26.3.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 108/442


P8_TA(2019)0300

Πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων ***I

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Μαρτίου 2019 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά ένα πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και (ΕΕ) 2015/2365 (COM(2016)0856 — C8-0484/2016 — 2016/0365(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

(2021/C 108/37)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2016)0856),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C8-0484/2016),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τις αιτιολογημένες γνώμες που υποβλήθηκαν από την Ιταλική Γερουσία, το Ισπανικό Κοινοβούλιο και τη Ρουμανική Γερουσία στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, με τις οποίες υποστηρίζεται ότι το σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 20ής Σεπτεμβρίου 2017 (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2017 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A8-0015/2018),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1)  ΕΕ C 372 της 1.11.2017, σ. 6.

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 28.


P8_TC1-COD(2016)0365

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 27 Μαρτίου 2019 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) 2019/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και (ΕΕ) 2015/2365

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ζωτική σημασία για την καλή λειτουργία των συγχρόνων οικονομιών. Όσο πιο ολοκληρωμένες είναι, τόσο περισσότερες δυνατότητες υπάρχουν για αποτελεσματική διάθεση των οικονομικών πόρων, εν δυνάμει προς όφελος των οικονομικών επιδόσεων. Ωστόσο, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, είναι σημαντικό να εφαρμόζονται διαδικασίες που να αντιμετωπίζουν τις αποτυχίες της αγοράς και να διασφαλίζουν ότι εάν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή υποδομή της χρηματοπιστωτικής αγοράς που δραστηριοποιείται στην εν λόγω αγορά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές δυσχέρειες ή βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, ένα τέτοιο γεγονός δεν αποσταθεροποιεί ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική αγορά και δεν είναι επιζήμιο για την ανάπτυξη σε ολόκληρη την ευρύτερη οικονομία.

(2)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCPs) αποτελούν βασικές συνιστώσες των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίοι παρεμβάλλονται μεταξύ των συμμετεχόντων για να ενεργούν ως αγοραστής για κάθε πωλητή και ως πωλητής για κάθε αγοραστή και διαδραματίζουν τον κεντρικό ρόλο στην επεξεργασία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και τη διαχείριση ανοιγμάτων στους διάφορους κινδύνους που είναι εγγενείς σε αυτές τις συναλλαγές. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συγκεντρώνουν κεντρικά τις συναλλαγές και τις θέσεις των αντισυμβαλλομένων, και τιμούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συναλλαγές και απαιτούν επαρκή εξασφάλιση από τα μέλη τους ως περιθώριο και ως εισφορές σε κεφάλαια εκκαθάρισης.

(3)

Η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα να έχουν εξελιχθεί οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι από εξυπηρετούντες κατά κύριο λόγο τις εγχώριες ανάγκες και αγορές σε κόμβους ζωτικής σημασίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης γενικότερα. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σήμερα εκκαθαρίζουν διάφορες κατηγορίες προϊόντων, από εισηγμένα και εξωχρηματιστηριακά χρηματοπιστωτικά παράγωγα και παράγωγα σε βασικά εμπορεύματα έως διαπραγματεύσιμες μετοχές, ομόλογα και άλλα προϊόντα, όπως οι συμφωνίες επαναγοράς (repos). Παρέχουν τις υπηρεσίες τους πέρα από τα εθνικά σύνορα σε ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ένωση. Ενώ ορισμένοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση παραμένουν επικεντρωμένοι σε εγχώριες αγορές, είναι όλοι συστημικά σημαντικοί, τουλάχιστον στις εγχώριες αγορές τους.

(4)

Καθώς ένα σημαντικό μέρος του χρηματοοικονομικού κινδύνου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης είναι συγκεντρωμένο σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίοι και το διαχειρίζονται για λογαριασμό των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους, η αποτελεσματική ρύθμιση και η αυστηρή εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι ουσιαστικής σημασίας. Σε ισχύ από τον Αύγουστο του 2012, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) απαιτεί από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να τηρούν αυστηρά πρότυπα προληπτικής εποπτείας, οργάνωσης και επαγγελματικής δεοντολογίας. Οι αρμόδιες αρχές είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της πλήρους εποπτείας των δραστηριοτήτων τους, και συνεργάζονται στο πλαίσιο σωμάτων εποπτείας που ομαδοποιούν τις αρμόδιες αρχές για τα συγκεκριμένα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι ηγέτες της G20 μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απαιτεί, επίσης, τα τυποποιημένα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα να εκκαθαρίζονται κεντρικά από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Δεδομένου ότι η υποχρέωση κεντρικής εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ο όγκος και το φάσμα των συναλλαγών που πραγματοποιούνται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι πιθανό να αυξηθούν, η αύξηση αυτή μπορεί, με τη σειρά της, να παρέχει πρόσθετες προκλήσεις για τη διαχείριση κινδύνων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 έχει συνεισφέρει στην αύξηση της ανθεκτικότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των ευρύτερων χρηματοπιστωτικών αγορών έναντι του ευρέος φάσματος κινδύνων που συγκεντρώνονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίοι και τους διαχειρίζονται. Ωστόσο, κανένα σύστημα κανόνων και πρακτικών δεν μπορεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο ανεπάρκειας των υφιστάμενων πόρων ως προς τη διαχείριση των κινδύνων στον οποίο εκτίθεται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένων μίας ή περισσότερων αθετήσεων υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών. Σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν ένα σενάριο έντονων δυσχερειών ή επικείμενης πτώχευσης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει, καταρχήν, να υπόκεινται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η χρηματοπιστωτική κρίση, ιδίως κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να διαταράξουν τις λειτουργίες ζωτικής σημασίας για την οικονομία, θέτοντας σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων μπορεί να μην διασφαλίζουν πάντοτε αρκετά ταχεία παρέμβαση ή να ιεραρχούν ανεπαρκώς τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Με σκοπό να αποφευχθούν αυτές οι αρνητικές συνέπειες των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, πρέπει να δημιουργηθεί ειδικό πλαίσιο εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

(6)

Η κρίση έφερε, επίσης, στο προσκήνιο την έλλειψη επαρκών εργαλείων για τη διατήρηση των κρίσιμων λειτουργιών που παρέχονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό πτώχευση. Επιπλέον, αποδεικνύεται η έλλειψη πλαισίων, ως προς τη διευκόλυνση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των αρχών, ιδίως εκείνων που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη ή περιοχές δικαιοδοσίας, ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή της ταχείας και αποφασιστικής δράσης. Χωρίς τέτοια εργαλεία και με την έλλειψη συνεργασίας και συντονισμού, τα κράτη μέλη υποχρεώθηκαν να σώσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της χρήσης των χρημάτων των φορολογούμενων, προκειμένου να αποτραπεί η μετάδοση και να μειωθεί ο πανικός τους. Μολονότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν ήταν άμεσοι αποδέκτες της δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης για την αντιμετώπιση της κρίσης, υπήρξαν έμμεσοι δικαιούχοι των μέτρων διάσωσης που αναλήφθηκαν σε σχέση με τις τράπεζες και προστατεύθηκαν από τα αποτελέσματα που οι τράπεζες που αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους θα είχαν, στην αντίθετη περίπτωση, επάνω τους. Ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, είναι αναγκαίο για την πρόληψη της στήριξης στα χρήματα των φορολογουμένων σε περίπτωση άτακτης χρεωκοπίας. Το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει επίσης να καλύπτει το ενδεχόμενο οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι να υπαχθούν σε διαδικασία εξυγίανσης για λόγους μη συναρτώμενους με την αθέτηση υποχρέωσης από ένα ή περισσότερα εκκαθαριστικά μέλη τους.

(7)

Ο στόχος ενός αξιόπιστου πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης είναι να διασφαλιστεί, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ορίζουν μέτρα για την ανάκαμψή τους από χρηματοοικονομικές δυσχέρειες, ώστε να διατηρηθούν οι κρίσιμες λειτουργίες ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, ενώ εκκαθαρίζονται οι εναπομένουσες δραστηριότητες μέσω των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, και διαφυλάσσεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, με την ελαχιστοποίηση του κόστους της πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στους τελικούς πελάτες και τους φορολογουμένους. Το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ενισχύει, περαιτέρω, την ετοιμότητα των αρχών για τον μετριασμό των οικονομικών πιέσεων και παρέχει στις αρχές περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά τις προετοιμασίες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων για σενάρια ακραίων καταστάσεων. Παρέχει, επίσης, στις αρχές τις εξουσίες, ώστε να προετοιμαστούν για την ενδεχόμενη εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της φθίνουσας υγείας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με συντονισμένο τρόπο, συμβάλλοντας έτσι στην ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(8)

Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν εναρμονισμένες διατάξεις για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη προβεί στις νομοθετικές αλλαγές που απαιτούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, προκειμένου να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης που καθιερώνουν μηχανισμούς εξυγίανσης προβληματικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές ουσιώδεις και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την αφερεγγυότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η απουσία κοινών προϋποθέσεων, εξουσιών και διαδικασιών για την ανάκαμψη και εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι πιθανόν να αποτελέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύσει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών, όταν αντιμετωπίζουν την πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και εφαρμόζουν τους κατάλληλους μηχανισμούς κατανομής των ζημιών στα μέλη του, τόσο στην Ένωση όσο και παγκοσμίως. Αυτό ισχύει ιδίως όταν οι διαφορετικές προσεγγίσεις συνεπάγονται ότι οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Οι εν λόγω διαφορές στα καθεστώτα εξυγίανσης ενδέχεται, επίσης, να επηρεάσουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα μέλη τους με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, με δυνητική δημιουργία στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Η απουσία κοινών κανόνων και εργαλείων ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα διευθετείται η οικονομική δυσχέρεια ή η πτώχευση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δύναται να επηρεάσει την επιλογή των μελών να εκκαθαρίζουν και την επιλογή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως προς τον τόπο εγκατάστασης, και συνεπώς εμποδίζονται οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι από το να επωφελούνται πλήρως από τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους εντός της ενιαίας αγοράς. Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους συμμετέχοντες από την πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά και να παρεμποδίσει την περαιτέρω ολοκλήρωση στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές. Ως εκ τούτου, οι κοινοί κανόνες ανάκαμψης και εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη είναι απαραίτητοι για να διασφαλισθεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν περιορίζονται στην άσκηση των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς από τη χρηματοπιστωτική ικανότητα των κρατών μελών και των αρχών που διαχειρίζονται την πτώχευσή τους.

(9)

Η επανεξέταση του κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται για τις τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η οποία διενεργήθηκε στον απόηχο της κρίσης, και ιδίως η ενίσχυση του κεφαλαίου των τραπεζών και των αποθεμάτων ρευστότητας που διαθέτουν, τα καλύτερα εργαλεία για μακροπροληπτικές πολιτικές και οι ολοκληρωμένοι κανόνες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών, μείωσαν την πιθανότητα μελλοντικών κρίσεων και ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και υποδομών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ως προς τις οικονομικές πιέσεις, ανεξαρτήτως του αν προκαλούνται από συστημικές διαταραχές ή γεγονότα που αφορούν ειδικά τα επιμέρους ιδρύματα. Από την 1η Ιανουαρίου 2015, ένα καθεστώς για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών έχει εφαρμοστεί σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(10)

Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες και να διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση στη διάθεσή τους ως προς τη διαχείριση καταστάσεων που αφορούν τις χρεωκοπίες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Ωστόσο, λόγω των διαφορετικών λειτουργιών και επιχειρηματικών μοντέλων, οι κίνδυνοι που είναι εγγενείς στις τράπεζες και στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι διαφορετικοί. Κατά συνέπεια, απαιτούνται ειδικά εργαλεία και ειδικές εξουσίες για τα σενάρια πτώχευσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είτε οφείλονται στην πτώχευση των εκκαθαριστικών μελών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είτε επέρχονται ως αποτέλεσμα μη σχετιζόμενων με την αθέτηση γεγονότων.

(11)

Η χρήση κανονισμού είναι αναγκαία προκειμένου να συμπληρώσει και να αξιοποιήσει την προσέγγιση που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο οποίος προβλέπει ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Ο καθορισμός απαιτήσεων για την ανάκαμψη και την εξυγίανση σε μια οδηγία μπορεί να οδηγήσει σε ασυνέπειες με την έκδοση ενδεχομένως διαφορετικών εθνικών νόμων όσον αφορά έναν τομέα που διαφορετικά διέπεται από την άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να εγκριθούν επίσης ομοιόμορφοι και άμεσα εφαρμοστέοι κανόνες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με την υφιστάμενη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και το μέγιστο δυνατό επίπεδο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρη την Ένωση, το καθεστώς ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ανεξαρτήτως του αν έχουν τραπεζική άδεια. Αν και μπορεί να υπάρχουν διαφορές στο προφίλ κινδύνου που συνδέεται με εναλλακτικές εταιρικές δομές, ο παρών κανονισμός θεωρεί τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ανεξάρτητες οντότητες στο πλαίσιο κάθε ομίλου ή διάρθρωσης της αγοράς και διασφαλίζει ότι το σχέδιο ανάκαμψης και εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι αυτόνομο, ανεξάρτητα από τη δομή του ομίλου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις απαιτήσεις τήρησης επαρκών χρηματοοικονομικών πόρων σε επίπεδο οντότητας για τη διαχείριση μιας κατάστασης αθέτησης υποχρέωσης ή κατάστασης μη σχετιζόμενης με αθέτηση υποχρέωσης.

(13)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης λαμβάνονται με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο και σύμφωνα με τους στόχους της εξυγίανσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές που διαθέτουν τις δημόσιες διοικητικές εξουσίες να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα όσον αφορά την εξυγίανση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται κατάλληλοι πόροι στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει την αρχή που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων ως αρχή εξυγίανσης, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και να εφαρμόζονται όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις, προκειμένου να διαχωρίζονται οι εποπτικές λειτουργίες από τις λειτουργίες εξυγίανσης για την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων και του κινδύνου κανονιστικής ανοχής.

(14)

Υπό το φως των συνεπειών που η πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τα επακόλουθα μέτρα μπορεί να έχουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία ενός κράτους μέλους, καθώς και της ενδεχόμενης τελικής ανάγκης να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι , ως έσχατη λύση, για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα σχετικά υπουργεία των κρατών μελών θα πρέπει να συμμετέχουν εκ του σύνεγγυς, σε πρώιμο στάδιο, στη διαδικασία της ανάκαμψης και εξυγίανσης.

(15)

Επειδή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συχνά προσφέρουν υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ένωση, η αποτελεσματική ανάκαμψη και εξυγίανση απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών εξυγίανσης, στο πλαίσιο σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης, ιδίως στα προπαρασκευαστικά στάδια της ανάκαμψης και εξυγίανσης. Η εν λόγω συνεργασία περιλαμβάνει την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης που αναπτύσσονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την αξιολόγηση των σχεδίων εξυγίανσης που καταρτίζονται από την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την αντιμετώπιση τυχόν εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

(16)

H εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων πρέπει να επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ της ανάγκης, αφενός, για διαδικασίες που λαμβάνουν υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και προβλέπουν αποτελεσματικές, δίκαιες και έγκαιρες λύσεις και, αφετέρου, της αναγκαιότητας να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες. Οι αρχές με τομείς αρμοδιότητας που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ομοίως, προκειμένου να διασφαλιστεί η τακτική ανταλλαγή απόψεων και ο συντονισμός με τις οικείες τρίτες χώρες, οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να καλούνται να συμμετέχουν σε σώματα εξυγίανσης ως παρατηρητές, όπου χρειάζεται. Οι αρχές θα πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των αποφάσεών τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών όπου είναι ουσιώδεις ή σημαντικές οι δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τις τοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και όπου είναι εγκατεστημένα εκκαθαριστικά μέλη και συνδεδεμένοι τόποι διαπραγμάτευσης και υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(16α)

Υπό το φως του διασυνοριακού παγκόσμιου χαρακτήρα ορισμένων δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης μπορούν να έχουν οικονομικές και φορολογικές επιπτώσεις σε άλλες περιοχές δικαιοδοσίας. Στον βαθμό που αυτό είναι ευλόγως δυνατό, θα πρέπει, στο πλαίσιο καταστάσεων ανάκαμψης και εξυγίανσης, να λαμβάνονται υπόψη οι εν λόγω διασυνοριακές επιπτώσεις, καθώς και η κυριαρχία των φορολογικών αρχών σε άλλες περιοχές δικαιοδοσίας.

(17)

Προκειμένου να προετοιμαστούν οι αποφάσεις της ESMA σε σχέση με τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί και να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή της ΕΑΤ και των μελών της στην προετοιμασία των αποφάσεων αυτών, η ESMA θα πρέπει να δημιουργήσει μια εσωτερική επιτροπή εξυγίανσης και να καλέσει τις αρμόδιες αρχές της ΕΑΤ να συμμετέχουν ως παρατηρητές.

(18)

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί, κατά τρόπο αποτελεσματικό και αναλογικό, το ενδεχόμενο πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά παραγόντων κατά την άσκηση των εξουσιών ανάκαμψης και εξυγίανσης, όπως η φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η  νομική και οργανωτική δομή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος, το νομικό καθεστώς και η διασύνδεση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι αρχές θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ή στην ευρύτερη οικονομία.

(19)

Για να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο οι προβληματικοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν προπαρασκευαστικά μέτρα στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Θα πρέπει να καθοριστεί ένα ελάχιστο πρότυπο όσον αφορά το περιεχόμενο και τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στην Ένωση έχουν επαρκώς λεπτομερή σχέδια ανάκαμψης σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να εξετάζουν ένα κατάλληλο φάσμα σεναρίων, τα οποία προβλέπουν τόσο συστημικές ακραίες καταστάσεις όσο και ακραίες καταστάσεις που αφορούν συγκεκριμένα τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Τα σενάρια θα πρέπει να εξετάζουν περιπτώσεις ακραίων καταστάσεων που θα ήταν πιο ακραίες από αυτές που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των συνήθων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δυνάμει του κεφαλαίου XII του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής, παραμένοντας ταυτόχρονα αληθοφανείς, όπως η πτώχευση περισσότερων από δύο εκκαθαριστικών μελών στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τη μεγαλύτερη έκθεση και ενός ή περισσότερων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Το σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να αποτελεί μέρος των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης με τα εκκαθαριστικά μέλη. Οι εν λόγω κανόνες λειτουργίας θα πρέπει επιπλέον να περιέχουν διατάξεις για τη διασφάλιση της εκτελεστότητας των μέτρων ανάκαμψης που περιγράφονται στο σχέδιο σε όλα τα σενάρια. Τα σχέδια ανάκαμψης δεν θα πρέπει να θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε να εκθέτουν τους φορολογουμένους σε κινδύνους ζημίας.

(19α)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλα κίνητρα για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες, προκειμένου να αποτρέπεται η περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης και να ενθαρρύνεται η συνεργάσιμη συμπεριφορά. Προκειμένου να διασφαλίζεται η αξιοπιστία του εν λόγω πλέγματος κινήτρων, οι παρεκκλίσεις από το σχέδιο εξυγίανσης θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση της αρμόδιας αρχής.

(20)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να προετοιμάζουν και να επικαιροποιούν τακτικά τα σχέδια ανάκαμψής τους. ▌Η φάση της ανάκαμψης στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ξεκινά όταν υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή κίνδυνος παραβίασης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Αυτό πρέπει να αναφέρεται σε σχέση με ένα πλαίσιο ποιοτικών ή ποσοτικών δεικτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης.

(20α)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διαδοχική σειρά χρήσης των εργαλείων ανάκαμψης κατανέμει με τη δέουσα ισορροπία τις ζημίες μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων, εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους. Ως γενική αρχή, οι απώλειες θα πρέπει να κατανέμονται μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων, εκκαθαριστικών μελών και πελατών ανάλογα με την ικανότητά τους να ελέγχουν τους κινδύνους. Σκοπός είναι να δημιουργηθούν σοβαρά εκ των προτέρων κίνητρα και να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των ζημιών, σε αυτή δε τη βάση, η κατανομή ζημιών μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης θα πρέπει να είναι αναλογική σε σχέση με το επίπεδο ευθύνης κάθε συμφεροντούχου. Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το κεφάλαιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αποτελεί τη βάση απορρόφησης των πρώτων ζημιών στις περιπτώσεις αθέτησης υποχρέωσης και ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις μη σχετιζόμενες με αθέτηση υποχρέωσης. Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται σημαντική απορρόφηση ζημιών από τα εκκαθαριστικά μέλη προτού χρησιμοποιηθούν εργαλεία που κατανέμουν ζημίες στους πελάτες.

(21)

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να υποβάλει το σχέδιο ανάκαμψης του στις αρμόδιες αρχές και στο σώμα εποπτείας, το οποίο συστάθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, για πλήρη αξιολόγηση, η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί με κοινή απόφαση του σώματος. Η αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζει κατά πόσο το σχέδιο είναι ολοκληρωμένο και κατά πόσο είναι εφικτό να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, έγκαιρα, ακόμη και σε περιόδους ακραίων οικονομικών πιέσεων.

(22)

Συνολικά τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να ορίσουν τις δράσεις που θα αναλάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για την αντιμετώπιση τυχόν μη αντιστοιχισμένων εκκρεμών υποχρεώσεων, τη μη καλυπτόμενη ζημία, την έλλειψη σταθερότητας ή την κεφαλαιακή ανεπάρκεια, καθώς και τις δράσεις προς τον ανεφοδιασμό οιωνδήποτε εξαντλημένων προχρηματοδοτούμενων χρηματοπιστωτικών πόρων και ρυθμίσεων ρευστότητας, προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και η συνεχιζόμενη ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας, και πρέπει να προβλέπουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών για αυτόν τον σκοπό. Τα εργαλεία που προβλέπονται πρέπει να είναι εκτεταμένα. Κάθε εργαλείο πρέπει να είναι αξιόπιστο, έγκαιρο και να έχει ορθή νομική βάση. Πρέπει να δημιουργούν κατάλληλα κίνητρα για τους μετόχους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα μέλη και τους πελάτες τους ώστε να ελέγχουν τον κίνδυνο που επιφέρουν ή στον οποίο είναι εκτεθειμένοι στο πλαίσιο του συστήματος, να παρακολουθούν την ανάληψη κινδύνου και τις δραστηριότητες διαχείρισης κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να συμμετέχουν στη διαδικασία διαχείρισης της αθέτησης υποχρέωσης.

(22α)

Τα σχέδια ανάκαμψης πρέπει να ορίζουν ρητά τις ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβαίνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε περίπτωση κυβερνοεπιθέσεων, όταν αυτές μπορούν ενδεχομένως να προκαλέσουν σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης ή κίνδυνο παράβασης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(23)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα σχέδια δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι ισορροπημένα από την άποψη των επιπτώσεών τους, καθώς και ως προς τα κίνητρα που δημιουργούν. Δεν θα πρέπει να θέτουν σε μειονεκτική θέση εκκαθαριστικά μέλη ή πελάτες κατά τρόπο δυσανάλογο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εκκαθαριστικά μέλη τους έχουν περιορισμένα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν στην κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης μέσω της συμμετοχής τους στην επιτροπή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κατά περίπτωση , και ότι ζητείται δεόντως η γνώμη τους. Δεδομένου ότι οι γνώμες των συμφεροντούχων ενδέχεται να διαφέρουν, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να καταρτίσει σαφείς διαδικασίες για τη διαχείριση της ποικιλίας των απόψεων των συμφεροντούχων, καθώς και τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των εν λόγω συμφεροντούχων και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(23α)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών λαμβάνουν εύλογο αντάλλαγμα, εάν τα στοιχεία ενεργητικού τους χρησιμοποιηθούν κατά τη διαδικασία ανάκαμψης.

(24)

Λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια φύση των αγορών που εξυπηρετούνται από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εφαρμόζει τις εναλλακτικές μεθόδους ανάκαμψης, όταν αυτό είναι αναγκαίο, σε συμβάσεις και περιουσιακά στοιχεία που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας ή σε οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες. Οι κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει , συνεπώς, να περιλαμβάνουν συμβατικές διατάξεις που διασφαλίζουν την εν λόγω ικανότητα.

(25)

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν υποβάλει κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση των ουσιαστικών ελλείψεων του σχεδίου, προκειμένου να ενισχυθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να εξασφαλίζεται ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αποκαταστήσει το κεφάλαιό του ή να αντιστοιχίσει το χαρτοφυλάκιο σε περίπτωση πτώχευσης. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν προληπτική δράση, η οποία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων και, ως εκ τούτου, για την εκπλήρωση των στόχων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(25α)

Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό ανάκαμψη έχει χρησιμοποιήσει εργαλεία κατανομής θέσεων και ζημιών, τα οποία υπερβαίνουν τις γραμμές άμυνας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους και, ως αποτέλεσμα, δεν έχει τεθεί υπό εξυγίανση, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση, μετά την αποκατάσταση ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, είτε να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώσει τους συμμετέχοντες για τη ζημία που υπέστησαν με καταβολή μετρητών ή, κατά περίπτωση, να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο την έκδοση μέσων ιδιοκτησίας για μελλοντικά κέρδη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(26)

Ο σχεδιασμός της εξυγίανσης αποτελεί ουσιώδη συνιστώσα της αποτελεσματικής εξυγίανσης. Τα σχέδια θα πρέπει να καταρτίζονται από την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να συμφωνούνται από κοινού από τις αρμόδιες αρχές του σώματος εξυγίανσης. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να προσδιορίσουν και να διασφαλίσουν τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών. Οι κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχουν συμφωνηθεί συμβατικά με τα εκκαθαριστικά μέλη θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις που να εξασφαλίζουν την επιβολή των μέτρων εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση.

(27)

Οι αρχές εξυγίανσης, βάσει της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν αλλαγές στη νομική δομή και την οργάνωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα και αναλογικά για τη μείωση ή την άρση των υλικών εμποδίων στην εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των σχετικών οντοτήτων.

(28)

Τα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και οι εκτιμήσεις της δυνατότητας εξυγίανσης αποτελούν τομείς στο πλαίσιο των οποίων τα ζητήματα καθημερινής εποπτείας έχουν μικρότερη βαρύτητα από την ανάγκη να επιταχυνθούν και να εξασφαλιστούν ταχείες δράσεις αναδιάρθρωσης, προκειμένου να διασφαλιστούν οι κρίσιμες λειτουργίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στα διάφορα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την απόφαση άρσης τυχόν εμποδίων, η ESMA θα πρέπει να διαδραματίζει ρόλο διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Αυτή η δεσμευτική διαμεσολάβηση από την ESMA θα πρέπει πάντως να είναι προετοιμασμένη για την εκτίμησή της από την εσωτερική επιτροπή της από την εσωτερική επιτροπή της ESMA, δυνάμει των αρμοδιοτήτων των μελών της ESMA για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών σε αρκετά κράτη μέλη. Ορισμένες αρμόδιες αρχές δυνάμει του κανονισμού για την ΕΑΤ, θα πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν ως παρατηρητές στην εν λόγω εσωτερική επιτροπή της ESMA δεδομένου ότι οι αρχές αυτές εκτελούν παρόμοια καθήκοντα βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Αυτή η δεσμευτική διαιτησία δεν αποκλείει τη μη δεσμευτική διαιτησία σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε άλλες περιπτώσεις.

(29)

▌Ανάλογα με τη δομή του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να είναι αναγκαίο το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους θα ενεργοποιούνταν η παροχή εκουσίως συμφωνημένων συμβατικών ή άλλων δεσμευτικών σχέσεων, όπως εγγυήσεις της μητρικής επιχείρησης ή συμβάσεις ελέγχου και μεταφοράς κερδών ή άλλες μορφές επιχειρησιακής στήριξης από μια μητρική επιχείρηση ή άλλον (-η) όμιλο-οντότητα σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός του ίδιου ομίλου. Η διαφάνεια σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις αναμένεται ότι θα μετριάσει τους κίνδυνους για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές δυσχέρειες. Τυχόν αλλαγή των ρυθμίσεων αυτών θα πρέπει να θεωρείται ουσιώδης αλλαγή ως προς τον σκοπό της εξέτασης του σχεδίου ανάκαμψης.

(30)

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχονται στα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες διατάξεις εμπιστευτικότητας.

(31)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρχές εξυγίανσης, όπως και οι τελευταίες θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια εξυγίανσης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις αρμόδιες αρχές, κατά συνέπεια, θα τηρείται μονίμως η πλήρης ενημέρωση κάθε συναφούς αρχής.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να αποκαταστήσουν την επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, προτού ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος φτάσει σε σημείο που οι αρχές να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση παρά να τον εξυγιάνουν ή να κατευθύνουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην αλλαγή της πορείας όπου οι δράσεις του θα μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να χορηγούνται στις αρμόδιες αρχές οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή στα συμφέροντα των πελατών, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές επιπρόσθετα ως προς τις αρμοδιότητες που προβλέπει η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών ή δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, για περιπτώσεις πέραν εκείνων που θεωρούνται ως έγκαιρη παρέμβαση. Στα δικαιώματα έγκαιρης παρέμβασης περιλαμβάνεται η εξουσία να περιορίζουν ή να απαγορεύουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο χωρίς να προκαλείται πλήρης αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και μπορούν να περιορίζουν, να απαγορεύουν ή να παγώνουν κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών EBA/GL/2015/22 της ΕΑΤ, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα διοικητικά στελέχη.

(33)

Κατά τα στάδια ανάκαμψης και έγκαιρης παρέμβασης, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν τα δικαιώματά τους στο σύνολό τους. Χάνουν τα δικαιώματα αυτά όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τεθεί υπό εξυγίανση. Κατά το στάδιο ανάκαμψης, θα πρέπει να περιορίζεται ή να απαγορεύεται, στο μέτρο του δυνατού, οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που θεωρούνται συμμετοχικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

(34)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, προτού καταστεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αφερέγγυος. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή ότι κινδυνεύει να πτωχεύσει, όταν παραβιάζει ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας του, όταν η ανάκαμψη δεν κατόρθωσε να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι υπολειπόμενα ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να υπολείπονται των υποχρεώσεών του, όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές, ή όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιζητεί δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, από μόνη της. Για να καταστεί δυνατή η έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να προσβάλλεται απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης για την επίσπευση της μετάβασης από την ανάκαμψη στην εξυγίανση μόνο για ουσιαστικούς λόγους, με το σκεπτικό ότι η απόφαση ήταν αυθαίρετη και παράλογη, κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη, με βάση τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες.

(35)

Η πρόβλεψη για επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από μια κεντρική τράπεζα — εάν μια τέτοια διευκόλυνση είναι διαθέσιμη — δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση που καταδεικνύει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι, ή δεν θα είναι στο εγγύς μέλλον, σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως σε περίπτωση συστημικής έλλειψης ρευστότητας, οι κρατικές εγγυήσεις σε διευκολύνσεις ρευστότητας που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες ή οι κρατικές εγγυήσεις για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους, δεν θα πρέπει να ενεργοποιούν το πλαίσιο εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(36)

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου πρέπει να έχει στη διάθεσή της μια εναρμονισμένη δέσμη εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης. Η άσκησή τους θα πρέπει να υπόκειται σε κοινές προϋποθέσεις, στόχους και γενικές αρχές. Η χρήση πρόσθετων εργαλείων και εξουσιών από τις αρχές εξυγίανσης, θα πρέπει να συνάδει με τις αρχές και τους στόχους της εξυγίανσης. Ειδικότερα, η χρήση των εν λόγω εργαλείων ή εξουσιών δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων. Λαμβανομένου υπόψη του στόχου να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού, η χρήση δημόσιων πόρων και δεδομένου ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί η ακριβής φύση μιας σοβαρής κρίσης στο πλαίσιο της οποίας η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να λάβει μέτρα, δεν θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων κανένα εργαλείο εξυγίανσης. Για την αντιμετώπιση του «ηθικού κινδύνου» και την αποτελεσματικότερη προστασία των φορολογουμένων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζουν εκ των προτέρων σαφή και ολοκληρωμένα μέτρα για την ανάκτηση των εν λόγω πόρων από τα εκκαθαριστικά μέλη στο μέτρο του δυνατού.

(37)

Οι πρωταρχικοί στόχοι της εξυγίανσης θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών, η αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και η προστασία των δημόσιων πόρων ▌.

(38)

Οι κρίσιμες λειτουργίες ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να διατηρηθούν, αλλά να αναδιαρθρωθούν με αλλαγές στη διοίκηση, όπου ενδείκνυται, μέσω της χρήσης των εργαλείων εξυγίανσης σε συνεχή βάση με χρήση, στον μέγιστο δυνατό βαθμό , ιδιωτικών κεφαλαίων. Ο εν λόγω στόχος μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της πώλησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε έναν φερέγγυο τρίτο ή της συγχώνευσής του με αυτόν ή μέσω της αναδιάρθρωσης ή της απομείωσης των συμβάσεων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω της κατανομής των ζημιών και της μεταφοράς των θέσεων από το υπερήμερο μέλος σε μη υπερήμερα μέλη , ή μέσω της διενέργειας ανακεφαλαιοποίησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω απομείωσης των μετοχών του ή απομείωσης και μετατροπής του χρέους του σε συμμετοχικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με τον στόχο της διατήρησης των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και πριν από την ανάληψη των ενεργειών που περιγράφονται ανωτέρω, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή των οιωνδήποτε υφιστάμενων ή εκκρεμών συμβατικών υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων από εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη προσκλήσεων καταβολής μετρητών ή την ανάληψη θέσεων υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών είτε μέσω δημοπρασίας είτε άλλου συμφωνηθέντος μέσου στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και κάθε υφιστάμενης ή εκκρεμούς συμβατικής υποχρέωσης η οποία δεσμεύει μέρη εκτός από εκκαθαριστικά μέλη σε οποιαδήποτε μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης. Οι συμβατικές υποχρεώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο θα καλούνταν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(39)

Η ταχεία και αποφασιστική δράση είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μετάδοσης. Από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, τότε η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να αναλαμβάνει χωρίς καθυστέρηση κατάλληλη και συντονισμένη δράση εξυγίανσης προς το δημόσιο συμφέρον. Η πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορεί να συμβεί υπό περιστάσεις που απαιτούν άμεση αντίδραση από την αρμόδια αρχή εξυγίανσης. Θα πρέπει, επομένως, να επιτρέπεται στην εν λόγω αρχή να αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης, παρά την άσκηση των μέτρων ανάκαμψης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση να χρησιμοποιούνται πρώτα οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης.

(40)

Κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να ακολουθεί τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης, που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να ενημερώνει αμέσως το σώμα εξυγίανσης όσον αφορά τις δράσεις εξυγίανσης που σχεδιάζει να λάβει, ιδίως εάν οι εν λόγω δράσεις παρεκκλίνουν από το σχέδιο.

(41)

Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας πρέπει να είναι ανάλογη προς τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον σε εκείνους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, ιδίως όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Δεδομένου ότι τα εργαλεία και οι εξουσίες εξυγίανσης ενδέχεται να επιφέρουν αναστάτωση στα δικαιώματα των μετόχων, των εκκαθαριστικών μελών, των πελατών και των ευρύτερων πιστωτών τους , η δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χάριν του δημόσιου συμφέροντος, ενώ κάθε παρέμβαση στα εν λόγω δικαιώματα θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη. Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να είναι αναλογικές σε σχέση με τους αντιμετωπιζόμενους κινδύνους και δεν θα πρέπει να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας.

(42)

Οι θιγόμενοι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν θα είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντ’ αυτού θα είχαν υπαχθεί σε πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ή εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση μερικής μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το εναπομένον υπό εξυγίανση μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(43)

Για τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος των μετόχων, των πιστωτών, των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την αποτίμηση της αντιμετώπισης της οποίας θα ετύγχαναν τα εν λόγω μέρη εάν η αρχή εξυγίανσης δεν θα είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να αρχίσει η αποτίμηση ήδη κατά τη φάση της ανάκαμψης. Πριν αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται δίκαιη και ρεαλιστική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, που περιλαμβάνει την τιμή στην οποία αναλαμβάνεται οιαδήποτε καταγγελία συμβάσεων στο πλαίσιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αστάθεια και τη ρευστότητα της αγοράς κατά τον χρόνο της εξυγίανσης. Η εν λόγω αποτίμηση θα πρέπει να υπόκειται σε δικαίωμα αμφισβήτησης μόνον μαζί με την απόφαση εξυγίανσης. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να διενεργείται μία εκ των υστέρων σύγκριση μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες τους και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντ’ αυτού είχαν υπαχθεί σε πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του ή υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στις αγορές, αφότου έχουν χρησιμοποιηθεί τα εργαλεία εξυγίανσης. Σε περίπτωση που οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες τους έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντ’ αυτού είχαν υπαχθεί σε πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του ή υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, και αφού ληφθούν δεόντως υπόψη τυχόν ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στις αγορές , θα πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς. Στον υπολογισμό του ποσού που θα ελάμβαναν δεν θα πρέπει να εικάζεται η παροχή δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης. Σε αντίθεση με την αποτίμηση πριν από τη δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η εν λόγω σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν ως προς τη διαδικασία για τον τρόπο καταβολής, στους μετόχους, στους πιστωτές, στα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους της όποιας διαφοράς έχει προσδιοριστεί ως προς την αντιμετώπιση.

(44)

Με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εξυγίανση, η διαδικασία εκτίμησης θα πρέπει να προσδιορίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τις τυχόν ζημίες που πρέπει να διατεθούν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, προκειμένου να αποκαταστήσει το αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο των ανεξόφλητων θέσεων και να τηρηθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις πληρωμής. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των υποχρεώσεων δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επηρεάζεται από τη χρηματοοικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για λόγους επείγοντος χαρακτήρα, να προβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης σε ταχεία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει μέχρις ότου διενεργηθεί ανεξάρτητη αποτίμηση.

(45)

Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τυχόν εκκρεμούσες συμβατικές υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, των εκκαθαριστικών μελών και άλλων αντισυμβαλλομένων που ορίζονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ανάκαμψης σε εκκρεμότητα, εκπληρώνονται, εκτός εάν η άσκηση διαφορετικής εξουσίας ή άλλου εργαλείου εξυγίανσης είναι καταλληλότερη για τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή για τη διασφάλιση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε εύθετο χρόνο. Οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται από μέσα ρυθμιστικών κεφαλαίων και θα πρέπει να κατανέμονται στους μετόχους έως την ικανότητά τους είτε μέσω ακύρωσης ή μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας, ή μέσω σοβαρής απομείωσης, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν ζημίες που θα πρέπει να απορροφηθούν από την εκτέλεση τυχόν εκκρεμουσών υποχρεώσεων προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Εάν τα εν λόγω μέσα δεν επαρκούν, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν την εξουσία να απομειώνουν μη εξασφαλισμένους χρεωστικούς τίτλους και μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, στον αναγκαίο βαθμό, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ευρύτερη χρηματοοικονομική σταθερότητα, σύμφωνα με την κατάταξή τους βάσει του ισχύοντος εθνικού πτωχευτικού δικαίου.

(46)

Σε περίπτωση που η άσκηση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο των μέτρων ανάκαμψης δεν επιτύχει τη δημιουργία ζημιών, η αποκατάσταση του σε ισοσκελισμένη θέση όσον αφορά την ύπαρξη αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου εκκρεμών θέσεων ή τον ανεφοδιασμό των προχρηματοδοτούμενων πόρων συνολικά, ή σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει ότι η άσκηση των εν λόγω δράσεων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα ήταν επιζήμια για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η άσκηση εξουσιών κατανομής ζημιών και θέσεων από την αρχή θα πρέπει να στοχεύει στην κατανομή των εκκρεμών ζημιών, και να εξασφαλίζει την επιστροφή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ισοσκελισμένη θέση και τον ανεφοδιασμό των απαιτούμενων προχρηματοδοτούμενων πόρων είτε μέσω της συνεχούς άσκησης των εργαλείων στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή μέσω άλλων δράσεων.

(47)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, επίσης, να εξασφαλίζουν ότι το κόστος της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης. Όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι εν λόγω διακρίσεις θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να μην εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας ή για άλλους λόγους.

(48)

Τα εργαλεία ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να αξιοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό πριν από κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η χρήση δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, θα πρέπει να συνάδει με τις σχετικές διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έσχατη λύση.

(49)

Ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να ελαχιστοποιεί το κόστος της εξυγίανσης ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το οποίο βαρύνει τους φορολογουμένους. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να εξυγιανθούν χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων θα πρέπει να επιτυγχάνουν τον εν λόγω στόχο, με τη διασφάλιση ότι οι μέτοχοι και οι αντισυμβαλλόμενοι, οι οποίοι είναι μεταξύ των πιστωτών του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υφίστανται τις δέουσες ζημίες και αναλαμβάνουν ανάλογο μέρος αυτού του κόστους που προκύπτει από την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων θα πρέπει να παρέχουν, συνεπώς, στους μετόχους και τους αντισυμβαλλομένους, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων ισχυρότερο κίνητρο για την παρακολούθηση της κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό κανονικές συνθήκες σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (6).

(50)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία να επιμερίσουν ζημίες και θέσεις στους αντισυμβαλλομένους σε ένα φάσμα περιπτώσεων, κρίνεται σκόπιμο οι εν λόγω αρχές να είναι σε θέση, κατά πρώτον , να εφαρμόζουν τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων τόσο όταν ο στόχος είναι να διατηρηθούν οι κρίσιμες υπηρεσίες εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση όσο και, μετέπειτα, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, να μεταβιβάζονται οι εν λόγω κρίσιμες υπηρεσίες σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε τρίτο μέρος και το εναπομένον μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου παύει να λειτουργεί και εκκαθαρίζεται.

(51)

Στην περίπτωση που τα εργαλεία κατανομής ζημίας και θέσης εφαρμόζονται με στόχο την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί σε συνεχή βάση, η εξυγίανση θα πρέπει να συνοδεύεται από αντικατάσταση της διαχείρισης, ▌και με επακόλουθη αναδιάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των δραστηριοτήτων του, κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπίζονται επιτυχώς οι αιτίες της χρεωκοπίας του. Η εν λόγω αναδιάρθρωση θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης ▌.

(52)

Τα εργαλεία κατανομής ζημίας και θέσης θα πρέπει να ασκούνται με σκοπό την επαντιστοίχιση του χαρτοφυλακίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, με την αντιμετώπιση των περαιτέρω ζημιών και την εξασφάλιση πρόσθετων πόρων, προκειμένου να συμβάλλουν στην ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να ανεφοδιαστούν οι προχρηματοδοτούμενοι πόροι του. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές και επιτυγχάνουν τον στόχο τους, θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται στο ευρύτερο δυνατό φάσμα των συμβάσεων που οδηγούν σε μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις ή δημιουργούν ένα μη αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο για τον προβληματικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα για τον πλειστηριασμό των θέσεων ασυνεπών οφειλετών μεταξύ των υπόλοιπων εκκαθαριστικών μελών, την περικοπή των εξερχόμενων πληρωμών περιθωρίων διαφορών αποτίμησης προς τα εν λόγω μέλη και τους πελάτες τους, την άσκηση των οιωνδήποτε υπολοίπων προσκλήσεων καταβολής μετρητών που προβλέπονται στα σχέδια ανάκαμψης, την άσκηση προσκλήσεων επιπρόσθετης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που ειδικά προβλέπονται από την αρχή εξυγίανσης στο πλαίσιο των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την υποτίμηση των κεφαλαιακών και χρεωστικών μέσων που εκδίδονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενοι ή των άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων και τη μετατροπή κάθε χρεωστικού μέσου σε μετοχές. Εάν κριθεί αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης εγκαίρως, με παράλληλη ελαχιστοποίηση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και με αποφυγή της χρήσης δημόσιων πόρων, οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να ακυρώνουν πλήρως ή μερικώς τις συμβάσεις των αφερέγγυων εκκαθαριστικών μελών, των σειρών προϊόντων και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(53)

Με δέουσα μέριμνα για τον αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ως ύστατο μέτρο, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν τη συμπερίληψη ορισμένων συμβάσεων μόνο εν μέρει στην κατανομή ζημίας σε ορισμένες περιστάσεις. Όταν εφαρμόζονται τα εν λόγω εργαλεία μόνο εν μέρει, το επίπεδο της ζημίας ή του ανοίγματος που εφαρμόζεται σε άλλες συμβάσεις μπορεί να τροποποιηθεί , υπό τον όρο ότι η «αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών» είναι σεβαστή.

(54)

Στις περιπτώσεις όπου τα εργαλεία εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταβίβαση των κρίσιμων λειτουργιών ή των βιώσιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε μια υγιή οντότητα, όπως είναι ένας αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εναπομένον μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να εκκαθαρίζεται εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ανάγκη του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη, ώστε να μπορεί ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκτελεί τις δραστηριότητες ή να παρέχει τις υπηρεσίες που αποκτώνται δυνάμει της εν λόγω μεταβίβασης.

(55)

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να πωλούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή μέρη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων. Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για την εμπορία του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή μέρους των δραστηριοτήτων του με ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις, ενώ παράλληλα στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, όσο είναι δυνατόν, της τιμής πώλησης.

(56)

Οι τυχόν καθαρές εισπράξεις από τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να αποδίδονται στην οντότητα που απομένει στη διαδικασία εκκαθάρισης. Το τυχόν καθαρό προϊόν από τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που εκδόθηκαν από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αποδίδονται στους μετόχους. Το προϊόν θα πρέπει να υπολογίζεται μετά την αφαίρεση των εξόδων που προκύπτουν από την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από τη διαδικασία εξυγίανσης.

(57)

Προκειμένου να εκτελείται η πώληση δραστηριοτήτων εγκαίρως και να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αξιολόγηση του αγοραστή μιας ειδικής συμμετοχής θα πρέπει να διενεργείται εγκαίρως, ώστε να μην καθυστερεί η εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

(58)

Τα στοιχεία σχετικά με την εμπορία ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι διαπραγματεύσεις με πιθανούς αγοραστές πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι σημαντικό ότι η δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) μπορεί να καθυστερήσει για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με τις καθυστερήσεις που επιτρέπονται βάσει του καθεστώτος κατάχρησης αγοράς.

(59)

Δεδομένου ότι είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που τελεί εν όλω ή εν μέρει υπό την κυριότητα μίας ή περισσότερων δημόσιων αρχών ή που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης, ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να έχει ως πρωταρχικό σκοπό του να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να παρέχονται βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είχε τεθεί υπό εξυγίανση και ότι εξακολουθούν να ασκούνται βασικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη συνεχώς λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή να εκκαθαρίζεται, εάν δεν είναι πλέον βιώσιμος.

(60)

Αν όλες οι άλλες επιλογές είναι ουσιαστικά μη διαθέσιμες ή καταφανώς ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα πρέπει να είναι δυνατή η κρατική συμμετοχή με τη μορφή στήριξης του μετοχικού κεφαλαίου ή προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανόμενης της αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και η δυνατότητα ανάκτησης με την πάροδο του χρόνου των διατιθέμενων πόρων από τους συμμετέχοντες στην εκκαθάριση, που επωφελούνται από τη χρηματοπιστωτική στήριξη. Η χρήση των δημόσιων εργαλείων σταθεροποίησης δεν αίρει τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην παροχή ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, η οποία εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια και δεν θα πρέπει να θεωρείται πιθανή. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι προσωρινής φύσης. Συνεπώς, θα πρέπει να θεσπιστούν ολοκληρωμένες και αξιόπιστες ρυθμίσεις που επιτρέπουν την ανάκτηση των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν εντός ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

(61)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να εφαρμόσει τα εργαλεία κατανομής ζημίας και θέσης σε συμβάσεις με φορείς που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, η αναγνώριση της εν λόγω δυνατότητας θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(62)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες νομικές εξουσίες οι οποίες, σε διάφορους συνδυασμούς, μπορούν να ασκούνται κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία για μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε άλλη οντότητα, όπως σε άλλο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την εξουσία απομείωσης ή ακύρωσης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, ή απομείωσης ή μετατροπής των υποχρεώσεων ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την εξουσία απομείωσης του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, την εξουσία επιβολής τυχόν εκκρεμών υποχρεώσεων τρίτων σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένης της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη και την εξυγίανση , συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου , και των κατανομών θέσης, την εξουσία μερικής ή πλήρους ακύρωσης συμβάσεων κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την εξουσία αντικατάστασης της διαχείρισης και την εξουσία επιβολής προσωρινής αναστολής στην εξόφληση απαιτήσεων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και τα μέλη του συμβουλίου του και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη θα πρέπει να παραμείνουν υπεύθυνα, υπό την επιφύλαξη της νομοθεσίας του κράτους μέλους, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου, για την ευθύνη που φέρουν για την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(63)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικαστικές απαιτήσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης κοινοποιούνται δεόντως και γνωστοποιούνται στο κοινό. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης και τους επαγγελματικούς συμβούλους τους κατά τη διαδικασία εξυγίανσης πιθανόν να είναι ευαίσθητες, πριν από τη γνωστοποίηση στο κοινό της απόφασης εξυγίανσης, θα πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό καθεστώς εμπιστευτικότητας. Το γεγονός ότι οι πληροφορίες ως προς τα περιεχόμενα και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και το αποτέλεσμα κάθε εκτίμησης των εν λόγω σχεδίων μπορεί να έχουν ευρέως σημαντικό αντίκτυπο, ιδίως ως προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Κάθε πληροφορία που παρέχεται σχετικά με μια απόφαση πριν τη λήψη της, είτε πρόκειται για το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε για τη χρησιμοποίηση ενός συγκεκριμένου εργαλείου ή την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει αντίκτυπο στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που αφορά η δράση. Ωστόσο, και μόνο η πληροφορία ότι η αρχή εξυγίανσης εξετάζει ένα συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Είναι επομένως αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας τέτοιων πληροφοριών, όπως σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ή όσον αφορά το αποτέλεσμα οποιασδήποτε συναφούς αξιολόγησης διενεργείται στο εν λόγω πλαίσιο.

(64)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επικουρικές εξουσίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων και περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Υπό την επιφύλαξη των διασφαλίσεων, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία άρσης των δικαιωμάτων τρίτων μερών από τα μεταβιβασθέντα χρεωστικά μέσα ή περιουσιακά στοιχεία, την εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεων και πρόβλεψης της συνέχισης των ρυθμίσεων όσον αφορά τον αποδέκτη των μεταβιβασμένων περιουσιακών στοιχείων και μέσων ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα των εργαζομένων να καταγγείλουν μια σύμβαση εργασίας. Το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει μια σύμβαση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή με θυγατρική του, για λόγους πέραν της εξυγίανσης του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου εξίσου δεν θα πρέπει να επηρεάζεται. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν την επικουρική εξουσία να απαιτούν από τον εναπομένοντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που βρίσκεται υπό εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας την παροχή υπηρεσιών οι οποίες είναι αναγκαίες, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου στοιχεία ενεργητικού, συμβάσεις ή μέσα ιδιοκτησίας, να διεξάγει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

(65)

Σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα δίκαιης δίκης και ουσιαστικής ένδικης προστασίας έναντι των μέτρων που τα θίγουν. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος προσφυγής για λόγους ουσίας εάν η απόφαση ήταν αυθαίρετη και παράλογη κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη, με βάση τις πληροφορίες που ήταν τότε άμεσα διαθέσιμες .

(66)

Η δράση εξυγίανσης που λαμβάνεται από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης ενδέχεται να απαιτεί οικονομικές εκτιμήσεις και μεγάλο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την απαιτούμενη ειδική εμπειρογνωμοσύνη που χρειάζεται για την πραγματοποίηση τέτοιων εκτιμήσεων και τον προσδιορισμό της ενδεικνυόμενης χρήσης του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι οικονομικές εκτιμήσεις από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης στο πλαίσιο αυτό θα χρησιμοποιούνται ως βάση από τα εθνικά δικαστήρια όταν εξετάζουν τα σχετικά μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

(67)

Προκειμένου να καλύψει καταστάσεις εξαιρετικά επείγοντος χαρακτήρα και επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο η αναστολή εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης των αρχών εξυγίανσης να διακόψει τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η κατάθεση προσφυγής δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση της αρχής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι άμεσα εκτελεστή.

(68)

Επιπλέον, όταν είναι αναγκαίο για την προστασία των τρίτων που απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία, τις συμβάσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση καλή τη πίστει λόγω της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές, και προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, το δικαίωμα προσφυγής δεν θα πρέπει να επηρεάζει τυχόν μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις ή συναλλαγές που διενεργούνται με βάση την ακυρωθείσα απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης θα πρέπει να περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα.

(69)

Δεδομένου ότι η δράση εξυγίανσης μπορεί να χρειαστεί να αναληφθεί επειγόντως, λόγω σοβαρών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη και στην Ένωση, κάθε διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την αίτηση για εκ των προτέρων δικαστική έγκριση ενός μέτρου διαχείρισης κρίσεων και η εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο θα πρέπει να είναι ταχεία. Αυτό δεν θίγει το ενδεχόμενο δικαίωμα των ενδιαφερόμενων μερών να ζητήσουν από το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση, μέσα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα αφότου η αρχή εξυγίανσης έλαβε το μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

(70)

Είναι προς όφελος της αποτελεσματικής εξυγίανσης, και προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις δικαιοδοσίας, να μην ανοίγουν ούτε να συνεχίζονται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό πτώχευση, ενόσω η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης ή χρησιμοποιεί τα εργαλεία εξυγίανσης, παρεκτός με πρωτοβουλία ή με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αναστέλλονται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις, ούτως ώστε η αρχή εξυγίανσης να έχει στη διάθεσή της χρόνο για να θέσει σε εφαρμογή τα εργαλεία εξυγίανσης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για υποχρεώσεις ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τα συστήματα που αναφέρονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), συμπεριλαμβανομένων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των κεντρικών τραπεζών. Η οδηγία 98/26/ΕΚ περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μέσω της μείωσης της διαταραχής σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή αυτών των προστατευτικών ρυθμίσεων σε καταστάσεις κρίσης, ενώ παράλληλα διατηρείται η προσήκουσα βεβαιότητα για τους διαχειριστές των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μια δράση εξυγίανσης δεν θα πρέπει να θεωρείται ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι δυνάμει της σύμβασης ουσιαστικές υποχρεώσεις συνεχίζουν να εκπληρούνται. Ωστόσο, η λειτουργία ενός συστήματος που ορίζεται με βάση ή το δικαίωμα επί της πρόσθετης ασφάλειας που κατοχυρώνεται από την οδηγία 98/26/ΕΚ δεν θα πρέπει να υπονομεύεται.

(71)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, έχουν στη διάθεσή τους επαρκές χρονικό περιθώριο, προκειμένου να εντοπίσουν συμβάσεις που χρειάζεται να μεταβιβαστούν, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη η επιβολή αναλογικών περιορισμών στα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να εκκαθαρίζουν, να επισπεύδουν ή να καταγγέλλουν με άλλον τρόπο τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, πριν από την πραγματοποίηση της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός θα ήταν αναγκαίος προκειμένου οι αρχές να αποκτήσουν πραγματική εικόνα του ισολογισμού του προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, χωρίς τις αλλαγές στην αξία και το πεδίο εφαρμογής τις οποίες θα επέφερε η εκτεταμένη άσκηση των δικαιωμάτων καταγγελίας. Προκειμένου να παρέμβει στα συμβατικά δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων στον ελάχιστο απαραίτητο βαθμό, ο περιορισμός των δικαιωμάτων καταγγελίας θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το μέτρο πρόληψης κρίσεων ή τη δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, ενώ τα δικαιώματα καταγγελίας που προκύπτουν από κάθε άλλη αθέτηση, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας πληρωμής ή κατάθεσης περιθωρίου ασφάλειας, θα πρέπει να διατηρούνται.

(72)

Προκειμένου να διατηρηθούν οι νόμιμες ρυθμίσεις της κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση μεταβίβασης ορισμένων, αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, των συμβάσεων, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός προβληματικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κρίνεται σκόπιμη η συμπερίληψη διασφαλίσεων, ώστε να αποτρέπεται ο διαχωρισμός συνδεδεμένων υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και συμβάσεων, κατά περίπτωση. Ο εν λόγω περιορισμός σε επιλεγμένες πρακτικές όσον αφορά συνδεδεμένες συμβάσεις και τη σχετική εξασφάλιση θα πρέπει να επεκτείνεται και σε συμβάσεις με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο που καλύπτονται από συμφωνίες εγγυοδοσίας, συμφωνίες μεταφοράς τίτλων χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), συμφωνίες εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting), και συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η διασφάλιση, οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να επιδιώκουν να μεταβιβάζουν όλες τις συνδεδεμένες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας προστατευμένης ρύθμισης ή να τις αφήνουν όλες στον εναπομένοντα προβληματικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιστική κεφαλαιακή μεταχείριση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που καλύπτονται από συμφωνία συμψηφισμού για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ επηρεάζεται σε ελάχιστο βαθμό.

(73)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι της ΕΕ παρέχουν υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών παρέχουν υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ. Η αποτελεσματική εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων με διεθνείς δραστηριότητες απαιτεί συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και τις αρχές τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτό, η ESMA θα πρέπει να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το περιεχόμενο των συμφωνιών συνεργασίας που συνάπτονται με τις αρχές τρίτων χωρών. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας πρέπει να διασφαλίζουν αποτελεσματικό προγραμματισμό, λήψη αποφάσεων και συντονισμό όσον αφορά τις διεθνείς δραστηριότητες κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να επιβάλουν διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών σε ορισμένες περιπτώσεις. Η συνεργασία πρέπει, επίσης, να πραγματοποιείται όσον αφορά τις θυγατρικές της Ένωσης ή τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους.

(74)

Προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία για τους συμμετέχοντες στην αγορά σε όλη την Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, που έχει αναπτύξει η ESMA μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 για τον καθορισμό του περιεχομένου των γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης, το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης και τα στοιχεία σχετικά με τη διεξαγωγή των μετρήσεων.

(75)

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αναστείλει κάθε υποχρέωση εκκαθάρισης που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε από την αρχή εξυγίανσης του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή την αρμόδια αρχή ενός εκκαθαριστικού μέλους του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και μετά από μη δεσμευτική γνωμοδότηση της ESMA, για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είναι σε εξυγίανση. Η απόφαση αναστολής θα πρέπει να εγκρίνεται μόνον εφόσον είναι αναγκαία για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης της αγοράς, ιδίως για να αποφευχθούν οι επιπτώσεις της μετάδοσης και να εμποδίζονται οι αντισυμβαλλόμενοι και οι επενδυτές, οι οποίοι έχουν υψηλό και αβέβαιο κίνδυνο ανοιγμάτων έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Με σκοπό να εκδώσει την απόφασή της, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για την υπαγωγή στην υποχρέωση εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε ό, τι αφορά τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα για τα οποία ζητείται η αναστολή. Η αναστολή θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, με δυνατότητα ανανέωσης. Έτσι, ο ρόλος της επιτροπής κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, θα πρέπει να ενισχυθεί, προκειμένου να ενθαρρυνθεί περαιτέρω ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να διαχειρίζεται τους κινδύνους με σύνεση και να βελτιώσει την ανθεκτικότητά του. Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου θα πρέπει να είναι σε θέση να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν ακολουθεί τη συμβουλή της επιτροπής κινδύνου, καθώς και οι εκπρόσωποι των εκκαθαριστικών μελών και πελατών για την επιτροπή κινδύνου θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρέχονται για την παρακολούθηση των ανοιγμάτων έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με τις εγγυήσεις εμπιστευτικότητας. Τέλος, οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και ο κανονισμός (ΕΕ) 2365/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) θα πρέπει επομένως να τροποποιηθούν ανάλογα.

(76)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εκπροσωπούνται σε όλα τα σχετικά φόρα, και να διασφαλιστεί ότι η ESMA επωφελείται από όλη την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ώστε να συμπεριληφθούν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην έννοια των αρμοδίων αρχών που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(77)

Προκειμένου να προετοιμαστούν οι αποφάσεις της ESMA σε σχέση με τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, όσον αφορά την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών κανόνων για τις εκ των προτέρων και εκ των υστέρων αξιολογήσεις και για τα σώματα και σχέδια εξυγίανσης, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις προϋποθέσεις για εξυγίανση, και σχετικά με τη δεσμευτική διαμεσολάβηση, και προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή της ΕΑΤ και των μελών της στην προετοιμασία των αποφάσεων αυτών, η ESMA θα πρέπει να δημιουργήσει μια εσωτερική επιτροπή εξυγίανσης, όπου οι αρμόδιες αρχές της ΕΑΤ καλούνται να συμμετέχουν ως παρατηρητές.

(78)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη, και ιδίως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, και το δικαίωμα της υπεράσπισης.

(79)

Όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή αναλαμβάνουν δράσεις στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν πάντοτε δεόντως υπόψη τις επιπτώσεις των αποφάσεων και των δράσεών τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων περιοχών δικαιοδοσίας και στην οικονομική κατάσταση σε άλλες περιοχές δικαιοδοσίας , και θα πρέπει να εξετάζουν τη σημασία του κάθε εκκαθαριστικού μέλους για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένο το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος.

(80)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η εναρμόνιση των κανόνων και διαδικασιών εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, αλλά μπορεί, λόγω των επιπτώσεων που θα είχε η πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ολόκληρη την Ένωση, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(81)

Για την αποφυγή ανακολουθιών μεταξύ των διατάξεων για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και το νομικό πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, είναι σκόπιμο να αναβληθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, έως την ημερομηνία από την οποία τα κράτη μέλη πρόκειται να εφαρμόσουν τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο [Υπηρεσία Εκδόσεων: Να προστεθεί παραπομπή στην οδηγία για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ].

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων (CCP) που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κανόνες σχετικά με τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες στον τομέα της ανάκαμψης και της εξυγίανσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

2)

«σώμα εξυγίανσης»: το σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 4·

3)

«αρχή εξυγίανσης»: η αρχή που ορίζεται ▌σύμφωνα με το άρθρο 3·

4)

«εργαλείο εξυγίανσης»: εργαλείο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1·

5)

«εξουσία εξυγίανσης»: εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 48·

6)

«στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21·

7)

«αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται ▌σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

7α)

«γεγονός αθέτησης υποχρέωσης»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ένα ή περισσότερα εκκαθαριστικά μέλη αθετούν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

7β)

«γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υφίσταται ζημίες για οποιονδήποτε λόγο εκτός από αθέτηση υποχρέωσης εκ μέρους εκκαθαριστικού μέλους, όπως αποτυχίες ή περιστατικά απάτης που αφορούν την επιχείρηση, τη θεματοφυλακή, τις επενδύσεις ή είναι νομικής ή λειτουργικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων αποτυχιών που είναι αποτέλεσμα κυβερνοεπιθέσεων ή ακάλυπτων ελλείψεων ρευστότητας·

8)

«σχέδιο εξυγίανσης»: το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 13·

9)

«δράση εξυγίανσης»: η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μίας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 22·

10)

«εκκαθαριστικό μέλος»: εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

11)

«μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

12)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP) τρίτης χώρας»: ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, του οποίου η εταιρική έδρα είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

13)

«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ενός αντισυμβαλλομένου μπορούν να συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

14)

«υποδομή χρηματοπιστωτικής αγοράς» (FMI): κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, κεντρικό αποθετήριο αξιών, αρχείο καταγραφής συναλλαγών, σύστημα πληρωμών ή άλλο σύστημα που ορίζεται και καθορίζεται από ένα κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

15)

«πελάτης»: ο πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

15α)

«O-SII»: άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

16)

« διαλειτουργικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο οποίος έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας δυνάμει του τίτλου V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

18)

«σχέδιο ανάκαμψης»: σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 9·

19)

«συμβούλιο»: το διοικητικό ή το εποπτικό συμβούλιο, ή και τα δύο, σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

20)

«σώμα εποπτείας »: το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 με τη συμμετοχή του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) ·

21)

«κεφάλαιο»: το κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ·

22)

«γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης»: οι γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

23)

«κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, οι υπηρεσίες ή οι λειτουργίες που παρέχονται σε τρίτους εκτός του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, των οποίων η διακοπή ενδέχεται να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, λόγω του μεγέθους, του μεριδίου αγοράς, της εξωτερικής και εσωτερικής διασυνδεσιμότητας, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του ομίλου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

24)

«όμιλος»: όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

25)

«συνδεδεμένη FMI»: διαλειτουργικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή άλλη FMI ή κεντρικός αντισυμβαλλόμενος με τους οποίους ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί συμβατικές ρυθμίσεις·

26)

«▌δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ή οιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενός ομίλου του οποίου αποτελεί μέρος ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

27)

«χρηματοπιστωτικές συμβάσεις»: συμβάσεις και συμφωνίες όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 100) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

28)

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»: η συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή, και η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους βάσει του εθνικού δικαίου και είτε είναι εξειδικευμένη για τα εν λόγω ιδρύματα είτε εφαρμόζεται γενικά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

29)

«μέσα ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησής τους, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

30)

«ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τη μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

31)

«κεφάλαιο εκκαθάρισης»: το κεφάλαιο εκκαθάρισης το οποίο κατέχει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

32)

«προχρηματοδοτημένοι πόροι»: πόροι που βρίσκονται στην κατοχή και στην ελεύθερη διάθεση του σχετικού νομικού προσώπου·

33)

«ανώτατα διοικητικά στελέχη»: το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και το εκτελεστικό μέλος ή τα εκτελεστικά μέλη του συμβουλίου·

34)

«αρχείο καταγραφής συναλλαγών»: αρχείο καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή στο άρθρο 3 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

35)

«πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: το πλαίσιο που έχει καθοριστεί με τα άρθρα 107, 108 και 109 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

36)

«χρεωστικά μέσα»: ομόλογα ή άλλες μορφές μη εξασφαλισμένων μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

37)

«πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση»: αίτημα παροχής πόρων σε μετρητά από τα εκκαθαριστικά μέλη στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, επιπροσθέτως των προχρηματοδοτημένων πόρων, βάσει των εξουσιών που διαθέτει εκ του νόμου μια αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 31 και όπως ορίζεται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

38)

«πρόσκληση καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη »: αιτήματα παροχής πόρων σε μετρητά από τα εκκαθαριστικά μέλη στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, επιπροσθέτως των προχρηματοδοτημένων πόρων, βάσει των συμβατικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

39)

«εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

40)

«παράγωγα»: τα παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

41)

«συμφωνία συμψηφισμού»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου και να ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται άμεσα απαιτητές ή να λήγουν, και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή να αντικαθίστανται από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των «ρητρών εκκαθαριστικού συμψηφισμού», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και του «συμψηφισμού» (netting), όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

42)

«μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών, ώστε να απαιτηθεί από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των ελλείψεων στο σχέδιο ανάκαμψής του σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 8 και 9, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 17, ή η εφαρμογή ενός μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 19·

43)

«δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

44)

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων»: συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ·

45)

«καλυμμένο ομόλογο»: μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

(46)

«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει του παρόντος κανονισμού·

(47)

«σχετικές εθνικές αρχές»: οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές ή τα αρμόδια υπουργεία, που ορίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή άλλες αρχές των κρατών μελών που έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στην περιοχή δικαιοδοσίας τους·

(48)

«σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΡΧΕΣ, ΣΩΜΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΤΜΗΜΑ I

ΑΡΧΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ, ΣΩΜΑΤΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 3

Ορισμός των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων υπουργείων

1.    Τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και τα κράτη μέλη όπου δεν είναι εγκατεστημένος κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύνανται να ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

Οι αρχές εξυγίανσης είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία, δημόσιες διοικητικές αρχές ή άλλες αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί διοικητικές εξουσίες.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα να εφαρμόζουν μέτρα εξυγίανσης και να ασκούν τις εξουσίες τους με την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

3.   Όταν η αρχή εξυγίανσης που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι επιφορτισμένη με άλλα καθήκοντα, εξασφαλίζεται η πραγματική επιχειρησιακή ανεξαρτησία της εν λόγω αρχής εξυγίανσης, μεταξύ άλλων με την ύπαρξη χωριστού προσωπικού, χωριστών διαύλων αναφοράς και ξεχωριστής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, ιδίως δε η ανεξαρτησία της από την αρμόδια αρχή που ορίζεται βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού, και θεσπίζονται, και αποδεικνύονται σε επίπεδο που ικανοποιεί την ESMA όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην αρχή εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού και όλων των άλλων καθηκόντων που ανατίθενται στην εν λόγω αρχή.

Οι απαιτήσεις που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο δεν αποκλείουν τη δυνατότητα οι δίαυλοι αναφοράς να συγκλίνουν στο ανώτατο επίπεδο ενός οργανισμού που περιλαμβάνει διάφορες αρχές ή ότι υπάλληλοι δύνανται, υπό προκαθορισμένους όρους, να αποσπώνται από τη μία αρχή σε άλλη για την αντιμετώπιση προσωρινά υψηλού φόρτου εργασίας.

4.   ▌Η αρχή εξυγίανσης εκδίδει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό που εξασφαλίζει τον διαρθρωτικό διαχωρισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο καθώς και τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

5.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την άσκηση των λειτουργιών που ανατίθενται στο αρμόδιο υπουργείο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

6.   ▌Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως το αρμόδιο υπουργείο για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

7.   Εάν οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ▌, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την αναγκαία έγκριση όπως ορίζεται από τη ▌νομοθεσία.

8.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) τις αρχές εξυγίανσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

9.   ▌

10.   Η ESMA δημοσιεύει κατάλογο των αρχών εξυγίανσης και των αρχών επαφής που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 8.

Άρθρο 4

Σώματα εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου συγκροτεί σώμα εξυγίανσης, το οποίο διαχειρίζεται και στο οποίο προεδρεύει, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 13, 16 και 17 και για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

Τα σώματα εξυγίανσης αποτελούν ένα πλαίσιο για τις αρχές εξυγίανσης, καθώς και για τις άλλες συναφείς αρχές, για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών που είναι σημαντικές για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, την αξιολόγηση του βαθμού διασύνδεσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των συμμετεχόντων του, καθώς και άλλων κεντρικών τραπεζών ενδιαφέροντος, για την εφαρμογή των μέτρων προετοιμασίας και πρόληψης, καθώς και για την εξυγίανση·

β)

αξιολόγηση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 13·

γ)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, σύμφωνα με το άρθρο 16·

δ)

εντοπισμό, αντιμετώπιση και εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, σύμφωνα με το άρθρο 17·

ε)

συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης·

εα)

ανταλλαγή σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης εκκαθαριστικών μελών και εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεων και του βαθμού διασύνδεσης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

2.   Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α)

η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

δ)

οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

στ)

οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ζ)

τα μέλη του ΕΣΚΤ που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

η)

οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

θ)

η αρμόδια αρχή της μητρικής επιχείρησης, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 11 παράγραφος 1·

θα)

οι αρμόδιες αρχές που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία των «O-SII» όπως αναφέρονται στο άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ι)

το αρμόδιο υπουργείο, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο·

ια)

η ESMA·

ιβ)

η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).

3.   Η ESMA, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των O-SII δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, στο πλαίσιο των σωμάτων εξυγίανσης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες και οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών, με τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει καθιερώσει ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές. Η παρουσία τους εξαρτάται από τις εν λόγω αρχές που υπόκεινται σε ισοδύναμες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, κατά τη γνώμη του προέδρου του σώματος εξυγίανσης , με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 71.

Η συμμετοχή των αρχών τρίτων χωρών στο σώμα εξυγίανσης μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση επιλεγμένων διασυνοριακών προβλημάτων επιβολής, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

την αποτελεσματική και συντονισμένη επιβολή των δράσεων εξυγίανσης, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 75·

β)

τον εντοπισμό και την άρση ενδεχόμενων εμποδίων στην αποτελεσματική δράση εξυγίανσης που ενδέχεται να απορρέουν από τις διαφορετικές νομοθεσίες που διέπουν τις εξασφαλίσεις, τον συμψηφισμό και τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off) και τις διάφορες εξουσίες ή στρατηγικές ανάκαμψης και εξυγίανσης·

γ)

τον εντοπισμό και τον συντονισμό όλων των νέων απαιτήσεων έγκρισης, αναγνώρισης ή αδειοδότησης, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διεξάγονται οι δράσεις εξυγίανσης εγκαίρως·

δ)

την πιθανή αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις σχετικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το άρθρο 6α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή με οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη διάταξη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας·

ε)

την πιθανή επίδραση των διαφόρων ζωνών ώρας που ισχύουν για το πέρας των ωρών εργασίας όσον αφορά το τέλος της εμπορίας.

5.   Ο πρόεδρος του σώματος εξυγίανσης θα είναι υπεύθυνος για τα εξής καθήκοντα:

α)

θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης·

β)

συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ)

συγκαλεί και προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης·

δ)

ενημερώνει πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης εκ των προτέρων για την οργάνωση συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα που θα συζητηθούν στις εν λόγω συνεδριάσεις και τα θέματα προς εξέταση για τους σκοπούς των εν λόγω συζητήσεων·

ε)

αποφασίζει αν και ποιες αρχές τρίτων χωρών προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 4·

στ)

συντονίζει την έγκαιρη ανταλλαγή όλων των σχετικών πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος εξυγίανσης·

ζ)

ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

ζα)

εξασφαλίζει ότι τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες εγκαίρως για την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

6.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης στο σύνολο της Ένωσης, η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο των γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Προκειμένου να προετοιμαστούν τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η ESMA λαμβάνει υπόψη τις σχετικές διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 876/2013 της Επιτροπής (13), του τμήματος 1 του κεφαλαίου 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) …/2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ (14).

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί ημερομηνία 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 6, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 5

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA

1.   Η ESMA ιδρύει μια επιτροπή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με σκοπό την προετοιμασία των αποφάσεων που ανατίθενται στην ESMA στον παρόντα κανονισμό, εκτός από τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού.

Η επιτροπή εξυγίανσης προωθεί επίσης την ανάπτυξη και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και στρατηγικών σχεδιασμού για την εξυγίανση των προβληματικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

2.   Η επιτροπή εξυγίανσης αποτελείται από τις κεντρικές αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 σημεία i) και iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και οι αρμόδιες αρχές που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία των O-SII πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν στην επιτροπή εξυγίανσης ως παρατηρητές.

2α.     Η ESMA αξιολογεί τις ρυθμίσεις ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση ως προς τη συγκεντρωτική τους επίδραση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης μέσω τακτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και ασκήσεων προσομοίωσης κρίσεων αναφορικά με δυνητικές συστημικές ακραίες καταστάσεις. Κατά την άσκηση του ρόλου της, η ESMA εξασφαλίζει τη συνοχή με τις εκτιμήσεις ανθεκτικότητας επιμέρους κεντρικών αντισυμβαλλομένων που διενεργούνται σύμφωνα με το κεφάλαιο XII του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής αναφορικά με τη συχνότητα και τον σχεδιασμό των ασκήσεων και συνεργάζεται στενά με τα σώματα εποπτείας που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 648/2012, το ΕΣΣΚ και τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και κάθε αρμόδια εθνική αρχή επιφορτισμένη με την εποπτεία κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Σε τομείς όπου διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι ελλιπείς, ως αποτέλεσμα αυτών των ολοκληρωμένων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, το αρμόδιο θεσμικό όργανο ή τα αρμόδια θεσμικά όργανα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις και να υποβάλουν εκ νέου τις ρυθμίσεις τους για έναν ακόμη γύρο ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εντός 6 μηνών από τις προηγούμενες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ESMA συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ESMA εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της επιτροπής εξυγίανσης και των λοιπών λειτουργιών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Συνεργασία μεταξύ αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και η ESMA συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και, στο μέτρο του δυνατού , την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης και άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων της ESMA, των αρχών εξυγίανσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και των αρμόδιων αρχών και των αρχών των συνδεδεμένων FMI, θα πρέπει να συνεργάζονται και να επικοινωνούν αποτελεσματικά κατά το στάδιο της ανάκαμψης ώστε να μπορεί η αρχή εξυγίανσης να ενεργήσει εγκαίρως.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την ESMA για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ESMA όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΜΗΜΑ II

ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Άρθρο 7

Γενικές αρχές όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων

Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και η ESMA λαμβάνουν υπόψη όλες τις ακόλουθες αρχές και πτυχές κατά τη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού:

α)

ότι η  αποτελεσματικότητα και αναλογικότητα οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης σε σχέση με μεμονωμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι εγγυημένη, λαμβανομένων υπόψη τουλάχιστον των ακόλουθων παραγόντων:

i)

την κυριότητα, τη νομική και οργανωτική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, είτε αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ομίλου υποδομών χρηματοπιστωτικής αγοράς είτε άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

ii)

τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

iii)

τη φύση και την ποικιλομορφία της διάρθρωσης των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων των εκκαθαριστικών μελών, των πελατών τους και άλλων αντισυμβαλλομένων στους οποίους τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη και πελάτες παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στο πλαίσιο του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στις περιπτώσεις που μπορούν να ταυτοποιηθούν εύκολα και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

▌v)

τη διασυνδεσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει·

vα)

το γεγονός ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε εκκαθάριση κάθε σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων η οποία έχει ορισθεί ότι υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (EE) αριθ. 648/2012·

vβ)

τη διαθεσιμότητα άλλων κεντρικών αντισυμβαλλόμενων, οι οποίοι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να λειτουργήσουν ως υποκατάστατο των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

vi)

τις πραγματικές ή δυνητικές συνέπειες των παραβάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 19 παράγραφος 1 και 22 παράγραφος 2.

β)

ότι τηρούνται οι επιτακτικές ανάγκες για αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων και για περιορισμό του κόστους της εξυγίανσης με παράλληλη αποτροπή αναταραχής της αγοράς κατά την ανάληψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή δράσης εξυγίανσης προκειμένου να αποφεύγεται η χρήση δημοσίων πόρων ·

γ)

ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όταν αυτό απαιτείται·

δ)

ότι οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

ε)

ότι οι ρόλοι και οι ευθύνες των αρμοδίων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται σαφώς·

στ)

ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες, και στα οποία τα εκκαθαριστικά μέλη, οι πελάτες τους και οι οποιοιδήποτε διαλειτουργικοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι, και, ειδικότερα, ο αντίκτυπος οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας ως προς τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τους δημοσιονομικούς πόρους των εν λόγω κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της·

ζ)

ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εκκαθαριστικών μελών , των πελατών τους, των ευρύτερων πιστωτών και συμφεροντούχων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων παραγόντων σε ορισμένα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανόμενης της αποφυγής της άνισης κατανομής βάρους μεταξύ των κρατών μελών·

ζα)

ότι αποφεύγεται η δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και χρησιμοποιείται μόνο ως ύστατη λύση και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45 και ότι δεν δημιουργείται καμία προσδοκία δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

η)

ότι κάθε υποχρέωση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαβούλευσης με αρχή προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον την υποχρέωση διαβούλευσης όσον αφορά εκείνα τα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης που έχουν ή ενδέχεται να έχουν:

i)

επιπτώσεις σε εκκαθαριστικά μέλη, πελάτες ή συνδεδεμένες «FMI»·

ii)

αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος όπου τα εκκαθαριστικά μέλη, οι πελάτες ή συνδεδεμένες FMI είναι εγκατεστημένα ή βρίσκονται·

θ)

ότι υπάρχει συμμόρφωση με τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν η απόκλιση από τα εν λόγω σχέδια είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης·

ι)

ότι εξασφαλίζεται διαφάνεια τόσο έναντι των αρμόδιων αρχών, όπου αυτό είναι δυνατό , ιδιαίτερα όταν μια προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τους δημοσιονομικούς πόρους, όσο και έναντι κάθε άλλης περιοχής δικαιοδοσίας, ή άλλων ενδιαφερόμενων μερών, όταν αυτό είναι ευλόγως εφικτό·

ια)

ότι συντονίζουν και συνεργάζονται όσο το δυνατόν στενότερα, επίσης με στόχο να μειωθεί το συνολικό κόστος της εξυγίανσης·

ιβ)

ότι οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις κάθε απόφασης σε όλα τα κράτη μέλη και τρίτες χώρες όπου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι περιορισμένες.

Άρθρο 8

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και η ESMA , με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, ανταλλάσσουν εγκαίρως όλες τις σχετικές πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης διαβιβάζουν μόνο τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αρχή τρίτης χώρας, εφόσον η εν λόγω αρχή έχει δώσει εκ των προτέρων τη γραπτή συγκατάθεσή της.

Οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν στο αρμόδιο υπουργείο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις ή τα μέτρα που απαιτούν κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του εν λόγω υπουργείου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης

ΤΜΗΜΑ 1

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ

Άρθρο 9

Σχέδια ανάκαμψης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι καταρτίζουν και διατηρούν ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης, και συνδυασμούς και των δύο ενδεχομένων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους θέσης χωρίς δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης ή ύπαρξη κινδύνου να παραβιάσουν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

1α.     Το σχέδιο ανάκαμψης διακρίνει με σαφήνεια, ιδιαίτερα όπου είναι δυνατόν μέσω ξεχωριστών τμημάτων, καταστάσεις βάσει:

α)

γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης·

β)

γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης·

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με το πώς συνδυάζονται οι διατάξεις που προβλέπονται για τις καταστάσεις των στοιχείων α) και β) σε περίπτωση που συμβούν ταυτόχρονα και οι δύο καταστάσεις.

2.   Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών, βάσει του προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου , όπου προσδιορίζονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες πρόκειται να λαμβάνονται τα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας υπόψη διάφορα σενάρια. Οι δείκτες μπορεί να είναι είτε ποιοτικής είτε ποσοτικής φύσης, σε συνάρτηση με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν έκθεση στην ESMA και στις αρμόδιες αρχές σχετικά με το αποτέλεσμα της εν λόγω παρακολούθησης.

2α.     Η ESMA, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ έως … [ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τον ελάχιστο κατάλογο ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

3.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνουν στους κανόνες λειτουργίας τους διατάξεις που περιγράφουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν όταν, για να επιτύχουν τους σκοπούς της διαδικασίας ανάκαμψης, προτείνουν:

α)

να λαμβάνουν μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης, παρά το γεγονός ότι οι σχετικοί δείκτες δεν έχουν τηρηθεί· ή

β)

να απέχουν από μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης, παρά το γεγονός ότι οι σχετικοί δείκτες έχουν τηρηθεί.

3α.     Για οποιοδήποτε μέτρο δυνάμει της παραγράφου 3 απαιτείται έγκριση από την αρμόδια αρχή.

4.   ▌ Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενεργοποιεί το σχέδιο ανάκαμψής του, ενημερώνει την αρμόδια αρχή και την ESMA σχετικά με τη φύση και το μέγεθος των προβλημάτων που έχει αναγνωρίσει, ορίζει όλες τις σχετικές περιστάσεις και αναφέρει τα μέτρα ανάκαμψης ή άλλα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι ένα μέτρο ανάκαμψης που προτίθεται να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προκαλεί σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν ενδέχεται να λειτουργήσει αποτελεσματικά ή μπορεί να επηρεάσει δυσανάλογα τους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών , μπορεί, κατόπιν ενημέρωσης της ESMA , να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να απέχει από τη λήψη του εν λόγω μέτρου.

5.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης ως προς κάθε κοινοποίηση που έλαβε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 και τις τυχόν μεταγενέστερες οδηγίες από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.

Όταν η αρμόδια αρχή έχει ενημερωθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, περιορίζει ή απαγορεύει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο χωρίς να προκαλείται πλήρης αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και μπορεί να περιορίζει, να απαγορεύει ή να παγώνει κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και των κατευθυντήριων γραμμών EBA/GL/2015/22 της ΕΑΤ, προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές ή αποζημιώσεις διακοπής εργασιακής σχέσης προς τα διοικητικά στελέχη.

6.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι επανεξετάζουν και επικαιροποιούν, όταν χρειάζεται , τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή ή στις δραστηριότητες ή στη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τα εν λόγω σχέδια ή άλλως να απαιτήσει αλλαγή στα σχέδια. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.

7.   Τα σχέδια ανάκαμψης:

α)

δεν θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση ή τη λήψη δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, επείγουσας παροχής ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή επείγουσας παροχής ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

β)

εξετάζουν τα συμφέροντα όλων των συμφεροντούχων που είναι πιθανό να θιγούν από το εν λόγω σχέδιο, ιδίως όσον αφορά τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους, άμεσους και έμμεσους· και

γ)

διασφαλίζουν ότι τα εκκαθαριστικά μέλη δεν έχουν απεριόριστα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

7α.     Τα εργαλεία ανάκαμψης επιτρέπουν να:

α)

αντιμετωπίζονται οι ζημίες από γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρέωσης·

β)

αντιμετωπίζονται οι ζημίες από γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης·

γ)

αποκαθίσταται το αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης·

δ)

αντιμετωπίζονται οι ακάλυπτες ελλείψεις ρευστότητας· και

ε)

ανεφοδιάζονται οι χρηματοπιστωτικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του, σε επαρκές επίπεδο προκειμένου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και να στηρίζει την αδιάλειπτη και έγκαιρη εκτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

7β.     Τα σχέδια ανάκαμψης εξετάζουν ένα φάσμα ακραίων σεναρίων, μεταξύ άλλων την αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικών μελών πέραν των δύο μεγαλύτερων και άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα οποία σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένου του μίγματος προϊόντων του, του επιχειρηματικού μοντέλου και του πλαισίου ρευστότητας και διακυβέρνησης κινδύνων. Αυτό το φάσμα σεναρίων περιλαμβάνει τόσο συστημικές ακραίες καταστάσεις όσο και ακραίες καταστάσεις που αφορούν ειδικά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο εγχώριας και διασυνοριακής μετάδοσης κρίσεων, καθώς και σε ταυτόχρονων κρίσεων σε αρκετές σημαντικές αγορές.

7γ.     Η ESMA, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, έως … [12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω το φάσμα καταστάσεων που θα πρέπει να εξετάζεται για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Κατά την έκδοση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ESMA λαμβάνει υπόψη, όπου ενδείκνυται, τις σχετικές διεθνείς εργασίες που διενεργήθηκαν στον χώρο των εποπτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και της ανάκαμψης κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Επιζητεί να αξιοποιήσει, όπου είναι εφικτό, συνέργειες μεταξύ των εποπτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και δημιουργίας μοντέλων σεναρίων ανάκαμψης.

7δ.     Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμετέχει σε όμιλο και το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει συμβατικές ρυθμίσεις στήριξης από τη μητρική εταιρεία, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 μέσω μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση, το σχέδιο ανάκαμψης εξετάζει σενάρια στα οποία δεν μπορούν να τηρηθούν οι εν λόγω συμφωνίες.

7ε.     Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

β)

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

γ)

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να διαχειριστεί κάθε ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση της αγοράς, συμπεριφερόμενος παράλληλα με τον διαφανέστερο δυνατό τρόπο·

δ)

μια ολοκληρωμένη σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων, επιμερισμού των ζημιών και ρευστότητας, οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της χρηματοοικονομικής θέσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης του χαρτοφυλακίου αντιστοιχισμένων θέσεων και του κεφαλαίου, και του ανεφοδιασμού του με προχρηματοδοτημένους πόρους, που είναι απαραίτητα στοιχεία για να διατηρήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τη βιωσιμότητά του ως λειτουργούσα επιχείρηση και να συνεχίσει να παρέχει τις κρίσιμες υπηρεσίες του, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 152/2013 της Επιτροπής και το άρθρο 32 παράγραφοι 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής·

ε)

κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες που να διασφαλίζουν την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης, όπως και εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

στ)

λεπτομερή περιγραφή κάθε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες, μεταξύ άλλων και σε περιπτώσεις όπου τα εκκαθαριστικά μέλη ενδέχεται να λάβουν μέτρα σύμφωνα με τα σχέδια ανάκαμψής τους, όπως αναφέρεται στα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και, κατά περίπτωση, στον υπόλοιπο όμιλο·

ζ)

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

η)

λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, εργασιών και περιουσιακών στοιχείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

θ)

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, του τρόπου με τον οποίο αποτελεί μέρος των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που συμφωνήθηκαν από τα εκκαθαριστικά μέλη, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στην επιχείρηση που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου·

ι)

ρυθμίσεις και μέτρα παροχής κινήτρων σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών σε δημοπρασίες θέσεων υπερήμερου μέλους·

ια)

ρυθμίσεις και μέτρα για να διασφαλιστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πηγών ρευστότητας, της εκτίμησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και της εκτίμησης της πιθανότητας μεταβίβασης πόρων ή ρευστότητας μεταξύ των επιχειρηματικών τομέων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να συνεχίζει τις εργασίες του και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, όταν καθίστανται απαιτητές·

ιβ)

ρυθμίσεις και μέτρα:

i)

για τον περιορισμό του κινδύνου·

ii)

για την αναδιάρθρωση των συμβάσεων, των δικαιωμάτων, των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, μεταξύ άλλων:

α)

για τη μερική ή ολική καταγγελία συμβάσεων·

β)

για τη μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους·

iii)

για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων·

iv)

αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·

v)

αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

vi)

μια περιγραφή άλλων δράσεων ή στρατηγικών διαχείρισης για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας και εκτίμηση της αναμενόμενης χρηματοπιστωτικής επίπτωσης των εν λόγω ενεργειών ή στρατηγικών·

vii)

προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για τη δυνατότητα έγκαιρης ανακεφαλαιοποίησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την αποκατάσταση του χαρτοφυλακίου αντιστοιχισμένων θέσεων και τον ανεφοδιασμό των προχρηματοδοτημένων πόρων του, καθώς και η εκτελεστότητά του σε διασυνοριακό επίπεδο· τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν ρυθμίσεις προκειμένου τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να καταβάλλουν μια ελάχιστη συνεισφορά σε μετρητά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μέχρι ποσού ίσου προς τη συνεισφορά τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

viii)

πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο·

ix)

κατά περίπτωση, μια ανάλυση του πώς και πότε ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες, και προσδιορισμό των περιουσιακών στοιχείων που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις·

x)

λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ένα φάσμα ακραίων σεναρίων σοβαρών πιέσεων που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που επηρεάζουν ολόκληρο το σύστημα, πιέσεων που επικεντρώνονται στη συγκεκριμένη νομική οντότητα και κάθε ομάδα στην οποία ανήκει, και πιέσεων που επικεντρώνονται στα επιμέρους εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή, κατά περίπτωση, συνδεδεμένης FMI·

xi)

λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 34 και του άρθρου 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, καταστάσεις βάσει των πιέσεων ή της αθέτησης υποχρέωσης από ένα ή περισσότερα από τα μέλη του και εξαιτίας άλλων λόγων, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που προκύπτουν από επενδυτικές δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή από σοβαρά λειτουργικά προβλήματα (μεταξύ άλλων, από σοβαρές εξωτερικές απειλές για τις εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λόγω εξωτερικής διακοπής, αιφνίδιας διαταραχής ή συμβάντος στον κυβερνοχώρο).

7στ.     Έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί ένα πρόσθετο ποσό ειδικών ιδίων πόρων που ισοδυναμεί με το ποσό που απαιτείται να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, πριν από τη χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ) της παραγράφου 7ε του παρόντος άρθρου. Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι κίνδυνοι που επέφεραν τη ζημία ήταν υπό τον έλεγχο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να χρησιμοποιήσει υψηλότερο ποσό των ειδικών ιδίων πόρων που θα καθοριστεί από την αρμόδια αρχή.

7ζ.     Έπειτα από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί ένα ποσό ειδικών ιδίων πόρων που ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, πριν από τη χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ) της παραγράφου 7β του παρόντος άρθρου και, για να διατηρηθεί η αυστηρή διαδικασία παροχής κινήτρων, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο εκκαθάρισης ούτε τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης. Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι κίνδυνοι που επέφεραν τη ζημία ήταν εκτός του ελέγχου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μπορεί να επιτρέψει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να χρησιμοποιήσει χαμηλότερο ποσό των ειδικών ιδίων πόρων το οποίο θα καθοριστεί από την αρμόδια αρχή.

7η.     Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, χρησιμοποιεί τα εργαλεία που αναφέρονται στο σημείο ii) του στοιχείου ιβ) της παραγράφου 7ε μόνον αφού διενεργηθούν προσκλήσεις καταβολής μετρητών, για ποσό τουλάχιστον ίσο προς το κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο σημείο vii) της που στοιχείου ιβ) της παραγράφου 7ε.

7θ.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να περιλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης.

8.   Το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη του τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης προτού το υποβάλει στην αρμόδια αρχή και στην ESMA .

9.   Τα σχέδια ανάκαμψης θεωρούνται μέρος των κανόνων λειτουργίας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και τα εκκαθαριστικά μέλη τους στην περίπτωση διατάξεων που σχετίζονται με τους πελάτες τους διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που ορίζονται στα σχέδια ανάκαμψης είναι εκτελεστά ανά πάσα στιγμή.

9α.     Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δημοσιοποιούν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ) της παραγράφου 7ε. Τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία η) έως ιβ) της εν λόγω παραγράφου θα πρέπει να δημοσιοποιούνται στον βαθμό που υφίσταται δημόσιο συμφέρον για τη διαφάνεια των εν λόγω στοιχείων. Τα εκκαθαριστικά μέλη εξασφαλίζουν ότι τυχόν διατάξεις που επηρεάζουν τους πελάτες τους, τους γνωστοποιούνται επαρκώς.

9β.     Οι διατάξεις του εθνικού πτωχευτικού δικαίου σχετικά με την ακυρωσία και το ανίσχυρο των επιβλαβών για τους πιστωτές νομικών πράξεων δεν εφαρμόζονται για μέτρα που λαμβάνονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίστηκε δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ▌υποβάλλουν τα σχέδια ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή ▌.

2.   Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει κάθε σχέδιο στο σώμα εποπτείας και στην αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε σχεδίου και σε συντονισμό με το σώμα εποπτείας , σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12, η αρμόδια αρχή εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 9.

3.   Κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με το ΕΣΣΚ και λαμβάνει υπόψη τη διάρθρωση του κεφαλαίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και το προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων τους χρηματοπιστωτικούς, λειτουργικούς και τους κινδύνους στον κυβερνοχώρο, και την δυνατότητα υποκατάστασης των δραστηριοτήτων του , και τον αντίκτυπο από την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης για τα εκκαθαριστικά μέλη, τους πελάτες τους, τις χρηματοπιστωτικές αγορές που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη κατά πόσον το σχέδιο ανάκαμψης διασφαλίζει κατάλληλα κίνητρα για τους κυρίους και τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τους πελάτες τους, ούτως ώστε να ελέγχουν το ύψος του κινδύνου που επιφέρουν ή στον οποίο είναι εκτεθειμένοι στο πλαίσιο του συστήματος. Η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει την παρακολούθηση της ανάληψης κινδύνων και των δραστηριοτήτων διαχείρισης κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και την κατά το δυνατόν πληρέστερη συμμετοχή στη διαδικασία διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3α.     Κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή θεωρεί τις συμφωνίες στήριξης από τη μητρική εταιρεία ως έγκυρα στοιχεία του σχεδίου ανάκαμψης, μόνο εφόσον οι συμφωνίες αυτές είναι συμβατικά δεσμευτικές.

4.   Η αρχή εξυγίανσης εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να προσδιορίσει τα μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Σε περίπτωση που εντοπίζονται τέτοια μέτρα η αρχή εξυγίανσης εφιστά την προσοχή της αρμόδιας αρχής σε αυτά και προβαίνει σε συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τρόπους για να αντιμετωπιστεί ο δυσμενής αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων στη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

5.   Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να μη δώσει συνέχεια στις συστάσεις της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 4, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της στην αρχή εξυγίανσης.

6.   Όταν η αρμόδια αρχή συμφωνεί με τις συστάσεις της αρχής εξυγίανσης, ή άλλως κρίνει ότι υπάρχουν ουσιώδεις ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή ουσιαστικά εμπόδια στην εφαρμογή του, ειδοποιεί τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τη μητρική επιχείρηση και δίνει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του.

7.   Η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μπορεί να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τη μητρική επιχείρηση να τις υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα με την έγκριση της αρμόδιας αρχής, αναθεωρημένο σχέδιο, που παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια. Το αναθεωρημένο σχέδιο αξιολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο.

8.   Όταν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν έχουν αντιμετωπιστεί κατάλληλα από το αναθεωρημένο σχέδιο, ή σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή η μητρική επιχείρηση δεν υπέβαλε αναθεωρημένο σχέδιο, απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τη μητρική επιχείρηση να προβεί σε συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

9.   Όταν δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω συγκεκριμένων αλλαγών στο σχέδιο, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τη μητρική επιχείρηση να εντοπίσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος τυχόν αλλαγές που πρέπει να γίνουν στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή η μητρική επιχείρηση δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός του χρονικού διαστήματος που όρισε η αρμόδια αρχή, ή όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι προτεινόμενες δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, ή δεν βελτιώνουν τη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου , η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τη μητρική επιχείρηση, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που προσδιορίζεται από την αρμόδια αρχή, να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων, την επίπτωση των μέτρων στις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στην ικανότητα του αντισυμβαλλομένου να συνεχίσει να συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

α)

να μειώσει το προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

να ενισχύσει τη δυνατότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να ανακεφαλαιοποιηθεί εγκαίρως, προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας·

γ)

να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

να επιφέρει αλλαγές στις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, στα μέτρα αποκατάστασης και σε άλλες ρυθμίσεις κατανομής των ζημιών με στόχο τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσης και την ανθεκτικότητα των κρίσιμων λειτουργιών·

ε)

να πραγματοποιήσει αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

10.   Το αίτημα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να κοινοποιείται εγγράφως στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

10α.     Η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 11 παράγραφος 1.

Η ESMA υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως … [12 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 11

Σχέδια ανάκαμψης κεντρικών αντισυμβαλλομένων που ανήκουν σε όμιλο

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 23) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) της εν λόγω οδηγίας, η αρμόδια αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 21) της εν λόγω οδηγίας, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο ανάκαμψης για τον όμιλο σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Η αρμόδια αρχή υποβάλλει το σχέδιο ανάκαμψης για τον όμιλο στην αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν η μητρική επιχείρηση του ομίλου στον οποίο ανήκει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και, σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο, ούτως ώστε να αξιολογηθούν όλα τα στοιχεία του τμήματος Α του παραρτήματος, οι αρμόδιες αρχές δύνανται ▌σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού, να ζητήσουν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλει σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία που συνδέονται με τη δομή του ομίλου. Το εν λόγω αίτημα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να κοινοποιείται εγγράφως στον αντισυμβαλλόμενο και τη μητρική του επιχείρηση.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση υποβάλλει το σχέδιο ανάκαμψης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οι διατάξεις σχετικά με την ανάκαμψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αποτελούν ξεχωριστό τμήμα του εν λόγω σχεδίου ανάκαμψης και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενδέχεται να μην υποχρεούται να καταρτίζει ατομικό σχέδιο ανάκαμψης.

3.   Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εξετάζει σύμφωνα με το άρθρο 10 τις διατάξεις που αφορούν την ανάκαμψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και, κατά περίπτωση, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του ομίλου.

Άρθρο 12

Διαδικασία συντονισμού για τα σχέδια ανάκαμψης

1.   Το σώμα εποπτείας καταλήγει σε κοινή απόφαση σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:

α)

την επανεξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης·

β)

την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 6, 7, 8 και 9·

γ)

αν πρέπει να εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται από τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1.

2.   Το σώμα καταλήγει σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα θέματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης από την αρμόδια αρχή.

Το σώμα καταλήγει σε κοινή απόφαση όσον αφορά το ζήτημα που αναφέρεται στο στοιχείο γ), εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή αποφασίσει να ζητήσει από την μητρική επιχείρηση να προετοιμάσει ένα σχέδιο του ομίλου.

Η ESMA μπορεί, κατόπιν αίτησης μιας αρμόδιας αρχής στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας , να επικουρεί το σώμα εποπτείας ως προς τη λήψη κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Όταν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης, το σώμα εποπτείας δεν καταλήγει σε κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου λαμβάνει τη δική της απόφαση.

Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβαίνει στην απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση αυτή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη μητρική επιχείρηση, κατά περίπτωση, και στα άλλα μέλη του σώματος.

4.   Σε περίπτωση που, πριν από το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιοδήποτε ομάδα μελών του σώματος εποπτείας που αντιπροσωπεύει απλή πλειοψηφία των μελών του εν λόγω σώματος έχει παραπέμψει στην ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ζήτημα σε ό, τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 στοιχεία α), β) και δ) του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οφείλει να αναμείνει την απόφαση που έλαβε η ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και να αποφασίσει σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

5.   Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως στάδιο συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτή. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Εάν η ΕΑΤ δεν αποφασίσει εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

ΤΜΗΜΑ 2

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Άρθρο 13

Σχέδια ανάκαμψης

1.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και την ESMA , και σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15.

2.   Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις δράσεις εξυγίανσης τις οποίες μπορεί να αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 22.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου λόγω:

i.

γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης·

ii.

γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης·

iii.

ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος·

β)

τον αντίκτυπο που η εφαρμογή του σχεδίου εξυγίανσης θα έχει στα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους, ακόμη και στην περίπτωση που τα εκκαθαριστικά μέλη είναι πιθανόν να υπόκεινται σε μέτρα αποκατάστασης ή δράσεις εξυγίανσης σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, σε τυχόν συνδεδεμένες FMI, σε χρηματοπιστωτικές αγορές που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά·

γ)

τον τρόπο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να υποβάλει αίτηση για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και τον προσδιορισμό των περιουσιακών στοιχείων που λογικά αναμένεται να αναγνωριστούν ως εξασφαλίσεις.

4.   Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

α)

δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

β)

επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

4α.     Το σχέδιο εξυγίανσης στηρίζεται σε συνετές παραδοχές αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς πόρους που διατίθενται ως εργαλεία εξυγίανσης, οι οποίοι ενδέχεται να απαιτηθούν για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, καθώς και τους πόρους που αναμένει ότι θα είναι διαθέσιμοι σύμφωνα με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Οι εν λόγω συνετές παραδοχές βασίζονται στα πορίσματα των πλέον πρόσφατων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2a και εξακολουθούν να ισχύουν σε σενάρια ακραίων συνθηκών της αγοράς που εντείνονται περαιτέρω λόγω της ανάκαμψης ή της εξυγίανσης ενός ή περισσότερων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, συμπεριλαμβανομένης της αθέτησης υποχρέωσης ενός ή και περισσότερων εκκαθαριστικών μελών, πέραν των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης επανεξετάζουν τα σχέδια εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, τα επικαιροποιούν, τουλάχιστον ετησίως και σε κάθε περίπτωση μετά από αλλαγές στη νομική ή οργανωτική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στις δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του κατάσταση ή μετά από οιαδήποτε άλλη αλλαγή που επηρεάζει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμέσως τις αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή.

5α.     Το σχέδιο εξυγίανσης κάνει σαφή διάκριση μεταξύ σεναρίων που βασίζονται στις περιστάσεις που αναφέρονται αντίστοιχα στην παράγραφο 3 στοιχείο α) σημεία i), ii) και iii), ιδίως, μέσω ξεχωριστών τμημάτων, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

6.   Το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει τις περιστάσεις και τα διάφορα σενάρια για τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα, τα οποία έχουν ποσοτικά προσδιοριστεί όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό:

α)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου στο πλαίσιο του οποίου γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης, γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης, και συνδυασμού των δυο·

β)

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συνέβησαν μετά από την τελευταία ενημέρωση του σχεδίου εξυγίανσης·

γ)

παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο οι κρίσιμες λειτουργίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά, στον αναγκαίο βαθμό, από τις άλλες λειτουργίες του, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχισή τους σε περίπτωση εφαρμογής όλων των πιθανών μορφών εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της πτώχευσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για τη διεκπεραίωση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του ανεφοδιασμού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με χρηματοπιστωτικούς πόρους·

ε)

λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16·

στ)

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 για την αντιμετώπιση ή την άρση εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της εκτίμησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16·

ζ)

περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών και των περιουσιακών στοιχείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

η)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 14 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

θ)

εξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης χωρίς την ανάληψη των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

ι)

λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα σχετικά τους χρονοδιαγράμματα·

ια)

περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων ενδοομιλικών αλληλεξαρτήσεων, ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας και δεσμών με άλλες FMI, μαζί με τρόπους αντιμετώπισης των εν λόγω αλληλεξαρτήσεων·

ιβ)

περιγραφή των διαφόρων επιλογών για τη διασφάλιση:

i.

πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης, καθώς και σε λοιπές υποδομές·

ii.

έγκαιρου διακανονισμού υποχρεώσεων που οφείλονται στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες τους και σε τυχόν συνδεδεμένες FMI·

iii.

πρόσβασης των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους σε κινητές αξίες και λογαριασμούς μετρητών που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και σε κινητές αξίες ή εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα που έχουν παρασχεθεί και που κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, οι οποίες οφείλονται σε τέτοιου είδους συμμετέχοντες με διαφανή τρόπο και χωρίς διακρίσεις·

iv.

συνέχειας στις δραστηριότητες των δεσμών μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων FMI·

v.

δυνατότητας μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων και θέσεων των πελατών και των έμμεσων πελατών των εκκαθαριστικών μελών όπως αναφέρονται στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

vi.

διατήρησης των αδειών, αδειοδοτήσεων, αναγνωρίσεων και νομικών χαρακτηρισμών ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είναι αναγκαίες για τη συνεχιζόμενη επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης για τους σκοπούς της εφαρμογής των σχετικών κανόνων που αφορούν το αμετάκλητο του διακανονισμού και της συμμετοχής σε άλλες FMI ή των δεσμών με άλλες FMI·

ιβα)

περιγραφή της προσέγγισης που σχεδιάζει να ακολουθήσει η αρχή εξυγίανσης προκειμένου να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής και την αξία τυχόν συμβάσεων προς καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 29·

ιγ)

ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους εργαζόμενους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν εθνικούς κανόνες και συστήματα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους·

ιδ)

σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια ·

ιε)

περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

ιεα)

περιγραφή των ρυθμίσεων για ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης πριν και κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης, σύμφωνα με τις γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στοιχείο α) κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να εκφράσει τη γνώμη του γραπτώς όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης. Η εν λόγω γνώμη πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο.

7.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να τους παράσχουν λεπτομερή αρχεία των συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ορίσουν προθεσμία ως προς την παροχή των εν λόγω αρχείων και μπορούν να ορίζουν διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη συμβάσεων.

7α.     Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου συνεργάζεται στενά με τις αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με στόχο να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν εμπόδια στην εξυγίανση.

8.   Η ESMA, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) …/2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζονται περαιτέρω τα περιεχόμενα του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, η ESMA πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το επίπεδο της διαφοροποίησης μεταξύ των εθνικών νομικών πλαισίων, ιδίως στον τομέα του πτωχευτικού δικαίου, σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και τα διαφορετικά μεγέθη και τη φύση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία: δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 14

Το καθήκον συνεργασίας και παροχής πληροφοριών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συνεργάζονται, όσο είναι απαραίτητο, κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης και παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και της ανάλυσης που καθορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι οποίες βρίσκονται ήδη στη διάθεσή τους.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ανταλλάσσει εγκαίρως πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές και την ESMA προκειμένου να διευκολύνει την αξιολόγηση των προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη διασύνδεση με άλλες υποδομές χρηματοπιστωτικής αγοράς, άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει, όπως ορίζεται στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Διαδικασία συντονισμού για σχέδια εξυγίανσης

1.   Το σώμα εξυγίανσης λαμβάνει κοινή απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης και τις τυχόν σχετικές αλλαγές εντός περιόδου τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του εν λόγω σχεδίου από την αρχή εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

2.   Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης ένα προσχέδιο του σχεδίου εξυγίανσης, τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 14 και κάθε πρόσθετη πληροφορία σχετικά με το σώμα εξυγίανσης.

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε να παρέχονται στην ESMA όλες οι πληροφορίες που είναι σχετικές με τον ρόλο της σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει να συμπράξει με αρχές τρίτων χωρών στο πλαίσιο της κατάρτισης ή της επανεξέτασης του σχεδίου εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι πληρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 71 και προέρχονται από δικαιοδοσίες στις οποίες οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες έχει την έδρα της:

i.

η μητρική επιχείρηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανάλογα με την περίπτωση·

ii.

εκκαθαριστικά μέλη στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει σημαντική έκθεση ·

iii.

οι θυγατρικές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανάλογα με την περίπτωση·

iv.

άλλοι πάροχοι κρίσιμων υπηρεσιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

iv α.

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει συνάψει ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

4.   Η ESMA μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει το σώμα εξυγίανσης να καταλήξει σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου εξυγίανσης, το σώμα εξυγίανσης δεν έχει καταλήξει σε κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τη δική της απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη μητρική του επιχείρηση, κατά περίπτωση, και στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης .

6.   Αν, μέχρι το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε ομάδα μελών του σώματος εποπτείας που εκπροσωπεί απλή πλειοψηφία των μελών του εν λόγω σώματος έχει παραπέμψει στην ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ένα ζήτημα που αφορά το σχέδιο εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναμένει τυχόν απόφαση που δύναται να λάβει η ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτή. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ESMA εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

7.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης θεωρεί δυνάμει της παραγράφου 6 ότι το αντικείμενο της διαφωνίας προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κινεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 16

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με το σώμα εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 17, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς την ανάληψη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες:

α)

▌ δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

β)

επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει εφικτό και αξιόπιστο είτε να τον εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να τον εξυγιάνει με τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αποφεύγει κάθε χρήση δημόσιων πόρων και στο μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι δυσμενείς επιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν την ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, σε κάθε κράτος μέλος.

Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ESMA εγκαίρως εάν κρίνει ότι κάποιος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

3.   Εφόσον ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταδεικνύει ότι:

α)

δεν υπάρχουν κωλύματα για τη μείωση της αξίας των τίτλων ιδιοκτησίας μετά την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης, ανεξάρτητα από το αν οι εκκρεμούσες συμβατικές ρυθμίσεις ή άλλα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έχουν πλήρως εξαντληθεί·

β)

οι συμβάσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με εκκαθαριστικά μέλη ή τρίτα μέρη δεν επιτρέπουν στα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη ή τρίτα μέρη να προσφεύγουν επιτυχώς κατά την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης ή άλλως να αποφεύγουν την υπαγωγή τους στις εν λόγω εξουσίες.

4.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, εξετάζει τα θέματα που εξειδικεύονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

4α.     Η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση της σύγκλισης πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης αναφορικά με την εφαρμογή του τμήματος Γ του παραρτήματος έως … [18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε συνεργασία με το σώμα εξυγίανσης πραγματοποιεί την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 13.

Άρθρο 17

Αντιμετώπιση ή άρση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Όταν, μετά την εκτίμηση στο άρθρο 16, και κατόπιν διαβούλευσης με το σώμα εξυγίανσης , η αρχή εξυγίανσης συμπεραίνει ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή, καταρτίζει και υποβάλλει έκθεση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στο σώμα εξυγίανσης.

Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αναλύει τα ▌εμπόδια στην αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εξετάζει τον αντίκτυπό τους στο επιχειρηματικό μοντέλο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και προτείνει στοχευμένα μέτρα για την άρση τους ▌ όπου είναι δυνατό.

2.   Η απαίτηση για τα σώματα εξυγίανσης να καταλήγουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 15 αναστέλλεται μετά την υποβολή της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ώσπου να έχουν γίνει δεκτά τα μέτρα για την άρση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή να έχουν αποφασιστεί εναλλακτικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την άρση των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης κάθε μέτρο που προτείνεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η αρχή εξυγίανσης και το σώμα εξυγίανσης εκτιμούν, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), κατά πόσον με τα εν λόγω μέτρα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ή αίρονται τα εν λόγω εμπόδια.

4.   Όταν η αρχή εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του σώματος εξυγίανσης, συμπεραίνει ότι τα μέτρα που προτείνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν περιορίζουν ούτε αίρουν αποτελεσματικά τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει εναλλακτικά μέτρα τα οποία κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης για τη λήψη κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 18.

Τα εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

α)

την απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συνιστούν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

τις επιπτώσεις των εναλλακτικών μέτρων στον συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του, σε τυχόν συνδεδεμένες FMI και στην εσωτερική αγορά.

βα)

τις επιπτώσεις στην παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών εκκαθάρισης για διαφορετικά προϊόντα και τον καθορισμό περιθωρίων βάσει χαρτοφυλακίου σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.

Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου στοιχείο β), η αρχή εξυγίανσης, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή, το σώμα εποπτείας και το σώμα εξυγίανσης και, εφόσον αρμόζει, το ΕΣΣΚ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 18, ενημερώνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο γραπτώς, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, ως προς τα εναλλακτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της άρσης των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει για ποιον λόγο τα μέτρα που πρότεινε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα μπορούν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην ικανότητα εξυγίανσης και τον τρόπο που τα εναλλακτικά μέτρα θα ήταν αποτελεσματικά από την άποψη αυτή.

6.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτείνει εντός ενός μηνός ένα σχέδιο σχετικά με το πώς προτίθεται να εφαρμόσει τα εναλλακτικά μέτρα μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης.

7.    Μόνο για τους σκοπούς της παραγράφου 4, η αρχή εξυγίανσης σε συντονισμό με την αρμόδια αρχή μπορεί να:

α)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επανεξετάζει ή να καταρτίζει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη, για να καλύπτει την παροχή κρίσιμων λειτουργιών·

β)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να περιορίσει τα μέγιστα μεμονωμένα και τα ομαδοποιημένα ακάλυπτα ανοίγματά του·

γ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συλλέγει και διατηρεί περιθώριο σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

δ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συλλέγει και διατηρεί περιθώριο σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε)

επιβάλλει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών·

στ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

ζ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

η)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στο σχέδιο ανάκαμψης, στους κανόνες λειτουργίας και σε άλλες συμβατικές ρυθμίσεις·

θ)

περιορίζει ή να εμποδίζει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών γραμμών ή την παροχή νέων ή υφιστάμενων υπηρεσιών·

ι)

απαιτεί αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου, που βρίσκεται άμεσα ή έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

ια)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να συστήσει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

ιβ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ▌να εκδώσει υποχρεώσεις που μπορούν να απομειωθούν ή να μετατραπούν ή να προβλέψει άλλους πόρους, προκειμένου να αυξηθεί η ικανότητα απορρόφησης των ζημιών, ανακεφαλαιοποίησης και ανεφοδιασμού με προχρηματοδοτημένους πόρους·

ιγ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ▌να λάβει άλλα μέτρα που να επιτρέπουν στο κεφάλαιο, στις λοιπές υποχρεώσεις και συμβάσεις να μπορούν να απορροφούν τις ζημίες, να ανακεφαλαιοποιούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή να τον ανεφοδιάζουν με προχρηματοδοτημένους πόρους. Οι ενέργειες που εξετάζονται μπορούν να περιλαμβάνουν , ιδίως, την προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης κάθε υποχρέωσης που εξέδωσε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενο ς ή την επανεξέταση των συμβατικών όρων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση, μετατροπή ή αναδιάρθρωση της εν λόγω υποχρέωσης, του μέσου ή της σύμβασης θα διενεργείται δυνάμει της νομοθεσίας της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει την εν λόγω υποχρέωση ή το μέσο·

ιδ)

ιδα)

περιορίζει ή αναστέλλει τους δεσμούς διαλειτουργικότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εάν ο εν λόγω περιορισμός ή η αναστολή είναι απαραίτητα για να αποτρέπεται ο δυσμενής αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει σε διαλειτουργικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

Άρθρο 18

Διαδικασία συντονισμού για την αντιμετώπιση ή την άρση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Το σώμα εξυγίανσης λαμβάνει κοινή απόφαση όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

τον εντοπισμό των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1·

β)

την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3, κατά περίπτωση·

γ)

τα εναλλακτικά μέτρα που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4.

2.   Η κοινή απόφαση για τον εντοπισμό των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, στο σώμα εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από την υπαγωγή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στα προτεινόμενα μέτρα για την άρση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αιτιολογούνται και κοινοποιούνται γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και, κατά περίπτωση, στη μητρική του επιχείρηση.

Η ESMA μπορεί, κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει το σώμα εξυγίανσης να καταλήξει σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1,το σώμα εξυγίανσης δεν έχει επιτύχει να λάβει κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια τη δική της απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο.

Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη μητρική του επιχείρηση, κατά περίπτωση, και στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης .

4.   Σε περίπτωση που, πριν από το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε ομάδα μελών του σώματος εποπτείας που εκπροσωπεί απλή πλειοψηφία των μελών του εν λόγω σώματος έχει παραπέμψει στην ESMA, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 7 στοιχεία ι), ια) και ιδ), η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση ενδέχεται να λάβει η ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτή. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ESMA εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΜΒΑΣΗ

Άρθρο 19

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει ή ενδέχεται να παραβιάσει ▌τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ή συνιστά κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ή τμημάτων έκαστου εξ αυτών , ή εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπάρχουν άλλες ενδείξεις για εξελίξεις που μπορεί να επηρεάσουν τις εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως την ικανότητά του να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης , οι αρμόδιες αρχές μπορούν να:

α)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να ενημερώνει το σχέδιο ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 9, όταν οι περιστάσεις που απαιτούσαν την έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές που ορίζονται στο αρχικό σχέδιο ανάκαμψης·

β)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Όταν το σχέδιο επικαιροποιείται σύμφωνα με το στοιχείο α), οι εν λόγω ρυθμίσεις ή μέτρα περιλαμβάνουν κάθε επικαιροποιημένη ρύθμιση ή μέτρο·

γ)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εντοπίσει τις αιτίες της παράβασης ή πιθανής παράβασης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων μέτρων και χρονοδιαγραμμάτων·

δ)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να συγκαλέσει συνέλευση των μετόχων του ή, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, συγκαλούν οι ίδιες τη συνεδρίαση. Και στις δύο περιπτώσεις, η αρμόδια αρχή καθορίζει την ημερήσια διάταξη, καθώς και τις αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς έγκριση από τους μετόχους·

ε)

απαιτούν από ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη να απομακρυνθούν ή να αντικατασταθούν, σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύεται ακατάλληλο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

στ)

απαιτούν αλλαγές στην επιχειρηματική στρατηγική του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ζ)

απαιτούν αλλαγές στις νομικές ή επιχειρησιακές δομές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

η)

παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης, προκειμένου να προετοιμαστεί η πιθανή εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του σύμφωνα με το άρθρο 24, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν απαιτούμενων πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

θ)

απαιτούν, όταν κρίνεται απαραίτητο και σύμφωνα με την παράγραφο 4, την εφαρμογή των μέτρων ανάκαμψης·

ι)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να απέχει από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων εξυγίανσης σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει διαπιστώσει ότι η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να βλάψει αδικαιολόγητα τα συμφέροντα των πελατών·

ια)

απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να ανεφοδιάζει τους χρηματοοικονομικούς πόρους σε εύθετο χρόνο.

ιαα)

κατ’ εξαίρεση και άπαξ, επιτρέπουν στους πελάτες εκκαθαριστικών μελών να συμμετάσχουν άμεσα σε δημοπρασίες, αίροντας τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον τίτλο IV κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 εκτός των απαιτήσεων περιθωρίου ασφάλειας όπως ορίζονται στο άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους εν λόγω πελάτες. Τα εκκαθαριστικά μέλη των πελατών ενημερώνουν διεξοδικά τους πελάτες για τη δημοπρασία και διευκολύνουν τη διαδικασία υποβολής προσφορών για τους πελάτες. Οι απαιτούμενες πληρωμές περιθωρίου ασφάλειας από τους πελάτες διενεργούνται από μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος.

ιαβ)

να περιορίζει ή να απαγορεύει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο χωρίς να ενεργοποιείται πλήρης αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και να μπορεί να περιορίζει, να απαγορεύει ή να παγώνει κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών EBA/GL/2015/22 της ΕΑΤ, που αφορά προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές και αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα διοικητικά στελέχη.

2.   Για καθένα από τα μέτρα αυτά, οι αρμόδιες αρχές θέτουν κατάλληλη προθεσμία και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί.

2α.     Οι διατάξεις του εθνικού πτωχευτικού δικαίου σχετικά με την ακυρωσία και το ανίσχυρο των επιβλαβών για τους πιστωτές νομικών πράξεων δεν εφαρμόζονται για μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εφαρμόσει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ια), λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στα άλλα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή παρέχει υπηρεσίες, ιδίως όταν οι δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ουσιώδεις ή σημαντικές για τις τοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των τόπων στους οποίους έχουν την έδρα τους οι συνδεδεμένοι τόποι διαπραγμάτευσης των εκκαθαριστικών μελών και οι FMI.

4.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εφαρμόσει το μέτρο της παραγράφου 1 σημείο i), εφόσον το μέτρο αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και είναι απαραίτητο για την επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

α)

τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης·

β)

τη διατήρηση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με διαφανή τρόπο και χωρίς διακρίσεις·

γ)

τη διατήρηση και την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει το μέτρο της παραγράφου 1 σημείο i) σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

5.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει δρομολογήσει τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και εξηγεί κατά πόσο το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες ή τα προβλήματα του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ESMA και την αρχή εξυγίανσης και ζητεί τη γνώμη του σώματος εποπτείας .

Κατόπιν των εν λόγω κοινοποιήσεων και της διαβούλευσης με το σώμα εποπτείας , η αρμόδια αρχή αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο σώμα εποπτείας , την αρχή εξυγίανσης και την ESMA.

7.   Η αρχή εξυγίανσης, μετά την κοινοποίηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6, μπορεί να ζητήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές, προκειμένου να προετοιμαστεί για την εξυγίανσή του, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 41 και τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 71, καθώς και στο πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς που διατυπώνεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και σε σχετική κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστική νομοθεσία.

Άρθρο 20

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του συμβουλίου

Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει τις νομικές απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων λειτουργίας, και εφόσον τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 19 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η εν λόγω κατάσταση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν ολική ή μερική απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και υπόκειται στην έγκριση ή τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

ΤΊΤΛΟΣ IVΑ

ΑΝΆΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΏΝ

Άρθρο 20α

Έκδοση μέσων ιδιοκτησίας για μελλοντικά κέρδη υπέρ εκκαθαριστικών μελών και πελατών που έχουν υποστεί ζημίες

1.     Σε περίπτωση που ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό ανάκαμψη, η οποία έχει προκληθεί από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης, έχει εφαρμόσει ρυθμίσεις και μέτρα για να μειώσει την αξία των πληρωτέων κερδών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους τα οποία ορίζονται στο σχέδιο ανάκαμψης δυνάμει του στοιχείου ιβ), σημείου ii) στοιχείου β) του άρθρου 9 παράγραφος 7β τα οποία υπερβαίνουν τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης που ορίζονται στο άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους και, ως αποτέλεσμα, δεν έχει τεθεί σε εξυγίανση, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορεί, μετά την αποκατάσταση ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώσει τους συμμετέχοντες για τη ζημία που υπέστησαν, είτε με καταβολή μετρητών ή, κατά περίπτωση, να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο την έκδοση μέσων ιδιοκτησίας για μελλοντικά κέρδη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

Η αξία των μέσων ιδιοκτησίας για μελλοντικά κέρδη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, που εκδίδονται σε κάθε θιγόμενο μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, η οποία πρέπει να μετακυλισθεί στους πελάτες υπό κατάλληλη μορφή, είναι ανάλογη προς τη ζημία του και βασίζεται σε αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3. Τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας παρέχουν το δικαίωμα στον κάτοχο να λαμβάνει πληρωμές από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε ετήσια βάση μέχρι την πλήρη απόσβεση της ζημίας για ενδεδειγμένο ανώτατο όριο ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Για πληρωμές που αφορούν τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας, χρησιμοποιείται ενδεδειγμένο μέγιστο ποσοστό των ετήσιων κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.     Το παρόν άρθρο δεν μειώνει την ευθύνη των εκκαθαριστικών μελών να υφίστανται ζημίες που υπερβαίνουν τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.

3.     Η ESMA καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τη σειρά καταβολής αποζημίωσης, τον ενδεδειγμένο μέγιστο αριθμό ετών και το ενδεδειγμένο μέγιστο ποσοστό των ετήσιων κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή εντός … [XXX από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Στόχοι, προϋποθέσεις και γενικές αρχές

Άρθρο 21

Στόχοι της εξυγίανσης

1.   Κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη όλους τους ακόλουθους στόχους εξυγίανσης και τους εξισορροπεί ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης:

α)

για να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως:

i)

ο έγκαιρος διακανονισμός των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι των εκκαθαριστικών μελών του και των πελατών τους·

ii)

η συνεχής πρόσβαση των εκκαθαριστικών μελών σε κινητές αξίες ή λογαριασμούς σε μετρητά που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και σε εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα που κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξ ονόματος των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών·

β)

για να διασφαλιστεί η συνέχεια των σχέσεων με άλλες υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες αν διαταράσσονταν, θα είχαν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την έγκαιρη ολοκλήρωση λειτουργιών πληρωμής, εκκαθάρισης, διακανονισμού και τήρησης αρχείων ·

γ)

για να αποφευχθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ιδίως μέσω της πρόληψης της μετάδοσης των χρηματοοικονομικών δυσχερειών στα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στους πελάτες τους ή στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιλαμβανομένων άλλων FMI και μέσω της διατήρησης της εμπιστοσύνης της αγοράς και του κοινού·

δ)

για να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη και των πιθανών ζημιών για τους φορολογούμενους·

ε)

για να ελαχιστοποιηθεί το κόστος της εξυγίανσης σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επηρεάζονται και να αποφευχθεί η καταστροφή της αξίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν η εν λόγω καταστροφή είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

2.   Το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

Άρθρο 22

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

1.   Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει όπως καθορίζεται από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

την αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης·

ii)

την αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, όταν η αρχή εξυγίανσης έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό·

β)

δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι οποιαδήποτε εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή οποιαδήποτε εποπτική δράση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που έχουν ληφθεί, θα εμπόδιζαν την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, έχοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις· και

γ)

μια πράξη εξυγίανσης είναι αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον για να επιτευχθούν οι στόχοι της εξυγίανσης, όταν η εφαρμογή των συμβατικών ρυθμίσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την κατανομή των ζημιών ή, σε περίπτωση που οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν είναι πλήρεις και, η εκκαθάριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό κανονικές συνθήκες αφερεγγυότητας δεν θα πληρούσε τους εν λόγω στόχους στον ίδιο βαθμό.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) σημείο ii), η αρμόδια αρχή παρέχει στην αρχή εξυγίανσης χωρίς καθυστέρηση και με δική της πρωτοβουλία κάθε πληροφορία από την οποία μπορεί να προκύπτει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει. Η αρμόδια αρχή παρέχει επίσης στην αρχή εξυγίανσης, κατόπιν αιτήματος , κάθε άλλη πληροφορία που απαιτείται για να διενεργήσει την αξιολόγησή της.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει, ή ενδέχεται να παραβιάσει, τις προϋποθέσεις αδειοδότησης κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της αδειοδότησής του σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό να μην είναι σε θέση, να παράσχει κρίσιμη λειτουργία·

γ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό να μην είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του μέσω της υλοποίησης των μέτρων του για ανάκαμψη·

δ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές του, όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες·

ε)

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιζητεί ▌δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) ένα μέτρο δεν θεωρείται δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

λαμβάνει τη μορφή κρατικής εγγύησης για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από κεντρική τράπεζα σύμφωνα με τους όρους της κεντρικής τράπεζας, ή τη μορφή κρατικής εγγύησης για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις·

iα)

καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) ή δ) της παρούσας παραγράφου δεν υφίσταται κατά τον χρόνο χορήγησης της δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

iβ)

οι κρατικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο σημείο i) απαιτούνται για την άρση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία ενός κράτους μέλους και για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

ii)

οι κρατικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο σημείο i) περιορίζονται σε φερέγγυους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, υπόκεινται σε τελική έγκριση δυνάμει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, είναι προληπτικές και προσωρινές, είναι αναλογικές ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής που αναφέρονται στο σημείο i β) και δεν χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση ζημιών τις οποίες έχει υποστεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ενδέχεται να υποστεί στο μέλλον·

 

3.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επίσης, να αναλάβει δράση εξυγίανσης, εφόσον κρίνει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει ή προτίθεται να εφαρμόσει μέτρα είσπραξης τα οποία θα μπορούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αλλά έχουν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

3α.     Η απόφαση που λαμβάνεται από μια αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με την οποία κρίνεται ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής μόνο με το σκεπτικό ότι η εν λόγω απόφαση ήταν αυθαίρετη και παράλογη κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη, με βάση τις πληροφορίες που ήταν τότε άμεσα διαθέσιμες.

4.   Η ESMA εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την εφαρμογή των περιστάσεων υπό τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί ημερομηνία 12 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], όπου και όταν ενδείκνυται λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά μεγέθη και τη διαφορετική φύση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Κατά την έγκριση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών , η ESMA λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 23

Γενικές αρχές όσον αφορά την εξυγίανση

Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να χρησιμοποιεί τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 27 και να ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 48 σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

όλες οι συμβατικές υποχρεώσεις και άλλες ρυθμίσεις του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εφαρμόζονται ▌,κατά το μέτρο που δεν έχουν εξαντληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός εάν, σε ακραίες περιστάσεις, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης ή η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης είναι καταλληλότερη για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης εγκαίρως·

β)

οι μέτοχοι του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου επωμίζονται πρώτοι τις ζημίες μετά την εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων και των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο·

γ)

οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν τις ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει ο παρών κανονισμός·

δ)

οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ανήκουν στην ίδια τάξη τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ε)

κανένας από τους μετόχους, τους πιστωτές και τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή τους πελάτες τους δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο σύμφωνα με το άρθρο 60 ·

στ)

το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι η διατήρηση του συμβουλίου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ζ)

οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν και ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική·

η)

σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποτελεί μέρος ενός ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο στις άλλες οντότητες του ομίλου και στον όμιλο ως σύνολο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Αποτίμηση

Άρθρο 24

Στόχοι της αξιολόγησης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται βάσει αποτίμησης διασφαλίζοντας μια δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Πριν η αρχή εξυγίανσης θέσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, εξασφαλίζει ότι η πρώτη αποτίμηση πραγματοποιείται για να προσδιοριστεί κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1.

3.   Αφού η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να θέσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, διασφαλίζει ότι μια δεύτερη αξιολόγηση πραγματοποιείται:

α)

για να ενημερωθεί η απόφαση σχετικά με την κατάλληλη δράση εξυγίανσης προς ανάληψη·

β)

για να διασφαλιστεί ότι τυχόν ζημίες επί των στοιχείων του ενεργητικού και δικαιωμάτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναγνωρίζονται πλήρως κατά τη στιγμή που χρησιμοποιούνται τα εργαλεία εξυγίανσης·

γ)

για να ενημερωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης των μέσων ιδιοκτησίας και η απόφαση σχετικά με την αξία και τον αριθμό των μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί ή μεταβιβαστεί ως αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης·

δ)

για να ενημερωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων·

ε)

στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται εργαλεία κατανομής ζημίας και θέσης, για να ενημερωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση των ζημιών που πρέπει να εφαρμόζονται από τους θιγόμενους πιστωτές, τις εκκρεμείς υποχρεώσεις ή τις θέσεις τους σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, καθώς και σχετικά με την έκταση και την αναγκαιότητα μιας πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση·

στ)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, για να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τα στοιχεία παθητικού ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και απόφαση σχετικά με την αξία κάθε ανταλλάγματος που ενδέχεται να καταβληθεί στον αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας·

ζ)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, για να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβάζονται στον τρίτο αγοραστή και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 40·

ζα)

το τίμημα κάθε καταγγελίας σύμβασης από την αρχή εξυγίανσης βασίζεται, στο μέτρο του δυνατού, σε δίκαιη τιμή αγοράς που καθορίζεται βάσει των κανόνων και των ρυθμίσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και αντικαθίσταται από άλλη μέθοδο διαμόρφωσης τιμών μόνο εάν κρίνεται απαραίτητο από την αρχή εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη τυχόν ζημίες που θα απορροφούνταν από την εκτέλεση εκκρεμών υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών ή τρίτων μελών που οφείλονταν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και το επίπεδο μετατροπής προς εφαρμογή στα χρεωστικά μέσα.

4.   Οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ενδέχεται να υπόκεινται σε έφεση σύμφωνα με το άρθρο 72 μόνον μαζί με την απόφαση χρήσης ενός εργαλείου εξυγίανσης ή άσκησης εξουσίας εξυγίανσης.

Άρθρο 25

Απαιτήσεις για την αποτίμηση

1.   Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24 πραγματοποιούνται:

α)

από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

από την αρχή εξυγίανσης, όπου οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν από ένα πρόσωπο, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.   Οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24 πρέπει να θεωρούνται οριστικές εφόσον διενεργούνται από το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), και πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

3.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η οριστική αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές και δεν συνεκτιμάται οποιαδήποτε πιθανή χορήγηση ▌ δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης. Η αποτίμηση λαμβάνει επίσης υπόψη την ενδεχόμενη ανάκτηση τυχόν εύλογων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 9.

4.   Οριστική αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος:

α)

επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με την οικονομική θέση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των υπόλοιπων διαθέσιμων πόρων της προχρηματοδότησης και των εκκρεμών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων·

β)

τα αρχεία των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν όπως αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

κάθε πληροφορία σχετικά με την αγορά και τις λογιστικές αξίες των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του και τις θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών απαιτήσεων και εκκρεμών υποχρεώσεων που οφείλονται ή εκκρεμούν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

5.   Μια οριστική αποτίμηση αναφέρει την κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις σύμφωνα με τα επίπεδα προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου. Περιλαμβάνει, επίσης, εκτίμηση της μεταχείρισης που θα αναμενόταν να λάβει κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών κατ’ εφαρμογή της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 23 στοιχείο ε).

Η εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν προδικάζει την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 61.

6.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφοι 14 και 15 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητο τόσο από την αρχή εξυγίανσης όσο και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

β)

τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων βάσει των άρθρων 24 και 61.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία: 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Προσωρινή αποτίμηση

1.   Οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24 που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 θεωρούνται προσωρινές αποτιμήσεις.

Οι προσωρινές αποτιμήσεις περιλαμβάνουν απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες και κατάλληλη αιτιολόγηση για το εν λόγω απόθεμα.

2.   Σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με βάση μια προσωρινή αποτίμηση, διασφαλίζουν ότι η οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν.

Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι η οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο:

α)

επιτρέπει την πλήρη αναγνώριση οποιωνδήποτε ζημιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στα βιβλία του·

β)

επιτρέπει τη λήψη εμπεριστατωμένης απόφασης σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξησης της αξίας του καταβληθέντος ανταλλάγματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Εάν η οριστική εκτίμηση της αποτίμησης της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι υψηλότερη από την εκτίμηση της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των θιγόμενων πιστωτών που έχουν απομειωθεί ή αναδιαρθρωθεί·

β)

να απαιτήσει από έναν μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να καταβάλει προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση επιπλέον αντίτιμο για τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα ή, ανάλογα με την περίπτωση, για τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των εν λόγω μέσων.

4.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 15 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες που θα συμπεριληφθούν στις προσωρινές αποτιμήσεις.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία: 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εργαλεία εξυγίανσης

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 27

Γενικές διατάξεις για τα εργαλεία εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 21 χρησιμοποιώντας ένα από τα ακόλουθα εργαλεία εξυγίανσης μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α)

το εργαλείο κατανομής ζημίας και θέσης·

β)

το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής·

γ)

το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

δ)

το εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ε)

κάθε άλλο εργαλείο εξυγίανσης που είναι συνεπές με τα άρθρα 21 και 23.

2.   Σε περίπτωση συστημικής κρίσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης να παράσχει ▌δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μέσω της χρήσης δημόσιων εργαλείων σταθεροποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 45, 46 και 47, με προηγούμενη και τελική έγκριση βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και του σχεδιασμού ολοκληρωμένων και αξιόπιστων ρυθμίσεων για την ανάκτηση των παρεχόμενων πόρων κατά τη διάρκεια μιας κατάλληλης χρονικής περιόδου.

3.   Πριν από την χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει:

α)

όλα τα υφιστάμενα και εκκρεμή δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων από εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη ταμειακών αιτημάτων, την πρόβλεψη συμπληρωματικών πόρων για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή την κατοχή θέσεων υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών, είτε μέσω δημοπρασίας ή άλλου συμφωνηθέντος μέσου στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

όλες τις υφιστάμενες και εκκρεμείς συμβατικές υποχρεώσεις που δεσμεύουν συμβαλλόμενα μέρη εκτός από εκκαθαριστικά μέλη για οποιαδήποτε μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

Η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιβάλει εν μέρει τις συμβατικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), όταν δεν είναι δυνατόν να επιβάλλει τις εν λόγω συμβατικές υποχρεώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η αρχή εξυγίανσης δύναται να μη θέσει σε ισχύ τις σχετικές υποχρεώσεις που υφίστανται ή εκκρεμούν, εν μέρει ή πλήρως, για να αποφευχθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή ευρεία μετάδοση, ή όταν η χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι καταλληλότερη για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης εγκαίρως.

▌6.   Όταν η χρήση εργαλείου εξυγίανσης, εκτός από το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής οδηγεί σε ζημίες οι οποίες θα επιβαρύνουν τα εκκαθαριστικά μέλη, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής των τυχόν μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων αμέσως πριν ή παράλληλα με τη χρήση του εργαλείου εξυγίανσης.

7.   Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται μόνο τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ) και μόνο μέρος των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων ή των στοιχείων παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 42, το εναπομένον μέρος του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

8.   Οι κανόνες εθνικού πτωχευτικού δικαίου οι οποίοι άπτονται της ακυρωσίας και της κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σχέση με τους οποίους χρησιμοποιούνται εργαλεία εξυγίανσης ή εργαλεία κυβερνητικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης.

9.   Η αρχή εξυγίανσης ανακτά εντός ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου κάθε εύλογο έξοδο, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου ασφαλίστρου κινδύνου, που συνεπάγεται η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης ή των εξουσιών ή σε σχέση με τη χρήση των εργαλείων κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ως προνομιακός πιστωτής·

β)

από κάθε αντίτιμο που καταβάλλει ο αγοραστής, όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

γ)

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ως προνομιακού πιστωτή.

γα)

από οποιοδήποτε εκκαθαριστικό μέλος, στον βαθμό που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε λάβει μέτρα εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντ’ αυτού είχε υπαχθεί σε πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ή εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

γβ)

από τυχόν έσοδα από τη χρήση των δημόσιων εργαλείων σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από την πώληση των μέσων ιδιοκτησίας που αναφέρονται στο άρθρο 46 και από την πώληση κεντρικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται σε προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47.

9α.     Κατά τον προσδιορισμό των προς ανάκτηση ποσών σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη το ποσό που θα έπρεπε να είχαν συνεισφέρει οι πελάτες και τα μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τόσο βάσει των κανόνων και των ρυθμίσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσο και κατά την εξυγίανση, εφόσον δεν είχε χορηγηθεί δημόσια στήριξη από τις αρχές.

10.   Κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης εξασφαλίζουν, βάσει αποτίμησης σύμφωνης με το άρθρο 25, την πλήρη κατανομή των ζημιών, την αποκατάσταση ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, την ανατροφοδότηση των προχρηματοδοτούμενων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 27α

Η δυνατότητα αποζημίωσης των συμμετεχόντων σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν ισχύει για τις συμβατικές τους ζημίες στις φάσεις της διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης ή ανάκαμψης.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΙΑΣ

Άρθρο 28

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής των εργαλείων κατανομής θέσης και ζημίας

1.   Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο κατανομής θέσης σύμφωνα με το άρθρο 29 και τα εργαλεία κατανομής ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31.

2.   Τα εργαλεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται για όλες τις συμβάσεις που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και τις εξασφαλίσεις που συνδέονται με τις εν λόγω υπηρεσίες που παρέχονται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν το εργαλείο κατανομής θέσης που αναφέρεται στο άρθρο 29 προκειμένου να επανεξετάσουν το χαρτοφυλάκιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά περίπτωση.

Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία για την κατανομή της ζημίας που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31, για οποιονδήποτε από τους εξής σκοπούς:

α)

για την κάλυψη των ζημιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που εκτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 10·

β)

για την αποκατάσταση της ικανότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής, όταν καθίστανται απαιτητές·

βα)

για τη διευκόλυνση της αποκατάστασης ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου·

γ)

για τη διευκόλυνση της αποκατάστασης ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, παρέχοντας στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τα κεφάλαια για να καλύψει μια προσφορά σε πλειστηριασμό που επιτρέπει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να κατανείμει τις θέσεις του αθετούντος συμβαλλόμενου μέρους ή να πραγματοποιήσει πληρωμές για τις καταγγελθείσες συμβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 29·

δ)

για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) σε σχέση με τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ε)

για την υποστήριξη της μεταφοράς της δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων σε ένα φερέγγυο τρίτο μέρος.

Άρθρο 29

Καταγγελία συμβάσεων — μερική ή πλήρης

1.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραιτηθεί από ορισμένες ή από όλες τις ακόλουθες συμβάσεις:

α)

τις συμβάσεις από το εκκαθαριστικό μέλος σε αθέτηση·

β)

τις συμβάσεις της θιγόμενης υπηρεσίας εκκαθάρισης ή κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων·

γ)

τις συμβάσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση.

1α.     Κατά την άσκηση της εξουσίας βάσει της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης καταγγέλλει τις συμβάσεις που αναφέρονται στα σημεία a), β) και γ) της εν λόγω παραγράφου με παρόμοιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών, με την εξαίρεση των συμβατικών υποχρεώσεων που δεν μπορούν να εκτελεστούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

2.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να καταγγείλει τις συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), μόνον εφόσον η μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού και των θέσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις δεν έχει πραγματοποιηθεί κατά την έννοια του άρθρου 48 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

3.   Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει όλα τα ενδιαφερόμενα εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία λήγει κάθε σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Πριν από τη λήξη κάθε σύμβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει στα ακόλουθα βήματα:

α)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση να αξιολογήσει κάθε σύμβαση και να ενημερώνει τα υπόλοιπα λογαριασμών κάθε εκκαθαριστικού μέλους·

β)

καθορίζει το καθαρό πληρωτέο ποσό από ή προς κάθε εκκαθαριστικό μέλος, λαμβανομένων υπόψη του τυχόν οφειλόμενου αλλά μη καταβληθέντος περιθωρίου αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένου του οφειλόμενου περιθωρίου αποτίμησης ως αποτέλεσμα των αποτιμήσεων συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

κοινοποιεί σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος τα προσδιοριζόμενα καθαρά ποσά και τα συγκεντρώνει αναλόγως.

Μετά την καταγγελία μιας σύμβασης, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε πελάτη που έχει οριστεί ως O-SII και του οποίου η σύμβαση έχει καταγγελθεί.

4α.     Το τίμημα κάθε καταγγελίας σύμβασης από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος άρθρου βασίζεται σε δίκαιη τιμή αγοράς που καθορίζεται βάσει των κανόνων και των ρυθμίσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή, εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει αναγκαία τη χρήση εναλλακτικής μεθόδου, καθορίζεται με τη χρήση οποιασδήποτε άλλης κατάλληλης μεθόδου διαμόρφωσης τιμών.

5.   Όταν ένα μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν είναι σε θέση να καταβάλει το καθαρό ποσό προσδιοριζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να θέσει το μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος σε αθέτηση και να χρησιμοποιήσει το αρχικό του περιθώριο και τις εισφορές κεφαλαίου εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

6.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης έχει καταγγείλει μία ή περισσότερες συμβάσεις των ειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ), αποτρέπει προσωρινά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από την εκκαθάριση κάθε νέας σύμβασης του ίδιου τύπου με εκείνη που καταγγέλθηκε.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επαναλάβει την εκκαθάριση των εν λόγω ειδών συμβάσεων μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β)

η αρχή εξυγίανσης εκδίδει και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση χρησιμοποιώντας τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 3.

Άρθρο 30

Μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μειώνει το ποσό της αξίας των υποχρεώσεων πληρωμής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους σε περίπτωση που οι εν λόγω υποχρεώσεις απορρέουν από τα οφειλόμενα κέρδη σύμφωνα με τις διαδικασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την καταβολή περιθωρίου μεταβλητότητας ή οικονομικά ισοδύναμης πληρωμής. Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν τους πελάτες τους χωρίς καθυστέρηση σχετικά με τη χρήση του εργαλείου εξυγίανσης και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται από τη χρήση του.

2.   Η αρχή εξυγίανσης υπολογίζει κάθε μείωση των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τη χρήση του μηχανισμού δίκαιης κατανομής που καθορίζεται στην αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3 και κοινοποιείται στα εκκαθαριστικά μέλη μόλις χρησιμοποιηθεί το εργαλείο εξυγίανσης. Τα συνολικά καθαρά κέρδη που μειώνονται για κάθε εκκαθαριστικό μέλος είναι ανάλογα με τα ποσά που οφείλονται από τον αντισυμβαλλόμενο.

3.   Η μείωση της αξίας των κερδών που καταβάλλονται παράγει αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτική για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τα θιγόμενα εκκαθαριστικά μέλη από τη στιγμή που η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει τη δράση εξυγίανσης.

3α.     Κάθε άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο που επηρεάζει τις θέσεις πελάτη ο οποίος έχει οριστεί ως O-SII κοινοποιείται εγκαίρως στην αρμόδια αρχή του εν λόγω πελάτη.

4.     Ένα μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες κατά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή της διάδοχης οντότητας που προκύπτει από τη μείωση των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει μόνο την αξία των καταβλητέων κερδών, το εναπομένον ανεξόφλητο καταβλητέο ποσό εξακολουθεί να οφείλεται στο μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος.

5α.     Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει στους κανόνες λειτουργίας του μνεία στην εξουσία μείωσης των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, επιπροσθέτως των τυχόν παρεμφερών ρυθμίσεων που προβλέπονται στους εν λόγω κανόνες λειτουργίας κατά το στάδιο της ανάκαμψης. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι συνάπτονται συμβατικές ρυθμίσεις για να δίνεται η δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Πρόσκληση καταβολής μετρητών εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να καταβάλουν συνεισφορές σε μετρητά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Το ποσό των εν λόγω συνεισφορών σε μετρητά καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1.

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκτελεί πολλαπλά κεφάλαια εκκαθάρισης, το ποσό της συνεισφοράς σε μετρητά που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παραπέμπει στη συνεισφορά του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ή τα κεφάλαια εκκαθάρισης της θιγόμενης υπηρεσίας εκκαθάρισης ή της κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την ταμειακή πρόσκληση εξυγίανσης ανεξάρτητα από το αν όλες οι συμβατικές υποχρεώσεις που απαιτούν συνεισφορές σε μετρητά από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη έχουν εξαντληθεί.

Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει το ποσό της ταμειακής εισφοράς κάθε υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους ανάλογα με την εισφορά του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

2.   Εάν ένα υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν καταβάλλει το απαιτούμενο ποσό, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να θέσει το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος σε αθέτηση και να χρησιμοποιήσει το αρχικό περιθώριο του εκκαθαριστικού μέλους και την εισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2α.     Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει στους κανόνες λειτουργίας του μνεία στην πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση επιπροσθέτως της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη, και εξασφαλίζει ότι συνάπτονται συμβατικές ρυθμίσεις για να δίνεται η δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2β.     Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει το ποσό της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που πρέπει να συμπεριληφθεί στους κανόνες λειτουργίας, το οποίο είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με τη συνεισφορά του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

2γ.     Η αρχή εξυγίανσης ορίζει το ποσό της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που πρέπει να περιλαμβάνεται στους κανόνες λειτουργίας.

ΤΜΗΜΑ 3

ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΕΩΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Ή ΑΛΛΩΝ ΜΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Άρθρο 32

Απαίτηση απομείωσης και μετατροπής των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 33 στο πλαίσιο των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων που εκδίδονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, να ανακεφαλαιοποιηθεί ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ή προκειμένου να στηριχθεί η χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

▌2.   Με βάση την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει τα ακόλουθα:

α)

το ποσό κατά το οποίο τα μέσα ιδιοκτησίας και τα χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις πρέπει να απομειωθούν, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ζημίες που πρόκειται να απορροφηθούν από την εφαρμογή τυχόν εκκρεμών υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών ή άλλων τρίτων μερών που οφείλονται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

το ποσό κατά το οποίο τα χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις πρέπει να μετατραπούν σε μέσα ιδιοκτησίας προκειμένου να αποκατασταθούν οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 33

Διατάξεις που διέπουν την απομείωση ή τη μετατροπή των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων που εφαρμόζονται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Πριν από τη μείωση ή τη μετατροπή του κύριου ποσού των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης μειώνει την ονομαστική αξία των μέσων ιδιοκτησίας, κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και μέχρι το σύνολο της αξίας τους, εφόσον απαιτείται.

Όταν, σύμφωνα με την αποτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί θετική καθαρή τιμή μετά τη μείωση της αξίας των μέσων ιδιοκτησίας, η αρχή εξυγίανσης ακυρώνει ή διαλύει, ανάλογα με την περίπτωση, τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας.

3.   Η αρχή εξυγίανσης μειώνει, μετατρέπει, ή και τα δύο, το κύριο ποσό των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, και έως την πλήρη αξία των εν λόγω μέσων ή υποχρεώσεων, όπου χρειάζεται.

4.   Η αρχή εξυγίανσης δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

υποχρεώσεις προς τους εργαζομένους, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική διαπραγματευτική σύμβαση·

β)

υποχρεώσεις σε εμπορικούς πιστωτές που προκύπτουν από την παροχή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αγαθών ή υπηρεσιών που είναι κρίσιμα/ες για την καθημερινή λειτουργία του, όπως είναι οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας και η ενοικίαση, η συντήρηση και η φροντίδα των χώρων·

γ)

υποχρεώσεις σε φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι προνομιούχες υποχρεώσεις σύμφωνα με το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο·

δ)

υποχρεώσεις έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ.

5.   Σε περίπτωση που το ονομαστικό ποσό του μέσου της κυριότητας ή του κύριου ποσού ενός χρεωστικού τίτλου ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων μειώνεται, ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εν λόγω μείωση είναι μόνιμη

β)

ο κάτοχος του μέσου δεν πρέπει να έχει απαίτηση σε σχέση με την εν λόγω μείωση, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων, τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης για ζημίες που μπορεί να προκύψουν κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της εν λόγω μείωσης και κάθε απαίτησης που βασίζεται σε μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί ή μεταβιβαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 6·

γ)

όταν η μείωση είναι μόνο μερική, η συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία με την επιφύλαξη τυχόν αναγκαίων τροποποιήσεων των όρων της εν λόγω συμφωνίας λόγω της μείωσης.

Το στοιχείο α) δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης να εφαρμόζουν ένα μηχανισμό απομείωσης για την αποζημίωση των κατόχων χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων και, στη συνέχεια, των κατόχων μέσων ιδιοκτησίας, όταν το επίπεδο της απομείωσης που βασίζεται στην προσωρινή αποτίμηση διαπιστώνεται ότι υπερβαίνει τα απαιτούμενα ποσά όταν εκτιμάται σε σύγκριση με την οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

6.   Κατά τη μετατροπή των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή τις μητρικές επιχειρήσεις τους να εκδίδουν ή να μεταβιβάζουν τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων.

7.   Η αρχή εξυγίανσης μετατρέπει χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3, μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αρχή εξυγίανσης έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής της μητρικής επιχείρησης εάν η μητρική επιχείρηση υποχρεούται να εκδίδει τα μέσα ιδιοκτησίας·

β)

τα μέσα ιδιοκτησίας εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μέσων ιδιοκτησίας από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα·

γ)

ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση στους θιγόμενους κατόχους χρέους, σύμφωνα με την μεταχείρισή τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων σε μέσα ιδιοκτησίας, τα τελευταία πρέπει να αναλαμβάνονται ή να μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά τη μετατροπή.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 7, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να δύναται να εκδίδει ανά πάσα στιγμή τον αναγκαίο αριθμό μέσων ιδιοκτησίας.

Άρθρο 34

Αποτέλεσμα της απομείωσης και μετατροπής

Η αρχή εξυγίανσης ολοκληρώνει ή ζητεί να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική χρήση του εργαλείου απομείωσης και μετατροπής, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

α)

τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β)

διαγραφή ή απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ)

εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή την εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου, σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

Άρθρο 35

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων για απομείωση και μετατροπή

Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 32 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ή από τις μητρικές επιχειρήσεις τους, να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ή οι μητρικές τους επιχειρήσεις μπορούν να εκδίδουν επαρκή νέα μέσα ιδιοκτησίας και ότι η έκδοση ή μετατροπή σε μέσα ιδιοκτησίας μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματικά.

Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διατάξεις στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των δικαιωμάτων προτίμησης από τους μετόχους ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

Άρθρο 36

Υποβολή ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, εντός ενός μηνός μετά τη χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στο άρθρο 32, διενεργούν επισκόπηση των αιτίων της πτώχευσής του και την υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης μαζί με σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 37. Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το εν λόγω σχέδιο συνάδει με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην Επιτροπή σύμφωνα με το εν λόγω πλαίσιο.

Εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έως και δύο μήνες κατ’ ανώτατο όριο.

2.   Όταν ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης απαιτείται να κοινοποιείται εντός του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης δεν θίγει την προθεσμία που ορίζεται στο πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την υποβολή του εν λόγω σχεδίου αναδιάρθρωσης.

3.   Η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει την επισκόπηση και το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης και κάθε αναθεώρησή του, σύμφωνα με το άρθρο 38, στην αρμόδια αρχή και στο σώμα εξυγίανσης.

Άρθρο 37

Περιεχόμενο του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 36 καθορίζει τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή τμημάτων των δραστηριοτήτων του, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα μέτρα αυτά βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές ως προς την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα και την πιθανή κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και αντανακλά τις πλέον αισιόδοξες και τις πλέον απαισιόδοξες παραδοχές, συμπεριλαμβανομένου συνδυασμού γεγονότων για τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

2.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

λεπτομερή ανάλυση των παραγόντων και συνθηκών που οδήγησε τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην πτώχευση ή σε πιθανή πτώχευση·

β)

περιγραφή των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

3.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

την αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

αλλαγές στο λειτουργικό σύστημα και την υποδομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.

3α.     Σε περίπτωση εφαρμογής του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφοι 1 και 2, η αρχή εξυγίανσης, η αρμόδια αρχή και η Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζουν την αξιολόγηση των μέτρων που προβλέπονται για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οποιοδήποτε αίτημα επανυποβολής τροποποιημένου σχεδίου από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και την οριστική έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης της επιχείρησης.

3β.     Έως τις … [18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

3γ.     Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3α, η ESMA μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38

Αξιολόγηση και έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Εντός ενός μηνός από την υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1, η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή αξιολογούν το κατά πόσον τα μέτρα που προβλέπονται στο εν λόγω σχέδιο θα αποκαθιστούσαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με αξιόπιστο τρόπο.

Όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πεισθούν ότι το σχέδιο θα αποκαθιστούσε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

2.   Όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή δεν είναι πεπεισμένες ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο θα αποκαθιστούσαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο τις ανησυχίες της και απαιτεί από αυτόν να υποβάλει εκ νέου τροποποιημένο σχέδιο που θα αφορά τις εν λόγω ανησυχίες εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση.

3.   Η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή αξιολογούν το εκ νέου υποβληθέν σχέδιο και κοινοποιούν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός μίας εβδομάδας από την παραλαβή του εν λόγω σχεδίου κατά πόσον οι ανησυχίες αντιμετωπίζονται καταλλήλως ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.

3α.     Έως τις … [18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3β.     Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3α, η ESMA μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 1ιθ.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 39

Εκτέλεση και παρακολούθηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, και υποβάλλει έκθεση προς την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, όπως απαιτείται και τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εφαρμογή του σχεδίου.

2.   Η αρχή εξυγίανσης, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, μπορεί να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να αναθεωρήσει το σχέδιο, όπου είναι αναγκαίο, για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει την αναθεώρηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στην αρχή εξυγίανσης για αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 3. Σε περίπτωση που ισχύει το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η αρχή εξυγίανσης συντονίζει την αξιολόγηση αυτή με την Επιτροπή.

ΤΜΗΜΑ 4

ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΠΩΛΗΣΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 40

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τα ακόλουθα:

α)

μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή ευθύνες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πέραν του αγοραστή και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή τίτλων πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 41.

2.   Μια μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την εξασφάλιση εμπορικών όρων που συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3.

3.   Εκτός αν προβλέπεται άλλως από τον παρόντα κανονισμό, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον αγοραστή αποβαίνει προς όφελος:

α)

των ιδιοκτητών των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από τους κατόχους των εν λόγω μέσων, προς τον αγοραστή·

β)

του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν έχει πραγματοποιηθεί η πώληση δραστηριοτήτων μέσω της μεταβίβασης ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στον αγοραστή·

γ)

των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που έχουν υποστεί ζημίες πριν από την εξυγίανση.

Η κατανομή του οιοδήποτε αντιτίμου που καταβάλλεται από τον αγοραστή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

4.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στην παράγραφο περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή ευθυνών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

5.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να μεταφέρει τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που είχαν μεταβιβαστεί στον αγοραστή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή τα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι αρχικοί κάτοχοι αναλαμβάνουν εκ νέου κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υποχρέωση ή ευθύνη ή μέσα ιδιοκτησίας.

6.   Κάθε μεταβίβαση κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το εάν ο αγοραστής έχει λάβει άδεια για την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων, που προκύπτουν από την απόκτηση.

Σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν έχει άδεια να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες που προκύπτουν από την αγορά, η αρχή εξυγίανσης, σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διενεργεί κατάλληλο έλεγχο δέουσας επιμέλειας του αγοραστή και διασφαλίζει ότι ο αγοραστής υποβάλλει αίτηση για έγκριση το συντομότερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός ενός μηνός από την χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι κάθε τέτοια αίτηση χορήγησης άδειας εξετάζεται επειγόντως.

7.   Σε περίπτωση που η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καταλήγει στην απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η αρμόδια αρχή πρέπει να διενεργεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, εντός χρονικού διαστήματος που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ούτε εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

8.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 έως την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας παράγει αμέσως έννομες συνέπειες από την ημερομηνία που τα μέσα μεταβιβάζονται·

β)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή επί των εν λόγω μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλονται και ανήκουν αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να τα ασκεί και δεν φέρει ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησής τους·

γ)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), οι κυρώσεις και τα μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών που προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταφορά·

δ)

η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή εγγράφως σχετικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησής της, σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής της·

ε)

εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιτάσσεται στη μεταφορά, τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τους συγκεκριμένους τίτλους ιδιοκτησίας θεωρούνται πλήρως εκχωρηθέντα στον αγοραστή από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο δ)·

στ)

εάν η αρμόδια αρχή αντιτάσσεται στη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, το στοιχείο β) εξακολουθεί να ισχύει και η αρχή εξυγίανσης μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς, να ορίζει προθεσμία εκποίησης εντός της οποίας ο αγοραστής θα εκποιήσει τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας.

9.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού που έχουν μεταβιβαστεί.

10.   Ο αγοραστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού ή σε κάθε άλλη χρηματοπιστωτική αγορά υποδομής, υπό την προϋπόθεση ότι ο αγοραστής πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές.

Σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο αγοραστής μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους και την πρόσβαση στα εν λόγω συστήματα και υποδομές με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρχής εξυγίανσης. Η εν λόγω έγκριση χορηγείται μόνο για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

11.    Για χρονική περίοδο 12 μηνών , ο αγοραστής δεν στερείται πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού ή οποιαδήποτε άλλη υποδομή της χρηματοπιστωτικής αγοράς, για τον λόγο ότι ο αγοραστής δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση είναι κάτω από τα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές.

12.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα για, ή σε σχέση με, τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις ευθύνες που έχουν μεταβιβαστεί.

Άρθρο 41

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Όταν χρησιμοποιεί το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η αρχή εξυγίανσης διαφημίζει τη διαθεσιμότητα, ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για την εμπορία, των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των ευθυνών ή των μέσων ιδιοκτησίας που πρόκειται να μεταβιβασθούν. Ομάδες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.

2.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση σε πώληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την εικόνα των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των ευθυνών ή μέσων ιδιοκτησίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ)

δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ)

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

ε)

στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή ευθυνών.

Τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να προσκαλέσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να διαθέτει στην αγορά τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας χωρίς να τηρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 2, όταν η συμμόρφωση προς τα εν λόγω κριτήρια ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσοτέρους από τους στόχους της εξυγίανσης.

ΤΜΗΜΑ 5

ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

Άρθρο 42

Εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα ακόλουθα:

α)

τα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

β)

οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή ευθύνες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενδέχεται να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή τίτλων πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 43.

2.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης και ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης·

β)

έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει και να παρακρατήσει ορισμένα ή όλα τα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ορισμένα ή όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με σκοπό τη διατήρηση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και, στη συνέχεια, την πώληση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3.   Κατά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά, ώστε η συνολική αξία των στοιχείων παθητικού και των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάζονται από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

4.   Εκτός αν προβλέπεται άλλως από τον παρόντα κανονισμό, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η μεταβίβαση προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας που εκδόθηκαν από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από τους κατόχους των εν λόγω μέσων στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν η μεταβίβαση προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

5.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις των μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεών του.

6.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει πάλι στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τα στοιχεία ενεργητικού ή τα στοιχεία παθητικού που είχαν μεταβιβαστεί στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή τα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, όταν η εν λόγω μεταβίβαση προβλέπεται ρητά από το εργαλείο με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν εκ νέου κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υποχρέωση ή ευθύνη, ή μέσα ιδιοκτησίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή της παραγράφου 7.

7.   Όταν τα συγκεκριμένα μέσα ιδιοκτησίας, τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης, μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού που καθορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να τα μεταβιβάζει από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή στους αρχικούς κατόχους.

8.   Η μεταβίβαση που αναφέρεται στις παραγράφους 6 και 7 δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που ορίζονται στο μέσο με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση για τον σχετικό σκοπό.

9.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει τίτλους ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε τρίτους.

10.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού που έχουν μεταβιβαστεί.

Για άλλους σκοπούς, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να μπορεί να συνεχίσει την άσκηση κάθε δικαιώματος, το οποίο ασκούσε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, για τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί.

11.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν εμποδίζεται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους και την πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και σε άλλες υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών (FMI) του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τα κριτήρια για προσχώρηση και συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα και τις υποδομές.

Σε περίπτωση που ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για συμμετοχή και πρόσβαση στα συστήματα και τις υποδομές για τη χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης. Η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

12.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν στερείται πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού ή σε οποιαδήποτε άλλη FMI, με την αιτιολογία ότι ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για τη χορήγηση πρόσβασης στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές.

13.   Οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι ευθύνες ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δεν έχουν αξιώσεις σε σχέση με ή επί των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, ευθυνών ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή κατά του συμβουλίου του ή της ανώτατης διοίκησής του.

14.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει καθήκον ή ευθύνη προς τους μετόχους ή τους πιστωτές του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και το συμβούλιο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν έχουν ευθύνη έναντι των εν λόγω μετόχων ή πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη οφείλονται σε βαρεία αμέλεια ή σοβαρό παράπτωμα, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 43

Μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αιτείται την έγκριση της αρχής εξυγίανσης για όλα τα ακόλουθα:

i)

τους κανόνες των καταστατικών εγγράφων του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ii)

τα μέλη του συμβουλίου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφόσον τα εν λόγω μέλη δεν διορίζονται απευθείας από την αρχή εξυγίανσης·

iii)

τις αρμοδιότητες και τις αποδοχές των μελών του συμβουλίου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν οι αποδοχές και οι αρμοδιότητες δεν έχουν καθοριστεί από την αρχή εξυγίανσης·

iv)

τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει τις άδειες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου για να παρέχει τις υπηρεσίες ή να ασκεί τις δραστηριότητες που θα προκύψουν από τη μεταβίβαση που αναφέρεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Εάν ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν λαμβάνει άδεια, όπως απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), η αρχή εξυγίανσης ζητά την έγκριση της αρμόδιας αρχής για την εκτέλεση της μεταβίβασης που αναφέρεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1. Εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει την εν λόγω μεταβίβαση, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει του κεφαλαίου 3 του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αίρονται μόνο για μέγιστη χρονική περίοδο τριών μηνών, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 μπορούν να αίρονται για μέγιστη περίοδο 12 μηνών.

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, η διοίκηση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου διαχειρίζεται τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο με τον στόχο της διατήρησης της πρόσβασης των ενδιαφερομένων μερών στις κρίσιμες λειτουργίες του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου και της πώλησης του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιουδήποτε από τα περιουσιακά του στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τα στοιχεία ενεργητικού του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα. Η εν λόγω πώληση πραγματοποιείται, όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι κατάλληλες, και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις παραγράφους 5 και, κατά περίπτωση, 6 του παρόντος άρθρου.

3.   Η αρχή εξυγίανσης περατώνει τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

πληρούνται οι στόχοι της εξυγίανσης·

β)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

γ)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παύει να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42 παράγραφος 2·

δ)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ουσιαστικά όλα τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού έχουν πωληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4·

ε)

η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 λήγει·

στ)

οι συμβάσεις που εκκαθαρίστηκαν από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έχουν διακανονιστεί, έχουν λήξει ή έχουν κλείσει και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σχετικά με τις εν λόγω συμβάσεις έχουν, ως εκ τούτου, πλήρως εξοφληθεί.

4.   Πριν από την πώληση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων, ευθυνών ή υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης πρέπει να διαφημίζει τη διαθεσιμότητα των στοιχείων που προορίζονται για πώληση, και εξασφαλίζει ότι τίθενται σε πώληση ανοικτά και με διαφάνεια, και ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις ανακρίβειες στην περιγραφή τους.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει στην πώληση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο με εμπορικούς όρους και δεν ευνοεί αδικαιολόγητα δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους.

5.   Η αρχή εξυγίανσης παύει τη λειτουργία ενός μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου δύο έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης παύει τη λειτουργία ενός μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ζητά από την αρμόδια αρχή να ανακαλέσει την άδεια του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν η παράταση είναι αναγκαία για την παύση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) έως δ).

Η απόφαση παράτασης της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σχέση με τις σχετικές συνθήκες της αγοράς και των προβλέψεων για την αγορά.

7.   Σε περίπτωση που ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παυθεί στις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) ή ε), ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την παύση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου λειτουργούν προς όφελος των μετόχων του.

Σε περίπτωση που ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περισσότερων του ενός υπό εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα έσοδα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο αποδίδονται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί από κάθε έναν από τους υπό εξυγίανση κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

ΤΜΗΜΑ 6

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 44

Εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να συνάπτει συμβάσεις δανεισμού ή να λαμβάνει άλλες μορφές χρηματοδοτικής στήριξης, μεταξύ άλλων και από προχρηματοδοτημένους πόρους που είναι διαθέσιμοι σε κάθε μη εξαντλημένο κεφάλαιο εκκαθάρισης στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, όπου είναι αναγκαίο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης.

ΤΜΗΜΑ 7

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 45

Δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να χρησιμοποιεί τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47, για τον σκοπό της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η χρηματοπιστωτική στήριξη είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

β)

η χρηματοπιστωτική στήριξη χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο, αφού αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν τα λοιπά εργαλεία εξυγίανσης στο μέγιστο δυνατό βαθμό με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως προσδιορίζει το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης·

γ)

η χρηματοπιστωτική στήριξη είναι σύμφωνη με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις·

γα)

η χρηματοπιστωτική στήριξη χρησιμοποιείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα·

δ)

δα)

η αρχή εξυγίανσης έχει καθορίσει, εκ των προτέρων, ολοκληρωμένες και αξιόπιστες ρυθμίσεις για την ανάκτηση, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, των δημόσιων κονδυλίων που χρησιμοποιήθηκαν από συμμετέχοντες που επωφελούνται από δημόσια στήριξη, εκτός εάν τα εν λόγω κονδύλια έχουν ήδη ανακτηθεί μέσω της πώλησης σε ιδιώτη αγοραστή σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 ή το άρθρο 47 παράγραφος 2.

2.   Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις τους διαθέτουν τις σχετικές εξουσίες εξυγίανσης που προσδιορίζονται στα άρθρα 48 έως 59 και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τα άρθρα 52, 54 και 70.

3.   Τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέσο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), όταν πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα και την αρμόδια αρχή, προσδιορίζουν ότι η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκεί για την αποφυγή σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

β)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης ορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει χορηγηθεί κατά το παρελθόν έκτακτη στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

γ)

σε σχέση με το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζει ότι η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου η δημόσια κεφαλαιακή στήριξη μέσω του εργαλείου στήριξης της συμμετοχής σε κεφάλαιο έχει ήδη χορηγηθεί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 46

Εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης

1.   Η δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να παρέχεται για την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως αντάλλαγμα για τα μέσα ιδιοκτησίας.

2.   Η διαχείριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στο εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης ασκείται σε εμπορική και επαγγελματική βάση.

3.   Τα μέσα ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πωλούνται σε ιδιώτες αγοραστές, μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 47

Εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να τεθεί υπό προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία με μία ή περισσότερες εντολές μεταβίβασης των μέσων ιδιοκτησίας που εκτελούνται από ένα κράτος μέλος σε εκδοχέα, ο οποίος είναι ένας από τους ακόλουθους:

α)

εντολοδόχος του κράτους μέλους·

β)

εταιρεία υπό την πλήρη ιδιοκτησία του κράτους μέλους.

2.   Η διαχείριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στο εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας ασκείται σε εμπορική και επαγγελματική βάση και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πωλούνται σε ιδιώτη αγοραστή μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και οικονομικές συνθήκες, και εξετάζεται επίσης η δυνατότητα ανάκτησης του κόστους της εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 48

Γενικές εξουσίες

1.   Η αρχή εξυγίανσης διαθέτει όλες τις απαραίτητες εξουσίες για την αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακόλουθων εξουσιών:

α)

την εξουσία να απαιτεί από κάθε πρόσωπο να παρέχει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου αυτή να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στο σχέδιο εξυγίανσης ή απαιτούνται μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων·

β)

την εξουσία να αποκτά τον έλεγχο ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να ασκεί όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους κατόχους μέσων ιδιοκτησίας και το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

βα)

την εξουσία να τροποποιούν τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους όρους της συμμετοχής, εφόσον οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες για την άρση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

ββ)

την εξουσία να μην θέτει σε ισχύ ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις βάσει των κανόνων και ρυθμίσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή να παρεκκλίνει με άλλο τρόπο από τους κανόνες και τις ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης και για την αποφυγή σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

γ)

την εξουσία να μεταβιβάζει μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ)

την εξουσία να μεταβιβάζει σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεσή της, τα δικαιώματα, τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ε)

την εξουσία να μειώνει, ή και να μηδενίζει, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο ποσό των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

στ)

την εξουσία να μετατρέπει χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ζ)

την εξουσία να ακυρώνει χρεωστικά μέσα που εκδίδονται από έναν υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

η)

την εξουσία να μειώνει, ή και να μηδενίζει, την ονομαστική αξία μέσων ιδιοκτησίας ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και να ακυρώνει τέτοια μέσα ιδιοκτησίας·

θ)

την εξουσία να απαιτεί από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ▌να εκδώσει νέα μέσα ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και ενδεχόμενων μετατρέψιμων μέσων·

ι)

όσον αφορά τα χρεωστικά μέσα και τις λοιπές υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την εξουσία να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη ληκτότητά τους, να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων, ή να τροποποιεί την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα·

ια)

την εξουσία να καταγγέλλει και να λύει χρηματοπιστωτικές συμβάσεις·

ιβ)

την εξουσία να απομακρύνει ή να αντικαθιστά το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ιγ)

την εξουσία να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει τον αγοραστή μιας ειδικής συμμετοχής εγκαίρως κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιδ)

την εξουσία να μειώνει, ή και να μηδενίζει, το ύψος του περιθωρίου διαφοράς αποτίμησης που οφείλεται σε εκκαθαριστικό μέλος υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή σε πελάτη του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30·

ιε)

την εξουσία να μεταβιβάζει ανοιχτές θέσεις και κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβιβάσεων τίτλων και συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, των συμφωνιών αλληλοσυμψηφισμού και των συμφωνιών συμψηφισμού, από το λογαριασμό ενός υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους σε μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιστ)

την εξουσία να επιβάλει τις ισχύουσες και εκκρεμείς συμβατικές υποχρεώσεις των συμμετεχόντων του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ιζ)

την εξουσία να επιβάλει τις ισχύουσες και εκκρεμείς υποχρεώσεις της μητρικής επιχείρησης του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και μεταξύ άλλων να παράσχει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο χρηματοδοτική ενίσχυση υπό μορφή εγγυήσεων ή πιστωτικών ορίων·

ιη)

την εξουσία να απαιτεί από εκκαθαριστικά μέλη να παράσχουν περαιτέρω συνεισφορές σε μετρητά.

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν τις εξουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είτε μεμονωμένα είτε υπό οιονδήποτε συνδυασμό.

2.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό και το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η αρχή εξυγίανσης δεν υπόκειται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, όταν ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

απαίτηση να λάβει την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού προσώπου·

β)

απαιτήσεις σχετικά με τη μεταβίβαση των χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, περιουσιακών στοιχείων ή στοιχείων παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

απαίτηση ενημέρωσης κάθε δημόσιου ή ιδιωτικού προσώπου·

δ)

απαίτηση δημοσίευσης οιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικού δελτίου·

ε)

απαίτηση αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οιουδήποτε εγγράφου σε οιαδήποτε άλλη αρχή.

Άρθρο 49

Επικουρικές εξουσίες

1.   Όταν ασκείται εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 1, η αρχή εξυγίανσης δύναται επίσης να ασκεί οιαδήποτε από τις ακόλουθες επικουρικές εξουσίες:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 65, να μεριμνά ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, περιουσιακών στοιχείων ή στοιχείων παθητικού·

β)

να αίρει τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μέσων ιδιοκτησίας·

γ)

να απαιτεί από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών, κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου που εκδίδεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)·

δ)

να μεριμνά ώστε ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 42, αντίστοιχα, να αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τους σκοπούς οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε)

να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή από τον αγοραστή ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ανάλογα με την περίπτωση, να παρέχει αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή·

στ)

να μεριμνά ώστε το εκκαθαριστικό μέλος που αποτελεί αποδέκτη για τυχόν θέσεις που του έχουν δοθεί μέσω των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχεία ιε) και ιστ) να αναλάβει τυχόν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αφορούν τη συμμετοχή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σχέση με τις εν λόγω θέσεις·

ζ)

να ακυρώνει ή να τροποποιεί τους όρους μιας σύμβασης στην οποία ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι συμβαλλόμενο μέρος ή να αντικαθιστά τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη θέση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, ως συμβαλλόμενο μέρος·

η)

να τροποποιεί ή να διορθώνει τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση ▌·

θ)

να μεταβιβάζει την ιδιότητα εκκαθαριστικού μέλους από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση σε αγοραστή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τυχόν δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α).

2.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβλέπει τη συνέχιση των ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η δράση εξυγίανσης είναι αποτελεσματική και ότι η μεταβιβασθείσα επιχείρηση μπορεί να τεθεί σε λειτουργία από τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνέχισης περιλαμβάνουν:

α)

τη συνέχιση των συμβάσεων που έχει συνάψει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση, προκειμένου ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, υποχρέωση, περιουσιακό στοιχείο ή στοιχείο παθητικού που έχει μεταβιβαστεί, και να αντικαταστήσει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, ρητώς ή σιωπηρώς, σε όλα τα σχετικά συμβατικά έγγραφα·

β)

την αντικατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση από τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, υποχρέωση, περιουσιακό στοιχείο ή στοιχείο παθητικού που έχει μεταβιβαστεί.

3.   Οι εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) δεν επηρεάζουν:

α)

το δικαίωμα ενός υπαλλήλου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 55, 56 και 57, την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων ενός μέρους μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταγγείλει τη σύμβαση, εφόσον αυτό προβλέπεται από τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πριν από τη μεταβίβαση, ή από τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μετά τη μεταβίβαση.

Άρθρο 50

Ειδική διαχείριση

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους ειδικούς διαχειριστές προς αντικατάσταση του συμβουλίου ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση. Ο ειδικός διαχειριστής πρέπει να διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλη πείρα στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη διαχείριση κινδύνου και τις υπηρεσίες εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνον υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να περιορίζει τις ενέργειες του ειδικού διαχειριστή ή να απαιτεί προηγούμενη συγκατάθεση για ορισμένες πράξεις.

Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν τον εν λόγω διορισμό.

3.   Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ανανεώσει τη θητεία του, εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

4.   Ο ειδικός διαχειριστής λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης τις οποίες αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ή σύγκρουσης, το εν λόγω καταστατικό καθήκον υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή το εθνικό δίκαιο.

5.   Ο ειδικός διαχειριστής καταρτίζει εκθέσεις για τη διορισμένη αρχή εξυγίανσης ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του. Οι εν λόγω εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς τη χρηματοοικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αναφέρουν τους λόγους για τα ληφθέντα μέτρα.

6.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή. Πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν ο ειδικός διαχειριστής δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

όταν οι στόχοι της εξυγίανσης θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα με την απομάκρυνση ή την αντικατάσταση του εν λόγω ειδικού διαχειριστή·

γ)

όταν δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις του διορισμού.

7.   Όταν η εθνική νομοθεσία περί αφερεγγυότητας προβλέπει τον διορισμό διαχείρισης αφερεγγυότητας, ο ειδικός διαχειριστής που διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί επίσης να διοριστεί διαχειριστής αφερεγγυότητας ή αντίστροφα.

Άρθρο 51

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τους υπό εξυγίανση κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ή από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου του ή οιοδήποτε εκκαθαριστικό μέλος, να παρέχει τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες, προκειμένου ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να ασκεί αποτελεσματικά τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει ανεξάρτητα από το αν η οντότητα του ιδίου ομίλου με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ενός εκ των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή είναι υπό εξυγίανση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιβάλλει την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών όταν αυτές οι εξουσίες ασκούνται σε σχέση με τις οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή με τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

4.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχονται:

α)

με βάση τους ίδιους εμπορικούς όρους υπό τους οποίους παρασχέθηκαν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, όταν υπάρχει συμφωνία για τους εν λόγω σκοπούς·

β)

υπό εύλογους εμπορικούς όρους, όταν δεν υπάρχει συμφωνία για τους εν λόγω σκοπούς ή όταν η συμφωνία έχει λήξει.

Άρθρο 52

Εξουσία επιβολής δράσεων εξυγίανσης ή μέτρων πρόληψης κρίσεων από άλλα κράτη μέλη

1.   Σε περίπτωση που τα μέσα ιδιοκτησίας, τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου βρίσκονται σε, ή διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης, κάθε μεταβίβαση ή μέτρο εξυγίανσης σε σχέση με τα εν λόγω μέσα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.   Η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους παρέχεται με κάθε αναγκαία συνδρομή από τις αρχές άλλων κρατών μελών για να εξασφαλιστεί ότι τυχόν μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού μεταβιβάζονται στον αγοραστή ή στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή οποιαδήποτε άλλο μέτρο εξυγίανσης τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

3.   Οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να αναιρούν την εν λόγω μεταφορά, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει την εν λόγω μεταβίβαση.

4.   Όταν η αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους χρησιμοποιεί τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 28 ή 32, και οι συμβάσεις, οι υποχρεώσεις, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση περιλαμβάνουν μέσα, συμβάσεις ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, ή υποχρεώσεις οφειλόμενες προς πιστωτές και συμβάσεις για εκκαθαριστικά μέλη ή τους πελάτες τους που βρίσκονται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω άλλου κράτους μέλους εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε ενέργεια που προκύπτει από τα εν λόγω εργαλεία εξυγίανσης παράγει αποτελέσματα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα εκκαθαριστικά μέλη ή οι πελάτες τους που έχουν θιγεί από τα εν λόγω εργαλεία εξυγίανσης δεν δικαιούνται να αμφισβητούν τη μείωση της αξίας ή του καταβλητέου ποσού του μέσου ή της υποχρέωσης ή τη μετατροπή ή αναδιάρθρωσή του.

5.   Τα ακόλουθα δικαιώματα και εγγυήσεις καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α)

το δικαίωμα των μετόχων, πιστωτών και τρίτων να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 72 έναντι της μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)

για τους θιγόμενους πιστωτές το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 72 έναντι της μείωσης της αξίας ή του πληρωτέου ποσού ή της αναδιάρθρωσης ή της μετατροπής ενός μέσου, μιας υποχρέωσης ή μιας σύμβασης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου·

γ)

οι διασφαλίσεις για τις μεταβιβάσεις εν μέρει, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο V, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 53

Εξουσία όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, συμβάσεις, δικαιώματα, στοιχεία παθητικού, υποχρεώσεις και μέσα ιδιοκτησίας ατόμων που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή διέπονται από το δίκαιο τρίτων χωρών

1.   Όταν μια δράση εξυγίανσης αφορά περιουσιακά στοιχεία ή συμβάσεις προσώπων που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση και ο αποδέκτης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, συμβάσεων, μέσων ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η δράση παράγει αποτελέσματα·

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να κατέχει τα υπό εξυγίανση μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή να εξοφλεί τα στοιχεία παθητικού ή τις υποχρεώσεις για λογαριασμό του αποδέκτη μέχρις ότου η δράση παραγάγει αποτελέσματα·

γ)

τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 9.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, να εξασφαλίζει την προσθήκη διάταξης στις συμβάσεις και άλλες συμφωνίες του με τα εκκαθαριστικά μέλη και τους κατόχους μέσων ιδιοκτησίας και χρεωστικών μέσων ή άλλων στοιχείων παθητικού που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή διέπονται από τη νομοθεσία τρίτων χωρών , βάσει της οποίας συμφωνούν να δεσμεύονται από οποιαδήποτε ενέργεια όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, τις συμβάσεις, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τα στοιχεία παθητικού τους που αναλαμβάνονται από την αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των άρθρων 55, 56 και 57. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλει νομική γνωμοδότηση σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών.

3.   Στις περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν είναι αποτελεσματική, η δράση αυτή είναι άκυρη όσον αφορά τα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού.

Άρθρο 54

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και στην εξυγίανση

1.   Κάθε μέτρο για την πρόληψη κρίσεων ή δράση εξυγίανσης που αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ή οιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή της εν λόγω δράσης, δεν θεωρείται ως γεγονός αναγκαστικής εκτέλεσης ή αφερεγγυότητας, κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ και της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 75, ή άλλως εφόσον το αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης, θεωρούνται δράση εξυγίανσης που αναλαμβάνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μια δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν χρησιμοποιείται για:

α)

να ασκηθεί οιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση που έχει συναφθεί από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης ή υποχρεώσεις που τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου·

β)

να αποκτηθεί κατοχή, να ασκηθεί έλεγχος ή να επιβληθεί οιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου του συναφούς κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

γ)

να επηρεαστεί οιοδήποτε συμβατικό δικαίωμα του συναφούς κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

Άρθρο 55

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναστέλλει οιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης τόσο των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που έχουν συναφθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 70, έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως τέλος της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης.

2.   Σε περίπτωση που μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και κεντρικών τραπεζών.

Άρθρο 56

Εξουσία να περιορίζεται η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εμποδίζει τους ενέγγυους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 70, έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως τέλος της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά κάθε συμφωνία παροχής ασφάλειας έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση.

Άρθρο 57

Εξουσία να αναστέλλονται προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλομένου σύμβασης με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης της καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 70, έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως τέλος της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε σχέση με συστήματα ή διαχειριστές συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και κεντρικών τραπεζών.

3.   Ο συμβαλλόμενος σε σύμβαση μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σε περίπτωση που ο εν λόγω συμβαλλόμενος λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α)

μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα·

β)

υπόκεινται σε απομείωση, μετατροπή ή στη χρήση ενός εργαλείου εξυγίανσης για την κατανομή των ζημιών ή των θέσεων.

4.   Εάν δεν έχει επιδοθεί η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα δικαιώματα καταγγελίας μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 54, ως εξής:

α)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνον εφόσον η αποδέκτρια οντότητα προκαλεί την επέλευση ή τη συνέχιση του γεγονότος που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση·

β)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ▌τα δικαιώματα καταγγελίας ισχύουν σύμφωνα με τους όρους καταγγελίας που καθορίζονται στη σύμβαση μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και του σχετικού αντισυμβαλλόμενου μέρους μόνο σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή συνέχισή του μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

Άρθρο 58

Εξουσία για άσκηση ελέγχου επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί έλεγχο επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση για:

α)

να διαχειρίζεται τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ασκώντας τις εξουσίες των μετόχων και του συμβουλίου του, και να διαβουλεύεται με την επιτροπή κινδύνου·

β)

να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκεί έλεγχο επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης δεν θεωρείται σκιώδης διευθυντής ή de facto διευθυντής βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 59

Άσκηση των εξουσιών από τις αρχές εξυγίανσης

Με την επιφύλαξη του άρθρου 72, οι αρχές εξυγίανσης προβαίνουν σε δράσεις εξυγίανσης μέσω εκτελεστικής διάταξης, σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Διασφαλίσεις

Άρθρο 60

Αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει να επιδιώκει να εξασφαλίζει ότι οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες τους δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που θα είχαν υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όταν η αρχή εξυγίανσης έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1, και είχαν επωμιστεί όλες τις ενδεχόμενες εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και όλες τις άλλες συμβατικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στους κανόνες λειτουργίας του τόσο για γεγονός αθέτησης υποχρέωσης όσο και για γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει παύσει τις δραστηριότητές του χωρίς υπολειμματική αξία δικαιόχρησης και είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στην αγορά.

α)

β)

Οι ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στην αγορά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 61 δεν επιτρέπουν την αποτίμησή τους.

Αφού τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 61 τεθούν σε ισχύ, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στην αγορά για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 61

Αποτίμηση για την εφαρμογή της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών

1.    Για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων μερών που έχουν έκθεση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκπονεί και επικαιροποιεί ετησίως μια εκτίμηση για τον τρόπο με τον οποίο οι ζημίες θα επηρεάσουν κάθε κατηγορία πιστωτή κάτω από ακραία αλλά εύλογα σενάρια για ένα γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και για ένα γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης που οδηγεί σε αφερεγγυότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η εκτίμηση αυτή αντικατοπτρίζει πλήρως τις συμβατικές ρυθμίσεις που διέπουν την κατανομή των ζημιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και είναι σύμφωνη με τη μεθοδολογία καθορισμού περιθωρίων ασφάλειας και προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

1α.     Για τους σκοπούς της εκτίμησης της συμμόρφωσης προς την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε να διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχουν πραγματοποιηθεί ενέργειες εξυγίανσης.

2.   Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει:

α)

τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα εκκαθαριστικά μέλη ή οι πελάτες τους, εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για τον οποίο η αρχή εξυγίανσης έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1, και αντιθέτως είχαν υπαχθεί στην επιβολή ενδεχόμενων εκκρεμών υποχρεώσεων, σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας , ως μη λειτουργούσα επιχείρηση χωρίς υπολειμματική αξία δικαιόχρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν ευλογοφανείς δυσμενείς επιπτώσεις συστημικής αστάθειας και αναταραχής στην αγορά·

β)

την πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα εκκαθαριστικά μέλη ή οι πελάτες τους , κατά την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού των μεταχειρίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2α, στην αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν λαμβάνεται υπόψη οιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση και η μεθοδολογία τιμολόγησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν λαμβάνεται υπόψη σε περίπτωση που η εν λόγω μεθοδολογία δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.

4.   Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 3.

5.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν κανονιστικά τεχνικά πρότυπα, τα οποία έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης, εάν ή όπου είναι τεχνικά εφικτό, της αξιολόγησης των ευλογοφανών δυσμενών επιπτώσεων συστημικής αστάθειας και αναταραχής στις αγορές.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: Να προστεθεί ημερομηνία 12 μήνες από την έναρξη ισχύος του κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 62

Διασφαλίσεις για μετόχους, πιστωτές και εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών

Σε περίπτωση που, σύμφωνα με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 61, οιοσδήποτε μέτοχος, πιστωτής, εκκαθαριστικό μέλος ή πελάτης εκκαθαριστικού μέλους έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί, εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και αντιθέτως είχε υπαχθεί σε ενδεχόμενες εκκρεμείς υποχρεώσεις, σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή με άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εν λόγω μέτοχος, πιστωτής ή συμμετέχων στην εκκαθάριση δικαιούται την καταβολή της διαφοράς.

Άρθρο 62α

Ανάκτηση των πληρωμών

Η αρχή εξυγίανσης ανακτά κάθε εύλογο έξοδο που συνεπάγεται μια πληρωμή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 62, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ως προνομιακός πιστωτής·

β)

από κάθε αντίτιμο που καταβάλλει ο αγοραστής, όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

γ)

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ως προνομιακός πιστωτής.

δ)

από οποιοδήποτε εκκαθαριστικό μέλος, στον βαθμό που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν ελάμβανε μέτρα εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντ’ αυτού είχε ανταποκριθεί σε πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σε άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ή εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Άρθρο 63

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

Οι προστασίες που προβλέπονται στα άρθρα 64, 65 και 66 εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα, αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, ή ενός μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σε αγοραστή·

β)

σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

Άρθρο 64

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση ορισμένων, αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίας αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνίας συμψηφισμού μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση και άλλων συμβαλλόμενων μερών στις συμφωνίες, ή την τροποποίηση ή την καταγγελία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Οι συμφωνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν κάθε συμφωνία δυνάμει της οποίας τα μέρη δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Άρθρο 65

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

Με την επιφύλαξη της χρήσης των εργαλείων κατανομής θέσεων του άρθρου 29, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε από τα κατωτέρω, όσον αφορά συμφωνίες εγγυοδοσίας μεταξύ κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση και άλλων συμβαλλόμενων μερών στις εν λόγω συμφωνίες:

α)

τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β)

τη μεταβίβαση μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ)

τη μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και η εξασφαλισμένη υποχρέωση·

δ)

την τροποποίηση ή την καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

Άρθρο 66

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε από τα κατωτέρω, όσον αφορά συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων:

α)

τη μεταβίβαση ορισμένων, αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης, ή αποτελούν μέρος της, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ·

β)

την καταγγελία ή την τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης, ή αποτελούν μέρος της, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης περιλαμβάνουν τιτλοποιήσεις και μέσα που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Άρθρο 67

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης:

α)

μεταβιβάζει ορισμένα, αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση σε αγοραστή·

β)

ακυρώνει ή τροποποιεί τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση, ή υποκαθιστά έναν αγοραστή ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείων εξυγίανσης να μην οδηγήσει σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αποτελέσματα:

α)

ανάκληση μιας εντολής μεταβίβασης, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)

επηρεασμό του εκτελεστού των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

γ)

επηρεασμό της χρήσης κεφαλαίων, τίτλων ή πιστωτικών διευκολύνσεων, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

δ)

επηρεασμό της προστασίας της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Διαδικαστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 68

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποστέλλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει, κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 2.

2.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχει λάβει δυνάμει της παραγράφου 1, και σχετικά με κάθε μέτρο ανάκαμψης ή άλλο μέτρο σύμφωνα με τον τίτλο IV, το οποίο απαιτεί η αρμόδια αρχή να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης σχετικά με κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναφέρεται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και σχετικά με κάθε παραληφθείσα κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 48 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) όσον αφορά έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ειδοποιεί εγκαίρως τις ακόλουθες αρχές:

α)

την αρμόδια αρχή ή την αρχή εξυγίανσης για τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

την αρμόδια αρχή για τη μητρική επιχείρηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

βα)

το σώμα εποπτείας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ββ)

το σώμα εξυγίανσης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

την κεντρική τράπεζα·

δ)

το αρμόδιο υπουργείο·

ε)

το ΕΣΣΚ και την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

Άρθρο 69

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.   Κατόπιν κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει αν απαιτείται οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης.

2.   Η απόφαση για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης όσον αφορά έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης σχετικά με το αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

β)

κάθε δράση που προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για υποβολή αίτησης εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή κάθε άλλου μέτρου βάσει των ισχυουσών κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο ε), βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 70

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.   Το συντομότερο δυνατό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί όλους τους εξής:

α)

τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

β)

το σώμα εξυγίανσης·

γ)

την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και το ΕΣΣΚ·

δ)

την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την ΕΑΑΕΣ·

ε)

τους διαχειριστές των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, στα οποία συμμετέχει ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

2.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διάταξης ή πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η σχετική δράση, και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει η δράση εξυγίανσης.

Η κοινοποίηση στο σώμα εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) αναφέρει, επίσης, αν η δράση εξυγίανσης αποκλίνει από το σχέδιο εξυγίανσης και αναφέρει τους λόγους για κάθε τέτοια απόκλιση.

3.   Αντίγραφο της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης ή ειδοποίηση όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, οι όροι και η περίοδος αναστολής ή περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 55, 56 και 57, δημοσιεύεται σε όλα τα εξής:

α)

στον ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης·

β)

στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ESMA·

γ)

στον ιστότοπο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση·

δ)

σε περίπτωση που τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

4.   Σε περίπτωση που τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τη διάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 να αποστέλλονται στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας και στους πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, οι οποίοι είναι γνωστοί μέσω των μητρώων ή των βάσεων δεδομένων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 71

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

τις αρχές εξυγίανσης·

β)

τις αρμόδιες αρχές, την ESMA και την ΕΑΤ·

γ)

τα αρμόδια υπουργεία·

δ)

τους ειδικούς διαχειριστές ή τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

ε)

τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι αρμόδιες αρχές ή τους οποίους προσκαλούν οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ)

τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ)

τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

η)

τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο··

θ)

κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια)·

ι)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) ανωτέρω, πριν από τον διορισμό τους, κατά τη διάρκειά του και μετέπειτα·

ια)

όλα τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης που δεν αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και ζ).

2.   Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), η) και ια) μεριμνούν ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, απαγορεύεται να γνωστοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβαν κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης όσον αφορά τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού ή σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που παρέσχε τις πληροφορίες.

Πριν από τη γνωστοποίηση των κάθε είδους πληροφοριών, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αξιολογούν τις συνέπειες που μπορεί να έχει η γνωστοποίηση στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική, στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους ελέγχους.

Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της γνωστοποίησης πληροφοριών περιλαμβάνει μια ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε γνωστοποίησης του περιεχομένου και των λεπτομερειών των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 13, και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 16.

Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, με την προϋπόθεση ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω ανταλλαγής, εφαρμόζονται συμφωνίες εμπιστευτικότητας:

α)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β)

κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες οντότητες αρμόδιες για ελέγχους στο κράτος μέλος τους·

γ)

εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιθεωρητές που ενεργούν για λογαριασμό τους, τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη, μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, τις αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει:

α)

τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ζ) και στοιχείο ια) να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας·

β)

τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, άλλες αρμόδιες αρχές στην Ένωση, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη, μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων των λογαριασμών, την ΕΑΤ, την ESMA ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 78, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

6.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά τη γνωστοποίηση πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 72

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα προσφυγής

1.   ▌

2.   Όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφαση για την άσκηση οιασδήποτε εξουσίας, διαφορετικής από δράση εξυγίανσης, διαθέτουν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

3.   Όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για ανάληψη δράσης εξυγίανσης διαθέτουν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

4.   Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται ότι δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

β)

η διαδικασία σχετικά με την αίτηση προσφυγής είναι ταχεία·

γ)

το δικαστήριο οφείλει να χρησιμοποιεί τις οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης ως βάση για τη δική της αξιολόγηση.

4α.     Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να λάβει μέτρα εξυγίανσης, μέτρο πρόληψης κρίσης ή να ασκήσει εξουσία άλλη από τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ακυρώνεται για ουσιαστικούς λόγους μόνον εάν ήταν αυθαίρετη και παράλογη κατά τη χρονική στιγμή της απόφασης, με βάση τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες.

4β.     Η άσκηση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης.

5.   Εφόσον απαιτείται για την προστασία των συμφερόντων τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή τη πίστει, έχουν αποκτήσει μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, δυνάμει μιας δράσης εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που διενεργούνται από την αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο προσφεύγων, όταν ακυρώνεται μια απόφαση της αρχής εξυγίανσης, περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες τις οποίες υπέστη εξαιτίας της απόφασης αυτής.

Άρθρο 73

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.   Οι κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν κινούνται έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου παρά μόνον με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης ή με τη συγκατάθεσή της, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση κοινοποίηση κάθε αιτήματος για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανεξαρτήτως του αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 3.

3.   Οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να κινήσουν την εν λόγω διαδικασία μόνον αφότου η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει την απόφασή της να μην αναλάβει οιαδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή όταν δεν έχει παραληφθεί κοινοποίηση εντός επτά ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική χρήση των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή μπορεί να καταστεί διάδικος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 74

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, σχετικά με τους όρους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών, όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, όσον αφορά τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει υπηρεσίες ή έχει μία ή περισσότερες θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

βα)

όταν σημαντικός αριθμός εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι εγκατεστημένος στην εν λόγω τρίτη χώρα·

ββ)

όταν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας έχει σημαντικό αριθμό εκκαθαριστικών μελών εγκατεστημένων στην Ένωση.

2.   Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιδιώκεται, ιδίως, να εξασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 77, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτείται για τους σκοπούς αυτούς.

Άρθρο 75

Αναγνώριση και επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 74 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 74 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Οι σχετικές εθνικές αρχές αναγνωρίζουν τις διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας έχει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

Οι σχετικές εθνικές αρχές εξασφαλίζουν την επιβολή των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i)

περιουσιακά στοιχεία κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους·

ii)

δικαιώματα ή υποχρεώσεις κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β)

ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων απαιτώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική εγκατεστημένη στο εντελλόμενο κράτος μέλος·

γ)

άσκηση των εξουσιών κατά τα άρθρα 55, 56 και 57 όσον αφορά τα δικαιώματα οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να επιβληθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας·

δ)

το να καθίσταται μη εκτελεστό κάθε δικαίωμα για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 2 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τέτοιο δικαίωμα προκύπτει από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε άλλως, δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

4.   Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 76

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 75 παράγραφος 2, οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν να αναγνωρίσουν ή να επιβάλουν την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος·

β)

βάσει των διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα καταγωγής, οι πιστωτές ή τα εκκαθαριστικά μέλη ή οι πελάτες των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών που βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος δεν θα ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές ή τα εκκαθαριστικά μέλη ή τους πελάτες των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια νομικά δικαιώματα·

γ)

η αναγνώριση ή η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο οικείο κράτος μέλος·

δ)

η αναγνώριση ή η επιβολή της εφαρμογής θα ήταν αντίθετη προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 77

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως αναφέρεται στο άρθρο 74 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 74 παράγραφος 1, στον βαθμό που το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

α)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, με τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

β)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες ή έχει μία ή περισσότερες θυγατρικές σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται ή όπου οι θυγατρικές είναι εγκατεστημένες.

3.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2, θεσπίζουν διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν για την ανταλλαγή των απαραίτητων πληροφοριών και τη συνεργασία για την εκτέλεση των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση των ακόλουθων εξουσιών σε σχέση με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) ή των ομίλων που εμπεριέχουν τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

α)

την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β)

την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων και ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 16 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την άρση εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 και τυχόν παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 19 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

ε)

τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που ανατίθενται στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών.

4.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περιλαμβάνουν διατάξεις όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα:

α)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την προετοιμασία και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

β)

τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών βάσει του άρθρου 75 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας, πριν από την ανάληψη κάθε σημαντικής δράσης βάσει του παρόντος κανονισμού ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας που επηρεάζει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τον όμιλο που αφορά η ρύθμιση·

ε)

τον συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

στ)

διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των στοιχείων α) έως ε), οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινή, ομοιόμορφη και συνεπής εφαρμογή της παραγράφου 3, η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους τύπους και το περιεχόμενο των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων: Να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες από την έναρξη ισχύος του κανονισμού].

5.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ESMA σχετικά με οποιεσδήποτε συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 78

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 71·

β)

οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται βάσει του παρόντος κανονισμού και δεν χρησιμοποιούνται για τυχόν άλλους σκοπούς.

2.   Στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, η μεταχείριση και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων·

3.   Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση·

β)

οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α).

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

Άρθρο 78α

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.     Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

2.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο εφαρμόζονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, εκκαθαριστικά μέλη κεντρικών αντισυμβαλλομένων ή μητρικές επιχειρήσεις, σε περίπτωση παράβασης μπορούν να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

3.     Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ανατίθεται στις αρχές εξυγίανσης ή, σε διαφορετική περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά διοικητικά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν πρόκειται για διασυνοριακές υποθέσεις.

4.     Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις διοικητικές εξουσίες τους για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές·

δ)

υποβάλλοντας αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 78β

Ειδικές διατάξεις

1.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους προβλέπονται κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

δεν έχουν καταρτιστεί, διατηρηθεί ή επικαιροποιηθεί σχέδια ανάκαμψης, κατά παράβαση του άρθρου 9·

β)

δεν έχουν παρασχεθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 14·

γ)

δεν έχει κοινοποιήσει το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στην αρμόδια αρχή το γεγονός ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, κατά παράβαση του άρθρου 68 παράγραφος 1.

2.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, μητρική επιχείρηση της Ένωσης, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψης της·

γ)

προσωρινή απαγόρευση κατά των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου να ασκούν καθήκοντα σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους·

δ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση. Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της τελικής μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

ε)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι το ποσό των 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις [ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού]·

στ)

διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να εκτιμηθεί.

Άρθρο 78γ

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

1.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, στον επίσημο ιστότοπό τους, τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν για παραβάσεις των διατάξεων που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό, όταν οι εν λόγω κυρώσεις δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η δημοσίευση γίνεται αμελλητί μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για την κύρωση αυτή, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση κυρώσεων εναντίον των οποίων εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν αμελλητί στον επίσημο ιστότοπό τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.     Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν σε ανώνυμη βάση τις κυρώσεις που επιβάλλουν, κατά τρόπο συμβατό με την εθνική νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια εν εξελίξει ποινική έρευνα·

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή στα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται.

Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3.     Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσιοποίηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένει στον επίσημο ιστότοπό τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπό της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

4.     Έως … [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία: 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσιοποίηση από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, κυρώσεων για μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, και ιδίως όταν έχουν διαπιστωθεί σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών από αυτή την άποψη. Η εν λόγω έκθεση καλύπτει οποιεσδήποτε σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης των κυρώσεων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών περί δημοσιοποίησης των κυρώσεων.

Άρθρο 78δ

Τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ESMA

1.     Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρονται στο άρθρο 71, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ESMA σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 78α σχετικά με παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος άρθρου και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.     Η ESMA τηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές εξυγίανσης· μόνο οι αρχές εξυγίανσης έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρχές εξυγίανσης.

3.     Η ESMA τηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές· μόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

4.     Η ESMA τηρεί ιστοσελίδα με συνδέσμους προς τις δημοσιοποιήσεις κυρώσεων κάθε αρχής εξυγίανσης και κάθε αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 78γ και αναφέρει τη χρονική περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις.

Άρθρο 78ε

Αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει παραδείγματος χάριν από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)

το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να εκτιμηθούν·

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να εκτιμηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

η)

όλες οι ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1095/2010, (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012, ΚΑΙ (ΕΕ) 2015/2365

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 τροποποιείται ως εξής:

(22)

Στο άρθρο 4, στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο (iv):

«(iv)

σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. [σχετικά με την ανάκαμψη και εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου], η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [σχετικά με την ανάκαμψη και εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου].»·

(23)

Στο άρθρο 40, στην παράγραφο 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με την ανάκαμψη και εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου], το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) μπορεί, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.».

Άρθρο 80

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

(1)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 6α:

«Άρθρο 6α

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης κατά την εξυγίανση

1.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) [για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων], η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού ▌μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει προσωρινά την υποχρέωση εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αδειοδοτείται δυνάμει του άρθρου 14 να εκκαθαρίζει τις ειδικές κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται σε εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 για τις οποίες ζητείται η αναστολή·

β)

η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 για τις εν λόγω συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι αναγκαία για την αποφυγή σοβαρής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση σε σχέση με την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

ii)

το μέτρο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της απειλής και δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, συμπεριλαμβανομένων πιθανών προκυκλικών επιπτώσεων, που είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη.

iiα)

δεν είναι διαθέσιμοι άλλοι εναλλακτικοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που να προσφέρουν την υπηρεσία εκκαθάρισης στους συμμετέχοντες στην εκκαθάριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, ή τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες δεν είναι από επιχειρησιακή και τεχνική άποψη ικανοί να εκπληρώσουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος όλες τις νομικές ή επιχειρησιακές απαιτήσεις των εν λόγω εναλλακτικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων·

Το αίτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι όροι που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β)έχουν εκπληρωθεί.

Η αρχή εξυγίανσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γνωστοποιεί την αιτιολογημένη αίτηση στην ESMA και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα ότι το αίτημα κοινοποιείται στην Επιτροπή.

2.   Η ESMA, εντός 24 ωρών από την κοινοποίηση του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, εκδίδει γνωμοδότηση για τη σχεδιαζόμενη αναστολή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί η σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση, οι στόχοι εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) [για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων], καθώς και τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν δημοσιοποιείται.

4.   Η Επιτροπή, εντός 48 ωρών από την υποβολή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με την παράγραφο 6, εκδίδει απόφαση για την προσωρινή αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή να απορρίπτει το αίτημα αναστολής.

5.   Η απόφαση της Επιτροπής γνωστοποιείται στην αρχή που ζήτησε την αναστολή, καθώς και στην ESMA, και δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης, αυτή δημοσιεύεται στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει προσωρινά την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για τη συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β). Όσον αφορά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη γνώμη που εξέδωσε η ESMA που αναφέρεται στην παράγραφο 2, τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) [για την ανάκαμψη και εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου], τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5, όσον αφορά τις εν λόγω κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και την ανάγκη της αναστολής προς αποφυγή σοβαρής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

7.   Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 ισχύει για μια αρχική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.   Η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης, την ESMA και το ΕΣΣΚ, να ανανεώσει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 για μία ή περισσότερες περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες συνολικά από το τέλος της αρχικής περιόδου αναστολής, εάν οι λόγοι της αναστολής εξακολουθούν να ισχύουν.

9.   Εάν η αναστολή δεν παραταθεί μέχρι τη λήξη της αρχικής περιόδου ή στο τέλος κάθε μεταγενέστερης περιόδου παράτασης, λήγει αυτομάτως.

10.   Η Επιτροπή ενημερώνει την ESMA σχετικά με την πρόθεσή της να ανανεώσει την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Η ESMA, εντός 48 ωρών από τη γνωστοποίηση από την Επιτροπή της πρόθεσής της να ανανεώσει την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, εκδίδει γνώμη σχετικά με την ανανέωση της αναστολής, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί η σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση, τους στόχους εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) [για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων], καθώς και τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού.»·

(2)

Στο άρθρο 28, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως είναι μια σημαντική αλλαγή στο μοντέλο κινδύνου που εφαρμόζει, οι διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών, η εκκαθάριση νέων κατηγοριών μέσων ή η εξωτερική ανάθεση καθηκόντων. Η επιτροπή κινδύνου ενημερώνει το συμβούλιο εγκαίρως για κάθε νέο κίνδυνο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Δεν απαιτείται παροχή συμβουλών από την επιτροπή κινδύνου για τις καθημερινές εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες για διαβούλευση με την επιτροπή κινδύνου όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις εξελίξεις σχετικά με ανοίγματα έναντι εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τις αλληλεξαρτήσεις με άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.».

(3)

Στο άρθρο 28, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή και την επιτροπή κινδύνου σχετικά με κάθε απόφαση όπου το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου, και αιτιολογεί την απόφαση αυτή. Η επιτροπή κινδύνου ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής κινδύνου μπορεί να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρεί ότι οι συμβουλές της επιτροπής κινδύνου δεν έχουν ακολουθηθεί.»·

(4)

Στο άρθρο 38, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

«Τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενημερώνουν σαφώς τους υφιστάμενους και τους δυνητικούς πελάτες τους ως προς τις συγκεκριμένες δυνητικές ζημίες ή άλλες δαπάνες που μπορεί να επωμιστούν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης και των ρυθμίσεων για την κατανομή των ζημιών, που καθορίζονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου καθώς και για το είδος της αποζημίωσης που μπορεί να λάβουν, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 48 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Στους πελάτες παρέχονται επαρκείς πληροφορίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι κατανοούν τη χειρότερη περίπτωση ζημιών ή άλλων δαπανών που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλάβει μέτρα ανάκαμψης.»·

(5)

Στο άρθρο 81, στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ιζ):

«ιζ)

οι αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. … [για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων].».

Άρθρο 81

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365

Στο άρθρο 12, στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ιδ):

«ιδ)

οι αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) [για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων].».

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 82

Επανεξέταση

Το αργότερο έως…[δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού] και συντομότερα εάν ενδείκνυται υπό το φως άλλης εγκριθείσας νομοθεσίας, η ESMA προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Έως τις … [ τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ή κατόπιν έγκρισης άλλης σχετικής νομοθεσίας ], η Επιτροπή επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό και την εφαρμογή του και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην Ένωση και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Ειδικότερα, η έκθεση αυτή:

α)

αξιολογεί κατά πόσον η συγκρότηση ενιαίας αρχής εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης θα ήταν επωφελής, έγκαιρη και συνεπής με τις εξελίξεις όσον αφορά την αρχιτεκτονική εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην Ένωση και με το στάδιο ολοκλήρωσης της εν λόγω αρχιτεκτονικής εποπτείας· και

β)

εξετάζει τα θεσμικά όργανα, τους φορείς και τους οργανισμούς της Ένωσης που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα καθήκοντα ενιαίας αρχής εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης και αξιολογεί την καταλληλότητα τους.

Εάν, κατά τη χρονική στιγμή της εν λόγω έκθεσης, έχει συσταθεί ενιαία εποπτική αρχή για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης ή εάν η έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης είναι επαρκώς ολοκληρωμένη ώστε να συνάδει με την ύπαρξη ενιαίας αρχής εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να δημιουργήσει μια ενιαία αρχή εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή, ανάλογα με την περίπτωση, προκειμένου να αναθέσει την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης σε κάθε κατάλληλο θεσμικό όργανο, φορέα ή οργανισμό της Ένωσης.

Άρθρο 83

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από [Υπηρεσία Εκδόσεων: Να προστεθεί η ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C , , σ. .

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 28.

(3)  ΕΕ C 372 της 1.11.2017, σ. 6.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(6)  http://www.fsb.org/wp-content/uploads/r_141015.pdf

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(8)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(12)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(13)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 876/2013 της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 2013, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα σώματα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (ΕΕ L 244 της 13.9.2013, σ. 19).

(14)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. … της Επιτροπής, της 23.3.2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης, C(2016)1691 [Σημείωση προς την Υπηρεσία Εκδόσεων — να συμπληρωθεί ο αριθμός του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού].

(15)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(16)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ Α

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ

1.

Το σχέδιο ανάκαμψης:

(1)

δεν προβλέπει πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε καταβολή της·

(2)

λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερόμενων μερών που είναι πιθανόν να θιγούν από το εν λόγω σχέδιο·

(3)

διασφαλίζει ότι τα εκκαθαριστικά μέλη δεν έχουν απεριόριστα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναπτύσσει επαρκείς μηχανισμούς για τη συμμετοχή των συνδεδεμένων FMI και ενδιαφερόμενων μερών, που θα αναλαμβάνουν ζημίες, θα υποβάλλονται σε δαπάνες ή θα συνεισφέρουν στην κάλυψη ελλείψεων ρευστότητας, σε περίπτωση που εφαρμοστεί το σχέδιο ανάκαμψης, στη διαδικασία της κατάρτισης του εν λόγω σχεδίου.

ΤΜΗΜΑ B

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ

Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τα ιδρύματα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

(1)

λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων·

(2)

στοιχεία των άμεσων κατόχων και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου·

(3)

τον τόπο εγκατάστασης, την περιοχή δικαιοδοσίας της ιδρυτικής πράξης, την αδειοδότηση και τη βασική διοίκηση κάθε νομικού προσώπου·

(4)

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών για τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς στον ισολογισμό, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα·

(5)

λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο υπηρεσιών και αντίστοιχα ποσά, εκκαθαρισθέντες όγκους, ανοικτές θέσεις, αρχικό περιθώριο, ροές περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, κεφάλαια εκκαθάρισης, καθώς και οποιαδήποτε σχετικά δικαιώματα εκτίμησης ή άλλες δράσεις ανάκαμψης που αφορούν αυτούς τους επιχειρηματικούς τομείς·

(6)

πληροφορίες σχετικά με κεφαλαιακά και χρεωστικά μέσα που εκδίδονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τις νομικές του οντότητες·

(7)

στοιχεία σχετικά με τα εξής: από ποιον έχει λάβει εξασφαλίσεις ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και σε ποια μορφή (μεταβίβαση τίτλων ή συμφωνία παροχής ασφάλειας), και σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφαλίσεις και σε ποια μορφή, και το πρόσωπο που κατέχει τις εξασφαλίσεις, και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται οι εξασφαλίσεις·

(8)

περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις βασικές του λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του·

(9)

τις σημαντικές αντισταθμίσεις κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα·

(10)

στοιχεία των σχετικών ανοιγμάτων και της σημαντικότητας των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της πτώχευσης σημαντικών εκκαθαριστικών μελών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

(11)

κάθε σύστημα στο οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διενεργεί σημαντικό αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(12)

κάθε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(13)

λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τη διαχείριση κινδύνων, για τη λογιστική και για την υποβολή χρηματοοικονομικών και υποχρεωτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(14)

στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στο σημείο 13, τις συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς τους·

(15)

στοιχεία και καταγραφή των νομικών προσώπων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:

προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,

ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,

υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα,

συμφωνίες διασταυρούμενων εγγυήσεων, συμφωνίες διασταυρούμενων εξασφαλίσεων, διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,

μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης· συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών·

(16)

την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή από εκείνες που ορίζονται βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού·

(17)

το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι αναγκαίες για την προετοιμασία του σχεδίου εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς·

(18)

περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης·

(19)

όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των νομικών του οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται να ενεργοποιηθεί η καταγγελία, με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα εργαλείο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

(20)

περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης·

(21)

πληροφορίες σχετικά με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.

ΤΜΗΜΑ Γ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙ Η ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΕΝΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

(1)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

(2)

τον βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

(3)

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

(4)

τον βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που διατηρεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(5)

τον βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

(6)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται σε τρίτα μέρη βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

(7)

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

(8)

την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

(9)

τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

(10)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

(11)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο τον θιγόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όσο και τον νέο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

(12)

σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επωφελείται από τυχόν ενδοομιλικές εγγυήσεις ή είναι εκτεθειμένος σε τέτοιες εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς, και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

(13)

σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς, και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

(14)

τον βαθμό στον οποίο η χρήση τυχόν ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

(15)

τον βαθμό στον οποίο η νομική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου καθιστά απαγορευτική την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

(16)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε άλλο τμήμα του ομίλου του, κατά περίπτωση·

(17)

την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

(18)

κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία εξυγίανσης για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της Ένωσης και των τρίτων χωρών·

(19)

κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων εργαλείων και της δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(20)

τυχόν ειδικές απαιτήσεις που χρειάζονται για την έκδοση νέων μέσων ιδιοκτησίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1·

(21)

τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν εκκαθαριστικά μέλη ή συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

(22)

την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των εργαλείων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους συμμετέχοντες στην εκκαθάριση, σε άλλους αντισυμβαλλομένους και στους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών·

(23)

τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(24)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

(25)

τον βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(26)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.