήττονται περισσότερο από την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας τους και από μεταβάσεις στην ανεργία. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε τα προβλήματα κάλυψης των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης βάσει του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής προστασίας (βλ. ενότητα 3.4), καθώς πολλοί εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην Ευρώπη συχνά αδυνατούν να εξασφαλίσουν πρόσβαση και να σωρεύσουν δικαιώματα, καθώς δεν ικανοποιούν τις ελάχιστες περιόδους εισφορών ή τα κατώτατα όρια αποδοχών. ()
Διάγραμμα 49: Οι διαφορές όσον αφορά τις μεταβάσεις στην αγορά εργασίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας και τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας
Μέσα ετήσια ποσοστά μετάβασης προς τα πάνω (αριστερά) και προς τα κάτω (δεξιά)
Σημείωση: Τα ποσοστά μετάβασης προστέθηκαν μεταξύ τους. Κάθε μετάβαση μπορεί να λάβει μέγιστη τιμή 1 (δηλ. 100 %). Οι καταστάσεις της αγοράς εργασίας κατατάσσονται με βάση τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας (βάσει των συμβατικών ρυθμίσεων, του χρόνου εργασίας, των αποδοχών και της επαγγελματικής κατηγορίας) και ξεκινούν από τη βέλτιστη κατάσταση (η κατάσταση Α αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο σε μόνιμο υπάλληλο σε θέση πλήρους απασχόλησης, με σχετικά καλές αποδοχές και επαγγελματική αναγνώριση υψηλής ειδίκευσης) έως τη χείριστη (η κατάσταση Ε αντιστοιχεί σε εργαζόμενο υπό τις χείριστες συνθήκες εργασίας, ενώ η κατάσταση ΣΤ αντιστοιχεί σε άνεργο).
Πηγή: MCVL (Ισπανία 2009-2016), GSOEP (Γερμανία 2009-2016).
Στην ΕΕ, ένα σημαντικό μερίδιο των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης εργάζονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου επειδή δεν μπορούν να βρουν μόνιμη θέση εργασίας. Σε αρκετά κράτη μέλη, ο λόγος για τον οποίο ένας εργαζόμενος προσωρινής απασχόλησης εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι ότι δεν μπόρεσε να βρει θέση εργασίας αορίστου χρόνου. Η κατάσταση αυτή (δηλ. οι αναγκαστικές συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης) είναι μεταξύ των κύριων δεικτών κατάτμησης της αγοράς εργασίας· Στο διάγραμμα 50 αναλύονται μαζί τα ποσοστά των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου και το ποσοστό των εργαζομένων με αναγκαστικές συμβάσεις απασχόλησης. Σε χώρες όπως η Κροατία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, άνω του 80 % των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης (ηλικίας 15-64 ετών) δηλώνουν ότι βρίσκονται στην κατάσταση αυτή διότι δεν μπόρεσαν να βρουν μια θέση μόνιμης εργασίας. Η κατάσταση στην Κύπρο χρήζει επίσης παρακολούθησης: έστω και αν το μερίδιο των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, το 92,8 % από αυτούς θεωρείται ότι βρίσκονται αναγκαστικά στην κατάσταση αυτή, έναντι 53 % κατά μέσον όρο στην ΕΕ-28. Τα χαμηλότερα ποσοστά εργαζομένων με αναγκαστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρατηρούνται στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Εσθονία, με ποσοστά κάτω του 15 %.
Διάγραμμα 50: Το ποσοστό των ατόμων που θεωρείται ότι εργάζονται με καθεστώς αναγκαστικής προσωρινής απασχόλησης εξακολουθεί να είναι σημαντικό σε ορισμένα κράτη μέλη
Ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς αναγκαστικής προσωρινής απασχόλησης επί του συνόλου των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης και ποσοστό εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης επί του συνολικού αριθμού των εργαζομένων, 2018.
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Η αναγκαστική μερική απασχόληση εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα για σημαντικό αριθμό εργαζομένων που πασχίζουν να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό των εργαζομένων αναγκαστικής μερικής απασχόλησης (ηλικίας 15-64 ετών) αντικατοπτρίζει τις δυσκολίες πολλών εργαζομένων να εργαστούν με πλήρη απασχόληση παρά την επιθυμία τους. Τα υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης σε συνδυασμό με τα σημαντικά ποσοστά εργαζομένων με καθεστώς «αναγκαστικής» μερικής απασχόλησης αποτυπώνουν ενδεχομένως την υποαξιοποίηση του εργατικού δυναμικού, ήτοι τον βαθμό αδράνειας της αγοράς εργασίας στην οικονομία. Το μερίδιο της αναγκαστικής μερικής απασχόλησης επί της συνολικής μερικής απασχόλησης μειώθηκε κατά 4,5 % από το 2013, από 29,3 % το 2013 σε 24,8 % των συνολικών εργαζομένων μερικής απασχόλησης (βλ. επίσης κεφάλαιο 1). Ενώ ο συνολικός αριθμός είναι μικρότερος από τα προ κρίσης επίπεδα, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στο ποσοστό των εργαζομένων ηλικίας 15-64 ετών που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση. Το μερίδιο είναι χαμηλότερο από 10 % σε έξι κράτη μέλη, ενώ είναι πάνω από 60 % σε άλλα τρία από αυτά. Κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Ισπανία συνδυάζουν υψηλά ποσοστά αναγκαστικής μερικής και προσωρινής απασχόλησης, γεγονός που συνεπάγεται προκλήσεις όσον αφορά τη διασφάλιση συνεχούς απασχόλησης και την ποιότητα των θέσεων εργασίας (βλέπε διάγραμμα 50 και διάγραμμα 51).
Διάγραμμα 51: Το υψηλό ποσοστό αναγκαστικής μερικής απασχόλησης αποτελεί επίσης ένδειξη υποχρησιμοποίησης των εργασιακών πόρων
Ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς αναγκαστικής μερικής απασχόλησης επί του συνόλου των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και ποσοστό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης επί του συνολικού αριθμού των εργαζομένων, 2018.
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Η διαδεδομένη χρήση της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να συνεισφέρει στην κατάτμηση της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων ηλικίας 20-64 ετών επί του συνόλου των εργαζομένων διατηρήθηκε σχετικά σταθερό κατά την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ-28, παρουσιάζοντας μεν ελαφρά πτωτική τάση, αλλά και σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών μελών και τομέων (βλ. ενότητα 3.1). Παρότι κανονικά η αυτοαπασχόληση είναι εκούσια και αποτελεί θετική ένδειξη επιχειρηματικού πνεύματος, μπορεί επίσης να υποκρύπτει εξαρτημένες σχέσεις εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι που θα έπρεπε να επωφελούνται από εργασιακά δικαιώματα και προστασία μπορεί να παρουσιάζονται ψευδώς ως αυτοαπασχολούμενοι, έτσι ώστε ο εργοδότης τους να παρακάμπτει τις συλλογικές συμβάσεις, την εργατική νομοθεσία (π.χ. ελάχιστους μισθούς, νομοθεσία για το ωράριο εργασίας), φόρους επί της εργασίας ή ελέγχους σχετικά με το ωράριο απασχόλησής τους (πρόκειται για τη λεγόμενη «ψευδή» αυτοαπασχόληση). Ο βαθμός οικονομικής και οργανωτικής εξάρτησης των αυτοαπασχολουμένων εργαζομένων δεν μπορεί να μετρηθεί με συγκρίσιμα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για όλα τα κράτη μέλη. Το 2018 ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων χωρίς υπαλλήλους («ελεύθεροι επαγγελματίες») αντιπροσώπευε το 9,8 % της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ. Στην Ελλάδα (21,6 %), την Ιταλία (14,9 %) και τη Ρουμανία (14,5 %) παρατηρήθηκαν τα υψηλότερα επίπεδα το 2018. Ακολουθούν η Πολωνία, η Τσεχία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σλοβακία και οι Κάτω Χώρες με ποσοστά μεταξύ 13,5 % και 11 % (βλ. διάγραμμα 52). Τα χαμηλότερα ποσοστά, κοντά στο 5 % ή κάτω από αυτό, καταγράφονται στη Δανία, το Λουξεμβούργο, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Κροατία. Παρότι από το 2008 το ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών έχει παραμείνει σταθερό κατά μέσο όρο στην ΕΕ, καταγράφηκαν σημαντικές αλλαγές σε ορισμένες χώρες μεταξύ 2008 και 2018. Χαρακτηριστική είναι η αύξηση κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες περίπου στις Κάτω Χώρες, στη Φινλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντιθέτως, το ποσοστό μειώθηκε σημαντικά στην Κροατία (κατά 6,3 εκατοστιαίες μονάδες), στην Πορτογαλία (κατά 4,9 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Ρουμανία (κατά 2,4 εκατοστιαίες μονάδες). Το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς υπαλλήλους παρουσιάζει επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των ηλικιακών ομάδων. Παρά το ότι αντιπροσωπεύει μόνο το 6,5 % της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ μεταξύ των ατόμων ηλικίας 25-29 ετών, το μερίδιο αυξάνεται σε 12,2 % στην ηλικιακή ομάδα 50-64 ετών και σε 32,3 % στην ηλικιακή ομάδα 65-74 ετών. Η ανάπτυξη «άτυπων συμβατικών ρυθμίσεων» (όπως συμβάσεις μηδενικού ωραρίου, «μικροεργασία» κ.λπ.) και η άνοδος της οικονομίας των πλατφορμών ενδέχεται να αυξήσουν το ποσοστό των νεότερων ηλικιακών ομάδων στον συνολικό αριθμό των αυτοαπασχολουμένων, ενώ τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης συχνά δεν είναι πλήρως προσαρμοσμένα ώστε να ενσωματώσουν τις νέες αυτές εξελίξεις (ΔΟΕ, 2017).
Διάγραμμα 52: Ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών είναι υψηλός σε ορισμένα κράτη μέλη και απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση για την αποτροπή καταστάσεων «ψευδοαυτοαπασχόλησης»
Αυτοαπασχολούμενοι χωρίς υπαλλήλους ως ποσοστό επί της συνολικής απασχόλησης.
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ – εσωτερικοί υπολογισμοί.
Αν και περιορισμένες ακόμη, οι επιπτώσεις της οικονομίας των πλατφορμών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών όσον αφορά την εξάρτηση της απασχόλησης και του εισοδήματος. Η διαδικτυακή έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COLLEEM II εξετάζει τη χρήση διαδικτυακών πλατφορμών από συχνούς χρήστες του διαδικτύου ηλικίας 16-74 ετών σε 16 κράτη μέλη. Το 2018 περίπου 11 % του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στο σύνολο των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα παρείχε υπηρεσίες μέσω διαδικτυακών πλατφορμών τουλάχιστον μια φορά, κάτι που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 1,5 εκατοστιαίες μονάδες από το 2017. Παρά το ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι μέσω πλατφόρμας παρείχαν υπηρεσίες σε σποραδική (2,4 %) ή οριακή (3,1 %) βάση, ένα άλλο 4,1 % του οικονομικά ενεργού πληθυσμού παρείχε υπηρεσίες εργασίας μέσω πλατφορμών στο πλαίσιο δευτερεύουσας απασχόλησης. Το μερίδιο των εργαζομένων των οποίων η κύρια εργασία είναι μέσω πλατφόρμας παραμένει χαμηλό (1,4 % του οικονομικά ενεργού πληθυσμού). Μεταξύ των κρατών μελών που συμμετείχαν στην έρευνα, το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που παρείχαν υπηρεσίες μέσω πλατφόρμας επί του συνόλου των εργαζομένων βρίσκεται στην Ισπανία (18 %), τις Κάτω Χώρες (14 %) και στην Πορτογαλία (13 %). Άλλες χώρες που εμφανίζουν ποσοστά εργασίας μέσω πλατφόρμας άνω του μέσου όρου είναι η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, η Τσεχία (5,9 %), η Σλοβακία (6,1 %), η Ουγγαρία (6,5 %) και η Φινλανδία (6,7 %) έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά. () Το μερίδιο των εργαζομένων που κάνουν χρήση πλατφόρμας για την κύρια εργασία τους είναι πάνω από 2 % μόνο στην Ισπανία και τις Κάτω Χώρες.
Διάγραμμα 53: Η εργασία μέσω πλατφόρμας αποτελεί αναδυόμενη μορφή απασχόλησης σε ορισμένα κράτη μέλη
Ποσοστό των εργαζομένων μέσω πλατφόρμας σε 16 κράτη μέλη της ΕΕ, συνολικά στοιχεία και στοιχεία ανά ένταση εργασίας της πλατφόρμας.
Πηγή: Έρευνα COLLEEM II του Κοινού Κέντρου Ερευνών. Brancati et al. (αναμένεται).
(*) Κύριοι εργαζόμενοι μέσω πλατφόρμας: η εργασία μέσω πλατφόρμας αποτελεί τη βασική απασχόληση ή πολύ σημαντική απασχόλησή τους. Όλοι οι εργαζόμενοι μέσω πλατφόρμας: απασχολήθηκαν ως εργαζόμενοι μέσω πλατφόρμας τουλάχιστον μία φορά κατά το περασμένο έτος.
Η οικονομία των πλατφορμών περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και διάφορες μορφές εργασιακών σχέσεων, γεγονός που συνεπάγεται προκλήσεις για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Μια πρόσφατη έκθεση του Eurofound συμπληρώνει την ανάλυση που έκανε η έρευνα του Κοινού Κέντρου Ερευνών COLLEEM II και παρουσιάζει μια ταξινόμηση των εργασιών μέσω πλατφόρμας. Η ταξινόμηση βασίζεται σε πέντε διαστάσεις: το επίπεδο των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την εκτέλεση της δραστηριότητας, ο τύπος της παροχής υπηρεσίας (διαδικτυακά ή με επί τόπου παρουσία), η κλίμακα των εργασιών, ο επιλογέας (που αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση των καθηκόντων, την πλατφόρμα, τον πελάτη ή τον εργαζόμενο) και η μορφή αντιστοίχισης (προσφορά εργασίας ή διαγωνισμός). Στον πίνακα 3 εμφανίζονται οι πιο κοινοί τύποι εργασίας μέσω πλατφόρμας (ως μερίδιο των πλατφορμών και των εργαζομένων επί του συνόλου) που λειτουργούν στην Ευρώπη από το 2017 και στη συνέχεια ταξινομούνται σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια. Από την ανάλυση που διενέργησε το Eurofound προκύπτουν ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις όσον αφορά τις απαιτούμενες δεξιότητες. Για παράδειγμα, είναι διαδεδομένη η «η με επί τόπου παρουσία εργασία ρουτίνας που καθορίζεται από την πλατφόρμα» (μερίδιο 31,5 % των πλατφορμών και 31,2 % του μεριδίου των εργαζομένων), αλλά απαιτεί κυρίως χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων (αν και οι εργαζόμενοι τείνουν να έχουν υψηλή ειδίκευση). Άλλοι τύποι πλατφορμών, για τους οποίους απαιτούνται μεσαία έως υψηλά επίπεδα δεξιοτήτων, όπως η «διαδικτυακή εξειδικευμένη εργασία που καθορίζεται από διαγωνιζόμενο ή πελάτη», βασίζονται κυρίως σε ένα σύστημα εξωτερικών συνεργατών.
Πίνακας 3: Η φύση της εργασίας μεταβάλλεται, με διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις της εργασίας μέσω πλατφόρμας
Συνηθέστεροι τύποι εργασίας μέσω πλατφόρμας στην ΕΕ (2017)
ΕΤΙΚΕΤΑ
|
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
|
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ
|
ΜΕΡΙΔΙΟ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ
|
ΜΕΡΙΔΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
|
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
|
|
Επίπεδο δεξιοτήτων
|
Μορφή της παροχής υπηρεσίας
|
Κλίμακα καθηκόντων
|
Επιλογέας
|
Τρόπος αντιστοίχισης
|
|
|
|
Εργασία ρουτίνας με επί τόπου παρουσία, καθοριζόμενη από τον πελάτη
|
Χαμηλό
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πελάτης
|
Προσφορά
|
13,7 %
|
1,3 %
|
GoMore (μεταφορές)
|
Εργασία ρουτίνας με επί τόπου παρουσία, καθοριζόμενη από την πλατφόρμα
|
Χαμηλό
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πλατφόρμα
|
Προσφορά
|
31,5 %
|
31,2 %
|
Uber (μεταφορές)
|
Εργασία ρουτίνας με επί τόπου παρουσία, μεσαίων δεξιοτήτων, καθοριζόμενη από τους πελάτες
|
Χαμηλό έως μεσαίο
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πελάτης
|
Προσφορά
|
11,3 %
|
10,9 %
|
Oferia (οικιακές εργασίες)
|
Εργασία ρουτίνας με επί τόπου παρουσία, μεσαίων δεξιοτήτων, κατόπιν πρωτοβουλίας των εργαζομένων
|
Χαμηλό έως μεσαίο
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Εργαζόμενος
|
Προσφορά
|
4,2 %
|
5,5 %
|
ListMinut (οικιακές εργασίες)
|
Διαδικτυακή χρήση υπολογιστή, μεσαίων δεξιοτήτων
|
Χαμηλό έως μεσαίο
|
Μέσω του διαδικτύου
|
Mικροδουλειές
|
Πλατφόρμα
|
Προσφορά
|
0,6 %
|
5,3 %
|
CrowdFlower (επαγγελματικές υπηρεσίες)
|
Εργασία ρουτίνας υψηλών δεξιοτήτων με επί τόπου παρουσία, καθοριζόμενη από τους πελάτες
|
Μεσαίο
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πελάτης
|
Προσφορά
|
2,4 %
|
3,3 %
|
appJobber (οικιακές εργασίες)
|
Εργασία υψηλών δεξιοτήτων με επί τόπου παρουσία, καθοριζόμενη από την πλατφόρμα
|
Μεσαίο
|
Επί τόπου παρουσία
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πλατφόρμα
|
Προσφορά
|
1,2 %
|
4,2 %
|
Be My Eyes (επαγγελματικές υπηρεσίες)
|
Διαδικτυακή εργασία υψηλών δεξιοτήτων, καθοριζόμενη από την πλατφόρμα
|
Μεσαίο
|
Μέσω του διαδικτύου
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πλατφόρμα
|
Προσφορά
|
0,6 %
|
1,9 %
|
Clickworker (επαγγελματικές εργασίες)
|
Διαδικτυακή εξειδικευμένη εργασία, καθοριζόμενη από τους πελάτες
|
Μεσαίο έως υψηλό
|
Μέσω του διαδικτύου
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πελάτης
|
Προσφορά
|
5,4 %
|
30,3 %
|
Freelancer (επαγγελματικές υπηρεσίες)
|
Διαδικτυακή εξειδικευμένη εργασία διαγωνιζομένου
|
Υψηλό
|
Μέσω του διαδικτύου
|
Μεγαλύτερα έργα
|
Πελάτης
|
Διαγωνισμός
|
5,4 %
|
4,6 %
|
99designs (επαγγελματικές υπηρεσίες)
|
Πηγή: Eurofound (2018)
Σημείωση: Πέντε στοιχεία καθορίζουν την τυπολογία της εργασίας μέσω πλατφόρμας: 1) το επίπεδο δεξιοτήτων που απαιτείται για την εκτέλεση της εργασίας (χαμηλό, μεσαίο ή υψηλό)· 2) η μορφή της παροχής υπηρεσιών (με επί τόπου παρουσία ή διαδικτυακά)· 3) η κλίμακα των εργασιών (μικροδουλειές έναντι μεγαλύτερων έργων)· 4) ο επιλογέας (τα καθήκοντα ανατίθενται βάσει απόφασης της πλατφόρμας, του πελάτη ή του εργαζομένου)· 5) ο τρόπος αντιστοίχισης εργαζόμενου με πελάτη (προσφορά εργασίας ή διαγωνισμός).
Οι πτυχές που συνδέονται με την ποιότητα της θέσης εργασίας, όπως το καθεστώς απασχόλησης, οι συνθήκες εργασίας και το εισόδημα, κυριαρχούν μεταξύ των απαιτήσεων για μια επιτυχημένη οργάνωση της οικονομίας των πλατφορμών. Στην πράξη, οι όροι και οι προϋποθέσεις των πλατφορμών καθορίζουν τις σχέσεις και το καθεστώς εργασίας των εργαζομένων. Η αμοιβή για την εργασία μέσω πλατφόρμας συχνά εξαρτάται από την εκτελούμενη εργασία. Οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων μέσω πλατφόρμας ποικίλλουν επίσης ανάλογα με το είδος της εργασίας που εκτελούν, το επιχειρηματικό μοντέλο και τους μηχανισμούς που εφαρμόζει η πλατφόρμα. Οι εργασίες που ανατίθενται μέσω πλατφορμών και εφαρμογών με υψηλό αλγοριθμικό έλεγχο προσφέρουν ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας, που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πρόληψη της αδήλωτης εργασίας, αλλά και εγείρουν ανησυχίες αναφορικά με το καθεστώς απασχόλησης των εργαζομένων και την κοινωνική προστασία τους. Αντιθέτως, οι εργασίες υψηλότερων δεξιοτήτων και τα πιο αγορακεντρικά επιχειρηματικά μοντέλα θα μπορούσαν να τονώσουν το επιχειρηματικό πνεύμα και να αναπτύξουν οριζόντιες δεξιότητες. Επίσης, συχνά χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευελιξία ως προς το εργασιακό ωράριο, κάτι που προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες εξισορρόπησης της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Το Eurofound συνοψίζει ορισμένες από τις κύριες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας των διαφόρων τύπων εργασίας (βλ. πίνακα 4).
Πίνακας 4: Οι νέες μορφές εργασίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις
Επισκόπηση των επιπτώσεων των διαφόρων τύπων εργασίας μέσω πλατφόρμας στην αγορά εργασίας
Πηγή: Eurofound (2019).
Διάγραμμα 54. Συσχέτιση του ευέλικτου ωραρίου εργασίας και της τηλεργασίας / κινητής εργασίας βάσει ΤΠΕ σε επίπεδο κράτους μέλους (ΕΕ-28), 2015
Ευέλικτο ωράριο εργασίας και τηλεργασία / κινητή εργασία βάσει ΤΠΕ (TICTM)
Πηγή: Έκτη Ευρωπαϊκή Έρευνα για τις Συνθήκες Εργασίας (2015)
Η ψηφιοποίηση διευκόλυνε νέους τρόπους οργάνωσης της εργασίας εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον χρόνο και τον τόπο εκτέλεσής της. Στο πλαίσιο αυτών των μορφών εργασίας, η οργάνωση βασίζεται λιγότερο σε τακτικούς ρυθμούς εργασίας και, αντ’ αυτού, τα καθήκοντα ανατίθενται με μεγαλύτερη ευελιξία. Η ευελιξία αυτή συμβαδίζει με μια γενικότερη παρατηρήσιμη τάση κατακερματισμού και διαίρεσης της εργασίας σε έργα, εμφάνισης θέσεων εργασίας που εξαρτώνται από τη ζήτηση και εργασιών που αμείβονται βάσει επιδόσεων, χαρακτηριστικά που δεν υπάγονται απαραιτήτως στο σύστημα του κανονικού ωραρίου εργασίας, αλλά στην εργασία σε καθεστώς ετοιμότητας, στις προθεσμίες ή στην επίτευξη στόχων που καθορίζουν οι εργοδότες ή οι πελάτες.. Σε επίπεδο χώρας, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν μια ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της χρήσης ΤΠΕ, της κινητής εργασίας βάσει ΤΠΕ (TICTM) και των ευέλικτων μορφών οργάνωσης του ωραρίου εργασίας (για παράδειγμα, συχνή εμφάνιση του ευέλικτου ωραρίου εργασίας). Αυτό μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η τάση προς πιο ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας, αν και εξακολουθούν να είναι περιορισμένης έκτασης σε ορισμένα κράτη μέλη, έχει γερά θεμέλια. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 54, τόσο το ελαστικό ωράριο όσο και η TICTM είναι πιο συχνές στις σκανδιναβικές χώρες, τις χώρες Μπενελούξ, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Εσθονία. Σε άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία ή η Σλοβακία, η πρόσβαση σε κινητές μορφές εργασίας βάσει ΤΠΕ και οι ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας είναι πιο περιορισμένες. Ωστόσο, η εμφάνιση της τηλεργασίας / κινητής εργασίας βάσει ΤΠΕ δεν θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στην εξάπλωση της χρήσης των ΤΠΕ, αλλά επίσης στην αλληλεπίδραση μεταξύ τεχνολογικής αλλαγής, θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου, καθώς και των οικονομικών, κοινωνικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, όπως είναι η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας (Eurofound και ΔΟΕ, 2017) και οι διοικητικές πρακτικές.
Οι ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας (ΕΠΑΕ) μπορούν να αυξήσουν τις ευκαιρίες απασχόλησης των ατόμων που αναζητούν εργασία και να βελτιώσουν την αντιστοίχιση με την αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΕΠΑΕ μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων απασχόλησης και της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, συνεισφέροντας επίσης στη μείωση της ανεργίας και της εξάρτησης από τις παροχές (βλ. ενότητα 3.4). Η πρόκληση έγκειται στο να διασφαλιστεί ότι οι ΕΠΑΕ συνδράμουν τα άτομα που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη κατά τρόπο ώστε να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας το συντομότερο δυνατό και με την καλύτερη δυνατή αντιστοίχιση με τη θέση εργασίας. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι, καθώς αυξάνεται η διάρκεια της περιόδου ανεργίας, η σύνδεση του ατόμου που αναζητά εργασία με την αγορά εργασίας επιδεινώνεται. Μειώνονται οι πιθανότητες να εισέλθει εκ νέου στην αγορά εργασίας και αυξάνεται ο κίνδυνος αεργίας. Κατά συνέπεια, η μακροχρόνια ανεργία (π.χ. όταν οι εργαζόμενοι είναι άνεργοι για περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους) θεωρείται ως καλός δείκτης της αποτελεσματικότητας των ΕΠΑΕ και ως μέτρο της πρόκλησης που αντιμετωπίζει μια χώρα όσον αφορά την ενεργοποίηση του εργατικού δυναμικού της. Στο διάγραμμα 55 απεικονίζεται το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (ήτοι ο λόγος του αριθμού των ατόμων που είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα έτος προς τον ενεργό πληθυσμό) το 2018 και η μεταβολή του σε σύγκριση με το 2017.
Διάγραμμα 55: Η μακροχρόνια ανεργία μειώνεται σε όλη την ΕΕ
Ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Η μακροχρόνια ανεργία μειώθηκε σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, χάρη στην ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας συνέχισε να μειώνεται σε όλα τα κράτη μέλη το 2018, επιβεβαιώνοντας τη θετική τάση που ξεκίνησε το 2014. Ωστόσο, παρά την ευρέως συγκλίνουσα τάση (όπως αναδεικνύεται από την αρνητική κλίση της γραμμής παλινδρόμησης), παραμένουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, με ποσοστά που κυμαίνονταν από 0,7 % στην Τσεχία έως 13,6 % στην Ελλάδα το 2018. Μαζί με την Ισπανία (η οποία εμφανίζει ποσοστό 6,6 % το 2018), η επίδοση της Ελλάδας επισημαίνεται ως «κακή, αλλά βελτιούμενη», καθώς συνδυάζει επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου με ταχύ ρυθμό μείωσης κατά το τελευταίο έτος. Η Ιταλία σημείωσε συγκριτικά χαμηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (6,2 %), αλλά χαρακτηρίζεται σε «κρίσιμη κατάσταση», λόγω της περιορισμένης βελτίωσής της το 2018 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Κροατία συγκαταλέγονται στις χώρες με επίδοση «καλύτερη από τον μέσο όρο». Συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν την ομάδα λόγω της επίδοσής τους όσον αφορά την ετήσια μεταβολή, καθώς συνεχίζουν τη σημαντική βελτίωση του 2017. Στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας παρέμεινε χαμηλό και σταθερό το 2018. Όπως φαίνεται στο παράρτημα 3, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας εμφανίζει σημαντικές περιφερειακές ανισότητες. Περίπου στο ένα τέταρτο των κρατών μελών, υπάρχει τουλάχιστον μία περιφέρεια με ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας άνω του 5 %.
Διάγραμμα 56: Παρότι μειώνεται, η μακροχρόνια ανεργία παραμένει υψηλή σε ορισμένες χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης
Η μακροχρόνια ανεργία εκφρασμένη ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Ωστόσο, στο ήμισυ των κρατών μελών, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας παραμένει υψηλό και πάνω από τα προς της κρίσης επίπεδα. Η βελτίωση σε σχέση με τα ανώτατα ποσοστά που καταγράφηκαν το 2013 υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική (κατά περισσότερες από 3 εκατοστιαίες μονάδες) στη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Ισπανία. Μόνο στην Αυστρία το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε το 2018 σε σχέση με το 2013, αλλά παραμένει συγκριτικά σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, σχεδόν στο ήμισυ των κρατών μελών το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας παραμένει υψηλότερο από αυτό του 2008, και οι μεγαλύτερες διαφορές καταγράφονται στην Ελλάδα (+9,9 εκατοστιαίες μονάδες), στην Ισπανία (+4,4 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ιταλία (+3,2 εκατοστιαίες μονάδες). Σε άλλα κράτη μέλη, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας το 2018 ήταν σαφώς χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα, ιδιαίτερα στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχία, την Πολωνία και τη Μάλτα, όπου μειώθηκε στο ήμισυ σε σχέση με την τιμή του 2008.
Η αδήλωτη εργασία εγείρει πληθώρα κινδύνων για τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων των ακατάλληλων ή μη ασφαλών συνθηκών εργασίας και της απουσίας πρόσβασης σε κοινωνική προστασία και ασφάλιση. Παρεμποδίζει επίσης τον δίκαιο ανταγωνισμό, αποδυναμώνει τις επενδυτικές προοπτικές και την ανθρώπινη ανάπτυξη και υπονομεύει τα δημόσια οικονομικά, το κράτος πρόνοιας και την ευρύτερη κοινωνική συνοχή. Επιπλέον, η μη συμμόρφωση με τα εργασιακά και οικονομικά δικαιώματα θέτει εν αμφιβόλω την ικανότητα των κρατών μελών να διασφαλίζουν την επιβολή του εργατικού δικαίου και της νομοθεσίας για την απασχόληση και τις συντάξεις. Οι προκλήσεις αυτές οξύνονται στο πλαίσιο της κινητικότητας των εργαζομένων στην εσωτερική αγορά και του ταχέως μεταβαλλόμενου εργασιακού κόσμου. Παρά το ότι η αδήλωτη εργασία είναι εκ φύσεως δύσκολο να προσδιοριστεί, σύμφωνα με μελέτη που ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η αδήλωτη εργασία αποτελεί περίπου το 9,3 % της συνολικής εισροής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα στην ΕΕ το 2013, με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών. Η μετατροπή της αδήλωτης εργασίας σε δηλωμένη επίσημη εργασία αποτελεί σημαντικό στόχο πολιτικής, ο οποίος συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της κατευθυντήριας γραμμής αριθ. 7 για την απασχόληση και του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και στη διαμόρφωση μιας πιο δίκαιης ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος εφαρμόζει ένα σχέδιο δράσης σε συνέχεια ενός έργου αμοιβαίας μάθησης που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2019.
Η συμμετοχή σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας εξακολουθεί να διαφέρει ουσιαστικά μεταξύ των κρατών μελών. Οι ΕΠΑΕ είναι πολιτικές ζωτικής σημασίας για την αύξηση των προοπτικών απασχόλησης και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των ατόμων που αναζητούν εργασία, σε ένα πλαίσιο μεταβαλλόμενων αγορών εργασίας και νέων απαιτήσεων για δεξιότητες (βλ. ενότητα 3.2). Το διάγραμμα 57 δείχνει ότι παραμένουν σημαντικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη συμμετοχή σε μέτρα ενεργοποίησης. Υπάρχει μια σχετικά μεγάλη ομάδα κρατών μελών (Βουλγαρία, Ρουμανία, Λετονία, Εσθονία, Κροατία, Σλοβενία και Κύπρος) στις οποίες τόσο οι επενδύσεις όσο και η συμμετοχή σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας παραμένουν σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το χάσμα που τις χωρίζει παρουσίασε αύξηση τα περασμένα έτη. Σε μια άλλη ομάδα χωρών καταγράφονται ποσοστά συμμετοχής ρεκόρ που υπερβαίνουν το 40 % (Γαλλία, Ουγγαρία, Σουηδία, Βέλγιο και Δανία), αν και σε όλες τις χώρες αυτές σημειώθηκαν θετικές τάσεις τα πρόσφατα έτη. Από τις διαφορές αυτές προκύπτει ότι δεν επιτυγχάνεται σύγκλιση όσον αφορά την κάλυψη και την έκταση των ΕΠΑΕ. Στις περισσότερες χώρες, τα ποσοστά συμμετοχής μειώθηκαν μετά την κρίση (με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις το Βέλγιο, την Ουγγαρία, τη Σουηδία, την Τσεχία και την Εσθονία), στοιχείο που υποδεικνύει ότι η αύξηση του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της συμμετοχής σε ΕΠΑΕ. Παρότι υφίστανται διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι υπάρχει περιθώριο για πιο στοχευμένες ΕΠΑΕ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι φραγμοί που παρεμποδίζουν τα άτομα που είναι περισσότερο απομακρυσμένα από την αγορά εργασίας να βρουν θέση απασχόλησης (βλ. ενότητα 3.2).
Διάγραμμα 57: Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη συμμετοχή στις ΕΠΑΕ
Συμμετοχή σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας (ανά 100 άτομα που επιθυμούν να εργαστούν)
Πηγή: Eurostat, βάση δεδομένων ΠΑΕ και ΕΕΔ.
Διάγραμμα 58: Οι δαπάνες για υπηρεσίες και μέτρα για την αγορά εργασίας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, χωρίς να συνδέονται άμεσα με τα επίπεδα ανεργίας
Δαπάνες για υπηρεσίες και μέτρα για την αγορά εργασίας (2018) και ποσοστό μακροχρόνια ανέργων (2018)
Πηγή: Eurostat, βάση δεδομένων ΠΑΕ και ΕΕΔ. Σημείωση: Δεν διατίθενται στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες για την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι επενδύσεις σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας επηρεάζουν τα αποτελέσματα της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρέχει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας. Η μακροχρόνια ανεργία σχετίζεται επίσης με τη γενική κατάσταση της ανεργίας και της ανταγωνιστικότητας σε ένα δεδομένο κράτος μέλος. Οι δαπάνες για υπηρεσίες και μέτρα για την αγορά εργασίας ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και τα κράτη μέλη με τις χαμηλότερες δαπάνες εμφανίζουν επίσης εν γένει και τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνια ανέργων. Συχνά τα κράτη μέλη με τις χαμηλότερες επενδύσεις σε ΕΠΑΕ είναι επίσης εκείνα στα οποία σημαντικό μέρος του συστήματος ΕΠΑΕ συγχρηματοδοτείται από το ΕΚΤ και στα οποία, ως εκ τούτου, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος αμφισβητείται.
Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης (ΔΥΑ) εφαρμόζουν το μεταρρυθμιστικό τους πρόγραμμα, με στόχο την αύξηση της ικανότητας, τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της παροχής υπηρεσιών σε βασικούς τομείς. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ατόμων που αναζητούν εργασία έχει μειωθεί κατά τα τελευταία έτη, αλλά οι μακροχρόνια άνεργοι, οι νέοι, τα άτομα χαμηλής ειδίκευσης που αναζητούν εργασία και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που αναζητούν εργασία εξακολουθούν να υπερεκπροσωπούνται μεταξύ των ατόμων που ζητούν τη συνδρομή των ΔΥΑ. Η πλήρης ένταξη των χρόνια υποαπασχολούμενων ή οικονομικά ανενεργών ατόμων στην αγορά εργασίας μετατρέπεται σε προτεραιότητα για ορισμένες ΔΥΑ, δεδομένης επίσης της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, η ανακατανομή πόρων και η στόχευση υπηρεσιών και μέτρων σε ειδικές ομάδες είναι απαραίτητες για να εκπληρωθούν οι ανάγκες των ατόμων που αναζητούν εργασία και για να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματα της αγοράς εργασίας.
Ο ρόλος των ΔΥΑ ως διαμεσολαβητών στην αγορά εργασίας διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, ανάλογα μεταξύ άλλων με την ικανότητά τους, τον τύπο και την ποιότητα της βοήθειας που παρέχουν σε άτομα που αναζητούν εργασία και σε άτομα που αλλάζουν θέση εργασίας. Οι ΔΥΑ είναι πλήρως υπεύθυνες για την εφαρμογή των ενεργητικών πολιτικών της αγοράς εργασίας ή μοιράζονται αυτή την ευθύνη με άλλα θεσμικά όργανα. Στο διάγραμμα 59 παρουσιάζεται το ποσοστό των ανέργων που χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης (ΔΥΑ) για την αναζήτηση εργασίας. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Από τη μία πλευρά, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ρουμανία και οι Κάτω Χώρες εμφανίζουν τα χαμηλότερα ποσοστά το 2018 (κάτω του 30 %), ακολουθούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πορτογαλία και τη Μάλτα (με ποσοστά από 30 % έως 40 %). Από την άλλη πλευρά, σε κράτη μέλη όπως η Λιθουανία, η Τσεχία, η Ελλάδα, η Αυστρία, η Σλοβακία, η Γερμανία και η Σλοβενία, το ποσοστό χρήσης των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης στη διαδικασία αναζήτησης εργασίας είναι ευρύ και υπερβαίνει το 70 %. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η χρήση των ΔΥΑ από τους ανέργους σημειώνει σταθερή πτώση από την έναρξη της κρίσης, καθώς μειώθηκε κατά περίπου 14 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2008 και του 2018. Ωστόσο, σε λίγα κράτη μέλη καταγράφηκαν αξιοσημείωτες αυξήσεις, όπως η Κύπρος και η Λιθουανία (κατά περισσότερες από 30 εκατοστιαίες μονάδες), η Εσθονία (κατά 22 εκατοστιαίες μονάδες), η Ελλάδα (κατά 16 εκατοστιαίες μονάδες) ή η Δανία, η Ρουμανία και η Σλοβενία (με αυξήσεις μεταξύ 4,5 και 7,5 εκατοστιαίων μονάδων), οι οποίες συχνά οφείλονται στην υποχρεωτική εγγραφή για την απόκτηση πρόσβασης σε παροχές ή κατάρτιση (βλ. ενότητα 3.3.2 για λεπτομέρειες σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη σε αυτόν τον τομέα). Παρατηρούνται επίσης διαφορές μεταξύ των φύλων όσον αφορά την αξιοποίηση των υπηρεσιών των ΔΥΑ. Έξι κράτη μέλη (Βουλγαρία, Εσθονία, Κύπρος, Σλοβακία, Λιθουανία και Κροατία) εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών μεταξύ των ατόμων που αναζητούν εργασία και επικοινωνούν με ΔΥΑ για την αναζήτηση εργασίας (9 και πλέον εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά ανδρών). Αντιθέτως, στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό των ανδρών που αναζητούν εργασία είναι υψηλότερο από αυτό των γυναικών (κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες και περισσότερο), ενώ η Μάλτα αποτελεί εξαιρετική περίπτωση όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών που χρησιμοποιούν τις ΔΥΑ, η οποία ανέρχεται σε 23 εκατοστιαίες μονάδες.
Διάγραμμα 59: Η χρήση των ΔΥΑ για την εξασφάλιση συνδρομής στην αναζήτηση εργασίας διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών
Ποσοστό ανέργων που χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης για την αναζήτηση εργασίας
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Η συμπεριφορά των ατόμων που αναζητούν εργασία κατά τις αναζητήσεις τους διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Στο διάγραμμα 60 παρέχεται σύγκριση των διαφόρων μεθόδων των ατόμων που αναζητούν εργασία χρήσης, όπως είναι τα ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας, η εκδήλωση ενδιαφέροντος απευθείας σε εργοδότες καθώς και άτυπες μέθοδοι, δηλ. η αναζήτηση μέσω φίλων, συγγενών και συνδικαλιστικών φορέων. Αν και δεν προκύπτει κάποια σαφής τάση που να δείχνει ότι κάποιες μέθοδοι αναζήτησης εργασίας υποκαθίστανται, σε γενικές γραμμές πρέπει να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη στα οποία η χρήση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης είναι χαμηλή παρουσιάζουν υψηλή χρήση των άτυπων μεθόδων αναζήτησης εργασίας, όπως οι κοινωνικές επαφές ή η εκδήλωση ενδιαφέροντος απευθείας σε εργοδότες. Κατά μέσον όρο, το 21,6 % των ατόμων που αναζητούν εργασία έρχονται σε επαφή με ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας για να αναζητήσουν απασχόληση, με διαφορές μεταξύ των κρατών μελών που κυμαίνονται μεταξύ 2 % και 43 %.
Διάγραμμα 60: Οι κοινωνικές επαφές είναι βασικό στοιχείο για την εύρεση εργασίας στην πλειονότητα των κρατών μελών, ενώ τις προσπάθειες αυτές συμπληρώνουν η καθοδήγηση από τις ΔΥΑ και η εκδήλωση ενδιαφέροντος απευθείας σε εργοδότες
Ποσοστό ανέργων που χρησιμοποιούν επιλεγμένες μεθόδους αναζήτησης εργασίας (2018)
Πηγή: Eurostat, ΕΕΔ.
Η χορήγηση, για εύλογο χρονικό διάστημα, επαρκών παροχών ανεργίας, οι οποίες είναι προσβάσιμες σε όλους τους εργαζομένους και συνοδεύονται από αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας, είναι καθοριστικής σημασίας για τη στήριξη των αναζητούντων εργασία κατά τη διάρκεια φάσεων μετάβασης. Στην κοινή έκθεση για την απασχόληση για το 2018 παρουσιάστηκε λεπτομερής συγκριτική ανάλυση των κύριων χαρακτηριστικών των συστημάτων παροχών ανεργίας σε ολόκληρη την ΕΕ, βάσει των αποτελεσμάτων της συγκριτικής αξιολόγησης παροχών ανεργίας και ΕΠΑΕ που διενέργησε η Επιτροπή Απασχόλησης (EMCO). Η ανάλυση παραμένει γενικά έγκυρη, με αναφορές σε δείκτες επιδόσεων και δείκτες πολιτικών δράσεων για τα έτη 2016 ή 2017, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων. Σχετικά περιορισμένες ήταν επίσης οι αλλαγές πολιτικής που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς της παρούσας έκθεσης (βλ. ενότητα 3.3.2 σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη σε αυτόν τον τομέα· για μια μακροπρόθεσμη επισκόπηση των μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019). Στην παρούσα ενότητα παρέχεται επικαιροποίηση της ανάλυσης, και ιδιαίτερα των δεικτών πολιτικών δράσεων, οι οποίοι συμφωνήθηκαν από την Επιτροπή Απασχόλησης το 2019.
Κατά μέσο όρο, περίπου το ένα τρίτο των βραχυχρόνια ανέργων καλύπτονται από παροχές ανεργίας στην ΕΕ. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε ελαφρώς στον απόηχο της κρίσης (από 34,4 % το 2008 σε 32,9 % το 2018), και παρέμεινε σταθερό κατά τα τελευταία έτη. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των χωρών (διάγραμμα 61) εξαρτώνται από τον σχεδιασμό πολιτικής για τα συστήματα παροχών ανεργίας (κυρίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, τη μέγιστη διάρκεια, την αυστηρότητα των απαιτήσεων αναζήτησης εργασίας, τις επικαλύψεις με άλλα συστήματα κοινωνικής προστασίας) καθώς και σχετικά με την κυκλική θέση διαφόρων χωρών. Τα μεγαλύτερα ποσοστά κάλυψης (άνω του 50 %) παρατηρούνται στη Γερμανία και τη Φινλανδία, ακολουθούμενες πολύ στενά από την Αυστρία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Στον αντίποδα, η Πολωνία και η Κροατία εμφανίζουν τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης.
Διάγραμμα 61: Το ποσοστό των βραχυχρόνια ανέργων που καλύπτονται από παροχές ανεργίας μειώθηκε ελαφρώς στην ΕΕ, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών
Κάλυψη παροχών ανεργίας για τους βραχυπρόθεσμα ανέργους
Πηγή: Eurostat, στοιχεία ΕΕΔ. Σημείωση: δεν διατίθενται στοιχεία για τις IE και NL. Τα στοιχεία για τις IT και MT αφορούν το 2017.
Από το 2008 αρκετές χώρες έχουν θέσει ως στόχο τη βελτίωση της κάλυψης των παροχών ανεργίας. Οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας έγιναν λιγότερο αυστηρές, κυρίως με τη μείωση των ελάχιστων ετών επαγγελματικής πείρας ή των απαιτούμενων περιόδων εισφορών για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές ανεργίας. Επιπλέον, η κάλυψη της ανεργίας επεκτάθηκε σε ομάδες που προηγουμένως εξαιρούνταν, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι, οι εξωτερικοί συνεργάτες, οι εργαζόμενοι που δεν απασχολούνται σε μόνιμη βάση και οι έκτακτοι υπάλληλοι. Σε αρκετά κράτη μέλη, εφαρμόστηκαν στρατηγικές ενεργοποίησης για τη βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας των συστημάτων παροχών ανεργίας. Από το 2008 εμφανίστηκε ένα μοντέλο μεταρρύθμισης σχετικά με τη μέγιστη διάρκεια των παροχών ανεργίας, η οποία σε μερικά κράτη μέλη μειώθηκε και σε λίγα αυξήθηκε. Σε αρκετές χώρες, το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης μειώθηκε και οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας έγιναν πιο αυστηρές μέσω της ενίσχυσης των απαιτήσεων για αναζήτηση εργασίας και διαθεσιμότητας για εργασία. Στα διαγράμματα 62 έως 64 παρουσιάζεται η πλέον πρόσφατη επικαιροποίηση των δεικτών συγκριτικής αξιολόγησης όσον αφορά τη διάρκεια της περιόδου εξασφάλισης του δικαιώματος, τη διάρκεια των παροχών και το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης.
Διάγραμμα 62: Στα περισσότερα κράτη μέλη η περίοδος εξασφάλισης του δικαιώματος ανέρχεται σε περίπου 50 εβδομάδες
Διάρκεια της απαιτούμενης περιόδου εξασφάλισης του δικαιώματος, 2016 και 2018 (σε εβδομάδες)
Πηγή: βάση δεδομένων MISSOC (Σύστημα αμοιβαίας πληροφόρησης σχετικά με την κοινωνική προστασία) και εθνική νομοθεσία. Σημείωση: στη Μάλτα (2018) το ελάχιστο κριτήριο για την εξασφάλιση του δικαιώματος είναι η καταβολή 50 εβδομαδιαίων εισφορών, εκ των οποίων τουλάχιστον 20 πρέπει να έχουν καταβληθεί ή πιστωθεί κατά τα 2 προηγούμενα ημερολογιακά έτη· στην Ιρλανδία (2016 και 2018) πρέπει να έχουν καταβληθεί τουλάχιστον 104 εβδομαδιαίες εισφορές από τη στιγμή που το άτομο ξεκίνησε να εργάζεται.
Διάγραμμα 63: Η διάρκεια των παροχών ανεργίας διαφέρει σημαντικά στο σύνολο της ΕΕ
Μέγιστη διάρκεια παροχών με ιστορικό απασχόλησης ενός έτους, 2017 και 2018
Πηγή: βάση δεδομένων MISSOC (Σύστημα αμοιβαίας πληροφόρησης σχετικά με την κοινωνική προστασία) και εθνική νομοθεσία (Ιανουάριος 2017 και Ιανουάριος 2018). Σημείωση: Στο Βέλγιο δεν υφίσταται όριο στη διάρκεια των παροχών. Στην Κύπρο υπολογίζονται 6 εργάσιμες ημέρες ανά εβδομάδα. Στην Ιρλανδία, το επίδομα καταβάλλεται επί 39 εβδομάδες (234 ημέρες) μόνο σε άτομα που έχουν καταβάλει 260 ή περισσότερες εβδομαδιαίες εισφορές PRSI (κοινωνική ασφάλιση ανάλογη με τις αποδοχές). Στη Σλοβακία, άτομο με ιστορικό ενός έτους δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη παροχών ανεργίας (απαιτούνται τουλάχιστον 2 έτη εισφορών ασφάλισης ανεργίας κατά την τελευταία τετραετία). Στην Πολωνία η διάρκεια ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο του ποσοστού ανεργίας της περιοχής σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο.
Διάγραμμα 64: Οι παροχές παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές στο σύνολο της ΕΕ
Το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης των παροχών ανεργίας, στο 67 % του μέσου μισθού, κατά τον δεύτερο και τον δωδέκατο μήνα ανεργίας (2019)
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση το μοντέλο φορολογίας-παροχών του ΟΟΣΑ. Σημείωση: Ο δείκτης υπολογίζεται για άτεκνο άτομο με σύντομο ιστορικό απασχόλησης (1 έτος) ηλικίας 20 ετών. Περαιτέρω μεθοδολογικές λεπτομέρειες στην υποσημείωση.
Η κατάρτιση ολοκληρωμένων σχεδίων και στρατηγικών με σκοπό να ενεργοποιηθούν οι αποδέκτες των παροχών ανεργίας είναι καίριας σημασίας για τη στήριξη των ατόμων που αναζητούν εργασία κατά τις μεταβάσεις στην αγορά εργασίας. Στην κοινή έκθεση για την απασχόληση για το 2019 παρουσιάστηκε εκτενής ανάλυση των μέσων πολιτικής που έχουν θεσπιστεί και απευθύνονται στα άτομα που λαμβάνουν παροχές ανεργίας. Η ανάλυση εξέτασε τα υφιστάμενα συστήματα για τις δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης με σκοπό τη στήριξη των ατόμων που αναζητούν εργασία ώστε να ανακτήσουν την απασχόληση (π.χ. κατάρτιση προφίλ, σχεδιασμός ατομικών σχεδίων δράσης, εξατομικευμένη παροχή συμβουλών), συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των εμποδίων που ενδέχεται να τους εμποδίζουν να το πράξουν. Η ανάλυση της αυστηρότητας των δεικτών σχετικά με τις απαιτήσεις αναζήτησης εργασίας παραμένει σε γενικές γραμμές έγκυρη, λόγω των περιορισμένων αλλαγών πολιτικής που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς για την παρούσα έκθεση. Βλ. ενότητα 3.3.2 για λεπτομέρειες σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτόν.
Η αντιμετώπιση των εμποδίων στην κινητικότητα των εργαζομένων και των εκπαιδευομένων μπορεί να βελτιώσει την απασχολησιμότητα και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, συμβάλλοντας στην πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Το 2018 υπήρχαν περίπου 12,9 εκατομμύρια οικονομικά ενεργοί πολίτες της ΕΕ (ηλικίας 20-64 ετών) οι οποίοι διέμεναν σε χώρα διαφορετική από τη χώρα ιθαγένειάς τους. Ο αριθμός αυτός αντιπροσώπευε το 4,3 % του συνολικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού στο σύνολο της ΕΕ. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά 3,4 % σε σύγκριση με το 2017, αφότου σημείωσε ετήσια αύξηση κατά περίπου 5 % από το 2014. Το 2018 τα τρία τέταρτα των μετακινούμενων ατόμων από χώρες της ΕΕ-28 διέμεναν στις πέντε μεγαλύτερες χώρες προορισμού (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία)· πάνω από ή περίπου 1 εκατομμύριο μετακινούμενα άτομα στην ΕΕ-28 ζούσαν σε μία από τις πέντε αυτές χώρες, όπως συνέβαινε και το 2017. Λίγο λιγότερο από το 50 % του συνόλου των μετακινούμενων ατόμων από χώρες της ΕΕ-28 κατοικούσε στη Γερμανία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η πλειονότητα όλων των μετακινούμενων αυτών ατόμων στην ΕΕ το 2018 ήταν πολίτες από τη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ιταλία ή την Πορτογαλία. Τα μετακινούμενα άτομα από αυτές τις χώρες καταγωγής ανέρχονταν συνολικά σε 6,1 εκατομμύρια, ήτοι περίπου το ήμισυ του συνόλου των μετακινούμενων ατόμων της ΕΕ. Το ποσοστό των εξερχόμενων υπηκόων παρέχει μια εικόνα της εκροής υπηκόων ως μέρους του πληθυσμού μιας χώρας. Το συνολικό ποσοστό εκροής στην ΕΕ είναι 0,36 % αλλά σε ορισμένα κράτη μέλη, το ποσοστό εκροής είναι πιο σημαντικό. Από τις δέκα χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εκροής, οι οχτώ είναι χώρες της ΕΕ-13, με την Ιρλανδία (1 %) και το Λουξεμβούργο (0,9 %) να αποτελούν τις δύο εξαιρέσεις. Η Λιθουανία έχει το υψηλότερο ποσοστό εκροής (2,2 %) που αυξάνεται συνεχώς από το 2014, ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (1,5 %), η οποία είναι επίσης η χώρα με τα υψηλότερα απόλυτα μεγέθη εκροής. Η Κροατία (1,4 %), η Λετονία (1,2 %) και η Εσθονία (1 %) παρουσιάζουν επίσης υψηλά ποσοστά εκροών. Οι κύριες χώρες προέλευσης και προορισμού παραμένουν οι ίδιες, όταν εξετάζονται οι οικονομικά ενεργοί πολίτες (ήτοι εργαζόμενοι και άτομα που αναζητούν εργασία).
Η βελτίωση της διακρατικής μαθησιακής κινητικότητας συμβάλλει σε μια προηγμένη κοινωνία της γνώσης, στην οικονομική ανάπτυξη και στη μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Οι μετακινούμενοι σπουδαστές τείνουν να αμείβονται με υψηλότερους μισθούς και συνήθως αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο ανεργίας σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής τους. Αναπτύσσουν επίσης βασικές ικανότητες για τη σταδιοδρομία τους καθώς και εγκάρσιες δεξιότητες, όπως η αμοιβαία κατανόηση, η συνεργασία ή η ιδιότητα του παγκόσμιου πολίτη. Κατά την ανάλυση της εξερχόμενης κινητικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή της κινητικότητας από χώρες της ΕΕ τόσο προς χώρες της ΕΕ όσο και προς τρίτες χώρες, εξετάζονται δύο διαστάσεις: η κινητικότητα βάσει του συστήματος μεταφοράς ακαδημαϊκών μονάδων και η κινητικότητα για την απόκτηση τίτλων σπουδών. Η πρώτη αφορά τους σπουδαστές που πραγματοποίησαν παραμονή στο εξωτερικό βάσει του συστήματος μεταφοράς ακαδημαϊκών μονάδων και πραγματοποίησαν προσωρινή περίοδο σπουδών ή εργάστηκαν προσωρινά στο εξωτερικό. Η δεύτερη αφορά τους σπουδαστές που έχουν εγγραφεί σε πανεπιστήμιο εκτός της χώρας διαμονής τους με σκοπό να αποκτήσουν πτυχίο ή άλλο τίτλο σπουδών. Το 2017, κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το 11,6 % των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πέρασε ορισμένο διάστημα στο εξωτερικό (8 % για κινητικότητα βάσει του συστήματος μεταφοράς ακαδημαϊκών μονάδων και 3,6 % για κινητικότητα για την απόκτηση τίτλου σπουδών). Τα υψηλότερα ποσοστά μετακινούμενων αποφοίτων το 2017 σημειώθηκαν στο Λουξεμβούργο (80,5 %), στην Κύπρο (36,9 %) και τις Κάτω Χώρες (24,9 %). Από την άλλη πλευρά το Ηνωμένο Βασίλειο (4,1 %), η Σλοβενία (6,5 %), η Ρουμανία (7,6 %), η Κροατία (7,7 %) και η Ουγγαρία (7,7 %) σημείωσαν τα χαμηλότερα ποσοστά διακρατικής μαθησιακής κινητικότητας. Όσον αφορά την εσωτερική κινητικότητα των σπουδαστών, το Ηνωμένο Βασίλειο (34,2 %), το Λουξεμβούργο (26,1 %), και οι Κάτω Χώρες (17,9 %) παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά μετακινούμενων αποφοίτων. Στην Ελλάδα και την Πολωνία, η εσωτερική κινητικότητα για την απόκτηση τίτλου σπουδών αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2 % του συνολικού πληθυσμού των αποφοίτων.
Ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί το κυρίαρχο γνώρισμα των βιομηχανικών σχέσεων στην Ευρώπη και είναι το κεντρικό συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Ο κοινωνικός διάλογος περιλαμβάνει όλες τις μορφές διαπραγματεύσεων, διαβουλεύσεων ή απλής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εκπροσώπων κυβερνήσεων, οργανώσεων εργοδοτών και οργανώσεων εργαζομένων σχετικά με ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος που αφορούν την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Ο κοινωνικός διάλογος μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας, στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, στην αντιμετώπιση ελλείψεων δεξιοτήτων και στη διαμόρφωση ευνοϊκού εργασιακού περιβάλλοντος για επενδύσεις, βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο της κατευθυντήριας γραμμής αριθ. 7 για την απασχόληση και του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη καλούνται να διασφαλίσουν τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και την υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, σύμφωνα με τις εθνικές πολιτικές, μεταξύ άλλων μέσω της στήριξης για αυξημένη ικανότητα των κοινωνικών εταίρων. Στην Ευρώπη οι διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων κοινωνικού διαλόγου συνδέονται κυρίως με τα αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια και τις επιχειρησιακές ικανότητες των κοινωνικών εταίρων. Σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound τα θέματα που σχετίζονται με την απασχόληση, ιδίως αυτά που συνδέονται με την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό, κυριάρχησαν στον κοινωνικό διάλογο και στις συζητήσεις σχετικά με τον εργασιακό βίο καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018.
Ο κοινωνικός διάλογος παραμένει εξαιρετικά σημαντικός στον μεταβαλλόμενο κόσμο της εργασίας και για τη διαχείριση της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή και σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία αναμένεται να μεταβάλει τις διαδικασίες παραγωγής. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι πρόκειται να δημιουργηθούν επιπλέον θέσεις εργασίας στους αναπτυσσόμενους πράσινους ή με οικολογικό προσανατολισμό τομείς, τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των τομέων των κατασκευών, της διαχείρισης αποβλήτων και της βιώσιμης χρηματοδότησης. Η μετάβαση αυτή θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει την αύξηση της πόλωσης των θέσεων εργασίας που οφείλεται στην αυτοματοποίηση, δημιουργώντας θέσεις εργασίας κυρίως στο μέσο της ψαλίδας μισθών και δεξιοτήτων, ιδίως στον τομέα των κατασκευών και της μεταποίησης. Ωστόσο, μπορεί επίσης να επηρεάσει τη δομή της αγοράς εργασίας, την κατανομή των θέσεων εργασίας και τις ανάγκες δεξιοτήτων, ιδιαίτερα στις περιοχές που βασίζονται σε ενεργοβόρους τομείς. Οι κοινωνικοί εταίροι ανέλαβαν δράσεις για την πρόβλεψη των αναγκών δεξιοτήτων και διαχειρίζονται από κοινού προγράμματα κατάρτισης για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού σε ορισμένες χώρες. Η πρόοδος όσον αφορά την προαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ενίσχυση του διαρθρωμένου κοινωνικού διαλόγου μπορεί να στηρίξει την ομαλή και χωρίς αποκλεισμούς μετάβαση στην πράσινη οικονομία, διευκολύνοντας την επίτευξη συμβιβασμών μεταξύ εργαζομένων, εργοδοτών και κυβερνήσεων. Οι δημόσιες αρχές μπορούν επίσης να συνοδεύουν τη διαδικασία θέτοντας το πλαίσιο για τις διαπραγματεύσεις αυτές, παρέχοντας καθοδήγηση σχετικά με τους προς επίτευξη στόχους και προάγοντας την έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή σχετικών φορέων. Η ψηφιακή εποχή παράγει νέες και συχνά άτυπες μορφές απασχόλησης, όπως για παράδειγμα η εργασία μέσω πλατφόρμας, στις οποίες συχνά απουσιάζει η εκπροσώπηση. Τα τελευταία έτη, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για να προσεγγίσουν και αυτούς τους εργαζομένους και να διασφαλίσουν την κοινωνική προστασία τους. Ορισμένοι εταίροι εξακολουθούν να αποτελούν μια σημαντική πλατφόρμα για τη συζήτηση σχετικά με τις τεχνολογικές και οικολογικές εξελίξεις καθώς και για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπισή τους.
Η διεξαγωγή εύρυθμου κοινωνικού διαλόγου απαιτεί κοινωνικούς εταίρους ισχυρούς, αντιπροσωπευτικούς, αυτόνομους και εξοπλισμένους με την αναγκαία ικανότητα. Η ικανότητα των κοινωνικών εταίρων συνίσταται στην ικανότητά τους να διαπραγματεύονται και να διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και νομική εμπειρογνωσία ώστε να συζητούν για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις των διαφόρων πολιτικών επιλογών, να εκπροσωπούν δεόντως τα συμφέροντά τους, να κινητοποιούν τα άτομα και τους πόρους, να αναλαμβάνουν αυτόνομη δράση και να αναλαμβάνουν διαρκείς δεσμεύσεις. Δεδομένου ότι η κύρια πηγή εσόδων των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων είναι οι συνεισφορές των μελών τους, η συμμετοχή σε αυτές καθορίζει επίσης και την ικανότητά τους. Κατά τα τελευταία έτη, τα αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τη συμμετοχή έχουν μειωθεί, κατά μέσο όρο, στην Ευρώπη (ΟΟΣΑ, 2017). Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 65, τα επίπεδα της πυκνότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων διαφέρουν μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ, από περίπου 70 % στη Δανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία σε λιγότερο από 10 % στη Γαλλία, τη Λιθουανία και την Εσθονία. Ωστόσο, η πυκνότητα δεν αποτελεί τον μοναδικό δείκτη όσον αφορά την ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κινητοποιούν εργαζομένους, καθώς παράγοντες όπως η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων ή ο βαθμός συνεργασίας στο συνδικαλιστικό τοπίο μπορεί επίσης να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο. Παρόλα αυτά, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν επίσης ανάγκη από επίσημα πλαίσια που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του διαλόγου τους.
Διάγραμμα 65: Τα ποσοστά συνδικαλιστικής πυκνότητας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών
Ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του πιο πρόσφατου έτους)
Πηγή: Βάση δεδομένων ΟΟΣΑ και ICTWSS (χρησιμοποιήθηκε η πηγή που περιείχε πιο πρόσφατα δεδομένα ανά κράτος μέλος). Σημείωση: υπολογίζεται ως ποσοστό των υπαλλήλων που είναι μέλη συνδικαλιστικής οργάνωσης. Έτη δεδομένων: 2017 για τη SE, 2016 για τις AT, CZ, DK, FI, DE, HU, IE, IT, LT, NL και το UK· 2015 για τις BE, EE, FR, LV, LU, PT, SK, SI, ES· 2014 για την PL· 2013 για τις CY, EL· 2012 για τις HR, MT, BG και RO. Τα δεδομένα σχετικά με την πυκνότητα των εργοδοτών για ορισμένα κράτη μέλη επικαιροποιούνταν λιγότερο συχνά τα τελευταία έτη· ως εκ τούτου, δεν παρουσιάζονται σε διάγραμμα.
Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η συνολική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου σε εθνικό επίπεδο πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω. Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων έχει αναγνωριστεί και αναπτύσσεται περαιτέρω στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση. Η επιτυχία και ο αντίκτυπος των πολιτικών σε ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο εξαρτάται από τη συμμετοχή και την ανάληψη ιδίας ευθύνης από την πλευρά των κυβερνήσεων και των κοινωνικών εταίρων στα κράτη μέλη. Σε γενικές γραμμές, η ποιότητα της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών και μεταρρυθμίσεων στους τομείς της απασχόλησης και των κοινωνικών πολιτικών παρέμεινε σταθερή τα τελευταία έτη στα περισσότερα κράτη μέλη, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Όπως συμβαίνει και με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στις πολιτικές και τις μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο και, ειδικότερα, στην κατάρτιση των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, ο βαθμός ικανοποίησης ποικίλλει ανάλογα με την προβλεψιμότητα, την ποιότητα των ανταλλαγών, τον χρόνο που διατίθεται και τις προσδοκίες που εγείρονται με βάση τα αποτελέσματα. Η πρόοδος και οι υφιστάμενες προκλήσεις αναλύθηκαν και αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Απασχόλησης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το φθινόπωρο του 2018. Συγκεκριμένα, οι κοινωνικοί εταίροι στην Εσθονία, τη Λετονία, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και την Ισπανία αναγνώρισαν ορισμένες βελτιώσεις όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη χάραξη πολιτικής κατά τα τελευταία έτη. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα, υπάρχει περιθώριο για βελτίωση της λειτουργίας του κοινωνικού διαλόγου και για μεγαλύτερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Σε άλλες χώρες, οι ανησυχίες σχετίζονται με πολύ διαφορετικά προβλήματα και καταστάσεις, που αφορούν σε ορισμένες περιπτώσεις διαρθρωτικά θέματα και σε άλλες την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των πρακτικών που εφαρμόζονται. Σε άλλες περιπτώσεις, ο βαθμός συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων μπορεί να επηρεάζεται από αλλαγές στον πολιτικό κύκλο (π.χ. Ιταλία, Ισπανία). Οι περισσότερες προκλήσεις επισημαίνονται στις αιτιολογικές σκέψεις των ειδικών ανά χώρα συστάσεων του 2019.
Στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, η διαβούλευση με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών μπορεί να παράσχει πολύτιμα πλεονεκτήματα και στήριξη στην εφαρμογή της πολιτικής. Η κοινωνία των πολιτών μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων πολιτικής, μέσω της υποστήριξης της σχετικής νομοθεσίας και της δράσης των κυβερνήσεων. Όπως επισημαίνεται στις αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν τον Ιούλιο του 2019, όπου κρίνεται σκόπιμο και βασιζόμενα στις υφιστάμενες εθνικές πρακτικές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη την εμπειρία των σχετικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών όσον αφορά την απασχόληση και τα κοινωνικά ζητήματα. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, οι αντιπροσωπείες της Επιτροπής στα κράτη μέλη διοργάνωσαν σειρά συναντήσεων με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Σε πολλά κράτη μέλη, οι διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι συχνά πιο ενεργές και εξασφαλίζουν μεγαλύτερη συμμετοχή σε σχέση με τις διαβουλεύσεις μεταξύ των εθνικών αρχών και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως για την κατάρτιση του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Από τους υπαλλήλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιοι για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο ζητήθηκε να αξιολογήσουν τον βαθμό συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση πολιτικής. Τα αποτελέσματα αυτής της προκαταρκτικής έρευνας παρουσιάζουν μια ανομοιογενή κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερέστερης ανάλυσης.
3.3.2
Διαμόρφωση πολιτικής
Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις στον τομέα της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης, έτσι ώστε να διασφαλιστεί το κατάλληλο μίγμα «ευελιξίας με ασφάλεια» και να καλυφθούν τα κενά στους κανόνες και τις διαδικασίες σχετικά με την αγορά εργασίας. Τον Μάιο του 2019 η Γαλλία ενέκρινε ένα μέτρο με το οποίο επιδιώκει να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης ανάλογα με το μέγεθος [των επιχειρήσεων] καθώς και των κανόνων για τον χώρο εργασίας σε επιχειρήσεις που πραγματοποιούν προσλήψεις πάνω από τα τρία σχετικά κατώτατα όρια (10/50/250 εργαζόμενοι). Η Φινλανδία τροποποίησε υφιστάμενη ρύθμιση για να συμπεριλάβει νέες διατάξεις όσον αφορά τις προϋποθέσεις για την καταγγελία συμβάσεων από τους εργοδότες. Η τροποποίηση αυτή έχει ως σκοπό να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές περιστάσεις (π.χ. ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων σε συγκεκριμένο εργοδότη, καθώς και οι γενικότερες περιστάσεις εργοδότη και εργαζόμενου) κατά την αξιολόγηση απολύσεων προσώπων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τροποποίηση μπορεί να οδηγήσει σε εξαίρεση από τους κανόνες απόλυσης. Στο πλαίσιο μιας γενικότερης μεταρρύθμισης, η Ιρλανδία ενέκρινε νόμο για την απασχόληση με τον οποίο οι εργοδότες απαιτείται να καθορίζουν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, μεταξύ άλλων τη σύναψη σύμβασης με «ζώνες ωρών» (που επιτρέπει στους υπαλλήλους των οποίων η σύμβαση εργασίας δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την πραγματικότητα του ωραρίου εργασίας τους να τοποθετούνται σε μια ζώνη ωρών που να την αντικατοπτρίζει καλύτερα), τις ιδιαιτερότητες σχετικά με την ελάχιστη αμοιβή και την απαγόρευση των συμβάσεων μηδενικού ωραρίου. Προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης του νόμου για την απασχόληση.
Ορισμένα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, όπως είναι οι περιορισμοί των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Στο πλαίσιο ευρύτερης μεταρρύθμισης, οι Κάτω Χώρες επανεξετάζουν τους κανόνες για την αγορά εργασίας με σκοπό να προωθήσουν την απασχόληση με συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας, ταυτόχρονα, τις ευέλικτες συμβάσεις πιο δαπανηρές για τους εργοδότες. Αυτό θα γίνει, μεταξύ άλλων, μέσω της διαφοροποίησης των εισφορών ανεργίας ανάλογα με το είδος της σύμβασης και με περιορισμούς στη χρήση συμβάσεων μηδενικού ωραρίου (τα μέτρα αναμένονται να τεθούν σε ισχύ το 2020). Στην Πορτογαλία, σειρά μέτρων που θεσπίστηκαν τον Ιούλιο του 2019 στο πλαίσιο του προγράμματος δράσης αποσκοπούν στον περιορισμό των όρων για τη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ώστε να μειωθεί ο κατακερματισμός στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, με την εν λόγω δέσμη μέτρων μειώθηκε η μέγιστη διάρκεια συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τρία σε δύο έτη, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσεων. Τέθηκε επίσης όριο στη συνολική διάρκεια των ανανεώσεων και των συμβάσεων αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας (από έξι σε τέσσερα έτη) και προβλέφθηκαν η ενίσχυση και η προσωρινή παράταση της στήριξης για τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τα μέτρα αυτά συζητήθηκαν με τους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι υπέγραψαν τριμερή συμφωνία τον Ιούνιο του 2018 για την αναθεώρηση του εργατικού κώδικα. Το 2018 η Ιταλία ενέκρινε συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της σύναψης συμβάσεων αορίστου χρόνου (Decreto dignità) με τα οποία θεσπίστηκαν αυστηρότεροι κανόνες για τη σύναψη και τη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τους 36 στους 24 μήνες) και απαιτείται οι εργοδότες να δικαιολογούν την παράτασή τους, σε περίπτωση που αυτή υπερβαίνει τους 12 μήνες. Βάσει του μέτρου αυξάνεται επίσης τόσο η ελάχιστη όσο και η μέγιστη αποζημίωση σε περίπτωση καταχρηστικής απόλυσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε τον Μάρτιο του 2019 σειρά τροποποιήσεων με σκοπό να σταματήσει η χρήση των συμβάσεων τύπου pay-between-assignment contract (συμβάσεις που συνάπτουν εργαζόμενοι με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, στο πλαίσιο των οποίων αμείβονται μεταξύ δύο τοποθετήσεων σε θέσεις εργασίας, χάνουν όμως το δικαίωμα σε ίση αμοιβή και ίδιες συνθήκες εργασίας)· οι τροποποιήσεις θα τεθούν σε ισχύ τον Απρίλιο του 2020. Με αυτές θα παρασχεθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να επιλέγουν να μην εφαρμόζουν ρυθμίσεις ίσης αμοιβής για τους εργαζομένους μέσω γραφείων απασχόλησης. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις ενδέχεται να μην ενισχύσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων με συμβάσεις μηδενικού ωραρίου, γεγονός που μπορεί να μην μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων στην οικονομία της περιστασιακής απασχόλησης.
Ορισμένα κράτη μέλη εξετάζουν τη λήψη πρόσθετων μέτρων σχετικά με το ωράριο και την οργάνωση της εργασίας, τα οποία αναμένεται να φέρουν μεγαλύτερη σαφήνεια στους όρους και τις συνθήκες εργασίας. Στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης δέσμης μεταρρυθμίσεων (Jobsdeal), το Βέλγιο επέκτεινε τον Απρίλιο του 2019 τη μέγιστη διάρκεια της περιόδου διακοπής της επαγγελματικής σταδιοδρομίας (από 36 σε 48 μήνες) για τους εργαζομένους που συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης για θέσεις εργασίας για τις οποίες έχει διαπιστωθεί έλλειψη δεξιοτήτων. Το μέτρο εγκρίθηκε από κοινού με μέτρα χαλάρωσης των ρητρών κατάρτισης, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι εργοδότες να προάγουν τη συμμετοχή των εργαζομένων σε προγράμματα κατάρτισης στο πλαίσιο της εργασίας. Η Δανία ενέκρινε τον Απρίλιο του 2019 ένα νέο μέτρο για να ενισχύσει τη βελτίωση του ελέγχου του φυσικού και ψυχολογικού εργασιακού περιβάλλοντος. Όταν τεθεί σε εφαρμογή, αναμένεται να στοχεύσει κυρίως ειδικευμένους εργάτες που απασχολούνται από αλλοδαπές επιχειρήσεις. Ο δανικός οργανισμός για το εργασιακό περιβάλλον (Arbejdstilsynet) θα είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του, με συνολικό προϋπολογισμό 460 εκατ. DKK (61 εκατ. EUR) έως το 2022. Η Ισπανία ενέκρινε νέα τροποποίηση με την οποία θεσπίζεται η υποχρεωτική καταγραφή των ημερήσιων ωρών εργασίας για όλους τους εργαζομένους. Γενικά, οι όροι της συμμόρφωσης με τους κανόνες για τις υπερωρίες μπορούν να προσδιορίζονται στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ σε ορισμένους τομείς ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από το κράτος. Σημειώνονται καθυστερήσεις στην εφαρμογή του μέτρου λόγω της αναθεώρησης των σχετικών συλλογικών συμβάσεων. Το 2018 η Κροατία εξέδωσε νόμο για την εργασία των σπουδαστών ώστε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του. Πέραν των σπουδαστών πλήρους φοίτησης, καλύπτει πλέον τους σπουδαστές μερικής φοίτησης οι οποίοι δεν έχουν συνάψει σχέση εργασίας. Η αυστριακή κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της εσωτερικής ευελιξίας του χρόνου εργασίας, σε στενές διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους. Ο νέος αυστριακός νόμος του 2018 για τον χρόνο εργασίας έχει ως στόχο να προσδώσει ευελιξία στα ανώτατα όρια για τις υπερωρίες, σε ειδικές καταστάσεις. Αυξάνει το μέγιστο όριο για τις ώρες εργασίας από 10 σε 12 ώρες ανά ημέρα και από 50 σε 60 ώρες ανά εβδομάδα. Επίσης, συμπεριλαμβάνει το δικαίωμα των εργαζομένων να απορρίπτουν ωράριο εργασίας άνω των 12 ωρών. Στην Τσεχία σχεδιάζεται η τροποποίηση του ισχύοντος νόμου από το 2006 ώστε να εισαχθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις ρυθμίσεις εργασίας. Στόχος της είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα διαμοιρασμού θέσεων πλήρους απασχόλησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εργαζομένων. Αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2020. Τον Μάρτιο του 2019 η Φινλανδία ενέκρινε νέα μέτρα που ενισχύουν την ευελιξία των ρυθμίσεων σχετικά με το ωράριο εργασίας, όπως η χρήση τραπεζών χρόνου κ.λπ., ιδίως σε επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν σχετική οργάνωση και, κατά συνέπεια, υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση ρητρών ευελιξίας που προβλέπονται στις συλλογικές συμβάσεις. Το μέτρο αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2020.
Η αύξηση της ενημέρωσης σε θέματα επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας στον χώρο εργασίας οδηγεί διάφορα κράτη μέλη να επικαιροποιήσουν και να ενισχύσουν τους κανονισμούς τους. Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 2019 η Λετονία εξέδωσε σχέδιο ανάπτυξης 2019-2020 στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία. Το μέτρο αποσκοπεί στην προώθηση της αποτελεσματικής εφαρμογής των απαιτήσεων για την προστασία του εργατικού δυναμικού και στην παράλληλη διασφάλιση ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος και προτύπων προστασίας της υγείας για τους εργαζομένους. Στο πλαίσιο του σχεδίου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στους αυτοαπασχολούμενους και άλλους εργαζομένους με άτυπες μορφές απασχόλησης. Επιπλέον, η Λετονία σχεδιάζει να προβεί σε διάφορες τροποποιήσεις προκειμένου να βελτιώσει την ασφάλεια του εργατικού δυναμικού και την περιβαλλοντική προστασία για τους αυτοαπασχολούμενους και τους εργαζομένους εξ αποστάσεως. Με αυτές θα προβλεφθούν επίσης πιο ακριβείς και σαφείς απαιτήσεις για την οργάνωση της προστασίας του εργατικού δυναμικού από τις εταιρείες. Επί του παρόντος διεξάγονται συζητήσεις για το σχέδιο νόμου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ η έγκρισή του αναμένεται για το τέλος του 2019. Η Τσεχία μετέβαλε τους όρους για την προστασία της υγείας στην εργασία, και συγκεκριμένα τα όρια έκθεσης σε χημικές ουσίες στον χώρο εργασίας, σύμφωνα με την οδηγία της Επιτροπής (2017/164/ΕΕ). Στην Ελλάδα, ένας νέος νόμος (4554/2018) επέκτεινε την ισχύουσα νομοθεσία για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, συμπεριλαμβάνοντας διατάξεις για τον καθορισμό αναλυτικών μεθόδων προσδιορισμού και εκτίμησης της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων κατά τους μήνες που σημειώνονται υψηλές θερμοκρασίες. Η Κροατία ενέκρινε μέτρα για τη ρύθμιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες εργοδότης και φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιτρέπεται να εφαρμόζουν μέτρα επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων της έκδοσης, της ακύρωσης και της ανάκλησής τους. Στο πλαίσιο των μέτρων προβλέπονται επίσης η συνεχής επαγγελματική κατάρτιση των εμπειρογνωμόνων του τομέα της επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας, καθώς και η υποχρέωση και η διαδικασία καταχώρισης αδειών.
Τα κράτη μέλη θέσπισαν νέα μέτρα για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, την ενίσχυση των επιθεωρήσεων εργασίας και τη βελτίωση των μέτρων αποτροπής της. Η Ελλάδα σχεδιάζει να προβεί σε πλήρη αξιολόγηση του τριετούς σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, μετά την ολοκλήρωσή του. Στη Λετονία, οι κρατικές επιθεωρήσεις εργασίας ενέκριναν στρατηγική για την περίοδο 2018-2019 με αυξημένη έμφαση στα προληπτικά μέτρα, τα οποία βασίζονται σε νέους βασικούς δείκτες επιδόσεων. Η Κύπρος έχει προτείνει ορισμένες τροποποιήσεις στον νόμο περί κοινωνικών ασφαλίσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί περαιτέρω η αδήλωτη εργασία. Στις τροποποιήσεις περιλαμβάνονται αύξηση των ποσών των χρηματικών ποινών και θέσπιση ηλεκτρονικής δήλωσης για τους εργαζομένους όταν αναλαμβάνουν νέα θέση εργασίας. Στην Πορτογαλία, το πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση της επισφάλειας και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που εγκρίθηκε το 2019 περιλαμβάνει τους διαγωνισμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη για την πρόσληψη νέων επιθεωρητών (προκηρύχθηκαν το 2015 και το 2016). Η Πορτογαλία έχει επίσης λάβει μέτρα για τη δημιουργία συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της αρχής εργασίας, της αρχής κοινωνικής ασφάλισης και της φορολογικής και τελωνειακής αρχής. Στην Ισπανία, το σχέδιο για αξιοπρεπή εργασία 2018-2020 έχει ως στόχο να ενισχύσει το νομικό πλαίσιο και την ικανότητα των επιθεωρήσεων εργασίας, προκειμένου να προαχθούν η ποιότητα των θέσεων εργασίας και η καταπολέμηση της απάτης που σχετίζεται με την εργασία. Προβλέπεται η πρόσληψη 833 νέων επιθεωρητών εργασίας, που ισοδυναμεί με αύξηση 23 % του υπάρχοντος προσωπικού. Κατά τη διάρκεια του 2018, η διεξαγωγή επιθεωρήσεων εργασίας είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή 194 000 συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου (διπλάσιος αριθμός σε σχέση με τις 92 900 συμβάσεις για το 2017). Στο μεταξύ, 31 500 συμβάσεις μερικής απασχόλησης μετατράπηκαν σε συμβάσεις πλήρους απασχόλησης (48 % περισσότερες σε σχέση με το 2017).
Σε πολλά από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας δίνεται ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στα προληπτικά μέτρα, την ανταλλαγή στοιχείων και τις διαδικασίες αξιολόγησης του κινδύνου. Στη Βουλγαρία, η εθνική υπηρεσία εισοδήματος και η γενική επιθεώρηση εργασίας υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης του 2018 για τη βελτίωση της είσπραξης φόρων, την καταπολέμηση της γκρίζας οικονομίας και τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης. Η συμφωνία αφορά κυρίως τους τομείς των αποδοχών και του χρόνου εργασίας και βασίζεται στην ενισχυμένη συνεργασία μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, της μεγαλύτερης χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, των διοργανικών ομάδων εργασίας και των κοινών δραστηριοτήτων ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων εργαλείων αξιολόγησης του κινδύνου και παρακολούθησης. Το πλαίσιο συνεργασίας περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης και εκπαίδευσης και δράσεις για την αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Επιπλέον των τροποποιήσεων στον νόμο περί κοινωνικών ασφαλίσεων, η Κύπρος προβαίνει σε μεταρρύθμιση των επιθεωρήσεων εργασίας, η οποία αναμένεται να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των επιθεωρήσεων. Η κυβέρνηση ενέκρινε επίσης νέο νομοσχέδιο για τη δημιουργία Ενιαίας Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων και καταβάλλει προσπάθειες για τη βελτίωση της αξιολόγησης κινδύνου της πρόκλησης αυτής, μεταξύ άλλων μέσω της διάθεσης περισσότερων πόρων και μεγαλύτερης πρόσβασης σε κατάρτιση για το προσωπικό. Τον Ιούλιο του 2019 η Γαλλία εξέδωσε νέο εθνικό σχέδιο για την καταπολέμηση της παράνομης εργασίας («Plan National de lutte contre le travail illégal»). Το σχέδιο, το οποίο καλύπτει την περίοδο έως το 2021, προτείνει 34 δράσεις που αποσκοπούν στην απόδοση προτεραιότητας και στην ενίσχυση του αντίκτυπου των ελέγχων και στην πρόληψη της αδήλωτης εργασίας, μεταξύ άλλων σε διασυνοριακό επίπεδο.
Ορισμένα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα για την ενίσχυση των συστημάτων ΕΠΑΕ που διαθέτουν προωθώντας την απλούστευση και τον εκσυγχρονισμό, με γνώμονα τη συνεχή παρακολούθηση και την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση όσον αφορά τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας. Η Σουηδία μεταρρυθμίζει τις οικείες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης με σκοπό την εξασφάλιση βελτιώσεων αποδοτικότητας. Περίπου 130 από τα 242 γραφεία θα κλείσουν και θα απολυθούν 4 500 από ένα σύνολο περίπου 13 400 υπαλλήλων. Η μεταρρύθμιση αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2021. Οι ΔΥΑ θα εστιάζουν περισσότερο στις ψηφιακές υπηρεσίες, στον αυτοματισμό και στην τεχνητή νοημοσύνη και θα παρέχουν στήριξη μέσω τηλεφώνου και βίντεο. Ιδιωτικοί φορείς θα διαχειρίζονται την αντιστοίχιση με τις θέσεις εργασίας. Στο πλαίσιο μιας ευρείας μεταρρύθμισης, η Δανία έχει επίσης λάβει σημαντικά μέτρα για την απλούστευση της στρατηγικής για την απασχόληση και τη μείωση της γραφειοκρατίας, προκειμένου να γίνει πιο εύκολη η μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση. Σκοπός της μεταρρύθμισης είναι να δοθεί στους δήμους μεγαλύτερη αυτονομία, έτσι ώστε να κατευθύνουν τα μέτρα τους σε άτομα που χάνουν την εργασία τους, ενώ μια απλουστευμένη διοικητική προσέγγιση για τις επιχειρήσεις μπορεί να διευκολύνει την επιστροφή των άνεργων ατόμων στην απασχόληση. Οι άνεργοι θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαιότερες και λιγότερο άκαμπτες απαιτήσεις και οι κανονισμοί θα πρέπει να είναι ευκολότερο να ερμηνευτούν.
Άλλα κράτη μέλη δίνουν προτεραιότητα στην παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών, καθορίζοντας ειδικούς στόχους για τους μισθωτούς. Στη Βουλγαρία, το νέο σχέδιο δράσης για την απασχόληση έχει ως στόχο την επιστροφή 16 500 ανέργων στην εργασία στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων εργασίας, ενώ σε περισσότερους από 11 400 ανθρώπους θα προσφερθούν προγράμματα κατάρτισης ώστε να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και παραγωγικοί (βλ. ενότητα 3.2.2). Στη Σουηδία θεσπίστηκαν μέτρα για τη βελτίωση της πρόσβασης στην απασχόληση για νεοεισερχόμενους και μακροχρόνια ανέργους. Το σύστημα βασίζεται στη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και θα επιδοτήσει περισσότερο από το ήμισυ του μισθολογικού κόστους για δύο έτη. Ο εργαζόμενος θα απασχολείται σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης και θα έχει πρόσβαση σε κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων σουηδικής γλώσσας για τα άτομα που δεν έχουν γεννηθεί στη Σουηδία. Η Τσεχία σχεδιάζει να πραγματοποιήσει αλλαγές στον υφιστάμενο σχεδιασμό των ΕΠΑΕ ώστε να αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη στήριξη των πλέον ευάλωτων ομάδων. Παρότι οι αλλαγές βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των προπαρασκευαστικών εργασιών, το αναμενόμενο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής τους μειώνει την πιθανότητα να έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε αυτές τις ειδικές ομάδες.
Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης (ΔΥΑ) αναδιαμορφώνονται με σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας και της αποδοτικότητάς τους. Η Ελλάδα έχει λάβει μέτρα για να αυξήσει την ικανότητα των ΔΥΑ. Η πρόσληψη πρόσθετων εργασιακών συμβούλων ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2019 με 335 νέους συμβούλους. Στόχος είναι να συνεχιστεί η μείωση του μέσου αριθμού ανέργων ανά σύμβουλο, ο οποίος παραμένει υψηλός (βάσει εκτιμήσεων περίπου 2 700 το 2018), σε συνδυασμό με σχέδια για τακτικά προκαθορισμένα ραντεβού για επιλεγμένες ομάδες προτεραιότητας ανέργων. Αναπτύχθηκε νέα μεθοδολογία για την κατάρτιση του προφίλ των ανέργων και υπάρχει ένα πιλοτικό μοντέλο για την υλοποίηση ΕΠΑΕ, με καθοδήγηση και στήριξη από συμβούλους της δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης. Η Ισπανία λαμβάνει επίσης μέτρα για να ενισχύσει την ικανότητα των ΔΥΑ. Προσλαμβάνονται περίπου 3 000 νέοι εργαζόμενοι για να εξυπηρετήσουν τους στόχους των νέων προγραμμάτων, δηλ. την αντιμετώπιση των μακροχρόνια ανέργων («ReincorporaT») και της ανεργία των νέων ( «Σχέδιο δράσης για την απασχόληση των νέων 2019-2021»). Οι ποσοτικοί στόχοι που έθεσαν οι αρχές αποσκοπούσαν στην ενίσχυση του προσανατολισμού προς τα αποτελέσματα, με ισχυρότερη έμφαση στην παρακολούθηση και την αξιολόγηση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω σχέδια, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιδοτήσεις για την πρόσληψη εργαζομένων, παρά τα ελάχιστα στοιχεία που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητά τους. Διαθέτει εκτιμώμενο προϋπολογισμό ύψους 40 δισ. EUR που κατανέμεται σε περίοδο τριών ετών, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης επιδότησης ανεργίας σε άτομα άνω των 52 ετών. Οι προσπάθειες για ενίσχυση της ΔΥΑ συνεχίστηκαν επίσης στην Κύπρο με στόχο την ανταπόκριση στην τρέχουσα εντολή για αποτελεσματικότερη υλοποίηση των εγγυήσεων για τη νεολαία (βλ. επίσης ενότητα 3.2.2). Στα πρόσθετα μέτρα που ελήφθησαν περιλαμβάνονται η κατάρτιση των συμβούλων απασχόλησης και η κατάρτιση του προσωπικού της ΔΥΑ. Η Αυστρία επικαιροποίησε το σύστημα κατάρτισης προφίλ με την εισαγωγή αξιολόγησης βάσει υπολογιστή των δυνατοτήτων εργασίας για κάθε εγγεγραμμένο άνεργο. Το μέτρο αποσκοπεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων για την αγορά εργασίας και στη βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας, με παράλληλη μείωση των διατιθέμενων πόρων. Τα άτομα που αναζητούν εργασία τοποθετούνται σε ομάδες με υψηλές, μεσαίες ή χαμηλές δυνατότητες απασχόλησης ανάλογα με την εκτιμώμενη πιθανότητα επανεισόδου τους στην αγορά εργασίας. Οι σύμβουλοι των ΔΥΑ μπορούν να περιλαμβάνουν προσωπική αξιολόγηση για τη βελτίωση της εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη πτυχές όπως τα κίνητρα. Η Λιθουανία ανακατένειμε ανθρώπινους πόρους από το διοικητικό και εκτελεστικό επίπεδο προς τους υπαλλήλους που εργάζονται απευθείας με τους αναζητούντες εργασίας, κάτι που συνεπάγεται αύξηση κατά 9 %. Αυτό βοήθησε στη μείωση του μέσου μηνιαίου φόρτου εργασίας των υπαλλήλων κατά έως και 30 % και τους επιτρέπει να παρέχουν περισσότερο εξατομικευμένη βοήθεια. Οι κοινωνικές εταιρικές σχέσεις ενισχύθηκαν ώστε να συμβάλουν στην ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων, κυρίως μέσω προγραμμάτων κατάρτισης και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών.
Έχουν ληφθεί μέτρα για να ενισχυθεί η αποτελεσματική αντιστοίχιση με τις θέσεις εργασίας καθώς και οι συνδέσεις με τους εργοδότες και τις τοπικές αρχές, υπό το πρίσμα της στενότητας των αγορών εργασίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη συνεχίζουν τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των ΔΥΑ, όπως είναι οι ευρύτερες εταιρικές σχέσεις με τους εργοδότες και οι κοινές στρατηγικές με τις ενώσεις επιχειρήσεων. Δεκαεννέα από τις 30 ΔΥΑ που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν τη θέσπιση νέων ΕΠΑΕ και 20 ΔΥΑ ανέφεραν την τροποποίηση υφιστάμενων ΕΠΑΕ ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις τρέχουσες προκλήσεις της αγοράς εργασίας το 2019. Στη Φινλανδία ένα νέο μέτρο πρόκειται να βελτιώσει την ψηφιακή προσβασιμότητα στις ΔΥΕ για τους χρήστες των υπηρεσιών απασχόλησης και τους παρόχους υπηρεσιών. Όταν τεθεί σε λειτουργία το 2020, το νέο μέτρο «Αγορά για θέσεις εργασίας» (Työmarkkinatori) θα αποτελεί έναν καθολικά προσβάσιμο ψηφιακό χώρο για πελάτες στους οποίους θα διατίθεται ένα ευρύ φάσμα δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο ευρύτερης μεταρρύθμισης που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2018, η Κύπρος έχει ενισχύσει το Σύστημα Τοποθέτησης Υποψηφίων (Candidate Placement System, CPS) της ΔΥΑ μέσω της δημιουργίας πλατφόρμας ΤΠ η οποία στηρίζει την παροχή πιο εξατομικευμένων υπηρεσιών τόσο σε άτομα που αναζητούν εργασία όσο και σε εργοδότες.
Η αξιολόγηση της σύστασης του Συμβουλίου για την ένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας έδειξε ότι τα κράτη μέλη πέτυχαν σημαντική πρόοδο στον τομέα αυτό. Συνολικά, οι σημαντικότερες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν σε κράτη μέλη όπου η προηγούμενη στήριξη για τους μακροχρόνια άνεργους ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη. Η σύσταση αύξησε την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη και καθοδήγησε την εφαρμογή του θεματολογίου πολιτικής που συμφωνήθηκε για την αντιμετώπισή τους. Οδήγησε επίσης σε αύξηση των προοπτικών εργασίας των μακροχρόνια ανέργων, στη σύγκλιση των προσεγγίσεων πολιτικής και στην ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η σύσταση του Συμβουλίου εξακολουθεί να είναι σημαντική για τη συνέχιση της προσφοράς καλύτερων ευκαιριών απασχόλησης σε μακροχρόνια ανέργους. Η ποιότητα της στήριξης που παρέχεται στους μακροχρόνια ανέργους εξακολουθεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Υπάρχει περιθώριο για αύξηση της στοχευμένης προσέγγισης των οικονομικά ανενεργών ατόμων, για βελτίωση της ποιότητας των αξιολογήσεων και για ενίσχυση της συμμετοχής των εργοδοτών. Ο συντονισμός των υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχη πρόκληση λόγω της περιορισμένης ικανότητας και στρατηγικής προσέγγισης των εταιρικών σχέσεων σε ορισμένα κράτη μέλη.
Ορισμένα κράτη μέλη έλαβαν πρόσφατα περαιτέρω μέτρα για να παρέχουν πιο εξατομικευμένη υποστήριξη σε μακροχρόνια ανέργους καθώς και πιο ολοκληρωμένες υπηρεσίες. Η Κύπρος δημιούργησε πρόγραμμα για την κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε επιχειρήσεις με σκοπό τη στήριξη της επανεισόδου στην αγορά εργασίας με παράλληλη απόκτηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων. Κατά τη διάρκεια του 2018, περίπου 130 μακροχρόνια άνεργοι επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα του οποίου η δαπάνη ανήλθε σε περίπου 487 000 EUR. Ο στόχος για το 2019 είναι η συμμετοχή 250 μακροχρόνια ανέργων με προϋπολογισμό 750 000 EUR. Στη Βουλγαρία, το νέο σχέδιο δράσης για την απασχόληση έχει ως στόχο την επιστροφή 16 500 ανέργων στην εργασία στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων εργασίας, ενώ σε περισσότερους από 11 400 ανθρώπους θα προσφερθούν προγράμματα κατάρτισης ώστε να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και παραγωγικοί. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ατόμων σε κατάρτιση το 2019 αναμένεται να αυξηθεί κατά 7,7 % σε σύγκριση με το 2018. Η Ελλάδα θέσπισε μια νέα μεθοδολογία κατάρτισης προφίλ, επιπλέον των προσλήψεων περισσότερων εργασιακών συμβούλων. Οι ικανότητες για την αντιμετώπιση της μακροχρόνιας ανεργίας ενισχύονται επίσης στην Κύπρο, στη Λιθουανία και στην Ισπανία με πρόσθετες προσλήψεις συμβούλων. Η εν εξελίξει μεταρρύθμιση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης στη Φινλανδία αποτελεί ένα βήμα προς την παροχή πολλαπλών επαγγελματικών και ολοκληρωμένων υπηρεσιών. Περιλαμβάνει μέτρα για την παροχή αποδοτικότερων υπηρεσιών, ιδίως στην αρχή της περιόδου ανεργίας, και μεγαλύτερη προσαρμογή στις διαφορετικές ατομικές ανάγκες των ανέργων. Άλλες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης εκτελούν επίσης πιλοτικά έργα, συχνά με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Στην Αυστρία δοκιμάζεται η εξατομικευμένη παροχή καθοδήγησης με χρήση αξιολογήσεων βάσει υπολογιστή, ενώ στη Σλοβενία πραγματοποιούνται δοκιμαστικά κοινές δραστηριότητες με τα κέντρα κοινωνικής εργασίας.
Τα πρόσφατα μέτρα για τους μακροχρόνια ανέργους συνεχίζουν να εστιάζονται στις επιδοτήσεις και στα οικονομικά κίνητρα. Το 2018 η Φλάνδρα (Βέλγιο) ενέκρινε δύο νέα συστήματα επιδοτούμενα από το κράτος, με τα οποία στηρίζεται η πρόσβαση σε βιώσιμη απασχόληση για μακροχρόνια άνεργους μέσω της κατάρτισης (καλούμενη «K-IBO»). Το πρόγραμμα μπορεί να διαρκέσει έως και 52 εβδομάδες, παρέχεται δωρεάν για τον εργοδότη και προβλέπει την επιστροφή των εξόδων μετακίνησης και παιδικής φροντίδας. Η Κύπρος επίσης εστίασε τις προσπάθειές της στην παροχή κινήτρων για την οργάνωση προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων. Στη Σλοβακία, το σχέδιο δράσης που εγκρίθηκε σχετικά με την ένταξη των μακροχρόνια άνεργων στην αγορά εργασίας συνεχίζει να εφαρμόζεται με την προσφορά οικονομικών επιδομάτων και κινήτρων τόσο σε εργοδότες όσο και σε άτομα που αναζητούν εργασία. Τέλος, τροποποιήθηκε η παροχή κινήτρων για προσλήψεις στο Βέλγιο, στην Πορτογαλία, στη Ρουμανία και στην Ισπανία ώστε να τονωθεί περαιτέρω η απασχόληση των μακροχρόνια άνεργων.
Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των παροχών ανεργίας εστίασαν κυρίως στην κάλυψη και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων, με σημαντικές αλλαγές σε μερικά κράτη μέλη. Τον Οκτώβριο του 2018 η Δανία επέκτεινε την κάλυψη του συστήματος προαιρετικής ασφάλισης ανεργίας, το οποίο είχε αρχικά σχεδιαστεί για τους αυτοαπασχολούμενους, ώστε να καλύπτει όλους τους εργαζομένους με μη τυπικές συμβάσεις. Η τροποποίηση χορηγεί ισότιμο καθεστώς σε αυτούς που εργάζονται με παραδοσιακούς όρους απασχόλησης, ενώ στη μέθοδο υπολογισμού για το επίδομα ανεργίας του ατόμου δεν γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ των πηγών εισοδήματος. Τον Απρίλιο του 2019 το Βέλγιο ενέκρινε νομική διάταξη η οποία εγγυάται ότι όσοι παρακολουθούν πρόγραμμα κατάρτισης σε επαγγελματικό τομέα με διαπιστωμένες ελλείψεις δεν υπόκεινται σε μείωση (φθίνουσα τάση) των παροχών ανεργίας συν τω χρόνω. Το μέτρο εντάσσεται στη δέσμη Jobsdeal. Τον Μάρτιο του 2019 η Ισπανία επικαιροποίησε το πρόγραμμα για τη μακροχρόνια ανεργία, το οποίο επεκτείνει πλέον την κάλυψη από τα 52 έτη έως το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, και αυξάνει τη βάση για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (από 859 EUR/μήνα το 2018 σε 1 313 EUR/μήνα το 2019). Από τη συγχώνευση των προγραμμάτων PREPARA και PAE τον Δεκέμβριο του 2018, η κυβέρνηση δεν έχει προωθήσει τα σχέδια εξορθολογισμού του ισχύοντος συστήματος συνδρομής των ανέργων. Επιπλέον, η επανένταξη ανέργων μεγαλύτερης ηλικίας στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Ο προϋπολογισμός του 2019 στη Μάλτα περιλάμβανε επέκταση των παροχών ανεργίας σε άτομα που αναζητούν εργασία και που προηγουμένως ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Στην αντίθετη κατεύθυνση, η Γαλλία θέσπισε το 2018 και το 2019 ορισμένες αλλαγές στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παροχές ανεργίας. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης, οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για παροχές ανεργίας έγιναν πιο αυστηρές, καθώς συνδέθηκαν στενότερα με τις προσπάθειες των ανέργων για εύρεση εργασίας, δημιουργώντας αντικίνητρα για εργοδότες και εργαζομένους όσον αφορά την εναλλαγή συχνών διαστημάτων μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης. Στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης, η Φινλανδία θέσπισε ορισμένες τροποποιήσεις το 2018 και το 2019 στον νόμο περί ασφάλισης ανεργίας με σκοπό την αύξηση των κινήτρων για μερική απασχόληση των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας, στους οποίους χορηγούνται επίσης κίνητρα για πρόσβαση σε κατάρτιση και επαγγελματική εκπαίδευση. Θεσπίστηκαν επίσης τροποποιήσεις που επεκτείνουν το δικαίωμα στις παροχές ανεργίας βάσει των αποδοχών στα μέλη της οικογένειας των αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων. Επίσης, μειώνουν τον χρόνο αναμονής για τη λήψη των δικαιωμάτων ανεργίας από 90 σε 60 ημέρες σε περιπτώσεις στις οποίες η σύμβαση καταγγέλθηκε για λόγους που προκάλεσε ο εργαζόμενος.
Στα περισσότερα κράτη μέλη οι κοινωνικοί εταίροι συμμετείχαν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής και της απασχόλησης. Η ποιότητα της συμμετοχής τους ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών και εξαρτάται από τα θεσμικά πλαίσια και την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πρακτικών. Για παράδειγμα, από τις αρχές του 2018 οι κοινωνικοί εταίροι στο Βέλγιο, στην Κροατία, στην Εσθονία, στη Γερμανία, στην Ιρλανδία, στις Κάτω Χώρες, στην Πορτογαλία, στη Σλοβακία, στη Σλοβενία και στη Σουηδία συζητούν ή συμμετέχουν άμεσα στον σχεδιασμό ή στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Το 2018 οι κοινωνικοί εταίροι στην Πορτογαλία υπέγραψαν τριμερή συμφωνία, στην οποία περιλαμβάνονται μέτρα για την καταπολέμηση του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας. Οι κοινωνικοί εταίροι συζήτησαν και διαπραγματεύτηκαν μεταρρυθμίσεις για τους μηχανισμούς καθορισμού του κατώτατου μισθού στην Πορτογαλία ή στη Μάλτα, παραδείγματος χάριν. Σε χώρες όπως η Λετονία, η Σλοβενία ή η Εσθονία, οι κοινωνικοί εταίροι υπέγραψαν διμερείς συμφωνίες για τις αποδοχές και το κόστος εργασίας. Στη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο, τη Φινλανδία, τη Λετονία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετείχαν σε μεταρρυθμίσεις των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Στη Λετονία και στην Πολωνία, πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τη μεταρρύθμιση στους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των επιστημών. Τον Φεβρουάριο του 2019 οι κοινωνικοί εταίροι στη Δανία από κοινού με την κυβέρνηση παρέτειναν ένα διετές πρόγραμμα ταχύρρυθμης βασικής εκπαίδευσης ένταξης (IGU) για προσφάτως αφιχθέντες μετανάστες και πρόσφυγες, το οποίο θεσπίστηκε το 2016 στο πλαίσιο τριμερούς συμφωνίας.
Τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία παρέχουν οικονομική στήριξη για την ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας των κοινωνικών εταίρων. Η στήριξη για την ανάπτυξη των ικανοτήτων των κοινωνικών εταίρων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένα θεσμικό πλαίσιο σταθερών και βιώσιμων εργασιακών σχέσεων σε διάφορα επίπεδα (εθνικό, τομεακό, περιφερειακό, επιχειρησιακό). Στο πλαίσιο του τρέχοντος Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), διατέθηκαν 189 εκατ. EUR, μεταξύ άλλων, για την ανάπτυξη ικανοτήτων στην Κροατία, την Τσεχία, την Κύπρο, την Εσθονία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Μάλτα, την Πορτογαλία και τη Σλοβενία. Στην Πορτογαλία, το ΕΚΤ στηρίζει την ανάπτυξη θεσμικής ικανότητας των κοινωνικών εταίρων με μια θέση στη μόνιμη επιτροπή κοινωνικής συνεννόησης (CPCS), δεδομένου του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν στον κοινωνικό διάλογο στην Πορτογαλία. Τα μέτρα που μπορούν να λάβουν στήριξη είναι η κατάρτιση, η δικτύωση και η στήριξη για κοινές δράσεις και στενότερη συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Το νέο στοιχείο στο προτεινόμενο ΕΚΤ + είναι η επέκταση της υποχρέωσης να υποστηρίζεται η ανάπτυξη ικανοτήτων των κοινωνικών εταίρων σε όλα τα κράτη μέλη. Βάσει του ισχύοντος κανονισμού για το ΕΚΤ, η υποχρέωση αυτή αφορά μόνο τις διαχειριστικές αρχές σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, σε περιφέρειες μετάβασης ή σε κράτη μέλη που είναι επιλέξιμα για στήριξη στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής.
3.4.Κατευθυντήρια γραμμή 8: Προαγωγή των ίσων ευκαιριών για όλους, προώθηση της κοινωνικής ένταξης και καταπολέμηση της φτώχειας
Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η εφαρμογή της κατευθυντήριας γραμμής αριθ. 8 για την απασχόληση, βάσει της οποίας συνιστάται στα κράτη μέλη να εκσυγχρονίσουν τα οικεία συστήματα κοινωνικής προστασίας με σκοπό την προαγωγή των ίσων ευκαιριών και την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αρχικά παρουσιάζεται επισκόπηση της κοινωνικής κατάστασης στα κράτη μέλη μέσω βασικών δεικτών, μεταξύ άλλων όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, την ανισότητα, την εισοδηματική φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, την επάρκεια των συντάξεων, την πρόσβαση στη στέγαση, καθώς και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα. Στην ενότητα 3.4.2 γίνεται αναφορά στα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη στους τομείς των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, των οικογενειακών παροχών, των παροχών ανεργίας, των πολιτικών στέγασης, των συντάξεων, της μακροχρόνιας φροντίδας, της υγειονομικής περίθαλψης και της ένταξης των ατόμων με αναπηρία.
3.4.1
Βασικοί δείκτες
Τα συνολικά εισοδήματα των νοικοκυριών αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη το 2017. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η κατάσταση παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, με τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης να συνεχίζουν τη διαδικασία σύγκλισης και να δείχνουν αύξηση του ΑΔΕΝ σε ποσοστό υψηλότερο από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε άλλες χώρες σημειώθηκαν πιο περιορισμένες βελτιώσεις. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιταλία, η Ισπανία και η Αυστρία διαθέτουν κατά κεφαλήν ακαθάριστο εισόδημα ακόμη κάτω από το προ της κρίσης επίπεδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2018 (δεν είναι ακόμη διαθέσιμα για όλα τα κράτη μέλη) οι τάσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν.
Διάγραμμα 66: Τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών στην ΕΕ συνεχίζουν να συγκλίνουν προς τα πάνω.
Πραγματικό κατά κεφαλή ΑΔΕΝ, δείκτης 2008 =100 και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, εθνικοί λογαριασμοί [nasq_10_nf_tr και namq_10_gdp], εσωτερικοί υπολογισμοί. Περίοδος: επίπεδα 2017 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2016. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα. Στις 2 Δεκεμβρίου 2019 δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για την Κροατία και τη Μάλτα.
Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE) μειώθηκε περαιτέρω το 2018. Η πλειονότητα των χωρών βίωσε περαιτέρω βελτίωση του ποσοστού των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE) το 2018 και το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά ακόμη 0,5 εκατοστιαίες μονάδες, περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες κάτω από τα προ της κρίσης επίπεδα. Οι σημαντικότερες μειώσεις πραγματοποιήθηκαν σε χώρες που ξεκίνησαν από πολύ υψηλά επίπεδα, όπως η Βουλγαρία (6,1 εκατοστιαίες μονάδες), η Ουγγαρία (6 εκατοστιαίες μονάδες), η Ρουμανία (3,2 εκατοστιαίες μονάδες) και η Ελλάδα (3 εκατοστιαίες μονάδες), καθώς και η Πορτογαλία (1,7 εκατοστιαίες μονάδες), η Κροατία, η Ιρλανδία και η Ιταλία (1,6 εκατοστιαίες μονάδες). Άλλα κράτη μέλη χαρακτηρίστηκαν από αυξήσεις, είτε αντιστρέφοντας προηγούμενες θετικές εξελίξεις (Ηνωμένο Βασίλειο +1,6 εκατοστιαίες μονάδες, η Φινλανδία +0,8 εκατοστιαίες μονάδες, Εσθονία +1 εκατοστιαία μονάδα) είτε επιβεβαιώνοντας τις ελαφρές επιδεινώσεις που έλαβαν χώρα ήδη πέρυσι (Λουξεμβούργο +0,4 %). Η κατάσταση της Λετονίας και της Λιθουανίας παραμένει «κρίσιμη» λόγω των υψηλών επιπέδων τους και παραμένει περιορισμένη ή δεν παρουσιάζει πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα στοιχεία στο διάγραμμα 67 δείχνουν ότι ο δείκτης αυτός παρουσιάζει σύγκλιση στο σύνολο της ΕΕ, όπως επισημαίνεται από την καθοδική κλίση της γραμμής παλινδρόμησης.
Διάγραμμα 67: Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε στην πλειονότητα των κρατών μελών.
Ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, 2018 και μεταβολή από το προηγούμενο έτος (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, SILC. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Τα παιδιά (ηλικίας 0-17 ετών) και οι νέοι (ηλικίας 18-24 ετών) εξακολουθούν να είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού σε σύγκριση με άλλες κατηγορίες ηλικιών. Ο μέσος δείκτης AROPE για τα παιδιά (ηλικίας0-17 ετών) το 2018 μειώθηκε ελαφρώς σε 24,3 % από 24,9 %. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές μειώσεις, ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να καταγράφουν υψηλά ποσοστά παιδικής φτώχειας, κυρίως η Ρουμανία (38,1 %), η Βουλγαρία (33,7 %) και η Ελλάδα (33,3 %). Τα λίγα κράτη μέλη στα οποία ο δείκτης AROPE για τα παιδιά επιδεινώθηκε ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο (+ 2,5 εκατοστιαίες μονάδες), το Βέλγιο και η Σουηδία (+1,2 εκατοστιαίες μονάδες), η Φινλανδία (+0,9 εκατοστιαίες μονάδες), η Γαλλία (+0,8 εκατοστιαίες μονάδες) και η Δανία (+0,7 εκατοστιαίες μονάδες). Η ηλικιακή ομάδα που αντιμετωπίζει περισσότερες προκλήσεις είναι η ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών, με τον μέσο όρο στην ΕΕ να φθίνει κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες στο 28,5 % το 2018, ακόμη πάνω από το προ της κρίσης επίπεδο αλλά με μειώσεις στις περισσότερες χώρες. Ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα συνεχίζουν να παρατηρούνται στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία και την Ιταλία, όπου η ανεργία των νέων εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλή. Ωστόσο, παρατηρούνται υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, την Ισπανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Ο AROPE για την ηλικιακή ομάδα 25-54 ετών μειώθηκε κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες σε 20,7 % κάτω από το προ της κρίσης επίπεδο. Τα άτομα ηλικίας 55 ετών και άνω παραμένουν η ομάδα που είναι λιγότερο πιθανό να επηρεαστεί από τη φτώχεια ή τον αποκλεισμό με ποσοστό 20,3 %.
Τα άτομα που έχουν γεννηθεί εκτός ΕΕ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Το 2018 ο δείκτης AROPE για τα άτομα που είχαν γεννηθεί εκτός ΕΕ ήταν 37,3 % έναντι 20,1 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ για τους γηγενείς. Η διαφορά αυτή ήταν γενικά σταθερή (17,2 εκατοστιαίες μονάδες έναντι 17,6 εκατοστιαίες μονάδες το 2017) σε επίπεδο ΕΕ, αλλά παρουσιάζει μείωση σε μερικές από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο (Βέλγιο -5,1 εκατοστιαίες μονάδες, Ελλάδα -4,2 εκατοστιαίες μονάδες, Δανία -3,1 εκατοστιαίες μονάδες, Αυστρία -3,2 εκατοστιαίες μονάδες, Λουξεμβούργο -2,3 εκατοστιαίες μονάδες και Σουηδία -1,4 εκατοστιαίες μονάδες). Ωστόσο, παραμένει υψηλή και αυξάνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο (29,2, +1,2 σε σχέση με το 2017), στην Ισπανία (28,4, +1,8 εκατοστιαίες μονάδες), στη Γαλλία (24,8, +5,2 εκατοστιαίες μονάδες) και στις Κάτω Χώρες (22,1, +1,5 εκατοστιαίες μονάδες).
Διάγραμμα 68: Η κατάσταση συνεχίζει να βελτιώνεται, ιδίως όσον αφορά τις σοβαρές υλικές στερήσεις και τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά οιονεί ανέργων.
Υποδείκτες του δείκτη «Άτομα που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού»
Πηγή: Eurostat, SILC. Σημείωση: Οι δείκτες ταξινομούνται με βάση τον δείκτη AROPE για το 2018. Για το 2008 χρησιμοποιήθηκαν τιμές που αφορούν την ΕΕ-27 (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την HR).
Το μερίδιο του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερό. Σημείωσε γενικά αύξηση, παρά τις συνεχείς μειώσεις σε ορισμένες χώρες με υψηλότερα ποσοστά, ενώ παρέμεινε κατά μέσο όρο χαμηλότερο από το ανώτατο επίπεδό του το 2016. Κατά μέσο όρο το 2018, η νομισματική φτώχεια στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες στο 17,1 %. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Ελλάδα (–1,7 εκατοστιαίες μονάδες), στη Βουλγαρία (–1,4 εκατοστιαίες μονάδες), στην Πορτογαλία (–1 εκατοστιαία μονάδα) και στην Ουγγαρία (–0,6 εκατοστιαίες μονάδες). Αντιθέτως, ο δείκτης αυξήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (+2,0 εκατοστιαίες μονάδες), στη Λετονία (+1,2 εκατοστιαίες μονάδες), στη Σουηδία (+0,6 εκατοστιαίες μονάδες), στο Βέλγιο, τη Φινλανδία και την Τσεχία (+0,5 εκατοστιαίες μονάδες). Οι ταχείες εκτιμήσεις της Eurostat
υποδηλώνουν μείωση σε σχέση με τα εισοδήματα το 2018 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, ενώ εκτιμάται ότι σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα ποσοστά σοβαρής υλικής στέρησης (SMD) εξακολουθούν να συγκλίνουν προς τα κάτω, χάρη στη σταθερή βελτίωση χωρών στις οποίες η στέρηση είναι υψηλή. Μείωση των ποσοστών σημειώθηκε το 2018 σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό του πληθυσμού που πλήττεται από σοβαρή υλική στέρηση υπερέβαινε τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά (Βουλγαρία, Ελλάδα και Ρουμανία) ήταν επίσης από τις χώρες που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες μειώσεις (9,1, 4,4 και 2,9 εκατοστιαίες μονάδες αντιστοίχως). Σε ορισμένα κράτη μέλη στα οποία τα ποσοστά στέρησης είναι χαμηλά, αναφέρθηκαν μικρές αυξήσεις για το 2018 (Γαλλία +0,6 εκατοστιαίες μονάδες, με άνοδο στο 4,7 %· Ηνωμένο Βασίλειο +0,5 εκατοστιαίες μονάδες, με άνοδο στο 4,6 %· Φινλανδία +0,7 εκατοστιαίες μονάδες, με άνοδο στο 2,8 %)
Συνεχής βελτίωση σημειώνεται επίσης και όσον αφορά την υλική και κοινωνική στέρηση, στην οποία αποτυπώνεται ευρύτερο φάσμα πτυχών της στέρησης. Το ποσοστό της υλικής και κοινωνικής στέρησης (MSD) εξακολούθησε να μειώνεται το 2018 κατά μέσο όρο στην ΕΕ (κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, ανερχόμενο σε ποσοστό 12,8 %). Μειώσεις σημειώθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη το 2018 σε σύγκριση με το 2017, ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία (–10,1 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Ρουμανία (–5,1 εκατοστιαίες μονάδες), οι οποίες ήταν τα δύο κράτη μέλη με τα υψηλότερα ποσοστά υλικής και κοινωνικής στέρησης το 2017. Σε ορισμένα από αυτά τα κράτη μέλη παρατηρήθηκε φθίνουσα τάση τουλάχιστον από το 2016. Τα ποσοστά της υλικής και κοινωνικής στέρησης μειώθηκαν το 2018 (σε σύγκριση με το 2017) στα περισσότερα κράτη μέλη που βρίσκονταν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2017. Στο αντίθετο άκρο τα ποσοστά της υλικής και κοινωνικής στέρησης αυξήθηκαν το 2018 (σε σύγκριση με το 2017) στη Μάλτα, τη Δανία, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία, την Ισπανία και τη Γαλλία.
Το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε οιονεί νοικοκυριά ανέργων μειώθηκε περαιτέρω. Παράλληλα με τις βελτιώσεις στην αγορά εργασίας εξακολουθεί επίσης να βελτιώνεται η ένταση εργασίας των νοικοκυριών. Το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας μειώθηκε σε σχέση με το προηγούμενο έτος (τώρα 8,8 %) και είναι πλέον κάτω από το προ της κρίσης επίπεδο για το σύνολο της ΕΕ και για 10 κράτη μέλη. Οι επιδόσεις της Ιρλανδίας (- 2,9 εκατοστιαίες μονάδες), της Ισπανίας και της Βουλγαρίας (-2,1 εκατοστιαίες μονάδες) αποτέλεσαν τις σημαντικότερες μειώσεις, ενώ οι επιδόσεις του Λουξεμβούργου (+1,4 εκατοστιαίες μονάδες), της Δανίας (+1,1 εκατοστιαίες μονάδες) και της Ρουμανίας (+0,5 εκατοστιαίες μονάδες) ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζομένων παραμένει γενικά υψηλός, παρά τις μειώσεις στα περισσότερα κράτη μέλη. Ο κίνδυνος το εισόδημα ενός νοικοκυριού να είναι κατώτερο από το όριο της φτώχειας, αν και τα μέλη του εργάζονται, αυξήθηκε ελαφρώς κατά 0,1 εκατοστιαίες μονάδες το 2018 (αφότου σημείωσε μείωση κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες το 2017) και παραμένει υψηλός ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη (βλ. επίσης ενότητα 3.1.1). Επίπεδα πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,5 % το 2018) παραμένουν στη Ρουμανία (15,3 %), στο Λουξεμβούργο (13,5 %), την Ισπανία (12,9 %), την Ιταλία (12,2 %), το Ηνωμένο Βασίλειο (11,3 %, με αύξηση κατά 2,4 εκατοστιαίες μονάδες κατά το τελευταίο έτος) και στην Ελλάδα (11 %). Ο κίνδυνος αυτός είναι υψηλότερος για νοικοκυριά με εργαζομένους με μερική απασχόληση (κατά μέσο όρο 15,7 % στο σύνολο της ΕΕ) με πολύ υψηλά επίπεδα σε χώρες όπως η Ρουμανία (62,7 %), η Βουλγαρία (34,4 %), η Πορτογαλία (29,2 %), η Λιθουανία (25,3 %) και η Ελλάδα (24,6 %). Ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζομένων παραμένει υψηλός για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης σε ορισμένα κράτη μέλη, ειδικότερα στο Λουξεμβούργο (11,8 %), στη Ρουμανία (11,2 %), στην Ιταλία και στην Ισπανία (10,9 %), στοιχείο που δείχνει πως σε ορισμένες χώρες η εργασία δεν αποτελεί πάντα εγγύηση για την αποφυγή της φτώχειας.
Σε γενικές γραμμές, η έκταση της εισοδηματικής φτώχειας εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα πρόκληση. Η αύξηση του χάσματος της φτώχειας το 2018 (24,6 % έναντι 24,1 % το 2017) αντικατοπτρίζει την επιδείνωση της κατάστασης παρά τις θετικές εξελίξεις σε ορισμένα κράτη μέλη. Αυξήσεις καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (+7,4 εκατοστιαίες μονάδες), το Ηνωμένο Βασίλειο (+4,8), την Κύπρο (+3,5 εκατοστιαίες μονάδες), την Κροατία (+2,9 εκατοστιαίες μονάδες), το Λουξεμβούργο (+2,6 εκατοστιαίες μονάδες), το Βέλγιο (+1,5 εκατοστιαίες μονάδες), την Εσθονία (+1,2 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Γερμανία (+1,1 εκατοστιαίες μονάδες). Αυτό δείχνει ότι η κατάσταση των φτωχών στις χώρες αυτές επιδεινώνεται πέρα από το όριο της φτώχειας. Αντιθέτως, θετικές εξελίξεις μπορούν να παρατηρηθούν στην Ισπανία (-3,9 εκατοστιαίες μονάδες), τη Βουλγαρία (-3,6 εκατοστιαίες μονάδες), την Ιρλανδία (-3,0 εκατοστιαίες μονάδες), την Πορτογαλία (-2,5 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Σλοβενία (-2,1 εκατοστιαίες μονάδες).
Τα άτομα με αναπηρία διατρέχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού από τα άτομα χωρίς αναπηρία. Το 2018 ποσοστό 29,3 % των ατόμων με αναπηρία στην ΕΕ διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δηλ. το ίδιο μερίδιο όπως το 2017), σε σύγκριση με 19 % των ατόμων χωρίς αναπηρία
, ήτοι αυξημένη διαφορά 10,3 εκατοστιαίων μονάδων. Η σοβαρότητα της αναπηρίας είναι πολύ σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας, με ποσοστό 36,2 % των ατόμων με σοβαρή αναπηρία ηλικίας 16 ετών και άνω στην ΕΕ να διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2017 σε σύγκριση με 26,3 % των ατόμων με μέτρια αναπηρία και 19 % των ατόμων χωρίς αναπηρία.
Η εισοδηματική ανισότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Το μερίδιο εισοδήματος του χαμηλότερου 40 % παρέμεινε γύρω στο 21 % το 2018, κάτι που αντικατοπτρίζει μια παρόμοια αύξηση του εισοδήματος για το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, οι αυξήσεις στο μερίδιο του εισοδήματος του υψηλότερου 20 % των νοικοκυριών αντισταθμίζουν αυτό το θετικό αποτέλεσμα, δηλαδή σε γενικές γραμμές η εισοδηματική ανισότητα βρίσκεται ακόμη πάνω από τα επίπεδα πριν από την κρίση με το S80/S20 να αυξάνει στο 5,17 το 2018 από το 5,08 το 2017. Ορισμένα κράτη μέλη, παρότι εξακολουθούν να βρίσκονται πάνω τον μέσο όρο της ΕΕ (Ελλάδα, Ισπανία, Βουλγαρία, Λιθουανία και Πορτογαλία) παρουσιάζουν ενδείξεις σύγκλισης. Ορισμένα άλλα κράτη μέλη (Λουξεμβούργο, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία) καταγράφουν αυξήσεις και σε ορισμένα μάλιστα σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο (Ρουμανία, Λετονία).
Διάγραμμα 69: Η εισοδηματική ανισότητα στην ΕΕ παραμένει εν γένει σταθερή, παρότι αυξήθηκε σε ορισμένα κράτη μέλη.
Λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων).
Πηγή: Eurostat, SILC. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας
αυξήθηκαν σε πραγματικούς όρους λιγότερο από το ΑΕΠ το 2016 στα περισσότερα κράτη μέλη, αλλά παραμένουν μεγάλες διαφορές.
Σε πραγματικούς όρους οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας αυξήθηκαν σε 23 κράτη μέλη από το 2015 έως το 2016 και μειώθηκαν σε πέντε
. Το 2016 επιβεβαιώνεται η διαρθρωτική μετατόπιση των δαπανών (προς τις συντάξεις γήρατος και την υγειονομική περίθαλψη) (αντικατοπτρίζοντας εν μέρει τις δημογραφικές αλλαγές). Συνολικά, οι δαπάνες για παροχές ανεργίας συνέχισαν να μειώνονται το 2016 καθώς βελτιωνόταν το οικονομικό περιβάλλον. Ως ποσοστό του ΑΕΠ οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας αυξήθηκαν στην πραγματικότητα μόνο σε εννέα κράτη μέλη, ενώ μειώθηκαν σε 17 και παρέμειναν σταθερές σε δύο. Το 2016 εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας, τόσο σε επίπεδο κατά κεφαλήν δαπανών όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν υψηλότερες στη Γαλλία (32,1 %), στη Φινλανδία (31,3 %) και στη Δανία (29,8 %), ενώ ήταν χαμηλότερες στη Ρουμανία (14,4 %), στη Λιθουανία (14,6 %) και στη Λετονία (14,9 %).
Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς την εξέλιξη του αντικτύπου των κοινωνικών παροχών (με εξαίρεση τις συντάξεις) στη φτώχεια. Ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών μειώθηκε σε ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. Βέλγιο, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Λετονία, Λουξεμβούργο και Ηνωμένο Βασίλειο). Αντιθέτως, ουσιαστικές αυξήσεις καταγράφηκαν το 2018 στη Βουλγαρία (+ 5,6 εκατοστιαίες μονάδες), την Ελλάδα (+ 4,4 εκατοστιαίες μονάδες), την Ουγγαρία (+ 2,4 εκατοστιαίες μονάδες) και την Ιταλία (+ 2,2 εκατοστιαίες μονάδες). Από το διάγραμμα 70 προκύπτει ότι παρατηρείται σύγκλιση σε κάποιο βαθμό, καθώς στα κράτη μέλη με χαμηλότερα επίπεδα ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας αυξήθηκε με υψηλότερο ρυθμό. Το συνολικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας (και τις σχετικές μεταβολές στα χαρακτηριστικά των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας), καθώς και από τις μεταβολές στην επάρκεια και την κάλυψη των παροχών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ορισμένες φορές οι παροχές δεν συμβαδίζουν με τα εν γένει αυξανόμενα εισοδήματα.
Διάγραμμα 70: Ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας αποδυναμώνεται σε ορισμένα κράτη μέλη.
Αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών (εκτός των συντάξεων) στη μείωση της φτώχειας και ετήσια μεταβολή (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων).
Πηγή: Eurostat, SILC. Περίοδος: επίπεδα 2017 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2016. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Οι αυτοαπασχολουμένοι και οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη οικονομική αβεβαιότητα με περιορισμένη πρόσβαση σε κοινωνική προστασία
. Το 2019 οι αυτοαπασχολούμενοι δεν είχαν πρόσβαση σε προστασία κατά της ανεργίας σε δέκα χώρες, υποχρεωτική κάλυψη ασθενείας σε τρεις χώρες και προστασία κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών σε δέκα χώρες
. Οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης έχουν συνήθως την ίδια επίσημη κάλυψη από τα περισσότερα συστήματα κοινωνικών παροχών με εκείνη που έχουν και οι εργαζόμενοι με τυποποιημένες συμβάσεις εργασίας, αν και συχνά αυτό δεν ισχύει για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (π.χ. οι περιστασιακοί και οι εποχικοί εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι με καθεστώς ετοιμότητας και οι εργαζόμενοι με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης μέσω γραφείου ευρέσεως εργασίας, σύμβαση αστικού δικαίου ή σύμβαση μηδενικού ωραρίου συχνά αποκλείονται από τη δυνατότητα υπαγωγής στα αντίστοιχα συστήματα). Συνολικά, μεγαλύτερα ή μικρότερα εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης και οι αυτοαπασχολούμενοι όσον αφορά την αποτελεσματική κάλυψη, δηλαδή τη δυνατότητα συσσώρευσης και χρήσης επαρκών δικαιωμάτων σε περίπτωση ανάγκης, εντοπίστηκαν σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη (και συνδέονται με τις ελάχιστες περιόδους εξασφάλισης των δικαιωμάτων, τους χρόνους αναμονής, την έλλειψη δυνατότητας μεταφοράς δικαιωμάτων κοινωνικής προστασίας).
Η διατήρηση και η μεταφορά συσσωρευμένων δικαιωμάτων σε άλλο σύστημα λόγω επαγγελματικής μετάβασης παραμένουν δύσκολες. Καθώς ο κόσμος της εργασίας μεταβάλλεται, η ευελιξία αυτή καθίσταται πιο σημαντική και η έλλειψη δυνατότητας μεταφοράς μπορεί να παρεμποδίσει τη δυναμική και την αντιστοίχιση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας. Για τους εργαζόμενους που μεταβαίνουν από έναν τομέα σε άλλον ή από μια μορφή απασχόλησης σε άλλη, η έλλειψη κανονιστικής ρύθμισης καθιστά δύσκολη τη μεταφορά δικαιωμάτων σε τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη, ενώ το εξαιρετικά υψηλό κόστος και οι διαφορετικοί κανόνες που διέπουν τα διάφορα συστήματα προσδιορίστηκαν επίσης ως εμπόδια σε τέτοιες περιπτώσεις μετάβασης σε αρκετά κράτη μέλη. Τέλος, η έλλειψη διαφανών πληροφοριών σχετικά με τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης δεν επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις σε πολλές χώρες. Παρότι γενικές πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα κοινωνικής προστασίας διατίθενται σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από πέντε, εξατομικευμένες πληροφορίες είναι διαθέσιμες μόνο στα μισά από αυτά (π.χ. προσομοίωση όσον αφορά τις συντάξεις είναι διαθέσιμη στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Πολωνία).
Παρά το ότι υφίστανται συστήματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη, η επάρκειά τους παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις και σε γενικές γραμμές μειώνεται. Τα συστήματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα πρέπει να συνδυάζουν επαρκές επίπεδο εισοδηματικής στήριξης με πρόσβαση σε αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες και κίνητρα για την (επαν)ένταξη στην αγορά εργασίας των ατόμων που μπορούν να εργαστούν, όπως τονίζεται επίσης στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Στην κοινή έκθεση για την απασχόληση για το 2018 παρουσιάστηκε λεπτομερής συγκριτική ανάλυση των κύριων χαρακτηριστικών των συστημάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε ολόκληρη την ΕΕ, βάσει των αποτελεσμάτων της σχετικής συγκριτικής αξιολόγησης που διενέργησε η Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας (EΚΠ)
. Ενώ η ανάλυση παραμένει γενικά έγκυρη, η παρούσα ενότητα παρέχει σχετική επικαιροποίηση. Η επάρκεια των παροχών ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μπορεί να μετρηθεί εάν συγκριθεί το εισόδημα των δικαιούχων με το εθνικό όριο φτώχειας (ως ένδειξη του βαθμού στον οποίο τα συστήματα καταφέρνουν να μετριάσουν την εισοδηματική φτώχεια) και το εισόδημα των δικαιούχων με το εισόδημα χαμηλόμισθου εργαζόμενου
(επίσης για την παροχή ένδειξης όσον αφορά τη διάσταση ενεργοποίησης και τη δυνητική λειτουργία των συστημάτων ως αντικινήτρων). Αμφότεροι οι δείκτες δίνουν παρόμοια αποτελέσματα όσον αφορά την επάρκεια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στα κράτη μέλη το εισοδηματικό έτος 2017
(διάγραμμα 71). Η μεγαλύτερη επάρκεια καταγράφηκε στις Κάτω Χώρες και στην Ιρλανδία, όπου το επίπεδο των παροχών των νοικοκυριών ενός ατόμου το 2017 υπερέβαινε πλέον του 100 % του επιπέδου του εθνικού ορίου εισοδηματικής φτώχειας (το οποίο ορίζεται σε 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος). Στο αντίθετο άκρο, το 2017 η επάρκεια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία ήταν κάτω του 20 % του ορίου φτώχειας ή ελαφρώς πάνω από το 20 % του εισοδήματος χαμηλόμισθου εργαζομένου. Κατά την περίοδο μεταξύ 2016 και 2017 η επάρκεια του ελάχιστου εισοδήματος παρέμεινε σταθερή ή μειώθηκε ελαφρώς κατά μέσο όρο σε σύγκριση με το εθνικό όριο φτώχειας σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Ελλάδα (όπου αυξήθηκε σημαντικά), τη Μάλτα, το Βέλγιο και την Ιρλανδία. Οι μεταβολές της επάρκειας —όταν υπολογίζονται σε σύγκριση με το καθαρό εισόδημα χαμηλόμισθου εργαζομένου— είναι θετικές μόνο στην Ελλάδα, στη Μάλτα, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες.
Διάγραμμα 71: Η επάρκεια της στήριξης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παρουσιάζει αρκετά σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών.
Καθαρό εισόδημα δικαιούχων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ως ποσοστό του ορίου κινδύνου φτώχειας (που εξομαλύνθηκε σε διάστημα τριετίας) και ως ποσοστό του εισοδήματος χαμηλόμισθου εργαζομένου (εισοδηματικό έτος 2017)
Πηγή: Eurostat, ΟΟΣΑ.
Σημειώσεις: Τα διαγράμματα αφορούν άγαμους χωρίς παιδιά. Το καθαρό εισόδημα δικαιούχου ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μπορεί να περιλαμβάνει επίσης και άλλα είδη παροχών (π.χ. επιδόματα στέγασης) πέραν του ελάχιστου εισοδήματος. Οι πληροφορίες για την IT δεν περιλαμβάνουν το σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που θεσπίστηκε πρόσφατα, καθώς δεν είχε ακόμη τεθεί σε εφαρμογή έως το 2017. Οι πιο πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες για τα όρια της εισοδηματικής φτώχειας στις IE, SK και UK αφορούν το εισοδηματικό έτος 2016. Ο υπό εξέταση χαμηλόμισθος εργαζόμενος κερδίζει το 50 % του μέσου μισθού και εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Η κάλυψη των κοινωνικών παροχών επηρεάζει επίσης τις επιδόσεις τους. Παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στο ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν παροχές. Το ποσοστό των δικαιούχων παροχών, το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιο των οικονομικά ενεργών ατόμων (ηλικίας 18-59 ετών) που λαμβάνουν οποιαδήποτε παροχή (εκτός από παροχές γήρατος) μεταξύ του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας, εμφανίζει τιμές που κυμαίνονται από 44,2 % στην Ιταλία έως 97,8 % στη Δανία, με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 να ανέρχεται στο 65,9 %.
Οι παροχές ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος φαίνεται ότι επαρκούν λιγότερο για την αντιμετώπιση της έκτασης της εισοδηματικής φτώχειας μεταξύ των νοικοκυριών χαμηλής έντασης εργασίας. Το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των οικονομικά ενεργών ατόμων (18-64 ετών) αυξήθηκε το 2018 (από 26,9 % το 2017 σε 27,5 %), και ακόμη περισσότερο για τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά (οιονεί) ανέργων έως και 36,8 % (έναντι 35,5 % το 2017 και 37,8 % το 2016). Οι υψηλότερες διαφορές μεταξύ του διάμεσου εισοδήματος των ατόμων αυτών και του ορίου του κινδύνου φτώχειας καταγράφηκαν στη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ιταλία και τη Ρουμανία (στις οποίες σημειώθηκε αύξηση το 2018) και στη Βουλγαρία (στην οποία αντιθέτως σημειώθηκε μείωση κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες).
Διάγραμμα 72: Το σχετικό διάμεσο χάσμα εισοδήματος ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας από οιονεί νοικοκυριά ανέργων αυξάνεται εκ νέου
Σχετικό διάμεσο χάσμα εισοδήματος ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας από οιονεί νοικοκυριά ανέργων, 2016-2018
Πηγή: ίδιος υπολογισμός με βάση τα δεδομένα Eurostat, στοιχεία SILC. Δεν διατίθενται στοιχεία για την Ιρλανδία, τη Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο στις 2 Δεκεμβρίου 2019.
Το 2018 το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Ωστόσο, ένας στους δέκα Ευρωπαίους ζει σε νοικοκυριό στο οποίο το κόστος στέγασης αποτελεί σημαντική επιβάρυνση (υπερβαίνει το όριο της υπερβολικής επιβάρυνσης του 40 % του διαθέσιμου εισοδήματος). Οι δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγαση παραμένουν πολύ υψηλές στην Ελλάδα (σχεδόν για το 40 % των νοικοκυριών το κόστος στέγασης αποτελεί υπερβολική επιβάρυνση). Τα ποσοστά στη Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, τη Γερμανία και τη Ρουμανία είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Εσθονία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Κύπρο, τη Μάλτα και τη Σλοβακία κάτω από το 5 % των νοικοκυριών αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης. Τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε ζητήματα οικονομικής προσιτότητας και οι μισθωτές επηρεάζονται επίσης σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτό το ζήτημα. Για την ακρίβεια, το 36,7 % των φτωχότερων νοικοκυριών αντιμετωπίζει υπερβολική επιβάρυνση από το κόστος στέγασης, καθώς και το 26 % των μισθωτών.
Διάγραμμα 73: Η υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης πλήττει σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, ιδίως τα άτομα που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας
Ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριό του οποίου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει πάνω από το 40 % του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, 2018
Πηγή: Eurostat, SILC.
Η σοβαρή στέρηση στέγασης είναι σε γενικές γραμμές σταθερή το 2018. Ωστόσο, μειώνεται σε κράτη μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου τα ζητήματα ποιότητας της στέγασης ήταν περισσότερο έντονα. Παρά τη βελτίωση αυτή, περίπου ένας στους επτά Ευρωπαίους εξακολουθεί να ζει σε κατοικία με διαρροή στέγης, υγρούς τοίχους, υγρά δάπεδα ή θεμέλια ή σάπια πλαίσια παραθύρων ή δάπεδα. Τα προβλήματα αυτά πλήττουν κυρίως τους μισθωτές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζουν σε κοινωνικές κατοικίες. Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν έχει στην κατοικία του ούτε μπανιέρα ούτε ντους, παρότι είναι συνολικά χαμηλό (1,9 % το 2018), ανέρχεται σε 25,6 % στη Ρουμανία και υπερβαίνει το 8 % στη Βουλγαρία, στη Λετονία και στη Λιθουανία. Το μερίδιο των παιδιών κάτω των 18 ετών που αντιμετωπίζουν σοβαρή στέρηση στέγασης εξακολουθεί να είναι υψηλότερο σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό, καθώς 6,1 % των παιδιών ζουν σε ακατάλληλες κατοικίες σε σύγκριση με 4 % του συνολικού πληθυσμού.
Το φαινόμενο των αστέγων, ως η πλέον ακραία μορφή αποκλεισμού από τη στέγαση, αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία σε μια σειρά από κράτη μέλη. Μόνο στη Φινλανδία σημειώθηκε σημαντική μείωση του φαινομένου των αστέγων, παρά το ότι σε τρεις χώρες παρατηρούνται είτε ετερογενείς τάσεις (Κροατία και Πολωνία) είτε σταθεροποίηση του φαινομένου των αστέγων τα τελευταία έτη (Πορτογαλία). Το φαινόμενο των αστέγων παραμένει κυρίως αστικό φαινόμενο και οι πιέσεις της στεγαστικής αγοράς έχουν προσδιοριστεί ως καθοριστικός βασικός παράγοντας για τις αυξήσεις του ποσοστού των αστέγων τα τελευταία έτη στην πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ. Στις πιέσεις αυτές περιλαμβάνονται διάφορες αρνητικές εξελίξεις, όπως: αυξήσεις στις τιμές πώλησης και μίσθωσης κατοικιών, έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγασης, αλλαγές στη νομοθεσία περί μίσθωσης, περιορισμένες ή μειωμένες δημόσιες επενδύσεις σε δημόσια και/ή κοινωνική στέγαση, περικοπές στα στεγαστικά επιδόματα. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι αρνητικοί παράγοντες που συντελούν στην αύξηση των ποσοστών των αστέγων, μεταξύ των οποίων η φτώχεια, η αυξανόμενη ανεργία, η ανεπαρκής και/ή δυσχερής πρόσβαση σε συστήματα και υπηρεσίες στήριξης και η αυξανόμενη μετανάστευση. Σε ατομικό επίπεδο, ορισμένοι παράγοντες επηρεάζουν τον βαθμό στον οποίο ένα άτομο μπορεί να εκτεθεί στον κίνδυνο να μείνει χωρίς στέγη, όπως η ψυχική ασθένεια, η κατάχρηση ουσιών ή το αρνητικό οικογενειακό πλαίσιο (διάλυση της οικογένειας ή οικογενειακή βία, θάνατος συντρόφου).
Διάγραμμα 74: Ο κίνδυνος φτώχειας και ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας μειώνεται σταθερά σε πολλά κράτη μέλη.
Ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, 2018
Πηγή: Eurostat, EU-SILC.
Τα εισοδήματα από τις συντάξεις παρέχουν στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας σχετική προστασία από τον κίνδυνο φτώχειας. Σε επίπεδο ΕΕ, το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας (AROP) είναι για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας κατώτερο από εκείνο για τα οικονομικά ενεργά άτομα (15,9 % σε σύγκριση με 16,5 % το 2018). Την τελευταία δεκαετία, η σχέση αυτή αντιστράφηκε σε σύγκριση με την προ κρίσης περίοδο και αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι η κρίση μείωσε τα επίπεδα του μέσου πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ιδίως στα οικονομικά ενεργά άτομα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ οι συντάξεις επέδειξαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Ωστόσο, η σοβαρή υλική στέρηση μειώθηκε επίσης στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (από 7,5 % το 2008 σε 4,7 % το 2018), στοιχείο που υποδεικνύει ότι η συνολική μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού δεν ήταν απλώς σχετικό αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος φτώχειας και ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας μειώνονται σταθερά στα περισσότερα κράτη μέλη. Συνολικά, το 2018 τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκαν κατά περίπου 1,3 εκατομμύρια σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα (2008). Η βελτίωση του βασικού δείκτη αποκρύπτει έντονες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, με σημαντικές μειώσεις του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για τους ηλικιωμένους στην Κύπρο (-25,8 εκατοστιαίες μονάδες από το 2008), στη Βουλγαρία (-20,4 εκατοστιαίες μονάδες), στη Ρουμανία (-16,6 εκατοστιαίες μονάδες) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (-8,3 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ αυξήσεις καταγράφηκαν στην Εσθονία (+6,5 εκατοστιαίες μονάδες) και στο Λουξεμβούργο (+6,7 εκατοστιαίες μονάδες).
Ωστόσο, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάσταση των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς μία στις πέντε γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ. Το 2018 ο δείκτης AROPE για τις γυναίκες κυμαινόταν από περίπου 10 % στη Δανία, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες έως περίπου 50 % στη Βουλγαρία και στα κράτη της Βαλτικής. Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των φύλων στον δείκτη AROPE παρατηρούνται στη Λιθουανία (19,4 εκατοστιαίες μονάδες), στην Εσθονία (17,2 εκατοστιαίες μονάδες) και στη Βουλγαρία (15,8 εκατοστιαίες μονάδες). Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας έχουν χαμηλότερα εισοδήματα από τους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας: το 2017 το ποσοστό διάμεσου εισοδήματος των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας ήταν κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από εκείνο των ανδρών στην ΕΕ σε σχέση με τα άτομα μικρότερης ηλικίας του ίδιου φύλου (89 % για τις γυναίκες και 95 % για τους άνδρες). Επομένως, όχι μόνο οι γυναίκες έχουν χαμηλότερα εισοδήματα κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου τους, αλλά έχουν επίσης χαμηλότερα εισοδήματα όταν συνταξιοδοτούνται, στοιχείο που συμβάλλει στις ανισότητες μεταξύ των φύλων στα εισοδήματα των ηλικιωμένων.
Κατά μέσο όρο στην ΕΕ τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω έχουν ελαφρώς χαμηλότερα εισοδήματα από εκείνα των ατόμων νεότερων ηλικιακών ομάδων. Το 2018 το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αντιπροσώπευε το 91 % του εισοδήματος του νεότερου πληθυσμού. Το συνολικό σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος ήταν κάτω του 75 % σε πέντε χώρες (Τσεχία, Μάλτα, Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία) και κάτω του 80 % σε άλλες πέντε (Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Κύπρος και Κροατία). Αντιθέτως, οι άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας σε έξι κράτη μέλη (Λουξεμβούργο, Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία, Ουγγαρία, Ιταλία) και οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας σε δύο κράτη μέλη (Λουξεμβούργο και Γαλλία) είχαν το 2018 υψηλότερο διάμεσο εισόδημα από εκείνο των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών.
Ενώ, κατά μέσο όρο, οι συντάξεις αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του εισοδήματος από την εργασία στα τελευταία έτη του επαγγελματικού βίου, η ικανότητα των συντάξεων να αναπληρώσουν το εισόδημα διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Το 2018 το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης ήταν κατά μέσο όρο 58 % στην ΕΕ με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Το ποσοστό κυμάνθηκε από 33 % στην Ιρλανδία, σχεδόν 40 % στη Λετονία και τη Λιθουανία και 41 % στη Βουλγαρία και την Εσθονία, έως 86 % στο Λουξεμβούργο.
Για την αντιμετώπιση της πρόκλησης του αυξανόμενου προσδόκιμου ζωής και δεδομένης της έναρξης του εργασιακού βίου σε μεγαλύτερη ηλικία, οι συντάξεις πρέπει να προσαρμοστούν. Επιπλέον της μείωσης της εισοδηματικής φτώχειας και της αναπλήρωσης του εισοδήματος, η τρίτη σχετική διάσταση της επάρκειας των συντάξεων είναι η διάρκεια της συνταξιοδότησης. Η πρόκληση έγκειται στη διασφάλιση της διατήρησης του εισοδήματος και στην προστασία από τη φτώχεια κατά τη διάρκεια της περιόδου συνταξιοδότησης η οποία αναμένεται να παραταθεί δεδομένης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν επαρκή χρόνο κατά τα έτη που εργάζονται ώστε να αποταμιεύσουν χρήματα και να προετοιμαστούν για παρατεταμένη περίοδο συνταξιοδότησης. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων προβλέπεται να αυξηθεί από 1 προς 3 (30,5) το 2018 σε 1 προς 2 (49,9) το 2050 και ακόμη περισσότερο στο 51,6 % το 2070. Έως το 2024, εκτιμάται ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός 11 κρατών μελών θα σημειώσει μείωση κατά άνω του 3 % σε σύγκριση με το 2016. Στο μέλλον, το προσδόκιμο ζωής στην πραγματική ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας, εκφραζόμενο ως κλάσμα του ενήλικου βίου, προβλέπεται να αυξηθεί στα περισσότερα κράτη μέλη. Επί του παρόντος, ποικίλλει από ένα τέταρτο στη Λιθουανία έως άνω του ενός τρίτου στο Λουξεμβούργο. Το 2070 προβλέπεται να αυξηθεί, κυμαινόμενο από περίπου 30 % στις Κάτω Χώρες έως πολύ πάνω από 40 % στο Λουξεμβούργο, ενώ στις περισσότερες χώρες θα ανέρχεται περίπου στο 35 %. Οι χώρες με μικρές προβλεπόμενες αλλαγές είναι εκείνες που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι συνδέουν τις νόμιμες ηλικίες συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής.
Διάγραμμα 75: Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μεγαλύτερης ηλικίας αναμένεται να ζήσουν περισσότερο στη σύνταξη.
Ποσοστό ενήλικης ζωής στη σύνταξη, 2017 και αναμενόμενη αλλαγή το 2070
Πηγή: 2018 Ageing Report
Στο πλαίσιο της αύξησης της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης, η παραμονή στην εργασία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση και τη βελτίωση της επάρκειας των συντάξεων. Οι πολιτικές για τις συντάξεις (και οι φορολογικές πολιτικές) μπορούν να παράσχουν τα κατάλληλα κίνητρα στους ανθρώπους ώστε να παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο. Στα κίνητρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται ο συμψηφισμός έμμεσων φόρων και παροχών την περίοδο κοντά στη συνταξιοδότηση, πριμοδοτήσεις και κυρώσεις για συνταξιοδότηση μετά ή πριν από την προβλεπόμενη ηλικία και η παροχή της δυνατότητας συνδυασμού σύνταξης και εργασίας. Από την έκθεση του 2018 για την επάρκεια των συντάξεων προκύπτει ότι οι εν λόγω πολιτικές συνιστούν σημαντικότερο παράγοντα για την αύξηση των ηλικιών συνταξιοδότησης από τις πολιτικές που αφορούν προηγούμενα στάδια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Επιπλέον, οι πολιτικές που αφορούν το τέλος της σταδιοδρομίας και αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της παράτασης του εργασιακού βίου θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα για τη διασφάλιση της παροχής επαρκών συντάξεων στα άτομα που δεν μπορούν πλέον να εργαστούν. Στόχος θα πρέπει να είναι η προστασία των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας από τους κινδύνους της φτώχειας με παράλληλη προώθηση πιο ενεργού πληθυσμού μεγαλύτερης ηλικίας για την εξασφάλιση ενός επαρκούς και βιώσιμου μέλλοντος.
Παρότι οι ίδιες σταδιοδρομίες για άνδρες και γυναίκες θα έπρεπε να οδηγούν σε παρόμοιες συντάξεις, το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές παροχές είναι σημαντικό. Το χάσμα μεταξύ των φύλων ως προς τις συντάξεις στην ΕΕ ανέρχεται σε 35,7 % κατά μέσο όρο και μειώνεται τα τελευταία χρόνια. Η ανάλυση του θέματος αυτού μπορεί να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τα ζητήματα του «ποιος λαμβάνει σύνταξη» (το χάσμα όσον αφορά την κάλυψη) και «ποια είναι η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών» (το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των φύλων). Στην πλειονότητα των κρατών μελών, παρέχεται ισότιμη πρόσβαση στα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα σε άνδρες και γυναίκες και οι διαφορές όσον αφορά την κάλυψη είναι αμελητέες: μόλις 5 % λιγότερες γυναίκες έχουν πρόσβαση σε σύνταξη σε σχέση με τους άνδρες. Ωστόσο, σε χώρες που βασίζονται στην προσέγγιση της κοινωνικής ασφάλισης (ήτοι με εισφορές βάσει του εισοδήματος από επίσημη εργασία) και με ελάχιστα όρια εισφορών, οι διαφορές όσον αφορά την κάλυψη μπορεί να είναι μεγαλύτερες. Το συνταξιοδοτικό χάσμα αποτυπώνει τη διαφορά στις μέσες συντάξεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και το 2017 κυμάνθηκε μεταξύ 1,1 και 41,8 τοις εκατό στο σύνολο των κρατών μελών. Στο Λουξεμβούργο, στις Κάτω Χώρες και στη Μάλτα σημειώνονται οι μεγαλύτερες διαφορές (άνω του 40 %), ενώ οι μικρότερες διαφορές μεταξύ των φύλων στις συνταξιοδοτικές παροχές (κάτω του 10 %) παρατηρούνται στην Εσθονία, στη Δανία και στη Σλοβενία. Αν και είναι χαμηλότερο μεταξύ των νέων συνταξιούχων, το χάσμα παρέμεινε σταθερά υψηλό σε πολλές χώρες από το 2010 (από περίπου 41 % το 2010 σε 35,2 % το 2017). Η παροχή ίσων ευκαιριών σε γυναίκες και άνδρες για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εξαρτάται από την αγορά εργασίας και τις συνταξιοδοτικές πολιτικές που υποστηρίζουν την ισότητα στις σταδιοδρομίες και τις αποδοχές. Οι γυναίκες έχουν λιγότερες πιθανότητες να εργάζονται σε σχέση με τους άνδρες· και όταν εργάζονται, τείνουν να απασχολούνται σε χαμηλότερα αμειβόμενους τομείς, οι αποδοχές τους είναι χαμηλότερες, απασχολούνται περισσότερο σε θέσεις μερικής απασχόλησης και, ως εκ τούτου, εργάζονται λιγότερες ώρες και η σταδιοδρομία τους κατά μέσο όρο είναι βραχύτερη. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδηγούν σε χαμηλότερες κοινωνικές εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα και, μεταγενέστερα, κατά τη συνταξιοδότησή τους, σε ισχνότερες συντάξεις.
Διάγραμμα 76: Το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει σημαντικό σε πολλά κράτη μέλη.
Διαφορές μεταξύ των φύλων στις συνταξιοδοτικές παροχές (%), συνταξιούχοι ηλικίας 65-79 ετών, 2010 και 2017
Πηγή: Eurostat. EU-SILC. Τα στοιχεία παρουσιάζονται βάσει των στοιχείων για το 2017.
Κατά μέσο όρο οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με τους άνδρες. Οι γυναίκες τείνουν να συνταξιοδοτούνται σε ελαφρώς μικρότερη ηλικία και να ζουν 3-5 έτη περισσότερο από τους άνδρες. Ενώ οι γυναίκες κατά μέσο όρο λαμβάνουν χαμηλότερες συνταξιοδοτικές παροχές, τις λαμβάνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από τους άνδρες: ποσοστό μεγαλύτερο του 20 % των γυναικών ηλικίας άνω των 64 ετών αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού το 2017 στην ΕΕ έναντι ποσοστού 15 % των ανδρών.
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα καταφέρνουν να μειώσουν τις ανισότητες μεταξύ των φύλων, αλλά μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τις συντάξεις στην ΕΕ (το οποίο ανήλθε σε 16,2 % το 2017) είναι σχεδόν διπλάσιο από το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Οι αναδιανεμητικές συνιστώσες των συνταξιοδοτικών και φορολογικών συστημάτων καθώς και τα συνταξιοδοτικά μόρια για περιόδους ανεργίας που σχετίζονται με δραστηριότητες φροντίδας μετριάζουν μέχρις ενός βαθμού τη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς τις αμοιβές στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη, οι γυναίκες λαμβάνουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα για τη φροντίδα των παιδιών υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επιπλέον, οι σύζυγοι μπορεί να λαμβάνουν συντάξεις επιζώντων.
Διάγραμμα 77: Το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των φύλων παρουσιάζει σταθερή μείωση τα τελευταία έτη.
Διαφορές μεταξύ των φύλων στις συνταξιοδοτικές παροχές, συνταξιούχοι ηλικίας 65-79 ετών, 2010-2017, ΕΕ-28
Σημειώνεται πρόοδος όσον αφορά την κάλυψη του συνταξιοδοτικού χάσματος κατά τα τελευταία έτη και παρατηρούνται θετικές τάσεις οι οποίες θα αποφέρουν καρπούς στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Επί του παρόντος το ποσοστό των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Επίσης, οι νέες ομάδες γυναικών που συνταξιοδοτούνται έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, κατά μέσο όρο, από τις ομάδες των ήδη συνταξιούχων. Το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο εν γένει συνεπάγεται ισχυρότερη σύνδεση με την αγορά εργασίας, περισσότερα έτη απασχόλησης, υψηλότερες αποδοχές και, εν τέλει, καλύτερο ιστορικό εισφορών.
Διάγραμμα 78: Οι ανάγκες για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτονται, όπως αξιολογούνται από τα ίδια τα άτομα, παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές στην ΕΕ.
Ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται, κατά δήλωση των ίδιων των ατόμων (πρωταρχικός δείκτης του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων)
Πηγή: Eurostat, SILC. Περίοδος: επίπεδα 2018 και ετήσιες μεταβολές σε σχέση με το 2017. Σημείωση: το σημείο τομής των αξόνων είναι ο μη σταθμισμένος μέσος όρος της ΕΕ. Τα στοιχεία για την ΕΕ έχουν αναπροσαρμοστεί ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν στο διάγραμμα (πραγματικό επίπεδο 16,4 %, μεταβολή +4,6 %). Το υπόμνημα παρουσιάζεται στο παράρτημα.
Το τμήμα του πληθυσμού που αναφέρει ανάγκες για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτονται, όπως αξιολογούνται από τα ίδια τα άτομα, παρουσιάζει ακόμη μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, εν μέσω ενδείξεων απόκλισης
. Σε αντίθεση με προηγούμενα έτη, φαίνεται να υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου και των αλλαγών στις ανάγκες για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτονται, κάτι που σημαίνει ότι οι χώρες με τις υψηλότερες ανάγκες παρουσιάζουν σχετικά υψηλότερη αύξηση κατά την τελευταία περίοδο (διάγραμμα 78). Σε ορισμένα κράτη μέλη, το κόστος και ο χρόνος αναμονής παραμένουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Ωστόσο, το ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ με ανάγκη για ιατρική περίθαλψη που δεν καλύπτεται, όπως αξιολογείται από τα ίδια τα άτομα, λόγω υπερβολικά υψηλού κόστους, χρόνου αναμονής ή μεγάλης απόστασης μετακίνησης, παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό κατά μέσο όρο το 2018 στο 2 %. Το μερίδιο των ατόμων που αναφέρουν δυσκολίες πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη συνεχίζει να υπερβαίνει το 5 % στην Ελλάδα, τη Λετονία και την Εσθονία, ενώ η Ρουμανία και η Φινλανδία βρίσκονται κοντά στο όριο αυτό. Οι πιο εμφανείς αυξήσεις το 2018 καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το καθεστώς δραστηριότητας ενδέχεται επίσης να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επεξήγηση της προβληματικής πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη σε ορισμένες χώρες. Παρότι οι περισσότερες χώρες δεν εμφανίζουν σημαντικές διαφορές ανάλογα με το καθεστώς δραστηριότητας, σε ορισμένες από αυτές οι άνεργοι ενδέχεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες όσον αφορά την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη (βλ. διάγραμμα 79). Σε τέσσερις χώρες οι συνταξιούχοι αναφέρουν τις υψηλότερες μη καλυπτόμενες ιατρικές ανάγκες (Εσθονία, Λετονία, Ελλάδα και Ρουμανία).
Διάγραμμα 79: Οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι τείνουν να δηλώνουν πως αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη πιο συχνά από τους απασχολούμενους ομολόγους τους.
Ανάγκη για ιατρικές εξετάσεις που δεν καλύπτεται, όπως αξιολογείται από τα ίδια τα άτομα, ανάλογα με το καθεστώς δραστηριότητας (2018)
Πηγή: Eurostat [hlth_silc_13].
Ο μέσος αριθμός ετών υγιούς ζωής που μπορεί να αναμένεται στην ηλικία των 65 ετών αυξήθηκε περαιτέρω στην ΕΕ. Πλέον ανέρχεται σε 9,8 έτη για τους άνδρες και σε 10,2 έτη για τις γυναίκες. Ο υψηλότερος αριθμός ετών υγιούς ζωής στην ηλικία των 65 ετών μπορεί να αναμένεται στη Σουηδία, τη Μάλτα, την Ιρλανδία και την Ισπανία (πάνω από12 έτη για αμφότερα τα φύλα), ενώ το προσδόκιμο υγιούς ζωής είναι ιδιαίτερα χαμηλό στη Λετονία, τη Σλοβακία και την Κροατία (περίπου 5 έτη).
Η υγειονομική περίθαλψη χρηματοδοτείται μέσω διαφορετικών συστημάτων, ενώ η σχετική σημασία κάθε συστήματος διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Το 2017 οι ιδιωτικές πληρωμές
, δηλαδή οι δαπάνες των νοικοκυριών για την υγεία (συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών προϊόντων) που δεν καλύφθηκαν από κανένα σύστημα ή δεν καταβλήθηκαν με επιμερισμό του κόστους με οργανωμένο σύστημα, υπολογιζόμενες ως ποσοστό των τρεχουσών δαπανών για την υγεία, υπερέβαιναν το 30 % στη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Λετονία και τη Λιθουανία (διάγραμμα 80).
Διάγραμμα 80: Υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις ως προς τις πληρωμές για δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης μεταξύ των διαφόρων χωρών της ΕΕ.
Δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης ανά πηγή χρηματοδότησης, 2017
Πηγή: Eurostat [hlth_sha11_hf]. Σημειώσεις: τα στοιχεία συλλέγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 2015/359 της Επιτροπής όσον αφορά τις στατιστικές για τις δαπάνες και τη χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης (εγχειρίδιο του συστήματος λογαριασμών υγείας 2011).
Η ανάγκη για μακροχρόνια φροντίδα αυξάνεται, καθώς ο πληθυσμός της ΕΕ γηράσκει και η ανάγκη αυτή προβλέπεται να σημειώσει περαιτέρω σημαντική αύξηση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, έως το 2070 ο αριθμός των Ευρωπαίων ηλικίας 80+ ετών αναμένεται να διπλασιαστεί και ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών) προβλέπεται να αυξηθεί αλματωδώς (βλ. παραπάνω). Οι δαπάνες για μακροχρόνια φροντίδα αυξάνονται ταχύτερα από τις δαπάνες για την υγεία και τις συντάξεις. Οι δημόσιες δαπάνες της ΕΕ για τη μακροχρόνια φροντίδα προβλέπεται ότι θα αυξηθούν στο 2,7 % του ΑΕΠ έως το 2070, με έντονες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών (βλ. διάγραμμα
81
).
Διάγραμμα 81: Καθώς ο πληθυσμός γερνά, οι δαπάνες της μακροχρόνιας φροντίδας αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά στα περισσότερα κράτη μέλη.
Πρόβλεψη δημόσιων δαπανών για μακροχρόνια φροντίδα ως % του ΑΕΠ, το 2016 και το 2070
Πηγή: με βάση στοιχεία της έκθεσης του 2018 για τη δημογραφική γήρανση (2018 Ageing Report). Σημείωση: Σενάριο αναφοράς AWG
Στα κράτη μέλη τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την άτυπη περίθαλψη η βιωσιμότητα της μακροχρόνιας περίθαλψης συνιστά ιδιαίτερη πρόσκληση. Η δεξαμενή δυνητικών άτυπων φροντιστών μειώνεται καθώς αυξάνεται η απασχόληση των γυναικών, οι άνθρωποι κάνουν λιγότερα παιδιά και τα μέλη της οικογένειας μένουν όλο και πιο μακριά. Προκλήσεις υπάρχουν επίσης όσον αφορά την πρόσληψη και τη διατήρηση φροντιστών στον τομέα επίσημης παροχής φροντίδας. Ένα μεγάλο μέρος της απασχόλησης στον τομέα της μακροχρόνιας περίθαλψης καταλαμβάνουν η μερική απασχόληση και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, γεγονός που την καθιστά λιγότερη ελκυστική σε άτομα που εισέρχονται στην αγορά εργασίας ή βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης.
3.4.2
Διαμόρφωση πολιτικής
Για την αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά κρατών μελών έχουν σκοπό να ενισχύσουν την προσέγγιση της ενεργητικής ένταξης. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν την αποτελεσματικότητα των ολοκληρωμένων προσεγγίσεων που συνδυάζουν το επαρκές εισόδημα, τα ενεργητικά μέτρα για την αγορά εργασίας, καθώς και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Δύο μηχανισμοί που θεσπίζονται ολοένα και περισσότερο σε όλα τα κράτη μέλη είναι τα ενιαία σημεία επαφής και οι υπηρεσίες μιας στάσης). Τα πρώτα αποσκοπούν στη βελτίωση της απορρόφησης των υπηρεσιών, ενώ οι δεύτερες στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των υπηρεσιών και παρεμβάσεων. Οι δήμοι μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Για παράδειγμα, στην Τσεχία, στο πλαίσιο του έργου «Συντονισμένη προσέγγιση σε κοινωνικώς αποκλεισμένες περιοχές», οι δήμοι αναπτύσσουν διατομεακές στρατηγικές που συνεπάγονται κάθετο και οριζόντιο συντονισμό των υπηρεσιών. Επί του παρόντος συμμετέχουν 48 δήμοι και ο αριθμός αναμένεται να ανέλθει στους 70 το 2020. Στην Ελλάδα, τα κοινοτικά κέντρα που έχουν συσταθεί προτίθενται να εφαρμόσουν παρόμοια προσέγγιση επεκτείνοντας το πεδίο παροχής των υπηρεσιών σε οικογένειες και ηλικιωμένους. Στη Ρουμανία, χάρη στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, αναπτύσσονται και τίθενται σε πιλοτική εφαρμογή κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες βάσει αναγκών σε 139 επιλεγμένες περιθωριοποιημένες κοινότητες. Η ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών συνήθως συνεπάγεται εξατομικευμένες παρεμβάσεις, οι οποίες εστιάζονται στις ανάγκες των δικαιούχων. Μια τέτοια εξατομικευμένη προσέγγιση εφαρμόζεται στο 83 % των ολλανδικών δήμων στους οποίους η αξιολόγηση των αναγκών γίνεται μέσω των λεγόμενων «συζητήσεων στο τραπέζι της κουζίνας», που διεξάγονται συνήθως στις οικίες των δικαιούχων. Συνολικά, στα περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζονται ολοκληρωμένες προσεγγίσεις για τους ανέργους, τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή άλλες ομάδες, όπως οι νέοι, τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι, οι άστεγοι, τα παιδιά ή τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι όλο και περισσότερα κράτη μέλη διευρύνουν το φάσμα των κοινωνικών υπηρεσιών με παροχή συμβουλών και ψυχολογικής υποστήριξης για τα χρέη.
Σε πολλά κράτη μέλη, οι αλλαγές στις παροχές για τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αποσκοπούν στη μείωση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας. Η Ιταλία έχει θεσπίσει ένα σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος με δύο σκέλη: εισοδηματική στήριξη τόσο για τα οικονομικά ανενεργά άτομα (τα οποία δεν δικαιούνται παροχές ανεργίας) όσο και για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα· και μέτρα ενεργοποίησης που καλύπτουν την απασχόληση και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Βάσει του νόμου για τον προϋπολογισμό του 2019 διατίθενται 23,5 δισ. EUR (0,45 % του ΑΕΠ) για τη χρηματοδότηση του συστήματος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2019-2021. Δεδομένης της κλίμακας και του φιλόδοξου χαρακτήρα μέτρου, η στενή συνεργασία των κοινωνικών υπηρεσιών και των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης είναι καίρια για την επιτυχία της μεταρρύθμισης. Άλλα κράτη μέλη, όπως η Ισπανία και η Λετονία, σχεδιάζουν νέα μέτρα για τον εξορθολογισμό των υφιστάμενων συστημάτων και τη βελτίωση της επάρκειας. Στη Γαλλία, η επέκταση των υφιστάμενων ενισχύσεων για τους χαμηλόμισθους αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα. Αντιθέτως, στη Ρουμανία, η έναρξη ισχύος του νόμου για το ελάχιστο εισόδημα ένταξης που εκδόθηκε το 2016 αναβλήθηκε εκ νέου και προγραμματίζεται πλέον για το 2021 (υπαναχώρηση από τη μεταρρύθμιση του ελάχιστου εισοδήματος ένταξης η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής ανά χώρα σύστασης του Συμβουλίου).
Νέα μέτρα που έχουν ως επίκεντρό τους την παιδική φτώχεια υπερβαίνουν τη στήριξη του εισοδήματος σε ορισμένα κράτη μέλη. Η Ιρλανδία ανακοίνωσε νέα πολυετή στρατηγική για την ευημερία των παιδιών, η οποία καλύπτει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής των γονέων, την υγεία των παιδιών και μια δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της φτώχειας στην προσχολική ηλικία. Στην Ισπανία, το ποσό του επιδόματος τέκνου με έλεγχο επάρκειας των πόρων αυξήθηκε, παράλληλα με την επέκταση των υφιστάμενων προγραμμάτων στήριξης παιδικής πρόνοιας, των οποίων ωστόσο το πεδίο εφαρμογής παραμένει περιορισμένο. Στη Λιθουανία, με βάση το νεοσύστατο σύστημα καθολικού επιδόματος τέκνου, το επίπεδο του επιδόματος (τόσο το τμήμα του επιδόματος που έχει καθολικό χαρακτήρα όσο το τμήμα που χορηγείται με βάση τους πόρους του δικαιούχου) αναμένεται να αυξηθεί και άλλο το 2020. Παρομοίως, στη Ρουμανία η σημαντική αύξηση του καθολικού επιδόματος τέκνου (από 84 σε 150 RON, ήτοι περίπου από 18 σε 31 EUR, με υψηλότερα ποσά για τα παιδιά με αναπηρία και τα παιδιά κάτω των 2 ετών), αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο όσον αφορά τη φτώχεια των παιδιών, η οποία ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Έχουν ληφθεί μέτρα κοινωνικής ένταξης για άτομα με αναπηρία με σκοπό τη συμπλήρωση των πολιτικών απασχόλησης και την πρόληψη της φτώχειας. Στη Βουλγαρία, ο νόμος για τα άτομα με αναπηρία τέθηκε σε ισχύ την 1/01/2019 και αποσκοπεί στην παροχή στοχευμένης στήριξης βάσει εκτίμησης των ατομικών αναγκών των ατόμων με αναπηρία. Θεσπίστηκε νέο είδος μηνιαίας στήριξης ανάλογα με τον βαθμό αναπηρίας και σε σύνδεση με το όριο της φτώχειας. Η Εσθονία αύξησε το επίδομα ικανότητας για εργασία και τις παροχές για τα παιδιά με αναπηρία. Καταβλήθηκαν επίσης προσπάθειες για την απλούστευση της παροχής υπηρεσιών σε άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες ψυχικής υγείας. Στην Ουγγαρία αυξήθηκε το επίδομα νοσοκόμου για την κατ’ οίκον περίθαλψη. Στη Λετονία αυξήθηκε το επίδομα ειδικής φροντίδας για παιδιά με σοβαρή αναπηρία και για ενήλικες με σοβαρή αναπηρία από την παιδική ηλικία. Στη Μάλτα, η κυβέρνηση αύξησε τη συνδρομή για σοβαρή αναπηρία και το επίδομα για τα παιδιά με αναπηρία. Η Πολωνία δημιούργησε το ταμείο αλληλεγγύης για τη στήριξη των ατόμων με αναπηρία που χρήζουν μακροχρόνιας φροντίδας. Η Πορτογαλία αύξησε το επίδομα φροντιστή και έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα για τη στήριξη της ανεξάρτητης διαβίωσης. Η Σλοβακία αύξησε το επίδομα νοσοκόμου για την παροχή άτυπης φροντίδας.
Πολλά κράτη μέλη επέκτειναν την κάλυψη των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η Δανία εναρμόνισε το σύστημα προαιρετικής ασφάλισης ανεργίας για τους αυτοαπασχολούμενους και τους εργαζομένους σε άτυπες μορφές εργασίας. Βάσει του νέου νόμου, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι εργαζόμενοι με άτυπες συμβάσεις καλύπτονται από το σύστημα παροχών ανεργίας σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που ισχύουν για τους υπαλλήλους. Η Γαλλία χορήγησε πρόσβαση στο σύστημα ανεργίας στους αυτοαπασχολούμενους υπό ορισμένες προϋποθέσεις (παύση δραστηριοτήτων με δικαστική απόφαση ή διαδικασία αφερεγγυότητας). Η Ιρλανδία έχει επεκτείνει τις συντάξεις αναπηρίας και την υγειονομική περίθαλψη στους αυτοαπασχολούμενους και σχεδιάζει επί του παρόντος να συμπεριλάβει τους αυτοαπασχολούμενους στο σύστημα ανεργίας, όπως η Μάλτα. Το Βέλγιο έχει μειώσει τον χρόνο αναμονής για τους αυτοαπασχολούμενους σε περίπτωση ανικανότητας προς εργασία (παροχές ασθένειας) από έναν μήνα σε 14 ημέρες. Η Πορτογαλία εφάρμοσε μια στρατηγική εκσυγχρονισμού με τίτλο «Η κοινωνική ασφάλιση μαζί σου», η οποία περιλαμβάνει καινοτόμα ψηφιακά εργαλεία που απλουστεύουν την πρόσβαση των πολιτών στην ενημέρωση για την κοινωνική ασφάλιση και τις σχετικές υπηρεσίες.
Τα κράτη μέλη έλαβαν μέτρα για να βελτιώσουν την πρόσβαση σε στέγαση και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των αστέγων. Σε πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπιστεί εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές στρατηγικές για την υλοποίηση ολοκληρωμένων παρεμβάσεων σχετικά με το φαινόμενο των αστέγων και του αποκλεισμού από τη στέγαση. Παρατηρείται ειδικότερα αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας των υπηρεσιών πρόληψης και της ενισχυμένης συνεργασίας τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και στο επίπεδο παροχής υπηρεσιών. Σε αυξανόμενο αριθμό κρατών μελών σημειώνεται στροφή προς στρατηγικές με επίκεντρο τη στέγαση, στο πλαίσιο των οποίων παρέχονται εντατικότερες υπηρεσίες σε συνδυασμό με μόνιμη πρόσβαση σε στέγη. Αυτό συμβαίνει στη Φινλανδία και τη Γαλλία, οι οποίες έχουν καταστρώσει μακροπρόθεσμες στρατηγικές που δίνουν έμφαση στη στέγαση και την καταπολέμηση του φαινομένου των αστέγων. Ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Ιρλανδία ή η Μάλτα, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο των αστέγων στο πλαίσιο ευρύτερων εθνικών στρατηγικών για την καταπολέμηση της έλλειψης οικονομικά προσιτής και κοινωνικής στέγασης. Η Λιθουανία επικαιροποίησε τη νομοθεσία της σχετικά με την οικονομικά προσιτή και την κοινωνική στέγαση το 2019. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η επικρατούσα προσέγγιση για την παροχή υπηρεσιών παραμένει το μοντέλο έτοιμης στέγασης ή το κλιμακωτό μοντέλο, βάσει του οποίου η παρεχόμενη στήριξη έχει σκοπό να στηρίξει τους άστεγους ικανοποιώντας τις ανάγκες τους μέσω διαφόρων μορφών προσωρινής στέγασης, έως ότου κριθεί ότι είναι ικανοί να ζήσουν ανεξάρτητοι. Οι μηχανισμοί παρακολούθησης δεν εφαρμόζονται συστηματικά ώστε να αξιολογούνται τα επιτεύγματα των στρατηγικών αυτών και τα αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων παραμένουν λιγοστά. Το επίπεδο και η επάρκεια της χρηματοδότησης είναι επίσης γενικά ανεπαρκή για την κάλυψη των αναγκών, ενώ ο αντίκτυπός της είναι περιορισμένος. Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που καταδεικνύουν θετικές εξελίξεις όσον αφορά την επάρκεια της χρηματοδότησης σε ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβακία, Κάτω Χώρες), συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων αυξήσεων στα δημοσιονομικά κονδύλια για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών για τους αστέγους, των αυξημένων επενδύσεων σε μόνιμη στέγη για οικογένειες και σε κοινωνική στέγαση και των δεσμεύσεων των δήμων για αύξηση των προϋπολογισμών για την ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών στους αστέγους.
Μια σειρά από κράτη μέλη προβαίνουν σε μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πτυχές βιωσιμότητας και επάρκειας, αν και εστιάζουν κυρίως σε μία μόνο πτυχή κάθε φορά. Η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Γαλλία, η Λετονία και η Λιθουανία έχουν λάβει μέτρα για να αυξήσουν την επάρκεια των συντάξεων γήρατος και/ή να αλλάξουν την τιμαριθμοποίησή τους ώστε να συμβαδίζουν με τις οικονομικές εξελίξεις. Η Εσθονία έχει θεσπίσει μέτρο για τη σταδιακή κατάργηση μιας σειράς ειδικών συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων για συγκεκριμένες ομάδες συνταξιούχων. Η Δανία, η Μάλτα και η Πορτογαλία έχουν ως στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων τους μέσω του περιορισμού της πρόωρης συνταξιοδότησης και της τόνωσης της επανένταξης εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας στην αγορά εργασίας. Το Βέλγιο έχει λάβει μέτρα ώστε να μειώσει την προσβασιμότητα του οικείου συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης με εταιρικά επιδόματα και η Μάλτα έχει θεσπίσει κίνητρα για την παραμονή των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στην εργασία κατά τα έτη κατά τα οποία θα μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα.
Ορισμένα κράτη μέλη δρομολογούν ολοκληρωμένες δέσμες μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Η Γαλλία εφαρμόζει μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας της από το φθινόπωρο του 2018 για την προώθηση καλύτερης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη για όλους, περισσότερο αποτελεσματική εκπαίδευση και κατανομή των επαγγελματιών υγείας και πιο αποτελεσματική χρήση της νοσοκομειακής περίθαλψης. Το 2019 η Ιρλανδία δρομολόγησε το φιλόδοξο 10ετές σχέδιο Sláintecare, με σκοπό τη βελτίωση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας φροντίδας για να καλύψει τις απαιτήσεις του γηράσκοντος πληθυσμού. Οι τοπικές μονάδες υγείας που δημιουργούνται στην Ελλάδα αποσκοπούν στη βελτίωση της πρόσβασης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, στο πλαίσιο μείζονος μεταρρύθμισης του συστήματος πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης. Άλλα κράτη μέλη βελτιώνουν τη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας των συστημάτων υγείας τους. Η Λετονία υλοποιεί τις προϋποθέσεις για επενδύσεις των ταμείων της ΕΕ ώστε να βελτιώσει την ποιότητα και την προσβασιμότητα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και η Κύπρος υλοποιεί το τελικό στάδιο (στην περίθαλψη ασθενών) της μεταρρύθμισης του οικείου συστήματος υγείας.
Σε μια σειρά χωρών οι κυβερνήσεις λαμβάνουν επίσης ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση θεμάτων που σχετίζονται με την προσβασιμότητα και την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Η Κύπρος θέσπισε την αναγκαία νομοθεσία για την παροχή καθολικής υγειονομικής κάλυψης και η Ισπανία επέκτεινε την πρόσβαση των μεταναστών χωρίς έγγραφα στην υγειονομική περίθαλψη. Η Λετονία καταρτίζει σχέδιο νόμου σχετικά με ενιαία δέσμη υπηρεσιών που καλύπτονται από το κράτος και ολοκληρωμένη κρατική υποχρεωτική ασφάλισης υγείας. Η Λιθουανία αντιμετωπίζει τις ελλείψεις των επαγγελματιών υγείας και την άνιση εδαφική κατανομή τους μέσω βελτιωμένου σχεδιασμού και εξετάζει πρόσθετα συστήματα παροχής κινήτρων. Η Κροατία εξέδωσε νέο εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη των νοσοκομείων, το οποίο αποσκοπεί επίσης στη βελτίωση της ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης και της πρόσβασης σε αυτήν.
Τα κράτη μέλη επιδιώκουν τόσο να ενισχύσουν την πρόληψη όσο και να προωθήσουν την αποτελεσματική και οικονομικά αποδοτική παροχή φροντίδας, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η ποιότητα, η προσβασιμότητα και οι συνθήκες της ανεξάρτητης διαβίωσης. Η Βουλγαρία ενέκρινε σχέδιο δράσης για την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής μακροχρόνιας φροντίδας, το οποίο περιλαμβάνει την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για την παροχή και την ανάπτυξη ολοκληρωμένων κοινωνικών υπηρεσιών. Η Αυστρία καταβάλλει προσπάθειες για την ανάπτυξη ολοκληρωμένης προσέγγισης του συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας βάσει του προσφάτως εγκριθέντος γενικού σχεδίου για την μακροχρόνια φροντίδα. Η τσεχική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα στρατηγική για τη μακροχρόνια φροντίδα, η οποία αποσκοπεί στη στήριξη της κατ’ οίκον φροντίδας και της εξωιδρυματικής περίθαλψης. Η Πολωνία κατάρτισε ένα κοινωνικό σχέδιο για τα εξαρτώμενα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, το οποίο βασίζεται στη στήριξη των άτυπων φροντιστών από δημόσιους φορείς και σε ένα πλαίσιο κοινοτικών και θεσμικών υπηρεσιών. Άλλα κράτη μέλη (π.χ. Σλοβενία και Βέλγιο) δοκιμάζουν νέες λύσεις για την ολοκληρωμένη παροχή μακροχρόνιας φροντίδας κατ’ οίκον, για τον εξορθολογισμό της φροντίδας των ατόμων με χρόνια νοσήματα, καθώς και για την εφαρμογή ενοποιημένων μηχανισμών για την εκτίμηση των αναγκών φροντίδας των ασθενών.
Στον τομέα της μακροχρόνιας περίθαλψης ορισμένα κράτη μέλη θέτουν ως στόχο να αυξήσουν τη δεξαμενή των φροντιστών και να βελτιώσουν την κατάσταση των άτυπων φροντιστών. Η Τσεχία θέσπισε επίδομα μακροχρόνιας περίθαλψης, με το οποίο καταβάλλεται αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος που οφείλεται στη διακοπή της απασχόλησης λόγω μακροχρόνιας φροντίδας συγγενούς. Ο εργοδότης φροντιστή οφείλει να αποδεχθεί την απουσία εργαζομένου από την εργασία του κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας περίθαλψης (90 ημέρες το ανώτερο) και υποχρεούται να προσφέρει την ίδια θέση εργασίας στον εργαζόμενο κατά την επιστροφή του. Η Κροατία εξέδωσε νόμο με τον οποίο καθόρισε το νομικό πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας στο πλαίσιο οικογένειας στην Κροατία, και η Ρουμανία ψήφισε νόμο που αποσκοπεί στην παροχή υπηρεσιών φροντίδας κατ’ οίκον σε 1000 άτομα και στην πρόσληψη 50 φροντιστών που ειδικεύονται στην παροχή υπηρεσιών αυτού του είδους. Η Μάλτα σχεδιάζει να αυξήσει το επίδομα φροντίδας (ICRA) που χορηγείται σε όσα άτομα φροντίζουν μέλη της οικογένειάς τους κάτω από την ίδια στέγη και να περιορίσει τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για όσους φροντίζουν ασθενείς άνω των 85 ετών.