18.6.2018 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 213/62 |
Ανακοίνωση της Επιτροπής: «Υποδομές μεταφοράς ενέργειας και νομοθεσία της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον»
(2018/C 213/02)
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Σελίδα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΓΓΡΑΦΟ | 65 |
Σκοπός | 65 |
Δομή και περιεχόμενα | 65 |
Φύση του εγγράφου | 65 |
1. |
ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ | 67 |
1.1. |
Η ανάγκη ανανέωσης των ενεργειακών υποδομών στην Ευρώπη | 67 |
1.2. |
Προκλήσεις σχετικά με τις υποδομές | 68 |
1.2.1. |
Διασυνδεδεμένα δίκτυα και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας | 68 |
1.2.2. |
Διασυνδεδεμένα δίκτυα και αποθήκευση φυσικού αερίου | 69 |
1.2.3. |
Μεταφορά πετρελαίου και ολεφινών και υποδομές διύλισης | 69 |
1.2.4. |
Δέσμευση, μεταφορά και αποθήκευση CO2 (CCS) | 69 |
1.3. |
Τύποι των χρησιμοποιούμενων εγκαταστάσεων μεταφοράς και διανομής | 69 |
1.3.1. |
Εγκαταστάσεις μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαίου | 69 |
1.3.2. |
Εγκαταστάσεις μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας | 70 |
1.4. |
Έργα κοινού ενδιαφέροντος (ΕΚΕ) | 70 |
2. |
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ | 72 |
2.1. |
Εισαγωγή | 72 |
2.2. |
Οι οδηγίες για τα πτηνά και τους οικοτόπους | 72 |
2.3. |
Η διαχείριση και η προστασία των τόπων Natura 2000 | 73 |
2.3.1. |
Λήψη θετικών μέτρων διατήρησης και εξασφάλιση της μη υποβάθμισης | 73 |
2.3.2. |
Η διαδικασία αδειοδότησης για σχέδια και έργα που επηρεάζουν τους τόπους Natura 2000 | 74 |
2.4. |
Διατάξεις σχετικά με την προστασία ειδών | 75 |
3. |
ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣTO ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΕ | 76 |
3.1. |
Εισαγωγή | 76 |
3.2. |
Ανάγκη διαμόρφωσης μιας κατά περίπτωση προσέγγισης | 76 |
3.3. |
Επισκόπηση δυνητικών επιπτώσεων για προστατευόμενα είδη και οικοτόπους της ΕΕ | 77 |
3.3.1. |
Απώλεια, υποβάθμιση ή κατακερματισμός οικοτόπων | 77 |
3.3.2. |
Παρενόχληση και εκτόπιση: | 77 |
3.3.3. |
Κίνδυνος σύγκρουσης και ηλεκτροπληξίας: | 77 |
3.3.4. |
Επιπτώσεις από εμπόδια | 77 |
3.4. |
Διάκριση μεταξύ σημαντικών και ασήμαντων επιπτώσεων | 78 |
3.5. |
Σωρευτικές επιπτώσεις | 78 |
4. |
ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΣΤΑ ΑΓΡΙΑ ΠΤΗΝΑ | 79 |
4.1. |
Εισαγωγή | 79 |
4.2. |
Υποδομές ηλεκτρικών δικτύων | 79 |
4.3. |
Δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας στα άγρια πτηνά | 80 |
4.3.1. |
Ηλεκτροπληξία | 80 |
4.3.2. |
Πρόσκρουση | 83 |
4.3.3. |
Καταστροφή και κατακερματισμός ενδιαιτημάτων | 84 |
4.3.4. |
Οχλήσεις/Εκτόπιση | 84 |
4.3.5. |
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία | 84 |
4.4. |
Δυνητικές θετικές επιπτώσεις των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας στα άγρια πτηνά | 84 |
5. |
ΔΥΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΓΙΑ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑ | 86 |
5.1. |
Τι είναι τα μέτρα άμβλυνσης; | 86 |
5.2. |
Δυνητικά μέτρα για την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων σχεδίων ή έργων ηλεκτρικής ενέργειας στην άγρια ορνιθοπανίδα | 88 |
5.2.1. |
Λήψη προληπτικών μέτρων σε επίπεδο σχεδιασμού | 88 |
5.2.2. |
Διερεύνηση των δυνητικών μέτρων άμβλυνσης και πρόληψης σε επίπεδο έργου | 90 |
5.3 |
Αναλυτικές τεχνικές συστάσεις για τα μέτρα αποκατάστασης και άμβλυνσης | 91 |
5.3.1. |
Άμβλυνση του κινδύνου ηλεκτροπληξίας | 91 |
5.3.2. |
Άμβλυνση του κινδύνου πρόσκρουσης | 92 |
6. |
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ | 93 |
6.1. |
Τα πλεονεκτήματα του ολοκληρωμένου σχεδιασμού | 93 |
6.2. |
Κατάλληλη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων μεταφοράς ενέργειας | 94 |
6.3. |
Αναζήτηση τρόπων εξορθολογισμού των διαδικασιών αδειοδότησης για τις εγκαταστάσεις μεταφοράς ενέργειας | 96 |
6.3.1. |
Έγκαιρος σχεδιασμός, προγραμματισμός και καθορισμός του πεδίου πληροφορίας των εκτιμήσεων | 96 |
6.3.2. |
Έγκαιρη και αποτελεσματική διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των άλλων περιβαλλοντικών απαιτήσεων | 97 |
6.3.3. |
Συντονισμός και καθορισμός χρονικών ορίων διαδικασιών | 98 |
6.3.4. |
Ποιότητα των μελετών | 98 |
6.3.5. |
Διασυνοριακή συνεργασία | 98 |
6.3.6. |
Έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή του κοινού | 99 |
7. |
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΥΣ | 99 |
7.1. |
Εισαγωγή | 99 |
7.2. |
Το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αδειοδότησης του άρθρου 6 | 100 |
7.3. |
Μια βήμα προς βήμα διαδικασία για τη διενέργεια της δέουσας εκτίμησης | 102 |
7.3.1. |
Βήμα πρώτο: προέλεγχος | 102 |
7.3.2. |
Βήμα δεύτερο: η δέουσα εκτίμηση | 102 |
7.3.3. |
Βήμα τρίτο: έγκριση ή απόρριψη του σχεδίου ή του έργου με βάση τα συμπεράσματα της δέουσας εκτίμησης | 109 |
7.4. |
Η διαδικασία παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 | 109 |
8. |
ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ | 113 |
8.1. |
Επισκόπηση των υφιστάμενων ενεργειακών υποδομών στα θαλάσσια ύδατα της ΕΕ | 114 |
8.1.1. |
Πετρέλαιο και φυσικό αέριο | 114 |
8.1.2. |
Υπεράκτιες υποδομές αιολικής, κυματικής και παλιρροϊκής ενέργειας | 115 |
8.1.3. |
Δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) | 117 |
8.1.4. |
Δίκτυα μεταφοράς | 117 |
8.1.5. |
Προβλέψεις για το μέλλον | 117 |
8.2. |
Το δίκτυο Natura 2000 στο θαλάσσιο περιβάλλον | 119 |
8.2.1. |
Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των θαλάσσιων οικοτόπων και ειδών | 119 |
8.2.2. |
Μέτρα στήριξης και χρήσιμες πηγές πληροφοριών | 123 |
8.3. |
Δυνητικές επιπτώσεις και προσεγγίσεις όσον αφορά την άμβλυνση | 124 |
8.3.1. |
Εγκατάσταση | 126 |
8.3.2. |
Λειτουργία | 129 |
8.3.3. |
Παροπλισμός | 131 |
8.3.4. |
Σωρευτικές επιπτώσεις | 131 |
8.3.5. |
Δυνητικά μέτρα άμβλυνσης | 132 |
8.4. |
Η σημασία του στρατηγικού σχεδιασμού | 133 |
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ | 136 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 — ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ | 150 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 — ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ, ΙΕΡΑΡΧΗΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΠΤΗΝΩΝ/ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΣΧΥΟΣ (BIRDLIFE, 2013). | 157 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 — ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΩΝ (IUCN, 2012) ΕΙΔΩΝ ΠΤΗΝΩΝ | 159 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 — ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΕ ΜΕΤΑ-ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ ΕΙΔΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΡΙΘΜΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΤΗΝΑ | 161 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5 — ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΙΔΗ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΕ | 163 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6 — ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ (ΔΕ), ΤΗΣ ΕΠΕ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΠΕ | 168 |
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΓΓΡΑΦΟ
Σκοπός
Τον Νοέμβριο του 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση «Προτεραιότητες για την ενεργειακή υποδομή για το 2020 και μετέπειτα – Προσχέδιο για ενοποιημένο ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο». Στην ανακοίνωση αυτή απευθύνει έκκληση για τη σημαντική αύξηση των υποδομών μεταφοράς ενέργειας, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ασφαλής, βιώσιμη και οικονομικά προσιτή παροχή ενέργειας σε όλη την Ευρώπη και παράλληλα η μείωση των εκπομπών CO2.
Ο νέος κανονισμός TEN-E (ΕΕ) αριθ. 347/2013 θεσπίζει ένα πλαίσιο στο επίπεδο της ΕΕ για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της ενεργειακής υποδομής στην ΕΕ. Ορίζει εννέα στρατηγικούς διαδρόμους προτεραιότητας όσον αφορά τις υποδομές στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθώς και τρία ενωσιακά θεματικά πεδία προτεραιότητας όσον αφορά τις λεωφόρους ηλεκτρικής ενέργειας, τα ευφυή δίκτυα και τα δίκτυα μεταφοράς διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης καθιερώνει μια διαφανή και χωρίς αποκλεισμούς διαδικασία για τον εντοπισμό και την επιλογή συγκεκριμένων έργων κοινού ενδιαφέροντος (ΕΚΕ), τα οποία απαιτούνται για την υλοποίηση των διαδρόμων προτεραιότητας.
Όπως όλες οι αναπτυξιακές δραστηριότητες εντός της ΕΕ, οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ, και συγκεκριμένα με τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά (οι οδηγίες της ΕΕ για τη φύση). Το παρόν έγγραφο παρέχει οδηγίες σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξη των στόχων αυτών στην πράξη. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ορθή εφαρμογή της διαδικασίας αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, με βάση το οποίο όλα τα σχέδια και τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000 πρέπει να υπόκεινται σε δέουσα εκτίμηση (ΔΕ) πριν από τη χορήγηση της άδειας. Επίσης, ασχολείται με τις απαιτήσεις για την προστασία των ειδών στο ευρύτερο περιβάλλον.
Οι τόποι Natura 2000 δεν έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να αποτελούν ζώνες απαγορευμένης πρόσβασης και δεν αποκλείονται τα νέα έργα. Αντιθέτως, τα νέα έργα πρέπει να υλοποιούνται με τρόπο που να προστατεύονται τα σπάνια και τα απειλούμενα είδη καθώς και οι τύποι των ενδιαιτημάτων λόγω των οποίων δόθηκε ο σχετικός χαρακτηρισμός. Συχνά αυτό επιτυγχάνεται με προσεκτικό σχεδιασμό, κατάλληλο και χωρίς αποκλεισμούς διάλογο και, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, τη λήψη δεόντων μέτρων άμβλυνσης για την αντιμετώπιση ή την πρόληψη τυχόν αρνητικών συνεπειών από επιμέρους έργα καθώς και σωρευτικών επιπτώσεων στους στόχους διατήρησης του τόπου από την αρχή.
Το παρόν έγγραφο έχει συνταχθεί κυρίως για τους φορείς υλοποίησης έργων, τους διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) και τις αρχές που είναι αρμόδιες για την αδειοδότηση σχεδίων και έργων μεταφοράς, αλλά κρίνεται ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τους συμβούλους για τη διενέργεια εκτιμήσεων επιπτώσεων, τους διαχειριστές των τόπων Natura 2000, τις ΜΚΟ και άλλους επαγγελματίες που υπόκεινται ή συμμετέχουν στον σχεδιασμό, τη σχεδίαση, την εφαρμογή ή την έγκριση των σχεδίων και έργων ενεργειακής υποδομής. Έχει σκοπό να τους παράσχει μια επισκόπηση των επιπτώσεων που συνεπάγονται οι προτάσεις ενεργειακής υποδομής στους τόπους Natura 2000 και στα προστατευόμενα είδη και ενδιαιτήματα στην ΕΕ, καθώς και των προσεγγίσεων για την άμβλυνση τυχόν αρνητικών συνεπειών.
Το παρόν έγγραφο μπορεί να είναι επίσης χρήσιμο για τις διαδικασίες εκτίμησης που διενεργούνται βάσει της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οδηγίας για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση όσον αφορά τα σχέδια και τα έργα για εγκαταστάσεις μεταφοράς ενέργειας για τα οποία διαπιστώνεται ότι δεν είναι απαραίτητη η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεών τους στους τόπους Natura 2000.
Πεδίο εφαρμογής
Το παρόν έγγραφο συγκεντρώνει οδηγίες και βέλτιστες πρακτικές για την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τον παροπλισμό των εγκαταστάσεων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και πετρελαίου σε σχέση με τους τόπους Natura 2000 και τα είδη που προστατεύονται βάσει των οδηγιών της ΕΕ για τους οικοτόπους και τα πτηνά στο ευρύτερο περιβάλλον. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στις υποδομές μεταφοράς ενέργειας και όχι στις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, όπως είναι οι εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου, τα υδροηλεκτρικά φράγματα, οι ανεμογεννήτριες, οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.
Οι καλυπτόμενοι τύποι υποδομών μεταφοράς ενέργειας περιλαμβάνουν τους αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου, καθώς και τα καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής και μέσης τάσης και τις εγκαταστάσεις διανομής με έμφαση στις επίγειες εγκαταστάσεις στην κατηγορία αυτή. Περιλαμβάνεται ένα χωριστό κεφάλαιο σχετικά με τις υποδομές μεταφοράς ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Δομή και περιεχόμενα
Το παρόν έγγραφο περιέχει οχτώ κεφάλαια:
— |
Τα κεφάλαια 1 και 2: παρέχουν μια επισκόπηση του πολιτικού πλαισίου της ΕΕ όσον αφορά τις ενεργειακές υποδομές και την ανάγκη για ένα σύγχρονο, διασυνδεδεμένο ενεργειακό δίκτυο σε όλη την Ευρώπη σύμφωνα με τον κανονισμό TEN-E. Παραθέτουν τις νομικές διατάξεις των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπεύθυνοι υλοποίησης έργων, οι διαχειριστές και οι αρχές στον τομέα μεταφοράς ενέργειας, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία αδειοδότησης βάσει του άρθρου 6 για τυχόν σχέδια ή έργα με πιθανώς σημαντικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000, καθώς και με έμφαση στις απαιτήσεις για τα προστατευόμενα από την ΕΕ είδη στο ευρύτερο περιβάλλον. |
— |
Το κεφάλαιο 3: παρέχει μια γενική επισκόπηση των διαφόρων τύπων των δυνητικών επιπτώσεων που θα μπορούσαν να έχουν οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας σε τύπους ενδιαιτημάτων και προστατευόμενα είδη βάσει των δύο οδηγιών της ΕΕ για τη φύση. Η γνώση σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις όχι μόνο θα εξασφαλίσει ότι διενεργείται σωστά η δέουσα εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, αλλά θα βοηθήσει επίσης και στον εντοπισμό κατάλληλων μέτρων άμβλυνσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να αποφευχθούν από την αρχή ή να περιοριστούν τυχόν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. |
— |
Τα κεφάλαια 4 και 5: επικεντρώνονται ιδίως στις δυνητικές επιπτώσεις των υποδομών ηλεκτρικών δικτύων καθώς και στον εντοπισμό κατάλληλων μέτρων άμβλυνσης στα διάφορα στάδια του κύκλου ενός σχεδίου ή ενός έργου. Παρέχονται αναλυτικές τεχνικές συστάσεις για τη λήψη διορθωτικών μέτρων και μέτρων άμβλυνσης όπου αυτό είναι δυνατόν με βάση την εμπειρία ορθών πρακτικών και της πρόσφατης έρευνας σε όλη την Ευρώπη. |
— |
Το κεφάλαιο 6: σκιαγραφεί τα οφέλη από την υιοθέτηση μια πιο στρατηγικής και πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης στον σχεδιασμό των υποδομών μεταφοράς ενέργειας, έτσι ώστε να αποφεύγονται ή να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες ασυμβατότητας με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της ΕΕ για τη φύση σε μεταγενέστερο στάδιο ή κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού, όταν οι επιλογές είναι πολύ πιο περιορισμένες. Επίσης παρέχει μια επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο μπορούν όντως να εξορθολογιστούν οι διάφορες εκτιμήσεις επιπτώσεων που απαιτούνται βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, και συγκεκριμένα των οδηγιών για τους οικοτόπους, ιδίως υπό το πρίσμα των συντομευμένων προθεσμιών για την αδειοδότηση ΕΚΕ βάσει του κανονισμού ΤΕΝ-Ε. |
— |
Το κεφάλαιο 7: περιγράφει τη διαδικασία αδειοδότησης βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Έχει σκοπό να παράσχει πρακτικές συμβουλές σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας αδειοδότησης στο συγκεκριμένο πλαίσιο των υποδομών μεταφοράς ενέργειας. |
— |
Το κεφάλαιο 8: αναλύει τις επιπτώσεις των υποδομών μεταφοράς ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον. Παρέχει πρώτα μια επισκόπηση των υφιστάμενων ενεργειακών υποδομών στα θαλάσσια ύδατα της ΕΕ και των προβλέψεων για την ανάπτυξη μελλοντικών έργων στον τομέα αυτό. Στη συνέχεια, παρουσιάζει τις επιπτώσεις για τους θαλάσσιους τόπους Natura 2000 και τα προστατευόμενα είδη όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας για τους οικοτόπους και της οδηγίας για τα πτηνά, καθώς και τα σχετικά συνοδευτικά μέτρα και κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ και άλλων φορέων. Τρίτον, εξετάζει τις δυνητικές επιπτώσεις των υποδομών μεταφοράς (καλώδια και αγωγοί) που συνδέονται με το πετρέλαιο, τον άνεμο, την κυματική και παλιρροϊκή ενέργεια, καθώς και τη δέσμευση, μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) στα θαλάσσια είδη και ενδιαιτήματα που προστατεύονται βάσει της οδηγίας της ΕΕ για τους οικοτόπους και της οδηγίας της ΕΕ για τα πτηνά. Παραδείγματα ορθών πρακτικών περιλαμβάνονται στο πλαίσιο της συζήτησης για τρόπους άμβλυνσης των συνεπειών αυτών. Τέταρτον, εξετάζει τα οφέλη από τον στρατηγικό σχεδιασμό για τις υποδομές μεταφοράς ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον, και συγκεκριμένα τη σημασία ενσωμάτωσής του εν λόγω σχεδιασμού στο σύνολο της νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ, όπως είναι η οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική και τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. |
Σε όλο το παρόν έγγραφο παρέχονται παραδείγματα ορθών πρακτικών, όπου αυτό είναι δυνατόν, για να καταδειχθεί πώς μπορεί όντως να συμβιβαστούν στην πράξη οι εγκαταστάσεις μεταφοράς ενέργειας και η νομοθεσία της ΕΕ για τη φύση. Παρέχουν μια χρήσιμη πηγή ιδεών για τους διάφορους τύπους τεχνικών και προσεγγίσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Φύση του εγγράφου
Το παρόν έγγραφο καθοδήγησης έχει σκοπό να διασαφηνίσει τις διατάξεις των οδηγιών για τους οικοτόπους και τα πτηνά και να τις εντάξει ειδικότερα στο πλαίσιο της κατασκευής και λειτουργίας των έργων μεταφοράς ενέργειας. Το έγγραφο δεν έχει νομοθετικό χαρακτήρα αλλά παρέχει πρακτικές οδηγίες και βέλτιστες πρακτικές για την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων. Συνεπώς, αντικατοπτρίζει μόνο τις απόψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής. Αρμόδιο για την οριστική ερμηνεία των οδηγιών της ΕΕ είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το έγγραφο συμπληρώνει τα γενικά ερμηνευτικά και μεθοδολογικά έγγραφα κατευθύνσεων της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους (1). Συνιστάται τα εν λόγω έγγραφα κατευθύνσεων να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το παρόν έγγραφο.
Τέλος, το παρόν έγγραφο αναγνωρίζει πλήρως ότι οι δύο οδηγίες για τη φύση υπόκεινται στην αρχή της επικουρικότητας και ότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίσουν πώς να εφαρμόσουν καλύτερα τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προκύπτουν από αυτές. Οι διαδικασίες για τις ορθές πρακτικές και οι προτεινόμενες μεθοδολογίες που περιγράφονται στο παρόν έγγραφο δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα· αντιθέτως, προτίθενται να παράσχουν χρήσιμες συμβουλές, ιδέες και προτάσεις με βάση τις πληροφορίες και τις εισηγήσεις από τις αρμόδιες αρχές, τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων ενέργειας, τις ΜΚΟ και άλλους εμπειρογνώμονες και ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Επιτροπή επιθυμεί να ευχαριστήσει όλους όσοι συνέβαλαν στην εκπόνηση του παρόντος εγγράφου για την πολύτιμη συνεισφορά τους και τις απόψεις τους.
1. ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
1.1. Η ανάγκη ανανέωσης των ενεργειακών υποδομών στην Ευρώπη
Οι χώρες της ΕΕ συμφώνησαν σε ένα νέο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030, στο οποίο περιλαμβάνονται ποσοτικοί και πολιτικοί στόχοι σε επίπεδο της ΕΕ σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τις ανανεώσιμες ενέργειες, την ενεργειακή απόδοση και τις διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Οι εν λόγω ποσοτικοί και πολιτικοί στόχοι έχουν σκοπό να επιτρέψουν στην ΕΕ να αποκτήσει ένα πιο ανταγωνιστικό, ασφαλές και βιώσιμο ενεργειακό σύστημα και να ικανοποιήσει τον μακροπρόθεσμο στόχο της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050.
Εικόνα 1
Πλαίσιο για την ενέργεια και το κλίμα έως το 2030 – πρωταρχικοί στόχοι που έχουν συμφωνηθεί
≥ - 40 %Εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
10 %Διασύνδεση
-20 %Εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
20%Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
15 %Διασύνδεση
≥ 30%Ενεργειακήαπόδοση
≥27 %Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
20 %Ενεργειακήαπόδοση
Η Επιτροπή έχει παρουσιάσει, στο πλαίσιο των βασικών προτεραιοτήτων της, μια στρατηγική-πλαίσιο για μια ανθεκτική ενεργειακή ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή (2). Σκοπός της είναι να βοηθήσει την ΕΕ να επιτύχει τους ποσοτικούς και πολιτικούς στόχους της με ορίζοντα το 2030, να εξασφαλίσει στους Ευρωπαίους καταναλωτές πρόσβαση σε ασφαλή, ανταγωνιστική και οικονομικά προσιτή ενέργεια και να τους δώσει τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τον συνεχή θεμελιώδη μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος της Ευρώπης.
Για να εκπληρωθούν οι ποσοτικοί και πολιτικοί στόχοι έως το 2030 έχει θεμελιώδη σημασία να εκσυγχρονιστούν οι εγκαταστάσεις μεταφοράς και αποθήκευσης ενέργειας της Ευρώπης (3). Οι απαρχαιωμένες και ανεπαρκώς διασυνδεόμενες υποδομές αποτελούν μείζονα φραγμό για την οικονομία της Ευρώπης. Η ανεπάρκεια τόσο χερσαίων όσο και υπεράκτιων συνδέσεων με το διασυνδεδεμένο δίκτυο παρεμποδίζει, για παράδειγμα, την ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από αιολική ενέργεια στις περιφέρειες της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας. Ο κίνδυνος και το κόστος των διακοπών και της σπατάλης αναμένεται επίσης να αυξηθούν, εκτός εάν η ΕΕ επενδύσει σε ευφυή, αποδοτικά και ανταγωνιστικά δίκτυα ενέργειας και εάν εκμεταλλευτεί το δυναμικό της για να βελτιώσει την ενεργειακή απόδοση.
Η νέα πολιτική της ΕΕ για τις ενεργειακές υποδομές θα συμβάλει στον συντονισμό και τη βελτιστοποίηση της ανάπτυξης δικτύου σε ηπειρωτική κλίμακα και έτσι θα επιτρέψει στην ΕΕ να αξιοποιήσει πλήρως τα οφέλη ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού δικτύου, που θα υπερβαίνουν σημαντικά το άθροισμα των επιμέρους συνιστωσών του.
Η διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για πλήρως ενοποιημένες ενεργειακές υποδομές, βασιζόμενες σε ευφυείς και χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών τεχνολογίες, δεν θα μειώσει μόνο το κόστος μεταστροφής των μεμονωμένων κρατών μελών προς χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές λόγω των οικονομιών κλίμακας. Θα βελτιώσει επίσης την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και θα συμβάλει στη σταθεροποίηση των τιμών καταναλωτή εξασφαλίζοντας τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου εκεί που χρειάζονται. Τα ευρωπαϊκά δίκτυα θα διευκολύνουν επίσης τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά ενέργειας της ΕΕ, θα δημιουργήσουν αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών και θα εξασφαλίσουν στους πολίτες και τις επιχειρήσεις πρόσβαση σε οικονομικά προσιτές πηγές ενέργειας.
Για να βοηθήσει στην εφαρμογή αυτού του σημαντικού σταδίου αλλαγής στη μεταφορά ενέργειας, η ΕΕ εξέδωσε τον νέο κανονισμό ΤΕΝ-Ε (ΕΕ) αριθ. 347/2013 (4) το 2013. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ένα συνεκτικό πλαίσιο στο επίπεδο της ΕΕ για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της ενεργειακής υποδομής στην ΕΕ.
Ορίζει εννέα στρατηγικούς διαδρόμους προτεραιότητας όσον αφορά τις υποδομές στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθώς και τρία ενωσιακά θεματικά πεδία προτεραιότητας όσον αφορά τις αρτηρίες ηλεκτρικής ενέργειας, τα ευφυή δίκτυα και τα δίκτυα μεταφοράς διοξειδίου του άνθρακα για να βελτιστοποιήσει την ανάπτυξη δικτύων σε ευρωπαϊκό επίπεδο έως το 2020 και μετά.
Εικόνα 2
Διάδρομοι προτεραιότητας για την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο
1.2. Προκλήσεις σχετικά με τις υποδομές
Η πρόκληση της διασύνδεσης και της προσαρμογής των ενεργειακών υποδομών της Ευρώπης στις νέες ανάγκες αφορά όλους τους τομείς και όλους τους τύπους εγκαταστάσεων μεταφοράς ενέργειας.
1.2.1. Διασυνδεδεμένα δίκτυα και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας
Τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας θα χρειαστεί να αναβαθμιστούν και να εκσυγχρονιστούν για να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση λόγω της μείζονος μεταστροφής στη συνολική αξιακή αλυσίδα και μίγμα ενέργειας και επίσης λόγω του πολλαπλασιασμού εφαρμογών και τεχνολογιών που εξαρτώνται από τον ηλεκτρισμό ως πηγή ενέργειας. Τα δίκτυα θα χρειαστεί επίσης να επεκταθούν και να αναβαθμιστούν, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ολοκλήρωση της αγοράς και να διατηρηθούν τα υπάρχοντα επίπεδα ασφάλειας του συστήματος, αλλά ιδίως για να μεταφερθεί και να εξισορροπηθεί η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία αναμένεται να υπεριδιπλασιαστεί κατά την περίοδο 2007-2020.
Ένα σημαντικό μερίδιο της δυναμικότητας ηλεκτροπαραγωγής θα είναι συγκεντρωμένο μακριά από τα μεγάλα κέντρα κατανάλωσης ή αποθήκευσης. Σημαντικά μερίδια θα προέλθουν από υπεράκτιες εγκαταστάσεις, επίγεια φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα στη Νότια Ευρώπη ή εγκαταστάσεις βιομάζας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας αναμένεται επίσης να κερδίσει έδαφος.
Πέρα από αυτές τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, η εξέλιξη των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να είναι ριζικότερη, ώστε να καταστεί δυνατή η μετάβαση σε διασυνδεδεμένο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές έως το 2050, που να βασίζεται στις νέες τεχνολογίες μεταφοράς υψηλής τάσης σε μεγάλες αποστάσεις και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για να διεκπεραιώνεται το συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές από την ΕΕ και αλλού.
Ταυτόχρονα, τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει επίσης να γίνουν ευφυέστερα. Η επίτευξη των ενωσιακών στόχων για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ως το 2020 δεν θα είναι δυνατή χωρίς περισσότερη καινοτομία και νοημοσύνη στα δίκτυα, τόσο σε επίπεδο μεταφοράς όσο και διανομής, ιδίως με την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών. Αυτές θα είναι ουσιαστικής σημασίας για την ευρεία υιοθέτηση της διαχείρισης της ζήτησης και άλλων υπηρεσιών ευφυούς διασυνδεδεμένου δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
1.2.2. Διασυνδεδεμένα δίκτυα και αποθήκευση φυσικού αερίου
Το φυσικό αέριο αναμένεται να συνεχίσει να παίζει πρωταρχικό ρόλο στο ενεργειακό μίγμα της ΕΕ κατά τις ερχόμενες δεκαετίες και θα αποκτήσει σημασία ως το εφεδρικό καύσιμο για τη μεταβλητή ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, για τα δίκτυα φυσικού αερίου απαιτούνται πρόσθετη ευελιξία του συστήματος, αγωγοί αμφίδρομης ροής, αυξημένες χωρητικότητες αποθήκευσης και ευέλικτος εφοδιασμός, συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου (ΥΦΑ, LNG) και του συμπιεσμένου φυσικού αερίου (CNG).
1.2.3. Μεταφορά πετρελαίου και ολεφινών και υποδομές διύλισης
Αν οι πολιτικές για το κλίμα, τις μεταφορές και την ενεργειακή απόδοση συνεχιστούν ως έχουν σήμερα, το πετρέλαιο αναμένεται να καταλαμβάνει ακόμη μερίδιο 30 % της πρωτογενούς ενέργειας και να εξακολουθήσει να αποτελεί τη βάση σημαντικού μέρους των καυσίμων κίνησης έως το 2030. Η ασφάλεια του εφοδιασμού εξαρτάται από την ακεραιότητα και την ευελιξία της συνολικής αλυσίδας εφοδιασμού, ήτοι από το αργό πετρέλαιο που παραδίδεται στα διυλιστήρια μέχρι το τελικό προϊόν που διανέμεται στους καταναλωτές. Παράλληλα, η μελλοντική μορφή των υποδομών μεταφοράς προϊόντων αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών θα καθοριστεί επίσης από τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό κλάδο διύλισης, ο οποίος είναι την παρούσα στιγμή αντιμέτωπος με πολλές προκλήσεις.
1.2.4. Δέσμευση, μεταφορά και αποθήκευση CO2 (CCS)
Οι τεχνολογίες CCS μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές CO2 σε μεγάλη κλίμακα, αλλά βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Η εμπορική εκμετάλλευσή τους στην ηλεκτροπαραγωγή και σε βιομηχανικές εφαρμογές αναμένεται να ξεκινήσει μετά το 2020. Καθώς οι δυνητικοί χώροι αποθήκευσής CO2 δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο σύνολο της Ευρώπης και ορισμένα κράτη μέλη διαθέτουν μόνο περιορισμένο δυναμικό αποθήκευσης εντός των συνόρων τους, μπορεί να αποδειχτεί αναγκαία η κατασκευή ενός ευρωπαϊκού αγωγού που να διασχίζει τα εθνικά σύνορα και το θαλάσσιο περιβάλλον.
1.3. Τύποι των χρησιμοποιούμενων εγκαταστάσεων μεταφοράς και διανομής
Ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρονται, διανέμονται και αποθηκεύονται διαφορετικές μορφές ενέργειας ποικίλλει βέβαια σε συνάρτηση με το είδος της συγκεκριμένης ενέργειας και το κατά πόσο η παραγωγή της λαμβάνει χώρα στη γη ή στο θαλάσσιο περιβάλλον. Για παράδειγμα, η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας διενεργείται, ως επί το πλείστον, με γραμμές μεταφοράς ισχύος ή καλώδια, ενώ η μεταφορά φυσικού αερίου και πετρελαίου με αγωγούς.
Το παρόν έγγραφο επικεντρώνεται στις ακόλουθες εγκαταστάσεις (5):
— |
Επίγειες εγκαταστάσεις μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου: θαμμένοι στο έδαφος αγωγοί, υπέργειοι αγωγοί, όπως είναι οι αγωγοί που διασχίζουν υδατορεύματα, καθώς και τυχόν συναφή συστατικά μέρη τους [αρχικοί σταθμοί έγχυσης, σταθμοί άντλησης (για το πετρέλαιο) και συμπίεσης (για το φυσικό αέριο)] σταθμοί μερικής παράδοσης, βαλβιδοστάσια ανακοπής, σταθμοί ρύθμισης και τερματικοί σταθμοί παράδοσης]· |
— |
Επίγειες εγκαταστάσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας: θαμμένες στο έδαφος / υπόγειες γραμμές μεταφοράς ισχύος, εναέριες γραμμές μεταφοράς ισχύος και συναφή συστατικά μέρη (πύργοι, υποσταθμοί και σταθμοί μετατροπής). |
1.3.1. Εγκαταστάσεις μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαίου
Οι αγωγοί χρησιμοποιούνται σε γενικές γραμμές για τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αργού πετρελαίου, επεξεργασμένων προϊόντων πετρελαίου ή φυσικού αερίου επιγείως. Οι πετρελαιαγωγοί κατασκευάζονται από χάλυβα ή πλαστικούς σωλήνες εσωτερικής διαμέτρου που κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 100 και 1 200 mm. Οι περισσότεροι αγωγοί θάβονται σε βάθος περίπου 1 έως 2 m. Το πετρέλαιο διατηρείται σε κίνηση από σταθμούς άντλησης. Οι αγωγοί φυσικού αερίου κατασκευάζονται από ανθρακοχάλυβα και η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 51 έως 1 500 mm. Το φυσικό αέριο συμπιέζεται σε σταθμούς συμπίεσης.
Το δρομολόγιο του αγωγού καθορίζεται με βάση το λεγόμενο δικαίωμα διέλευσης [«right-of-way» (ROW)]. Τα στάδια για την κατασκευή ενός αγωγού περιλαμβάνουν την επιλογή της διαδρομής του και στη συνέχεια τη μελέτη της, ώστε να προβλέπονται και να παρακάμπτονται τυχόν φυσικά εμπόδια. Όπου αυτό είναι αναγκαίο, γίνεται διάνοιξη ορύγματος, ιδίως για κύριους δρόμους και διασταυρώσεις. Ο αγωγός και τα συναφή μέρη του (βάνες, κόμβοι κ.λπ.) τοποθετούνται σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπου αυτό κρίνεται σημαντικό, καλύπτονται στη συνέχεια ο αγωγός και η τάφρος.
1.3.2. Εγκαταστάσεις μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας
Καθώς η αποθήκευση της ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι ακόμη δυνατή σε μεγάλες ποσότητες, πρέπει να παράγεται σε πραγματικό χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι η συνεχής μεταφορά της στους χρήστες πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη. Στο χερσαίο περιβάλλον, η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας συνίσταται στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής σε υποσταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης που βρίσκονται κοντά στα κέντρα ζήτησης. Μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρονται σε υψηλές τάσεις (110 έως 750 kV στην Ευρώπη, ENTSO, 2012) για να μειωθεί η απώλεια ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις προς τους υποσταθμούς.
Οι γραμμές μεταφοράς χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον τριφασικό εναλλασσόμενο ρεύμα υψηλής τάσης (AC) για τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ρεύματος σε μεγάλες αποστάσεις (APLIC, 2006). Η τεχνολογία συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC) παρέχει μεγαλύτερη απόδοση στις πολύ μεγάλες αποστάσεις (συνήθως άνω των 600 km). Η ηλεκτρική ισχύς μπορεί να μεταδίδεται μέσω εναέριων γραμμών ή μέσω υπόγειων καλωδίων. Σε κάθε περίπτωση, οι τάσεις είναι υψηλές, γιατί με τις υπάρχουσες τεχνολογίες η αποδοτική μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ρεύματος είναι δυνατή μόνο σε υψηλές τάσεις.
Κατά τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας το ρεύμα μεταφέρεται σε μεσαία τάση από το σύστημα μεταφοράς στους τελικούς πελάτες (συχνά μικρότερη από 33 kV). Η διάκριση μεταξύ γραμμών μεταφοράς ισχύος υψηλής τάσης και γραμμών διανομής μεσαίας τάσης έχει σημασία από την άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς υπάρχει κίνδυνος ηλεκτροπληξίας μόνο από τις γραμμές διανομής μεσαίας τάσης, ενώ ο κίνδυνος πρόσκρουσης αφορά τόσο τις γραμμές μεταφοράς όσο και τις γραμμές διανομής (6) (βλ. κεφάλαιο 4).
Η μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας συχνά γίνεται μέσω εναέριων γραμμών μεταφοράς ισχύων που κρέμονται από πυλώνες ή στύλους κοινής ωφέλειας, αλλά μερικές φορές χρησιμοποιούνται και θαμμένες/υπόγειες γραμμές μεταφοράς ισχύος, ιδίως σε αστικές περιοχές ή ευαίσθητους χώρους. Οι εναέριες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος έχουν ειδικές επιπτώσεις για τη βιοποικιλότητα, την υγεία και το τοπίο, οι οποίες διαφέρουν σε σχέση με τις υπόγειες γραμμές. Από την άλλη πλευρά, το αρχικό κόστος επένδυσης για την εγκατάσταση υπόγειων καλωδίων μπορεί συχνά να είναι σημαντικά υψηλότερο από τις εναέριες γραμμές μεταφοράς ισχύος.
1.4. Έργα κοινού ενδιαφέροντος (ΕΚΕ) (7)
Ο υπάρχων κανονισμός TEN-E, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 15 Μαΐου 2013, προβλέπει το νομικό και πολιτικό πλαίσιο για τη βελτιστοποίηση της ανάπτυξης των δικτύων σε ευρωπαϊκό επίπεδο έως το 2020 και μετέπειτα. Καθορίζει 12 στρατηγικούς διαδρόμους και θεματικά πεδία προτεραιότητας για τις ενεργειακές υποδομές με διευρωπαϊκή/διασυνοριακή διάσταση. Ο κανονισμός θεσπίζει μια διαδικασία για τον καθορισμό καταλόγων διετούς διάρκειας για τα έργα κοινού ενδιαφέροντος (τα λεγόμενα ΕΚΕ) (8) στο επίπεδο της Ένωσης, τα οποία συμβάλλουν στην ανάπτυξη των δικτύων ενεργειακών υποδομών σε καθέναν από τους 12 διαδρόμους και θεματικά πεδία προτεραιότητας.
Για να συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Ένωσης, ένα έργο πρέπει να αποδίδει σημαντικά οφέλη σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη· να συμβάλει στην ολοκλήρωση της αγοράς και την τόνωση του ανταγωνισμού· να ενισχύει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και να μειώνει τις εκπομπές CO2. Η διαδικασία επιλογής βασίζεται στην περιφερειακή συνεργασία, με τη συμμετοχή των κρατών μελών και των διαφόρων εμπλεκόμενων μερών, τα οποία προσφέρουν τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη τους όσον αφορά την τεχνική εφικτότητα και τις αγοραίες συνθήκες, τόσο υπό εθνικό όσο και υπό ευρωπαϊκό πρίσμα.
Ο τρίτος κατάλογος στο επίπεδο της Ένωσης, στον οποίο περιλαμβάνονται 173 ΕΚΕ ενεργειακών υποδομών (9), εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2017. Ο κατάλογος περιέχει 106 έργα ηλεκτρικής ενέργειας, όπως γραμμές μεταφοράς και υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, 4 έργων ευφυών διασυνδεδεμένων δικτύων και 53 έργα φυσικού αερίου. Για πρώτη φορά, ο κατάλογος ΕΚΕ περιλαμβάνει επίσης 4 έργα δικτύων διοξειδίου του άνθρακα. Ο κατάλογος των ΕΚΕ επικαιροποιείται ανά διετία για να ενσωματώσει έργα που καλύπτουν νέες ανάγκες και να αφαιρεθούν όσα έχουν ολοκληρωθεί.
Τα ΕΚΕ αυτά μπορούν πλέον να είναι επιλέξιμα για χρηματοδοτική στήριξη στο πλαίσιο του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη» (CEF). Ο εν λόγω μηχανισμός έχει δεσμεύσει κονδύλια ύψους 5,35 δισ. ευρώ για ευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές για την περίοδο 2014-2020. Το 2016 στο πλαίσιο της δεύτερης και της τρίτης πρόσκλησης υποβολής προτάσεων χορηγήθηκαν συνολικά 707 εκατ. ευρώ με τη μορφή επιδοτήσεων για 27 ΕΚΕ. Από τις επιδοτήσεις αυτές, οι 11 ήταν για έργα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και οι 15 για έργα στον τομέα του φυσικού αερίου· 1 είχε ως αποδέκτη ένα έργο ευφυούς δικτύου. 8 επιδοτήσεις αφορούσαν κατασκευαστικά έργα και 19 τη διεξαγωγή μελετών. Για το 2017 δεσμεύτηκαν 800 εκατ. ευρώ για τη χορήγηση επιδοτήσεων από τον εν λόγω μηχανισμό.
Λόγω της στρατηγικής σημασίας των ΕΚΕ για την ΕΕ εφαρμόζεται μια διαδικασία απλοποιημένου σχεδιασμού και αδειοδότησης. Στις διαδικασίες αυτές, για παράδειγμα, προβλέπεται ο διορισμός ενιαίας αρμόδιας εθνικής αρχής που θα ενεργεί ως «υπηρεσία μίας στάσης» για όλες τις άδειες και η υποχρεωτική μέγιστη προθεσμία τρεισήμισι ετών για την αδειοδότηση του έργου. Σκοπός είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να εξασφαλιστεί η ταχεία αδειοδότηση και λειτουργία των έργων που θεωρούνται αναγκαία για να κατοχυρωθεί η ενεργειακή ασφάλεια και να μπορέσει η ΕΕ να επιτύχει τους στόχους της για το κλίμα και την ενέργεια, ενώ παράλληλα να τηρηθούν τα αυστηρότερα πρότυπα βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης, καθώς και να ενισχυθεί η διαφάνεια και να βελτιωθεί η συμμετοχή των πολιτών. Έτσι, θα μπορέσει να ενισχυθεί η ελκυστικότητα των ΕΚΕ για τους επενδυτές χάρη στη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου.
Ενεργειακά έργα κοινού ενδιαφέροντος: διαδραστικός χάρτης Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναπτύξει μια πλατφόρμα διαφάνειας (10) που επιτρέπει στους χρήστες να εντοπίσουν και να εξερευνήσουν καθένα από τα 173 έργα κοινού ενδιαφέροντος που εγκρίθηκαν το 2017 μέσω ενός διαδικτυακού χάρτη. Η χαρτογράφηση των έργων μπορεί να γίνει με βάση το είδος της ενέργειας (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, πετρέλαιο ή άλλη), το είδος των υποδομών, τη χώρα και/ή τον διάδρομο προτεραιότητας. Το κάθε έργο συνοδεύεται επίσης από τεχνική σύνοψη λίγο μετά την έγκρισή του. |
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο κατάλογος της Ένωσης περιέχει ΕΚΕ σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Μερικά βρίσκονται ακόμα στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης, συνεπώς, εξακολουθούν να είναι απαραίτητες μελέτες που να αποδεικνύουν ότι το έργο είναι εφικτό.
Η προσθήκη των εν λόγω έργων στον κατάλογο ΕΚΕ της Ένωσης πραγματοποιείται επίσης με την επιφύλαξη του αποτελέσματος των σχετικών εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των διαδικασιών αδειοδότησης. Εάν ένα έργο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο ΕΚΕ της Ένωσης αποδειχθεί ότι δεν είναι συμβατό με το κεκτημένο της ΕΕ, πρέπει να απαλειφθεί από τον κατάλογο της Ένωσης.
Για να στηριχτούν τα κράτη μέλη στην εξεύρεση νομοθετικών και μη νομοθετικών μέτρων για τον εξορθολογισμό των διαφόρων διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και για να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή όσων απαιτούνται βάσει του δικαίου της Ένωσης για τα ΕΚΕ, η Επιτροπή εξέδωσε σχετικό έγγραφο κατευθύνσεων τον Ιούλιο του 2013 (11).
Τι σημαίνει «εξορθολογισμός»; Εξορθολογισμός σημαίνει: βελτίωση και καλύτερος συντονισμός των διαδικασιών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με σκοπό τη μείωση του περιττού διοικητικού φόρτου, τη δημιουργία συνεργειών και, ως εκ τούτου, τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου περιβαλλοντική προστασία μέσω ολοκληρωμένων εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το περιβαλλοντικό κεκτημένο της ΕΕ. Πηγή: Έγγραφο κατευθύνσεων «Streamlining environmental assessment procedures for energy infrastructure 'Projects of Common Interest' (PCIs)» [Εξορθολογισμός των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος (ΣΚΕ) υποδομών ενέργειας], Ιούλιος 2013 |
Το έγγραφο κατευθύνσεων περιέχει έξι κύριες συστάσεις για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών. Οι συστάσεις αυτές βασίζονται αλλά και υπερβαίνουν την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την υλοποίηση, καθώς και τις βέλτιστες πρακτικές που έχουν εντοπίσει μέχρι στιγμής τα κράτη μέλη (βλ. κεφάλαιο 4 για περισσότερες λεπτομέρειες).
Οι συστάσεις εστιάζουν συγκεκριμένα στα εξής:
— |
Έγκαιρος σχεδιασμός, προγραμματισμός και καθορισμός του πεδίου πληροφορίας των εκτιμήσεων |
— |
Έγκαιρη και αποτελεσματική διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των άλλων περιβαλλοντικών απαιτήσεων |
— |
Συντονισμός και καθορισμός χρονικών ορίων των διαδικασιών |
— |
Συλλογή δεδομένων, κοινοχρησία δεδομένων και έλεγχος ποιότητας |
— |
Διασυνοριακή συνεργασία, και |
— |
Έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή του κοινού. |
Τα επόμενα κεφάλαια του παρόντος οδηγού επικεντρώνονται ιδιαίτερα στη διαδικασία αδειοδότησης βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους στο πλαίσιο των σχεδίων και έργων μεταφοράς ενέργειας. Άλλες διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης δεν καλύπτονται λεπτομερώς, αλλά γίνεται σχετική μνεία κατά περίπτωση.
Κατά συνέπεια, το παρόν έγγραφο συμπληρώνει τον ανωτέρω οδηγό για τον εξορθολογισμό των ΕΚΕ, αλλά έχει ευρύτερη εντολή καθώς καλύπτει όλα τα είδη υποδομών μεταφοράς πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ΕΚΕ ή όχι.
2. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ
2.1. Εισαγωγή
Ορισμένα από τα σχέδια και τα έργα υποδομών μεταφοράς ενέργειας ενδέχεται να επηρεάσουν έναν ή περισσότερους από τους τόπους Natura 2000 που περιλαμβάνονται στο δίκτυο Natura 2000 της ΕΕ ή να έχουν επιπτώσεις σε ορισμένα σπάνια και απειλούμενα είδη που προστατεύονται από τη νομοθεσία της ΕΕ. Οι οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά καθορίζουν τις διατάξεις που πρέπει να τηρούνται στις περιπτώσεις αυτές. Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται μια επισκόπηση των εν λόγω διατάξεων. Τα ακόλουθα κεφάλαια παρουσιάζουν ειδικά στοιχεία της διαδικασίας αδειοδότησης βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ιδίως όσον αφορά τα σχέδια ή τα έργα μεταφοράς ενέργειας.
2.2. Οι οδηγίες για τα πτηνά και τους οικοτόπους
Η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας της ΕΕ αναγνωρίζεται ως σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» με την οποία γίνεται έκκληση για μια έξυπνη, χωρίς αποκλεισμούς και διατηρήσιμη πολιτική ανάπτυξης που λαμβάνει υπόψη τα σημαντικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη της φύσης στην κοινωνία.
Τον Μάρτιο του 2010 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ έθεσαν τους φιλόδοξους στόχους για την ανάσχεση και την αναστροφή της απώλειας της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη έως το 2020. Τον Μάιο του 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη νέα στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020 [COM(2011) 244] (12) που θεσπίζει ένα πολιτικό πλαίσιο για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Οι οδηγίες για τα πτηνά (13) και τους οικοτόπους (14) είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της πολιτικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα. Παρέχουν τη δυνατότητα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εργαστούν από κοινού, με βάση ένα κοινό νομοθετικό πλαίσιο, για τη διαφύλαξη των πολυτιμότερων και περισσότερο απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών και οικοτόπων της Ευρώπης σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους εντός της ΕΕ, ανεξαρτήτως πολιτικών ή διοικητικών συνόρων.
Οι δύο οδηγίες δεν καλύπτουν όλα τα είδη φυτών και ζώων στην Ευρώπη (δηλαδή όλη τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης). Αντιθέτως, επικεντρώνονται σε ένα υποσύνολο περίπου 2000 ειδών που χρειάζονται προστασία για να αποφευχθεί η μείωση ή η υποβάθμισή τους. Τα είδη αυτά αναφέρονται ως είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος ή ως προστατευόμενα είδη στην ΕΕ. Δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους, προστατεύονται επίσης αυτοδικαίως περίπου 230 σπάνιοι ή απειλούμενοι από εξαφάνιση τύποι οικοτόπων.
Ο συνολικός στόχος των δύο οδηγιών είναι να διασφαλίσουν ότι τα είδη και οι τύποι οικοτόπων που προστατεύουν διατηρούνται και αποκαθίστανται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης (15) σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους εντός της ΕΕ. Ο στόχος αυτός ορίζεται με θετικό τρόπο, προσανατολισμένος προς την ικανοποιητική κατάσταση η οποία πρέπει να επιτευχθεί και να διατηρηθεί. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνει απλώς την αποτροπή της υποβάθμισής τους.
Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, οι οδηγίες της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον απαιτούν από τα κράτη μέλη:
— |
να χαρακτηρίσουν και να αποκαταστήσουν τόπους κομβικής σημασίας για την προστασία των ειδών και των τύπων οικοτόπων που απαριθμούνται στα παραρτήματα I και II της οδηγίας για τους οικοτόπους και στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, καθώς και για τα αποδημητικά πτηνά. Οι τόποι αυτοί αποτελούν τμήμα του πανευρωπαϊκού δικτύου Natura 2000· |
— |
να θεσπίσουν ένα καθεστώς προστασίας ειδών για όλα τα είδη άγριων πτηνών της Ευρώπης και για άλλα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση και τα οποία απαριθμούνται στα παραρτήματα IV και V της οδηγίας για τους οικοτόπους. Αυτό το καθεστώς προστασίας ισχύει σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής των ειδών στην ΕΕ, δηλαδή στο ευρύτερο περιβάλλον (εντός και εκτός των τόπων Natura 2000). |
2.3. Η διαχείριση και η προστασία των τόπων Natura 2000
Μέχρι στιγμής πάνω από 27.000 περιοχές έχουν χαρακτηριστεί ως τόποι Natura 2000. Συνολικά καλύπτουν περίπου το 18 % της χερσαίας έκτασης της Ευρώπης καθώς και σημαντικές θαλάσσιες περιοχές.
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΗΣ NATURA 2000: χρήσιμο εργαλείο για τους υπεύθυνους υλοποίησης έργων Ο απεικονιστής Natura 2000 είναι ένα διαδικτυακό σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (ΣΓΠ) χαρτογράφησης το οποίο επιτρέπει στους φορείς ανάπτυξης να βρίσκουν την ακριβή τοποθεσία και να εξερευνούν κάθε τόπο Natura 2000 στο δίκτυο της ΕΕ. Είναι δυνατή η εξέταση των τόπων σε πολύ μεγάλη κλίμακα (1:500), έτσι ώστε να είναι δυνατή η προβολή των ορίων και των βασικών χαρακτηριστικών του τοπίου τους σε πολύ υψηλή ανάλυση. Κάθε τόπος συνοδεύεται από τυποποιημένο έντυπο δεδομένων (ΤΕΔ) στο οποίο καταγράφονται τα είδη και οι τύποι των οικοτόπων για τα οποία χαρακτηρίστηκε, καθώς και το εκτιμώμενο μέγεθος του πληθυσμού και ο βαθμός διατήρησής τους εντός του συγκεκριμένου τόπου, όπως επίσης και η σημασία του εν λόγω τόπου για τα συγκεκριμένα είδη ή τύπους οικοτόπων εντός της ΕΕ. http://natura2000.eea.europa.eu/ |
Η προστασία και η διατήρηση των τόπων Natura 2000 διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Διαιρείται σε δύο είδη μέτρων - το πρώτο (που διέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 και το άρθρο 6 παράγραφος 2) (16) αφορά τη διαχείριση της διατήρησης όλων των τόπων Natura 2000 ανά πάσα στιγμή, ενώ το δεύτερο (που διέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 4) ορίζει μια διαδικασία αδειοδότησης τόσο για σχέδια όσο και για έργα που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000.
Είναι σαφές από το άρθρο αυτό ότι οι τόποι Natura 2000 δεν αποτελούν «απαγορευμένες ζώνες» για την ανάπτυξη. Είναι απολύτως εφικτό να εκπονηθούν νέα σχέδια και να πραγματοποιηθούν νέα έργα εφόσον τηρούνται ορισμένες διαδικαστικές και ουσιαστικές διασφαλίσεις. Έχει θεσπιστεί μια διαδικασία αδειοδότησης έτσι ώστε τα εν λόγω σχέδια και έργα να υλοποιούνται κατά τρόπο που να συνάδει με τους στόχους διατήρησης του τόπου Natura 2000.
2.3.1 Λήψη θετικών μέτρων διατήρησης και εξασφάλιση της μη υποβάθμισης
Άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους
|
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας για τους οικοτόπους τα κράτη μέλη υποχρεούνται:
— |
να λαμβάνουν θετικά μέτρα διατήρησης που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των τύπων οικοτόπων και των ειδών εξαιτίας των οποίων χαρακτηρίστηκε η περιοχή (άρθρο 6 παράγραφος 1)· |
— |
να λαμβάνουν μέτρα για την αποφυγή οποιασδήποτε υποβάθμισης των τύπων οικοτόπων ή τυχόν σημαντικής ενόχλησης για τα είδη που είναι παρόντα σε αυτούς (άρθρο 6 παράγραφος 2). |
Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία μέτρων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέτουν σαφείς στόχους διατήρησης για κάθε τόπο Natura 2000 με βάση την κατάσταση διατήρησης και τις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων οικοτόπων και των παρόντων ειδών ενωσιακού ενδιαφέροντος. Ο στόχος διατήρησης του εκάστοτε τόπου θα είναι, κατ' ελάχιστον, να παραμείνουν τα είδη και οι οικότοποι, βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε, στην ίδια κατάσταση και να μην επιτραπεί η περαιτέρω υποβάθμισή τους.
Ωστόσο, καθώς ο συνολικός στόχος των οδηγιών για τη φύση είναι να επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των ειδών και των τύπων οικοτόπων στην περιοχή κατανομής τους, μπορεί να χρειαστεί να καθοριστούν πιο φιλόδοξοι στόχοι για να βελτιωθεί η κατάσταση διατήρησής τους στους επιμέρους τόπους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους φορείς εκπόνησης μελετών, τους υπεύθυνους υλοποίησης έργων και τις αρχές στον τομέα μεταφοράς ενέργειας να γνωρίζουν τους στόχους διατήρησης για έναν τόπο Natura 2000, καθώς θα χρειαστεί να γίνει εκτίμηση των δυνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου σε σχέση με τους εν λόγω στόχους διατήρησης (17).
Η οδηγία για τους οικοτόπους ενθαρρύνει τις αρμόδιες για το περιβάλλον αρχές να εκπονούν σχέδια διαχείρισης των τόπων Natura 2000 σε στενή συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, αν και αυτό δεν είναι υποχρεωτικό (18). Τα σχέδια αυτά μπορούν να αποτελέσουν μια πολύ χρήσιμη πηγή πληροφοριών, καθώς συχνά παρέχουν λεπτομερή στοιχεία για τα είδη και τους τύπους οικοτόπων για τα οποία έχει χαρακτηριστεί ο σχετικός τόπος, εξηγούν τους στόχους διατήρησής του και, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, τη σχέση με άλλες χρήσεις γης στην περιοχή. Επίσης, σκιαγραφούν τα πρακτικά μέτρα διατήρησης που χρειάστηκαν για την επίτευξη των στόχων διατήρησης του τόπου.
2.3.2. Η διαδικασία αδειοδότησης για σχέδια και έργα που επηρεάζουν τους τόπους Natura 2000
Άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους:
|
Το άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους ορίζει τη διαδικασία αδειοδότησης που πρέπει να ακολουθείται, όταν υποβάλλονται προτάσεις σχεδίων ή έργων που μπορούν να έχουν επιπτώσεις για έναν ή περισσότερους τόπoυς Natura 2000 (19). Η διαδικασία αδειοδότησης εφαρμόζεται όχι μόνο στα σχέδια ή έργα μέσα σε τόπο Natura 2000 αλλά και σε όσα είναι εκτός αυτών, αλλά μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τη διατήρηση των ειδών και των οικοτόπων εντός του τόπου.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους κάθε σχέδιο ή έργο που είναι πιθανόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε τόπο Natura 2000 υποβάλλεται σε δέουσα εκτίμηση (ΔΕ), ούτως ώστε να μελετηθούν λεπτομερώς οι εν λόγω επιπτώσεις, υπό το πρίσμα των στόχων διατήρησης του συγκεκριμένου τόπου. Η αρμόδια αρχή μπορεί να συμφωνήσει με το οικείο σχέδιο ή έργο μόνο εάν, βάσει των συμπερασμάτων της δέουσας εκτίμησης, βεβαιωθεί ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του συγκεκριμένου τόπου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι πρέπει να αποδειχτεί η απουσία (και όχι η παρουσία) τυχόν επιπτώσεων.
Ανάλογα με τον τύπο και τη σοβαρότητα των επιπτώσεων που εντοπίζονται, μπορεί να είναι μερικές φορές δυνατό να προσαρμοστεί το σχέδιο ή το έργο και/ή να ληφθούν ορισμένα μέτρα άμβλυνσης τα οποία θα εξαλείψουν, θα προλάβουν ή θα περιορίσουν σε αμελητέο επίπεδο τις τυχόν επιπτώσεις, έτσι ώστε να μπορέσει να εγκριθεί το σχέδιο ή έργο.
Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε το σχέδιο ή το έργο πρέπει να απορριφθεί και να διερευνηθούν εναλλακτικές, λιγότερο επιβλαβείς λύσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να εφαρμοστεί η διαδικασία παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 για την έγκριση του σχεδίου ή του έργου το οποίο θα παραβλάψει την ακεραιότητα ενός ή περισσοτέρων τόπων Natura 2000, εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και ότι το σχέδιο ή το έργο θεωρείται αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος. Στις περιπτώσεις αυτές, θα χρειαστεί να ληφθούν κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα για να προστατευτεί η συνολική συνοχή του δικτύου Natura 2000.
Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η διαδικασία αδειοδότησης βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν είναι η ίδια με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) και στην οδηγία για τη στρατηγική εκτίμηση επιπτώσεων (ΣΠΕ), έστω και αν μπορεί να ενοποιηθούν (βλ. κεφάλαιο 7 για λεπτομέρειες). Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις με βάση τις δύο τελευταίες οδηγίες, το αποτέλεσμα των οποίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την απόφαση έγκρισης ενός σχεδίου ή έργου, τα συμπεράσματα της δέουσας εκτίμησης είναι οριστικά και θα κρίνουν αν ένα σχέδιο ή έργο μπορεί να εγκριθεί.
2.4. Διατάξεις σχετικά με την προστασία ειδών
Το δεύτερο σύνολο διατάξεων των δύο οδηγιών της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον αφορά την προστασία ορισμένων ειδών στην περιοχή κατανομής τους σε ολόκληρη την ΕΕ, δηλαδή τόσο εντός όσο και εκτός των τόπων Natura 2000.
Ορισμένα προστατευόμενα είδη είναι δυνητικά ευάλωτα σε ορισμένους τύπους έργων ενεργειακών υποδομών, όπως είναι τα εναέρια καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη, όταν εξετάζονται παρόμοια σχέδια ή έργα σε δυνητικά ευαίσθητες περιοχές εκτός των τόπων Natura 2000 στο πλαίσιο των διαδικασιών ΕΠΕ/ΣΠΕ.
Οι διατάξεις για την προστασία των ειδών καλύπτουν όλα τα είδη των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στην ΕΕ καθώς και άλλα είδη που απαριθμούνται στα παραρτήματα IV και V της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Ουσιαστικά, οι εν λόγω διατάξεις απαιτούν από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν:
— |
την εκ προθέσεως παρενόχλησή τους κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση· |
— |
τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης· |
— |
την εκ προθέσεως καταστροφή ή αφαίρεση αυγών ή φωλιών ή την εκρίζωση ή καταστροφή προστατευόμενων φυτών. |
Οι ακριβείς διατάξεις περιέχονται στο άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά και στο άρθρο 12 (για τα ζώα) και το άρθρο 13 (για τα φυτά) της οδηγίας για τους οικοτόπους (20).
Άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά: Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:
Άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους:
Άρθρο 13 της οδηγίας για τους οικοτόπους:
|
Σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις εν λόγω διατάξεις (π.χ. για να προληφθούν σοβαρές ζημίες στις καλλιέργειες, στην κτηνοτροφία, στα δάση, στην αλιεία και στα ύδατα), εφόσον δεν υφίσταται άλλη ικανοποιητική λύση και οι συνέπειες αυτών των παρεκκλίσεων δεν είναι ασυμβίβαστες με τους συνολικούς στόχους των οδηγιών.
Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή παρεκκλίσεων καθορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας για τα πτηνά και στο άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Όσον αφορά τις υποδομές μεταφοράς ενέργειας, είναι δυνατόν να επικληθούν πρωτίστως λόγοι σχετικοί με τη δημόσια υγεία και τη δημόσια ασφάλεια ή άλλοι επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος [βλ. άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ].
3. ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣTO ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΕ
3.1. Εισαγωγή
Τα έργα ενεργειακών υποδομών συνήθως δεν συνιστούν σοβαρή απειλή για τη βιοποικιλότητα. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις έργων τα οποία σχεδιάστηκαν σωστά και η τοποθεσία τους επελέγη κατάλληλα και έτσι δεν έχουν καθόλου ή έχουν μόνο περιορισμένες επιπτώσεις. Υπάρχουν επίσης παραδείγματα έργων που απέφεραν καθαρά συνολικά οφέλη για τη φύση, ιδίως σε περιοχές στις οποίες το φυσικό περιβάλλον έχει ήδη υποστεί σοβαρή υποβάθμιση. Αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση να εξεταστούν, σύμφωνα με τις διάφορες νομικές ισχύουσες διαδικασίες για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως είναι οι ΕΠΕ/ΣΠΕ και οι δέουσες εκτιμήσεις (βλ. κεφάλαιο 7 για λεπτομέρειες), οι δυνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στο φυσικό περιβάλλον μεμονωμένα σχέδια ή έργα.
Το παρόν κεφάλαιο εξετάζει τον τύπο των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν ενεργειακές υποδομές στους οικοτόπους και στα προστατευόμενα είδη βάσει των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους. Σκοπός του είναι να παράσχει στους υπεύθυνους υλοποίησης έργων, στους φορείς διαχείρισης και στις αντίστοιχες αρχές στον τομέα μεταφοράς ενέργειας μια επισκόπηση των τύπων δυνητικών επιπτώσεων που πρέπει να προσέχουν κατά την προετοιμασία σχεδίων ή έργων υποδομών μεταφοράς ενέργειας, και όταν διενεργείται δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης που προβλέπει το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους ή της εκτίμησης σύμφωνα με τις οδηγίες ΕΠΕ/ΣΕΠΕ.
3.2. Ανάγκη διαμόρφωσης μιας κατά περίπτωση προσέγγισης
Πρέπει να τονιστεί ότι οι δυνητικές επιπτώσεις εξαρτώνται σε αποφασιστικό βαθμό από τον σχεδιασμό και την τοποθεσία των συγκεκριμένων ενεργειακών υποδομών καθώς και από την ευαισθησία των προστατευόμενων οικοτόπων και παρόντων σε αυτούς ειδών. Γι' αυτόν τον λόγο έχει θεμελιώδη σημασία κάθε σχέδιο ή έργο να εξετάζεται κατά περίπτωση.
Η σχεδίαση κάθε έργου για την υλοποίηση εγκαταστάσεων μεταφοράς ενέργειας, όπως είναι τα ΕΚΕ, θα εξαρτηθεί βέβαια από πολλούς παράγοντες, όπως είναι ο τύπος και η ποσότητα της μεταφερόμενης ενέργειας, το περιβάλλον υποδοχής (π.χ. είτε στη ξηρά είτε στη θάλασσα), οι αποστάσεις που πρέπει να διανυθούν για τη μεταφορά και η απαιτούμενη ικανότητα για την υποδοχή ή την αποθήκευση. Τα έργα μπορούν να αφορούν όχι μόνο την κατασκευή αλλά και την ανακαίνιση και/ή τον παροπλισμό μιας ή περισσοτέρων από τις εγκαταστάσεις ή υποδομές που απαιτούνται για τη μεταφορά, την παραλαβή ή την αποθήκευση ενέργειας στην ξηρά.
Κατά την εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεων στη φύση και την άγρια πανίδα είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το ίδιο το έργο των υποδομών, αλλά και όλες οι συναφείς εγκαταστάσεις, όπως οι δρόμοι προσωρινής πρόσβασης, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός αποθήκευσης των εργολάβων, τα συμπλέγματα κατασκευών, τα θεμέλια από σκυρόδεμα, οι προσωρινές καλωδιώσεις, τα μπάζα και οι ζώνες για πλεόνασμα εδάφους κ.λπ. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι προσωρινές ή μόνιμες, στην τοποθεσία του έργου ή εκτός αυτής, σωρευτικές και μπορεί να προκύπτουν σε διαφορετικά στάδια κατά τον κύκλο του έργου (π.χ. κατά την κατασκευή, την ανακαίνιση, τη συντήρηση και/ή τη φάση παροπλισμού). Όλοι αυτοί οι παράγοντες πρέπει να συνεκτιμώνται.
Οι διατάξεις για την προστασία των ειδών βάσει των οδηγιών της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν υπάρχει ο κίνδυνος τα σχέδια ή τα έργα ενεργειακών υποδομών να προκαλέσουν τον θάνατο ή σωματική βλάβη ή την εκ προθέσεως παρενόχληση κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση, ή να προκαλέσουν τη βλάβη ή την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης των ειδών που προστατεύονται δυνάμει των δύο οδηγιών (π.χ. όπως είναι οι αετοί και τα θαλάσσια θηλαστικά). Αυτό το αυστηρό καθεστώς προστασίας εφαρμόζεται σε ολόκληρη την ευρύτερη ύπαιθρο, δηλ. εντός και εκτός των τόπων Natura 2000.
Μέτρα άμβλυνσης Οι επιπτώσεις που αναφέρθηκαν στο παρόν κεφάλαιο μπορούν μερικές φορές να αμβλυνθούν αποτελεσματικά. Η άμβλυνση συνεπάγεται την ενσωμάτωση μέτρων στο σχέδιο ή το έργο με σκοπό την εξάλειψη των δυνητικών επιπτώσεων ή τον περιορισμό τους σε επίπεδο στο οποίο δεν θα είναι πια σημαντικές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδέονται άμεσα με τις πιθανές επιπτώσεις και να βασίζονται στη σωστή κατανόηση των οικείων ειδών/οικοτόπων. Τα μέτρα άμβλυνσης μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές στην τοποθεσία του έργου, αλλά και τροποποιήσεις στο μέγεθος, τη σχεδίαση και τη διαμόρφωση διαφόρων πτυχών του έργου ενεργειακής υποδομής. Ή μπορεί να έχουν τη μορφή προσωρινών προσαρμογών στη διάρκεια των φάσεων κατασκευής και λειτουργίας. Περαιτέρω λεπτομέρειες διατίθενται στο επόμενο κεφάλαιο, με παραδείγματα πιθανών μέτρων άμβλυνσης. |
3.3. Επισκόπηση δυνητικών επιπτώσεων για προστατευόμενα είδη και οικοτόπους της ΕΕ
Ο τύπος και η έκταση των επιπτώσεων εξαρτάται σε αποφασιστικό βαθμό από τα προστατευόμενα είδη ή τους τύπους οικοτόπων της ΕΕ στον τόπο, την οικολογία τους, την κατανομή και την κατάσταση διατήρησής τους. Γι' αυτόν τον λόγο πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση κάθε σχέδιο ή έργο. Παρακάτω ακολουθεί μια επισκόπηση των συχνότερων τύπων επιπτώσεων που μπορούν να ανακύψουν:
3.3.1 Απώλεια, υποβάθμιση ή κατακερματισμός οικοτόπων
Τα έργα υποδομών μεταφοράς ενέργειας μπορεί να απαιτούν τη διαμόρφωση των χερσαίων εκτάσεων και την απομάκρυνση της επιφανειακής βλάστησης (που συχνά αναφέρεται ως άμεση δέσμευση γης). Μέσω της διαδικασίας αυτής οι υπάρχοντες οικότοποι μπορεί να αλλοιωθούν, να υποστούν βλάβες, να κατακερματιστούν ή να καταστραφούν. Η έκταση της απώλειας και της υποβάθμισης οικοτόπων εξαρτάται από το μέγεθος, την τοποθεσία και τη σχεδίαση ενός έργου καθώς και την ευαισθησία των οικοτόπων που πλήττονται.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, ενώ το μέγεθος της πραγματικής δέσμευσης γης μπορεί να φαίνεται περιορισμένο, οι έμμεσες επιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ πιο διαδεδομένες, ιδίως όταν το έργο επηρεάζει υδρολογικά καθεστώτα ή γεωμορφολογικές διεργασίες, καθώς και την ποιότητα του νερού ή του εδάφους. Οι εν λόγω έμμεσες επιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν την υποβάθμιση, τον κατακερματισμό καθώς και την απώλεια οικοτόπων, μερικές φορές ακόμη και σε πολύ μεγάλη απόσταση από την πραγματική τοποθεσία του έργου.
Η σοβαρότητα της απώλειας εξαρτάται από τη σπανιότητα και την ευαισθησία των οικοτόπων που πλήττονται και/ή τη σημασία τους ως περιοχές βοσκής, αναπαραγωγής ή χειμερίας νάρκης για τα είδη. Επίσης, ο ρόλος που ενδέχεται να έχουν ορισμένοι οικότοποι ως σημαντικά μέρη διαδρόμου ή ως εφαλτήρια για τη διασπορά και τη μετανάστευση, καθώς και για μετακινήσεις τοπικού χαρακτήρα μεταξύ π.χ. των τόπων βοσκής και φωλεοποίησης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όταν εκτιμάται η σοβαρότητα τυχόν απώλειας ή υποβάθμισης οικοτόπων.
3.3.2. Παρενόχληση και εκτόπιση
Η παρενόχληση ειδών στις συνήθεις περιοχές αναπαραγωγής, βοσκής ή ανάπαυσής τους, καθώς και κατά μήκος των μεταναστευτικών τους οδών μπορεί να οδηγήσει σε εκτόπιση και αποκλεισμό τους και, κατά συνέπεια, σε απώλεια της χρήσης οικοτόπων. Τα είδη ενδέχεται να εκτοπιστούν από περιοχές μέσα και γύρω από την τοποθεσία του έργου λόγω, για παράδειγμα, της αυξημένης κυκλοφορίας, της παρουσίας ανθρώπων, όπως επίσης και λόγω θορύβου, σκόνης, ρύπανσης, τεχνητού φωτισμού ή δονήσεων που προκαλούνται κατά τη διάρκεια ή μετά τα κατασκευαστικά έργα.
Η σοβαρότητα των επιπτώσεων εξαρτάται από την έκταση και τον βαθμό παρενόχλησης, καθώς και την ευαισθησία των ειδών που πλήττονται, όπως επίσης και τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα άλλων κατάλληλων οικοτόπων στην κοντινή περιοχή που μπορούν να φιλοξενήσουν τα εκτοπισμένα ζώα. Στην περίπτωση σπάνιων και απειλούμενων ειδών, ακόμα και μικρές ή προσωρινές παρενοχλήσεις μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους στην περιοχή.
3.3.3. Κίνδυνος σύγκρουσης και ηλεκτροπληξίας
Τα πουλιά, και πιθανώς οι νυχτερίδες, ενδέχεται να συγκρούονται με τα διάφορα μέρη των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ισχύος και άλλες υπέργειες εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Το επίπεδο του κινδύνου σύγκρουσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωγραφική θέση του έργου και τα είδη που είναι παρόντα, καθώς και από τις καιρικές συνθήκες, την ορατότητα και τον συγκεκριμένο σχεδιασμό των ίδιων των γραμμών μεταφοράς ισχύος (ιδίως σε περίπτωση ηλεκτροπληξίας). Τα είδη που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής χαρακτηρίζονται από χαμηλούς αναπαραγωγικούς ρυθμούς και/ή είναι σπάνια ή βρίσκονται ήδη σε ευάλωτη κατάσταση διατήρησης (όπως οι αετοί, οι γύπες και οι πελαργοί) μπορούν να είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα.
Ο κίνδυνος σύγκρουσης και ηλεκτροπληξίας πτηνών εξετάζεται περαιτέρω στα κεφάλαια 4 και 5. Όσον αφορά τις νυχτερίδες, δεν υπάρχουν δυστυχώς μελέτες σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους σύγκρουσής τους με εναέριες γραμμές μεταφοράς ισχύος, λόγω των δυσχερειών παρακολούθησης μικρών ζώων κατά μήκος γραμμικών υποδομών παρόμοιου μήκους.
3.3.4 Επιπτώσεις από εμπόδια
Στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, οι υποδομές μεταφοράς, παραλαβής και αποθήκευσης μεγάλου μεγέθους μπορούν να υποχρεώσουν τα είδη να παρακάμψουν ολοκληρωτικά μια περιοχή, τόσο κατά τις μεταναστευτικές τους κινήσεις όσο και κατά τις πτήσεις τους σε τοπικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια των τακτικών κυνηγετικών τους δραστηριοτήτων. Το κατά πόσον αυτό αποτελεί πρόβλημα εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες, όπως είναι το μέγεθος του υποσταθμού, τα διαστήματα μεταξύ των ηλεκτρικών καλωδίων και η διαδρομή που ακολουθούν, ο βαθμός εκτόπιση των ειδών και η ικανότητά τους να ανακτούν την αυξημένη ενέργεια που αναλώνουν, όπως επίσης και η σύνδεση μεταξύ των περιοχών βοσκής, κουρνιάσματος και αναπαραγωγής.
Σύμφωνα με νέα στοιχεία που συγκέντρωσαν διάφορες επιστημονικές ομάδες τα ζώα μπορούν να τρομάξουν από τις λάμψεις υπεριώδους ακτινοβολίας που προκαλούν τα ηλεκτρικά καλώδια, οι οποίες δεν είναι ορατές στο ανθρώπινο μάτι. Σύμφωνα με μελέτη (21) διεθνούς ομάδας ερευνητών που βασίζεται στις παρατηρήσεις ταράνδων, οι τελευταίοι αποφεύγουν τις γραμμές μεταφοράς ισχύος που διασχίζουν την αρκτική τούνδρα. Αν και οι γνώσεις μας είναι ακόμη πολύ περιορισμένες για ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, ο τύπος αυτός της αντίδρασης αποφυγής και κατακερματισμού παίζει ρόλο, όταν καθορίζεται η σοβαρότητα των επιπτώσεων.
3.4. Διάκριση μεταξύ σημαντικών και ασήμαντων επιπτώσεων
Ο εντοπισμός ειδών και οικοτόπων που είναι πιθανόν να θιγούν από ένα σχέδιο ή έργο υποδομών μεταφοράς ενέργειας αποτελεί το πρώτο βήμα κάθε εκτίμησης επιπτώσεων, η οποία διενεργείται είτε βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, εάν το έργο επηρεάζει τόπο Natura 2000, είτε βάσει της οδηγίας ΕΠΕ ή ΣΕΠΕ, εάν επηρεάζει τα προστατευόμενα είδη εκτός του δικτύου Natura 2000. Εν συνεχεία, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί αν οι επιπτώσεις είναι σημαντικές ή όχι. Η νομική διαδικασία για να κριθεί η «σοβαρότητα» των επιπτώσεων για σχέδια ή έργα που επηρεάζουν ειδικά τους τόπους Natura 2000 περιγράφονται στο κεφάλαιο 7. Εδώ εξηγούνται συνοπτικά ορισμένες από τις γενικές αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται η «σοβαρότητα» των τυχόν επιπτώσεων στην περίπτωση πανίδας (ανεξάρτητα από το αν είναι τόπος Natura 2000 ή όχι), προκειμένου να υπάρξει γενικότερη κατανόηση της εν λόγω έννοιας.
Η εκτίμηση της σοβαρότητας αυτής πρέπει να γίνεται ανά περίπτωση και υπό το πρίσμα των ειδών και των οικοτόπων που ενδέχεται να επηρεαστούν. Η απώλεια ορισμένων ζώων μπορεί να έχει ασήμαντες επιπτώσεις για ορισμένα είδη αλλά σοβαρές συνέπειες για άλλα. Το μέγεθος του πληθυσμού, η κατανομή, το εύρος, η στρατηγική αναπαραγωγής και η διάρκεια ζωής όλα επηρεάζουν τη σοβαρότητα των επιπτώσεων. Οι παράγοντες αυτοί είναι πιθανόν να διαφέρουν από μια τοποθεσία σε άλλη.
Η σύνδεση των επιπτώσεων μεταξύ τους πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, για παράδειγμα η δέσμευση γης από μόνη της μπορεί να μην είναι σημαντική για ένα συγκεκριμένο είδος, αλλά εάν συνδυάζεται με σημαντικούς κινδύνους παρενόχλησης ή εκτόπισης, μπορεί να απειλήσει την καλή κατάσταση και, σε τελική ανάλυση, τον βαθμό επιβίωσης ενός συγκεκριμένου είδους σε αποφασιστικό βαθμό.
Η εκτίμηση της σοβαρότητας πρέπει επίσης να γίνεται στην κατάλληλη γεωγραφική κλίμακα. Για τα αποδημητικά είδη που ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις, οι επιπτώσεις σε μια συγκεκριμένη περιοχή ενδέχεται να έχουν συνέπειες για τα είδη σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Παρομοίως, για ενδημικά είδη που ζουν σε μεγάλες περιοχές ή με μεταβαλλόμενη χρήση των οικοτόπων, μπορεί να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι δυνητικές επιπτώσεις σε περιφερειακό και όχι σε τοπικό επίπεδο.
Τέλος, τα παραπάνω επιχειρήματα θα πρέπει να βασίζονται στα ακριβέστερα δυνατά δεδομένα. Γι' αυτό μπορεί να απαιτούνται ειδικές επιτόπιες έρευνες ή προγράμματα παρακολούθησης αρκετό χρόνο πριν από την εκτέλεση του έργου.
3.5. Σωρευτικές επιπτώσεις
Οι εκτιμήσεις των σωρευτικών επιπτώσεων θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των επιπτώσεων στους τόπους Natura 2000, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Οι σωρευτικές επιπτώσεις των σχεδίων και των έργων μπορεί συχνά να είναι ιδιαίτερα σημαντικές και πρέπει να εκτιμώνται προσεκτικά. Μπορεί να ανακύπτουν, όταν σε μια περιοχή ή κατά μήκος ενός διαδρόμου πτήσης συγκεντρώνονται διάφορες ενεργειακές υποδομές ή όταν ένα έργο ενεργειακής υποδομής υλοποιείται στην ίδια περιοχή με άλλο τύπο σχεδίου ή έργου (π.χ. άλλα βιομηχανικά έργα). Οι σωρευτικές επιπτώσεις είναι οι συνδυασμένες επιπτώσεις όλων αυτών των δραστηριοτήτων που συνεκτιμώνται σε συνδυασμό. Μπορεί ένα έργο ενεργειακής υποδομής, από μόνο του, να μην έχει σημαντικές επιπτώσεις, αλλά εάν οι επιπτώσεις του προστίθενται στις επιπτώσεις άλλων σχεδίων ή έργων στην ίδια περιοχή, οι συνδυασμένες επιπτώσεις τους θα μπορούσαν να είναι σημαντικές.
Για παράδειγμα, το έργο ενός πετρελαιαγωγού που διασχίζει τμήμα ενός υγροτόπου μπορεί να προκαλέσει προσωρινή υποβάθμισή του σε μικρό αλλά αποδεκτό επίπεδο, που μπορεί όμως να αντέξει το εν λόγω ενδιαίτημα. Ωστόσο, εάν στον υγρότοπο υφίσταται σύστημα αποστράγγισης και/ή κατασκευάζεται και ένα οδικό έργο, οι υδρολογικές συνέπειες όλων αυτών των έργων, σε συνδυασμό, μπορούν να προκαλέσουν τη μόνιμη απώλεια, κατακερματισμό ή αποξήρανση του εν λόγω υγροτόπου. Στην περίπτωση αυτή, παρά το ότι οι επιπτώσεις από το πρώτο και το δεύτερο έργο δεν είναι διακριτές από μόνες τους, οι επιπτώσεις και των δύο μαζί μπορεί να είναι σημαντικές. Αυτό επηρεάζει την απόφαση σχεδιασμού και για τις δύο προτάσεις έργων.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σωρευτικές επιπτώσεις και στο πλαίσιο των διαδικασιών ΕΠΕ/ΣΠΕ.
Επειδή τα έργα ενεργειακών υποδομών υλοποιούνται με ταχύ ρυθμό σε όλη την ΕΕ, είναι κατά συνέπεια σημαντικό να εκτιμώνται οι σωρευτικές συνέπειες από τα αρχικά στάδια της περιβαλλοντικής εκτίμησης αντί να αποτελούν το «υστερόγραφο» στο τέλος της διαδικασίας και έτσι να καθυστερεί η λήψη απόφασης ως προς τη συμβατότητα των σχετικών προτάσεων με τη νομοθεσία της ΕΕ.
4. ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΣΤΑ ΑΓΡΙΑ ΠΤΗΝΑ
4.1. Εισαγωγή
Το προηγούμενο κεφάλαιο αποτελούσε μια γενική επισκόπηση των τύπων δυνητικών επιπτώσεων που πρέπει να εξετάζονται κατά την ανάπτυξη έργων ενεργειακών υποδομών, ιδίως μέσα σε, και γύρω από, περιοχές Natura 2000 και κοντά σε άλλες ευαίσθητες περιοχές που χρησιμοποιούνται από είδη τα οποία προστατεύονται από τις δύο οδηγίες της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον.
Το παρόν κεφάλαιο εστιάζει στην ανάλυση των δυνητικών επιπτώσεων των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας ειδικά στα άγρια πτηνά της Ευρώπης. Πρόκειται για ένα θέμα που έχει βρεθεί στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια και για έναν τομέα στον οποίο οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πιο συχνές και πιο σημαντικές απ' ό,τι σε άλλους τύπους επίγειων ενεργειακών υποδομών.
4.2. Υποδομές ηλεκτρικών δικτύων
Σε αντίθεση με άλλα αγαθά, η ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί να αποθηκευτεί, οπότε πρέπει να παράγεται και να μεταφέρεται στους χρήστες σε πραγματικό χρόνο. Το σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι, συνεπώς, πιο πολύπλοκο και δυναμικό από τα συστήματα άλλων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως η ύδρευση και το φυσικό αέριο. Μετά την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας σε μονάδα ηλεκτροπαραγωγής, γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης (110 - 750 kV στην Ευρώπη, ENTSO, 2012) μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις προς τους υποσταθμούς. Από τους υποσταθμούς μέσης (1 – 60 kV) και χαμηλής τάσης (1 kV >) οι γραμμές διανομής ηλεκτρικής ισχύος μεταφέρουν την ηλεκτρική ενέργεια σε οικιακούς καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Σχήμα 3
(USDA 2009)
Το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό διασύνδεσης. Το δίκτυο μεταφοράς περιλαμβάνει όχι μόνο τις γραμμές μεταφοράς που ξεκινούν από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής προς τα κέντρα κατανομής φορτίου, αλλά και τις γραμμές μεταφοράς που συνδέονται με άλλες γραμμές μεταφοράς, δημιουργώντας ένα σύστημα που βοηθά να διασφαλιστεί η ομαλή ροή της ισχύος. Εάν μια γραμμή μεταφοράς τεθεί εκτός λειτουργίας σε ένα τμήμα του ηλεκτρικού δικτύου, η ηλεκτρική ισχύς συνήθως αναδιοχετεύεται σε άλλες γραμμές μεταφοράς, ώστε να μπορεί να συνεχιστεί η παροχή της στους πελάτες (PSCW, 2009).
Η ηλεκτρική ισχύς μπορεί να μεταδίδεται μέσω εναέριων γραμμών ή μέσω υπόγειων καλωδίων, με τη χρήση εναλλασσόμενου ή συνεχούς ρεύματος. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι τάσεις είναι υψηλές καθώς παρέχουν μεγαλύτερη απόδοση στις μεγάλες αποστάσεις (συνήθως άνω των 600km). Οι εναέριες γραμμές εναλλασσόμενου ρεύματος (καλώδια AC) είναι ο παραδοσιακός τρόπος μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας (EASAC, 2009).
Τα πλεονεκτήματα των εναέριων γραμμών έναντι των υπόγειων καλωδίων είναι ότι, έως σήμερα, το κόστος της κατασκευής εναέριων γραμμών είναι σημαντικά χαμηλότερο από την τοποθέτηση υπόγειων καλωδίων, και η χωρητικότητά τους μεγαλύτερη. Η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής των εναέριων γραμμών είναι υψηλή και μπορεί να φτάσει τα 70 έως 80 έτη. Τα βασικά μειονεκτήματα των εναέριων γραμμών είναι το γεγονός ότι καταλαμβάνουν χώρο, καθώς και οι αισθητικές και διάφορες περιβαλλοντικές παράμετροι (EASAC, 2009) (22).
Οι εγκαταστάσεις γραμμών μεταφοράς υποστηρίζουν τουλάχιστον ένα τριφασικό κύκλωμα. Διαθέτουν τρεις ρευματοδοτούμενους αγωγούς (ή και περισσότερους όταν πρόκειται για δέσμες αγωγών) και μπορεί να έχουν έναν ή δύο γειωμένους αγωγούς (που συνήθως καλούνται στατικά καλώδια) εγκατεστημένους πάνω από τους αγωγούς φάσης ως αντικεραυνική προστασία. Οι εγκαταστάσεις γραμμών διανομής μπορούν να υποστηρίζουν διάφορες διαμορφώσεις αγωγών (APLIC, 2006).
Οι περισσότερες εμπορικές εναέριες γραμμές μεταφοράς εναλλασσόμενου ρεύματος χρησιμοποιούν κάποια μορφή υποστηρικτικής δομής από την οποία αναρτώνται οι μονωτήρες και οι ηλεκτρικοί αγωγοί. Οι υποστηρικτικές κατασκευές μπορεί να είναι ξύλινοι στύλοι, κοίλες κατασκευές ή σκελετοί από χάλυβα, στύλοι από οπλισμένο σκυρόδεμα, ή σύνθετοι στύλοι από υαλόνημα ή άλλα υλικά. Οι μονωτήρες κατασκευάζονται από πορσελάνη ή πολυμερή υλικά που κανονικά δεν είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού. Οι ηλεκτρικοί αγωγοί κατασκευάζονται συνήθως από χαλκό ή αλουμίνιο (Bayle, 1999, Janss, 2000, APLIC, 2006).
Χρησιμοποιούνται τριφασικά συστήματα τόσο για τις γραμμές διανομής όσο και μεταφοράς. Ένα από τα βασικά οφέλη των τριφασικών συστημάτων είναι η ικανότητα μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρικής ισχύος σε μεγάλες αποστάσεις (APLIC, 2006).
4.3. Δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας στα άγρια πτηνά
Η ενότητα που ακολουθεί παρουσιάζει μια επισκόπηση των βασικών τύπων επιπτώσεων στην άγρια ορνιθοπανίδα. Ορισμένα προστατευόμενα ευρωπαϊκά είδη είναι σαφώς πιο ευάλωτα σε ορισμένους τύπους επιπτώσεων –ιδίως λόγω ηλεκτροπληξίας και πρόσκρουσης– λόγω του μεγέθους, της μορφολογίας, της συμπεριφοράς και της κατανομής τους.
Ο πίνακας στο παράρτημα 2 παρουσιάζει έναν συστηματικό, ιεραρχημένο κατάλογο των επιπτώσεων κατά τις αλληλεπιδράσεις πληθυσμών πτηνών/γραμμών μεταφοράς ισχύος (Birdlife, 2013). Δεν έπεται ότι οι επιπτώσεις που περιγράφονται στον πίνακα παρατηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις. Πολλά εξαρτώνται από τα επιμέρους είδη και τις ειδικές συνθήκες σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση καθώς και από την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων για την άμβλυνση των επιπτώσεων.
Γιατί ορισμένα είδη πτηνών είναι πιο ευάλωτα στις γραμμές μεταφοράς ισχύος σε σχέση με άλλα; Αυτό οφείλεται πολλές φορές σε χαρακτηριστικά της φυσιολογίας, της συμπεριφοράς και της οικολογίας των πτηνών:
|
4.3.1. Ηλεκτροπληξία
Η ηλεκτροπληξία μπορεί να έχει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις σε ορισμένα είδη πτηνών, προκαλώντας τον θάνατο χιλιάδων πτηνών ετησίως (23). Ένα πτηνό μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία αν ακουμπήσει τους διφασικούς αγωγούς ή έναν αγωγό και μια γείωση ταυτόχρονα, ιδίως όταν το φτέρωμά του είναι βρεγμένο (Bevanger, 1998). Μεταξύ των ειδών τα οποία είναι ιδιαιτέρως επιρρεπή σε ηλεκτροπληξία συγκαταλέγονται τα πελαργόμορφα, τα ιερακόμορφα, τα γλαυκόμορφα και τα στρουθιόμορφα (Bevanger, 1998) –βλέπε κατωτέρω πίνακα.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο κίνδυνος που διατρέχουν τα πτηνά εξαρτάται από την τεχνική κατασκευή και τον λεπτομερή σχεδιασμό των εγκαταστάσεων ισχύος. Ειδικότερα, ο κίνδυνος ηλεκτροπληξίας είναι υψηλός στους «κακοσχεδιασμένους» στύλους μέσης τάσης («στύλοι-δολοφόνοι») (BirdLife International, 2007).
Στους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα ηλεκτροπληξίας ενός πτηνού συγκαταλέγονται οι εξής:
— |
Μορφολογία του πτηνού: Τα μεγάλα πτηνά είναι πιο ευάλωτα επειδή η πιθανότητα να ακουμπήσουν σε ηλεκτρικά εξαρτήματα με απλωμένα τα φτερά ή με άλλα μέλη του σώματός τους είναι μεγαλύτερη από ό,τι για τα μικρά πτηνά (Olendorff et al., 1981· APLIC, 2006). |
— |
Συμπεριφορά του πτηνού: Τα πτηνά που χρησιμοποιούν στύλους για ξεκούραση, κούρνιασμα και φωλεοποίηση είναι πιο ευάλωτα (Bevanger, 1998). Τα είδη που χτίζουν τη φωλιά τους στο έδαφος (κίρκοι και ορισμένες κουκουβάγιες) φαίνεται ότι δεν παθαίνουν συχνά ηλεκτροπληξία, επειδή συνήθως κυνηγούν ενώ πετούν και ξεκουράζονται πάνω ή κοντά στο έδαφος (Benson, 1981). |
— |
Τύπος και διαμόρφωση του στύλου:
|
— |
Περιβαλλοντικοί παράγοντες:
|
— |
Φύλο: Για πτηνά του ίδιου είδους, τα θηλυκά που είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος απειλούνται περισσότερο από ηλεκτροπληξία (Ferrer & Hiraldo, 1992). |
— |
Ηλικία: Τα νεαρά και ανώριμα πτηνά είναι πιο ευάλωτα στην ηλεκτροπληξία απ' όσο τα ενήλικα πτηνά. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εμπειρίας στην απογείωση και την προσγείωση (Benson, 1981· Harness, 1997· Bevanger, 1998· Harness & Wilson, 2001· Janss & Ferrer, 2001· González et al., 2007). |
— |
Γεωγραφικοί παράγοντες: Σε ορισμένες περιοχές κρίσιμης σημασίας για τα πτηνά, τα ποσοστά ηλεκτροπληξίας είναι υψηλότερα σε σχέση με τις περιοχές μικρής πυκνότητας (π.χ. περιοχές αναπαραγωγής μεγάλης πυκνότητας, ζώνες διασποράς, τόποι συγκέντρωσης, στενά περάσματα) (González et al., 2006· Cadahia et al., 2010). |
— |
Εποχή: Οι μεγαλύτερες απώλειες παρατηρούνται στο τέλος του καλοκαιριού, από την περίοδο της πτέρωσης ή και μετά. Οι μεγάλοι αετοί απειλούνται περισσότερο το φθινόπωρο και τον χειμώνα, ίσως επειδή βρέχεται το φτέρωμά τους όταν επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες (βροχή, χιόνι), παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας. (Benson, 1981· Bevanger, 1998· Lasch et al., 2010· Manville, 2005· Lehman et al., 2007) |
— |
Η διεύθυνση του επικρατέστερου ανέμου σε σχέση με τις τραβέρσες μπορεί επίσης να συμβάλει σε ηλεκτροπληξίες αρπακτικών πτηνών. Πιθανολογείται ότι οι στύλοι που διαθέτουν τραβέρσες κάθετες ως προς τους επικρατέστερους ανέμους προκάλεσαν λιγότερους θανάτους αετών έναντι των στύλων με τραβέρσες διαγώνιες ή παράλληλες με τον άνεμο, λόγω των δυσκολιών που σχετίζονται με τις απογειώσεις και τις προσγειώσεις με πλευρικό άνεμο [Nelson and Nelson (1976)]. |
Ο πίνακας που ακολουθεί απαριθμεί τις οικογένειες ευρωπαϊκών πτηνών που έχουν χαρακτηριστεί ευάλωτα στην ηλεκτροπληξία και/ή στις προσκρούσεις (Birdlife, 2013).
Πίνακας 1
Βαθμός σοβαρότητας των επιπτώσεων στους πληθυσμούς των πτηνών από τη θνησιμότητα που οφείλεται σε ηλεκτροπληξία ή πρόσκρουση σε γραμμές μεταφοράς ισχύος για τις διάφορες οικογένειες πτηνών στην Ευρασία.
Οικογένειες πτηνών της Ευρασίας που έχουν χαρακτηριστεί ευάλωτα στην ηλεκτροπληξία και στις προσκρούσεις σε διεθνές επίπεδο |
Απώλειες λόγω ηλεκτροπληξίας |
Απώλειες λόγω πρόσκρουσης |
Παγοβούτια (Gaviidae) και βουτηχτάρες (Podicipedidae) |
0 |
II |
Θυελλοπούλια (Procellariidae) |
0 |
II |
Σούλες (Sulidae) |
0 |
I |
Πελεκάνοι (Pelicanidae) |
I |
II-III |
Κορμοράνοι (Phalacrocoracidae) |
I |
I |
Ερωδιίδες (Ardeidae) |
I |
II |
Πελαργοί (Ciconidae) |
III |
II |
Ίβιδες (Threskiornithidae) |
I |
II |
Φλαμίνγκο (Phoenicopteridae) |
0 |
II |
Πάπιες, χήνες, κύκνοι, πρίστες (Anatidae) |
0 |
II |
Αρπακτικά πτηνά (Accipitriformes και Falconiformes) |
II-III |
I-II |
Πέρδικες, ορτύκια, τετράονες (Galliformes) |
0 |
II-III |
Ράλλοι, νερόκοτες (Rallidae) |
0 |
II |
Γερανοί (Gruidae) |
0 |
III |
Ωτίδες (Otidae) |
0 |
III |
Παρυδάτια/Καλοβατικά πτηνά (Charadriidae + Scolopacidae) |
I |
II-III |
Ληστόγλαροι (Sterkorariidae) και γλάροι (Laridae) |
I |
II |
Στέρνες (Sternidae) |
0-I |
I-II |
Άλκες (Alcidae) |
0 |
I |
Περιστερόκοτες (Pteroclididae) |
0 |
II |
Περιστέρια (Columbidae) |
I-II |
II |
Κούκοι (Cuculidae) |
0 |
I-II |
Κουκουβάγιες (Strigiformes) |
II-III |
II |
Γιδοβύζια (Caprimulgidae) και σταχτάρες (Apodidae) |
0 |
I-II |
Τσαλαπετεινοί (Upudidae) και αλκυόνες (Alcedinidae) |
I |
I-II |
Μελισσοφάγοι (Meropidae) |
0-I |
I-II |
Χαλκοκουρούνες (Coraciidae) |
I-II |
I-II |
Δρυοκολάπτες (Picidae) |
I |
I-II |
Κοράκια, κουρούνες, κίσσες (Corvidae) |
II |
I-II |
Ωδικά πτηνά μικρού και μεσαίου μεγέθους (Passeriformes) |
I |
I-II |
0= απουσία καταγεγραμμένων, ή πολύ μικρή πιθανότητα, απωλειών· I= καταγεγραμμένες απώλειες, αλλά όχι εμφανής απειλή για τον πληθυσμό των πτηνών· II= μεγάλες απώλειες σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, αλλά χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στον συνολικό πληθυσμό του είδους· III= απώλειες οι οποίες αποτελούν μείζονα παράγοντα θνησιμότητας και απειλούν ένα είδος με αφανισμό, σε περιφερειακό επίπεδο ή σε ευρύτερη κλίμακα. |
4.3.2. Πρόσκρουση
Η πρόσκρουση σε γραμμές μεταφοράς ισχύος προκαλούν τον θάνατο εκατομμυρίων πτηνών παγκοσμίως και συντελούν στην υψηλή θνησιμότητα ορισμένων ειδών ορνιθοπανίδας (Bevanger 1994, 1998· Janss 2000· APLIC, 2006· Drewitt & Langston, 2008· Jenkins et al., 2010· Martin, 2011· Prinsen et al., 2011). Τα εμπειρικά δεδομένα και η θεωρητική μελέτη δείχνουν ότι τα είδη με μεγάλο φορτίο πτερύγων και μικρό διάταμα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο πρόσκρουσης σε γραμμές μεταφοράς ισχύος. Τα πτηνά αυτά έχουν ικανότητα για γρήγορη πτήση, και ο συνδυασμός του βαρέος σώματος και των μικρών πτερύγων περιορίζει τη δυνατότητα ταχείας αντίδρασης σε απρόβλεπτα εμπόδια (Bevanger, 1998). Όταν ο αριθμός των καταγεγραμμένων θυμάτων πρόσκρουσης συνδέεται με την αφθονία και το μέγεθος του πληθυσμού των εξεταζόμενων ειδών, φαίνεται ότι ορισμένα είδη Ορνιθόμορφων (Galliformes), Γερανόμορφων (Gruiformes), Πελεκανόμορφων (Pelecaniformes) και Πελαργόμορφων (Ciconiiformes) πλήττονται σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς (Bevanger, 1998) - βλέπε Πίνακα 1.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις πιθανότητες πρόσκρουσης είναι οι εξής:
— |
Μορφολογία του πτηνού: Πτηνά που διαθέτουν σχετικά μεγάλη σωματική μάζα και σχετικά κοντές πτέρυγες και ουρά (οι λεγόμενοι «poor fliers»), διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόσκρουσης (Bevanger, 1998· Janss 2000). Janss, 2000). |
— |
Φυσιολογία του πτηνού: Ορισμένα είδη πτηνών δεν μπορούν τουλάχιστον προσωρινά να βλέπουν ικανοποιητικά μπροστά στην κατεύθυνση της πορείας τους (Martin, 2011). |
— |
Συμπεριφορά του πτηνού:
|
— |
Άλλοι παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες, η διαμόρφωση των γραμμών, η όδευση των γραμμών, η χρήση των ενδιαιτημάτων, η ύπαρξη βλάστησης κατά μήκος των καλωδίων, το ανάγλυφο, οι οχλήσεις, η επιλογή των μεταναστευτικών διαδρομών και οι τόποι ενδιάμεσης στάσης πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη. |
Η ηλεκτροπληξία και οι προσκρούσεις πτηνών προκαλούν οικονομική ζημία Οι διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος που προκαλούνται από πτηνά μειώνουν την αξιοπιστία του συστήματος και αυξάνουν το κόστος της ηλεκτροδότησης. Ορισμένες διακοπές μπορεί να επηρεάζουν μόνον έναν μικρό αριθμό πελατών για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ακόμη και έτσι μπορούν να πλήξουν την αξιοπιστία της υπηρεσίας κοινής ωφέλειας και τις εγγυήσεις για τους πελάτες. Οι μεγαλύτερης έκτασης διακοπές μπορούν να έχουν δραματικές επιπτώσεις και μπορεί να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στις εταιρείες κοινής ωφέλειας και στους καταναλωτές (APLIC, 2006). Στο κόστος που συνδέεται με διακοπές ηλεκτροδότησης προκαλούμενες από πτηνά περιλαμβάνονται οι δαπάνες για:
|
4.3.3. Καταστροφή και κατακερματισμός ενδιαιτημάτων
Οι διάδρομοι δουλείας διελεύσεως των γραμμών μεταφοράς ισχύος μπορούν να οδηγήσουν σε κατακερματισμό των δασών και άλλων φυσικών ενδιαιτημάτων. Οι γραμμές μεταφοράς ισχύος μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε καταστροφή ενδιαιτημάτων προκαλώντας μη ηθελημένες δασικές πυρκαγιές (Rich et al., 1994). Αν και η επιφάνεια που καταλαμβάνουν στην πράξη οι υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας ενδέχεται να είναι σχετικά μικρή, μπορεί παρά ταύτα να είναι σημαντική αν η καταστροφή αφορά ενδιαίτημα που είναι κρίσιμης σημασίας για ένα συγκεκριμένο είδος, ή αν υπάρχουν σωρευτικές επιπτώσεις λόγω της κατασκευής και άλλων έργων στην ίδια περιοχή· συνεπώς, η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται χωριστά.
4.3.4. Οχλήσεις/Εκτόπιση
Κατά τη φάση κατασκευής και κατά τη συντήρηση των γραμμών μεταφοράς ισχύος, είναι αναπόφευκτος ένας βαθμός καταστροφής και αλλοίωσης των ενδιαιτημάτων (van Rooyen, 2004· McCann, 2005). Οι εναέριες γραμμές μεταφοράς μπορούν να προκαλέσουν απώλεια χρήσιμων τόπων ταΐσματος στις περιοχές αναπαραγωγής καθώς και σε ενδιαιτήματα στάθμευσης και διαχείμασης. Για παράδειγμα, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η παρουσία γραμμών μεταφοράς ισχύος επηρέαζε την διεύθυνση πτήσης των αγριόγαλων και περιόριζε τη χρήση κατάλληλων ενδιαιτημάτων (Raab et al., 2010), και ότι οι χαμωτίδες αποφεύγουν τις γραμμές μεταφοράς ισχύος, γεγονός που αποτελεί τον σημαντικότερο καθοριστικό παράγοντα για τις πυκνότητες αναπαραγωγής σε κατάλληλες θέσεις ενδιαιτήματος για το είδος (Silva, 2010· Silva et al., 2010).
4.3.5. Ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Όλα τα ηλεκτρικά ρεύματα, όπως αυτά που διέρχονται μέσα από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος, δημιουργούν ηλεκτρομαγνητικά πεδία (ΗΜΠ). Συνεπώς, πολλά είδη πτηνών, όπως εξάλλου και οι άνθρωποι, είναι εκτεθειμένα στα ΗΜΠ σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους (Fernie and Reynolds, 2005). Έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες και υπάρχει μεγάλη διαφωνία σχετικά με το κατά πόσο η έκθεση στα ΗΜΠ επηρεάζει ή όχι το κυτταρικό, ενδοκρινικό, ανοσοποιητικό και αναπαραγωγικό σύστημα των σπονδυλωτών. Έρευνες με αντικείμενο τις συνέπειες των ΗΜΠ στα πτηνά δείχνουν ότι η έκθεση των πτηνών σε ΗΜΠ σε γενικές γραμμές προκαλεί αλλαγές, αλλά όχι σταθερά σε όλες τις περιπτώσεις, στη συμπεριφορά, στην αναπαραγωγική ικανότητα, στην αύξηση και ανάπτυξη, στη φυσιολογία και ενδοκρινολογία, καθώς και στα επίπεδα οξειδωτικού στρες των πτηνών (Fernie, 2000· Fernie and Reynolds, 2005).
4.4. Δυνητικές θετικές επιπτώσεις των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας στα άγρια πτηνά
Οι γραμμές, οι πυλώνες και οι στύλοι του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ισχύος μπορούν να έχουν και θετικές επιπτώσεις για είδη της άγριας ορνιθοπανίδας. Μπορεί, επί παραδείγματι, να προσφέρουν:
— |
Υπόστρωμα αναπαραγωγής, θέση φωλεοποίησης: Το γεγονός ότι τα πτηνά ενίοτε αναπαράγονται σε κατασκευές ηλεκτρικού ρεύματος οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η απουσία εναλλακτικών τόπων φωλεοποίησης όπως τα δένδρα και οι απότομοι βράχοι· οι κατασκευές ηλεκτρικού ρεύματος προσφέρουν στα πτηνά έναν σταθερό τόπο για να χτίσουν τη φωλιά τους με ασφάλεια μακριά από αρπακτικά θηλαστικά (van Rooyen, 2004· McCann, 2005). Οι κατασκευές των δικτύων κοινής ωφέλειας μπορούν να αποτελέσουν υποστρώματα φωλεοποίησης σε ενδιαιτήματα που δεν διαθέτουν ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία, και προσφέρουν ως έναν βαθμό προστασία διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την επέκταση της εξάπλωσης ορισμένων ειδών ή αυξάνοντας την τοπική πυκνότητα ορισμένων ειδών (APLIC, 2006). |
— |
Θέση για κούρνιασμα και κυνήγι: Οι γύπες και οι πελαργοί πολλές φορές καταφεύγουν σε κατασκευές μεταφοράς ισχύος για κούρνιασμα καθώς εκεί είναι πιο προστατευμένοι από τις δριμείες καιρικές συνθήκες και τους θηρευτές στο έδαφος. Η παρουσία ηλεκτρικών στύλων σε ενδιαιτήματα της υπαίθρου είναι ευεργετική για ορισμένα αρπακτικά πτηνά καθώς τους παρέχει δεσπόζοντα σημεία επόπτευσης με οπτικό πεδίο στους τόπους κυνηγιού. Οι κατασκευές γραμμών μεταφοράς ισχύος σε σχετικά άδενδρες περιοχές έχουν καταστήσει εκτάσεις εκατομμυρίων χιλιομέτρων κατάλληλο ενδιαίτημα για τα αρπακτικά πτηνά που εφορμούν από ψηλά σημεία (Olendoff et al., 1980). |
— |
Διαχείριση ενδιαιτήματος: Οι γραμμές μεταφοράς ισχύος μπορούν επίσης να παρέχουν μόνιμο ενδιαίτημα για τα είδη που χρειάζονται χαμηλή βλάστηση. Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι οι ανοικτοί διάδρομοι δουλείας διέλευσης κατά μήκος των γραμμών κοινής ωφέλειας προσφέρουν ενδιαίτημα σε μειούμενα είδη πτηνών (Confer & Pascoe, 2003· Askins, 2012). |
Έργο ELIA / RTE LIFE+: επιτυγχάνοντας οφέλη για τη φύση (24)
Ο ELIA (διαχειριστής συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης στο Βέλγιο) και η RTE (διαχειριστής συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία) υλοποίησαν ένα 5ετές έργο (2011-2017) για τη διαχείριση και αποκατάσταση 300 εκταρίων κάτω από εναέριες γραμμές μέσης και υψηλής τάσης στη Βαλονία και τη Γαλλία. Το έργο αποτελεί ένα παράδειγμα μέτρων προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, και του τρόπου με τον οποίο οι παράγοντες του κλάδου της ενέργειας μπορούν να θεωρήσουν την ανάπτυξη υποδομών ως μια ευκαιρία για υποστήριξη της βιοποικιλότητας. Τεχνητές λίμνες (στόχος: 100 τεχνητές λίμνες στα 130 km του έργου) Σε σημεία με κατάλληλο έδαφος (παρουσία αδιαπέρατου στρώματος: τυρφώδη εδάφη, λευκά αργιλώδη εδάφη και αργιλώδη εδάφη τύπου Gley) και πρωτίστως στις περιοχές που προσφέρουν ικανοποιητικό δυναμικό για ορισμένα σπάνια είδη, έγινε εκσκαφή τεχνητών λιμνών ή κατασκευάστηκαν φράγματα σε συλλεκτήριες τάφρους κατακλύζοντας περιοχές εμβαδού τουλάχιστον 25 m2 (ελάχιστο μέγεθος για τον περιορισμό της διαδικασίας απόθεσης, δηλαδή της φυσικής συσσώρευσης φύλλων στις τεχνητές λίμνες). Το δίκτυο των τεχνητών λιμνών μέσα στο δάσος θα επιτρέψει τον αποικισμό με αμφίβια, λιβελούλες, Dytiscidae και ελόβια πτηνά και θα αποτρέψει την απομόνωση των πληθυσμών. Οπωρώνες [στόχος: 20 εκτάρια (ha) με 8 000 δένδρα] Ορισμένα πολύ σπάνια και ενδημικά είδη οπωροφόρων δένδρων, κυρίως η αγριαχλαδιά (Pyrus pyraster), η αγριομηλιά (Malus sylvestris) και η Μεσπιλέα η γερμανική (Mespilus germanica), είδη μικρού μεγέθους, φυτεύτηκαν κάτω από τις εναέριες γραμμές μεταφοράς ισχύος. Η παρουσία τους ενισχύει την ποικιλότητα στις δασικές συστάδες και προσφέρει καταφύγιο και τροφή σε ένα μεγάλο φάσμα ενδημικών ειδών πανίδας (μεγάλα ζώα, πτηνά και έντομα). Απλά λιβάδια με άνθη [στόχος: 20 εκτάρια (ha)] Δημιουργήθηκαν ξανά απλά λιβάδια με άνθη στις οδούς πρόσβασης για τις γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης λειτουργώντας ως καταφύγιο για σπάνια είδη χλωρίδας, έντομα, πτηνά και μικρά θηλαστικά. Η τακτική κοπή των δένδρων και η απομάκρυνση της κομμένης βλάστησης θα υποβαθμίσει το έδαφος και θα επιτρέψει την επανεμφάνιση σπάνιων ή χαμένων φυτών. Σε ακραίες περιπτώσεις, τα λιβάδια δημιουργήθηκαν με σπορά ενδημικών φυτικών ποικιλιών. Τυρφώνες και χερσότοποι (στόχος: αποκατάσταση ή σωστή διαχείριση 20 πρόσθετων εκταρίων) Η αποκατάσταση τυρφώνων και χερσοτόπων κάτω από γραμμές μεταφοράς ισχύος είναι δυνατή με την αφαίρεση του ανώτερου στρώματος του εδάφους, γεγονός που θα συμβάλει στην ανάπτυξη πρόδρομων ειδών από το υποκείμενο απόθεμα σπόρων σε κατάσταση ληθάργου. Σε ορισμένες περιοχές, αποκαταστάθηκε επίσης τοπικά το επίπεδο των υδάτων με τη σφράγιση των σημείων αποστράγγισης, αναζωογονώντας υγρούς χερσότοπους και τυρφώνες. Στόχος είναι να διατηρηθούν και να βελτιωθούν οι ανταλλαγές φυτών και ζώων μεταξύ των υπαρχόντων τυρφώνων και χερσοτόπων, συμπεριλαμβανομένων των προσφάτως αποκατεστημένων. Βοσκή (στόχος: διαχείριση 20 ha μέσω βοσκής και 20 ha μέσω κοπής χόρτου) Η βοσκή υποστήριξε την αποκατάσταση κατεστραμμένων τυρφώνων, χερσοτόπων, λιβαδιών με αραιή βλάστηση και πυθμένων κοιλάδων, συμβάλλοντας στην επίλυση του προβλήματος των κυρίαρχων ειδών όπως τα ποώδη φυτά των χερσοτόπων. Σε άλλες περιπτώσεις (θεριζόμενοι λειμώνες, ξηροί χερσότοποι, λιβάδια με αραιή βλάστηση), η κοπή των χόρτων (μέσω συμβάσεων με αγρότες της περιοχής), τις κατάλληλες περιόδους και με τον κατάλληλο ρυθμό, βοήθησε να διατηρηθεί η βλάστηση στο σωστό επίπεδο για μεγάλο αριθμό φυτών, εντόμων και ερπετών. Χωροκατακτητικά αλλόχθονα είδη (στόχος: αποκατάσταση 20 έως 30 ha) Στο πλαίσιο του έργου, εκριζώθηκαν πλήρως ή τέθηκαν υπό έλεγχο φυτικά είδη τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο χωροκατακτητικών αλλόχθονων ειδών της Βαλονίας, συγκεκριμένα η αγριοκερασιά (Prunus serotina), η βουτλέια (Buddleja davidii), το ηράκλειο (Heracleum mantegazzianum), το βάλσαμο των Ιμαλαΐων (Impatiens glandulifera), το ιαπωνικό πολύγονο (Fallopia japonica), το σενέκιο (Senecio inaequidens) και, ως έναν βαθμό, η μαύρη χαρουπιά (Robinia pseudoacacia). Κατακερματισμός [(στόχος: δημιουργία μεταβατικών ζωνών σε μήκος 30 km (90 ha) και αποκατάσταση 40 km (120 ha)] Σήμερα, στις περιοχές εργασιών του έργου, οι διάδρομοι των γραμμών μεταφοράς ισχύος μέσα σε δάση είναι συνήθως σχήματος U: στο κέντρο βρίσκεται χαμηλό χόρτο, το οποίο κόβεται τακτικά, και ξεκινά απότομα το δάσος με ψηλά δένδρα και από τις δύο πλευρές. Το έργο δημιούργησε μεταβατικές ζώνες σχήματος V ανάμεσα στον διάδρομο και στο δάσος. Οι εν λόγω ζώνες, με αρκετά μεγάλα δένδρα διαφόρων ειδών, μπορούν, ως οικοτόνοι, να προσφέρουν ενδιαίτημα για τροφή και προφύλαξη σε ένα ευρύ φάσμα ειδών εντόμων, θηλαστικών και πτηνών τα οποία δεν ενδημούν στους διαδρόμους, όταν οι γύρω περιοχές είναι «καθαρές» και συντηρούνται τακτικά. Το δάσος εμπλουτίζεται με δευτερεύοντα είδη δένδρων τα οποία πολλές φορές απουσιάζουν. Οι ζώνες αυτές μειώνουν επίσης την πιθανή καταστροφική δράση των ανέμων στη δασική συστάδα, δημιουργώντας κλίση. Μπορεί επίσης να είναι πολύ πλούσιες σε νεκρό ξύλο, παρέχοντας καταφύγιο σε τεράστιο αριθμό εντόμων και προσφέροντας χρήσιμα ενδιαιτήματα για πτηνά και νυχτερίδες. Όταν αυξάνεται η πυκνότητα αυτών των ζωνών, μειώνεται η ανάπτυξη ψηλών δένδρων (σημύδα, έλατο, οξιά) που συνιστούν απειλή για τις γραμμές μεταφοράς ισχύος. ![]() Αρχική κατάσταση και κατάσταση μετά το έργο |
5. ΔΥΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΓΙΑ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑ
5.1. Τι είναι τα μέτρα άμβλυνσης;
Όταν η εκτίμηση ενός σχεδίου ή ενός έργου ενεργειακής υποδομής η οποία διενεργείται βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους διαπιστώνει σειρά αρνητικών επιπτώσεων σε τόπο Natura 2000, το σχέδιο ή το έργο δεν απορρίπτεται αυτομάτως. Ανάλογα με τη σοβαρότητα των δυνητικών επιπτώσεων, μπορεί να είναι δυνατή η λήψη μέτρων άμβλυνσης τα οποία θα εξαλείψουν, θα προλάβουν ή θα περιορίζουν σε αμελητέο επίπεδο τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις ενός σχεδίου ή έργου.
Παρόλο που το παρόν κεφάλαιο εστιάζει στους τόπους Natura 2000, μέτρα περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων πρέπει επίσης να προβλέπονται, βάσει των οδηγιών ΕΠΕ/ΣΠΕ, για σχέδια και έργα στα οποία δεν απαιτείται μεν διενέργεια δέουσας εκτίμησης αλλά τα οποία θα είχαν αρνητική επίδραση σε προστατευόμενα είδη.
Για να αποφασιστεί ποια είναι τα απαιτούμενα μέτρα άμβλυνσης, είναι κρίσιμο να εκτιμηθούν πρώτα οι επιπτώσεις του έργου ή του σχεδίου στα προστατευόμενα από την ΕΕ είδη και τύπους οικοτόπων που απαντούν στον τόπο Natura 2000 (μεμονωμένα ή από κοινού με άλλα έργα ή σχέδια). Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η φύση και η έκταση των αρνητικών επιπτώσεων και παρέχεται μια βάση σύμφωνα με την οποία θα καθοριστεί το είδος των απαιτούμενων μέτρων άμβλυνσης.
Εν ολίγοις, αποτελεσματική άμβλυνση των δυσμενών επιπτώσεων στους τόπους Natura 2000 μπορεί να επιτευχθεί μόνον αφού διαπιστωθούν, εκτιμηθούν και καταγραφούν πλήρως οι δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις. Ο καθορισμός των μέτρων άμβλυνσης, όπως και η ίδια η εκτίμηση επιπτώσεων, πρέπει να βασίζεται σε επαρκή γνώση των συγκεκριμένων ειδών /οικοτόπων.
Τα μέτρα άμβλυνσης μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές στο μέγεθος, την τοποθεσία, τη σχεδίαση και τη διαμόρφωση διαφόρων πτυχών του σχεδίου ή του έργου ενεργειακής υποδομής (π.χ. μόνωση των αγωγών για αποφυγή της ηλεκτροπληξίας). Ή μπορεί να έχουν τη μορφή προσωρινών προσαρμογών στη διάρκεια των φάσεων κατασκευής και λειτουργίας (π.χ. αποφυγή κατασκευαστικών εργασιών στη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής).
Μετά τον καθορισμό και τη λεπτομερή επεξεργασία των κατάλληλων μέτρων άμβλυνσης, το σχέδιο ή το έργο μπορεί να εγκριθεί βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα άμβλυνσης θα εφαρμοστούν σύμφωνα με τις οδηγίες που δίδονται από την αρμόδια αρχή.
Διάγραμμα 4
Ιεραρχική προσέγγιση της υιοθέτησης μέτρων άμβλυνσης. Η άμβλυνση πρέπει πάντοτε να στοχεύει στην ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας (δηλαδή στην αποφυγή των επιπτώσεων στην πηγή)
Προσέγγιση της άμβλυνσης |
Προτίμηση |
|
Αποφυγή των επιπτώσεων στην πηγή |
Ανώτερη βαθμίδα |
|
Περιορισμός των επιπτώσεων στην πηγή |
||
Μετριασμός των επιπτώσεων στην περιοχή |
||
Μετριασμός των επιπτώσεων στον αποδέκτη |
Κατώτερη βαθμίδα |
Αν οι επιπτώσεις στον τόπο συνεχίζουν να παραμένουν σημαντικές, ακόμη και μετά την εφαρμογή μέτρων άμβλυνσης, τότε θα πρέπει να εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις (π.χ. διαφορετική χωροθέτηση του έργου, αλλαγή της κλίμακας ή των σχεδίων ανάπτυξης, ή εναλλακτικές διαδικασίες). Αν δεν υπάρχουν σχετικές προτάσεις, το σχέδιο ή το έργο μπορεί και πάλι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να λάβει έγκριση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι συνθήκες του άρθρου 6 παράγραφος 4 και λαμβάνονται τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα που θα εξισορροπήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις που παραμένουν (βλέπε κεφάλαιο 7 για λεπτομέρειες) ώστε να μην υπάρξει υποβάθμιση του δικτύου Natura 2000.
Για τα προτεινόμενα μέτρα άμβλυνσης είναι σημαντικό:
— |
να εξηγείται με ποιον τρόπο θα συμβάλουν στην αποφυγή ή στον περιορισμό σε αμελητέο επίπεδο των διαπιστωμένων δυσμενών επιπτώσεων στον τόπο· |
— |
να παρέχονται στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλιστούν και θα εφαρμοστούν και από ποιον· |
— |
να παρέχονται στοιχεία για τον βαθμό βεβαιότητας όσον αφορά την πιθανή επιτυχία τους· |
— |
να παρέχεται χρονοδιάγραμμα, σε σχέση με το έργο ή το σχέδιο, της εφαρμογής τους· |
— |
να παρέχονται στοιχεία για τον τρόπο παρακολούθησης των μέτρων και του τρόπου με τον οποίο θα εφαρμοστούν συμπληρωματικά μέτρα αν η προσπάθεια άμβλυνσης αποδειχθεί ανεπαρκής. |
Έργο EcoMOL (Ecological Management of Overhead Lines - Οικολογική Διαχείριση Εναέριων Γραμμών) (25) Στο πλαίσιο του γερμανικού έργου «Νοτιοδυτική γραμμή διασύνδεσης / Ηλεκτρική σύνδεση Θουριγγίας», διενεργήθηκε μελέτη (Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών του Erfurt et al. 2010) η οποία παρουσιάζει ένα διεπιστημονικό γενικό σχέδιο για την οικολογική διαχείριση των διαδρόμων εναέριων γραμμών μεταφοράς ισχύος (EcoMOL). Είναι κάτι που θα μπορούσε να προσαρμοστεί και να εφαρμοστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές περιφέρειες. Η μελέτη αναγνωρίζει ότι οι φορείς εκμετάλλευσης υπόκεινται σε τεχνικές απαιτήσεις, όπως οι αποστάσεις ασφαλείας και οι κατασκευαστικές εργασίες, προκειμένου να μπορούν να εγγυώνται την αξιοπιστία μεταφοράς για έναν διάδρομο εναέριων γραμμών μεταφοράς ισχύος υψηλής τάσης. Προτείνει μεθόδους για την άμβλυνση επιπτώσεων όπως η καταστροφή και η υποβάθμιση των οικοτόπων στη διάρκεια της κατασκευής, και για την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων. Ταξινομεί τα είδη βιοτόπων του διαδρόμου σε κατηγορίες ανάλογα με το ύψος της βλάστησης, με βάση τα χαρακτηριστικά φυσικής ανάπτυξης των ειδών και ενδεχομένως μετά από τροποποιήσεις των διαχειριστών. Έτσι, κατά την όδευση των γραμμών, η μελέτη διακρίνει τον διάδρομο σε μη δασικές περιοχές στο μέλλον, σε δασικές περιοχές στην παρούσα φάση και σε περιοχές χωρίς απαιτήσεις όσον αφορά την υλοτομία. Ο συνδυασμός της προτεραιότητας στην υλοτομία και των τρεχουσών και δυνητικών ζωνών ύψους βλάστησης καθορίζει το φάσμα των πιθανών μέτρων δημιουργίας ή αποκατάστασης. Προβλέπεται λεπτομερής σχεδιασμός για καθένα από τα τρία στοιχεία του δασικού ορίου χωριστά (παρυφή, ανεμοφράκτης και ανεμοφράκτης χαμηλής πυκνότητας) που διαφοροποιούνται ανάλογα με το ύψος της βλάστησης. Διάγραμμα 5 Σχεδιάγραμμα ιδανικά κλιμακούμενου εξωτερικού δασικού ορίου κατά μήκος του διαδρόμου των εναέριων γραμμών ισχύος (FVA, 1996 τροποποιημένο)
|
5.2. Δυνητικά μέτρα για την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων σχεδίων ή έργων ηλεκτρικής ενέργειας στην άγρια ορνιθοπανίδα
Στο υπόλοιπο του κεφαλαίου εξετάζεται το φάσμα των δυνητικών μέτρων άμβλυνσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σχέδια και έργα υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας, συγκεκριμένα σε σχέση με την άγρια ορνιθοπανίδα. Τα μέτρα άμβλυνσης μπορούν να υιοθετηθούν σε επίπεδο σχεδίου ή σε διαφορετικά στάδια στον κύκλο ενός έργου.
5.2.1. Λήψη προληπτικών μέτρων σε επίπεδο σχεδιασμού
Μπορεί να ληφθεί σειρά μέτρων σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, ιδίως στο αρχικό στάδιο του σχεδιασμού με στόχο την πρόληψη, την αποφυγή ή τον περιορισμό του κινδύνου να υπάρξουν δυνητικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000 και σε είδη άγριας ορνιθοπανίδας. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται τα εξής:
Νομοθεσία
Εκπόνηση και έγκριση ειδικών εθνικών νομοθετικών εργαλείων ή τροποποίηση των υφιστάμενων εργαλείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι:
— |
τα πτηνά προστατεύονται από τις αρνητικές επιπτώσεις των γραμμών μεταφοράς ισχύος (π.χ. μέσω της υποχρεωτικής χρήσης υπόγειων καλωδίων στις ευαίσθητες περιοχές), |
— |
οι νέες και οι πλήρως ανακατασκευασμένες γραμμές μεταφοράς ισχύος σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να είναι ασφαλείς για τα πτηνά και δεν χρειάζονται περαιτέρω τροποποιήσεις ή μετασκευή, |
— |
η μετασκευή των υφιστάμενων γραμμών μεταφοράς ισχύος, και ιδίως των στύλων-«δολοφόνων» ολοκληρώνεται εντός προβλέψιμου χρονοδιαγράμματος. |
Σχεδιασμός
— |
Χρήση της δέουσας εκτίμησης/ΣΠΕ των εθνικών σχεδίων ανάπτυξης υποδομών γραμμών μεταφοράς ισχύος προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι παράμετροι και οι προτεραιότητες που συνδέονται με το Natura 2000 και τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας, λαμβάνονται πλήρως από την αρχή υπόψη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. |
— |
Όπου είναι δυνατό, προσαρμογή των σχεδίων με στόχο την αποφυγή ευαίσθητων τόπων Natura 2000 και άλλων τόπων μεγάλης σημασίας για τα είδη ορνιθοπανίδας που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 4. |
— |
Προσδιορισμός των ιδιαίτερα ευαίσθητων ειδών ορνιθοπανίδας με βάση το πόσο ευάλωτα είναι στις γραμμές μεταφοράς ισχύος, την κατάσταση διατήρησης, το μέγεθος των πληθυσμών και την κατανομή τους εντός της χώρας. |
— |
Καθορισμός των περιοχών και των τόπων προτεραιότητας με βάση την κατανομή, την πυκνότητα και την αφθονία των ειδών πτηνών προτεραιότητας και τις υφιστάμενες και υπό σχεδιασμό υποδομές, και κατάρτιση εθνικού χάρτη ευαισθησίας με σκοπό τον καθορισμό των εστιών ασυμβατότητας και άλλων τόπων προτεραιότητας (υψηλού κινδύνου) για μέτρα πρόληψης και άμβλυνσης. |
— |
Ιεράρχηση των γραμμών μεταφοράς ισχύος στην κλίμακα άμβλυνσης σε συνάρτηση με τα στοιχεία θνησιμότητας και κατανομής των πτηνών. |
— |
Αποφυγή των περιοχών και τόπων προτεραιότητας (τόποι αναπαραγωγής και διαχείμασης, στενά περάσματα για αποδημητικά πτηνά, αναπαραγωγικές αποικίες, τόποι συγκέντρωσης, ακτογραμμές, υγρότοποι) όπου είναι δυνατό κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού/της όδευσης των υποδομών. |
— |
Εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για τεχνικές λύσεις που θα στοχεύουν στη μείωση των προσκρούσεων πτηνών ή του κινδύνου ηλεκτροπληξίας (π.χ. Haas et al. 2005, Haas & Nikow, 2006, Prinsen et al., 2011). |
— |
Διενέργεια εκ των προτέρων αξιολόγησης της δυνητικής αποτελεσματικότητας των σχεδιαζόμενων στρατηγικών πρόληψης και αντιμετώπισης, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι διαχειριστικές παρεμβάσεις βασίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία. |
— |
Εκπόνηση σχεδίου εφαρμογής για τα μέτρα άμβλυνσης. |
— |
Κατάρτιση εθνικής βάσης δεδομένων και συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών (GIS) για τη διαχείριση των δεδομένων από τις αλληλεπιδράσεις πτηνών/γραμμών ισχύος και για αποτελεσματικό χωροταξικό σχεδιασμό συμπεριλαμβανομένης της βέλτιστης όδευσης των γραμμών μεταφοράς ισχύος με βάση οικολογικά, τεχνικά και οικονομικά κριτήρια. |
Παρακολούθηση, έρευνα, αξιολόγηση και έκθεση προόδου της εφαρμογής
— |
Εκτίμηση της προόδου έναντι των στόχων, των οροσήμων και του χρονοδιαγράμματος των στρατηγικών σχεδίων. |
— |
Αξιολόγηση των διδαγμάτων που αποκομίζονται με στόχο τη βελτίωση της μελλοντικής λειτουργίας. |
— |
Σύνταξη εκθέσεων εφαρμογής για τα βασικά εμπλεόμενα μέρη. |
— |
Υποστήριξη της διεθνούς ανταλλαγής εμπειριών. |
— |
Συνεργασία στις προσπάθειες διάσωσης των απειλούμενων αποδημητικών πτηνών μεγάλων αποστάσεων από τις αρνητικές επιπτώσεις των γραμμών μεταφοράς ισχύος. |
— |
Έναρξη και υποστήριξη συναφών ερευνητικών έργων με αντικείμενο τα μέτρα πρόληψης και άμβλυνσης και την ανάπτυξη και παραγωγή προϊόντων για την ασφάλεια των πτηνών. |
— |
Ανάπτυξη δέσμης τυποποιημένων πρωτοκόλλων παρακολούθησης για διάφορες συνθήκες. |
Προτεινόμενο γενικό σχέδιο για την ιεράρχηση περιοχών και τόπων Υπάρχει μια σειρά βημάτων τα οποία μπορούν να ακολουθούν οι εθνικές αρχές για την ιεράρχηση των τόπων στους οποίους πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάζονται μέτρα ασφάλειας για τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η γενική αρχή πίσω από αυτή την προσέγγιση είναι ότι οι περιοχές που διαθέτουν ή υποστηρίζουν τον μεγαλύτερο αριθμό ειδών προτεραιότητας καθώς και σημαντικό μέρος των πληθυσμών αυτών των ειδών πρέπει να ευνοούνται όσον αφορά την επιλογή ως εθνικές προτεραιότητες για πρόληψη και άμβλυνση. Τόσο οι χαρακτηρισμένες όσο και οι μη χαρακτηρισμένες περιοχές και τόποι πρέπει να ιεραρχούνται ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους (προσωρινή ή μόνιμη πυκνότητα & αφθονία) για τα είδη προτεραιότητας ως περιοχές υψηλής, μεσαίας ή χαμηλής προτεραιότητας |
Επίπεδο προτεραιότητας της περιοχής |
Είδος τόπου |
||||||||||||||||||||
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ Σπουδαιότητα: Διεθνής (Για παράδειγμα:
|
Εστίες ασυμβατότητας για αρκετά είδη προτεραιότητας με υψηλές πυκνότητες είδους, όπως
|
||||||||||||||||||||
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ Σπουδαιότητα: Εθνική |
|
||||||||||||||||||||
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ Σπουδαιότητα: Περιφερειακή ή τοπική |
|
Κατευθυντήριες γραμμές για την αποφυγή ή άμβλυνση των επιπτώσεων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας - Συμφωνία για τη διατήρηση των αφρικανο-ευρασιατικών αποδημητικών υδρόβιων πτηνών (AEWA) Οι «Κατευθυντήριες γραμμές για την αποφυγή ή άμβλυνση των επιπτώσεων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας στα αποδημητικά πτηνά της αφρικανο-ευρασιατικής ζώνης», που εκδόθηκαν το 2012 από την AEWA προτείνουν επτά βασικά βήματα (Prinsen et al. 2012):
|
5.2.2. Διερεύνηση των δυνητικών μέτρων άμβλυνσης και πρόληψης σε επίπεδο έργου
Σε επίπεδο έργου, συνιστάται να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες παράμετροι στη διάρκεια της δέουσας εκτίμησης ή κατά τη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων στο πλαίσιο της ΕΠΕ για έργα που μπορεί να έχουν αντίκτυπο σε προστατευόμενα είδη εκτός του δικτύου Natura 2000 (άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά και άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους).
Φάση Ι. Πριν από την κατασκευή
— |
Διερεύνηση διαφόρων εναλλακτικών λύσεων για άμβλυνση της ασυμβατότητας μεταξύ πτηνών/γραμμών μεταφοράς ισχύος στην ΕΠΕ/ΔΕ για νέες γραμμές μεταφοράς ισχύος και για ανακατασκευές γραμμών. |
— |
Σχεδιασμός λύσεων που είναι ασφαλείς για τα πτηνά (υπόγεια καλώδια, καλώδια τύπου PAS με πλαστική επικάλυψη) στις γραμμές μεταφοράς και διανομής, εφόσον είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, αλλά ιδιαίτερα σε περιοχές μεγάλης σημασίας για την ορνιθοπανίδα. |
— |
Εξασφάλιση ότι οι νέες εναέριες γραμμές μεταφοράς διαθέτουν εγγενή χαρακτηριστικά ασφαλείας για τα πτηνά. |
— |
Ομαδοποίηση των γραμμών μεταφοράς ισχύος. |
— |
Χωροθέτηση των γραμμών μακριά από προφανείς μεταναστευτικές οδούς, τόπους κουρνιάσματος ή άλλους τόπους συγκέντρωσης πτηνών, ει δυνατόν. |
— |
Σχεδιασμός της βλάστησης, του ανάγλυφου ή των ανθρώπινων κατασκευών ώστε να προστατεύουν τις γραμμές μεταφοράς ισχύος. |
— |
Σχεδιασμός της εκτίμησης βάσει προσέγγισης BACI (Πριν-Μετά, Έλεγχος-Επίπτωση) και της συνακόλουθης παρακολούθησης. |
— |
Αντικατάσταση των μέτρων αντιμετώπισης μεμονωμένου χαρακτήρα που συνίστανται στη μετασκευή στύλων ή στην τροποποίηση εναέριων καλωδίων όταν διαπιστώνονται θάνατοι πτηνών, από ένα δομημένο, προληπτικό πρόγραμμα για την αποφυγή των περισσότερων απωλειών πριν συμβούν. |
Φάση ΙΙ. Κατασκευή νέων γραμμών μεταφοράς
— |
Εξασφάλιση ότι οι πλήρως ανακατασκευασμένες γραμμές μεταφοράς σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να είναι ασφαλείς για τα πτηνά (π.χ. υπόγεια καλώδια, καλώδια τύπου PAS με πλαστική επικάλυψη, κορυφές στύλων με εγγενή χαρακτηριστικά ασφάλειας). |
— |
Αποφυγή του σχεδιασμού στύλων με άκαμπτους μονωτήρες πείρων στις νέες εναέριες γραμμές μεταφοράς. |
— |
Χρήση στύλων με μονωτήρες ανάρτησης. |
— |
Αποφυγή χρήσης ουδέτερου καλωδίου (γείωσης) πάνω από τα καλώδια αγωγών όταν αυτό είναι δυνατό. |
Φάση ΙΙΙ. Λειτουργία - συντήρηση, εκσυγχρονισμός, ανακατασκευή, μετασκευή υφιστάμενων γραμμών μεταφοράς
— |
Εξασφάλιση ότι οι πλήρως ανακατασκευασμένες γραμμές μεταφοράς σχεδιάζονται ώστε να είναι ασφαλείς για τα πτηνά (π.χ. υπόγεια καλώδια, καλώδια τύπου PAS με πλαστική επικάλυψη, κορυφές στύλων με εγγενή χαρακτηριστικά ασφάλειας). |
— |
Εξασφάλιση ότι οι γραμμές προτεραιότητας όσον αφορά τη διατήρηση/κατανομή των πτηνών και οι πιο επικίνδυνοι τύποι στύλων σε όλες τις γραμμές μεταφοράς ισχύος μετασκευάζονται/αντικαθίστανται από γραμμές φιλικές προς τα πτηνά και από τύπους στύλων που συμμορφώνονται με τα πιο εξελιγμένα τεχνικά πρότυπα για την ασφάλεια των πτηνών. |
— |
Τυποποιημένη παρακολούθηση των επιπτώσεων των γραμμών μεταφοράς ισχύος στα πτηνά και παρακολούθηση για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων άμβλυνσης. |
— |
Ενίσχυση των ενδιαιτημάτων με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων των γραμμών μεταφοράς ισχύος στη βιοποικιλότητα. |
— |
Δημιουργία ενδιαιτημάτων στην ίδια πλευρά της γραμμής μεταφοράς ισχύος με στόχο την ελαχιστοποίηση των διελεύσεων. |
— |
Ελαχιστοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων/οχλήσεων πλησίον της γραμμής μεταφοράς (παιδευτική διαδικασία). |
— |
Εκπόνηση τακτικών εκθέσεων σχετικά με τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων παρακολούθησης και άμβλυνσης και ενημέρωση των βασικών εμπλεκομένων. |
Φάση IV. Παροπλισμός
— |
Εξασφάλιση της απομάκρυνσης όλων των υποδομών κατά μήκος της διαδρομής των γραμμών μεταφοράς ισχύος. |
— |
Διασφάλιση της ακεραιότητας των ενδιαιτημάτων κατά μήκος της διαδρομής των παροπλισμένων γραμμών μεταφοράς ισχύος. |
5.3. Αναλυτικές τεχνικές συστάσεις για τα μέτρα αποκατάστασης και άμβλυνσης
Για την επίτευξη ασφαλών εγκαταστάσεων μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας για τα πτηνά, συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα άμβλυνσης και τεχνικές παράμετροι:
5.3.1. Άμβλυνση του κινδύνου ηλεκτροπληξίας
Αρχές της άμβλυνσης
1. |
Αντικατάσταση των χαλύβδινων στύλων με τους λιγότερο επικίνδυνους στύλους από σκυρόδεμα ή ξύλο. |
2. |
Επειδή τα προσωρινά μονωτικά υλικά διαβρώνονται και οι μετασκευασμένοι πυλώνες μπορεί να υποβαθμιστούν σε θανάσιμες κατασκευές με το πέρασμα του χρόνου, πρέπει να προκρίνεται η χρήση ασφαλέστερων σχεδίων πυλώνων (π.χ. με μονωτήρες ανάρτησης και με αποστάσεις που υπερβαίνουν τις επαρκείς ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας, βλέπε κατωτέρω) έναντι των προσωρινών λύσεων. |
3. |
Αντικατάσταση των άκαμπτων μονωτήρων πείρων με μονωτήρες ανάρτησης ή εκ των υστέρων τοποθέτηση μονωτικών καλυμμάτων τελευταίας γενιάς στους άκαμπτους μονωτήρες πείρων, στο κατάλληλο μήκος. |
4. |
Εξασφάλιση επαρκούς απόστασης μεταξύ των διαφορετικών αγωγών και μεταξύ των αγωγών και των γειωμένων συρμάτων και εξαρτημάτων. |
5. |
Εξασφάλιση αποστάσεων μεταξύ των αγωγών άνω των 1 400 mm. |
6. |
Εξασφάλιση αποστάσεων μεταξύ των σημείων κουρνιάσματος (τραβέρσα, κορυφή στύλου) και των ηλεκτροδοτούμενων στοιχείων άνω των 600mm. |
7. |
Αποθάρρυνση των πτηνών από το κούρνιασμα σε μη ασφαλή σημεία. |
Συνιστώμενες μέθοδοι άμβλυνσης
— |
Μόνωση μονωτήρων και αγωγών με πλαστικά μονωτικά καλύμματα (δίσκους), μήκους 1 400 mm. |
— |
Τοποθέτηση μακαρονιών, μήκους 1 400 mm. |
— |
Μόνωση του κεντρικού αγωγού που είναι προσαρμοσμένος σε άκαμπτο μονωτήρα πείρων σε ενδιάμεσους στύλους οριζόντιας διάταξης χωρίς αγώγιμη τραβέρσα ώστε να εξασφαλιστεί το αναγκαίο διάκενο μεταξύ των εξωτερικών αγωγών. |
— |
Χρήση τύπων στύλου στους οποίους η απόσταση μεταξύ του μεσαίου μονωτήρα ανάρτησης και της κορυφής του στύλου είναι τουλάχιστον 1 000 mm. |
— |
Στους στύλους (τριγωνικού ή θολωτού τύπου) με μονωτήρες ανάρτησης, συνιστάται η μόνωση του μεσαίου αγωγού σε συνολικό μήκος 2 000 mm εάν υπάρχει επικίνδυνο σημείο κουρνιάσματος κάτω από τον μεσαίο αγωγό στην κορυφή του στύλου. |
— |
Χρήση αλυσίδων μονωτήρα μήκους τουλάχιστον 700 mm. |
— |
Όδευση των καλωδίων των δύο τουλάχιστον βραχυκυκλωτήρων κάτω από την τραβέρσα, και μόνωση του τρίτου βραχυκυκλωτήρα. |
— |
Χρήση μονωμένων καλωδίων βραχυκυκλωτήρων. |
— |
Κατασκευή τερμάτων με επαρκή μόνωση στα καλώδια των βραχυκυκλωτήρων και στους απαγωγείς υπερτάσεων. |
— |
Σχεδιασμός των διακοπτών ώστε να αποτρέπεται το κούρνιασμα των πουλιών πάνω σε εξαρτήματα διακοπτών και/ή μόνωση όλων των επικίνδυνων εξαρτημάτων. |
— |
Τοποθέτηση των διακοπτών κάτω από την τραβέρσα, και μόνωση των καλωδίων των βραχυκυκλωτήρων. |
— |
Χρήση καλυμμάτων στους μονωτήρες διέλευσης καλωδίου. |
— |
Εγκατάσταση μονωμένων (μη αγώγιμων) θέσεων κούρνιας πάνω από τον εξοπλισμό των διακοπτών σε όλο το μήκος ή στις πλευρές της κεφαλής του στύλου τηρώντας τις ελάχιστες απαιτούμενες αποστάσεις για την ασφάλεια των πτηνών. |
— |
Χρήση αποτελεσματικών διατάξεων για την αποτροπή του κουρνιάσματος σε μη ασφαλή σημεία. |
— |
Αντικατάσταση των εναέριων γραμμών μεταφοράς με υπόγειες όταν αυτό είναι δυνατό. |
— |
Αποφυγή του σχεδιασμού στύλων με άκαμπτους μονωτήρες πείρων στις νέες εναέριες γραμμές μεταφοράς. |
— |
Χρήση στύλων με μονωτήρες ανάρτησης. |
5.3.2. Άμβλυνση του κινδύνου πρόσκρουσης
— |
Μείωση του αριθμού των επιπέδων πρόσκρουσης (κάθετα διαχωριζόμενος αριθμός αγωγών). |
— |
Αποφυγή χρήσης ουδέτερου καλωδίου (γείωσης) πάνω από τα καλώδια αγωγών όταν αυτό είναι δυνατό. |
— |
Εγκατάσταση εμφανώς ορατών σημαντήρων υψηλής αντίθεσης (δηλαδή σε άσπρο/μαύρο) και/ή κινούμενων και ανακλαστικών εκτροπέων της πτήσης πτηνών σε ηλεκτροδοτούμενους αγωγούς και καλώδια γείωσης. |
6. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
6.1. Τα πλεονεκτήματα του ολοκληρωμένου σχεδιασμού
Ένας αναποτελεσματικός τρόπος ανάπτυξης ενός σχεδίου ή ενός έργου, είτε πρόκειται για υποδομές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είτε για άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες, είναι να σχεδιαστεί πρώτα το σχέδιο ή το έργο για τον σκοπό που πρόκειται να εξυπηρετήσει και ύστερα, σε επόμενο στάδιο, να εξεταστούν οι ευρύτερες επιπτώσεις του για το περιβάλλον και για τις άλλες χρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνητικές ασυμβατότητες λαμβάνονται υπόψη σε ένα σχετικά όψιμο στάδιο της διαδικασίας σχεδιασμού, όταν πια οι διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις είναι περιορισμένες.
Όταν η διαδικασία της σχεδίασης έχει ήδη προχωρήσει τόσο πολύ, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μετατρέπεται αναγκαστικά σε άσκηση περιορισμού της ζημίας και, ακόμη και αν όλοι οι κανόνες που διέπουν τις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων τηρηθούν σχολαστικά, δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας. Αυτό το είδος προσέγγισης του σχεδιασμού ενός έργου μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μακρές συζητήσεις με τις αρχές σχεδιασμού, άλλες ομάδες συμφερόντων και ΜΚΟ στη φάση της δημόσιας διαβούλευσης οι οποίες μπορούν, με τη σειρά τους, να προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία σχεδιασμού και να αυξήσουν το κόστος.
Η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης και προνοητικής προσέγγισης του σχεδιασμού των υποδομών μεταφοράς ενέργειας η οποία εξετάζει συνδυαστικά τις ανάγκες μεταφοράς ενέργειας και τις οικολογικές ανάγκες από την αρχή και στη διάρκεια της αρχικής σχεδίασης του έργου ή του σχεδίου παρουσιάζει πολλά σημαντικά πλεονεκτήματα:
— |
προάγει μια πιο αλληλεπιδραστική και διαφανή διαδικασία σχεδιασμού και ενθαρρύνει τον έγκαιρο και τακτικό διάλογο, γεγονός που μπορεί να συμβάλει σε σημαντική μείωση του συνολικού χρόνου που απαιτείται για τη διαδικασία αδειοδότησης. |
— |
Αν γίνει σωστά, ο στρατηγικός (χωροταξικός) σχεδιασμός μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή ή τη μείωση του αριθμού των δυνητικών ασυμβατοτήτων σε επιμέρους τόπους και σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας ανάπτυξης, όταν θα έχουν πια δεσμευθεί οικονομικοί και νομικοί πόροι και θα υπάρχουν μικρότερα περιθώρια ελιγμών. |
— |
Αυτό μπορεί με τη σειρά του να προσφέρει στους υπεύθυνους ανάπτυξης ένα πιο διαφανές και σταθερό κανονιστικό περιβάλλον και να ενισχύσει τη βεβαιότητά τους όσον αφορά την πιθανή επιτυχία της αίτησής τους αδειοδότησης, εφόσον οι περιβαλλοντικές πτυχές θα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στη διάρκεια της αρχικής μελέτης του έργου. |
— |
Μπορεί επίσης να αποδειχθεί πιο συμφέρον οικονομικά σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Όταν τα δυνητικά μέτρα αποφυγής ή άμβλυνσης έχουν συνυπολογιστεί ήδη από την αρχική φάση του σχεδιασμού, η εφαρμογή τους είναι πιθανώς πιο εύκολη από τεχνική άποψη και πιο οικονομική. |
— |
Μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη νέων, δημιουργικών και καινοτόμων λύσεων και δυνητικά επωφελών για όλους καταστάσεων οι οποίες θα ήταν μάλλον απίθανο να διερευνηθούν στο πλαίσιο της πιο κλασικής τομεακής προσέγγισης του σχεδιασμού των έργων. |
— |
Μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του έργου και των αρμόδιων φορέων. |
Παρόλο που η προετοιμασία και η εκτέλεση μιας τέτοιας ολοκληρωμένης διαδικασίας σχεδιασμού μπορεί να απαιτεί μεγαλύτερη αρχική επένδυση, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι αυτό το είδος προσέγγισης προσφέρει σχεδόν πάντοτε ουσιαστικά οφέλη τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ την αρχική πρόσθετη επένδυση.
Μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του σχεδιασμού θα έχει επίσης μεγάλο αντίκτυπο στη διαδικασία αδειοδότησης για τους τόπους Natura 2000 βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Μπορεί να μην εγγυάται την επιτυχή έκβαση της υλοποίησης του έργου, αλλά είναι πιθανό ότι θα διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία αδειοδότησης.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι η συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών παραμέτρων εξαρχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί να οδηγήσει στην εξεύρεση λύσεων όταν ακόμη υπάρχει ευρύ φάσμα διαθέσιμων επιλογών.
Αν, αντιθέτως, αυτός ο διατομεακός διάλογος επιχειρηθεί στα τελευταία στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3, οι διαθέσιμες λύσεις είναι πολύ πιο περιορισμένες (και πολύ πιο δαπανηρές στην εφαρμογή τους) και η συζήτηση είναι πιο πιθανό να διεξαχθεί σε κλίμα πόλωσης και σύγκρουσης.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που μια τομεακή πολιτική ή στρατηγική ανάπτυξης έχει λάβει πράσινο φως σε υψηλό κυβερνητικό κλιμάκιο, χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν επιπτώσεις σε άλλες πολιτικές. Όταν αργότερα έρχεται η στιγμή για τα πιο λεπτομερή σχέδια και έργα, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί η διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 3 μπορεί να σταματήσει κάτι που έχει ήδη συμφωνηθεί σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο (ακόμη και χωρίς χωρικές πληροφορίες).
Ωστόσο, μπορεί και πάλι να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες ένα έργο απλώς δεν είναι συμβατό με τους στόχους διατήρησης των τόπων Natura 2000, ή είναι ανεπανόρθωτα επιβλαβές για ορισμένα είδη άγριας ορνιθοπανίδας. Ωστόσο, χάρη στην προσέγγιση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού, κάτι τέτοιο θα γινόταν εγκαίρως αντιληπτό και θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα για την αποφυγή αυτών των επιπτώσεων όπου είναι εφικτό.
6.2. Κατάλληλη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων μεταφοράς ενέργειας
Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για αποφυγή δυνητικών ασυμβατοτήτων με τους τόπους Natura 2000 και τα προστατευόμενα είδη της ΕΕ είναι να μελετάται η χωροθέτηση των νέων έργων μεταφοράς ενέργειας σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού –π.χ. μέσω περιφερειακού ή εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου– γεγονός που επιτρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι ευαισθησίες των τόπων Natura 2000. Αυτό συμβάλλει στον προσδιορισμό των καλύτερων τοποθεσιών για τις υποδομές μεταφοράς ενέργειας ελαχιστοποιώντας, όπου είναι δυνατό, τον κίνδυνο πιθανών ασυμβατοτήτων με τους τόπους Natura 2000 σε επίπεδο μεμονωμένων έργων.
Συμφωνία για «προσιτούς ουρανούς» στην Ουγγαρία (26) Μετά από δεκαετή συνεργασία, η Ουγγρική Εταιρεία Ορνιθολογίας και Προστασίας της Φύσης (MME / BirdLife Hungary) υπέγραψε τη συμφωνία «Προσιτοί Ουρανοί» με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Υδάτων, και τις συναφείς επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας στην Ουγγαρία στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Στόχος της συμφωνίας είναι η εξεύρεση μακροπρόθεσμης λύσης στο πρόβλημα της ηλεκτροπληξίας των πτηνών. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η MME κατάρτισε το 2008 χάρτη στον οποίο υποδεικνύονται οι βασικές περιοχές ασυμβατότητας μεταξύ των γραμμών μεταφοράς ισχύος και των πληθυσμών ορνιθοπανίδας στην Ουγγαρία. Οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας ανέλαβαν δέσμευση για μετατροπή όλων των επικίνδυνων γραμμών μεταφοράς στην Ουγγαρία ως το 2020 ώστε να είναι «φιλικές για τα πτηνά» και τη χρήση «φιλικών για τα πτηνά» μεθόδων διαχείρισης για τις νεοκατασκευαζόμενες γραμμές μεταφοράς ισχύος. Προτεραιότητες διατήρησης της ορνιθοπανίδας κατά μήκος του δικτύου μεταφοράς ισχύος μέσης τάσης στην Ουγγαρία
Η συντονιστική επιτροπή με εκπροσώπους όλων των συμβαλλομένων εγγυάται τακτική και δομημένη συνεργασία. Οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και οι ειδικοί σε θέματα διατήρησης συνεργάζονται στην εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για την αντίστοιχη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία οι οποίες επικαιροποιούνται συνεχώς, και στην επιτόπια δοκιμή των νέων λύσεων. Η τροποποίηση του νόμου για την προστασία της φύσης ενίσχυσε περαιτέρω τη συνεργασία. Ένα από τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από την εφαρμογή της συμφωνίας είναι ότι ο συντονισμός, η παρακολούθηση της προόδου και η αξιολόγηση της εφαρμογής των μη νομικά δεσμευτικών συμφωνιών απαιτούν υψηλό επίπεδο ικανοτήτων, κατά προτίμηση από την πλευρά του βασικού εταίρου προστασίας της φύσης. Η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για τις δράσεις προτεραιότητας εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Οι πρόσφατες δράσεις υλοποιήθηκαν χάρη στην εθελοντική δέσμευση των κοινωφελών επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας να συγχρηματοδοτήσουν σε ποσοστό 25 % τα έργα LIFE Nature της ΕΕ. |
Εθνικός σχεδιασμός στη Σλοβενία Στη Σλοβενία, διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς (Elektro-Slovenija, d.o.o.) και μια ΜΚΟ για την προστασία της φύσης (DOPPS – BirdLife Slovenija) συνεργάστηκαν για τον σχεδιασμό και την εγκατάσταση γραμμών μεταφοράς ισχύος φιλικών προς την ορνιθοπανίδα. Η μελέτη εγκύπτει σε ζητήματα που συνδέονται στενά με τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας και τις γραμμές μεταφοράς ισχύος: [1] την έννοια των απειλούμενων ειδών και των παραγόντων που απειλούν τους πληθυσμούς ορνιθοπανίδας στη Σλοβενία, [2] τα είδη ορνιθοπανίδας στη Σλοβενία και την κατάσταση διατήρησής τους, [3] τη νομοθεσία και τη νομική πρακτική σε σχέση με τις γραμμές μεταφοράς ισχύος και τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας στη Σλοβενία, [4] τις επιπτώσεις των γραμμών μεταφοράς ισχύος στην ορνιθοπανίδα, [5] πιθανά μέτρα για την άμβλυνση των αρνητικών και την ενίσχυση των θετικών επιπτώσεων των γραμμών μεταφοράς ισχύος στην ορνιθοπανίδα, [6] την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των πιθανών μέτρων άμβλυνσης. Η Elektro-Slovenija, διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς στη Σλοβενία, χρηματοδότησε πρόσφατα μια εκτενή μελέτη αξιολόγησης με θέμα τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ πτηνών και γραμμών μεταφοράς ισχύος προκειμένου να βρεθούν τρόποι δράσης όχι μόνον προς όφελος των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και προς όφελος των πτηνών. Η μελέτη εκπονήθηκε από τη DOPPS – BirdLife Slovenija. Σχεδόν 242 km υφιστάμενων γραμμών μεταφοράς ισχύος διασχίζουν ζώνες ειδικής προστασίας (Natura 2000) στη Σλοβενία, ενώ άλλα 123 km σχεδιαζόμενων γραμμών διέρχονται από τις εν λόγω ζώνες. Δεν είναι όλα τα είδη ορνιθοπανίδας επιρρεπή στην αλληλεπίδραση με γραμμές μεταφοράς ισχύος αλλά οι περισσότερες από τις εν λόγω ζώνες φιλοξενούν σημαντικούς πληθυσμούς πτηνών που μπορεί να απειλούνται από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος. Έτσι, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, προτάθηκαν οι ακόλουθες κατευθύνσεις για την εγκατάσταση γραμμών μεταφοράς ισχύος φιλικών για τα πτηνά:
|
Γερμανική ΣΠΕ σχετικά με το δεκαετές σχέδιο ανάπτυξης του ηλεκτρικού δικτύου Ο γερμανικός Ομοσπονδιακός Οργανισμός Δικτύων (Bundesnetzagentur) διενήργησε ΣΠΕ σε σχέση με το γερμανικό δεκαετές σχέδιο ανάπτυξης του ηλεκτρικού δικτύου. Μελετήθηκαν οι εξής εγκαταστάσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας: επίγειες γραμμές ισχύος υψηλής τάσης σταθερού και εναλλασσόμενου ρεύματος (εναέριες και υπόγειες), υποθαλάσσια καλώδια, υβριδικά δίκτυα, και σχετικά εξαρτήματα. Στόχοι της ΣΠΕ είναι:
Για τους σκοπούς της ΣΠΕ, συγκεντρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι διάφορες περιβαλλοντικές εκτιμήσεις για μεμονωμένα έργα που είχαν ανατεθεί και εκπονηθεί από διάφορους φορείς, π.χ. υπουργεία, ομοσπονδιακές αρχές, πανεπιστήμια, εταιρείες συμβούλων και διαχειριστές δικτύων. Πραγματοποιήθηκε επίσης δημόσια διαβούλευση προκειμένου να συζητηθεί το πεδίο ανάλυσης και η ανάπτυξη κοινής μεθοδολογίας, ώστε να μην ξεκινά από το μηδέν η διενέργεια περιβαλλοντικών εκτιμήσεων για μεμονωμένα έργα ανάπτυξης δικτύων. Το πεδίο που προέκυψε ως αποτέλεσμα ήταν, ωστόσο, αισθητά ευρύτερο και για πρώτη φορά η Bundesnetzagentur εξέτασε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις όχι μόνον επίγειων αλλά και υπεράκτιων έργων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εξετάστηκαν επίσης οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων που χρησιμοποιούν υπόγεια καλώδια. Επιπροσθέτως, η ανάλυση εναλλακτικών λύσεων στην περιβαλλοντική έκθεση αποκτά μεγαλύτερη έκταση. Εξετάστηκαν εναλλακτικές λύσεις για μεμονωμένα έργα καθώς και ένα εναλλακτικό υπεράκτιο σημείο σύνδεσης δικτύων και διάφορες τεχνολογίες μεταφοράς. Επιπροσθέτως, η Bundesnetzagentur διενέργησε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για διαφορετικά σενάρια ανάπτυξης, γεγονός που τη βοήθησε να προβεί σε τεκμηριωμένες επιλογές και να επιλέξει τα λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον έργα. |
6.3. Αναζήτηση τρόπων εξορθολογισμού των διαδικασιών αδειοδότησης για τις εγκαταστάσεις μεταφοράς ενέργειας
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της υιοθέτησης μιας πιο στρατηγικής προσέγγισης του σχεδιασμού της μεταφοράς ενέργειας είναι ότι βοηθά στην οργάνωση των διαφόρων διαδικασιών αδειοδότησης και των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων με πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Η διαδικασία εξορθολογισμού τυποποιήθηκε για τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος (ΣΚΕ) βάσει του κανονισμού TEN-E και εκπονήθηκαν ειδικές κατευθύνσεις της Επιτροπής για τον τρόπο εφαρμογής αυτών των μηχανισμών εξορθολογισμού στην πράξη, ώστε να εξασφαλιστεί το μέγιστο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος σύμφωνα με το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ.
Οι κατευθύνσεις εισηγούνται μια σειρά συστάσεων οι οποίες, αν και σχεδιάστηκαν για τα ΣΚΕ, παρουσιάζουν επίσης συνάφεια για όλα τα άλλα σχέδια ή έργα υποδομών μεταφοράς ενέργειας. Για τον λόγο αυτό συνοψίζονται για άλλη μια φορά αμέσως πιο κάτω (27).
Οι συστάσεις εστιάζουν συγκεκριμένα στα εξής:
— |
Έγκαιρος σχεδιασμός, προγραμματισμός και καθορισμός του πεδίου πληροφορίας των εκτιμήσεων |
— |
Έγκαιρη και αποτελεσματική διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των άλλων περιβαλλοντικών απαιτήσεων |
— |
Συντονισμός και καθορισμός χρονικών ορίων των διαδικασιών |
— |
Συλλογή δεδομένων, κοινοχρησία δεδομένων και έλεγχος ποιότητας |
— |
Διασυνοριακή συνεργασία, και |
— |
Έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή του κοινού. |
6.3.1. Έγκαιρος σχεδιασμός, προγραμματισμός και καθορισμός του πεδίου πληροφορίας των εκτιμήσεων
Όπως προαναφέρθηκε στο παρόν κεφάλαιο, ο έγκαιρος σχεδιασμός και ο προγραμματισμός των διαφόρων εκτιμήσεων και λοιπών περιβαλλοντικών απαιτήσεων που πρέπει να εκπληρωθούν είναι καίριας σημασίας για τον επιτυχή εξορθολογισμό των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Υπό ιδανικές συνθήκες, αυτό θα γίνει στο πολύ αρχικό στάδιο της μελέτης ενός σχεδίου ή έργου (π.χ. κατά τον ορισμό των σημείων σύνδεσης) και θα έχει ως αποτέλεσμα έναν συνοπτικό οδικό χάρτη των εκτιμήσεων, όπου θα αναφέρεται ποιο είδος εκτίμησης πρέπει να διενεργηθεί σε ποιο χρονικό σημείο κατά τη συνολική διαδικασία εκτίμησης / αδειοδότησης. Αυτός ο προγραμματισμός πρέπει να είναι η βασική ευθύνη του διαχειριστή του έργου, σε στενή συνεργασία με τη συντονιστική αρχή.
Σε περίπτωση σταδιακής εκτίμησης, ο οδικός χάρτης πρέπει επίσης να προσδιορίζει ποιες πτυχές μπορούν να αξιολογούνται σε ποιο στάδιο της διαδικασίας ώστε να εξασφαλίζεται η συμπληρωματικότητα, να αποφεύγεται η μη συνεκτίμηση ορισμένων στοιχείων και να περιορίζεται ο κίνδυνος της επανάληψης εκτιμήσεων. Ο οδικός χάρτης μπορεί επίσης να καθορίζει με ποιον τρόπο και σε ποιο σημείο της διαδικασίας πρέπει να εκπληρωθούν άλλες περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Για να προγραμματιστούν ικανοποιητικά οι διάφορες απαιτούμενες εκτιμήσεις και άλλες σχετικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις, συνιστάται ένας πολύ πρώιμος καθορισμός του πεδίου πληροφορίας όλων των δυνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου ήδη από το στάδιο της μελέτης. Ένας πιο αναλυτικός καθορισμός του πεδίου πληροφορίας μπορεί να διενεργηθεί παράλληλα με την περαιτέρω ανάπτυξη του έργου, π.χ. στη φάση πριν από την εφαρμογή (όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 4α του νέου κανονισμού TEN-E) ή ως μέρος της διαδικασίας ΕΠΕ/δέουσας εκτίμησης.
Ο καθορισμός του πεδίου πληροφορίας ενθαρρύνει τον έγκαιρο διάλογο, βοηθά στον προσδιορισμό της σχετικής νομοθεσίας ή των αναγκαίων εκτιμήσεων και κανονιστικών ελέγχων, καθώς και δυνητικών επιπτώσεων που μπορεί να είναι σημαντικές για το έργο αλλά όχι άμεσα αντιληπτές από τον διαχειριστή του έργου. Βοηθά επίσης στον προσδιορισμό συναφών δεδομένων, πιθανών εναλλακτικών λύσεων, μεθόδων συλλογής πληροφοριών και του πεδίου και επιπέδου λεπτομέρειάς τους, καθώς και ζητημάτων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για όσους επηρεάζονται και για το κοινό. Έχοντας συμφωνήσει από την αρχή με τις αρμόδιες αρχές για το τι αναμένεται από την εκτίμηση, ο διαχειριστής του προγράμματος μπορεί με σιγουριά και αποτελεσματικότητα να προγραμματίσει εκ των προτέρων τη συλλογή περιβαλλοντικών πληροφοριών.
6.3.2. Έγκαιρη και αποτελεσματική διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των άλλων περιβαλλοντικών απαιτήσεων
Συνιστάται θερμά η διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά το δυνατόν λεπτομερώς και στο πρωιμότερο δυνατό στάδιο της συνολικής διαδικασίας. Πρέπει να εφαρμόζεται μια πραγματική κλιμακωτή προσέγγιση (ιεραρχική σύνδεση) (28) (29) ώστε να διασφαλίζεται ότι οι διάφορες εκτιμήσεις που απαιτούνται βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της ΕΕ, ή στις διάφορες φάσεις της διαδικασίας, θα βασίζονται η μια στην άλλη, και θα αλληλοσυμπληρώνονται. Οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις πέραν των εκτιμήσεων (π.χ. σύμφωνα με το αυστηρό καθεστώς προστασίας των ειδών βάσει των δύο οδηγιών για το φυσικό περιβάλλον) μπορούν επίσης να ενταχθούν όσο πιο νωρίς γίνεται στη συνολική διαδικασία με στόχο τον εντοπισμό και την αποκατάσταση των προβλημάτων σε πρώιμο στάδιο, και την αποφυγή καθυστερήσεων και προβλημάτων αποδοχής από το κοινό στην πορεία προς την αδειοδότηση του έργου.
Αναφορικά με την πρώιμη διενέργεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων, συνιστάται η υποχρεωτική επιβολή της διενέργειας ΣΠΕ και, κατά περίπτωση, δεουσών εκτιμήσεων (ΔΕ) ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού για τα εθνικά ενεργειακά προγράμματα και σχέδια (π.χ. τα σχέδια ανάπτυξης δικτύων που υποβάλλονται από διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την οδηγία 2009/72/ΕΚ (30)). Αυτό βοηθά να εκτιμηθεί η περιβαλλοντική καταλληλότητα των διαφόρων πηγών ενέργειας καθώς και των εναλλακτικών τοποθεσιών για τα ενεργειακά έργα από την αρχή.
Ενθαρρύνει μια πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προσέγγιση του χωροταξικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της οποίας οι περιβαλλοντικές παράμετροι λαμβάνονται υπόψη πολύ πιο νωρίς στη διαδικασία σχεδιασμού και σε ένα πολύ πιο στρατηγικό επίπεδο. Διασφαλίζει επίσης ότι το επίπεδο της εκτίμησης είναι πάντοτε ανάλογο με το επίπεδο σχεδιασμού/λήψης αποφάσεων και αποφεύγει τη δημιουργία τετελεσμένων με τη συμπερίληψη στα εθνικά ενεργειακά σχέδια έργων, για τα οποία δεν έχουν διενεργηθεί οι σχετικές εκτιμήσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερες ασυμβατότητες σε επίπεδο μεμονωμένων έργων, τόσο σε επίπεδο ουσίας όσο και αποδοχής από το κοινό.
Ενσωμάτωση της δέουσας εκτίμησης (ΔΕ) στα διάφορα επίπεδα της διαδικασίας σχεδιασμού και αδειοδότησης Η ΔΕ στο επίπεδο του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού ή σχεδιασμού δικτύων θα εστιάζει στην αποφυγή των ευαίσθητων τοποθεσιών, δηλαδή τοποθεσιών όπου η χωροθέτηση της προτεινόμενης ενεργειακής υποδομής θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους διατήρησης των τόπων Natura 2000 καθώς και προστατευόμενα είδη της ΕΕ εκτός των τόπων Natura 2000. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να κατασκευάζονται ενεργειακές υποδομές μέσα σε τόπους Natura 2000, ούτε ότι οι ενεργειακές υποδομές εκτός των τόπων Natura 2000 δεν μπορεί να υπονομεύσουν τους στόχους διατήρησης των τόπων Natura 2000. Αυτό πρέπει να διερευνάται για κάθε περίπτωση χωριστά. Στο επίπεδο του χωροταξικού σχεδιασμού βάσει έργων, η ΔΕ θα εγκύπτει λεπτομερέστερα στις δυνητικές επιπτώσεις για το Natura 2000 των πιο στενά καθορισμένων εναλλακτικών προτάσεων χωροθέτησης. Οι τελευταίες μπορεί να είναι εναλλακτικές προτάσεις όδευσης που απέχουν μερικά χιλιόμετρα ή και λιγότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διενέργεια ΔΕ σε αυτό το επίπεδο θα επιτρέπει να διαπιστωθεί αν υπάρχει ανάγκη για αντισταθμιστικά μέτρα καθώς και πού πρέπει να ληφθούν αυτά τα μέτρα. Τέλος, η ΔΕ στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας για συγκεκριμένο έργο θα εστιάζει στην περαιτέρω εξειδίκευση του είδους και της σημασίας των επιπτώσεων και των ενδεχομένως απαιτούμενων μέτρων άμβλυνσης. Αυτή η περαιτέρω εξειδίκευση μπορεί να περιλαμβάνει τον καθορισμό καταλληλότερης τοποθεσίας καθώς του ακριβούς χαρακτήρα των μέτρων περιορισμού των επιπτώσεων. Στην περίπτωση των έργων που αιτιολογούνται λόγω επιτακτικών λόγων υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος (ΕΛΥΔΣ), αν η ανάγκη για αλλαγή όδευσης ή για αντισταθμιστικά μέτρα διαπιστωθεί μόλις στην τελευταία φάση της διαδικασίας σχεδιασμού και αδειοδότησης, μπορεί να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ως εκ τούτου, τα θέματα αυτά πρέπει να εξετάζονται σε πρώιμο στάδιο. |
6.3.3. Συντονισμός και καθορισμός χρονικών ορίων διαδικασιών
Βάσει του νέου κανονισμού TEN-E, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιλέξουν μεταξύ μιας ολοκληρωμένης, μιας συντονισμένης ή μιας συνεργατικής προσέγγισης της αδειοδότησης κατά την εφαρμογή της λεγόμενης άδειας «βάσει μονοαπευθυντικής διαδικασίας» για τα ΣΚΕ. Παρόλο που η οργάνωση της συνολικής διαδικασίας αδειοδότησης δεν σχετίζεται άμεσα με τον εξορθολογισμό των συναφών διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, συνιστάται θερμά στα κράτη μέλη να επιλέγουν είτε την ολοκληρωμένη είτε τη συντονισμένη προσέγγιση για τη διαδικασία αδειοδότησης, καθώς αμφότερες εξυπακούουν ένα επίπεδο γενικού συντονισμού το οποίο είναι πιθανό ότι μεγιστοποιεί τον βαθμό εξορθολογισμού και όσον αφορά τον συντονισμό των συναφών διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Ένα άλλο ισχυρό εργαλείο για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να είναι ο καθορισμός χρονικών ορίων για τμήματα ή για το σύνολο των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Λόγω των πολύ ειδικών επιστημονικών και τεχνικών ερευνών που απαιτούνται για τις δέουσες εκτιμήσεις δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους, πρέπει να ορίζονται χρονικά όρια για τις εκτιμήσεις αυτές σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά ανάλογα με τη φύση και τη διάρκεια των επιτόπιων ερευνών που απαιτούνται για τα απαντώμενα προστατευόμενα είδη και τύπους οικοτόπων της ΕΕ.
Είναι επίσης σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι ο καθορισμός χρονικών ορίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τον περιορισμό των καθυστερήσεων στις διαδικασίες εκτίμησης και την ενθάρρυνση της δημιουργίας συνεργιών μεταξύ των εκτιμήσεων όπου αυτό είναι δυνατό, αλλά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποβαθμίζει την ποιότητα των διενεργούμενων εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Η αναθεωρημένη οδηγία 2014/52/ΕΕ για την ΕΠΕ θέσπισε συγκεκριμένες υποχρεώσεις όσον αφορά την εισαγωγή χρονικών πλαισίων και «μονoαπευθυντικών» διαδικασιών.
6.3.4. Ποιότητα των μελετών
Η χρήση κατάλληλα καταρτισμένων εξωτερικών ειδικών και ανεξάρτητου ελέγχου ποιότητας μπορεί επίσης να διασφαλίσει ότι οι μελέτες εκτίμησης είναι τεκμηριωμένες και τα χρησιμοποιούμενα δεδομένα έγκυρα και συναφή. Αυτό θα συμβάλει στην αποφυγή καθυστερήσεων που οφείλονται σε ατελείς ή ανεπαρκείς εκτιμήσεις. Επιπροσθέτως σύμφωνα με την αναθεωρημένη οδηγία 2014/52/ΕΕ για την ΕΠΕ τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την πληρότητα και την ποιότητα των μελετών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διαδικασία αδειοδότησης του άρθρου 6 βάσει της οποίας αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι η απουσία (και όχι η ύπαρξη) επιπτώσεων, οι δε διαπιστώσεις της ΔΕ είναι δεσμευτικές για την αρμόδια αρχή.
6.3.5. Διασυνοριακή συνεργασία
Για τα διασυνοριακά έργα τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται και να συντονίζονται μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του πεδίου και του βαθμού λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται από τον διαχειριστή έργου και το χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία χορήγησης της άδειας. Αυτό μπορεί να γίνεται με κοινή διαδικασία, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την πιθανότητα να έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να οργανώνονται από κοινού από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών, ή μπορεί να συσταθεί τρίτος φορέας (φορέας συντονισμού) ειδικά για τη διασυνοριακή συνεργασία.
Η ΕΕ έχει υπογράψει τη σύμβαση για την αξιολόγηση των επιπτώσεων επί του διασυνοριακού περιβάλλοντος (σύμβαση του Espoo) και το πρωτόκολλο για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (πρωτόκολλο ΣΠΕ) (31). Επιπροσθέτως των οδηγιών ΕΠΕ και ΣΠΕ, στα κείμενα αυτά ορίζεται ότι, όσον αφορά τα σχέδια και τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που το ζητήσει ένα κράτος μέλος το οποίο ενδέχεται να υποστεί σημαντικές επιπτώσεις, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου εκπονείται, ή προορίζεται να υλοποιηθεί, το σχέδιο, το πρόγραμμα ή το έργο, οφείλει πριν από την έγκρισή του και το ταχύτερο δυνατό να ενημερώσει σχετικά το άλλο κράτος μέλος (32). Το 2013 η Επιτροπή εξέδωσε κατευθύνσεις σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα διασυνοριακά έργα μεγάλης κλίμακας, με στόχο να διευκολύνει την έγκριση και την αποτελεσματική υλοποίηση τέτοιων έργων στο μέλλον (33).
Βάσει του νέου κανονισμού TEN-E, αυτή η διασυνοριακή συνεργασία είναι υποχρεωτική για τα διασυνοριακά ΣΚΕ (άρθρο 8 παράγραφος 3). Επιπλέον, όταν ένα ΣΚΕ αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες σε ό,τι αφορά την υλοποίησή του, η Επιτροπή, με τη σύμφωνη γνώμη των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, δύναται να διορίζει Ευρωπαίο συντονιστή με σκοπό τη συνδρομή και τη διευκόλυνση μεταξύ άλλων της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης και αδειοδότησης (άρθρο 6). Ο συντονιστής αυτός μπορεί επίσης να οριστεί από τα ίδια τα κράτη μέλη σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας με στόχο να αποφευχθούν τυχόν δυσκολίες στην υλοποίηση σε μεταγενέστερο στάδιο.
6.3.6. Έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή του κοινού
Η νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με τις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων (π.χ. οι οδηγίες ΕΠΕ και ΣΠΕ) και άλλα σχετικά ενωσιακά και διεθνή κείμενα (Σύμβαση του Aarhus) εντάσσουν απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία έγκρισης για τα ΣΚΕ. Στην περίπτωση της οδηγίας για τους οικοτόπους, η δημόσια διαβούλευση δεν είναι υποχρεωτική αλλά συνιστάται θερμά, κατά περίπτωση.
Θα είναι σημαντικό για τα κράτη μέλη να καθοριστεί το ιδανικό πεδίο και ο ιδανικός χρόνος εμπλοκής του κοινού στην προπαρασκευαστική διαδικασία και στη διαδικασία αδειοδότησης. Ο έγκαιρος σχεδιασμός και προγραμματισμός των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνιστάται παραπάνω πρέπει επίσης να περιλαμβάνει έγκαιρο σχεδιασμό και προγραμματισμό της συμμετοχής του κοινού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο έγκαιρος καθορισμός του πεδίου πληροφορίας μπορεί να εξετάζει όχι μόνο τις δυνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός μελλοντικού έργου, αλλά και τις ιδιαιτερότητές του και τα πιθανά προβλήματα σε σχέση με τη συμμετοχή του κοινού.
Συνιστάται η ενημέρωση και η συμμετοχή του κοινού ήδη από τον αρχικό καθορισμό του πεδίου πληροφορίας και τον αρχικό προγραμματισμό του έργου στο στάδιο της μελέτης. Η διοργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων με θέμα τον καθορισμό του πεδίου πληροφορίας θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη για την ενημέρωση του κοινού και την έγκαιρη αναπληροφόρηση από το κοινό.
7. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΥΣ
7.1. Εισαγωγή
Όπως προαναφέρθηκε, η νομοθεσία της ΕΕ για το φυσικό περιβάλλον δεν απαγορεύει τις αναπτυξιακές δραστηριότητες μέσα και γύρω από τόπους Natura 2000. Αντί αυτού, ορίζει ότι κάθε σχέδιο ή έργο το οποίο είναι δυνατόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση σε έναν ή περισσότερους τόπους Natura 2000 υποβάλλεται σε δέουσα εκτίμηση (ΔΕ) σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους προκειμένου να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του εν λόγω σχεδίου ή έργου στον/στους τόπο/-ους.
Το παρόν κεφάλαιο εξηγεί πώς πρέπει να διενεργείται η δέουσα εκτίμηση βάσει του άρθρου 6 με ιδιαίτερη έμφαση στα σχέδια και στα έργα υποδομών μεταφοράς ενέργειας.
Επειδή το δίκτυο Natura 2000 αφορά τους πιο πολύτιμους και απειλούμενους οικοτόπους και είδη της Ευρώπης, οι διαδικασίες για την έγκριση αναπτυξιακών έργων που είναι πιθανό να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στους εν λόγω τόπους είναι αρκετά αυστηρές ώστε να αποφεύγεται η υπονόμευση των γενικών στόχων των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους.
Οι καθυστερήσεις στη διαδικασία έγκρισης προκαλούνται πολύ συχνά από ανεπαρκείς εκτιμήσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να κρίνουν με ασφάλεια τις επιπτώσεις του σχεδίου ή του έργου. Συνεπώς, εφιστάται η προσοχή στην ανάγκη να λαμβάνονται οι αποφάσεις με βάση επαρκείς επιστημονικές πληροφορίες και εμπειρογνωμοσύνη.
Είναι επίσης σημαντικό να αποφεύγεται η σύγχυση ανάμεσα στις εκτιμήσεις επιπτώσεων που διενεργούνται δυνάμει των οδηγιών ΕΠΕ και ΣΠΕ και στη δέουσα εκτίμηση (ΔΕ) που διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Παρόλο που οι εκτιμήσεις αυτές διενεργούνται πολλές φορές μαζί, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας, καθεμιά έχει διαφορετικό σκοπό και εκτιμά τις επιπτώσεις σε διαφορετικές πτυχές του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, μια ΕΠΕ ή ΣΠΕ δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δέουσα εκτίμηση ή να λειτουργήσει ως υποκατάστατο αυτής.
Το αποτέλεσμα κάθε διαδικασίας εκτίμησης είναι επίσης διαφορετικό. Στην περίπτωση της εκτίμησης ΕΠΕ ή ΣΠΕ, οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις. Στην περίπτωση της ΔΕ, ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι νομικά δεσμευτικό για την αρμόδια αρχή και καθοριστικό για την τελική απόφασή της. Έτσι, αν η ΔΕ δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι δεν θα υπάρξει δυσμενής επίπτωση στην ακεραιότητα του τόπου Natura 2000, παρά την εφαρμογή μέτρων άμβλυνσης, τότε το σχέδιο ή το έργο μπορεί να εγκριθεί μόνον εφόσον πληρούνται οι συνθήκες στη διαδικασία παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4.
Το παράρτημα 6 επιχειρεί μια σύγκριση των εκτιμήσεων επιπτώσεων βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους, δηλαδή της ΕΠΕ και της ΣΠΕ.
Άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. |
7.2. Το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αδειοδότησης του άρθρου 6
Η διαδικασία αδειοδότησης και, συνεπώς, η δέουσα εκτίμηση, εστιάζει στα είδη και στους τύπους οικοτόπων που προστατεύονται από τις οδηγίες για τα πτηνά και τους οικοτόπους, και ιδίως σε εκείνα τα είδη και οικοτόπους βάσει των οποίων έχει χαρακτηριστεί ο τόπος Natura 2000.
Αυτό σημαίνει ότι η δέουσα εκτίμηση δεν οφείλει να εκτιμά την επίδραση σε άλλα είδη πανίδας και χλωρίδας, εκτός εάν αυτά είναι οικολογικώς σημαντικά για τα προστατευόμενα είδη και οικοτόπους της ΕΕ στον συγκεκριμένο τόπο. Συνεπώς, η δέουσα εκτίμηση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής απ' ό,τι μια εκτίμηση βάσει των οδηγιών ΕΠΕ και ΣΠΕ, καθώς περιορίζεται στις επιπτώσεις για τόπους Natura 2000 με βάση τους στόχους διατήρησής τους.
Όσον αφορά το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της, οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 3 δεν περιορίζονται στα σχέδια και στα έργα που υλοποιούνται αποκλειστικά σε τόπους Natura 2000· αφορούν επίσης αναπτυξιακά έργα εκτός των τόπων Natura 2000 τα οποία όμως είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτούς. Το έναυσμα για τη διενέργεια μιας τέτοιας εκτίμησης δεν βασίζεται στο αν το έργο υλοποιείται εντός των ορίων ενός τόπου Natura 2000 ή όχι, αλλά στο κατά πόσο το έργο είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε τόπο Natura 2000 και στους στόχους διατήρησής του.
Εδώ περιλαμβάνεται και η εξέταση πιθανών διασυνοριακών επιπτώσεων. Αν ένα σχέδιο ή ένα έργο σε μια χώρα είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε τόπο Natura 2000 μιας δεύτερης χώρας, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια ή έργα, θα πρέπει επίσης να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις στην ακεραιότητα των τόπων Natura 2000 στη δεύτερη αυτή χώρα. Αυτό συνάδει με τη Σύμβαση του Espoo και το πρωτόκολλο της εν λόγω σύμβασης για τη ΣΠΕ όπως εφαρμόζονται στην επικράτεια της ΕΕ μέσω των οδηγιών ΕΠΕ και ΣΠΕ (βλέπε παράγραφο 6.3.5 του παρόντος εγγράφου κατευθύνσεων).
Οι επιπτώσεις πρέπει να καθορίζονται σε συνάρτηση με τα είδη και τους τύπους οικοτόπων βάσει των οποίων έχει χαρακτηριστεί ο συγκεκριμένος τόπος. Αυτό επηρεάζει την ακτίνα γύρω από την περιοχή του έργου στην οποία πρέπει να αναζητηθούν πιθανές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ένα σπάνιο φυτό το οποίο ενδημεί σε μια πολύ περιορισμένη περιοχή και μόνο σε ειδικές συνθήκες ενδιαιτήματος μπορεί να επηρεαστεί μόνον από έργα άμεσης εγγύτητας σε σύγκριση με ένα αποδημητικό είδος το οποίο έχει ευρύτερες απαιτήσεις σε επίπεδο ενδιαιτήματος και μπορεί, συνεπώς, να επηρεαστεί από σχέδια ή έργα σε μεγαλύτερη απόσταση.
Διάγραμμα 6
Διάγραμμα ροής της διαδικασίας του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4 (με βάση τον μεθοδολογικό οδηγό της Επιτροπής για το άρθρο 6)
Άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνο για άλλους επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος αν η Επιτροπή εκδώσει θετική γνωμοδότηση και ληφθούν επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα
Η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί
Μπορεί να χορηγηθεί άδεια υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα
Να εκτιμηθούν οι σωρευτικές και οι συνδυαστικές επιπτώσεις με άλλασχέδια και/ή έργα
Επανασχεδίαση του σχεδίου/έργου
Ναι
Υπάρχουν παράμετροι που σχετίζονται με την ανθρώπινη υγεία ή ασφάλεια ή σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη;
Υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος;
Φιλοξενεί ο τόπος είδος ή ενδιαίτημα προτεραιότητας;
Παρέκκλιση - Άρθρο 6.4
Όχι
Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις;
Μπορούν οι αρνητικές επιπτώσεις να εξαλειφθούν, π.χ. με μέτρα άμβλυνσης;
Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί
Συνάγεται ότι το Σ/Ε δεν επηρεάζει αρνητικά την ακεραιότητα του τόπου;
Δέουσα εκτίμηση
Προέλεγχος
Η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί
Όχι
Όχι
Όχι
Όχι
Ναι
Ναι
Ναι
Ναι
Ναι
Ναι
Ναι
Ναι
Όχι
Όχι
Να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις έναντι των στόχων διατήρησης του τόπου
Είναι το Σ/Ε πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τόπο;
Είναι το σχέδιο ή το έργο (Σ/Ε) άμεσα συνδεδεμένο με, ή αναγκαίο για, τη διαχείριση διατήρησης του τόπου;
7.3. Μια βήμα προς βήμα διαδικασία για τη διενέργεια της δέουσας εκτίμησης
Η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 πρέπει να εκτελείται σε διαδοχικά βήματα. Το κάθε βήμα καθορίζει αν η διαδικασία πρέπει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Αν, π.χ., μετά τον προέλεγχο, συναχθεί ότι δεν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στον τόπο Natura 2000, τότε το σχέδιο ή το έργο μπορεί να εγκριθεί χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εκτίμηση.
Τα βήματα είναι τα εξής (βλέπε διάγραμμα):
— |
Βήμα πρώτο: προέλεγχος – το πρώτο αυτό βήμα συνίσταται στο να διαπιστωθεί κατά πόσο ένα σχέδιο ή ένα έργο πρέπει να υποβληθεί σε δέουσα εκτίμηση ή όχι. Αν είναι πιθανό να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση σε τόπο Natura 2000, τότε απαιτείται διενέργεια δέουσας εκτίμησης. |
— |
Βήμα δεύτερο: δέουσα εκτίμηση – εφόσον αποφασιστεί ότι απαιτείται διενέργεια ΔΕ, πρέπει να διεξαχθεί λεπτομερής ανάλυση των δυνητικών επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου, καθεαυτού ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, στην ακεραιότητα του/των τόπου/-ων Natura 2000 λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. |
— |
Βήμα τρίτο: λήψη αποφάσεων - Εάν η δέουσα εκτίμηση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει δυσμενής επίπτωση στην ακεραιότητα του τόπου η οποία δεν μπορεί να αμβλυνθεί, τότε οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απορρίψουν το έργο ή το σχέδιο. |
Το άρθρο 6 παράγραφος 4 προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις στον γενικό αυτό κανόνα. Έτσι, αν το συμπέρασμα είναι ότι το σχέδιο ή το έργο θα έχουν δυσμενή επίπτωση στον τόπο Natura 2000, το εν λόγω σχέδιο ή έργο μπορεί παρά ταύτα να εγκριθεί σε εξαιρετικές περιστάσεις υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι συνθήκες του άρθρου 6 παράγραφος 4. Πρέπει να αποδειχθεί αντικειμενικά, με αξιόπιστα στοιχεία, ότι δεν θα υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στον τόπο Natura 2000.
7.3.1. Βήμα πρώτο: προέλεγχος
Το πρώτο βήμα στη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 3 είναι να διαπιστωθεί αν είναι πραγματικά αναγκαίο να διενεργηθεί ΔΕ ή όχι, αν δηλαδή ένα σχέδιο ή ένα έργο είναι πιθανό να έχει σημαντική επίπτωση σε τόπο Natura 2000. Αν μπορεί να προσδιοριστεί με επαρκή βεβαιότητα ότι το σχέδιο ή το έργο δεν είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια ή έργα, τότε μπορεί να εγκριθεί χωρίς περαιτέρω εκτίμηση.
Ωστόσο, αν υπάρχουν αμφιβολίες, πρέπει να διενεργηθεί δέουσα εκτίμηση ώστε να μελετηθούν πλήρως οι εν λόγω επιπτώσεις. Αυτό επιβεβαιώθηκε από το ΔΕΕ στην απόφαση Waddensea (C-127/02) στην οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «η κίνηση του μηχανισμού προστασίας του περιβάλλοντος που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν προϋποθέτει, όπως εξάλλου προκύπτει από τον ερμηνευτικό οδηγό του άρθρου αυτού που κατήρτισε η Επιτροπή, υπό τον τίτλο ''Διαχείριση των τόπων Natura 2000: – Οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας “περί οικοτόπων” (92/43/ΕΟΚ)” την ύπαρξη βεβαιότητας ότι το σχέδιο επηρεάζει κατά τρόπο σημαντικό τον οικείο τόπο, αλλά γίνεται και όταν υπάρχει απλώς πιθανότητα ότι το σχέδιο μπορεί να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.» Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την απουσία σημαντικών επιπτώσεων, επιβάλλεται να γίνει μια τέτοια εκτίμηση, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εγκριθούν σχέδια ή έργα που ενδέχεται να επηρεάσουν δυσμενώς την ακεραιότητα του συγκεκριμένου τόπου.
Το σκεπτικό της τελικής απόφασης σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να διενεργηθεί δέουσα εκτίμηση πρέπει να καταγράφεται και πρέπει να παρέχονται επαρκείς πληροφορίες για την αιτιολόγηση του συμπεράσματος.
7.3.2. Βήμα δεύτερο: η δέουσα εκτίμηση
Εφόσον αποφασιστεί ότι απαιτείται δέουσα εκτίμηση, η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να διενεργηθεί προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση σχετικά με το αν θα εγκρίνει ή όχι το σχέδιο ή το έργο. Όπως προαναφέρθηκε, σκοπός της δέουσας εκτίμησης είναι να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του σχεδίου ή του έργου, καθεαυτού η από κοινού με άλλα σχέδια ή έργα, στον τόπο λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.
Ο όρος «δέουσα» σημαίνει κατ' ουσία ότι η εκτίμηση πρέπει να είναι η δέουσα για τον σκοπό που εξυπηρετεί βάσει των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους, δηλαδή για την προστασία των ειδών και των τύπων οικοτόπων που απαριθμούνται στις δύο αυτές οδηγίες. «Δέουσα» σημαίνει επίσης ότι η εκτίμηση πρέπει να καταλήγει σε αιτιολογημένη απόφαση. Αν η μελέτη δεν περιλαμβάνει αρκετά αναλυτική εκτίμηση των επιπτώσεων στον τόπο Natura 2000 ή δεν παρέχει αρκετά στοιχεία για τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με το αν επηρεάζεται δυσμενώς η ακεραιότητα του τόπου, τότε η εκτίμηση δεν εκπληρώνει τον σκοπό της και δεν μπορεί να θεωρηθεί «δέουσα».
Εκτιμήσεις που περιορίζονται σε γενικές περιγραφές και παρέχουν μόνο μια επιφανειακή επισκόπηση των υπαρχόντων δεδομένων για το φυσικό περιβάλλον του τόπου δεν θεωρούνται «δέουσες» για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 3. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από το ΔΕΕ το οποίο έχει κρίνει ότι η δέουσα εκτίμηση πρέπει να «διατυπών [ει] πλήρ[η], ακριβ[ή] και οριστικ[ά] συμπεράσματα, ικανά να διασκεδάσουν οποιαδήποτε εύλογη επιστημονικής φύσεως αμφιβολία όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στον οικείο [τόπο]» (Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-304/05).
Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η πιο προηγμένη επιστημονική γνώση κατά τη διενέργεια της δέουσας εκτίμησης ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να συμπεράνουν με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι δεν θα υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ακεραιότητα του τόπου. Ως προς αυτό θεώρησε ότι «πρέπει να επισημανθούν, λαμβανομένων υπόψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες εκείνες οι πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, να επηρεάσουν αυτούς τους σκοπούς.» (C-127/02, σκέψη 54).
Λόγω της εξειδικευμένης φύσης της δέουσας εκτίμησης, συνιστάται θερμά να βασίζεται η εκτίμηση σε αναλύσεις που έχουν διενεργηθεί από κατάλληλα καταρτισμένους επιστήμονες οικολόγους.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, ενώ ο διαχειριστής του έργου είναι αυτός που αναλαμβάνει ή αναθέτει τη ΔΕ, αποτελεί ευθύνη των αρμόδιων αρχών να βεβαιωθούν ότι η ΔΕ έχει διενεργηθεί σωστά και μπορεί να καταδείξει αντικειμενικά, με αποδεικτικό υλικό, ότι δεν θα υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ακεραιότητα του τόπου Natura 2000, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.
— Εκτίμηση των επιπτώσεων λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης του τόπου
Όπως προαναφέρθηκε, η εκτίμηση θα αξιολογήσει τις πιθανές επιπτώσεις του σχεδίου ή του έργου για τον τόπο λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης του τόπου. Για να γίνει κατανοητό ποιοι είναι οι στόχοι διατήρησης, είναι αναγκαίο να υπενθυμιστεί πώς επιλέγονται οι τόποι Natura 2000. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, κάθε τόπος περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000 λόγω της αξίας διατήρησης που παρουσιάζει για έναν ή περισσότερους από τους τύπους οικοτόπων που απαριθμούνται στο παράρτημα I ή τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας για τους οικοτόπους, ή τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα πτηνά, καθώς και για τα τακτικά διερχόμενα είδη αποδημητικών πτηνών.
Η αξία διατήρησης του τόπου κατά τη χρονική στιγμή του χαρακτηρισμού καταγράφεται σε τυποποιημένο έντυπο δεδομένων (ΤΕΔ). Σε αυτό περιλαμβάνεται ο επίσημος κωδικός αναγνώρισης του τόπου, το όνομα, η γεωγραφική τοποθεσία και το μέγεθος, καθώς και αναλυτικός χάρτης του. Καταγράφει επίσης τα οικολογικά χαρακτηριστικά του τόπου που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως τόπου Natura 2000 και περιέχει εκτενή εκτίμηση της κατάστασης διατήρησης του κάθε είδους ή τύπου οικοτόπου στον συγκεκριμένο τόπο (σε μια κλίμακα A έως D).
Το ΤΕΔ αποτελεί συνεπώς τη βάση αναφοράς για τον καθορισμό των στόχων διατήρησης του τόπου, σύμφωνα με τους γενικούς στόχους της οδηγίας για τους οικοτόπους (άρθρο 6 παράγραφος 1). Ο στόχος διατήρησης του εκάστοτε τόπου θα είναι, κατ' ελάχιστον, να παραμείνουν τα είδη και οι οικότοποι βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε στην ίδια κατάσταση (όπως έχει καταγραφεί στο ΤΕΔ). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να υποβαθμιστούν κάτω από αυτό το επίπεδο.
Ωστόσο, οι γενικοί στόχοι των οδηγιών για τους οικοτόπους και τα πτηνά υπερβαίνουν την απλή πρόληψη της περαιτέρω υποβάθμισης. Επιδίωξή τους είναι να εξασφαλίσουν ότι τα προστατευόμενα είδη και τύποι οικοτόπων της ΕΕ θα φτάσουν σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης στην περιοχή φυσικής κατανομής τους στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, μπορεί να απαιτηθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι διατήρησης προκειμένου να αποκατασταθεί και να βελτιωθεί η κατάσταση διατήρησης των προστατευόμενων ειδών και τύπων οικοτόπων της ΕΕ που απαντούν στον εν λόγω τόπο (βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1).
Αν έχουν τεθεί πιο φιλόδοξοι στόχοι διατήρησης, τότε οι επιπτώσεις του σχεδίου ή του έργου πρέπει να προσμετρώνται έναντι αυτών των πιο φιλόδοξων στόχων. Για παράδειγμα, αν ο στόχος είναι η αποκατάσταση του πληθυσμού του γυπαετού σε ένα ορισμένο επίπεδο πληθυσμού εντός 8 ετών, πρέπει να εκτιμηθεί αν το σχέδιο ή το έργο θα λειτουργήσει ανασταλτικά ή όχι στην επίτευξη αυτού του στόχου διατήρησης, και όχι απλώς αν ο πληθυσμός των γυπαετών θα παραμείνει σταθερός.
Συνιστάται στο διαχειριστή του έργου να προσέλθει σε διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές για τους τόπους Natura 2000 το ταχύτερο δυνατό ώστε να αποκτήσει καλύτερη γνώση του τόπου, των στόχων διατήρησής του και της κατάστασης διατήρησης των τύπων οικοτόπων και των ειδών βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε. Θα του υποδειχθεί επίσης αν υπάρχουν πιο λεπτομερείς πηγές σχετικών πληροφοριών – π.χ. κάποιο σχέδιο διαχείρισης που έχει εγκριθεί για τον τόπο ή εκθέσεις και μελέτες παρακολούθησης σχετικά με την κατάσταση διαχείρισης των συγκεκριμένων ειδών και τύπων οικοτόπων εντός της οικείας περιφέρειας ή χώρας.
— Συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών για τη ΔΕ
Στις πιθανές πηγές πληροφοριών για τους τόπους Natura 2000 περιλαμβάνονται:
|
Διάγραμμα 7
Βήματα που ακολουθούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας δέουσας εκτίμησης
ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ / ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ
για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των επιπτώσεων σε αμελητέο επίπεδο
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΠΙΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΛΛΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
ώστε να είναιδυνατή η εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥΣ
Στους στοχευόμενους τύπους οικοτόπων, στους οικοτόπους των ειδών και στα είδη καθώς και στη δομή και λειτουργία του οικολογικού συστήματος του τόπου
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Ανάλυση των πιθανών επιπτώσεων των δράσεων του έργου στα είδη και τους οικοτόπους που απαντούν στον τόπο
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ/-ΩΝNATURA 2000
Η συγκέντρωση όλων των αναγκαίων πληροφοριών τόσο για το έργο όσο και για τον τόπο Natura 2000 αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα στη διαδικασία της δέουσας εκτίμησης. Πρόκειται συνήθως για μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Αν ο πρώτος προσδιορισμός και ανάλυση αποκαλύψουν ότι υπάρχουν σημαντικά κενά γνώσεων, μπορεί να απαιτηθούν περαιτέρω οικολογικές έρευνες και επιτόπια εργασία βάσης για τη συμπλήρωση των υφιστάμενων δεδομένων.
Όπως προαναφέρθηκε, είναι σημαντικό η δέουσα αξιολόγηση να βασίζεται στην πιο προηγμένη επιστημονική γνώση στον τομέα και να είναι ικανή να άρει όλες τις εύλογες επιστημονικές αμφιβολίες όσον αφορά τις επιπτώσεις των προτεινόμενων εργασιών στον συγκεκριμένο τόπο. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από αποφάσεις του ΔΕΕ. Στην υπόθεση Waddensea (C-127/02) το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εγκρίνουν [ένα σχέδιο ή ένα έργο] […] παρά μόνον εφόσον βεβαιωθούν […] ότι αυτό δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου. Μια τέτοια πεποίθηση διαμορφώνεται όταν δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία τέτοιων επιπτώσεων».
Οι αναλυτικές έρευνες και η επιτόπια εργασία πρέπει να εστιάζουν στους οικοτόπους και στα είδη που είναι δυνητικά ευαίσθητα στις δράσεις του έργου. Η ευαισθησία πρέπει να αναλύεται με βάση τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δραστηριοτήτων του έργου (φύση, έκταση, μέθοδοι κ.λπ.) και των συγκεκριμένων οικοτόπων και ειδών (γεωγραφική τοποθεσία, οικολογικές απαιτήσεις, τόποι ζωτικής σημασίας, συμπεριφορά κ.λπ.).
Οι επιτόπιες μελέτες πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και να καλύπτουν μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι οικολογικές συνθήκες μπορεί να ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τις εποχές. Για παράδειγμα, η διενέργεια επιτόπιας μελέτης σε ένα είδος για λίγες ημέρες τον χειμώνα δεν θα αποτυπώσει τη χρήση του ενδιαιτήματος στη διάρκεια άλλων πιο σημαντικών περιόδων του έτους (π.χ. κατά τη μετανάστευση ή την αναπαραγωγή).
Η έγκαιρη διαβούλευση με τις περιβαλλοντικές αρχές, άλλους επιστημονικούς εμπειρογνώμονες και οικολογικές οργανώσεις θα συμβάλει στον σχηματισμό μιας κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης εικόνας για τον τόπο, τα είδη/οικοτόπους που απαντούν εκεί και για το είδος των επιπτώσεων που πρέπει να αναλυθούν. Μπορούν επίσης να προσφέρουν συμβουλές σχετικά με τις επικαιροποιημένες επιστημονικές πληροφορίες που διατίθενται για τον τόπο και τα προστατευόμενα είδη και τύπους οικοτόπων της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων διαχείρισης Natura 2000) και σχετικά με το ποιες συμπληρωματικές μελέτες και επιτόπιες έρευνες βάσης μπορεί να είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων του έργου.
Άλλοι ενδιαφερόμενοι, π.χ., ΜΚΟ για τη διατήρηση της φύσης, ερευνητικά ιδρύματα ή τοπικοί οργανισμοί, μπορεί επίσης να είναι σε θέση να παρέχουν περαιτέρω γνώσεις και οικολογικές πληροφορίες τοπικού χαρακτήρα που θα ήταν χρήσιμες για τη δέουσα εκτίμηση.
— Προσδιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων
Αφού συγκεντρωθούν και ελεγχθούν ως προς την πληρότητά τους όλα τα αναγκαία δεδομένα βάσης, μπορεί πλέον να αρχίσει η εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον τόπο Natura 2000. Η περιγραφή των δυνητικών αρνητικών επιπτώσεων των σχεδίων και των έργων υποδομών μεταφοράς ενέργειας όπως περιγράφονται στα κεφάλαια 3 και 4 θα βοηθήσει στον καθορισμό των τύπων επιπτώσεων που πρέπει να αναζητηθούν.
Μπορεί συγκεκριμένα να πρόκειται για:
— |
καταστροφή, υποβάθμιση ή κατακερματισμό του οικοτόπου |
— |
ηλεκτροπληξία ή προσκρούσεις |
— |
οχλήσεις και εκτόπιση ειδών |
— |
δημιουργία εμποδίων. |
Οι επιπτώσεις του κάθε έργου θα είναι μοναδικές και πρέπει να αξιολογούνται για κάθε περίπτωση χωριστά. Αυτό συνάδει με την απόφαση στην υπόθεση Waddensea: «Στο πλαίσιο της προοπτικής εκτιμήσεως των επιπτώσεων του συγκεκριμένου σχεδίου, ο σημαντικός χαρακτήρας αυτών των επιπτώσεων πρέπει […] να καθορίζεται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου τον οποίο αφορά το σχέδιο.»
Το πρώτο βήμα είναι να καθοριστεί ποιοι προστατευόμενοι οικότοποι και είδη της ΕΕ που απαντούν στην κάθε περιοχή μπορεί δυνητικά να επηρεαστούν και πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω εκτίμηση. Αυτό είναι σημαντικό επειδή κάθε είδος και τύπος οικοτόπου έχει τον δικό του οικολογικό κύκλο ζωής και απαιτήσεις διατήρησης. Οι επιπτώσεις στο κάθε είδος και στον κάθε οικότοπο ποικίλλουν επίσης από τόπο σε τόπο ανάλογα με την κατάσταση συντήρησής τους και τις υποκείμενες οικολογικές συνθήκες του εκάστοτε τόπου.
Για καθεμιά από τις καθοριζόμενες επιπτώσεις, η εκτίμηση θα εξετάσει επίσης το μέγεθος των επιπτώσεων, το είδος των επιπτώσεων, την έκταση, τη διάρκεια, την ένταση και τον χρόνο.
Η ΔΕ περιλαμβάνει επίσης εξέταση όλων των πτυχών του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στον τόπο. Κάθε στοιχείο του σχεδίου ή του έργου πρέπει να εξετάζεται με τη σειρά και οι πιθανές επιπτώσεις του στοιχείου αυτού πρέπει να εξετάζονται πρώτα σε σχέση με κάθε είδος ή τύπο οικοτόπου βάσει του οποίου χαρακτηρίστηκε ο τόπος. Στη συνέχεια, οι επιπτώσεις των διαφόρων γνωρισμάτων θα εξεταστούν όλες μαζί, και σε σχέση η μία με την άλλη, ώστε να μπορούν να εντοπιστούν οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.
Παρά την εστίαση στα είδη και στους οικοτόπους ενωσιακού ενδιαφέροντος στα οποία βασίστηκε ο χαρακτηρισμός του τόπου, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα εν λόγω γνωρίσματα-στόχοι αλληλεπιδρούν επίσης στενά με άλλα είδη και οικοτόπους, καθώς και με το φυσικό περιβάλλον, με πολύπλοκους τρόπους. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να εξετάζονται όλα τα στοιχεία που θεωρούνται ουσιαστικά για τη δομή, τη λειτουργία και τη δυναμική του οικοσυστήματος καθώς οποιαδήποτε διαφοροποίηση θα μπορούσε επίσης να έχει αρνητική επίπτωση στους τύπους οικοτόπων και στα είδη που απαντούν στον τόπο.
Οι επιπτώσεις πρέπει να προβλέπονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, και η βάση αυτών των προβλέψεων πρέπει να διευκρινίζεται και να καταγράφεται στη ΔΕ (αυτό σημαίνει ότι πρέπει επίσης να εξηγείται με κάποιο τρόπο ο βαθμός βεβαιότητας στην πρόβλεψη των επιπτώσεων).
Όπως με όλες τις εκτιμήσεις επιπτώσεων, η δέουσα εκτίμηση πρέπει να διενεργείται εντός δομημένου πλαισίου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι προβλέψεις θα γίνονται κατά το δυνατόν αντικειμενικά, χρησιμοποιώντας όπου είναι εφικτό ποσοτικοποιήσιμα κριτήρια. Αυτό θα διευκολύνει επίσης σε μεγάλο βαθμό το έργο του σχεδιασμού μέτρων άμβλυνσης που μπορούν να συμβάλουν στην εξάλειψη των προβλεπόμενων επιπτώσεων ή στη μείωσή τους σε αμελητέο επίπεδο.
Η πρόβλεψη των πιθανών επιπτώσεων μπορεί να είναι ένα σύνθετο έργο καθώς απαιτείται στιβαρή κατανόηση των οικολογικών διεργασιών και των απαιτήσεων διατήρησης συγκεκριμένων ειδών ή τύπων οικοτόπων που είναι πιθανό να επηρεαστούν. Ως εκ τούτου, συνιστάται θερμά να εξασφαλίζεται η αναγκαία συμβουλή εμπειρογνωμόνων και επιστημονική υποστήριξη κατά τη διενέργεια της δέουσας εκτίμησης.
Συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για την πρόβλεψη των επιπτώσεων: Η ΔΕ πρέπει να εφαρμόζει τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνικές και μεθόδους για την εκτίμηση της έκτασης των επιπτώσεων. Ορισμένες από τις συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες τεχνικές περιγράφονται στο παρόν πλαίσιο.
Προσαρμογή από: «Μεθοδολογικές κατευθύνσεις σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους» http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/art6/natura_2000_assess_en.pdf |
— Εκτίμηση των δυνητικών σωρευτικών επιπτώσεων
Οι σωρευτικές επιπτώσεις δεν πρέπει να παραβλέπονται στη διάρκεια της εκτίμησης· πέραν του ότι αποτελούν νομική απαίτηση του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους, μπορεί επίσης να έχουν μείζονες επιπτώσεις για το σχέδιο ή το έργο, καθώς και για άλλα επόμενα σχέδια ή έργα τα οποία προτείνονται στην ίδια περιοχή.
Τα έργα ανάπτυξης υποδομών ενέργειας προχωρούν με ταχείς ρυθμούς στην ΕΕ, και είναι, συνεπώς, σημαντικό οι σωρευτικές επιπτώσεις να εκτιμώνται πλήρως στα πρώτα στάδια της διαδικασίας εκτίμησης και να μην αντιμετωπίζονται απλώς «εκ των υστέρων» στο τέλος.
Το άρθρο 6 παράγραφος 3 δεν ορίζει ρητώς ποια άλλα σχέδια και έργα εμπίπτουν στο πεδίο της διάταξης για την από κοινού επίδραση αλλά αυτό που επιδιώκει είναι να λαμβάνονται υπόψη οι σωρευτικές επιπτώσεις που μπορεί να επέλθουν σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξετάζονται τα σχέδια ή τα έργα που είναι ολοκληρωμένα, εγκεκριμένα αλλά μη ολοκληρωμένα, ή προτεινόμενα.
Κατά την εξέταση ενός προτεινόμενου σχεδίου ή έργου, τα κράτη μέλη δεν διαμορφώνουν μια εικασία υπέρ άλλων παρεμφερών, αλλά μη προταθέντων προς το παρόν, σχεδίων ή έργων στο μέλλον. Απεναντίας, αν σε μια περιοχή έχει ήδη εγκριθεί ένα ή περισσότερα έργα, αυτό μπορεί να τοποθετήσει πιο χαμηλά το οικολογικό όριο σε σχέση με τη σημασία των επιπτώσεων για μελλοντικά σχέδια ή έργα στη συγκεκριμένη περιοχή.
Για παράδειγμα, αν υποβληθούν διαδοχικά έργα υποδομής ηλεκτρικής ενέργειας μέσα ή γύρω από μια σειρά τόπων Natura 2000, μπορεί κάλλιστα η εκτίμηση του πρώτου ή του δεύτερου έργου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς τους τόπους Natura 2000, αλλά τα επόμενα έργα μπορεί να μην εγκριθούν επειδή οι επιπτώσεις τους, συνδυαζόμενες με εκείνες των προηγούμενων έργων, γίνονται αρκετά σημαντικές ώστε να επηρεάζουν αρνητικά την ακεραιότητα της περιοχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό τα έργα ενεργειακών υποδομών να εξετάζονται στρατηγικά και σε συνδυασμό μεταξύ τους σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, και να μην θεωρούνται απλώς ως μεμονωμένα, αποκομμένα έργα.
— Τα βήματα της εκτίμησης των σωρευτικών επιπτώσεων
Διάγραμμα 8
Προσαρμογή από: «Μεθοδολογικές κατευθύνσεις σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους»
http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/art6/natura_ 2000_assess_en.pdf
Τα βήματα της εκτίμησης |
Δραστηριότητα προς ολοκλήρωση |
Προσδιορισμός όλων των έργων/σχεδίων που μπορεί να ασκούν επίδραση από κοινού |
Προσδιορισμός όλων των πιθανών πηγών επιπτώσεων από το εξεταζόμενο σχέδιο ή έργο, σε συνδυασμό με όλες τις άλλες πηγές στο υφιστάμενο περιβάλλον, και των λοιπών επιπτώσεων που είναι πιθανό να προκύψουν από άλλα προτεινόμενα έργα ή σχέδια. |
Προσδιορισμός επιπτώσεων |
Προσδιορισμός των τύπων επιπτώσεων (π.χ. θόρυβος, μείωση υδάτινων πόρων, χημικές εκπομπές κ.λπ.) που είναι πιθανό να επηρεάσουν πτυχές της δομής και των λειτουργιών του τόπου που είναι ευάλωτες στην αλλαγή. |
Καθορισμός ορίων για την εκτίμηση |
Καθορισμός των ορίων για την εξέταση των σωρευτικών επιπτώσεων: επισημαίνεται ότι θα υπάρχουν διαφορετικοί τύποι επιπτώσεων (π.χ. στους υδάτινους πόρους, θόρυβος) και μπορεί να περιλαμβάνουν απομακρυσμένες (εκτός τόπου) τοποθεσίες. |
Προσδιορισμός διαδρομών |
Προσδιορισμός δυνητικής συσσώρευσης διαδρομών (π.χ. μέσω υδάτινων οδών, του αέρα κ.λπ.· συσσώρευση επιπτώσεων στον χρόνο και στον χώρο). Εξέταση των συνθηκών στον τόπο προκειμένου να διαπιστωθεί πού απειλούνται οι ευάλωτες πτυχές της δομής και λειτουργίας του τόπου. |
Πρόβλεψη |
Πρόβλεψη του μεγέθους/έκτασης των πιθανών σωρευτικών επιπτώσεων που προσδιορίστηκαν. |
Εκτίμηση |
Σχολιασμός όσον αφορά το αν οι δυνητικές σωρευτικές επιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικές ή όχι. |
— Προσδιορισμός της σημασίας των επιπτώσεων
Αφού προσδιοριστούν οι επιπτώσεις, πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση της σημασίας τους για τον τόπο και τα γνωρίσματα-στόχους. Κατά την εκτίμηση της σημασίας μπορούν να εξετάζονται οι ακόλουθες παράμετροι:
— |
Ποσοτικές παράμετροι: π.χ. πόση έκταση οικοτόπου χάνεται για το συγκεκριμένο είδος ή τύπο οικοτόπου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απώλεια ακόμη και μεμονωμένων μονάδων ή μικρών περιοχών παρουσίας σε δεδομένο τόπο Natura 2000 (π.χ. για τύπους οικοτόπων και είδη προτεραιότητας) θα θεωρηθεί σημαντική επίπτωση. Σε άλλες περιπτώσεις, το αντίστοιχο όριο μπορεί να είναι υψηλότερο. Και εδώ, αυτό εξαρτάται από τα είδη και τους τύπους οικοτόπων, την κατάσταση διατήρησής τους στον εν λόγω τόπο καθώς τις μελλοντικές προοπτικές τους. |
— |
Ποιοτικές παράμετροι: η σημασία των επιπτώσεων πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα: του τύπου οικοτόπου ή του είδους εντός του συγκεκριμένου τόπου, αν, π.χ., πρόκειται για τόπο με σημαντική παρουσία του είδους (π.χ. ζώνη κρίσιμης σημασίας για την παρουσία, μεγαλύτερες περιοχές αντιπροσωπευτικών συστάδων κ.λπ.) ή για τόπο στον οποίο το είδος βρίσκεται στο όριο της υφιστάμενης περιοχής κατανομής του. Οι οικότοποι ή τα είδη μπορεί να βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης εντός του τόπου ή, εναλλακτικά, σε κακή κατάσταση που χρήζει αποκατάστασης. |
— |
Σπουδαιότητα του τόπου από την άποψη της βιολογίας του είδους, π.χ. ως τόπος αναπαραγωγής (σημεία φωλεοποίησης, τόποι ωοτοκίας κ.λπ.), ενδιαίτημα ταΐσματος, περιοχή που προσφέρει προστασία και μεταναστευτικές διαδρομές. |
— |
Οικολογικές λειτουργίες αναγκαίες για τη συντήρηση ή την αποκατάσταση των ειδών και των οικοτόπων που απαντούν στον τόπο, και για τη συνολική ακεραιότητα του τόπου. |
Όταν υπάρχουν αμφιβολίες ή διαφορές σχετικά με τον βαθμό σημασίας, είναι καλύτερο να επιδιώκεται ευρύτερη συμφωνία μεταξύ των συναφών εμπειρογνωμόνων, π.χ. περιφερειακών και/ή εθνικών ειδικών επιστημόνων στο επηρεαζόμενο γνώρισμα-στόχο ώστε να υπάρξει ομοφωνία επ' αυτού.
— Λήψη μέτρων άμβλυνσης για την εξάλειψη των δυσμενών επιπτώσεων
Αφού προσδιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις, θα είναι πλέον δυνατό να εξεταστεί η δυνατότητα λήψης μέτρων άμβλυνσης για την εξάλειψη, την πρόληψη ή τον περιορισμό αυτών των επιπτώσεων σε αμελητέο επίπεδο (βλέπε κεφάλαιο 5 για προτάσεις σχετικά με τα διάφορα είδη μέτρων άμβλυνσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για έργα ενεργειακών υποδομών). Κατά τη διερεύνηση των κατάλληλων μέτρων άμβλυνσης είναι σημαντικό να εξετάζονται πρώτα εκείνα που μπορούν να εξαλείψουν τις επιπτώσεις στην πηγή και, μόνον όταν αυτά δεν είναι εφικτά, πρέπει να εξετάζονται άλλα μέτρα άμβλυνσης που μπορούν τουλάχιστον να περιορίσουν ή να μετριάσουν σημαντικά τις αρνητικές επιπτώσεις του έργου.
Τα μέτρα άμβλυνσης πρέπει να είναι ειδικά σχεδιασμένα για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων που διαπιστώνονται στη διάρκεια της ΔΕ. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα αντισταθμιστικά μέτρα που στοχεύουν στην αποκατάσταση της προκαλούμενης ζημίας. Η λήψη αντισταθμιστικών μέτρων μπορεί να εξεταστεί μόνον εάν το σχέδιο ή το έργο έχει γίνει δεκτό ως αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις (βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4 – βλέπε κατωτέρω).
Τα προτεινόμενα μέτρα άμβλυνσης μπορεί να περιλαμβάνουν:
— |
λεπτομέρειες για το κάθε προτεινόμενο μέτρο και εξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα εξαλείψει ή θα περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις που έχουν προσδιοριστεί· |
— |
στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν και από ποιον· |
— |
χρονοδιάγραμμα της εφαρμογής σε σχέση με το έργο ή το σχέδιο (ορισμένα μπορεί να πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή πριν προχωρήσει η υλοποίηση του έργου ή σχεδίου)· |
— |
λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο παρακολούθησης του έργου και τον τρόπο με τον οποίο τα αποτελέσματα θα τροφοδοτήσουν την καθημερινή λειτουργία του έργου (προσαρμοστική διαχείριση – βλέπε κατωτέρω). |
Αυτό θα επιτρέψει στην αρμόδια αρχή να καθορίσει αν τα μέτρα μπορούν ή όχι να εξαλείψουν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί (και δεν προκαλούν από αβλεψία άλλες δυσμενείς επιπτώσεις στα συγκεκριμένα είδη και τύπους οικοτόπων). Αν τα μέτρα άμβλυνσης θεωρηθούν επαρκή, θα ενταχθούν ως αναπόσπαστο μέρος στις προδιαγραφές του τελικού σχεδίου ή έργου ή μπορεί να τεθούν ως προϋπόθεση για την έγκριση του έργου.
— Προσδιορισμός των ενδεχόμενων επιπτώσεων στην ακεραιότητα του τόπου
Αφού προβλεφθούν κατά το δυνατόν ακριβέστερα οι επιπτώσεις του έργου, εκτιμηθεί ο βαθμός σημασίας τους και διερευνηθούν όλα τα πιθανά μέτρα άμβλυνσης, η ΔΕ πρέπει να καταλήξει σε ένα τελικό αποτέλεσμα όσον αφορά το κατά πόσο θα επηρεάσουν δυσμενώς την ακεραιότητα του τόπου Natura 2000.
Ο όρος «ακεραιότητα» αναφέρεται σαφώς στην οικολογική ακεραιότητα. Η «ακεραιότητα του τόπου» μπορεί πρακτικά να οριστεί ως το συνεκτικό σύνολο της οικολογικής δομής, λειτουργίας και οικολογικών διεργασιών του τόπου, σε όλη την έκτασή του, ή στους οικοτόπους, το σύμπλεγμα οικοτόπων και/ή τους πληθυσμούς των ειδών βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε ο τόπος. Ένας τόπος περιγράφεται ως υψηλού βαθμού ακεραιότητας όταν οι εγγενείς δυνατότητες για την επίτευξη των στόχων διατήρησης του τόπου εκφράζονται στην πράξη, όταν η ικανότητα της περιοχής για αποκατάσταση και αυτο-ανανέωση υπό δυναμικές συνθήκες διατηρείται, και όταν απαιτείται ελάχιστη εξωτερική διαχειριστική υποστήριξη.
Αν ένα σχέδιο ή έργο επηρεάζει δυσμενώς την ακεραιότητα ενός τόπου μόνο σε αισθητικό επίπεδο ή προκαλεί σημαντικές επιπτώσεις σε τύπους οικοτόπων ή είδη εκτός εκείνων για τα οποία ο τόπος χαρακτηρίστηκε ως Natura 2000, αυτό δεν αποτελεί δυσμενή επίπτωση η οποία καλύπτεται από το άρθρο 6 παράγραφος 3. Εντούτοις, αν ένα από τα είδη ή τους τύπους οικοτόπων βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε ο τόπος επηρεάζεται σημαντικά, έπεται κατ' ανάγκη ότι η ακεραιότητα της περιοχής επηρεάζεται επίσης δυσμενώς.
Η έκφραση «ακεραιότητα του τόπου» υποδεικνύει εστίαση στον συγκεκριμένο τόπο. Έτσι, το επιχείρημα ότι η ζημία σε έναν τόπο ή σε μέρος αυτού μπορεί να δικαιολογηθεί με το σκεπτικό ότι η κατάσταση διατήρησης των τύπων οικοτόπων και των ειδών θα παραμείνει ούτως ή άλλως ικανοποιητική εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας του κράτους μέλους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Στην πράξη, η εκτίμηση ακεραιότητας του τόπου θα επιδιώξει συγκεκριμένα να προσδιορίσει κατά πόσο το έργο:
— |
προκαλεί αλλαγές σε σημαντικές οικολογικές λειτουργίες που είναι αναγκαίες για τα γνωρίσματα-στόχους· |
— |
μειώνει σημαντικά στον δεδομένο τόπο την έκταση των τύπων οικοτόπων (ακόμη και όσων χαρακτηρίζονται κατώτερης ποιότητας) ή τη βιωσιμότητα των πληθυσμών των ειδών που αποτελούν γνωρίσματα-στόχο· |
— |
μειώνει την ποικιλότητα του τόπου· |
— |
προκαλεί κατακερματισμό του τόπου· |
— |
οδηγεί σε καταστροφή ή μείωση των βασικών χαρακτηριστικών του τόπου (π.χ. δασοκάλυψη, τακτικές ετήσιες πλημμύρες) από τα οποία εξαρτάται η κατάσταση του γνωρίσματος-στόχου· |
— |
εμποδίζει την επίτευξη των στόχων διατήρησης του τόπου. |
7.3.3. Βήμα τρίτο: έγκριση ή απόρριψη του σχεδίου ή του έργου με βάση τα συμπεράσματα της δέουσας εκτίμησης
Αποτελεί αρμοδιότητα των εθνικών αρμόδιων αρχών, με βάση τα συμπεράσματα της δέουσας εκτίμησης, να εγκρίνουν ή να απορρίψουν το σχέδιο ή το έργο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον αφού επιβεβαιωθεί ότι το σχέδιο ή το έργο δεν θα επηρεάσει αρνητικά την ακεραιότητα της συγκεκριμένης περιοχής. Αν τα συμπεράσματα είναι θετικά, υπό την έννοια ότι δεν αμφισβητείται πλέον από επιστημονικής απόψεως η απουσία επιπτώσεων στην περιοχή, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για το σχέδιο ή το έργο.
Είναι σαφές ότι αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι η απουσία επιπτώσεων και όχι η ύπαρξή τους. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από αποφάσεις του ΔΕΕ. Στην υπόθεση Waddensea (C-127/02) το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «η έγκριση ενός σχεδίου μπορεί να γίνει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαμόρφωσαν την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του οικείου τόπου. Αν παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών του συγκεκριμένου σχεδίου για την ακεραιότητα του οικείου τόπου, η αρμόδια αρχή οφείλει να μην το εγκρίνει».
Η δέουσα εκτίμηση και τα συμπεράσματά της πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια και η μελέτη της ΔΕ πρέπει να είναι επαρκώς αναλυτική και οριστική ώστε να καταδεικνύεται πώς ελήφθη η τελική απόφαση και πώς αιτιολογείται επιστημονικά.
7.4. Η διαδικασία παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4
Άρθρο 6 παράγραφος 4 Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε. Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. |
Το άρθρο 6 παράγραφος 4 προβλέπει εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα του άρθρου 6 παράγραφος 3. Δεν πρόκειται για μια αυτόματη διαδικασία· ανήκει στην ευχέρεια του διαχειριστή του έργου ή του σχεδίου το να αποφασίσει αν επιθυμεί να υποβάλει αίτηση για παρέκκλιση. Το άρθρο 6 παράγραφος 4 ορίζει τις συνθήκες που πρέπει να πληρούνται σε αυτές τις περιπτώσεις και τα βήματα που πρέπει να ακολουθούνται για την έγκριση από αρμόδια εθνική αρχή ενός σχεδίου ή έργου το οποίο έχει εκτιμηθεί ότι επηρεάζει δυσμενώς την ακεραιότητα ενός τόπου βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3.
Το άρθρο 6 παράγραφος 4 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες συνθήκες προκειμένου να μπορούν να αποφασίσουν αν θα εγκρίνουν ένα σχέδιο ή έργο που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς έναν τόπο:
— |
Η εναλλακτική λύση που έχει υποβληθεί προς έγκριση είναι η λιγότερο ζημιογόνα για τους οικοτόπους, για τα είδη και για την ακεραιότητα ενός τόπου Natura 2000, και δεν υπάρχει άλλη εφικτή εναλλακτική λύση που να μην επηρεάζει την ακεραιότητα του τόπου. |
— |
Υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που αιτιολογούν την έγκριση του σχεδίου ή του έργου, συμπεριλαμβανομένων των λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσης. |
— |
Έχουν ληφθεί όλα τα αντισταθμιστικά μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της συνολικής συνοχής του δικτύου Natura 2000. |
Η σειρά με την οποία εξετάζονται αυτές οι προϋποθέσεις είναι σημαντική καθώς κάθε βήμα καθορίζει αν απαιτείται το επόμενο βήμα. Αν, π.χ., διαπιστωθεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση στο συγκεκριμένο σχέδιο ή έργο, τότε δεν υπάρχει λόγος να εξεταστεί αν το αρχικό σχέδιο ή έργο είναι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή να αναπτυχθούν τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα καθώς το σχέδιο ή το έργο δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να εγκριθεί αν υπήρχε βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Διάγραμμα 9
Διάγραμμα ροής των συνθηκών του άρθρου 6 παράγραφος 4
Το Σ/Ε μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ακεραιότητα ενός τόπου
Δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια
Μπορεί να χορηγηθεί άδεια. Πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα.
Μπορεί να δοθεί άδεια για άλλους ΕΛΥΔΣ, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή.
Πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα.
Υπάρχουν συνθήκες που σχετίζονται με την ανθρώπινη υγεία ή ασφάλεια ή σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη;
Φιλοξενεί ο τόπος οικότοπο ή είδος προτεραιότητας που θα μπορούσε να επηρεαστεί από το Σ/Ε;
Υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος (ΕΛΥΔΣ);
Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις;
Ναι
Όχι
Όχι
Όχι
Ναι
Ναι
Ναι
— Διαπίστωση της απουσίας εναλλακτικών λύσεων
Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων μπορεί να είναι πολύ ευρεία και πρέπει να συνδέεται με τους στόχους δημόσιου συμφέροντος του σχεδίου ή του έργου. Μπορεί να ενέχει εναλλακτικές χωροθετήσεις, αλλαγή της κλίμακας ή των σχεδίων ανάπτυξης, διαφορετικές μεθόδους κατασκευής ή εναλλακτικές διαδικασίες και προσεγγίσεις.
Παρά το γεγονός ότι η απαίτηση για αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 4, στην πράξη είναι χρήσιμο για τον φορέα σχεδιασμού να εξετάσει όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις όσο το δυνατόν νωρίτερα κατά τον αρχικό σχεδιασμό του αναπτυξιακού έργου του. Αν βρεθεί κατάλληλη εναλλακτική λύση σε αυτό το στάδιο η οποία δεν είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε τόπο Natura 2000, τότε μπορεί να εγκριθεί αμέσως χωρίς να απαιτείται δέουσα εκτίμηση.
Ωστόσο, στην περίπτωση που το έργο έχει υποβληθεί σε ΔΕ η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ακεραιότητα του τόπου, τότε την ευθύνη για τον προσδιορισμό πιθανών εναλλακτικών λύσεων επωμίζεται η αρμόδια αρχή. Πρέπει να αναλυθούν όλες οι εφικτές εναλλακτικές λύσεις, και πιο συγκεκριμένα οι σχετικές επιδόσεις τους όσον αφορά τους στόχους διατήρησης του τόπου Natura 2000 και την ακεραιότητα του τόπου.
Οι εναλλακτικές λύσεις που επιλέγονται θα υποβληθούν επίσης σε νέα δέουσα εκτίμηση αν είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον ίδιο ή σε άλλο τόπο Natura 2000. Συνήθως, αν η εναλλακτική λύση είναι παρεμφερής με την αρχική πρόταση, η νέα εκτίμηση ενδέχεται να μπορεί να αντλήσει πολλές από τις αναγκαίες πληροφορίες από την πρώτη δέουσα εκτίμηση.
— Επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος (ΕΛΥΔΣ)
Όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, ή όταν υπάρχουν λύσεις οι οποίες έχουν ακόμη πιο αρνητικές επιπτώσεις στους στόχους διατήρησης ή στην ακεραιότητα του συγκεκριμένου τόπου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξετάσουν αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος οι οποίοι αιτιολογούν την έγκριση του σχεδίου ή του έργου παρά το γεγονός ότι μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ακεραιότητα ενός τόπου Natura 2000.
Η έννοια του «επιτακτικού λόγου υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» δεν ορίζεται στην οδηγία. Ωστόσο, είναι σαφές από τη διατύπωση ότι, για να εγκριθεί ένα σχέδιο ή ένα έργο στο πλαίσιο του άρθρου 6 παράγραφος 4, πρέπει να πληρούνται και οι τρεις ακόλουθες συνθήκες:
— |
πρέπει να υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για την εκτέλεση του έργου ή του σχεδίου – είναι σαφές ότι ο όρος «επιτακτικός» σημαίνει εδώ ότι το έργο είναι καίριας σημασίας για την κοινωνία, και όχι απλώς επιθυμητό ή χρήσιμο· |
— |
το σχέδιο ή το έργο πρέπει να είναι υπέρτερου συμφέροντος – με άλλα λόγια πρέπει να αποδεικνύεται ότι η υλοποίηση του σχεδίου ή του έργου είναι ακόμη πιο σημαντική από την εκπλήρωση των στόχων των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους. Είναι σαφές ότι δεν αρκεί ένα οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, ιδίως όταν εξετάζεται σε αντιδιαστολή με τη βαρύτητα των συμφερόντων που προστατεύει η οδηγία. Είναι επίσης εύλογο να υποθέσει κανείς ότι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να είναι υπέρτερο μόνον αν είναι μακροπρόθεσμο· βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα ή άλλα συμφέροντα που θα παράσχουν μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη δεν αρκούν για να επικρατήσουν των μακροπρόθεσμων συμφερόντων διατήρησης που προστατεύονται από την οδηγία. |
— |
να είναι δημόσιου συμφέροντος - είναι σαφές από τη διατύπωση ότι μόνον δημόσια συμφέροντα μπορούν να σταθμίζονται έναντι των στόχων διατήρησης της οδηγίας. Έτσι, τα έργα που εκπονούνται από ιδιωτικούς φορείς μπορούν να εξετάζονται μόνον όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι εξυπηρετούνται δημόσια συμφέροντα. |
Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 4 αναφέρει τη δημόσια υγεία, τη δημόσια ασφάλεια και τις θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ως παραδείγματα τέτοιων επιτακτικών λόγων υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Αναφέρεται επίσης σε «άλλους επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» κοινωνικής ή οικονομικής φύσης.
Στην περίπτωση των ΣΚΕ βάσει του κανονισμού TEN-E, εξετάζεται αν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον από τη σκοπιά της ενεργειακής πολιτικής, και μπορεί να χαρακτηριστούν ως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, εφόσον πληρούνται οι συνθήκες που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συνθήκες υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος είναι ακόμη πιο αυστηρές όταν πρόκειται για την υλοποίηση ενός σχεδίου ή ενός έργου το οποίο είναι πιθανό να επηρεάσει δυσμενώς την ακεραιότητα ενός τόπου Natura 2000 που φιλοξενεί τύπους οικοτόπων και/ή είδη προτεραιότητας, όταν επηρεάζονται οι εν λόγω τύποι οικοτόπων και/ή τα είδη.
Τέτοιου είδους σχέδια ή έργα μπορούν να αιτιολογηθούν αν οι επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος αφορούν:
— |
την ανθρώπινη υγεία και τη δημόσια ασφάλεια, ή· |
— |
θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή· |
— |
για άλλους επιτακτικούς λόγους, αν, πριν από τη χορήγηση της έγκρισης στο σχέδιο ή το έργο, έχει υποβληθεί η γνωμοδότηση της Επιτροπής. |
— Αντισταθμιστικά μέτρα
Αν οι ανωτέρω συνθήκες πληρούνται, τότε οι αρχές πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι θα εγκριθούν και θα εφαρμοστούν αντισταθμιστικά μέτρα πριν από την έναρξη υλοποίησης του έργου. Συνεπώς, τα αντισταθμιστικά μέτρα αποτελούν την «έσχατη λύση» και χρησιμοποιούνται μόνον αφού ληφθεί η απόφαση να προχωρήσει ένα σχέδιο ή ένα έργο και εφόσον έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και ότι το έργο είναι αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος βάσει των συνθηκών που περιγράφηκαν πιο πάνω.
Τα αντισταθμιστικά μέτρα βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4 διακρίνονται σαφώς από τα μέτρα άμβλυνσης που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3. Τα μέτρα άμβλυνσης είναι εκείνα τα μέτρα που έχουν ως στόχο να ελαχιστοποιήσουν, ή ακόμη και να εξαλείψουν, τις αρνητικές επιπτώσεις που είναι πιθανό να προκύψουν σε έναν τόπο ως αποτέλεσμα της υλοποίησης ενός σχεδίου ή ενός έργου.
Τα αντισταθμιστικά μέτρα, αντιθέτως, είναι, με τη στενή έννοια του όρου, ανεξάρτητα από το έργο. Σκοπός τους είναι να εξισορροπούν τις αρνητικές επιπτώσεις του σχεδίου ή του έργου (αφού έχουν εφαρμοστεί όλα τα πιθανά μέτρα άμβλυνσης) έτσι ώστε να διαφυλάσσεται η συνολική οικολογική συνοχή του δικτύου Natura 2000. Τα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να μπορούν να επανορθώσουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη ζημία που προκλήθηκε στον συγκεκριμένο τόπο και στους προστατευόμενους οικοτόπους και είδη της ΕΕ που απαντούν σε αυτόν και πρέπει να είναι επαρκή ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της συνολικής οικολογικής συνοχής του δικτύου Natura 2000.
Για να διασφαλιστεί η προστασία της συνολικής οικολογικής συνοχής του δικτύου Natura 2000, τα προτεινόμενα αντισταθμιστικά μέτρα για ένα σχέδιο ή ένα έργο πρέπει συγκεκριμένα να:
— |
συμβάλλουν στη διατήρηση των επηρεαζόμενων τύπων οικοτόπων και ειδών εντός της συγκεκριμένης βιογεωγραφικής περιοχής ή εντός της αντίστοιχης περιοχής κατανομής, μεταναστευτικής οδού ή περιοχής διαχείμασης για τα είδη στο συγκεκριμένο κράτος μέλος· |
— |
παρέχουν λειτουργίες συγκρίσιμες με εκείνες που αιτιολογούσαν την επιλογή του αρχικού τόπου, ιδίως όσον αφορά την ικανοποιητική γεωγραφική κατανομή· |
— |
πρέπει να είναι επιπρόσθετα των κανονικών καθηκόντων βάσει της οδηγίας, δηλαδή δεν μπορούν να υποκαταστήσουν υφιστάμενες δεσμεύσεις, όπως, π.χ., την εφαρμογή σχεδίων διαχείρισης για το Natura 2000. |
Σύμφωνα με τις υφιστάμενες κατευθύνσεις της Επιτροπής (34), τα αντισταθμιστικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 μπορούν να περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα εξής:
— |
την ανασύσταση συγκρίσιμου οικοτόπου ή τη βιολογική βελτίωση οικοτόπου κατώτερων προδιαγραφών εντός υφιστάμενου χαρακτηρισμένου τόπου υπό την προϋπόθεση ότι αυτό υπερβαίνει του στόχους διατήρησης του τόπου· |
— |
την προσθήκη στο δίκτυο Natura 2000 νέου τόπου συγκρίσιμης ή καλύτερης ποιότητας και κατάστασης έναντι του αρχικού τόπου· |
— |
την ανασύσταση συγκρίσιμου οικοτόπου ή τη βιολογική βελτίωση οικοτόπου κατώτερων προδιαγραφών εκτός χαρακτηρισμένου τόπου ο οποίος ακολούθως εντάσσεται στο δίκτυο Natura 2000. |
Οι τύποι οικοτόπων και τα είδη που επηρεάζονται αρνητικά πρέπει να αποκαθίστανται τουλάχιστον σε αντίστοιχες αναλογίες· ωστόσο με δεδομένους τους μεγάλους κινδύνους και την επιστημονική αβεβαιότητα που ενέχει η προσπάθεια ανασύστασης ή αποκατάστασης οικοτόπων κατώτερων προδιαγραφών, συνιστάται θερμά να εφαρμόζονται αναλογίες που υπερβαίνουν αισθητά το 1:1 ή περισσότερο, ώστε να είναι βέβαιο ότι τα μέτρα θα επιτύχουν πράγματι την αναγκαία αποκατάσταση.
Θεωρείται ορθή πρακτική η έγκριση αντισταθμιστικών μέτρων όσο το δυνατόν εγγύτερα στον επηρεαζόμενο τόπο ώστε να μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες προστασίας της γενικής συνοχής του δικτύου Natura 2000. Συνεπώς, η εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων εντός ή κοντά στον συγκεκριμένο τόπο Natura 2000 σε τοποθεσία που διαθέτει τις κατάλληλες συνθήκες για την επιτυχία τους είναι η προτιμώμενη επιλογή. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πάντοτε δυνατό και είναι αναγκαίο να καθοριστεί μια σειρά προτεραιοτήτων που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αναζήτηση τοποθεσιών που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας για τους οικοτόπους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η πιθανότητα μακροπρόθεσμης επιτυχίας αξιολογείται καλύτερα από επιστημονικές μελέτες ή τάσεις που έχουν υποβληθεί σε ομότιμη αναθεώρηση.
Τα κράτη μέλη πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικά όταν οι αρνητικές επιπτώσεις ενός σχεδίου ή ενός έργου προκαλούνται σε σπάνιους φυσικούς οικοτόπους ή σε φυσικούς οικοτόπους που χρειάζονται μεγάλο χρονικό διάστημα για να επανέλθουν στην ίδια οικολογική λειτουργικότητα. Για ορισμένους οικοτόπους και είδη μπορεί απλώς να μην είναι δυνατή η αποκατάσταση οποιασδήποτε ζημίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος καθώς η ανάπτυξή τους μπορεί να χρειάζεται δεκαετίες ή απλώς να είναι τεχνικώς αδύνατη.
Τέλος, τα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να έχουν τεθεί σε εφαρμογή και να είναι πλήρως λειτουργικά πριν αρχίσουν οι εργασίες για το σχέδιο ή το έργο. Αυτό βοηθά στον περιορισμό των βλαπτικών επιπτώσεων του έργου στα είδη και στους οικοτόπους προσφέροντάς τους κατάλληλες εναλλακτικές τοποθεσίες στην περιοχή αποκατάστασης. Αν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί απολύτως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαιτήσουν επιπρόσθετη αποκατάσταση για τη ζημία που θα επέλθει στο μεσοδιάστημα.
Οι πληροφορίες σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή πριν από την εφαρμογή τους και πριν από την υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου ή έργου. Συνιστάται, συνεπώς, να υποβάλλονται στην Επιτροπή πληροφορίες για τα αντισταθμιστικά μέτρα αμέσως μόλις εγκριθούν κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού προκειμένου να δίδεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσο εφαρμόζονται ορθώς οι διατάξεις της οδηγίας.
8. ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η παρούσα ενότητα πραγματεύεται τις επιπτώσεις που σχετίζονται με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τον παροπλισμό των υποδομών μεταφοράς ενέργειας στο θαλάσσιο περιβάλλον, και τη σύνδεσή τους με το χερσαίο δίκτυο στις ζώνες παλίρροιας. Τα βασικά στοιχεία αυτών των υποδομών είναι τα υποθαλάσσια καλώδια και αγωγοί. Οι επιπτώσεις των υπεράκτιων υποσταθμών ηλεκτρικής ενέργειας και των τερματικών σταθμών υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), της μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου με πλοία, και των συνδεόμενων υποδομών όπως οι λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και των υπεράκτιων εξεδρών παραγωγής δεν καλύπτονται από το παρόν έγγραφο. Υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τις δυνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες και υποδομές, και πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί να είναι σοβαρές, όπως, π.χ., οι μεγάλης έκτασης πετρελαιοκηλίδες και οι επιπτώσεις στους θαλάσσιους οικοτόπους και τα είδη Natura 2000. Διατίθενται επίσης σχετικές κατευθύνσεις από διάφορες πηγές όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού (OSPAR), η Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Βαλτικής (HELCOM) και ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΔΝΟ), για δυνητικά μέτρα άμβλυνσης (35).
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της διά θαλάσσης μεταφοράς ενέργειας στην Ευρώπη σε σύνδεση με τον κλάδο της υπεράκτιας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν μελετηθεί εκτενώς για περισσότερα από 50 χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου τα διδάγματα που αποκομίστηκαν, οι νέες τεχνολογίες και η καλύτερη αντίληψη των επιπτώσεων παρέχουν πλέον σημαντικό όγκο πληροφοριών σχετικά με το πώς μπορούν να αποφευχθούν και/ή να μετριαστούν οι δυνητικές επιπτώσεις. Οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν μόνο τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αλλά και πιο πρόσφατες θαλάσσιες ενεργειακές τεχνολογίες, όπως οι υπεράκτιες εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας, οι στρόβιλοι μετατροπής της ενέργειας των θαλάσσιων ρευμάτων, καθώς και δυνητικές μελλοντικές υποδομές που σχετίζονται με τη δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα (CCS) Η παρούσα ενότητα αναφέρεται στις ευκαιρίες και στις προσεγγίσεις για την άμβλυνση των επιπτώσεων, με βάση τις εμπειρίες ορθής πρακτικής από όλη την ΕΕ και εκτός αυτής, ενώ κατευθύνει τον αναγνώστη και σε άλλες πηγές πληροφοριών επί του θέματος.
8.1. Επισκόπηση των υφιστάμενων ενεργειακών υποδομών στα θαλάσσια ύδατα της ΕΕ
Η ανισοκατανομή, σε παγκόσμιο επίπεδο, των ενεργειακών πηγών όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, ο άνθρακας, ακόμη και ορισμένες ανανεώσιμες πηγές, σε αντιδιαστολή με τις περιοχές στις οποίες η ενεργειακή ζήτηση είναι μεγαλύτερη έχει ως αποτέλεσμα σημαντική μεταφορά ενέργειας, σε όλες τις μορφές της, ανά τον κόσμο. Σημαντικό μέρος των υποδομών που κατασκευάστηκαν με σκοπό τη μεταφορά των αναγκαίων υλικών βρίσκονται σε θαλάσσιο περιβάλλον. Στην Ευρώπη, αυτές βρίσκονται αφενός στα σχετικά μικρού βάθους νερά της υφαλοκρηπίδας, της Βαλτικής, της Θάλασσας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Θάλασσας, αλλά και στα βαθύτερα νερά της Μεσογείου, του Νορβηγικού Ρήγματος και του Ατλαντικού βορείως και δυτικά των Βρετανικών Νήσων.
Τα καλώδια και οι αγωγοί παρέχουν τη βασική υποδομή, ενώ υπάρχουν επίσης δυνητικές νέες χρήσεις για τους υφιστάμενους αγωγούς όπως η ανάπτυξη στο πλαίσιο έργων δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS).
8.1.1. Πετρέλαιο και φυσικό αέριο
Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του υπεράκτιου κλάδου παραγωγής ενέργειας στα ευρωπαϊκά ύδατα για σχεδόν 50 χρόνια με σημείο εκκίνησης την ανακάλυψη των κοιτασμάτων Brent και Forties στη Βόρεια Θάλασσα τη δεκαετία του 1960. Αγωγοί διαφόρων μεγεθών και υλικά κατασκευών παρέχουν τη βασική υποδομή για τη μεταφορά των ρευστών που ενέχονται στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου (πίνακας 1). Στον βοηθητικό εξοπλισμό που αποτελεί μέρος της υποδομής περιλαμβάνονται στρώματα σκυροδέματος (concrete mattresses) που σταθεροποιούν τους αγωγούς μεταφοράς στον θαλάσσιο βυθό, και οι διασταυρώσεις που μπορεί να κατασκευάζονται με τη χρήση στρωμάτων, σάκων με πλήρωση ενέματος και δομών από χυτό σκυρόδεμα με λιθορριπή προστασίας (rock dump). Εκτιμάται ότι έχουν αναπτυχθεί 35.000- 45.000 στρώματα σκυροδέματος πάνω και γύρω από τις υποθαλάσσιες υποδομές πετρελαίου και φυσικού αερίου στο βρετανικό τμήμα της Βόρειας Θάλασσας, λόγου χάρη, και περισσότερα από 45.000 km σωληνώσεων και καλωδιώσεων (Oil & Gas UK, 2013).
Πίνακας 2
Κατηγοριοποίηση υψηλού επιπέδου των αγωγών που λειτουργούν στη Βόρεια Θάλασσα
(Διάγραμμα 1 από το Oil & Gas UK, 2013)
Αγωγός Περιγραφή |
Τυπικές διαστάσεις |
Εφαρμογές |
Βασικό υλικό κατασκευής |
Πρόσθετες επικαλύψεις/επιστρώσεις |
Κεντρικές γραμμές |
Διάμετρος έως 44 ίντσες, μήκος έως 840 χιλιόμετρα |
Βασική υποδομή εξαγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου |
Ανθρακούχος χάλυβας |
Αντιδιαβρωτική επίστρωση και επικάλυψη από σκυρόδεμα |
Άκαμπτοι αγωγοί μεταφοράς |
Διάμετρος έως 16 ίντσες, μήκος μικρότερο των 50 χιλιομέτρων |
Αγωγοί μεταφοράς εντός του κοιτάσματος και στοιχεία σύνδεσης (tie-in spools) |
Ανθρακούχος χάλυβας ή κράμα υψηλών προδιαγραφών |
Αντιδιαβρωτική επίστρωση πολυμερούς |
Εύκαμπτοι αγωγοί μεταφοράς |
Διάμετρος έως 16 ίντσες, μήκος έως 10 χιλιόμετρα |
Αγωγοί μεταφοράς εντός του κοιτάσματος και στοιχεία σύνδεσης (tie-in spools) |
Σκελετός από κράματα υψηλών προδιαγραφών και στρώσεις πολυμερούς· ακραία εξαρτήματα από κράμα |
Εξωτερικές επιστρώσεις πολυμερούς |
Ομφαλικές γραμμές |
Διάμετρος μεταξύ 2 και 8 ιντσών, μήκος έως 50 χιλιόμετρα |
Χημική και υδραυλική διανομή και διανομή επικοινωνίας |
Σωλήνες από θερμοπλαστικό πολυμερές ή από χαλυβδοκράμα υψηλής αντοχής· προστασία με οπλισμό από σύρμα |
Εξωτερικές επιστρώσεις πολυμερούς |
Ηλεκτρικά καλώδια |
Διάμετρος μεταξύ 2 και 4 ιντσών· μήκος έως 300 χιλιόμετρα |
Διανομή ηλεκτρικής ισχύος μεταξύ και εντός των κοιτασμάτων |
Πυρήνες χαλκού με οπλισμό από σύρμα |
Εξωτερικές επιστρώσεις πολυμερούς |
Αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου διέρχονται από όλες τις περιφερειακές θάλασσες της Ευρώπης. Στη Μεσόγειο, τρεις αγωγοί μεταφέρουν φυσικό αέριο κατευθείαν από τη Βόρεια Θάλασσα στην Ισπανία και την Ιταλία. Αγωγοί και καλωδιώσεις που σχετίζονται με μεγάλα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο βόρειο μέρος της Βόρειας Θάλασσας, έργα φυσικού αερίου στο νότιο μέρος της Βόρειας Θάλασσας καθώς και οι γεωτρήσεις παραγωγής στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, την Κελτική Θάλασσα, τον Βισκαϊκό Κόλπο και τον Κόλπο του Κάδιθ αποτελούν επίσης μέρος των υποδομών μεταφοράς (OSPAR, 2010).
Τα υποθαλάσσια καλώδια που συνδέονται με το υπεράκτια παραγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποτελούν άλλη μια παράμετρο. Χρησιμοποιούνται τέσσερεις διαφορετικοί τύποι για μετάδοση εναλλασσόμενου ρεύματος· καλώδια με μόνωση ελαίου ενός ή τριών αγωγών και καλώδια με μόνωση πολυαιθυλενίου (PEX) ενός ή τριών αγωγών. Έχουν όχι μόνον αυξηθεί αριθμητικά καθώς ο τομέας κατέγραψε ανάπτυξη στη διάρκεια των 50 τελευταίων ετών αλλά και αναβαθμιστεί ως προς τον βαθμό τεχνικής πολυπλοκότητάς τους σε τέτοιο βαθμό ώστε ορισμένες υπεράκτιες εγκαταστάσεις, όπως οι πλωτές μονάδες αποθήκευσης και εκφόρτωσης παραγωγής (FPSO), μπορούν να ηλεκτροδοτούνται από χερσαίες εγκαταστάσεις μέσω υποβρύχιων καλωδίων.
8.1.2. Υπεράκτιες υποδομές αιολικής, κυματικής και παλιρροϊκής ενέργειας
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη του κλάδου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη συμπεριέλαβε την επέκτασή τους στο θαλάσσιο περιβάλλον. Αρχικά, κατασκευάστηκαν μικροί αριθμοί ανεμογεννητριών κοντά στην ξηρά στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική Θάλασσα με παραγωγική ισχύ κάτω του 1MW. Το μέγεθος των ανεμογεννητριών και η κλίμακα των έργων έχουν αυξηθεί και οι αλλαγές στην τεχνολογία και στα οικονομικά των υπεράκτιων αιολικών υποδομών κατέστησε δυνατή την κατασκευή σε νερά μεγαλύτερου βάθους, ενίοτε σε απόσταση άνω των 20km από την ακτή. Το μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας παραγωγικής ισχύος των υπεράκτιων αιολικών πάρκων στην Ευρώπη βρίσκεται στη Βόρεια Θάλασσα (Διάγραμμα 10, Πίνακας 3) (36). Το μεγαλύτερο εξ αυτών, το επονομαζόμενο London Array στην έξοδο των εκβολών του Τάμεση (175 ανεμογεννήτριες με συνδυασμένη παραγωγική ισχύ της τάξης των 630MW), είναι αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο υπεράκτιο αιολικό πάρκο στον κόσμο.
Διάγραμμα 10
Εγκατεστημένη ισχύς - Αθροιστικό μερίδιο ανά χώρα (MW) Το ΗΒ διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό εγκατεστημένης υπεράκτιας αιολικής ισχύος στην Ευρώπη αντιπροσωπεύοντας το 40,8 % επί του συνόλου των εγκαταστάσεων. Η Γερμανία έπεται με 32,5 %. Παρά το γεγονός ότι δεν αύξησε τη δυναμικότητά της το 2016, η Δανία παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη αγορά με 10,1 % και οι Κάτω Χώρες (8,8 %) παίρνουν τη θέση του Βελγίου (5,6 %) καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση στην Ευρώπη. |
|
Πίνακας 3
Εγκατεστημένη υπεράκτια αιολική ισχύς στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια και στο τέλος του 2016 (Wind Europe, 2016)
ΧΩΡΑ |
BE |
DE |
DK |
ES |
FI |
IE |
NL |
NO |
SE |
UK |
ΣΥΝΟΛΟ |
Αριθμός πάρκων |
6 |
18 |
13 |
1 |
2 |
1 |
6 |
1 |
5 |
28 |
81 |
Αριθμός συνδεδεμένων ανεμογεννητριών |
182 |
947 |
517 |
1 |
11 |
7 |
365 |
1 |
86 |
1.472 |
3.589 |
Εγκατεστημένη ισχύς |
712 MW |
4.108 MW |
1.271 MW |
5 MW |
32 MW |
25 MW |
1.118 MW |
2 MW |
202 MW |
5.156 MW |
12.631 MW |
Οι υποδομές που συνδέονται με τη μεταφορά ενέργειας από υπεράκτια αιολικά πάρκα περιλαμβάνουν υποθαλάσσια καλώδια μεταφοράς με ορύγματα προσέγγισης ξηράς και μετάβασης. Δεδομένου ότι ο αριθμός και το μέγεθος αυτών των εγκαταστάσεων έχει αυξηθεί, υπήρξε αντίστοιχη αύξηση στην πυκνότητα των καλωδιακών δικτύων κοντά στην ακτή καθώς και στις καλωδιώσεις μεταξύ ανεμογεννητριών συστοιχίας/εντός του κοιτάσματος. Π.χ., το υπεράκτιο αιολικό πάρκο Horns Rev 2 διαθέτει 70km καλωδιώσεων μεταξύ των ανεμογεννητριών της συστοιχίας (37) (διάγραμμα 3) ενώ για το υπεράκτιο αιολικό πάρκο London Array τοποθετήθηκαν περισσότερα από 200km καλωδίωσης μεταξύ των ανεμογεννητριών. Χρησιμοποιούνται καλώδια τόσο εναλλασσόμενου ρεύματος (AC) όσο και συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC) ανάλογα με τις απαιτήσεις μεταφοράς και τις παραμέτρους του κόστους.
Διάγραμμα 11
Καλωδιώσεις μεταξύ των ανεμογεννητριών της συστοιχίας στο υπεράκτιο αιολικό πάρκο Horns Rev 2
Σε σύγκριση με την υπεράκτια αιολική τεχνολογία, η τεχνολογία για τη μετατροπή της ενέργειας από τα κύματα και τα παλιρροϊκά ρεύματα βρίσκεται σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο εμπορικής ανάπτυξης. Παρ' όλα αυτά, έχει φτάσει πλέον στο σημείο όπου εγκαθίστανται πρωτότυπα μεγάλης κλίμακας που σε ορισμένες περιπτώσεις τροφοδοτούν το δίκτυο με ενέργεια. Περιλαμβάνουν συσκευές που είναι επιπλέουσες, ημιβυθισμένες, και σταθεροποιημένες στον βυθό με διατάξεις αγκύρωσης, μονόπολα και θεμελιώσεις βαρύτητας (38). Ειδικές ζώνες ανάπτυξης σε κράτη μέλη της ΕΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις δοκιμής, υποδομές δικτύου και γύροι αδειοδότησης διατίθενται σε κατασκευαστές στην Ιρλανδία, τη Δανία, το ΗΒ, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Στο τέλος του 2016 υπήρχε στην Ευρώπη εγκατεστημένη ισχύς άνω των 14 MW (39), με το μεγαλύτερο μέρος να βρίσκεται σε βρετανικά ύδατα. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Θαλάσσιας Ενέργειας (European Marine Energy Centre, EMEC) στο Orkney παρέχει την πρώτη διασυνδεδεμένη με το δίκτυο εγκατάσταση δοκιμής και διαπίστευσης πλήρους κλίμακας σε πραγματικές θαλάσσιες συνθήκες, και το «Wave Hub» στις βόρειες ακτές της Κορνουάλης παρέχει κοινόχρηστες υπεράκτιες υποδομές για την επίδειξη και δοκιμή συστοιχιών μονάδων μετατροπής κυματικής ενέργειας.
Οι υποδομές μεταφοράς που απαιτούνται από τις μονάδες μετατροπής της κυματικής και της παλιρροϊκής ενέργειας είναι πιθανό να είναι παρεμφερείς με τις υποδομές μεταφοράς AC της υπεράκτιας αιολικής τεχνολογίας, παρά το γεγονός ότι τα καλώδια HVDC μπορεί επίσης να εξεταστούν σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, δεδομένων των πιο ενεργητικών περιβαλλόντων στα οποία πρέπει να αναπτύσσονται, συμπεριλαμβανομένου του οργωμένου από τα ρεύματα βραχώδους βυθού, μπορεί να παραστεί ανάγκη για πιο εξελιγμένες διευθετήσεις πρόσδεσης. Στο παρόν στάδιο ανάπτυξης, οι εγκαταστάσεις παραγωγής βρίσκονται κοντά στην ακτή και έχουν λιγότερες απαιτήσεις σε υποδομές καλωδίων και υποσταθμών, σε σύγκριση με τον πιο ώριμο υπεράκτιο αιολικό κλάδο.
8.1.3. Δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS)
Η δέσμευση του CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων, και η μεταφορά και αποθήκευσή του σε γεωλογικούς σχηματισμούς κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα, αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη στον ενεργειακό τομέα. Η διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά CO2 μέσω αγωγών από επίγειες εγκαταστάσεις σε υπεράκτιους ταμιευτήρες αποθήκευσης καθώς και από υπεράκτιες εγκαταστάσεις παραγωγής στην ξηρά, προκειμένου να υποβληθεί σε επεξεργασία και να μεταφερθεί πάλι πίσω στη θάλασσα προς αποθήκευση. Η συναφής έως σήμερα εμπειρία στο θαλάσσιο περιβάλλον περιλαμβάνει τη Βελτιωμένη Ανάκτηση Πετρελαίου (EOR) (στο νορβηγικό κοίτασμα φυσικού αερίου Sleipner West στο βόρειο τμήμα της Βόρειας Θάλασσας) και τη σύλληψη και αποθήκευση CO2 από το κοίτασμα φυσικού αερίου του Sohvit το οποίο επαναδιοχετεύτηκε μέσω αγωγού μήκους 152km πίσω στο κοίτασμα, προκειμένου να εγχυθεί σε υπεράκτιο αλατούχο σχηματισμό μεγάλου βάθους (40). Το CO2 συμπιέζεται στην πυκνή φάση του (δηλαδή στην υγρή ή υπερκριτική φάση) που επιτρέπει πιο αποτελεσματική ροή.
8.1.4. Δίκτυα μεταφοράς
Αρκετές μεσαίου και μεγάλου μεγέθους διασυνδέσεις σταθερού ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC) διέρχονται από τη Βαλτική. Περιλαμβάνουν συνδέσεις μεταξύ Φινλανδίας και Σουηδίας, Σουηδίας και Πολωνίας, Δανίας και Γερμανίας, και Σουηδίας και Γερμανίας. Το μήκους 580km καλώδιο NorNed στη Βόρεια Θάλασσα, το οποίο συνδέει τα δίκτυα ηλεκτρικής ισχύος της Νορβηγίας και των Κάτω Χωρών, είναι το μεγαλύτερο σε μήκος υποβρύχιο καλώδιο υψηλής τάσης στον κόσμο. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνο μία οδός μεταφοράς ισχύος μεταξύ των χωρών της νότιας και της ανατολικής Μεσογείου και των κρατών μελών της ΕΕ, ανάμεσα στο Μαρόκο και στην Ισπανία, αλλά υπάρχουν σχέδια για άλλα έργα π.χ., μεταξύ της Τυνησίας και της Ιταλίας (αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2017). Άλλα παραδείγματα είναι οι υποθαλάσσιες συνδέσεις μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, Κορσικής και Ιταλίας, και από τη Σαρδηνία προς την ηπειρωτική Ιταλία.
8.1.5. Προβλέψεις για το μέλλον
Στο μέλλον, οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας στις θάλασσες που περιβάλλουν την Ευρώπη θα χρειαστούν συντήρηση, αναβάθμιση εν όψει επέκτασης και, ενίοτε, παροπλισμό. Αυτό θα καταστεί αναγκαίο για την καλύτερη δυνατή χρήση των υφιστάμενων πόρων με στόχο τη μεταφορά περισσότερης ισχύος (για την υπεράκτια παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές) και την αξιοποίηση πιο προηγμένων τεχνολογιών θαλάσσιας παραγωγής. Στις αλλαγές συμβάλλουν επίσης στρατηγικά ζητήματα όπως η ανάγκη για μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια, η βελτιστοποίηση των συστημάτων και το κόστος της μεταφοράς.
Η Βόρεια Θάλασσα προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για εφοδιασμό με σημαντικές ποσότητες εγχώριας ενέργειας χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, η οποία παράγεται κοντά στο τμήμα εκείνο της Ευρώπης που παράγει και μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Έως το 2030, προσδοκάται ότι αυτή η νέα παραγωγή θα προέρχεται κυρίως από υπεράκτιες υποδομές αιολικής ενέργειας. Υπάρχουν επίσης σημαντικές δυνατότητες για εμπόριο και για ολοκλήρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, εξέλιξη που θα είχε ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των διαρθρωτικού χαρακτήρα διαφορών τιμών (χονδρικής) της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των αγορών της περιοχής (οι τιμές στο ΗΒ είναι σημαντικά υψηλότερες από εκείνες της ηπειρωτικής Ευρώπης). Η Βόρεια Θάλασσα παρέχει επίσης δυνατότητα για επίδειξη και ανάπτυξη σε μεγάλη κλίμακα νέων τεχνολογιών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, όπως η CCS, η κυματική και παλιρροϊκή ενέργεια και η υπεράκτια αποθήκευση ενέργειας.
Η βελτίωση της διασυνδεσιμότητας και η συντονισμένη ανάπτυξη υπεράκτιου δικτύου θα είναι καίριας σημασίας για την εκμετάλλευση αυτού του δυναμικού. Ένα ολοκληρωμένο σύστημα ενεργειακών πόρων στη Βόρεια Θάλασσα θα δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης στην περιοχή. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος θα ήταν επωφελής για όλες τις χώρες, δεδομένης της μεγάλης συμπληρωματικότητας στα ενεργειακά χαρακτηριστικά των χωρών.
Οι υπάρχουσες θαλάσσιες υποδομές μεταφέρουν μεγάλους όγκους πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός και εκτός Ευρώπης. Αυτό όχι μόνον αναμένεται να συνεχιστεί, αλλά είναι πιθανό ότι θα πρέπει να ενισχυθεί, καθώς καθίσταται πλέον βιώσιμη η παραγωγή σε μεγαλύτερη απόσταση από την ακτή και γίνονται νέες ανακαλύψεις όπως τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Υπάρχουν προτάσεις για υποδομές που στοχεύουν στη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία, την Κασπία, τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρκετές από αυτές τις προτάσεις περιλαμβάνουν τμήματα υποθαλάσσιων αγωγών στον Εύξεινο Πόντο, στη Μεσόγειο Θάλασσα και στην Αδριατική.
Οι ανάγκες σε υποδομές για την CCS στην Ευρώπη παραμένουν ασαφείς και οι μελλοντικές σχετικές απαιτήσεις σε αγωγούς είναι δύσκολο να προβλεφθούν παρόλο που ορισμένες προτάσεις έχουν φτάσει στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης.
Οι υποδομές για την ολοκλήρωση ενός αυξανόμενου ποσοστού υπεράκτιας παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές είναι άλλη μία προβλεπόμενη απαίτηση. Η όποια ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα θα απαιτήσει αντιστοίχως αύξηση στις καλωδιώσεις μεταφοράς ενέργειας μεταξύ των τόπων παραγωγής και των χερσαίων δικτύων καθώς και ενίσχυση του χερσαίου δικτύου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση Αιολικής Ενέργειας (νυν Wind Europe) εκτιμά ότι έως το 2020 θα υπάρχουν 24,6 GW εγκατεστημένης ισχύος. Το 2030 η υπεράκτια αιολική παραγωγική ισχύς αναμένεται ότι θα φτάνει τα 150 GW, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο 14 % της προβλεπόμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ (41). Μεσοπρόθεσμα, ο κλάδος προβλέπει ότι η Βόρεια Θάλασσα θα συνεχίσει να αποτελεί τη βασική περιοχή υπεράκτιας ανάπτυξης παρόλο που ο Ατλαντικός και η Βαλτική θα συμβάλουν στην προσέλκυση σημαντικών έργων.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε εμπορική κλίμακα από την κυματική και παλιρροϊκή ενέργεια έχει προχωρήσει λιγότερο σε σχέση με την υπεράκτια αιολική ενέργεια. Ο τομέας αυτός εκτιμάται ότι το 2020 θα προμηθεύει 120MW στο ΗΒ (42) ενώ το Σχέδιο για την ανανεώσιμη ενέργεια της ισπανικής κυβέρνησης θέτει ως στόχο ετήσιο ρυθμό εγκατάστασης για τη θαλάσσια ενέργεια της τάξης των 20-25 MW μεταξύ 2016 και 2020. Έργα εκτιμώμενης παραγωγικής ισχύος της τάξης των 2GW εξετάζονται από τις μεγαλύτερες δημόσιες επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Ένα υπεράκτιο δίκτυο υψηλού βαθμού διασύνδεσης, το οποίο θα συνδέει ομάδες υπεράκτιων αιολικών πάρκων με κομβικά σημεία (hubs), και η σύνδεση αυτών των κομβικών σημείων με τις υποδομές διασύνδεσης, θα είχε σημαντικά οφέλη σε σύγκριση με την παραδοσιακή πρακτική της ακτινωτής σύνδεσης του κάθε αιολικού πάρκου με την ξηρά. Στα οφέλη αυτά περιλαμβάνεται επίσης σημαντική μείωση του συνολικού μήκους των υποθαλάσσιων καλωδίων, και με τη δεσμοποίηση των καλωδίων προς την ξηρά θα απαιτούνται λιγότερες διελεύσεις από την ευάλωτη και πολύτιμη παράκτια ζώνη. Η Πρωτοβουλία Υπεράκτιου Δικτύου των Χωρών της Βόρειας Θάλασσας (NSCOGI), που συστήθηκε το 2009 και στην οποία συμμετέχουν εννέα κράτη μέλη της ΕΕ, η Νορβηγία και η Επιτροπή έχει ερευνήσει πιθανά σχέδια για την εξέλιξη ενός υπεράκτιου δικτύου, μεταξύ άλλων μέσω του έργου NorthSeaGrid (43) και μιας μελέτης για τα οφέλη ενός υπεράκτιου δικτύου υψηλής διασύνδεσης (44). Στη Μεσόγειο, η MEDRING προωθεί διασυνδέσεις μεταξύ των συστημάτων μεταφοράς ισχύος στη Λεκάνη της Μεσογείου. Εδώ περιλαμβάνεται σχεδιασμός για γραμμές διασύνδεσης με στόχο τον εφοδιασμό του Βορρά με ηλεκτρική ισχύ από το σημαντικό δυναμικό αιολικής και ηλιακής ενέργειας της νότιας Μεσογείου (45).
Με δεδομένη τη διαπιστωμένη ανάγκη για αύξηση της παραγωγικής ισχύος του δικτύου, προτείνονται διάφορα έργα υποδομής. Σε αυτά περιλαμβάνονται υποβρύχια καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος για τη βελτίωση των συνδέσεων μεταξύ των παράκτιων κρατών. Η Νορβηγία και το ΗΒ προγραμματίζουν μια γραμμή διασύνδεσης μήκους 700km έως το 2020, ενώ μια γραμμή διασύνδεσης μεταξύ Γερμανίας και Νορβηγίας αναμένεται να ενταχθεί στο δίκτυο το 2018. Προβλέπεται επίσης σειρά έργων για τη βελτίωση του επιπέδου διασύνδεσης του ΗΒ και της Ιρλανδίας με την ηπειρωτική Ευρώπη. Συζητούνται επίσης διάφορες επιλογές σχεδίων για το υπεράκτιο δίκτυο ώστε να μπορεί να τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα από τα υπεράκτια αιολικά πάρκα. Το έργο NorthSeaGrid προσδιόρισε 16 έργα διασύνδεσης με τον αγωγό, ορισμένα εκ των οποίων έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε δίκτυο της Βόρειας Θάλασσας (46).
Στους διαδρόμους και στα πεδία προτεραιότητας για ενεργειακές υποδομές που ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού TEN-E (47) περιλαμβάνεται το υπεράκτιο δίκτυο της Βόρειας Θάλασσας (NSOG) ως διάδρομος προτεραιότητας για την ηλεκτρική ενέργεια και το σχέδιο διασύνδεσης των αγορών ενέργειας της περιοχής της Βαλτικής ως διάδρομος προτεραιότητας για το φυσικό αέριο. Τα θεματικά πεδία προτεραιότητας στον κανονισμό TEN-E που είναι περισσότερο συναφή με τις θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές εξυπηρετούν την πλεονάζουσα αιολική παραγωγή εντός και πέριξ της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας, καθώς και την υποδομή για ένα διασυνοριακό δίκτυο διοξειδίου του άνθρακα.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι έρχεται επίσης στο προσκήνιο η ανάγκη παροπλισμού ενεργειακών υποδομών. Στη Βόρεια Θάλασσα αυτό έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1990 καθώς τα συστήματα προσεγγίζουν το τέλος της οικονομικής ζωής τους.
8.2. Το δίκτυο Natura 2000 στο θαλάσσιο περιβάλλον
Έως τον Δεκέμβριο του 2014, ως θαλάσσιοι τόποι Natura 2000 είχαν χαρακτηριστεί περισσότεροι από 3 000 θαλάσσιοι τόποι οι οποίοι καλύπτουν επιφάνεια λίγο μεγαλύτερη από 300 000 km2. Η επιφάνεια αυτή αντιστοιχεί σε ποσοστό μόλις λίγο μεγαλύτερο από το 5 % των ευρωπαϊκών θαλασσών. Η έκταση της κάλυψης ποικίλλει ανάλογα με την απόσταση από την ακτή, με την πλειονότητα των τόπων αυτών να βρίσκονται πλησίον της ακτής. Για παράδειγμα, οι θαλάσσιοι τόποι Natura 2000 καλύπτουν το 33 % των ευρωπαϊκών θαλασσών εντός απόστασης 0-1 ναυτικών μιλίων από τις ακτογραμμές, αλλά μόνο το 2 % μεταξύ 12 ναυτικών μιλίων και ορίων της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ). Τα τελευταία έτη έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τόπων και τα κράτη μέλη καταβάλλουν διαρκείς προσπάθειες στον τομέα αυτό. Ωστόσο, από την αξιολόγηση για την περίοδο 2007-2012 βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους προέκυψε ότι μόνο το 9 % των θαλάσσιων οικοτόπων και το 7 % των θαλάσσιων ειδών βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενώ στο 64 % των αξιολογήσεων θαλάσσιων ειδών και στο 25 % περίπου των αξιολογήσεων θαλάσσιων οικοτόπων η κατάσταση διατήρησης χαρακτηρίζεται ως άγνωστη (48).
Οι γενικές απαιτήσεις των οδηγιών για τους οικοτόπους και τα πτηνά, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και της διαχείρισης του δικτύου Natura 2000, περιγράφονται στην ενότητα 2 του παρόντος εγγράφου. Στην παρούσα ενότητα επισημαίνονται και αναλύονται οι πτυχές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τον σχεδιασμό ή την εφαρμογή νέων σχεδίων και έργων ενεργειακών υποδομών στο θαλάσσιο περιβάλλον, καθώς και οι συνδέσεις με την οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική (ΟΠΘΣ).
8.2.1. Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των θαλάσσιων οικοτόπων και ειδών
Στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τους οικοτόπους παρατίθενται περίπου 230 οικότοποι για τους οποίους απαιτείται ο χαρακτηρισμός τους ως προστατευόμενων τόπων καθώς και η λήψη άλλων μέτρων προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Δέκα από αυτούς τους οικοτόπους αντιμετωπίζονται ως «θαλάσσιοι» για τους σκοπούς υποβολής εκθέσεων:
— |
1110 Αμμοσύρτεις που καλύπτονται διαρκώς από θαλάσσιο νερό μικρού βάθους |
— |
1120 Εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia |
— |
1130 Εκβολές ποταμών |
— |
1140 Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις που αποκαλύπτονται κατά την άμπωτη |
— |
1150 Παράκτιες λιμνοθάλασσες |
— |
1160 Αβαθείς κολπίσκοι και κόλποι |
— |
1170 Ύφαλοι |
— |
1180 Υποθαλάσσιοι σχηματισμοί δημιουργούμενοι από εκπομπές αερίων |
— |
1650 Στενοί κολπίσκοι (μυχοί) της βόρειας Βαλτικής |
— |
8330 Θαλάσσια σπήλαια εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. |
Ορισμένοι από τους οικότοπους αυτούς είναι παράκτιοι ενώ άλλοι απαντώνται τόσο σε αβαθείς θάλασσες όσο και σε βαθύτερα ανοικτά ύδατα (49). Τα θαλάσσια σπήλαια που βρίσκονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας αποτελούν μάλλον τον τύπο οικοτόπου που είναι λιγότερο πιθανό να συμπίπτει με θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές, αλλά όλοι οι υπόλοιποι τύποι μπορούν ενδεχομένως να επικαλύπτονται και ενδέχεται να είναι ευαίσθητοι σε δραστηριότητες που συνδέονται με την κατασκευή, τη συντήρηση και τον παροπλισμό θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών.
Οι οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά απαιτούν επίσης τη λήψη μέτρων προστασίας για ορισμένα θαλάσσια είδη, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι άκρως μετακινούμενα. Στην περίπτωση της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα είδη αυτά είναι τα κητοειδή, οι φώκιες, τα ερπετά, τα ψάρια, τα ασπόνδυλα και τα φυτά που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ ή ΙV. Η οδηγία για τα πτηνά θεσπίζει ένα γενικό σύστημα προστασίας για όλα τα είδη πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων πτηνών.
Οι υπεύθυνοι υλοποίησης έργων και οι υπεύθυνοι σχεδιασμού πρέπει να αξιολογούν τον ευάλωτο χαρακτήρα και τις δυνητικές επιπτώσεις των θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών σε αυτούς τους θαλάσσιους οικοτόπους και τα θαλάσσια είδη τόσο εντός όσο και εκτός των ορίων των τόπων Natura 2000.
Όταν θεωρείται ότι μια δραστηριότητα δεν αποτελεί σχέδιο ή έργο κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη πρέπει ωστόσο να διασφαλίζουν τη μη υποβάθμιση των ειδών και των οικοτόπων για τους οποίους έχει ορισθεί ένας τόπος σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2. Εάν οι δραστηριότητες είναι άμεσα συνδεόμενες ή αναγκαίες για τη διαχείριση του τόπου (σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3), ενδέχεται να μην απαιτείται η διενέργεια δέουσας εκτίμησης.
Το άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους και το άρθρο 5 της οδηγίας για τα πτηνά επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προστατεύουν αντίστοιχα τα είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV και όλα τα άγρια πτηνά σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους εντός της ΕΕ.
Η οδηγία-πλαίσιο της ΕΕ για τη θαλάσσια στρατηγική (ΟΠΘΣ) εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2008. Η οδηγία καθιερώνει πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν ή να διατηρήσουν καλή περιβαλλοντική κατάσταση (ΚΠΚ) για τα θαλάσσια ύδατα της ΕΕ έως το έτος 2020 (άρθρο 1 παράγραφος 1). Βασικός σκοπός είναι η προστασία, η διατήρηση, η πρόληψη της επιδείνωσης ή, όταν αυτό είναι δυνατό, η αποκατάσταση των ωκεανών και των θαλασσών της Ευρώπης σε περιπτώσεις όπου έχουν υποστεί αρνητικές επιδράσεις, καθώς και η πρόληψη και η μείωση των επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον [άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)]. Στο παράρτημα Ι παρατίθενται έντεκα χαρακτηριστικά ποιοτικής περιγραφής για τον καθορισμό της ΚΠΚ, εκ των οποίων πολλά μπορεί να επηρεαστούν από την εγκατάσταση, τη συντήρηση και τον παροπλισμό θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά ποιοτικής περιγραφής περιλαμβάνονται το χαρακτηριστικό περιγραφής 1 (βιοποικιλότητα), το χαρακτηριστικό περιγραφής 6 (ακεραιότητα του θαλάσσιου βυθού), το χαρακτηριστικό περιγραφής 11 (εισαγωγή ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου και του υποθαλάσσιου θορύβου), το χαρακτηριστικό περιγραφής 7 (υδρογραφικές συνθήκες), το χαρακτηριστικό περιγραφής 8 (ρύπανση από ρυπογόνες ουσίες) και το χαρακτηριστικό περιγραφής 10 (θαλάσσια απορρίμματα).
Στο πλαίσιο των αξιολογήσεων, του προσδιορισμού και της παρακολούθησης της ΚΠΚ λαμβάνονται υπόψη δύο ευρείες κατηγορίες οικοτόπων: οι δεσπόζοντες οικότοποι και οι ειδικοί οικότοποι. Η δεύτερη κατηγορία αφορά ειδικά τους οικοτόπους που αναγνωρίζονται ή προσδιορίζονται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας (π.χ. οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά) ή διεθνών συμβάσεων ως ειδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος ή ενδιαφέροντος όσον αφορά τη βιοποικιλότητα. Η αλληλεπικάλυψη με θαλάσσιους οικοτόπους που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τους οικοτόπους απεικονίζεται στον πίνακα 4. Η ΟΠΘΣ δεν εστιάζει σε συγκεκριμένα είδη αλλά εξετάζει όλα τα στοιχεία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Ως εκ τούτου, όλα τα είδη που καλύπτονται από τις οδηγίες για τα πτηνά και τους οικοτόπους εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής της ΟΠΘΣ στο πλαίσιο αξιολόγησης της ΚΠΚ.
Πίνακας 4
Πιθανή αλληλεπικάλυψη μεταξύ των τύπων θαλάσσιων οικοτόπων που περιλαμβάνονται στην ΟΠΘΣ και στην οδηγία για τους οικοτόπους (50)
Δεσπόζοντες τύποι οικοτόπων βυθού για την ΟΠΘΣ |
ΤΥΠΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ «ΘΑΛΑΣΣΙΟΙ» ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 |
|||||||||
1110 Αμμοσύρτεις που καλύπτονται διαρκώς από νερό μικρού βάθους |
1120 Εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia |
1130 Εκβολές ποταμών |
1140 Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις που δεν καλύπτονται κατά την άμπωτη |
1150 Παράκτιες λιμνοθάλασσες |
1160 Αβαθείς κόλποι και κολπίσκοι |
1170 Ύφαλοι |
1180 Υποθαλάσσιοι σχηματισμοί δημιουργούμενοι από εκπομπές αερίων |
1650 Στενοί κολπίσκοι (μυχοί) της βόρειας Βαλτικής |
8330 Θαλάσσια σπήλαια εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας |
|
Παράκτια πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι |
|
|
|
|
|
|
|
Αυτοί οι σχηματισμοί μπορούν να εμφανιστούν σε διάφορους δεσπόζοντες τύπους οικοτόπων |
|
|
Παράκτια ιζήματα |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αβαθή υποπαραλιακά πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αβαθή υποπαραλιακά αδρά ιζήματα |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αβαθής υποπαραλιακή άμμος |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αβαθής υποπαραλιακή ιλύς |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αβαθή υποπαραλιακά μεικτά ιζήματα |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Υποπαραλιακά πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι υφαλοκρηπίδας |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Υποπαραλιακά αδρά ιζήματα υφαλοκρηπίδας |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Υποπαραλιακή άμμος υφαλοκρηπίδας |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Υποπαραλιακή ιλύς υφαλοκρηπίδας |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Υποπαραλιακά μεικτά ιζήματα υφαλοκρηπίδας |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι ανώτερης βαθύαλης ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ιζήματα ανώτερης βαθύαλης ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι κατώτερης βαθύαλης ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ιζήματα κατώτερης βαθύαλης ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Πετρώματα και βιογενείς ύφαλοι αβυσσικής ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ιζήματα αβυσσικής ζώνης |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Οι εκβολές ποταμών (1130) συνήθως εμπίπτουν στα μεταβατικά ύδατα της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα και, για τον λόγο αυτό, ενδέχεται να μην εμπίπτουν ως επί το πλείστον στο πεδίο εφαρμογής της ΟΠΘΣ. Οι παράκτιες λιμνοθάλασσες (1150) λαμβάνονται υπόψη κατά την υποβολή εκθέσεων για το θαλάσσιο περιβάλλον εάν υπάρχει μόνιμη σύνδεση με τη θάλασσα. Οι παράκτιοι οικότοποι (π.χ. τα αλίπεδα του Ατλαντικού (1330), οι λειμώνες με θαλάσσια Spartina (1320)) καλύπτονται από την υποβολή εκθέσεων για το χερσαίο περιβάλλον της οδηγίας για τους οικοτόπους, αλλά μπορεί να απαντώνται εντός «παράκτιων υδάτων» της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα και, για τον λόγο αυτό, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ΟΠΘΣ. |
8.2.2. Μέτρα στήριξης και χρήσιμες πηγές πληροφοριών
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι συμβαλλόμενα μέρη σε διάφορες σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες για το περιβάλλον. Αυτές οι συμβάσεις και συμφωνίες έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση του νομικού πλαισίου της πολιτικής και της νομοθεσίας για τη βιοποικιλότητα εντός της ΕΕ, ενώ παράλληλα έχουν συμβάλει στον καθορισμό της σχέσης μεταξύ της ΕΕ και άλλων χωρών. Τα ευρωπαϊκά και εθνικά νομικά πλαίσια για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο αυτών των συμβάσεων και συμφωνιών. Οι σημαντικότερες συμβάσεις και συμφωνίες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη στο πλαίσιο των θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών περιγράφονται κατωτέρω.
Η σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (OSPAR) παρέχει μηχανισμό με τον οποίο δεκαπέντε κυβερνήσεις δυτικών ακτών και λεκανών απορροής της Ευρώπης, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεργάζονται για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού. Στη στρατηγική της OSPAR για τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, η πόντιση, η συντήρηση και ο παροπλισμός καλωδίων και αγωγών περιλαμβάνονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες που μπορεί να έχουν επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Οι δυνητικές επιπτώσεις των αγωγών έχουν αξιολογηθεί από το Κοινό Πρόγραμμα Αξιολόγησης και Παρακολούθησης της OSPAR (Joint Assessment and Monitoring Programme – JAMP) στο πλαίσιο αξιολόγησης της έκτασης, της συμβολής και των επιπτώσεων των υπεράκτιων εκμεταλλεύσεων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου (OSPAR, 2009a), ενώ η Επιτροπή Βιοποικιλότητας (Biodiversity Committee) της OSPAR έχει προβεί σε αξιολόγηση των επιπτώσεων των υποθαλάσσιων καλωδίων στο περιβάλλον (OSPAR, 2009). Η OSPAR έχει εκπονήσει επίσης κατευθυντήριες γραμμές για τις βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές κατά την πόντιση και τη λειτουργία καλωδίων (Guidelines on Best Environmental Practice in Cable Laying and Operation), συμπεριλαμβανομένου του πεδίου εφαρμογής δυνητικών μέτρων άμβλυνσης (OSPAR, 2012). Ο ομόλογος οργανισμός της OSPAR, η συμφωνία της Βόννης (51), εργάζεται επίσης για την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης όσον αφορά τη διαχείριση των επιπτώσεων ακούσιων διαρροών πετρελαίου και άλλων επικίνδυνων ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Η σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας (HELCOM, «σύμβαση του Ελσίνκι») καλύπτει τη λεκάνη της Βαλτικής Θάλασσας, συν όλα τα εσωτερικά ύδατα στις λεκάνες απορροής της. Όλες οι χώρες που συνορεύουν με τη Βαλτική Θάλασσα καθώς και η ΕΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη. Στο σχέδιο δράσης για τη Βαλτική Θάλασσα (2007), το οποίο αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της HELCOM και εγκρίθηκε από όλα τα παράκτια κράτη και την ΕΕ, περιλαμβάνεται συμφωνία ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα ακολουθούν σχετικές διαδικασίες για την πρόληψη, τη μείωση και την αντιστάθμιση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό των περιβαλλοντικά σημαντικών επιπτώσεων που προκαλούνται από οποιαδήποτε υπεράκτια εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών.
Τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου («σύμβαση της Βαρκελώνης») δεσμεύονται για την «πρόληψη, τη μείωση και την εξάλειψη της ρύπανσης στη Μεσόγειο Θάλασσα και για την προστασία και τη βελτίωση του θαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής» (άρθρο 4 παράγραφος 1). Οι υποχρεώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη συνάφεια για τις θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές είναι αυτές που αφορούν τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, και του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του (το «πρωτόκολλο Offshore»), την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών ρύπανσης και την παρακολούθηση, υποχρεώσεις οι οποίες έχουν επικυρωθεί από την ΕΕ.
Η σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο (σύμβαση του ESPOO) προωθεί τη διεθνή συνεργασία και τη συμμετοχή του κοινού όταν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας προγραμματισμένης δραστηριότητας αναμένεται να έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Οι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου μεγάλης διαμέτρου περιλαμβάνονται στον κατάλογο των δραστηριοτήτων που είναι πιθανό να προκαλέσουν σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις και οι οποίες πρέπει να υπόκεινται στη διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) που ορίζεται στη σύμβαση.
Στόχος της σύμβασης περί της διατήρησης των αποδημητικών ειδών που ανήκουν στην άγρια πανίδα («σύμβαση της Βόννης») είναι η διαφύλαξη των αποδημητικών ειδών σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους. Διάφορες συμφωνίες που έχουν υπογραφεί στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης αφορούν τη διαχείριση των συγκρούσεων μεταξύ των αποδημητικών ζώων και των θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών.
Συμφωνία για τη διατήρηση των μικρών κητοειδών της Βαλτικής, του Βορειοανατολικού Ατλαντικού, της Θάλασσας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Θάλασσας (ASCOBANS): στόχος της συμφωνίας αυτής είναι ο συντονισμός των μέτρων για τη μείωση των επιπτώσεων των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, της απώλειας οικοτόπων, της θαλάσσιας ρύπανσης και των ακουστικών οχλήσεων μεταξύ των δέκα συμβαλλομένων μερών. Το 2009 εκδόθηκε ψήφισμα σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει στα θαλάσσια θηλαστικά ο υποθαλάσσιος θόρυβος που προκαλείται στο πλαίσιο υπεράκτιων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ενώ το 2006 εκδόθηκε ψήφισμα σχετικά με τις επιπτώσεις του θορύβου, των σκαφών και άλλων μορφών όχλησης στα μικρά κητοειδή. Και τα δύο ψηφίσματα μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο εξέτασης των δυνητικών επιπτώσεων που συνδέονται με τις θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές.
Η συμφωνία για την προστασία των κητοειδών του Εύξεινου Πόντου, της Μεσογείου και του παρακείμενου Ατλαντικού (ACCOBAMS) αποτελεί πλαίσιο συνεργασίας για τη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Βασικός σκοπός της είναι να μειωθεί η απειλή για τα κητοειδή και να βελτιωθεί η γνώσης σχετικά με το συγκεκριμένο είδος σε αυτές τις θάλασσες. Η συμφωνία περιλαμβάνει ψηφίσματα σχετικά με την αξιολόγηση και την εκτίμηση των επιπτώσεων του ανθρωπογενούς θορύβου, οι οποίες είναι σημαντικές για τη διαχείριση των συγκρούσεων μεταξύ των κητοειδών, που προστατεύονται από την οδηγία για τους οικοτόπους, και των θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών. Επιπλέον, έχει δημοσιευτεί έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με μέτρα άμβλυνσης του υποθαλάσσιου θορύβου (ACCOBAMS-MOP5, 2013).
8.3. Δυνητικές επιπτώσεις και προσεγγίσεις όσον αφορά την άμβλυνση
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ενεργειακών υποδομών στη θαλάσσια βιοποικιλότητα μπορεί να προκύπτουν από βιολογικές, φυσικές και χημικές πιέσεις, ενώ οι ακριβείς επιπτώσεις εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνεται το κατά πόσον η υποδομή βρίσκεται σε στάδιο εγκατάστασης, λειτουργίας ή παροπλισμού· το χρονοδιάγραμμα και η συχνότητα των εργασιών· η κλίμακα της υποδομής· και η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται. Οι πιέσεις που ασκούνται σε προστατευόμενους οικοτόπους και είδη μπορούν να είναι τόσο έμμεσες όσο και άμεσες, οι δε επιπτώσεις μπορούν να είναι οξείες ή χρόνιες. Οι δυνητικές επιπτώσεις στους οικοτόπους και στα είδη Natura 2000 συνοψίζονται στον πίνακα 5. Οι επιπτώσεις και τα δυνητικά μέτρα άμβλυνσης περιγράφονται κατωτέρω. Τα έργα θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση ώστε να καθορίζεται εάν τα μέτρα αυτά επαρκούν για τη διαφύλαξη του συμφέροντος του δικτύου Natura 2000.
Ωστόσο, όσον αφορά τα σχέδια και τα έργα θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών, στους περιορισμούς που μπορούν να επηρεάσουν την επάρκεια των δεουσών εκτιμήσεων (ΔΕ) περιλαμβάνονται οι εξής:
— |
Διαθεσιμότητα δεδομένων, δυνατότητα πρόσβασης σε δεδομένα και ικανότητα συλλογής σχετικών δεδομένων |
— |
Επιστημονική κατανόηση – των οικολογικών διαδικασιών, της ευαισθησίας των θαλάσσιων οικοτόπων και ειδών Natura 2000 σε συγκεκριμένες πιέσεις, και των δυνητικών σωρευτικών επιπτώσεων |
— |
Στρατηγικές άμβλυνσης – στενό χρονοδιάγραμμα για τον καθορισμό της αποτελεσματικότητας, οι στρατηγικές βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο ή δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη επαρκώς |
— |
Τύπος ανάπτυξης – καινοτόμα, ακόμη υπό ανάπτυξη και περίπλοκα, διότι τα σχέδια και τα έργα μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο χερσαία όσο και θαλάσσια στοιχεία |
Επιπλέον, όσον αφορά τις θαλάσσιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας [κυματική και παλιρροϊκή ενέργεια], μεγάλο μέρος των εκτιμήσεων επιπτώσεων που έχουν διενεργηθεί έως σήμερα εστίαζαν στις συσκευές παραγωγής ενέργειας. Οι εν λόγω συσκευές πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή σε κλίμακες στις οποίες θα μπορούσαν να καταστούν εμπορικά βιώσιμες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, πρέπει να ελεγχθούν οι δυνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συστοιχιών και της απαιτούμενης υποδομής μεταφοράς. Επιπλέον, υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά την κατανόηση της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των συνδυασμένων και σωρευτικών επιπτώσεων των θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών σε σύνδεση με άλλες θαλάσσιες δραστηριότητες, εξ ού και η ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού όπως προτείνεται στην ενότητα 4. Συνήθως, απαιτείται αξιολόγηση κατά περίπτωση για τον προσδιορισμό του τύπου και της σοβαρότητας των δυνητικών επιπτώσεων σε σχέση με τις ειδικές ανά τόπο περιστάσεις και τα διαθέσιμα δεδομένα.
Πίνακας 5
Η πιθανή ευαισθησία προστατευόμενων, στο πλαίσιο του Natura 2000, οικοτόπων και ειδών σε πιέσεις που συνδέονται με την κατασκευή, τη συντήρηση και τον παροπλισμό θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών
|
ΦΥΣΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ/ΖΗΜΙΕΣ |
ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΧΛΗΣΕΙΣ/ΖΗΜIΕΣ/ΑΠΩΛΕΙΕΣ |
ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ |
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ |
ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ+ |
||||||
Αμμοσύρτεις |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Εκβολές ποταμών |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Παράκτιες λιμνοθάλασσες |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Κολπίσκοι και κόλποι |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Ύφαλοι |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Σχηματισμοί δημιουργούμενοι από εκπομπές αερίων |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Στενοί κολπίσκοι (μυχοί) της βόρειας Βαλτικής |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
Σπήλαια* |
; |
; |
; |
V |
|
||||||
|
|||||||||||
κητοειδή |
; |
V |
; |
V |
|
||||||
φώκιες |
; |
V |
; |
V |
|
||||||
ερπετά |
; |
V |
; |
V |
|
||||||
ψάρια |
; |
V |
V |
V |
V |
||||||
ασπόνδυλα |
V |
V |
; |
V |
|
||||||
φυτά |
V |
V |
V |
V |
|
||||||
θαλάσσια πτηνά |
|
V |
|
V |
|
||||||
|
— Περίληψη δυνητικών επιπτώσεων
Όσον αφορά τις δυνητικές επιπτώσεις των υποθαλάσσιων αγωγών, υπάρχει σημαντικός όγκος πληροφοριών λόγω της εκτεταμένης και μακροχρόνιας χρήσης τους για τη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η πόντιση καλωδίων αποτελεί επίσης μια ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, αν και οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δυνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις προέρχονται από τον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Τα καλώδια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ενέργειας είναι συνήθως βαρύτερα, περισσότερο άκαμπτα και έχουν μεγαλύτερη διάμετρο. Τρόποι αποφυγής ή άμβλυνσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων τόσο των καλωδίων όσο και των αγωγών έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται στρατηγικές αποφυγής και άμβλυνσης σχετικά με οικοτόπους και είδη Natura 2000.
Οι προφανέστερες άμεσες επιπτώσεις είναι η ζημία, η διατάραξη ή η απώλεια βενθικών οικοτόπων στο πλαίσιο εργασιών πόντισης καλωδίων και αγωγών. Οι επιπτώσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι τα καλώδια και οι αγωγοί διέρχονται κυρίως από περιοχές μαλακών ιζημάτων στις οποίες εκτελούνται εργασίες εκσκαφής ορυγμάτων και ταφής. Ο χώρος που επηρεάζεται εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές και τα μηχανήματα, καθώς και από τον τύπο ιζήματος, και μπορεί να καλύπτει ζώνη σε απόσταση 10-20 m από τη γραμμή. Το βένθος σε αυτή τη διαταραγμένη ζώνη μπορεί να αποκατασταθεί, αν και όχι απαραιτήτως με την ίδια σύνθεση ειδών, ενώ το ποσοστό αποκατάστασης εξαρτάται από τον τύπο ιζήματος και τις τοπικές συνθήκες. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από την κλίμακα και τη διάρκεια τυχόν μεταβολών, καθώς και από ειδικά ανά τόπο χαρακτηριστικά. Στον τόπο μπορούν επίσης να εισαχθούν διαφορετικοί τύποι ιζήματος, με πιθανό αποτέλεσμα την αλλαγή του χαρακτήρα του. Οι υποπαλιρροιακές αμμοσύρτεις, οι οικότοποι μαλακού ιζήματος κολπίσκων και κόλπων, οι διαπαλιρροιακές λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις, οι εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης, οι εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia και οι ύφαλοι είναι ορισμένοι από τους οικοτόπους Natura 2000 που είναι ευάλωτοι σε άμεσες ζημίες ή σε μεταβολές που συνδέονται με τη διαδρομή των καλωδίων και αγωγών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα καλώδια μπορεί να πρέπει να διέλθουν από περιοχές βραχώδους βυθού. Ζημία στον οικότοπο, για παράδειγμα σε περιβάλλοντα υφάλων, μπορεί να προκληθεί εάν απαιτείται η διάνοιξη ορυγμάτων στον βράχο.
Η εισαγωγή των τεχνητών σκληρών επιφανειών των καλωδίων και των αγωγών, καθώς και βράχων θωράκισης και στρωμάτων σκυροδέματος για την προστασία υποδομών εν λειτουργία ή παροπλισμένων αγωγών μπορεί να έχει τοπικές επιπτώσεις καθιστώντας δυνατό τον αποικισμό από είδη που συνήθως δεν απαντώνται σε οικοτόπους μαλακών ιζημάτων. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο αποικισμού και εξάπλωσης χωροκατακτητικών ξένων ειδών από αυτούς τους σχηματισμούς. Οι μεταβολές στη θολότητα, στα ρεύματα του θαλάσσιου βυθού και στην τοπογραφία αποτελούν άλλο ένα είδος πίεσης που είναι πιθανό να ασκείται στις βενθικές κοινότητες που βρίσκονται πλησίον καλωδίων και αγωγών, ενώ οι αλλαγές της διατροφικής συμπεριφοράς, οι οχλήσεις και ο εκτοπισμός κατά τη διάρκεια εργασιών εγκατάστασης μπορεί να έχουν επιπτώσεις σε θαλάσσια θηλαστικά και θαλάσσια πτηνά που προστατεύονται από τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά. Παρότι δεν γνωρίζουμε πολλά για τις επιπτώσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων (ΗΜΠ) γύρω από καλώδια, μπορεί να αποτελούν πρόβλημα για ψάρια όπως ο οξύρρυγχος, ένα προστατευόμενο είδος βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους το οποίο είναι γνωστό ότι μπορεί να ανιχνεύει τέτοιου είδους πεδία. Οι εκπομπές θερμότητας μπορούν επίσης να επηρεάσουν ορισμένα είδη τα οποία είναι ευαίσθητα ακόμη και σε πολύ μικρές αυξήσεις της θερμοκρασίας περιβάλλοντος, αλλά ακόμη δεν γνωρίζουμε το είδος και τη σημασία τυχόν επιπτώσεων σε βενθικές κοινότητες όπως αυτές που συνδέονται με οικοτόπους αμμοσυρτών. Η μείωση και η αποφυγή των εκπομπών αυτών μέσω σχεδιασμού των καλωδίων εξετάζονται στην ενότητα σχετικά με τα μέτρα άμβλυνσης.
Οι κίνδυνοι και οι δυνητικές επιπτώσεις της χημικής μόλυνσης σε οικοτόπους και είδη Natura 2000 αποτελούν περαιτέρω πτυχές που πρέπει να εξεταστούν. Η εν λόγω μόλυνση μπορεί να οφείλεται σε αγωγούς που έχουν υποστεί βλάβη, σε διατάραξη μολυσμένων ιζημάτων ή επικίνδυνων ουσιών, ή σε θραύση των καλωδίων. Οι εκπομπές από σκάφη που συμμετέχουν στην κατασκευή και τη συντήρηση υποδομών μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων, αν και είναι δύσκολο να διαχωριστούν από τις εκπομπές που συνδέονται γενικότερα με υπεράκτιες εργασίες κατασκευής και συντήρησης.
— Περίληψη δυνητικών μέτρων άμβλυνσης
Η Επιτροπή OSPAR έχει παράσχει χρήσιμη περίληψη των δυνητικών μέτρων άμβλυνσης για την ελαχιστοποίηση ή την αποφυγή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνδέονται με τα υποθαλάσσια καλώδια (πίνακας 6) (52). Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο ο προσεκτικός σχεδιασμός της διαδρομής και ο προγραμματισμός των δραστηριοτήτων εγκατάστασης, η κατάλληλη επιλογή τύπων καλωδίων, η ενδεδειγμένη ταφή των καλωδίων και η χρήση αδρανών υλικών εάν απαιτείται προστατευτική κάλυψη. Η διατάραξη του θαλάσσιου βυθού, ο θόρυβος, η μόλυνση, η κάλυψη του θαλάσσιου βυθού, η απώλεια οικοσυστημάτων, οι διάδρομοι εξάπλωσης ξένων ειδών και οι σωρευτικές επιπτώσεις αποτελούν επίσης σημαντικά στοιχεία στο πλαίσιο της κατασκευής και της συντήρησης υποθαλάσσιων αγωγών.
Πίνακας 6
Δυνητικά μέτρα άμβλυνσης για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων διαφόρων ανθρωπογενών πιέσεων λόγω της πόντισης και λειτουργίας καλωδίων (από OSPAR, 2009)
|
Μέτρα άμβλυνσης |
|||||
Περιβαλλοντικές επιπτώσεις |
Επιλογή διαδρομής |
Χρόνοι κατασκευής |
Τεχνική ταφής |
Βάθος ταφής |
Τύπος καλωδίου |
Αφαίρεση |
Διατάραξη |
x |
x |
x |
(x) |
(x) |
Βλέπε κείμενο |
Θόρυβος |
(x) |
(x) |
(x) |
|
|
|
Εκπομπές θερμότητας |
(x) |
|
|
x |
x |
|
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία |
|
|
|
x |
x |
|
Μόλυνση |
x |
|
(x) |
(x) |
x |
x |
Σωρευτικές επιπτώσεις* |
x |
x |
x |
x |
x |
|
x: Σημαντικό μέτρο· (x) λιγότερο σημαντικό μέτρο· * Ανεπαρκής γνώση |
Στις ενότητες που ακολουθούν παρατίθενται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις και τα μέτρα άμβλυνσης που αφορούν την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τον παροπλισμό καλωδίων και αγωγών.
8.3.1. Εγκατάσταση
Για την εγκατάσταση υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι. Σε περιοχές μαλακών ιζημάτων, μπορούν να χρησιμοποιούνται άροτρα και εξοπλισμός υδροβολής τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνδυασμό για τη δημιουργία ορυγμάτων, βάθους συνήθως 1-3 m, και την ταυτόχρονη ταφή καλωδίων και αγωγών εντός αυτών. Εναλλακτικά, προϊόν εκσκαφής από το όρυγμα απομακρύνεται προσωρινά από την τοποθεσία ή αποτίθεται κατά μήκος των εργασιών, ενώ η τοποθέτηση των καλωδίων ή των αγωγών και η πλήρωση των ήδη διανοιγμένων ορυγμάτων πραγματοποιείται κάποια στιγμή αργότερα. Η θνησιμότητα ασπονδύλων κατά μήκος της προτεινόμενης διαδρομής των καλωδίων ενδέχεται να είναι υψηλότερη όταν χρησιμοποιείται υδροβολή (ρευστοποίηση των ιζημάτων κάτω από το καλώδιο ώστε να ποντιστεί σε συγκεκριμένο βάθος), λόγω της μεγαλύτερης διατάραξης των ιζημάτων και της πιθανότητας έκθεσης πολλών ζώων σε θηρευτές. Όταν χρησιμοποιούνται άροτρα, τα πέδιλα που στηρίζουν το άροτρο μπορεί να αφήσουν αποτύπωμα στην επιφάνεια, ιδίως σε ζώνες μαλακών ιζημάτων. Δυνητικές επιπτώσεις υπό αυτές τις συνθήκες είναι η αυξημένη συμπίεση του ιζήματος και η διατάραξη της θαλάσσιας πανίδας. Η ζώνη διατάραξης εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος και τη μέθοδο εγκατάστασης (53).
Παρότι ορισμένα μετακινούμενα είδη μπορούν να αποφεύγουν τις διαταραγμένες περιοχές, δεν ισχύει το ίδιο για την πλειονότητα των εδραίων ειδών, ενώ ορισμένοι οικότοποι βιογενών υφάλων όπως οι αποικίες μυδιών Modiolus Modiolus και οι ασβεστοφυκικοί βυθοί, δύο υπο-τύποι οικοτόπων υποπαλιρροιακών αμμοσυρτών, καθώς και οι βυθοί με θαλάσσια βλάστηση μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε άμεσες απώλειες ή κάλυψη του θαλάσσιου βυθού από αιωρούμενα ιζήματα (π.χ. OSPAR 2010). Τοπικές ζημίες σε βενθικές κοινότητες οικοτόπων υφάλων μπορούν επίσης να προκληθούν όταν τα καλώδια διέρχονται από περιοχές βραχώδους βυθού, είτε λόγω εκτριβής είτε λόγω της εκσκαφής ορυγμάτων σε μαλακούς και σκληρούς βράχους.
Η επαναιώρηση και η εκ νέου κινητοποίηση θρεπτικών στοιχείων και επικίνδυνων ουσιών κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφής ορυγμάτων εγκυμονούν κινδύνους σε περιοχές μολυσμένων ιζημάτων, ενώ οι αλλαγές στο προφίλ του θαλάσσιου βυθού μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολές της υδροδυναμικής κατάστασης. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη σταθερότητα των υποπαλιρροιακών οικοτόπων, όπως οι αμμοσύρτεις, καθώς και να οδηγήσει ενδεχομένως σε μεταβολή των συνδεόμενων θαλάσσιων κοινοτήτων. Ένα τελευταίο στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί είναι οι δυνητικές επιπτώσεις των εργασιών θέσης σε λειτουργία. Στην περίπτωση των αγωγών, οι εργασίες αυτές περιλαμβάνουν την άντληση μέσω νερού δοκιμής το οποίο περιέχει βιοκτόνα και αντιδιαβρωτικά. Η σύσταση και η διασπορά του νερού δοκιμής πρέπει να καθορίζεται, αν και οι αυξημένες συγκεντρώσεις στα σημεία απόρριψης θεωρείται γενικά ότι είναι βραχυπρόθεσμες. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για την εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεων στις θαλάσσιες κοινότητες που συνδέονται με οικοτόπους Natura 2000 καθώς και σε προστατευόμενα είδη.
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΕ ΒΕΝΘΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΥΣ, ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΗ
Οι άμεσες επιπτώσεις της πόντισης καλωδίων και αγωγών είναι οι τοπικές ζημίες, η εκτριβή, ο εκτοπισμός και η διατάραξη οικοτόπων και ειδών του θαλάσσιου βυθού στη ζώνη γύρω από τις εργασίες κατασκευής (Söker et al, 2000). Οι βενθικές κοινότητες που βρίσκονται εντός και πλησίον ορυγμάτων μπορεί να επηρεαστούν από τη διαφυγή ιζημάτων, την ταφή, την ανάδευση, την καθίζηση λεπτόκοκκων ιζημάτων, καθώς και από μεταβολές στις χημικές ιδιότητες λόγω της επαναιώρισης ρυπογόνων ουσιών ή της διατάραξης των ανοξικών στρωμάτων, αλλά οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι μόνο βραχυπρόθεσμες ή να οδηγούν σε ανεπαίσθητες πιο μακροπρόθεσμες αλλαγές των οποίων η σημασία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Στο πλαίσιο μελέτης των επιπτώσεων και της αποκατάστασης σχετικά με ένα όρυγμα καλωδίων στη λιμνοθάλασσα του Rødsand, τόπου Natura 2000 στη Δανία, το οποίο διανοίχθηκε για το υπεράκτιο αιολικό πάρκο του Nysted, διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στην κοινότητα ρηχών υδάτων Macoma αμέσως μετά το πέρας των εργασιών. Επιπλέον, η πυκνότητα των βλαστών και η βιομάζα των ριζωμάτων θαλάσσιων αγγειόσπερμων του γένους Zostera μειώθηκαν πλησίον του ορύγματος (λόγω των συνδυασμένων επιπτώσεων της σκίασης και της ταφής), αλλά εντός δύο ετών τα επίπεδά τους επανήλθαν στα επίπεδα προ των κατασκευαστικών εργασιών (Birklund, 2003). Η βενθική μικροπανίδα κατά μήκος υποθαλάσσιου καλωδίου στη Βαλτική μεταξύ Σουηδίας και Πολωνίας παρουσίασε επίσης σημάδια αποκατάστασης μετά την πάροδο ενός έτους, χωρίς σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση, την αφθονία ή τη βιομάζα οι οποίες θα μπορούσαν να συνδέονται σαφώς με την εγκατάσταση του καλωδίου (Andrulewicz et al., 2003).
Οι μελέτες αυτές καταδεικνύουν ότι παρότι οι επιπτώσεις σε υποπαλιρροιακές κοινότητες μαλακών ιζημάτων όπως αυτές που απαντώνται σε αμμοσύρτεις σε αβαθή ύδατα μπορεί να είναι σημαντικές, ενδέχεται να είναι βραχυπρόθεσμες και να περιορίζονται σε διάδρομο καλωδίων πλάτους περίπου 10 m (OSPAR, 2009). Πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις παρατηρούνται σε βιογενείς υφάλους που αποτελούνται από είδη ευαίσθητα στην κάλυψη του θαλάσσιου βυθού, όπως οι ασβεστοφυκικοί βυθοί, σε υποθαλάσσιους σχηματισμούς που δημιουργούνται από εκπομπές αερίων ή σε ιδιαίτερα μακρόβια είδη που χαρακτηρίζονται από αργή επανεγκατάσταση, όπως οι ύφαλοι με αποικίες μυδιών Modiolus Modiolus. Οι ακριβείς επιπτώσεις εξαρτώνται από τους υφιστάμενους οικοτόπους και τα χαρακτηριστικά του τόπου.
Πέραν της άμεσης ζημίας, άλλες πιθανές πιέσεις που ασκούνται σε βενθικούς οικοτόπους και είδη από τις κατασκευαστικές εργασίες είναι η αύξηση της θολότητας, η απελευθέρωση ρυπογόνων ουσιών και οι αλλαγές στη σύνθεση των ιζημάτων. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από την κλίμακα και τη διάρκεια τυχόν μεταβολών, καθώς και από ειδικά ανά τόπο χαρακτηριστικά. Η ανακατανομή μαλακών ιζημάτων σε οικοτόπους βραχωδών υφάλων ή σε οικοτόπους που είναι ευαίσθητοι στην κάλυψη του θαλάσσιου βυθού, όπως οι εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia και οι ασβεστοφυκικοί βυθοί, αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι η επανεγκατάσταση σε περιοχές με παρόμοια χαρακτηριστικά ιζημάτων (Zucco et al., 2006· Hall-Spencer & Moore, 2000). Στον τόπο μπορούν επίσης να εισαχθούν διαφορετικοί τύποι ιζήματος, με πιθανό αποτέλεσμα την αλλαγή του χαρακτήρα του. Για παράδειγμα, στο υπεράκτιο αιολικό πάρκο του Nysted στη Δανία, για την κάλυψη των εκτεθειμένων καλωδίων κάποια στιγμή μετά τις αρχικές εργασίες πόντισης έπρεπε να εισαχθούν κροκάλες για την πλήρωση του ορύγματος σε μια περιοχή όπου κυριαρχούν τα μαλακά ιζήματα (Andrulewicz et al., 2003).
Σε βραχώδεις περιοχές, σε περιοχές με άκρως κινούμενη άμμο ή σε βαθιά ύδατα, όπου ο θαλάσσιος βυθός είναι ακατάλληλος για την ταφή καλωδίων και αγωγών, οι υποδομές μπορούν να προστατεύονται ή να σταθεροποιούνται με βράχους θωράκισης και στρώματα σκυροδέματος. Η θολότητα πλησίον της τοποθεσίας των εργασιών είναι πιθανό να αυξάνεται προσωρινά ακόμη και όταν δεν πραγματοποιούνται εργασίες εκσκαφής ορύγματος. Η απόθεση βράχων μπορεί να περιλαμβάνει την τοποθέτηση 1 τόνου βράχων ανά τετραγωνικό μέτρο, σε απόσταση 5 m από την κάθε πλευρά του αγωγού, και, ως εκ τούτου, μπορεί να οδηγήσει σε εισαγωγή σημαντικής ποσότητας υλικού διαφορετικού χαρακτήρα στα ιζήματα που υπήρχαν στην περιοχή πριν από την εγκατάσταση.
Παραδείγματα μέτρων άμβλυνσης που έχουν εφαρμοστεί σε υποπαλιρροιακούς οικοτόπους εντός του δικτύου Natura 2000 Ως μέτρο άμβλυνσης πραγματοποιήθηκε μερική αλλαγή της διαδρομής της γραμμής μεταφοράς SwePol μεταξύ Σουηδίας και Πολωνίας προς τμήματα του Slupsk Bank, τόπου Natura 2000. Παρότι το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του καλωδίου διέρχεται από απειλούμενους οικοτόπους, αποφεύχθηκε η διέλευση μέσα από τις περιοχές του Slupsk Bank που αποτελούνται από πέτρες και ογκόλιθους και φιλοξενούν μειούμενα είδη ερυθροφύκης. Στο πλαίσιο του ίδιου έργου εξαλείφθηκε ο κίνδυνος πιθανής χημικής μόλυνσης από χλώριο με τροποποίηση της πρότασης από ένα μονοπολικό σχέδιο, που θα απαιτούσε θυσιαζόμενες ανόδους, σε ένα διπολικό σύστημα (Andrulewicz et al., 2003). |
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΖΗΜΙΑΣ ΣΕ ΔΙΑΠΑΛΙΡΡΟΙΑΚΟΥΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΙΔΗ
Οι διαπαλιρροιακοί οικότοποι και τα είδη που προστατεύονται από τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά μπορεί να εκτίθενται σε διατάραξη, ζημίες και απώλειες λόγω εργασιών πόντισης καλωδίων και αγωγών. Οι τύποι οικοτόπων Natura 2000 που είναι πιθανότερο να επηρεάζονται είναι οι θαλάσσιοι κολπίσκοι και κόλποι, οι στενοί κολπίσκοι της βόρειας Βαλτικής, οι εκβολές ποταμών, οι διαπαλιρροιακές λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις και οι εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia. Μεταξύ των πλέον ευάλωτων προστατευομένων ειδών περιλαμβάνονται τα καλοβατικά και τα υδρόβια πτηνά.
Οι επιπτώσεις στη βενθική πανίδα είναι συχνά δραματικές, αλλά μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμες. Για παράδειγμα, μελέτη των επιπτώσεων της εκσκαφής ορυγμάτων για την εγκατάσταση αγωγού σε περιοχή διαπαλιρροιακών λασπωδών και αμμωδών επίπεδων εκτάσεων στην Ιρλανδία κατέδειξε πλήρη απώλεια των βενθικών ασπόνδυλων και αλλαγή στη δομή των ιζημάτων αμέσως μετά το πέρας των εργασιών. Στη συνέχεια, η θιγόμενη περιοχή επαναποικίστηκε σε τέτοιο βαθμό που να μην υπάρχει διακριτή διαφορά στον αριθμό των ατόμων όλων των ειδών που συλλέχθηκαν σε πυρήνες ιζημάτων έξι μήνες αργότερα, αν και οι εκπροσωπούμενες ταξινομικές κατηγορίες ήταν διαφορετικές (Lewis et al., 2002). Παρόμοιες επιπτώσεις έχουν καταδειχθεί και σε άλλες μελέτες και παρότι η αφθονία των ειδών μπορεί να αποκατασταθεί, όσον αφορά τη συνολική βιομάζα μπορεί να χρειαστούν αρκετά χρόνια για να φθάσει σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της γύρω αδιατάρακτης περιοχής. Η αποκατάσταση εξαρτάται από τα είδη που είναι παρόντα στις γύρω περιοχές, τον κύκλο ζωής και την κινητικότητά τους, καθώς και το χρονοδιάγραμμα τυχόν κατασκευαστικών εργασιών.
Παραδείγματα μέτρων άμβλυνσης που έχουν εφαρμοστεί για την προστασία διαπαλιρροιακών οικοτόπων Τα μέτρα άμβλυνσης που σχετίζονται με το σημείο στο οποίο τα καλώδια προσεγγίζουν την ξηρά και το φρεάτιο μετάβασης σε διαπαλιρροιακούς οικοτόπους, όπως αυτούς που συναντάμε σε εκβολές ποταμών, ποικίλλουν, από αλλαγή της διαδρομής για την αποφυγή διέλευσης μέσα από ευαίσθητες περιοχές, μέχρι ελαχιστοποίηση της θιγόμενης έκτασης, προσεκτικό καθορισμό του χρονοδιαγράμματος των κατασκευαστικών εργασιών για την αποφυγή της διατάραξης και χρήση τεχνικών εκσκαφής που προκαλούν μικρότερη ζημία. Τα μέτρα που παρατίθενται κατωτέρω είναι ορισμένα από τα μέτρα άμβλυνσης που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της πόντισης καλωδίων εξαγωγής σε διαπαλιρροιακή περιοχή στις εκβολές του ποταμού Swale για τη σύνδεση του υπεράκτιου αιολικού πάρκου London Array με το δίκτυο μεταφοράς (London Array/National Grid 2007).
|
ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΟΠΙΣΜΟΣ ΑΚΡΩΣ ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΕΙΔΩΝ
Ο θόρυβος, η παρουσία ανθρώπων και μηχανημάτων και η εκτέλεση δραστηριοτήτων που συνδέονται με κατασκευαστικές εργασίες τόσο σε διαπαλιρροιακές όσο και σε υπεράκτιες τοποθεσίες είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τη συμπεριφορά των άκρως μετακινούμενων ειδών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα θαλάσσια, τα καλοβατικά και τα υδρόβια πτηνά, τα κητοειδή, οι φώκιες, οι θαλάσσιες χελώνες και τα ψάρια που προστατεύονται από τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά. Οι κυριότερες επιπτώσεις είναι η παρενόχληση και ο εκτοπισμός. Στις δυνητικές επιπτώσεις, οι οποίες είναι συγκεκριμένες για κάθε είδος, περιλαμβάνονται η απώλεια ευκαιριών εύρεσης τροφής, ο κίνδυνος σύγκρουσης και τα εμπόδια στη μετακίνηση, επιπτώσεις οι οποίες μπορεί να έχουν ενεργητικό κόστος. Τα καταδυόμενα πτηνά είναι γνωστό ότι είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στις οπτικές οχλήσεις και εκτοπίζονται από την κυκλοφορία των πλοίων (Mendel et al., 2008). Παράλληλα, μπορεί να προκύπτουν πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, όπως βλάβες στην ακοή θαλάσσιων θηλαστικών τα οποία εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα θορύβου για μεγάλες χρονικές περιόδους. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το επίπεδο περιβάλλοντος θορύβου που σχετίζεται με τον θόρυβο των κατασκευαστικών εργασιών, δεδομένου ότι επηρεάζει την ικανότητα των ζώων να εντοπίζουν και να ανταποκρίνονται στην πίεση (Robinson & Lepper, 2013).
Ο θόρυβος από την πόντιση αγωγών και καλωδίων συνδέεται συνήθως με την εκσκαφή ορυγμάτων, την πόντιση σωλήνων και την τοποθέτηση βράχων. Στην περίπτωση του προτεινόμενου καλωδίου εξαγωγής μήκους 65 km από το υπεράκτιο αιολικό πάρκο Beatrice προς την εγκατάσταση Moray Firth, ο θόρυβος διαπιστώθηκε μέσω μοντελοποίησης στο πλαίσιο της οποίας προσδιορίστηκε η πιθανή ζώνης όχλησης για διάφορα είδη (βλέπε πλαίσιο κατωτέρω). Βάσει εκτίμησης της OSPAR, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο υποθαλάσσιος θόρυβος που προκαλείται από την εγκατάσταση υποθαλάσσιων καλωδίων συνιστά υψηλό κίνδυνο για τη θαλάσσια πανίδα (OSPAR, 2009).
Διερεύνηση για την αξιολόγηση των κινδύνων για μετακινούμενα θαλάσσια είδη Για την αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων του θορύβου που συνδέεται με την εγκατάσταση καλωδίων εξαγωγής μήκους 65 km που συνδέουν το υπεράκτιο αιολικό πάρκο Beatrice με το χερσαίο σημείο Moray Firth, στη βορειοανατολική ακτή της Σκωτίας, χρησιμοποιήθηκε μοντελοποίηση των δυνητικών επιπτώσεων στη συμπεριφορά διαφόρων ειδών (Nedwell et al., 2012). Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η εκσκαφή ορυγμάτων ήταν πιθανό να ασκήσει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στα διάφορα θαλάσσια είδη και ότι το είδος που ήταν πιθανό να εκτεθεί στον μεγαλύτερο αντίκτυπο ήταν ο μαρσουάνος.
Σε αυτήν την περίπτωση, προβλέφθηκε ότι θα υπάρχει βραχυπρόθεσμη τοπική ηχητική όχληση κατά τη διάρκεια των εργασιών πόντισης καλωδίων, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσωρινό εκτοπισμό θαλάσσιων θηλαστικών από ένα πολύ μικρό τμήμα του ενδεδειγμένου ενδιαιτήματός τους (Arcus, 2012). Άλλες πτυχές των κατασκευαστικών εργασιών θεωρήθηκαν σημαντικές για το ρινοδέλφινο και τη φώκια και, συνεπώς, αποτέλεσαν αντικείμενο μέτρων άμβλυνσης, π.χ. «ήπια εκκίνηση» για εργασίες έμπηξης πασσάλων και χρήση παρατηρητών θαλάσσιων θηλαστικών. |
8.3.2. Λειτουργία
Οι αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με τη λειτουργία καλωδίων και αγωγών προκύπτουν συνήθως από τη ρύπανση. Αυτή μπορεί να οφείλεται σε οξεία περιστατικά, όπως ακούσιες απορρίψεις από σκάφη υποστήριξης, ή σε θραύση αγωγών. Παράλληλα, μπορεί να προκύπτουν χρόνιες επιπτώσεις οι οποίες οφείλονται σε θραύση καλωδίων και αγωγών και σε διαρροή χημικών. Οι δυνητικές επιπτώσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων (ΗΜΠ) και της αύξησης της θερμοκρασίας γύρω από τα καλώδια έχουν μελετηθεί σε μικρότερο βαθμό. Οι εργασίες συντήρησης και επισκευής που προκαλούν επαναιώριση ιζημάτων και επικίνδυνων ουσιών έχουν παρόμοιες επιπτώσεις με αυτές που περιγράφονται για τις εργασίες εγκατάστασης.
ΡΥΠΑΝΣΗ
Η καταστροφή αγωγών μπορεί να οφείλεται σε διάβρωση, μετακινήσεις του πυθμένα και στην επαφή με άγκυρες και εξοπλισμό αλιείας βυθού. Οι συνέπειες μπορεί να είναι μικρές βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες διαρροές ή περισσότερο καταστροφικές εκρήξεις που προκαλούν μείζονα περιστατικά ρύπανσης. Στη βάση δεδομένων συμβάντων του ευρωπαϊκού δικτύου αγωγών φυσικού αερίου, η εξωτερική παρεμβολή προσδιορίζεται ως η συνηθέστερη αιτία περιστατικών (48,4 %), ακολουθούμενη από το κατασκευαστικό ελάττωμα/την αστοχία υλικού και τη διάβρωση, αλλά δεν γίνεται διάκριση μεταξύ υποθαλάσσιων και άλλων αγωγών φυσικού αερίου (EGIG, 2011). Οι υδρογονάνθρακες και αέρια όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το υδρόθειο είναι ορισμένες από τις ρυπογόνες ουσίες που μπορεί να εισαχθούν στη στήλη νερού.
Μια ακόμη πηγή ρυπογόνων ουσιών είναι οι θυσιαζόμενες άνοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την επιβράδυνση της διάβρωσης των αγωγών στο θαλασσινό νερό. Τα στοιχεία αυτών των ανόδων (υδράργυρος, χαλκός, κάδμιο και μόλυβδος) μπορούν να μετακινούνται μέσω των ιζημάτων και συσσωρεύονται σε ορισμένα θαλάσσια είδη. Το ποσοστό διάβρωσης αυτών των ανόδων εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του τόπου, όπως το βάθος, η θερμοκρασία και η αλατότητα των υδάτων. Η πιθανότητα επιπτώσεων σε οικοτόπους και είδη Natura 2000 δεν είναι σαφής.
Στην περίπτωση εργασιών δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, η θερμοκρασία και η πίεση καθορίζουν αν το CO2 θα μεταφέρεται μέσω αγωγών ως υγρό ή ως αέριο. Αυτό θα πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά διότι ο σχηματισμός υδριτών εντός του αγωγού αυξάνει την εσωτερική διάβρωση και μπορεί να προκαλέσει εμφράξεις, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος αστοχίας του αγωγού. Κυριότερη συνέπεια της βλάβης ή αστοχίας του αγωγού είναι η οξίνιση των περιβαλλόντων υδάτων.
Οι οξείες και χρόνιες επιπτώσεις της πετρελαϊκής ρύπανσης στα θαλάσσια είδη και τους οικοτόπους που περιλαμβάνονται στις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πτηνά, όπως τα θαλάσσια θηλαστικά, τα θαλάσσια πτηνά, οι εκτάσεις με θαλάσσια βλάστηση και οι λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις, έχουν μελετηθεί εκτενώς και είναι καλά τεκμηριωμένες (54). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την ανάγκη για παρακολούθηση και σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης ώστε να αποφεύγεται η κλιμάκωση και να μειώνεται ο αντίκτυπος. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις άλλων ρυπογόνων ουσιών, όπως τα βαρέα μέταλλα, στα θαλάσσια θηλαστικά, καθώς και τις δυνητικές επιπτώσεις της οξίνισης των ωκεανών, αλλά όχι συγκεκριμένα σε σχέση με τις θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές.
Η βασική προσέγγιση όσον αφορά τον περιορισμό της ρύπανσης από καλώδια και αγωγούς είναι η ελαχιστοποίηση του κινδύνου απορρίψεων, μέσω σχεδιασμού και τακτικής επιθεώρησης. Η τακτική παρακολούθηση λειτουργεί ως σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και με τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης καθορίζονται μέτρα για τη μείωση τυχόν επιπτώσεων στους θαλάσσιους οικοτόπους και τα είδη σε περίπτωση συμβάντων.
ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΨΑΡΙΑ
Κατά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας εκπέμπονται ηλεκτρομαγνητικά πεδία χαμηλής συχνότητας, μεταξύ άλλων και κατά μήκος υποθαλάσσιων καλωδίων. Ηλεκτρικά πεδία μπορούν επίσης να δημιουργούνται στο άμεσο περιβάλλον με τη μετακίνηση των υδάτων και των οργανισμών μέσω του μαγνητικού πεδίου. Ως εκ τούτου, θαλάσσιοι οργανισμοί που χρησιμοποιούν ΗΜΠ για προσδιορισμό της χωρικής θέσης, μετακίνηση σε μεγάλη κλίμακα, προσανατολισμό σε μικρή κλίμακα, εύρεση τροφής ή συντρόφων μπορεί να επηρεαστούν εάν τα ΗΜΠ είναι αρκετά μεγάλα και/ή διακριτά από τα επίπεδα υποβάθρου. Η πιθανότητα και η σημασία τυχόν επιπτώσεων δεν είναι επαρκώς κατανοητές (Boehlert & Gill, 2010). Από προσομοίωση των μαγνητικών πεδίων γύρω από τη διπολική γραμμή μεταφοράς μεταξύ Σουηδίας και Πολωνίας προέκυψε ότι τυχόν αλλαγές στην κλίση δεν θα υπερέβαιναν τις φυσικές αλλαγές στη χερσαία έκταση σε απόσταση άνω των 20 m από τα καλώδια. Επιτόπιες μετρήσεις του υποθαλάσσιου μαγνητικού πεδίου μετά την εγκατάσταση του καλωδίου έδειξαν ότι δεν υπερέβαιναν εκείνες που προβλέπονταν βάσει των προσομοιώσεων (Andrulewicz et al., 2003).
Στα είδη ιχθύων για τα οποία είναι γνωστό ότι ανιχνεύουν ηλεκτρικά πεδία περιλαμβάνονται τα ελασμοβράγχια και οι οξύρρυγχοι, ενώ ορισμένα από αυτά εμφανίζουν αλλαγές στη συμπεριφορά εντός της εμβέλειας των ΗΜΠ που μπορεί να εκπέμπονται γύρω από καλώδια. Στην περίπτωση των μαγνητικών πεδίων, από την παρακολούθηση μεταναστευόντων ευρωπαϊκών χελιών (A.anguilla) στη Βαλτική προέκυψαν προσωρινές αντιδράσεις, καθώς τα χέλια παρέκκλιναν από καλώδια που βρίσκονταν στην πορεία τους κατά τη μετανάστευση, αλλά δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι επρόκειτο για μόνιμο εμπόδιο. Στην περίπτωση των ηλεκτρικών πεδίων, έχουν αναφερθεί αλλαγές στη συμπεριφορά γάτων (S.canicula), καλκανόβατων (R.clavata) και σκύλων (S.acanthias), που μπορεί να συνδέονται με οικοτόπους αμμοσυρτών, αν και οι επιπτώσεις διέφεραν μεταξύ των ιθχύων (55).
Έχουν ήδη ενσωματωθεί ορισμένα μέτρα άμβλυνσης μέσω θωράκισης σύμφωνα με βιομηχανικά πρότυπα, η οποία περιορίζει τα άμεσα εκπεμπόμενα ηλεκτρικά πεδία αλλά όχι τη μαγνητική συνιστώσα. Άλλες δυνατότητες είναι οι τροποποιήσεις στον σχεδιασμό των καλωδίων, οι μειώσεις στη ροή ρεύματος και η βαθύτερη ταφή.
Οι μηχανισμοί και ο αντίκτυπος των ΗΜΠ στους θαλάσσιους οργανισμούς δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ούτε η σημασία των εκπεμπόμενων επιπέδων σε σύγκριση με τα επίπεδα του γεωμαγνητικού πεδίου της Γης. Η τρέχουσα πρακτική στην Ευρώπη περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση των ΗΜΠ στις διαδικασίες ΕΠΕ και παροχής συγκατάθεσης, αλλά στα διάφορα κράτη μέλη προβλέπονται διαφορετικά επίπεδα υποχρέωσης όσον αφορά την παρακολούθηση και τη διερεύνηση τυχόν δυνητικών επιπτώσεων.
ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΒΕΝΘΟΣ
Μακροπρόθεσμα, όσον αφορά καλώδια και αγωγούς που ποντίζονται στην επιφάνεια, η εισαγωγή σκληρών υποστρωμάτων μπορεί να δημιουργεί ένα «φαινόμενο υφάλου» καθώς αποικίζονται από διάφορα είδη (56). Για παράδειγμα, στα είδη που προβλέπεται ότι θα αποικίσουν αποθέσεις βράχων και στρώματα σκυροδέματος γύρω από αγωγούς στο Mariner Area Development στη βόρεια Βόρεια Θάλασσα περιλαμβάνονται υδροειδή, μαλακά κοράλλια, ανεμώνες, σωληνοσκώληκες, βάλανοι, χιτωνόζωα και μετακινούμενοι οργανισμοί, όπως μαλακόστρακα, πολύχαιτοι και εχινόδερμα (Statoil, 2012). Στα υπεράκτια αιολικά πάρκα Nysted και Horns Rev, ο αποικισμός γύρω από τη βάση των στροβίλων έχει οδηγήσει σε αύξηση της βιομάζας και της ετερογένειας του οικοτόπου. Η εισαγωγή σκληρών επιφανειών σε μια περιοχή στην οποία κυριαρχούν τα αμμώδη ιζήματα έχει επιφέρει σημαντική αλλαγή στο βένθος. Επιπλέον, υπάρχει πιθανότητα εξάπλωσης χωροκατακτητικών ξένων ειδών μέσω του αποικισμού αυτών των σχηματισμών, ιδίως σε περίπτωση σχετικών αλλαγών της θερμοκρασίας. Μικρές αυξήσεις της θερμοκρασίας μπορούν να προκύψουν σε απόσταση λίγων εκατοστών από καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανάλογα με το βάθος ταφής, τον τύπο καλωδίου και τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος ιζήματος. Οι αυξήσεις αυτές ενδέχεται να είναι σημαντικότερες για καλώδια AC σε σχέση με καλώδια HVDC με ίδια ταχύτητα μεταφοράς. Οι εκπομπές θερμότητας μπορούν να αλλοιώσουν τις φυσικοχημικές συνθήκες στο ίζημα και να αυξήσουν τη βακτηριακή δραστηριότητα, με αποτέλεσμα δυνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις για τη βενθική πανίδα και χλωρίδα (Meissner & Sordyl, 2006). Υπάρχουν στοιχεία ότι ορισμένα είδη είναι ευαίσθητα ακόμη και σε πολύ μικρές αυξήσεις της θερμοκρασίας περιβάλλοντος, αλλά δεν είναι γνωστό το είδος ούτε η σημασία τυχόν επιπτώσεων σε βενθικές κοινότητες όπως αυτές που συνδέονται με οικοτόπους αμμοσυρτών.
8.3.3. Παροπλισμός
Παρότι προβλέπονται διάφορες διεθνείς υποχρεώσεις σχετικά με τον παροπλισμό υπεράκτιων εγκαταστάσεων, όπως αυτές που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της OSPAR (απόφαση 98/3), δεν καλύπτουν τα καλώδια και τους αγωγούς. Οι δυνητικές επιπτώσεις του παροπλισμού καλωδίων και αγωγών στους θαλάσσιους οικοτόπους και τα θαλάσσια είδη είναι παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται για την εγκατάσταση και μπορούν να υποστηριχθούν από παρόμοια μέτρα άμβλυνσης. Στην περίπτωση των αγωγών, σημείο αφετηρίας αποτελεί η εκκένωση και ο καθορισμός των αγωγών. Στη συνέχεια ακολουθεί απομάκρυνση από τον βυθό ή κοπή και εγκατάλειψη επιτόπου, η οποία συνοδεύεται από κατάλληλη προστασία και μετέπειτα παρακολούθηση. Τα θαμμένα καλώδια μπορεί να πρέπει να εκτεθούν μέσω άροσης ή υδροβολής πριν από την απομάκρυνση, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των ιζημάτων και των συνδεδεμένων με αυτά βενθικών κοινοτήτων. Άλλες σχετικές υποδομές, όπως στρώματα, μπορεί να χρειάζεται να αφαιρεθούν με αρπάγες, ανάλογα με την κατάστασή τους.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση αγωγών, όπως η αντίστροφη περιέλιξη, η κοπή και ανύψωση και η σύρση στην επιφάνεια ή σε ελεγχόμενο βάθος μπορεί να προκαλέσουν άμεση ζημία σε οικοτόπους, να οχλήσουν ή να εκτοπίσουν μετακινούμενα είδη και να μειώσουν την ποιότητα των υδάτων σε περίπτωση απορρίψεων στη θάλασσα που προέρχονται από την κυκλοφορία σκαφών και τις σχετικές εργασίες. Η φυσική διατάραξη του θαλάσσιου βυθού, η αύξηση της θολότητας, η πιθανή κάλυψη του βένθους και τα ποσοστά αποκατάστασης είναι πιθανό να είναι παρόμοια με αυτά που περιγράφονται για την εγκατάσταση, ενώ επηρεάζονται οι ίδιοι οικότοποι και τα ίδια είδη σε μια ζώνη εκατέρωθεν του αγωγού. Παλαιότερα στρώματα ή στρώματα που έχουν διαλυθεί μπορεί να χρειάζεται να απομακρυνθούν με συμβατικές αρπάγες. Σε περίπτωση που απαιτείται απόθεση βράχων στον θαλάσσιο βυθό για την προστασία τμημάτων παροπλισμένων αγωγών, οι βράχοι αυτοί παρέχουν σκληρή επιφάνεια για προσκόλληση σε περιοχές όπου κυριαρχούν τα μαλακά ιζήματα, με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται οι θαλάσσιες κοινότητες σε αυτές τις περιοχές.
Συνήθως απαιτείται κατάρτιση σχεδίων παροπλισμού από την αρχή ενός έργου, με τη διενέργεια κατά περίπτωση εκτίμησης, δεδομένου ότι τα σχέδια ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο, τη διάμετρο, το μήκος, την ακεραιότητα και την κατάσταση του αγωγού. Μεταξύ των επιλογών περιλαμβάνονται η διατήρηση επιτόπου, η επαναχρησιμοποίηση επιτόπου, η επαναχρησιμοποίηση σε άλλες τοποθεσίες ή η απομάκρυνση και διάθεση στη στεριά. Για παράδειγμα, στη δανική εγκατάσταση δυτικά της Γιουτλάνδης, στο πλαίσιο διερεύνησης των επιλογών παροπλισμού θεωρήθηκε ότι η πρώτη και η τελευταία από τις ανωτέρω επιλογές χρήζουν περαιτέρω εξέτασης. Όταν αγωγοί αφήνονται στον θαλάσσιο βυθό ενδέχεται να απαιτείται μακροχρόνια παρακολούθηση για τη διασφάλιση σταθερότητας και ασφάλειας για τους άλλους χρήστες της θάλασσας, δεδομένου ότι μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για την αποσύνθεσή τους (HSE, 1997).
8.3.4. Σωρευτικές επιπτώσεις
Τα έργα θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών δεν εκτελούνται μεμονωμένα. Αποτελούν μέρος προγραμμάτων στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, της δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας και των θαλάσσιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μπορεί επίσης να βρίσκονται πλησίον άλλων σχεδίων και έργων. Οι συνδυασμένες επιπτώσεις αυτών των δραστηριοτήτων, είτε πρόκειται για παρελθούσες, είτε για παρούσες, είτε για προγραμματισμένες για το μέλλον δραστηριότητες, μπορούν να επιφέρουν σωρευτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε οικοτόπους και είδη Natura 2000. Τα άκρως μετακινούμενα είδη, όπως τα θαλάσσια θηλαστικά, τα ψάρια και τα θαλάσσια πτηνά μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, διότι μπορούν να επηρεαστούν από δραστηριότητες σε διάφορες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων τοποθεσιών που χωρίζονται από μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.
Σωρευτικές επιπτώσεις μπορεί να προκύψουν εντός ενός μεμονωμένου έργου, για παράδειγμα λόγω της πυκνότητας των υποδομών και των δραστηριοτήτων σε μία τοποθεσία (καλώδια, αγωγοί, πλατφόρμες, κυκλοφορία σκαφών συντήρησης). Ενδεχόμενο σωρευτικών επιπτώσεων υπάρχει επίσης όταν εκτελούνται και άλλα έργα πλησίον. Στην περίπτωση του υπεράκτιου αιολικού πάρκου Beatrice στη βόρεια Βόρεια Θάλασσα, ο προβλεπόμενος θόρυβος από την πόντιση καλωδίων και η αύξηση των αιωρούμενων στερεών πλησίον των εργασιών μεταφοράς δεν θεωρήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, όταν εξετάστηκαν σε συνδυασμό με άλλες επιτόπιες δραστηριότητες και ένα άλλο κοντινό έργο υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο θόρυβος από τις ταυτόχρονες κατασκευαστικές εργασίες θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει σωρευτικές επιπτώσεις στη ρέγγα, το ευρωπαϊκό χέλι, τον σολομό και τη θαλάσσια πέστροφα. Από την άλλη, όταν τα δύο έργα εξετάστηκαν από κοινού, δεν θεωρήθηκε πιθανό να υπάρξουν πρόσθετες επιπτώσεις στη μεταφορά ιζημάτων (Arcus, 2012).
Στο πλαίσιο των ΕΠΕ και ΣΠΕ πρέπει να διενεργείται εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων, κάτι που αποτελεί νομική απαίτηση για τη δέουσα εκτίμηση σχεδίων και έργων βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους. Η διερεύνηση των δυνητικών επιπτώσεων, η υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα άμβλυνσης και παρακολούθησης, καθώς και η υποβολή εκθέσεων σε τομείς αβεβαιότητας, αποτελούν βασικά στοιχεία. Για την αξιολόγηση των σωρευτικών επιπτώσεων διατίθεται τόσο γενική όσο και ειδική ανά τομέα καθοδήγηση (π.χ. RenewableUK, 2013), ενώ περαιτέρω λεπτομέρειες παρέχονται στην ενότητα 7.3 του παρόντος εγγράφου.
8.3.5. Δυνητικά μέτρα άμβλυνσης
Στην ενότητα 5 του παρόντος εγγράφου παρέχεται καθοδήγηση σχετικά με την προσέγγιση της άμβλυνσης. Κατωτέρω παρατίθενται οι βασικότερες δυνατότητες άμβλυνσης των δυνητικών επιπτώσεων των έργων θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών σε οικοτόπους και είδη Natura 2000.
Πιθανές επιλογές για μέτρα άμβλυνσης σε διάφορα στάδια έργων ενεργειακών υποδομών Εκτίμηση
Σχεδιασμός διαδρομής/Τοποθέτηση
Αποτύπωμα
Χρονοδιάγραμμα
Προγραμματισμός
Σχεδιασμός
Ζητήματα λειτουργίας
Παρακολούθηση
Πλαίσιο
|
8.4. Η σημασία του στρατηγικού σχεδιασμού
Οι θαλάσσιες ενεργειακές υποδομές αποτελούν μία από τις πολλές χρήσεις που ανταγωνίζονται για χώρο στις ευρωπαϊκές θάλασσες. Σε πολλά μέρη του κόσμου οι πιθανές συγκρούσεις που προκύπτουν προσδιορίζονται μέσω μιας διαδικασίας θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού (ΘΧΣ). Ο ΘΧΣ χρησιμοποιείται επίσης για την υιοθέτηση μιας πιο ολοκληρωμένης και στρατηγικής προσέγγισης όσον αφορά τον σχεδιασμό της χρήσης των θαλασσών μας σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος και της διατήρησης της φύσης.
Πιθανά οφέλη του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού (βάσει UNESCO/IOC (57) ) Οικονομικά οφέλη
Περιβαλλοντικά οφέλη
Κοινωνικά οφέλη
|
Στο εσωτερικό της ΕΕ, η ΟΠΘΣ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναπτύξουν θαλάσσιες στρατηγικές για τα δικά τους ύδατα και συντονισμένες στρατηγικές με άλλα κράτη μέλη για τη Βαλτική, τον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Πρόκειται για την περιβαλλοντική συνιστώσα της ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής της ΕΕ, η οποία προωθεί μια οικοσυστημική προσέγγιση όσον αφορά τη διαχείριση και τη συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών ανησυχιών στις διάφορες πολιτικές. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός (ΘΧΣ) έχει αναγνωριστεί ως διατομεακό εργαλείο για τη στήριξη των στόχων αυτών. Στην οδηγία 2014/89/ΕΕ της ΕΕ περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό (οδηγία ΘΧΣ) (58), τα κράτη μέλη καλούνται να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό με στόχο τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων περιοχών, εφαρμόζοντας μια προσέγγιση που βασίζεται στο οικοσύστημα και προωθώντας τη συνύπαρξη σχετικών δραστηριοτήτων και χρήσεων. Στην αιτιολογική σκέψη 23 της εν λόγω οδηγίας αναγνωρίζεται ότι όταν τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, υπόκεινται στην οδηγία ΣΠΕ, καθώς και ότι όταν στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια περιλαμβάνονται τόποι Natura 2000, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να συνδυάζεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ώστε να αποφεύγεται η επικάλυψη.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός για τις θαλάσσιες περιοχές περιλαμβάνει τα εξής:
— |
Ανάπτυξη βιώσιμων θαλάσσιων δραστηριοτήτων και προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος με βάση ένα κοινό πλαίσιο και παρόμοιες νομοθετικές συνέπειες |
— |
Μείωση του κινδύνου χωρικών συγκρούσεων μεταξύ των επεκτεινόμενων χρήσεων της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις των θαλάσσιων περιοχών να είναι συμβατές με τη διαφύλαξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των οικολογικών του λειτουργιών |
— |
Στήριξη της εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ |
— |
Υιοθέτηση κοινής προσέγγισης στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται σε κράτη μέλη που εφαρμόζουν ΘΧΣ η δυνατότητα ανταλλαγής της εμπειρογνωσίας τους με άλλα κράτη μέλη |
Η εμπειρία έχει δείξει επανειλημμένως ότι η συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών παραμέτρων εξαρχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί να οδηγήσει στην εξεύρεση λύσεων όταν ακόμη υπάρχει ευρύ φάσμα διαθέσιμων επιλογών. Προωθεί επίσης μια πιο ανοικτή και δημιουργική διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να διευκολύνεται ο εντοπισμός παράλληλων οφελών και αμοιβαία επωφελών λύσεων, ενώ η εφαρμογή τους είναι λιγότερο δαπανηρή ή επαχθής. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν επίσης να περιλαμβάνονται ανεπίσημες στρατηγικές και διαδικασίες οι οποίες εφαρμόζονται εκ των προτέρων ή παράλληλα με τις επίσημες διαδικασίας σχεδιασμού, όπως η ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών (ΟΔΠΖ), ιδίως προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ στεριάς και θάλασσας ή η χρήση πινάκων για την ανάλυση της σημασίας ενός αντίκτυπου.
Αν, αντιθέτως, αυτός ο διατομεακός διάλογος επιχειρηθεί στα τελευταία στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3, οι διαθέσιμες λύσεις είναι πολύ πιο περιορισμένες και λιγότερο αποτελεσματικές σε ένα χωρικό και τομεακό συνολικό πλαίσιο (και πολύ πιο δαπανηρές στην εφαρμογή τους) και η συζήτηση είναι πιο πιθανό να διεξαχθεί σε κλίμα πόλωσης και σύγκρουσης.
Ο ολοένα και πιο διασυνοριακός χαρακτήρας πολλών έργων θαλάσσιων ενεργειακών υποδομών αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι επωφελής, καθώς διασφαλίζει μια συνεκτική προσέγγιση σε επίπεδο έργου όταν εμπλέκονται πολλά μέρη και νομικά πλαίσια.
Διασυνοριακός σχεδιασμός εφαρμόζεται επίσης εντός του τομέα της θαλάσσιας ενέργειας (π.χ. πρωτοβουλία των χωρών της Βόρειας Θάλασσας για υπεράκτιο δίκτυο), καθώς και για όλες τις χρήσεις της θάλασσας (π.χ. BaltSeaPlan και έργο TPEA (Διασυνοριακός σχεδιασμός στον Ευρωπαϊκό Ατλαντικό) με τη συμμετοχή της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου). Ο σχεδιασμός δικτύου για υπεράκτια αιολικά πάρκα στη γερμανική ΑΟΖ αποτελεί παράδειγμα εφαρμογής μιας τομεακής προσέγγισης, η οποία ενσωματώνει περιβαλλοντικές διασφαλίσεις ως βασικές αρχές, και την ένταξή της σε ένα πολυτομεακό χωροταξικό σχέδιο. Μια παρόμοια προσέγγιση αλλά σε διασυνοριακό επίπεδο και στο πλαίσιο του σχεδιασμού των επιλογών μεταφοράς και παραγωγής θα καθιστούσε επίσης δυνατό τον προσδιορισμό των σωρευτικών επιπτώσεων σε μεγάλη κλίμακα και την αντιμετώπισή τους πριν από την παροχή συγκατάθεσης.
Χωροταξικός σχεδιασμός, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού περιοχών για την πόντιση αγωγών και καλωδίων στη γερμανική ΑΟΖ και του σχεδιασμού υπεράκτιου δικτύου στη γερμανική ΑΟΖ της Βόρειας Θάλασσας Το γερμανικό χωροταξικό σχέδιο παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τη χωροταξική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα ορίζει στόχους και αρχές για τις λειτουργίες και τις χρήσεις της γερμανικής ΑΟΖ σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο για τον χωροταξικό σχεδιασμό. Περιλαμβάνει διατάξεις για τον συντονισμό της πόντισης αγωγών και υποθαλάσσιων καλωδίων με άλλες δραστηριότητες όπως η ναυτιλία, η αλιεία και η διατήρηση της φύσης. Έχουν καθοριστεί επίσης περιοχές προτεραιότητας για δραστηριότητες ναυτιλίας, πόντιση αγωγών και υπεράκτια παραγωγή αιολικής ενέργειας σε συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο· άλλες χρήσεις απαγορεύονται σε αυτές τις περιοχές εκτός εάν είναι συμβατές. Ωστόσο, σε περιοχές Natura 2000 δεν επιτρέπονται ανεμογεννήτριες. Στη ζώνη μετάβασης προς την αιγιαλίτιδα ζώνη και τη διασταύρωση των συστημάτων διαχωρισμού της κυκλοφορίας, τα υποθαλάσσια καλώδια για τη μεταφορά ενέργειας που παράγεται στην ΑΟΖ ακολουθούν διαδρομή κατά μήκος καθορισμένων διαδρόμων καλωδίων. Παράλληλα με την κατάρτιση του σχεδίου διενεργήθηκε ΣΠΕ. Για την ελαχιστοποίηση των δυνητικών επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον κατά την πόντιση αγωγών και καλωδίων, στο σχέδιο αναφέρεται ότι οι αγωγοί και τα καλώδια δεν θα πρέπει να διέρχονται από ευαίσθητους οικοτόπους σε περιόδους κατά τις οποίες συγκεκριμένα είδη εμφανίζουν υψηλή ευπάθεια. Κατά την πόντιση και λειτουργία αγωγών και καλωδίων πρέπει να αποφεύγεται η πρόκληση ζημιών ή η καταστροφή αμμοσυρτών, υφάλων και περιοχών βενθικών κοινοτήτων που παρουσιάζουν προβλήματα διατήρησης και αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητους οικοτόπους, καθώς και να ακολουθούνται βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές σύμφωνα με τη σύμβαση OSPAR. Επιδίωξη του σχεδίου ήταν επίσης η αλληλεπικάλυψη του καθορισμού περιοχών προτεραιότητας για την εγκατάσταση αγωγών και αιολικών πάρκων. Οι συνδέσεις με το υπεράκτιο δίκτυο όσον αφορά τα αιολικά πάρκα σχεδιάζονται από την Ομοσπονδιακή Θαλάσσια και Υδρογραφική Υπηρεσία (BSH) σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο για την ενέργεια. Από τον Μάρτιο του 2013 βρίσκεται σε ισχύ για τη Βόρεια Θάλασσα σχέδιο υπεράκτιου δικτύου ως μια τομεακή χωροταξική προσέγγιση, ενώ παρόμοιο σχέδιο τελεί υπό εκπόνηση για τη Βαλτική. Στο εν λόγω σχέδιο προσδιορίζονται υπεράκτια αιολικά πάρκα που είναι κατάλληλα για ομαδοποιημένες συνδέσεις δικτύου, τοποθεσίες για σταθμούς μετατροπής, διαδρομές για συνδέσεις δικτύου, διασυνοριακά καλώδια (γραμμές διασύνδεσης) και διαδρομές για πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ υποδομών δικτύου. Στόχος των αρχών σχεδιασμού που περιλαμβάνονται στο έγγραφο, όπως η μέγιστη ομαδοποίηση καλωδίων και η αποφυγή διαδρομών που διέρχονται από τόπους Natura 2000, είναι η μείωση της επιφάνειας που απαιτείται για υποδομές δικτύου και η άμβλυνση των δυνητικών επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον. Στο σχέδιο, το οποίο υποβλήθηκε σε ΣΠΕ, καθορίζεται η ικανότητα και το αναμενόμενο χρονοδιάγραμμα των συνδέσεων με το υπεράκτιο δίκτυο που πρόκειται να κατασκευαστούν τα επόμενα 10 έτη. Οι χωροταξικοί κανόνες αυτών των σχεδίων θα ενσωματωθούν σε επικαιροποιημένο ΘΧΣ για τις γερμανικές ΑΟΖ της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής (BSH, 2012). Χωροταξικό σχέδιο υπεράκτιου δικτύου για τη γερμανική αποκλειστική οικονομική ζώνη της Βόρειας Θάλασσας 2012
|
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
ACCOBAMS-MOP5, 2013 Methodological Guide: Guidance on underwater noise mitigation measures. ACCOBAMS-MOP5/2013/Doc24.
AEWA (2008) International Single Species Action Plan for the Conservation of the Lesser White-fronted Goose (Western Palearctic Population) Anser erythropus. Agreement on the Conservation of African-Eurasian Migratory Waterbirds ( AEWA ). Τεχνικό Έγγραφο.
Anderson, D.R. (2001) The need to get the basics right in wildlife field studies. Wildlife Society Bulletin, 29: 1294-1297.
Andrews, A., 1990. Fragmentation of habitat by roads and utility corridors: a review. Australian Zoologist, 26(3-4), pp.130-141. Available at: shanespark.com/Documents/Andrews (1990) Fragmentation of Habitat by Roads and Utility Corridors A Review.pdf [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 11 Απριλίου 2012].
Andrulewicz, E., Napierska, D., & Otremba, Z. (2003). The environmental effects of the installation and functioning of the submarine SwePol Link HVDC transmission lie: a case study of the Polish Marine Area of the Baltic Sea. J.Sea.Res 49:337-345.
Angelov, I., Hashim, I., Oppel, S. (2012) Persistent electrocution mortality of Egyptian Vultures Neophron percnopterus over 28 years in East Africa. Bird Conservation International (διαδικτυακή δημοσίευση).
Arcus, 2012 Beatrice Offshore Wind Farm Environmental Statement .Non-Technical Summary. Arcus Renewable Energy Consulting Ltd
Askins, R.A, Folsom-O'Keefe, C.M., Hardy, M.C. (2012) Effects of vegetation, corridor width and regional land use on early successional birds on power line corridors. PloS one, 7(2): e31520.
Avian Power Line Interaction Committee (APLIC) (2006) Suggested Practices for Avian Protection on Power Lines: The State of the Art in 2006. Edison Electric Institute, APLIC, and the California Energy Commission. Washington, D.C and Sacramento, CA.
Ayers, D. & Wallace, G., 1997. Pipeline trenches: an under- utilised resource for finding fauna. In P. Hale & D. Lamb, eds. Conservation Outside Nature Reserves. Brisbane: Centre for Conservation Biology, The University of Queensland, pp. 349-357.
Barber, J.R., Crooks, K.R. & Fristrup, K.M., 2010. The costs of chronic noise exposure for terrestrial organisms. Trends in ecology & evolution, 25(3), pp.180-9. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0169534709002614 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 17 Μαρτίου 2012].
Bayle, P. (1999) Preventing Birds of Prey Problems at Transmission Lines in Western Europe. Journal of Raptor Research, 33(1): 43-48.
Bayne, E.M., Habib, L. & Boutin, S., 2008. Impacts of chronic anthropogenic noise from energy-sector activity on abundance of songbirds in the boreal forest. Conservation biology: the journal of the Society for Conservation Biology, 22(5), σελ.1186-93. Διατίθεται στη διεύθυνση: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/18616740 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 26 Απριλίου 2012].
BCTC, 2006. Environmental Assessment Certificate Application - Vancouver Island Transmission Reinforcement Project,
Bell, S.S. et al., 2001. Faunal response to fragmentation in seagrass habitats: implications for seagrass conservation. Biological Conservation, 100(1), pp.115-123. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0006320700002123 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Bennett, P.M. & Owens, I.P.F. 1997. Variation in extinction risk among birds: chance or evolutionary predisposition; Proceedings of the Royal Society of London B:401-408.
Benson, P.C. (1981) Large raptor electrocution and power pole utilization: a study in six western states. Ph.D. Dissertation, Brigham Young University, Provo, UT, USA.
BERR, 2008. Review of Cabling Techniques and Environmental Effects Applicable to the Offshore Wind Farm Industry - Τεχνική έκθεση,
Bevanger, K. (1994b) Bird interactions with utility structures: collision and electrocution, causes and mitigating measures. Ibis, 136: 412-425.
Bevanger, K. (1995) Estimates and population consequences of Tetraonid mortality caused by collisions with high tension power lines in Norway. Journal of Applied Ecology, 32: 745-753.
Bevanger, K. (1998) Biological and Conservation Aspects of Bird Mortality Caused by Electricity Power Lines: a Review. Biological Conservation, 86: 67-76.
Bevanger, K. (1999) Estimating bird mortality caused by collision and electrocution with power lines; a review of methodology. In: Ferrer, M., Janss, G.F. (Eds.), Birds and Power Lines: Collision, Electrocution, and Breeding. Quercus, Madrid, Spain, σελ. 29-56.
Bevanger, K., Overskaug, K. (1998) Utility Structures as a mortality factor for Raptors and Owls in Norway. In: Chancellor, R.D., B.-U. Meyburg & J.J. Ferrero (Eds.) Holarctic Birds of Prey. ADENEX-WWGBP, Βερολίνο, Γερμανία.
Binetti, R. et al., 2000. Environmental risk assessment of linear alkyl benzene, an intermediate for the detergency industry. International Journal of Environmental Health Research, 10(2), pp.153-172. Available at: www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/09603120050021155 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
BirdLife International (2004) Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. Cambridge, UK: BirdLife International. (BirdLife Conservation Series No. 12).
BirdlifeInternational (2007) Position statement on birds and power lines. Birdlife Birds and Habitats Directives Task Force adopted position papers. www.birdlife.org/action/change/europe/habitat_directive/index.html
Birklund, J. (2003) Marine Biological Surveys along the cable trench in the Lagoon of Rødsand in September 2002 and March 2003. DHI Water & Environment. σελ. 37.
Bocquené, G., Chantereau, S., Clérendeau, C., Beausir, E., Ménard, D., Raffin, B., Minier, C., et al. (2004). Biological effects of the «Erika» oil spill on the common mussel (Mytilus edulis). Aquatic Living Resources, 17(3), 309-316.
Boehlert, G.W. & Gill, A.B. (2010) Environmental and ecological effects of ocean renewable energy development. A current synthesis. Oceanography 23(2); 68-81.
Borrmann, C.B., 2006. Wärmeemission von Stromkabeln in Windparks - Laboruntersuchungen zum Einfluss auf die benthische Fauna. Rostock University, Institute of Applied Ecology Ltd.
Bruderer, B., Peter, D. & Steuri, T. (1999) Behaviour of migrating birds exposed to x-band radar and a bright light beam. The Journal of Experimental Biology, 202, 1015–1022.
Budzinski, H., Mazéas, O., Tronczynski, J., Désaunay, Y., Bocquené, G., & Claireaux, G. (2004). Link between exposure of fish ( Solea solea ) to PAHs and metabolites: Application to the «Erika» oil spill. Aquatic Living Resources, 17(3), 329-334.
Bulgarian Society for the Protection of Birds (BSPB) (2010) Safe Ground for Redbreasts. LIFE+ project website. bspb-redbreasts.org/;page_id=6
Bulgarian Society for the Protection of Birds (BSPB) Save the Raptors. Conservation of Imperial Eagle and Saker Falcon in Bulgaria. LIFE+ project website. www.saveraptors.org
Bundesamt für Seeschifffahrt und Hydrographie (2012) Spatial Offshore Grid Plan for the German Exclusive Economic Zone of the North Sea. Ολοκληρωμένη σύνοψη. Ανεπίσημη μετάφραση.
Cadahía, L., López-lópez, P., Urios, V. (2010) Satellite telemetry reveals individual variation in juvenile Bonelli ' s eagle dispersal areas. Ibis, 147(2): 415-419.
Cadiou, B., Riffaut, L., McCoy, K. D., Cabelguen, J., Fortin, M., Gélinaud, G., Le Roch, A., et al. (2004). Ecological impact of the «Erika» oil spill: Determination of the geographic origin of the affected common guillemots. Aquatic Living Resources, 17(3), 369-377.
Camphuysen, C.J., Dieckhoff, M.A., Fleet, D.M. & Laursen, K. (2009) Oil Pollution and Seabirds. Thematic Report No. 5.3. In: Marencic, H. & Vlas, J. de (Eds), 2009. Quality Status Report 2009. Wadden Sea Ecosystem No. 25. Common Wadden Sea Secretariat, Trilateral Monitoring and Assessment Group, Wilhelmshaven, Γερμανία.
Carrete, M., Sánchez-Zapata, J.A., Benítez, J.R., Lobón, M., Donázar, J.A. (2009) Large scale risk-assessment of wind-farms on population viability of a globally endangered long-lived raptor. Biological Conservation, 142(12): 2954-2961.
Carter, L., Burnett, D., Drew, S. et al., 2009. Submarine Cables and the Oceans – Connecting the World. UNEP-WCMC Biodiversity Series No. 31. ICPC/UNEP/UNEP-WCMC.
Chandrasekara, W.U. & Frid, C.L.J., 1998. A laboratory assessment of the survival and vertical movement of two epibenthic gastropod species, Hydrobia ulvae (Pennant) and Littorina littorea (Linnaeus), after burial in sediment. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 221(2), pp.191-207. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/B6T8F-3S967BY-3/2/8d8547d6fd13b48bcdb40c1fe171482c [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 20 Απριλίου 2012].
Clarke, D.J. & White, J.G., 2008. Towards ecological management of Australian powerline corridor vegetation. Landscape and Urban Planning, 86(3-4), pp.257-266. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0169204608000509 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
CONCAWE, 2011. Performance of European cross-country oil pipelines - Statistical summary of reported spillages in 2010 and since 1971,
Confer, J.L., Pascoe, S.M. (2003) Avian communities on utility rights-of-ways and other managed shrublands in the northeastern United States. Forest Ecology and Management, 185: 193–205.
Cooney, R. (2004) Better safe than sorry; The precautionary principle and biodiversity conservation. Oryx 38: 357–358.
Crivelli, A.J., Jerrentrup, H., Mitchev, T. (1987) Electric power lines: a cause of mortality in Pelecanus crispus Bruch, a world endangered bird species, in Porto-Lago, Greece. Colonial Waterbirds 11: 301-305.
Curtis, M.R., Vincent, A.C.J. (2008) Use of population viability analysis to evaluate CITES trade-management options for threatened marine fishes. Conservation Biology 22: 1225–1232.
Daan, R. & Mulder, M., 1996. On the short-term and long-term impact of drilling activities in the Dutch sector of the North Sea. ICES Journal of Marine Science, 53, pp.1036–1044. Available at: icesjms.oxfordjournals.org/content/53/6/1036.short [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Daan, R., Mulder, M. & Van Leeuwen, A., 1994. Differential sensitivity of macrozoobenthic species to discharges of oil-contaminated drill cuttings in the North Sea. Netherlands Journal of Sea Research, 33(1), pp.113-127. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/0077757994900566 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Deeks, J.J., Higgins J.P.T., Altman D.G. (2005) Analysing and presenting results. In: Cochrane Handbook for Systematic Reviews of Interventions 4.2.5 [updated May 2005]; Section 8. (ed by J.P.T. Higgins and S. Green.). Available at: www.cochrane.org/resources/handbook/hbook.htm.
De la Huz, R., Lastra, M., Junoy, J. et al. (2005) Biological impacts of oil pollution and cleaning in the intertidal zone of exposed sandy beaches: Preliminary study of the «Prestige» oil spill. Est.Coast.Shelf.Sci. 65:19-29.
Demeter, I. (2004) Medium-Voltage Power Lines and Bird Mortality in Hungary. Technical Document. MME/BirdLife Hungary.
Department of Energy and Climate Change, 2010. Planning For New Energy Infrastructure, Λονδίνο.
Dernie, K.M., Kaiser, M.J. & Warwick, R.M., 2003. Recovery rates of benthic communities following physical disturbance. Journal of Animal Ecology, 72(6), pp.1043-1056. Available at: onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1046/j.1365-2656.2003.00775.x/full [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 6 Απριλίου 2012].
Deutsche WindGuard GmbH & Greenpeace International, 2005. Offshore Wind Energy - Implementing a New Powerhouse for Europe,
Dierschke, V. & Bernotat, D. (2012): Übergeordnete Kriterien zur Bewertung der Mortalität wildlebender Tiere im Rahmen von Projekten und Eingriffen – unter besonderer Berücksichtigung der deutschen Brutvogelarten. Stand 01.12.2012, 175 S. http://www.bfn.de/0306_eingriffe-toetungsverbot.html.
Dodd, A.M. et al., 2007. The Appropriate Assessment of Spatial Plans in England: a guide to why, when and how to do it, Available at: www.rspb.org.uk/Images/NIAA_tcm9-196528.pdf.
Doody, J.S. et al., 2003. Fauna by-catch in pipeline trenches: conservation, animal ethics, and current practices in Australia. Australian Zoologist, 32(3), pp.410-419.
Drewitt, A.L., Langston, R.H.W. (2008) Collision effects of wind-power generators and other obstacles on birds. Annals of the New York Academy of Sciences, 1134: 233-66.
Duhamel, B & Beaussant, H. (2011) EU Energy Strategy in the South Mediterranean. Directorate-General for Internal Policies. Policy Department A. Economic and Scientific Policy. σελ. 110
EASAC (2009) Transforming Europe' s Electricity Supply – An Infrastructure Strategy for a Reliable, Renewable and Secure Power System. The Royal Society. Λονδίνο, ΗΒ.
EGIG, 2011 Gas Pipeline incidents. 8th report of the European Gas Pipeline Incident Data group. EGIG 11.R.0402 (έκδοση 2).
Ellis, D.H., Smith, D.G., Murphy, J.R. (1969) Studies on raptor mortality in western Utah. Great Basin Naturalist 29: 165-167.
ENTSO (2012) ENTSO-E Grid Map. Available at: www.entsoe.eu/nc/resources/grid-map/;sword_list[]=Kv
Environ & InterGen, 2010. Spalding Energy Expansion - Gas Pipeline - Environmental statement - Non-technical summary - Volume 1,
Erfurt University of Applied Sciences, IBU Ingenieurbüro Schöneiche GmbH & Co. KG and 50Hertz Transmission GmbH (2010). Ecological management of overhead lines (EcoMOL): General overview. Available at: www.50hertz.com/en/file/100304_EcoMOL_ShortReport_eng_final_med.pdf.
ERM Iberia, 2004. MEDGAZ natural gas transportation system - Environmental impact assessment - Final report,
European Commission (2000) Managing Natura 2000 sites. The provisions of Article 6 of the ‘Habitats’ Directive 92/43/EEC. Brussels, Belgium. Διατίθεται στη διεύθυνση: ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/guidance_en.htm
European Commission (2002) Assessment of plans and projects significantly affecting Natura 2000 sites Methodological guidance on the provisions of Article 6(3) and (4) of the Habitats Directive 92/43/EEC. Impacts Assessment Unit School of Planning Oxford Brookes University, Οξφόρδη, ΗΒ.
European Commission (2007) Guidance document on Article 6(4) of the 'Habitats Directive' 92/43/EEC. Βρυξέλλες, Βέλγιο.
European Commission (2011) Our life insurance, our natural capital: an EU biodiversity strategy to 2020. Βρυξέλλες, Βέλγιο.
European Commission (2012) Natura 2000 network. Brussels, Belgium. Διατίθεται στη διεύθυνση: ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/index_en.htm
European Commission (2013) Streamlining environmental assessment procedures for energy infrastructure Projects of Common Interest (PCIs). European Commission. Energy & Environment.
European Commission, 2000. Managing Natura 2000 sites - The provisions of Article 6 of the «Habitats» Directive 92/43/EEC, Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities.
European Commission, 2001a. Assessment of plans and projects significantly affecting Natura 2000 sites - Methodological guidance on the provisions of Article 6(3) and (4) of the Habitats Directive 92/43/EEC, Luxembourg.
European Commission, 2001b. Guidelines for the Assessment of Indirect and Cumulative Impacts as well as Impact Interactions, Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities.
European Commission, 2007. Guidance document on Article 6(4) of the «Habitats Directive» 92/43/EEC - Clarification of the concepts of: alternative solutions, imperative reasons of overriding public interest, compensatory measures, overall coherence, opinion of the Commission: ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/art6/guidance_art6_4_en.pdf.
European Commission, 2010. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions - Energy infrastructure priorities for 2020 and beyond - A Blueprint for an integrated European energy network,
European Commission, 2011a. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the Economic and Social Committee and the Committee of the Regions - Our life insurance, our natural capital: an EU biodiversity strategy to 2020 - COM(2011) 244 final,
European Commission, 2011b. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions - Energy Roadmap 2050 - COM(2011) 885 final,
European Commission, 2011c. Proposal for a REGULATION OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL on guidelines for trans-European energy infrastructure and repealing Decision No 1364/2006/EC /* COM/2011/0658 final - 2011/0300 (COD) */,
European Commission, Energy infrastructure - Energy infrastructure priorities for 2020 and beyond. Available at: ec.europa.eu/energy/infrastructure/strategy/2020_en.htm.
European Environment Agency, 2010a. The European Environment - State and Outlook 2010 - Biodiversity,
European Environment Agency, 2010b. The European Environment - State and Outlook 2010 - Land use,
European Environment Agency, 2011. Landscape fragmentation in Europe - EEA Report No 2/2011 - Joint EEA-FOEN report,
EWEA (2014) Wind in power. 2013 European Statistics. February 2014. The European Wind Energy Association. σελ. 12.
Faulkner, W., 1999. AGL Central West Project: Marsden- Dubbo gas pipeline. Fauna impact monitoring. Draft report to NSW National Parks and Wildlife Service and AGL.,
Fernie, K.J. & Reynolds, S.J., 2005. The effects of electromagnetic fields from power lines on avian reproductive biology and physiology: a review. Journal of toxicology and environmental health. Part B, Critical reviews, 8(2), pp.127-40. Available at: www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/10937400590909022 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 21 Μαρτίου 2012].
Fernie, K.J., Bird, D.M., Dawson, R.D., Lague, P.C. (2000) Effects of Electromagnetic Fields on the Reproductive Success of American Kestrels. Physiological and Biochemical Zoology, 73(1): 60-65.
Fernie, K.J., Reynolds, S. J. (2005) The effects of electromagnetic fields from power lines on avian reproductive biology and physiology: a review. Journal of Toxicology and Environmental Health, 8(2): 127-40.
Ferrer, M. (2001) The Spanish Imperial Eagle. Lynx Edicions. Βαρκελώνη, Ισπανία.
Ferrer. M., Hiraldo. F. (1992) Man-induced sex-biased mortality in the Spanish Imperial Eagle. Biological Conservation. 60: 57-60.
Fischer, J. et al., 2007. Mind the sustainability gap. Trends in ecology & evolution, 22(12), pp.621-4. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17997188 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 7 Μαρτίου 2012].
Freemark, K., 1995. Impacts of agricultural herbicide use on terrestrial wildlife in temperate landscapes: A review with special reference to North America. Agriculture, Ecosystems & Environment, 52(2-3), pp.67-91. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/016788099400534L [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 26 Απριλίου 2012].
Frost, M.T., Rowden, A.A. & Attrill, M.J., 1999. Effect of habitat fragmentation on the macroinvertebrate infaunal communities associated with the seagrass Zostera marina L. Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems, 9(3), pp.255-263. Available at: doi.wiley.com/10.1002/(SICI)1099-0755(199905/06)9:3<255::AID-AQC346>3.0.CO;2-F [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Garcia-del-Rey, E., Rodriguez-Lorenzo, J.A. (2011) Avian mortality due to power lines in the Canary Islands with special reference to the steppe-land birds. Journal of Natural History, Volume 45, Numbers 35-36: 2159-2169.
Gesteira, J.L.G. & Dauvin, J.-C., 2000. Amphipods are Good Bioindicators of the Impact of Oil Spills on Soft-Bottom Macrobenthic Communities. Marine Pollution Bulletin, 40(11), pp.1017-1027. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0025326X00000461 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
GIE (2012) Gas Infrastructure Europe Key Messages on Energy roadmap 2050. http://www.gie.eu/index.php/13-news/gie/161-gie-publishes-its-new-qkey-messages-energy-roadmap-2050q-brochure
Gleason, N.C., 2008. Impacts of Power Line Rights-of-Way on Forested Stream Habitat in Western Washington. In J. W. Goodrich-Mahoney et al., eds. Environment Concerns in Rights-of-Way Management 8th International Symposium. Amsterdam: Elsevier, pp. 665-678. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/B9780444532237500757.
González, L.M., Margalida, A., Mañosa, S., Sánchez, R., Oria, J., Molina, J.I., Caldera, J. (2007) Causes and Spatio-temporal Variations of Non-natural Mortality in the Vulnerable Spanish Imperial Eagle Aquila adalberti During a Recovery Period. Oryx, 41(04): 495-502.
Goosem, M. & Marsh, H., 1997. Fragmentation of a Small-mammal Community by a Powerline Corridor through Tropical Rainforest. Wildlife Research, 24(5), p.613. Available at: www.publish.csiro.au/paper/WR96063 [Accessed April 27, 2012].
Grande, J.M., Serrano, D., Tavecchia, G., Carrete, M., Ceballos, O., Tella, J.L. and Donázar, J.A. (2009) Survival in a long-lived territorial migrant: effects of life- history traits and ecological conditions in wintering and breeding areas. Oikos, 118: 580–590.
Granström, A., 2001. Fire management for biodiversity in the European boreal forest. Scandinavian Journal of Forest Research, 16(Supplement 3), pp.62-69. Available at: www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/028275801300090627 [Accessed April 26, 2012].
GRT gaz, Dossier du maître d'ouvrage - Débat public sur le projet Eridan,
Guil, F., Fernández-Olalla, M., Moreno-Opo, R., Mosqueda, I., Gómez, M.E., Aranda, A., Arredondo, A. (2011) Minimising Mortality in Endangered Raptors due to Power Lines: The Importance of Spatial Aggregation to Optimize the Application of Mitigation Measures. PloS one, 6(11), e28212.
Haas, D., Nipkow, M. (2006) Caution: Electrocution! NABU Bundesverband. Bonn, Germany.
Haas, D., Nipkow, M., Fiedler, G., Schneider, R., Haas, W., Schürenberg, B. (2005) Protecting birds from powerlines. Nature and Environment, No. 140. Council of Europe Publishing, Strassbourg.
HABIB, L., BAYNE, E.M. & BOUTIN, S., 2006. Chronic industrial noise affects pairing success and age structure of ovenbirds Seiurus aurocapilla. Journal of Applied Ecology, 44(1), pp.176-184. Available at: doi.wiley.com/10.1111/j.1365-2664.2006.01234.x [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 18 Απριλίου 2012].
Hall-Spencer, J.M. & Moore, P.G. (2000) Scallop dredging has profound, long-term impacts on maerl habitats. ICES J.Mar.Sci 57:1407-1415
Harness, R.E. (1997) Raptor electrocutions caused by rural electric distribution power lines. Ft. Collins: Colorado State University; 110 p. M.S. thesis.
Harness, R.E., Wilson, K.R., (2001) Utility structures associated with raptor electrocutions in rural areas. Wildlife Society Bulletin 29, 612-623.
Heubeck, M., Camphuysen, K. C. J., Bao, R., Humple, D., Sandoval Rey, A., Cadiou, B., Bräger, S., et al. (2003). Assessing the impact of major oil spills on seabird populations. Marine pollution bulletin, 46(7), 900-2.
Hirst, J.A. & Attrill, M.J., 2008. Small is beautiful: An inverted view of habitat fragmentation in seagrass beds. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 78(4), pp.811-818. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0272771408000929 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Hirst, R.A. et al., 2005. The resilience of calcareous and mesotrophic grasslands following disturbance. Journal of Applied Ecology, 42(3), pp.498-506. Available at: onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1365-2664.2005.01028.x/full [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 9 Απριλίου 2012].
Hollmen, A. et al., 2007. The value of open power line habitat in conservation of ground beetles (Coleoptera: Carabidae) associated with mires. Journal of Insect Conservation, 12(2), pp.163-177. Available at: www.springerlink.com/index/510hq085388q826h.pdf [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 12 Απριλίου 2012].
Horváth, M., Demeter, I., Fatér, I., Firmánszky, G., Kleszó, A., Kovács, A., Szitta, T., Tóth, I., Zalai, T., Bagyura, J. (2011) Population Dynamics of the Eastern Imperial Eagle ( Aquila heliaca ) in Hungary between 2001 and 2009. Acta Zoologica Bulgarica, Suppl. 3, 2011: 61-70.
Horváth, M., Nagy, K., Papp, F., Kovács, A., Demeter, I., Szügyi, K., Halmos, G. (2008) Assessment of the Hungarian medium-voltage electric grid based on bird conservation considerations. MME/BirdLife Ουγγαρία, Βουδαπέστη (στα ουγγρικά).
Hovel, K.A. & Lipcius, R.N., 2001. HABITAT FRAGMENTATION IN A SEAGRASS LANDSCAPE: PATCH SIZE AND COMPLEXITY CONTROL BLUE CRAB SURVIVAL. Ecology, 82(7), pp.1814-1829. Available at: www.esajournals.org/doi/abs/10.1890/0012-9658(2001)082[1814:HFIASL]2.0.CO;2 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Hovel, K.A. & Lipcius, R.N., 2002. Effects of seagrass habitat fragmentation on juvenile blue crab survival and abundance. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 271(1), pp.75-98. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0022098102000436 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Hovel, K.A., 2003. Habitat fragmentation in marine landscapes: relative effects of habitat cover and configuration on juvenile crab survival in California and North Carolina seagrass beds. Biological Conservation, 110(3), pp.401-412. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0006320702002343 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
Howard, D.C., Wadsworth R.A., Whitaker J.W., Hughes N., Bunce R.G.H. (2009) The impact of sustainable energy production on land use in Britain through to 2050. Land Use Policy 26S σελ. 284-292.
HSE, (1997). The abandonment of offshore pipelines. Methods and Procedures for Abandonment. Health and Safety Executive. Offshore Technology Report 535. HSE Books.
Jenssen, B.M. (1996) An overview of exposure to, and effects of, petroleum oil and organochlorine pollution in Grey Seals (Halichoerus grypus). The Science of the Total Environment 186:109-118.
IMO, 2011a. Ballast Water Management. Available at: www.imo.org/ourwork/environment/ballastwatermanagement/Pages/Default.aspx [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 13 Απριλίου 2012].
IMO, 2011b. International Convention for the Control and Management of Ships' Ballast Water and Sediments (BWM). Available at: www.imo.org/About/Conventions/ListOfConventions/Pages/International-Convention-for-the-Control-and-Management-of-Ships%27-Ballast-Water-and-Sediments-(BWM).aspx.
Infante, S., Neves, J., Ministro, J. & Brandão, R. (2005). Estudo sobre o Impacto das Linhas Eléctricas de Média e Alta Tensão na Avifauna em Portugal. Quercus Associação Nacional de Conservação da Natureza e SPEA Sociedade Portuguesa para o Estudo das Aves, Castelo Branco (relatório não publicado). Διατίθεται στη διεύθυνση: www.spea.pt/fotos/editor2/relatorio_edp_icn_spea_quercus_avifaunai.pdf
IPCC, 2005. IPCC Special Report on Carbon dioxide capture and storage Working Group III of the Intergovernmental Panel on Climate Change et al., eds., Cambridge, UK, New York, USA: Cambridge University Press.
Jackson, C.W. et al., 2011. Static electric fields modify the locomotory behaviour of cockroaches. The Journal of experimental biology, 214(Pt 12), pp.2020-6. Available at: jeb.biologists.org/content/214/12/2020.short [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 12 Απριλίου 2012].
Jackson, M.J. & James, R., 1979. The influence of bait digging on cockle, Cerastoderma edule, populations in North Norfolk. Journal of Applied Ecology, 16(3), σελ. 671-679. Διατίθεται στη διεύθυνση: www.mendeley.com/research/influence-bait-digging-cockle-cerastodermaedule-populations-north-norfolk-england-uk-13/ [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 11 Απριλίου 2012].
Jacques Whitford Limited, 2006. Vancouver Island Transmission Reinforcement Project Technical Data Report: Potential Effects of Alkylbenzene Release to the Marine Environment.,
Janss, G.F.E, Ferrer, M. (2001) Avian Electrocution Mortality in Relation to Pole Design and Adjacent Habitat in Spain. Bird Conservation International, 3-12.
Janss, G.F.E. (2000) Avian Mortality from Power Lines: a Morphologic Approach of a Species-specific Mortality. Biological Conservation, 95: 353-359.
Jenkins, A.R., Smallie, J.J., Diamond, M. (2010) Avian collisions with power lines: a global review of causes and mitigation with a South African perspective. Bird Conservation International, 20(03): 263-278.
Johnson, M. & Heck KL, J., 2006. Effects of habitat fragmentation per se on decapods and fishes inhabiting seagrass meadows in the northern Gulf of Mexico. Marine Ecology Progress Series, 306, pp.233-246. Available at: www.int-res.com/abstracts/meps/v306/p233-246/ [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
JRC-report «Evaluation of Smart Grid projects within the Smart Grid Task Force Expert Group 4 (EG4)»
Karyakin, I.V. (2012) Birds of prey and power lines in northern Eurasia: What are the prospects for survival; Raptors Conservation 24: 69 - 86.
King, D.I. et al., 2009. Effects of width, edge and habitat on the abundance and nesting success of scrub–shrub birds in powerline corridors. Biological Conservation, 142(11), pp.2672-2680. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0006320709002717 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 23 Μαρτίου 2012].
Klarić, S., Pavičić-Hamer, D. & Lucu, Č., 2004. Seasonal variations of arsenic in mussels Mytilus galloprovincialis. Helgoland Marine Research, 58(3), pp.216-220. Available at: www.springerlink.com/index/10.1007/BF01606105 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Ko, J.-Y. & Day, J.W., 2004. A review of ecological impacts of oil and gas development on coastal ecosystems in the Mississippi Delta. Ocean & Coastal Management, 47(11-12), pp.597-623. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0964569104000973 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 13 Απριλίου 2012].
Kuijper, D.P.J., Schut, J., Van Dullemen, D., Toorman,H., Goossens, N., Ouwehand, J. & Limpens, H.J.G.A. (2008) Experimental evidence of light disturbance along the commuting routes of pond bats (Myotis dasycneme). Vereniging voor Zoogdierkunde en Zoogdierbescherming, 51(1), 37–49.
Kunz, T.H. et al., 2007. Ecological impacts of wind energy development on bats: questions, research needs, and hypotheses. Frontiers in Ecology and the Environment, 5(6), pp.315-324. Available at: www.esajournals.org/doi/abs/10.1890/1540-9295(2007)5%5B315:EIOWED%5D2.0.CO;2 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 12 Απριλίου 2012].
Kuussaari, M. et al., 2003. Voimajohtoaukeiden merkitys niittyjen kasveille ja perhosille - Significance of Power Line Areas for Grassland Plants and Butterflies Finnish Environment Institute, ed., Ελσίνκι.
Kyläkorpi, L. & Grusell, E., 2001. Livsmiljö i kraftledningsgatan, Available at: scholar.google.fr/scholar;hl=fr&q=“Livsmiljö+i+Kraftledningsgatan”&btnG=Rechercher&lr=&as_ylo=&as_vis=0#0 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 30 Απριλίου 2012].
Lasch, U., Zerbe, S., Lenk, M. (2010) Electrocution of Raptors at Power Lines in Central Kazakhstan. Waldökologie, Landschaftforschung und Naturschutz, 9: 95-100.
Lehman, R.N., Kennedy, P.L., Savidge, J.A. (2007) The state of the art in raptor electrocution research: A global review. Biological Conservation, 136, 2: 159-174.
Lensu, T. et al., 2011. The role of power line rights-of-way as an alternative habitat for declined mire butterflies. Journal of environmental management, 92(10), pp.2539-46. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0301479711001745 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 12 Απριλίου 2012].
Lévesque, L.M. & Dubé, M.G., 2007. Review of the effects of in-stream pipeline crossing construction on aquatic ecosystems and examination of Canadian methodologies for impact assessment. Environmental monitoring and assessment, 132(1-3), pp.395-409. Available at: www.springerlink.com/index/cu76l5guk3u28106.pdf [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 20 Μαρτίου 2012].
Lewis, L.J., Davenport, J. & Kelly, T.C., 2002. A Study of the Impact of a Pipeline Construction on Estuarine Benthic Invertebrate Communities. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 55(2), pp.213-221. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0272771401908984 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 9 Μαρτίου 2012].
López-López, P., Ferrer, M., Madero, A., Casado, E., McGrady, M. (2011) Solving Man-induced Large-scale Conservation Problems: the Spanish Imperial Eagle and Power Lines. PloS one, 6(3), e17196.
London Array/National Grid (2007) Ecological Mitigation and Management Plan. London Array Offshore Wind Farm Project and associated grid connection works. October 2007. 17 pgs.
Lorne, J.K. & Salmon, M. (2007) Effects of exposure to artificial lighting on orientation of hatching sea turtles on the beach and in the ocean. Endangered species research, 1, 23–30.
Macreadie, P.I. et al., 2009. Fish Responses to Experimental Fragmentation of Seagrass Habitat. Conservation biology: the journal of the Society for Conservation Biology. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/19183213 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 23 Μαρτίου 2012].
Manville, A.M. (2005) Bird Strikes and Electrocutions at Power Lines, Communication Towers, and Wind Turbines: State of the Art and State of the Science – Next Steps Toward Mitigation 1. USDA Forest Service Technical report, 1051-1064.
Marshall, J.S. & Vandruff, L.W., 2002. Impact of selective herbicide right-of-way vegetation treatment on birds. Environmental management, 30(6), pp.801-6. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/12402095 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 17 Απριλίου 2012].
Martin, G.R. (2011) Review article Understanding bird collisions with man-made objects: a sensory ecology approach. Ibis, 239-254.
Meissner, K. & Sordyl, H. (2006). Literature Review of Offshore Wind Farms with Regard to Benthic Communities and Habitats. In. Zucco, C., Wende, W., Merck, T., Köchling, I. & Köppel, J. (eds.):Ecological Research on Offshore Wind Farms: International Exchange of Experiences - PART B: Literature Review of the Ecological Impacts of Offshore Wind Farms. BfN-Skripten 186: 1-45.
Meißner, K., Bockhold, J. & Sordyl, H., 2006. Problem Kabelwärme; - Vorstellung der Ergebnisse von Feldmessungen der Meeresbodentemperatur im Bereich der elektrischen Kabel im Offshore-Windpark Nysted Havmøllepark (Dänemark). In Bundesamt für Seeschifffahrt und Hydrographie (BSH), ed. Meeresumwelt- Symposium. Hamburg, Rostock. Available at: scholar.google.fr/scholar;hl=fr&q=Problem+Kabelwärme;&btnG=Rechercher&lr=&as_ylo=&as_vis=0#0 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 13 Απριλίου 2012].
Mendel, B., Sonntag, N., Wahl, et al., (2008) Profiles of seabirds and waterbirds of the German North and Baltic Seas. Distribution, ecology and sensitivities to human activities within the marine environment. Naturschutz und Biologische Vielfalt 61, Bundesamt für Naturschutz, Bonn – Bad Godesberg, 427 σελ.
MME/BirdLife Hungary (2011) «Budapest Declaration on bird protection and power lines». Available at: www.mme.hu/termeszetvedelem/budapest-conference-13-04-2011.html
Myers, N. (1993) Biodiversity and Precautionary Principle. Ambio, 22: 74-79.
Nedwell, J.R., Brooker, A.G. & Barham, R.J. (2012) Assesment of underwater noise during the installation of export power cables at the Beatrice Offshore Wind Farm. Subacoustech Environmental Report No. E318R0106
Nedwell, J., Langworthy, J. & Howell, D., 2003. Assessment of sub-sea acoustic noise and vibration from offshore wind turbines and its impact on marine wildlife; initial measurements of underwater noise during construction of offshore windfarms, and comparison with background noise - Report No. 544 R,
Nekola, J.C., 2012. The impact of a utility corridor on terrestrial gastropod biodiversity. Biodiversity and Conservation, 21(3), pp.781-795. Available at: www.springerlink.com/index/3357H23G15537M77.pdf [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 11 Απριλίου 2012].
Nellemann, C. et al., 2003. Progressive impact of piecemeal infrastructure development on wild reindeer. Biological Conservation, 113(2), pp.307-317. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S000632070300048X [Accessed March 16, 2012].
Nikolaus, G. (1984) Large numbers of birds killed by electric power line. Scopus, 8: 42.
Nikolaus, G. (2006) Where have all the African vultures gone; Vulture News, 55: 65–67.
Oil and Gas UK, (2013) Decommissioning of Pipelines in the North Sea Region. Oil & Gas UK. 48pp.
OGB, 2010. Riser & pipeline release frequencies, London, Brussels.
Olendorff, R.R., Motroni, R.S., Call, M.W. (1980) Raptor Management: The State of the Art in 1980. Bureau of Land Management Technical Note No. 345. US Department of Interior, Denver, USA.
Olson, C.V. (2002) Human-related causes of raptor mortality in western Montana: things are not always as they seem. In: Carlton, R.G. (Ed.), Avian Interactions with Utility and Communication Structures, Proceedings of a Workshop. Electric Power Research Institute, Palo Alto, CA, USA, pp. 71-82.
OSPAR Commission, 2008. Background document on potential problems associated with power cables other than those for oil and gas activities,
OSPAR (2009) Assessment of the environmental impacts of cables. Biodiversity Series. 18 σελ.
OSPAR (2010) Background document for maerl beds. OSPAR Commission. 34 σελ.
OSPAR (2012) Guidelines on Best Environmental Practice (BEP) in Cable Laying and Operation. Agreement 2012-2. OSPAR 12/22/1, Annex 14.
Parsons Brinkerhoff & Cable Consulting International Ltd, 2012. Electricity Transmission Costing Study - An Independent Report Endorsed by the Institution of Engineering & Technology,
Prinsen, H.A.M., G.C. Boere, N. Píres & J.J. Smallie (Compilers), 2011. Review of the conflict between migratory birds and electricity power grids in the African-Eurasian region. CMS Technical Series, AEWA Technical Series No. XX. Bonn, Germany. Available at: www.cms.int/bodies/COP/cop10/docs_and_inf_docs/inf_38_electrocution_review.pdf.
Prinsen, H.A.M., J.J. Smallie, G.C. Boere & N. Píres (Compilers), 2012. Guidelines on how to avoid or mitigate impact of electricity power grids on migratory birds in the African-Eurasian region. CMS Technical Series No. XX, AEWA Technical Series, Bonn, Germany. Available at: www.unep-aewa.org/meetings/en/stc_meetings/stc7docs/pdf/stc7_20_electrocution_guidelines.pdf.
Prommer, M. (2011) Electrocuted Sakers. Saker LIFE, BNPI, Hungary. sakerlife2.mme.hu/en/content/electrocuted-sakers
PSCW (2009) Electric Transmission Lines. Wisconsin, HΠΑ.
Pullin, A.S., Stewart, G.B. (2006) Guidelines for systematic review in conservation and environmental management. Conservation biology: the journal of the Society for Conservation Biology, 20(6), 1647-56.
Raab, R., Spakovszky, P., Julius, E., Schütz, C., Schulze, C.H. (2010) Effects of power lines on flight behaviour of the West-Pannonian Great Bustard Otis tarda population. Bird Conservation International: 1- 14.
Real, J., Grande, J.M., Mañosa, S., Antonio, J. (2001) Causes of Death in Different Areas for Bonelli ' s Eagle Hieraaetus fasciatus in Spain. Bird Study, 221-228.
Reed, B. & Hovel, K., 2006. Seagrass habitat disturbance: how loss and fragmentation of eelgrass Zostera marina influences epifaunal abundance and diversity. Marine Ecology Progress Series, 326, pp.133-143. Available at: www.int-res.com/abstracts/meps/v326/p133-143/ [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 2 Μαΐου 2012].
RenewableUK, (2013) cumulative Impact Assessment Guidelines. Guiding Principles for cumulative impacts assessment in offshore wind farms. Ιούνιος 2013.
Rheindt, F.E., 2003. The impact of roads on birds: Does song frequency play a role in determining susceptibility to noise pollution; Journal of Ornithology, 144(3), pp.295-306. Available at: www.springerlink.com/index/10.1007/BF02465629 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 24 Απριλίου 2012].
Rich, A.C., Dobkin, D.S. & Niles, L.J., 1994. Defining Forest Fragmentation by Corridor Width: The Influence of Narrow Forest-Dividing Corridors on Forest-Nesting Birds in Southern New Jersey. Conservation Biology, 8(4), pp.1109-1121. Available at: onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1046/j.1523-1739.1994.08041109.x/abstract [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 30 Απριλίου 2012].
Rich, A.C., Dobkin, D.S., Niles, L.J. (1994) Defining forest fragmentation by corridor width: the influence of narrow forest-dividing corridors on forest-nesting birds in southern New Jersey. Conservation Biology, 8: 1109–1121.
Rich, C. & Longcore, T. (Eds). (2006) Ecological Consequences of Artificial Night Lighting. Washington, Island Press.
Roberts, D.A., 2012. Causes and ecological effects of resuspended contaminated sediments (RCS) in marine environments. Environment international, 40, pp.230-43. Available at: www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0160412011002704 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 16 Απριλίου 2012].
Robinson, S.P & Lepper, P.A. (2013) Scoping study: Review of current knowledge of underwater noise emissions from wave and tidal stream energy devices. The Crown Estate, 2013.
RTE, 2011. Liaison électrique souterraine à courant continu à 320 000 volts SAVOIE - PIEMONT - Etude d'impact,
RTE, Projet de zone d'accueil de production d'électricité de Lavera-Fos - Etude d'impact,
Russell, K.N., Ikerd, H. & Droege, S., 2005. The potential conservation value of unmowed powerline strips for native bees. Biological Conservation, 124(1), pp.133-148. Available at: linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0006320705000467 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 17 Μαρτίου 2012].
Schaub, M., Aebischer, A., Gimenez, O., Berger, S., Arlettaz, R. (2010) Massive Immigration Balances High Anthropogenic Mortality in a Stable Eagle Owl Population: Lessons for Conservation. Biological Conservation, 143(8): 1911-1918.
Schreiber, M. et al., 2004. Maßnahmen zur Vermeidung und Verminderung negativer ökologischer Auswirkungen bei der Netzanbindung und -integration von Offshore-Windparks - Abschlussbericht, Bramsche.
Secretariat of the Convention on Biological Diversity, 2010. Global Biodiversity Outlook 3, Montréal. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/22532583 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Sergio, F., Marchesi, L., Pedrini, P., Ferrer, M., Penteriani, V. (2004) Electrocution Alters the Distribution and Density of a Top Predator, the Eagle Owl Bubo bubo. Journal of Applied Ecology, December: 836-845.
Silva, J.P., Santos, M., Queirós,L., Leitão, D., Moreira, F., Pinto, M., Leqoc, M., Cabral, J.A. (2010): Estimating the influence of overhead transmission power lines and landscape context on the density of little bustard Tetrax tetrax breeding populations. Ecological Modelling 221: σελ.1954–1963.
Skonberg, E.R. et al., 2008. Inadvertent Slurry Returns during Horizontal Directional Drilling: Understanding the Frequency and Causes. In J. W. Goodrich-Mahoney et al., eds. Environment Concerns in Rights-of-Way Management 8th International Symposium. Άμστερνταμ: Elsevier, σελ. 613–621.
Slabbekoorn, H. & Ripmeester, E. a P., 2008. Birdsong and anthropogenic noise: implications and applications for conservation. Molecular ecology, 17(1), pp.72-83. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17784917 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 4 Μαρτίου 2012].
SmartGrids ERA-Net (2012) Mapping & Gap Analysis of current European Smart Grids Projects. Report by the EEGI Member States Initiative: A pathway towards functional projects for distribution grids. Austrian Institute of Technology, Austria.
Söker, H., Rehfeldt, K., Santjer, F. et al. (2000) Offshore Wind Energy in the North Sea. Technical Possibilities and Ecological Considerations – A study for Greenpeace. 83 σελ.
SP Transmission & National Grid, 2011a. Western HVDC Link - Environmental Appraisal Supporting Report - Northern Point of Connection: Hunterson - Ardneil Bay Undergournd HDVC Cable,
SP Transmission & National Grid, 2011b. Western HVDC Link - Environmental Report - Marine Cable Route,
Statoil, (2012) Mariner Area Development Environmental Statement. DECC Project Reference: D/4145/2012.
Strevens, T.C., 2007. Powerline easements: ecological impacts and effects on small mammal movement. University of Wollongong. Available at: ro.uow.edu.au/theses/691/ [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 23 Φεβρουαρίου 2012].
Strevens, T.C., Puotinen, M.L. & Whelan, R.J., 2008. Powerline Easements: Ecological Impacts and Contribution to Habitat Fragmentation from Linear Features. Pacific Conservation Biology, 14(3), σελ.159-168.
Summers, P.D., Cunnington, G.M. & Fahrig, L., 2011. Are the negative effects of roads on breeding birds caused by traffic noise; Journal of Applied Ecology, 48(6), pp.1527-1534. Available at: onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1365-2664.2011.02041.x/full [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 29 Μαρτίου 2012].
Swannell, R.P., Lee, K. & McDonagh, M., 1996. Field evaluations of marine oil spill bioremediation. Microbiological reviews, 60(2), pp.342-65. Available at: www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi;artid=239447&tool=pmcentrez&rendertype=abstract [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 6 Ιουλίου 2012].
Swanson, C. & Isaji, T., 2006. Simulations of sediment transport and deposition from cable burial operations in Nantucket Sound for the Cape Wind Energy project, Available at: www.mms.gov/offshore/renewableenergy/DEIS/Report References - Cape Wind Energy EIS/Report No 4.1.1-2.pdf [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 17 Απριλίου 2012].
Temple, S.A. (1986) The problem of avian extinctions. In: Johnston, R.F (ed.) Current Ornithology, Vol. 3: 453-485 Plenum, New York.
Thompson, P.M., Wilson, B., Grellier, K., Hammond, P.S. (2001) Combining power analysis and population viability analysis to compare traditional and precautionary approaches to conservation of coastal cetaceans. Conservation Biology, 14: 1253–1263.
Tintó, A., Real, J., Manosa, S. (2001) Avaluació del risc d'electrocució d'aus en línies elèctriques situades a Sant Llorenç del Munt i rodalies. V Trobada d'estudiosos de Sant Llorenç del Munt i l'Obac. Monografies, 35: 129-133
Tri-State (2009) San Luis Valley - Calumet – Comanche Transmission Project. Southern Colorado Transmission Improvements. Working with Landowners. Colorado, USA.
Tucker, G.M., Evans, M.I. (1997) Habitats for birds in Europe: a conservation strategy for the wider environment. Cambridge, UK: BirdLife International (BirdLife Conservation Series no. 6).
UNEP (2011) UN Wildlife Meeting Pushes to Make Power Lines Safer for Birds. UNEP COP 10 communication. Bergen, Norway.
Ussenkov, S.M., 1997. Contamination of harbor sediments in the eastern Gulf of Finland (Neva Bay), Baltic Sea. Environmental Geology, 32(4), pp.274-280. Available at: www.springerlink.com/openurl.asp;genre=article&id=doi:10.1007/s002540050217 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Vallejo, V.R., Arianoutsou, M. & Moreira, F., 2012. Fire Ecology and Post-Fire Restoration Approaches in Southern European Forest Types. In F. Moreira et al., eds. Post-Fire Management and Restoration of Southern European Forests. Springer Netherlands, pp. 93-119. Available at: dx.doi.org/10.1007/978-94-007-2208-8_5 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 26 Απριλίου 2012].
Van Rooyen, C. (2004) The Management of Wildlife Interactions with Overhead Lines. In The fundamentals and practice of overhead line maintenance (132kV and above), σελ. 217-245. Eskom Technology, Services International, Johannesburg.
Van Rooyen, C. (2012) Bird Impact Assessment Report. Τεχνικό Έγγραφο.
Venus, B., McCann, K. (2005) Bird Impact Assessment Study. Τεχνικό Έγγραφο Document (σελ. 1-45).
Vistnes, I. et al., 2001. Wild reindeer: impacts of progressive infrastructure development on distribution and range use. Polar Biology, 24(7), pp.531-537. Available at: www.springerlink.com/openurl.asp;genre=article&id=doi:10.1007/s003000100253 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 27 Απριλίου 2012].
Walker, L. J. and Johnston, J. (1999) Guidelines for the Assessment of Indirect and Cumulative Impacts as well as Impact Interactions. European Commission. ec.europa.eu/environment/eia/eia-support.htm
Wetlands International, Wings Over Wetlands - UNEP-GEF African-Eurasian Flyways Project (2011) The Critical Site Network: Conservation of Internationally Important Sites for Waterbirds in the African-Eurasian Waterbird Agreement area. Wetlands International, Ede, the Netherlands and BirdLife International, Cambridge, UK.
Williams, R.J. & Bradstock, R.A., 2008. Large fires and their ecological consequences: introduction to the special issue. International Journal of Wildland Fire, 17(6), p.685. Available at: www.publish.csiro.au/;paper=WF07155 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 25 Απριλίου 2012].
Woinarski, J.C.Z. et al., 2000. A different fauna;: captures of vertebrates in a pipeline trench, compared with conventional survey techniques; and a consideration of mortality patterns in a pipeline trench. Australian Zoologist, 31(3), σελ. 421-431.
Wolff, A., 2010. Plan de gestion 2010 - 2014 - Section A: Diagnostic et enjeux,
Xu, J., Pancras, T. & Grotenhuis, T., 2011. Chemical oxidation of cable insulating oil contaminated soil. Chemosphere, 84(2), pp.272-7. Available at: www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/21571353 [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 26 Απριλίου 2012].
Zalles, J.I., Bildstein, K.L. (2000) Raptor watch: A Global directory of Raptor Migration Sites. Cambridge, UK: BirdLife International; and Kempton, PA, USA: Hawk Mountain Sanctuary (Birdlife Conservation Series, Vol. 9).
Zozaya, E.L., Brotons, L. & Saura, S., 2011. Recent fire history and connectivity patterns determine bird species distribution dynamics in landscapes dominated by land abandonment. Landscape Ecology, 27(2), pp.171-184. Available at: www.springerlink.com/index/10.1007/s10980-011-9695-y [Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης: 13 Μαρτίου 2012].
Zucco, C. et al., 2006. Ecological research on Offshore Wind Farms: International Exchange of Experiences - Part B: Literature Review of Ecological Impacts, Bonn.
(1) Όλα τα έγγραφα διατίθενται στην εξής διεύθυνση: http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/guidance_en.htm
(2) COM(2015) 80 final
(3) Ενεργειακές υποδομές: προτεραιότητες για το 2020 και μετέπειτα — Προσχέδιο για ενοποιημένο ευρωπαϊκό ενεργειακό σχέδιοhttp://ec.europa.eu/energy/publications/doc/2011_energy_infrastructure_en.pdf
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 347/2013, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1364/2006/ΕΚ και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 713/2009, (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 (ΕΕ L 115 της 25.4.2013, σ. 39)
(5) Οι θαλάσσιες υποδομές μεταφοράς ενέργειας καλύπτονται στο τμήμα 8 του παρόντος εγγράφου.
(6) Στον παρόντα οδηγό ο όρος «μεταφορά» αναφέρεται σε ολόκληρο το σύστημα, από τη μεταφορά στην αυστηρή έννοια του όρου έως τη διανομή. Εάν οι επιπτώσεις διαφέρουν μεταξύ των γραμμών μεταφοράς, υπομεταφοράς και διανομής ισχύος, θα χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος.
(7) https://ec.europa.eu/energy/en/topics/infrastructure/projects-common-interest
(8) Οι τύποι των κατηγοριών ενεργειακών υποδομών που πρέπει να αναπτυχθούν με βάση τον κανονισμό TEN-E προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού.
(9) http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/pci/doc/2013_pci_projects_country.pdf
(10) http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/transparency_platform/map-viewer
(11) Έγγραφο κατευθύνσεων «Streamlining environmental assessment procedures for energy infrastructure ‘Projects of Common Interest’ (PCIs)» (Εξορθολογισμός των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος (ΣΚΕ) υποδομών ενέργειας), Ιούλιος 2013. http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/pci/doc/20130724_pci_guidance.pdf
(12) http://ec.europa.eu/environment/nature/biodiversity/strategy/index_en.htm
(13) Οδηγία 2009/147/EΚ του Συμβουλίου (κωδικοποιημένη έκδοση της οδηγίας 79/409/EΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών, όπως τροποποιήθηκε) – βλ. http://ec.europa.eu/environment/nature/legislation/index_en.htm
(14) Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ενοποιημένη έκδοση της 1.1.2007 - http://ec.europa.eu/environment/nature/legislation/index_en.htm
(15) Η έννοια «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης» δεν αναφέρεται στην οδηγία για τα πτηνά, αλλά το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 σχετικά με τις ζώνες ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) στην οδηγία για τα πτηνά περιέχουν ανάλογες απαιτήσεις.
(16) Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν εφαρμόζεται στις ΖΕΠ. Ωστόσο, ανάλογες διατάξεις εφαρμόζονται στις ΖΕΠ βάσει του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας για τα πτηνά η οποία προβλέπει «μέτρα ειδικής διατήρησης» για τις ΖΕΠ. Παρόλα αυτά, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους οι διατάξεις από το άρθρο 6 παράγραφος 2 έως το άρθρο 6 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας εφαρμόζονται τόσο στους ΤΚΣ όσο και στις ήδη καθορισθείσες ΖΕΠ.
(17) http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/commission_note/commission_note2_EN.pdf
(18) http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/commission_note/comNote%20conservation%20measures_EN.pdf
(19) Βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους οι διατάξεις από το άρθρο 6 παράγραφος 3 έως το άρθρο 6 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας εφαρμόζονται τόσο στους ΤΚΣ όσο και στις ήδη καθορισθείσες ΖΕΠ.
(20) Βλ. έγγραφο κατευθύνσεων για την αυστηρή προστασία των ζωικών ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/guidance/index_en.htm
(21) http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/cobi.12262/full
(22) http://www.easac.eu/fileadmin/PDF_s/reports_statements/Transforming.pdf
(23) https://www.unenvironment.org/news-and-stories/story/planning-can-help-prevent-renewable-energy-surge-harming-wildlife
(24) http://www.life-elia.eu/en/
(25) Συνοπτική παρουσίαση του έργου διατίθεται στη ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.50hertz.com/en/file/100304_EcoMOL_ShortReport_eng_final_med.pdf
(26) www.birdlife.org/datazone/sowb/casestudy/240
(27) Έγγραφο κατευθύνσεων «Streamlining environmental assessment procedures for energy infrastructure 'Projects of Common Interest' (PCIs)» (Εξορθολογισμός των διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος (ΣΚΕ) υποδομών ενέργειας), Ιούλιος 2013. http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/pci/doc/20130724_pci_guidance.pdf
(28) http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:52009DC0469&from=en
(29) Η κλιμακωτή προσέγγιση ορίζεται ως: η διάκριση των διαφόρων επιπέδων του σχεδιασμού –πολιτική, σχέδια, προγράμματα– τα οποία αναπτύσσονται διαδοχικά και επηρεάζουν το ένα το άλλο (ΕΚ 1999). Η κλιμακωτή προσέγγιση αφορά τον τρόπο συσχέτισης των διαφόρων επιπέδων του σχεδιασμού.
(30) Οδηγία 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας
(31) Απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1997 σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Κοινότητας, της σύμβασης για την αξιολόγηση των επιπτώσεων επί του διασυνοριακού περιβάλλοντος (σύμβαση του Espoo) (πρόταση, ΕΕ C 104 της 24.4.1992, σ. 5· η απόφαση δεν έχει δημοσιευθεί ) και απόφαση 2008/871/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του πρωτοκόλλου για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση της σύμβασης της ΟΕΕ/ΗΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο η οποία υπογράφηκε στο Espoo το 1991 (ΕΕ L 308 της 19.11.2008, σ. 33).
(32) Άρθρο 7 της οδηγίας ΣΠΕ και άρθρο 7 της οδηγίας ΕΠΕ
(33) http://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/Transboundry%20EIA%20Guide.pdf
(34) http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/art6/new_guidance_art6_4_en.pdf
(35) http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/Wind_farms.pdf· http://ec.europa.eu/news/energy/101013_en.htm · http://qsr2010.ospar.org/en/ch07_01.html http://www.ospar.org/content/content.asp?menu=00210305000000_000000_000000
(36) http://www.ewea.org/fileadmin/files/library/publications/statistics/European_offshore_statistics_2013.pdf
(37) http://www.4coffshore.com/windfarms/horns-rev-2-denmark-dk10.html
(38) http://si-ocean.eu/en/upload/docs/WP3/Technology%20Status%20Report_FV.pdf
(39) https://ec.europa.eu/jrc/en/news/jrc-ocean-energy-status-report-2016-edition
(40) http://sequestration.mit.edu/tools/projects/index.html
(41) https://windeurope.org/about-wind/reports/wind-energy-in-europe-scenarios-for-2030/
(42) http://www.renewableuk.com/en/renewable-energy/wave-and-tidal/
(43) http://northseagrid.info/project-description
(44) http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/studies/doc/2014_nsog_report.pdf
(45) http://www.europarl.europa.eu/meetdocs/2009_2014/documents/itre/dv/160/160620/16062011_study_pe457373_en.pdf
(46) http://e3g.org/showcase/North-Seas-Grid
(47) http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2013:115:0039:0075:EL:PDF
(48) http://ec.europa.eu/environment/nature/knowledge/rep_habitats/index_en.htm
(49) European Commission (2013) Interpretation Manual of European Union Habitats. EUR 28 Απριλίου 2013. http://ec.europa.eu/environment/nature/legislation/habitatsdirective/docs/Int_Manual_EU28.pdf
(50) http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/marine/docs/FAQ%20final%202012-07-27.pdf
(51) https://www.bonnagreement.org/
(52) http://qsr2010.ospar.org/media/assessments/p00437_Cables.pdf;
(53) Ζώνη πλάτους 2-8m, ανάλογα με το μέγεθος του αρότρου, αναφέρεται από τους Carter et al., 2009.
(54) E.g. Camphuysen et al., (2009)· Jenssen (1996)· de la Huz et al., (2005)
(55) Συνοψίζονται στο AMETS Foreshore Lease Application EIS, Appendix 4 (2010)
(56) E.g. Meissner & Sordyl, 2006 http://www.bfn.de/fileadmin/MDB/documents/themen/meeresundkuestenschutz/downloads/Forschungsberichte/Ecological_Research_Offshore-Wind_Part_B_Skripten_186.pdf
(57) http://www.unesco-ioc-marinesp.be/msp_faq
(58) http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:32014L0089&from=EN
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Εθνικές και διεθνείς πρωτοβουλίες
Παραδείγματα εθνικών νομοθεσιών
Στο παρόν τμήμα περιγράφονται παραδείγματα, μεταξύ άλλων, από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών για τις επιπτώσεις που έχουν για τη βιοποικιλότητα οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας.
Γερμανία
Το άρθρο 41 του γερμανικού νόμου για την προστασία της φύσης και τη διατήρηση του τοπίου προβλέπει ότι οι στύλοι και οι τεχνικές συνιστώσες των καλωδίων μέσης τάσης που θα κατασκευάζονται πρέπει να είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο που να προστατεύονται τα πτηνά από την ηλεκτροπληξία. Για τα υπάρχοντα καλώδια μέσης τάσης που παρουσιάζουν υψηλή επικινδυνότητα για τα πτηνά, πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ώστε να προστατεύονται από την ηλεκτροπληξία.
Σλοβακία
Με βάση τη σλοβακική νομοθεσία, το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 543/2002 για την προστασία της φύσης και του τοπίου προβλέπει (όπως τροποποιήθηκε): «όποιος κατασκευάζει ή διεξάγει προγραμματισμένη ανακατασκευή εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεούται να χρησιμοποιεί τεχνικές λύσεις που εμποδίζουν τη θανάτωση των πτηνών» και «αν διαπιστωθεί θανάτωση πτηνών σε γραμμές ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεπικοινωνιακές υποδομές, ο φορέας προστασίας της φύσης μπορεί να διατάξει τον διαχειριστή των γραμμών ή των τηλεπικοινωνιακών υποδομών να λάβει μέτρα προς αποφυγή της θανάτωσης των πτηνών.» Τα επαρχιακά ή περιφερειακά περιβαλλοντικά γραφεία δίνουν τη γνώμη τους για κάθε απόφαση που αφορά την επικράτειά τους ή άδεια οικοδόμησης (συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας). Το 2007 δόθηκαν οδηγίες για την εξάλειψη της θνησιμότητας των πτηνών εξαιτίας των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας. Στις οδηγίες περιλαμβάνεται η περίληψη των νομικών μέσων, η περιγραφή των κατάλληλων τεχνικών λύσεων, τόσο για ορεινές όσο και για πεδινές περιοχές και γίνονται άλλες προτάσεις (όπως συναντήσεις, που δεν είναι νομικά δεσμευτικές, με εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας πριν από τη λήψη απόφασης).
Ισπανία
Στην Ισπανία, έχουν ψηφιστεί περιφερειακοί και εθνικοί νόμοι για την ηλεκτροπληξία των πτηνών: διάταγμα 178/2006 (της 10ης Οκτωβρίου) (1) με το οποίο θεσπίζονται κανόνες για την προστασία των πτηνών από τις γραμμές υψηλής τάσης στη Junta de Andalucía και το βασιλικό διάταγμα 1432/2008 (της 29ης Αυγούστου) (2), με το οποίο λαμβάνονται τεχνικά μέτρα για τις γραμμές υψηλής τάσης με σκοπό την προστασία των πτηνών. Αυτό το εθνικό διάταγμα αποτρέπει τις εταιρείες από την ανάρτηση επικίνδυνων γραμμών μεταφοράς ισχύος σε ευαίσθητες περιοχές για τα πτηνά (συμπεριλαμβανομένων των ζωνών ειδικής προστασίας, ΖΕΠ). Στο εν λόγω διάταγμα ορίζονται ορισμένες δεσμευτικές, τεχνικές προδιαγραφές για τη σχεδίαση των πυλώνων ηλεκτρικού ρεύματος, μέτρα πρόληψης της πρόσκρουσης, προγραμματισμός εργασιών κ.λπ.
Εφαρμογή διεθνών συμβάσεων
Αρκετά κράτη μέλη εφαρμόζουν επίσης τη σύσταση αριθ. 110 της σύμβασης της Βέρνης με την υιοθέτηση στην εθνική νομοθεσία των τεχνικών προτύπων για την ασφάλεια των γραμμών μεταφοράς ισχύος, τον σχεδιασμό και τα μέτρα πρόληψης συγκρούσεων.
Συμφωνίες προαιρετικής εφαρμογής και εργαλεία
Στο παρόν τμήμα περιγράφονται, μεταξύ άλλων, παραδείγματα εθελοντικών συμφωνιών που αφορούν τις συνέπειες που έχουν για τη βιοποικιλότητα οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας.
Δήλωση του ευρωπαϊκού δικτύου σχετικά με την ανάπτυξη του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και τη διατήρηση της φύσης στην Ευρώπη (3)
Πολλές ευρωπαϊκές ΜΚΟ, διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) και υποστηρικτές υπέγραψαν τη δήλωση στις 10 Νοεμβρίου 2011. Κύριος στόχος της είναι η παροχή συμφωνημένου πλαισίου αρχών που θα καθοδηγεί τα εμπλεκόμενα μέρη στις προσπάθειές τους να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον (βιοποικιλότητα και οικοσυστήματα) που μπορούν να προκύψουν από την ανάπτυξη υποδομών μεταφοράς ενέργειας (τόσο από τις υπέργειες όσο και από τις υπόγειες γραμμές). Η δήλωση εμπεριέχει γενικές αρχές, αρχές στρατηγικού σχεδιασμού (μεταξύ άλλων και για τη συμμόρφωση με την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι περιβαλλοντικές ανησυχίες σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο (αρχή 4.1.1), τη χρήση εργαλείων χωρικής χαρτογράφησης (4.1.4) κ.λπ., καθώς και αρχές για τον σχεδιασμό έργου και τη μείωση των επιπτώσεων από τις υπάρχουσες γραμμές μεταφοράς ισχύος.
Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για το δίκτυο ανανεώσιμων πηγών (RGI) (4)
Πρόκειται για συνεργασία ΜΚΟ και ΔΣΜ απ' όλη την Ευρώπη. Προωθούμε την ανάπτυξη δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας με περιβαλλοντικές ευαισθησίες και διαφάνεια, ώστε να υπάρξει σταθερή μεγέθυνση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και να επιτευχθεί η ενεργειακή μετάβαση. Τα μέλη του RGI προέρχονται από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και συνίστανται σε ΔΣΜ από το Βέλγιο (Elia), τη Γαλλία (RTE), τη Γερμανία (50Hertz and TenneT), την Ιταλία (Terna), τις Κάτω Χώρες (TenneT), την Ισπανία (Red Eléctrica), την Ελβετία (Swissgrid) και τη Νορβηγία (Statnett), την Ισπανία (REE)· και οι ΜΚΟ όπως το WWF International, BirdLife Europe, Fundación Renovables, Germanwatch, Legambiente, η Βασιλική Εταιρεία για την Προστασία των Πτηνών (RSPB), το Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή (CAN) Europe και η οργάνωση Natuur&Milieu. Το RGI άρχισε να δραστηριοποιείται τον Ιούλιο του 2009.
Συμφωνία για ελεύθερο ουρανό (5)
Στις 26 Φεβρουαρίου 2008 η ουγγρική Ορνιθολογική και Φυσιολατρική Εταιρεία (ΜΜΕ / BirdLife Hungary) υπέγραψε τη συμφωνία αυτή με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Υδάτων και με τις σχετικές εταιρείες ηλεκτροδότησης στην Ουγγαρία, ώστε να δοθεί μια μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα της ηλεκτροπληξίας των πτηνών. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, η ΜΜΕ δημιούργησε το 2008 έναν χάρτη με τις περιοχές προτεραιότητας όπου υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ γραμμών μεταφοράς ισχύος και των πληθυσμών ορνιθοπανίδας στην Ουγγαρία. Οι εταιρείες ηλεκτρισμού υποσχέθηκαν ότι θα μετατρέψουν σε «φιλικές προς τα πτηνά» όλες τις επικίνδυνες γραμμές μεταφοράς ισχύος στην Ουγγαρία έως το 2020 και ότι, επίσης, θα χρησιμοποιούν «φιλικές προς τα πτηνά» μεθόδους διαχείρισης για τις καινούριες γραμμές μεταφοράς ισχύος. Σε συνεργασία με τις εταιρείες ηλεκτρισμού και εμπειρογνώμονες για τη διατήρηση της φύσης, οι κατευθυντήριες γραμμές για τη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία στον τομέα αυτόν επικαιροποιούνται συνεχώς και δοκιμάζονται επιτόπου.
Δήλωση της Βουδαπέστης για την προστασία των πτηνών και τις γραμμές ισχύος (6)
Η δήλωση αυτή εγκρίθηκε στην πρόσφατη διάσκεψη «Γραμμές μεταφοράς ισχύος και θνησιμότητα πτηνών στην Ευρώπη» (Βουδαπέστη, 13 Απριλίου 2011). Η εν λόγω διάσκεψη είχε συνδιοργανωθεί από τη MME/BirdLife Ουγγαρίας, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης της Ουγγαρίας και την οργάνωση BirdLife Europe. Πήραν μέρος εμπλεκόμενα μέρη από χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον - Συμφωνία για τη διατήρηση των αποδημητικών υδρόβιων πτηνών της Αφρικής και της Ευρασίας (UNEP-AEWA), εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και κοινωφελείς εταιρείες, εμπειρογνώμονες, επιχειρήσεις και ΜΚΟ. Με τη δήλωση καλούνται όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να εκτελέσουν μαζί ένα πρόγραμμα ή να αναλάβουν ενέργειες για την αποτελεσματική ελαχιστοποίηση της θνησιμότητας των πτηνών από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και πέραν αυτής.
Σλοβακικό τεχνικό πρότυπο
Το 2009 η Εταιρεία Ηλεκτρισμού της Ανατολικής Σλοβακίας εξέδωσε εσωτερικό τεχνικό πρότυπο καλούμενο: «Κατασκευή και τροποποίηση των εναέριων γραμμών 22kV όσον αφορά την προστασία των πτηνών.»
Πρωτοβουλία για την ενέργεια και τη βιοποικιλότητα (7)
Καθώς οι σημαντικότερες εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας άρχισαν να αναγνωρίζουν την αξία της ενσωμάτωσης της διατήρησης της βιοποικιλότητας στην ανάπτυξη σταθμών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα πρώτα στάδια, αρκετές απ' αυτές ένωσαν τις δυνάμεις τους με κορυφαίες στον τομέα τους οργανώσεις διατήρησης για την ανάπτυξη και προαγωγή πρακτικών διατήρησης της βιοποικιλότητας για την επίτευξη του στόχου αυτού. Το προϊόν της συνεργασίας τους, η πρωτοβουλία για την ενέργεια και τη βιοποικιλότητα (ΕΒΙ), που άρχισε το 2001 και σταμάτησε το 2007 κατέληξε σε πρακτικές κατευθυντήριες γραμμές, εργαλεία και υποδείγματα για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης των σχετικών με την ηλεκτρική ενέργεια λειτουργιών και τη μεγιστοποίηση των ευκαιριών για διατήρηση, όπου αναπτύσσονται πόροι άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το πρόγραμμα LIFE+ (8)
Το Life+ είναι το χρηματοδοτικό εργαλείο της ΕΕ που στηρίζει περιβαλλοντικά έργα και έργα διατήρησης της φύσης. Αρκετά έργα του προγράμματος LIFE+ είχαν ως αντικείμενο τις συνέπειες για τα πτηνά από τις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας, και σε πολλά σχέδια για την προστασία των πτηνών περιέχονται διατάξεις για τις γραμμές ηλεκτρικής ενέργειας. Στον πίνακα που ακολουθεί δίνεται μια μη εξαντλητική επισκόπηση των έργων αυτών από το 2000.
Έργα του προγράμματος LIFE+ που αφορούν υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας και πτηνά
Αρ. αναφοράς |
Τίτλος |
Κράτος μέλος |
LIFE04 NAT/ES /000034 (9) |
ZEPA eléct. Aragón - Προσαρμογή των γραμμών ισχύος στη ζώνη ειδικής προστασίας της Αραγονίας Γενικός σκοπός του έργου ήταν η υλοποίηση στρατηγικής που εκπόνησε η κυβέρνηση της Αραγονίας για την προσαρμογή του δικτύου εναέριων γραμμών ισχύος στις ανάγκες διατήρησης 16 ΖΕΠ στην περιφέρεια. |
ES |
LIFE06 NAT/ES /000214 (10) |
Tendidos Electricos Murcia - Διόρθωση των επικίνδυνων εναέριων καλωδίων σε ζώνες ειδικής προστασίας για τα πτηνά στην περιφέρεια της Μούρθια Το έργο αυτό υλοποιεί τη στρατηγική που χάραξε η περιφερειακή κυβέρνηση της Μούρθια για τη διόρθωση των εναερίων καλωδίων, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της διατήρησης 5 ζωνών ειδικής προστασίας του περιφερειακού δικτύου Natura 2000. |
ES |
LIFE10 NAT/BE /000709 (11) |
ELIA - Ανάπτυξη του υποκείμενου εδάφους του δικτύου μεταφοράς ενέργειας ως μέσου ενίσχυσης της βιοποικιλότητας Σκοπός του έργου «ELIA Βιοποικιλότητα» είναι να αναπτύξει καινοτομικές τεχνικές για τη δημιουργία και τη συντήρηση διαδρόμων κάτω από τις εναέριες γραμμές, ώστε να υπάρξει μεγιστοποίηση των δυνητικών οφελών για τη βιοποικιλότητα. |
BE |
LIFE05 ENV/NL /000036 (12) |
EFET - Επίδειξη μιας νέας εναέριας γραμμής υψηλής τάσης, φιλικής προς το περιβάλλον Σκοπός του έργου είναι να παρουσιάσει έναν νέο συνδυασμό γραμμής υψηλής τάσης και πυλώνα που εκπέμπει πολύ χαμηλότερη ισχύ μαγνητικού πεδίου, ώστε να μειώνονται οι επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον. |
NL |
LIFE00 NAT/BE /007142 (13) |
Po ENEL - Βελτίωση των οικοτόπων μέσω ανάπλασης και/ή μετασχηματισμού των υφιστάμενων και υπό κατασκευή εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας στο Δέλτα του Πάδου Κύριος σκοπός του έργου LIFE Nature ήταν να μειώσει και να εξαλείψει τον κίνδυνο πρόσκρουσης και ηλεκτροπληξίας σε 20 περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνες, σε γραμμές μεταφοράς ισχύος που εκτείνονται σε 91 χιλιόμετρα περίπου. |
IT |
Άλλα έργα του LIFE εστιάζονται στη διατήρηση συγκεκριμένων ειδών πτηνών και, συνεπώς, περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με τις συνέπειες των γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας για τα πτηνά, π.χ. για το είδος Aquila heliaca στην κοιλάδα των Καρπαθίων (LIFE02 NAT/H/008627 και LIFE03 NAT/SK/000098), OTISHU για τη διατήρηση του είδους Otis tarda στην Ουγγαρία (LIFE04 NAT/HU/000109), ZEPA La Serena για τη διαχείριση των PSA-SCI «La Serena y Sierras periféricas» (LIFE00 NAT/E/007348), Grosstrappe - διασυνοριακή προστασία της μεγάλης ωτίδας στην Αυστρία (LIFE05 NAT/A/000077 και LIFE09 NAT/AT/000225), Ochrona bociana białego - Προστασία του πληθυσμού λευκοπελαργών στο OSO Natura 2000 Ostoja Warmińska (LIFE09 NAT/PL/000253), κ.λπ. |
Έργο BESTGRID (14)
Το BESTGRID, που άρχισε να υλοποιείται τον Απρίλιο του 2013, αποτελείται από τέσσερα πιλοτικά έργα στο Βέλγιο, τη Γερμανία και το ΗΒ. Κατά τη διάρκεια του έργου, εννέα εταίροι -ΔΣΜ, ευρωπαϊκές ΜΚΟ και ένα ερευνητικό ινστιτούτο συνεργάστηκαν για να βελτιωθεί, σε τοπικό και δημόσιο επίπεδο, η αποδοχή των διεργασιών ανάπτυξης του δικτύου. Στόχοι του έργου ήταν να ενισχυθεί η διαφάνεια και η συμμετοχή του κοινού, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες χορήγησης άδειας με την εκ των προτέρων συμμόρφωση ακόμα και την υπερκάλυψη των προτύπων για την προστασία του περιβάλλοντος, και να ενθαρρυνθεί η υλοποίηση εποικοδομητικής συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες αδειοδότησης για την ευρωπαϊκή υποδομή ενέργειας «έργα κοινού ενδιαφέροντος.» Στο πλαίσιο του έργου συντάχθηκε εγχειρίδιο για την προστασία της φύσης κατά τον σχεδιασμό ενεργειακού δικτύου (15).
Η ευρωπαϊκή εκστρατεία «Επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα» (16)
Η ευρωπαϊκή εκστρατεία «Επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα» ξεκίνησε με πρωτοβουλία μιας κοινοπραξίας ευρωπαϊκών ΜΚΟ και εταιρειών την οποία διηύθυνε και συντόνιζε το Global Nature Fund, με σκοπό να ενισχυθεί η δέσμευση του ιδιωτικού τομέα για την προάσπιση της βιοποικιλότητας και τις υπηρεσίες οικοσυστήματος. Η εκστρατεία υποστηρίζεται από το πρόγραμμα LIFE+ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πρωτοβουλίες «Επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα» δρομολογούνται σε πολλά μέρη του κόσμου από διαφορετικούς συντελεστές, είτε από οργανώσεις που δεν είναι επιχειρήσεις είτε από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.
Η πορτογαλική εκστρατεία «Επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα» (17)
Η πορτογαλική πρωτοβουλία «Επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα» επιδιώκει να προαγάγει, μέσω εθελοντικών συμφωνιών μακράς διάρκειας, κοινές αρχές συνεργασίας μεταξύ αυτών των δύο διακριτών συστημάτων: επιχειρήσεις και βιοποικιλότητα, που προωθούν την εισαγωγή στρατηγικών βιοποικιλότητας και πολιτικών για τις εταιρείες. Ειδικότερα, για τις συνέπειες που έχουν για τη βιοποικιλότητα οι υποδομές μεταφοράς ενέργειας έχουν συνταχθεί οδηγοί από τις πορτογαλικές αρχές (το ICNB, Ινστιτούτο για τη Διατήρηση της Φύσης και της Βιοποικιλότητας) και τις ΔΣΜ και τους διαχειριστές συστήματος διανομής (ΔΣΔ).
Ενέργειες της Σλοβακικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο της Κρατικής Μέριμνας για τη Διατήρηση της Φύσης (18)
Η Κρατική Μέριμνα για τη Διατήρηση της Φύσης (φορέας εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Περιβάλλοντος) συνεργάζεται με τρεις κύριες εταιρείες διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (που δραστηριοποιούνται στην ανατολική, κεντρική και δυτική Σλοβακία). Η συνεργασία αυτή, υποστηριζόμενη από ορνιθολογικές ΜΚΟ, έχει ενισχυθεί από αρκετά έργα του LIFE. Έχει πολλές μορφές, από γραπτή συμφωνία έως στρατηγική, για την εξάλειψη της απειλής που παρουσιάζουν οι γραμμές μεταφοράς ισχύος 22 kV για τα πτηνά. Ο καθορισμός ετήσιων προγραμμάτων, η ταυτοποίηση βήμα προς βήμα των τμημάτων «προτεραιότητας», η συνεργασία για τη μεθοδολογία, η προβολή και δοκιμή μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου είναι μερικά από τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας συνεργασίας που ενισχύθηκε μέσω αρκετών έργων LIFE.
Σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες για τη φύση και τη βιοποικιλότητα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι συμβαλλόμενα μέρη σε διάφορες σημαντικές διεθνείς περιβαλλοντικές συμβάσεις και συμφωνίες. Συνεπώς, τα ευρωπαϊκά και εθνικά νομικά πλαίσια για τη φύση και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις δεσμεύσεις που εμπεριέχονται στις εν λόγω συμβάσεις και συμφωνίες.
Οι συμβάσεις και οι συμφωνίες αυτές βοήθησαν ώστε να διαμορφωθεί το νομικό πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα και τη νομοθεσία εντός της ΕΕ και, επίσης, βοήθησαν να καθοριστεί η σχέση μεταξύ της ΕΕ και των άλλων χωρών. Ακολουθούν τα σημαντικότερα σημεία στο πλαίσιο των ενεργειακών υποδομών και της διατήρησης της φύσης στην Ευρώπη. Αρκετές χώρες υιοθέτησαν ειδικές συστάσεις και ψηφίσματα για τις ενεργειακές υποδομές και την άγρια πανίδα, ιδίως σε σχέση με τις εναέριες γραμμές ηλεκτρικής ενέργειας (19).
Σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα (20)
Η Σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα είναι μια παγκόσμια σύμβαση που εγκρίθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον Ιούνιο του 1992. Διεύρυνε το πεδίο της διατήρησης της βιοποικιλότητας από τα είδη και τα ενδιαιτήματα στην αειφόρο χρήση βιολογικών πόρων προς όφελος της ανθρωπότητας. Έως σήμερα 193 χώρες έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση.
Σύμβαση περί διατηρήσεως της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (21)
Η σύμβαση της Βέρνης τέθηκε σε ισχύ το 1982. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ενδυνάμωση των εργασιών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη. Κυρώθηκε από 45 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τέσσερις χώρες της Αφρικής. Ένας από τους σημαντικούς στόχους της σύμβασης είναι η δημιουργία του δικτύου Emerald (22) ειδικών ζωνών διατήρησης. Αυτό λειτουργεί μαζί με το δίκτυο της ΕΕ Natura 2000. Η μόνιμη επιτροπή της σύμβασης της Βέρνης ενέκρινε το 2004 σύσταση (αριθ. 110) για την ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιδράσεων των εναέριων καλωδίων μεταφοράς ενέργειας (γραμμές μεταφοράς ισχύος) στα πτηνά (23). Το 2011 η μόνιμη επιτροπή ζήτησε από τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης να αναφέρουν σε διετή βάση την πρόοδο που έχει συντελεστεί για την εφαρμογή της σύστασης αριθ. 110.
Σύμβαση περί της διατηρήσεως των αποδημητικών ειδών που ανήκουν στην άγρια πανίδα (24)
Η σύμβαση της Βόννης αποσκοπεί στη διατήρηση των αποδημητικών ειδών σ' όλο τους το φυσικό εύρος. Άρχισε να ισχύει το 1983 και έχει υπογραφεί από 116 μέρη. Αρκετά ψηφίσματα, συστάσεις και συμφωνίες που υπογράφηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης έχουν σημασία για τη διαχείριση της ασυμβατότητας μεταξύ αποδημητικών ειδών και ενεργειακών υποδομών, ιδίως των εναέριων γραμμών μεταφοράς ισχύος:
|
Το Ψήφισμα 7.4 (25) της Σύμβασης για τα αποδημητικά είδη όσον αφορά την ηλεκτροπληξία των αποδημητικών πτηνών καλεί όλα τα μέρη και τα μη μέρη να περιορίσουν τον κίνδυνο από ηλεκτροπληξία και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα στον σχεδιασμό και την κατασκευή των γραμμών. |
|
Κατάλογος μέτρων περιέχεται στο έγγραφο UNEP/CMS/Inf.7.21. |
|
Το σχέδιο δράσης του μνημονίου συμφωνίας για τη διατήρηση των αποδημητικών αρπακτικών πτηνών της Αφρικής και της Ευρασίας (γνωστό επίσης ως μνημόνιο συμφωνίας για τα αρπακτικά) (26) θεωρεί ότι οι γραμμές μεταφοράς ισχύος είναι βασικές απειλές για τα πτηνά και διατυπώνει ένα σχέδιο προτεραιοτήτων για να μειώσει τις συνέπειές τους. Το σχέδιο στοχεύει στην «β. Προαγωγή, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, υψηλών περιβαλλοντικών προτύπων, μεταξύ άλλων και μέσω αξιολογήσεων των επιπτώσεων για το περιβάλλον, στον τομέα του σχεδιασμού και της κατασκευής δομών για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών τους για τα είδη, ιδίως λόγω πρόσκρουσης και ηλεκτροπληξίας· επίσης, επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις των υφιστάμενων υποδομών, όπου διαπιστώνεται ότι έχουν αρνητικές συνέπειες για τα οικεία είδη·» Το σχέδιο δράσης προτείνει τις ακόλουθες τέσσερις δραστηριότητες για τις γραμμές μεταφοράς ισχύος και τα αρπακτικά:
|
|
Η Συμφωνία για τη διατήρηση των αποδημητικών υδρόβιων πτηνών της Αφρικής και της Ευρασίας (27) (AEWA) απαιτεί συντονισμένη δράση σε όλες τις μεταναστευτικές διαδρομές ή περάσματα. Τέθηκε σε ισχύ το 1999. Η συμφωνία αφορά 119 χώρες και 235 είδη υδρόβιων πτηνών. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα κύρωσε την AEWA το 2005.
|
|
Η Συμφωνία για τη διατήρηση των ευρωπαϊκών νυχτερίδων (29) (EUROBATS) αφορά την προστασία και των 45 ειδών νυχτερίδων στην Ευρώπη. Τέθηκε σε ισχύ το 1994. Έως σήμερα έχουν προσχωρήσει 32 χώρες στη συμφωνία. Οι κύριες δραστηριότητες είναι η εφαρμογή κοινών στρατηγικών διατήρησης και η ανταλλαγή εμπειριών σε διεθνές επίπεδο. |
|
Η Συμφωνία για τη διατήρηση των μικρών κητωδών στη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα (30) (ASCOBANS) αποβλέπει στον συντονισμό, μεταξύ των δέκα συμβαλλόμενων μερών, μέτρων για τη μείωση των επιπτώσεων από τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα, την απώλεια ενδιαιτήματος, τη θαλάσσια ρύπανση και τις διαταραχές του ηχητικού πεδίου. Δρομολογήθηκε το 1991. Το 2006 εγκρίθηκε ψήφισμα για τις επιπτώσεις του ήχου στα μικρά κητώδη και σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις από τις ενεργειακές υποδομές. |
|
Η Συμφωνία για τη διατήρηση των κητωδών στη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο και την παρακείμενη περιοχή του Ατλαντικού (31) (ACCOBAMS) αποτελεί ένα συνεργατικό πλαίσιο για τη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Κύριος στόχος είναι η μείωση της απειλής και η βελτίωση των γνώσεων για τα κητώδη στις περιοχές αυτές. Η συμφωνία άρχισε να ισχύει το 2001. |
Σύμβαση για τους υγροτόπους διεθνούς σημασίας (32)
Η σύμβαση Ραμσάρ είναι μια διακυβερνητική συνθήκη που παρέχει το πλαίσιο για δράση σε εθνικό επίπεδο και διεθνή συνεργασία για τη διατήρηση και τη συνετή χρήση των υγροτόπων. Υιοθετήθηκε το 1971 και τροποποιήθηκε το 1982 και το 1987. Τα συμβαλλόμενα μέρη φτάνουν σήμερα τα 160 και 2006 τόποι έχουν, έως σήμερα, προστεθεί παγκοσμίως στον κατάλογο Ραμσάρ υγροτόπων διεθνούς σημασίας. Η σύμβαση δεν προβλέπει επικύρωση από υπερεθνικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη.
Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (33)
Η σύμβαση OSPAR κατευθύνει τη διεθνή συνεργασία σε μια δέσμη θεμάτων μεταξύ των οποίων είναι και η διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, οι επιπτώσεις του ευτροφισμού και των επικίνδυνων ουσιών και η παρακολούθηση και αξιολόγηση. Δρομολογήθηκε το 1992, ως συγχώνευση των προγενέστερων συμβάσεων του Όσλο και του Παρισιού (από το 1972 και το 1974 αντίστοιχα). Έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες των δυνητικών επιπτώσεων των ενεργειακών υποδομών στο θαλάσσιο περιβάλλον υπό την αιγίδα της σύμβασης.
Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος στην περιοχή της Βαλτικής θάλασσας (34)
Η σύμβαση HELCOM ή αλλιώς η «σύμβαση του Ελσίνκι» καλύπτει τη λεκάνη της Βαλτικής Θάλασσας και όλα τα εσωτερικά ύδατα στη λεκάνη απορροής της. Υιοθετήθηκε το 1980 και αναθεωρήθηκε το 1992. Όλες οι χώρες της Βαλτικής Θάλασσας και η ΕΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη.
Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση (35)
Η σύμβαση της Βαρκελώνης έχει ως κύριο σκοπό την επαναρρύθμιση και μείωση των αρνητικών συνεπειών από όλους τους ρύπους στη λεκάνη της Μεσογείου. Υιοθετήθηκε το 1976 και αναθεωρήθηκε το 1995. Οι περισσότερες χώρες που συνορεύουν με τη θάλασσα έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση αυτή.
Πρωτοβουλία για υπεράκτιο δίκτυο των χωρών της Βόρειας Θάλασσας
Η πρωτοβουλία για υπεράκτιο δίκτυο των χωρών της Βόρειας Θάλασσας είναι μια συμφωνία μεταξύ των χωρών της Βόρειας Θάλασσας για την ανάπτυξη υπεράκτιων δικτύων, ιδίως με στόχο «τη διευκόλυνση στρατηγικής, συντονισμένης και αποδοτικής από πλευράς κόστους ανάπτυξης υπεράκτιων και χερσαίων δικτύων».
(1) DECRETO 178/2006, de 10 de octubre, por el que se establecen normas de protección de la avifauna para las instalaciones eléctricas de alta tensión
(2) REAL DECRETO 1432/2008, de 29 de agosto, por el que se establecen medidas para la protección de la avifauna contra la colisión y la electrocución en líneas eléctricas de alta tensión
(3) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: renewables-grid.eu/documents/eu-grid-declaration.html
(4) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: http://renewables-grid.eu/news.html
(5) Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε: www.birdlife.org/news/news/2008/03/Hungary_powerlines.html
(6) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: www.mme.hu/component/content/article/20-termeszetvedelemfajvedelem/1387-budapest-conference-13-04-2011.html
(7) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: www.theebi.org/abouttheebi.html
(8) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: ec.europa.eu/environment/life/
(9) Πληροφορίες για το έργο: ec.europa.eu/environment/life/project/Projects/index.cfm?fuseaction=home.createPage&s_ref=LIFE04%20NAT/ES/000034&area=1&yr=2004&n_proj_id=2628&cfid=5499&cftoken=4d0dc811a13b045f-7045FECB-C948-3D16-E530CBE465C8D200&mode=print&menu=false
(10) Πληροφορίες για το έργο: ec.europa.eu/environment/life/project/Projects/index.cfm?fuseaction=home.createPage&s_ref=LIFE06%20NAT/E/000214&area=1&yr=2006&n_proj_id=3158&cfid=5078&cftoken=60a9b7217d1cb752-60A07C25-BB06-B077-2930A6DC7B2ADB22&mode=print&menu=false
(11) Ιστότοπος του έργου: www.life-elia.eu/
(12) Πληροφορίες για το έργο: ec.europa.eu/environment/life/project/Projects/index.cfm?fuseaction=search.dspPage&n_proj_id=2863
(13) Ιστότοπος του έργου: www.parcodeltapo.it/er/info/progetti.life/enel-parco/index.html
(14) http://www.bestgrid.eu/
(15) http://www.bestgrid.eu/uploads/media/D7.2_Guidelines_Protecting_Nature.pdf
(16) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: www.business-biodiversity.eu/
(17) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: www.business-biodiversity.eu/default.asp?Menue=132&News=70
(18) Για περαιτέρω λεπτομέρειες, βλέπε: www.sopsr.sk/web
(19) Από την 2α Ιουλίου 2012.
(20) www.cbd.int
(21) www.coe.int/t/dg4/cultureheritage/nature/bern/default_en.asp
(22) www.coe.int/t/dg4/cultureheritage/nature/EcoNetworks/Default_en.asp
(23) https://wcd.coe.int/wcd/ViewDoc.jsp?Ref=Rec(2004)110&Language=lanEnglish&Ver=original&Site=DG4-Nature&BackColorInternet=DBDCF2&BackColorIntranet=FDC864&BackColorLogged=FDC864
(24) www.cms.int
(25) π.χ. Διατίθεται από www.cms.int/bodies/ScC/12th_scientific_council/pdf/English/Inf08_Resolutions_and_Recommendations_E.pdf
(26) www.cms.int/species/raptors/index.htm
(27) www.unep-aewa.org
(28) Και τα δύο έγγραφα διατίθενται αντίστοιχα στη διεύθυνση www.cms.int/bodies/COP/cop10/docs_and_inf_docs/inf_38_electrocution_review.pdf και www.unep-aewa.org/meetings/en/stc_meetings/stc7docs/pdf/stc7_20_electrocution_guidelines.pdf
(29) www.eurobats.org
(30) www.ascobans.org
(31) www.accobams.org
(32) www.rasmsar.org
(33) www.ospar.org
(34) www.helcom.fi
(35) www.unep.ch/regionalseas/regions/med/t_barcel.htm
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
Συστηματικός, ιεραρχημένος κατάλογος των επιπτώσεων κατά τις αλληλεπιδράσεις πληθυσμών πτηνών/γραμμών μεταφοράς ισχύος (Birdlife, 2013)
Είδος επίπτωσης |
Χαρακτηρισμός της επίπτωσης (1) |
Σοβαρότητα / Σημασία (2) |
Αναστρεψιμότητα (3) |
Κλίμακα της επίπτωσης (4) |
Σωρευτική επίπτωση (5) |
Αρνητική – για το περιβάλλον και για τα πτηνά |
|||||
Θνησιμότητα |
Άμεση |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Ηλεκτροπληξία |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Πρόσκρουση |
Δυνητική |
Μέτρια |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Περιφερειακό επίπεδο |
Υψηλή |
Απώλεια και κατακερματισμός ενδιαιτημάτων |
Δυνητική |
Μέτρια |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Περιφερειακό επίπεδο |
Μεσαία |
Οχλήσεις/Εκτόπιση |
Δυνητική |
Μέτρια |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Τοπική |
Μεσαία |
Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο |
Δυνητική |
Άγνωστη |
Άγνωστη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Άγνωστη |
Αρνητική - Οικονομική |
|
|
|
|
|
Απώλεια εσόδων για εταιρείες ηλεκτρισμού |
|||||
Απώλεια εσόδων |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Επαναφορά της ηλεκτροδότησης |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Πλήρως αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Επισκευή εξοπλισμού |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Πλήρως αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Απομάκρυνση φωλιών και άλλα μέτρα ελέγχου της ζημίας που οφείλεται σε ζώα |
Αποδεδειγμένη |
Μέτρια |
Πλήρως αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Μέτρια |
Χρονική επιβάρυνση σε διοικητικό και διαχειριστικό επίπεδο |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Μη παροχή υπηρεσιών στους πελάτες και αρνητική εικόνα για το κοινό |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Μειωμένη αξιοπιστία του συστήματος ηλεκτροδότησης |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Απώλεια εσόδων για χερσαίους χρήστες |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Πολυεθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Θήρα και διαχείριση θηραμάτων |
Αποδεδειγμένη |
Υψηλή |
Μερικώς αναστρέψιμη |
Εθνικό επίπεδο |
Υψηλή |
Γεωργική χρήση γης, άρδευση |
Αποδεδειγμένη |
Χαμηλή |
Μη αναστρέψιμη |
Εθνικό επίπεδο |
Χαμηλή |
Δασοκομία |
Αποδεδειγμένη |
Μέτρια |
Μη αναστρέψιμη |
Εθνικό επίπεδο |
Μέτρια |
Θετική - για το περιβάλλον |
|||||
Υπόστρωμα αναπαραγωγής, θέση φωλεοποίησης |
Αποδεδειγμένη, άμεση |
Υψηλή |
— |
Πολυεθνικό επίπεδο |
— |
Θέση για κούρνιασμα, ξεκούραση και κυνήγι |
Αποδεδειγμένη, άμεση |
Υψηλή |
— |
Πολυεθνικό επίπεδο |
— |
Σύσταση, διαχείριση ενδιαιτήματος |
Αποδεδειγμένη, άμεση |
Μέτρια |
— |
Εθνικό επίπεδο |
— |
(Βάσει του McCann, 2005· APLIC, 2006 και van Rooyen, 2012 και συμπλήρωμα με πληροφορίες από την παρούσα ανασκόπηση) |
Χαρακτηρισμός της επίπτωσης: Δυνητική - αποδεδειγμένη:
Άμεση επίπτωση: Συνέπειες για το περιβάλλον, οι οποίες είναι άμεσο αποτέλεσμα των γραμμών μεταφοράς ισχύος. Για παράδειγμα: θνησιμότητα των πτηνών λόγω ηλεκτροπληξίας πάνω στις γραμμές ή λόγω σύγκρουσης με τις γραμμές μεταφοράς ισχύος.
Έμμεση επίπτωση: Συνέπειες για το περιβάλλον, που δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα των γραμμών μεταφοράς ισχύος, οι οποίες συχνά προκαλούνται μακριά από αυτές ή ως αποτέλεσμα σύνθετων διαδρομών. Μερικές φορές αναφέρονται και ως επιπτώσεις δεύτερου ή τρίτου επιπέδου ή ως δευτερογενής επίπτωση. Για παράδειγμα: Μια παρέμβαση αλλάζει τον υδροφόρο ορίζοντα και, κατά συνέπεια, επηρεάζει έναν γειτονικό υγρότοπο έχοντας οικολογικές επιπτώσεις για τον υγρότοπο αυτόν.
(2) Σοβαρότητα/σημασία των επιπτώσεων: Χαμηλή-μέτρια-υψηλή
(3) Αναστρεψιμότητα
Μη αναστρέψιμη επίπτωση: Οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες και δεν υπάρχουν μέτρα άμβλυνσης.
Ελάχιστα αναστρέψιμη επίπτωση: Οι συνέπειες είναι απίθανο να αναστραφούν ακόμη και με εντατικά μέτρα άμβλυνσης.
Μερικώς αναστρέψιμη επίπτωση: Οι συνέπειες είναι μερικώς αναστρέψιμες αλλά απαιτούνται πιο έντονα μέτρα άμβλυνσης.
Πλήρως αναστρέψιμη: Οι συνέπειες είναι αναστρέψιμες με την εφαρμογή μέτρων άμβλυνσης ελάσσονος σημασίας.
(4) Κλίμακα της επίπτωσης: Στη θέση - σε τοπικό επίπεδο - σε περιφερειακό επίπεδο - σε εθνικό επίπεδο - σε πολυεθνικό επίπεδο
(5) Σωρευτική επίπτωση: Αμελητέας σημασίας - χαμηλή - μέτρια - υψηλή
Οι επιπτώσεις από διαδοχικές αλλαγές που προκλήθηκαν από άλλες ενέργειες του παρελθόντος ή του παρόντος ή από εύλογα προβλέψιμες ενέργειες μαζί με τις συνέπειες από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος. Για παράδειγμα: Αρκετές εξελίξεις που έχουν επιπτώσεις αμελητέας σημασίας αν κριθούν μεμονωμένα αλλά με σωρευτικό αποτέλεσμα, π.χ. η εξέλιξη σε ένα τμήμα γραμμής μεταφοράς ισχύος μπορεί να έχει αμελητέας σημασίας επίπτωση στη χρήση ενδιαιτήματος από τα πτηνά, αλλά σε συνδυασμό με αρκετά γειτονικά τμήματα γραμμών μεταφοράς ισχύος θα μπορούσαν να έχουν σημαντική σωρευτική επίπτωση σε τοπικό οικολογικό επίπεδο και στο τοπίο, αφού οι γραμμές μεταφοράς ισχύος διαμορφώνουν έναν φράκτη που εμποδίζει τα πτηνά να προσεγγίσουν τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα.
(Βάσει του Walker and Johnston, 1999 και van Rooyen, 2012)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3
Συνοπτικά στοιχεία για τις επιπτώσεις από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος σε επίπεδο πληθυσμών παγκοσμίως απειλούμενων (IUCN, 2012) ειδών πτηνών
Είδος |
Κυριότερες επιπτώσεις |
Τοποθεσία |
Περίοδος μελέτης |
Απώλειες |
Συμπεράσματα |
Βασική βιβλιογραφία |
Αργυροπελεκάνος Pelecanus crispus |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
Πόρτο Λάγος, Ελλάδα (τόπος διαχείμασης) |
1985-1987 |
28 άτομα θανατώθηκαν (69 % στο πρώτο έτος, 31 % ανώριμα) |
Σε συνδυασμό με τις συνέπειες του παράνομου κυνηγιού, μείωση κατ' εκτίμηση 1,3-3,5 % στα ζεύγη αναπαραγωγής στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία εντός τριετίας. |
Crivelli, 1988 |
Νανόχηνα Anser erythropus |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
— |
— |
— |
Μπορεί να αυξήσει τη θνησιμότητα. Δυνητικός παράγοντας, άγνωστης σημασίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψη στις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ). |
APLIC, 2008 |
Κοκκινόχηνα Branta ruficollis |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
— |
— |
— |
Δεν υπάρχουν ποσοτικά στοιχεία ή μοντέλα πρόβλεψης για την εκτίμηση των επιπτώσεων της θνησιμότητας λόγω πρόσκρουσης για τους πληθυσμούς κοκκινόχηνας. Δυνητική απειλή, άγνωστης σημασίας. |
BSPB, 2010 |
Ασπροπάρης Neophron percnopterus |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Port Sudan, Σουδάν |
1982, 1983, 2005, 2010 |
48+2+5+17 άτομα που θανατώθηκαν |
Όλα τα πτηνά βρέθηκαν κάτω από το ίδιο τμήμα μήκους 31 χλμ. της γραμμής μεταφοράς ισχύος. 0,055 νεκρά πτηνά ανά πυλώνα. Το μέγεθος της θνησιμότητας είναι πλήρως συνεπές με τα παρατηρούμενα ποσοστά μείωσης του πληθυσμού στο Ισραήλ, τη Συρία, την Τουρκία και την Ιορδανία και αποκαλύπτει ότι η θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας μπορεί να έχει συνέπειες σε επίπεδο πληθυσμού σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος. |
Angelov et al., 2012 Nikolaus, 1984, Nikolaus, 2006 |
Στικταετός Aquila clanga |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Ρωσία, Καζακστάν |
1990-2010 |
6 άτομα (σε έρευνα που καλύπτει 2 082 χλμ.) |
Δυνητικός παράγοντας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα, μικρής σημασίας. |
Karyakin, 2012 |
(Ανατολικός) Βασιλαετός Aquila heliaca |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Ουγγαρία |
2001-2009 |
20 στα 90 άτομα |
Ποσοστό ηλεκτροπληξίας 22,22 % στο σύνολο της θνησιμότητας. Παρά τη σχεδόν εικοσάχρονη προσπάθεια για τροποποίηση των ηλεκτρικών πυλώνων ώστε να είναι φιλικοί για τα πτηνά στην Ουγγαρία, η ηλεκτροπληξία παραμένει ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες θνησιμότητας διαφόρων ειδών αρπακτικών, συμπεριλαμβανομένου του βασιλαετού. |
Horváth et al., 2011 |
(Ανατολικός) Βασιλαετός Aquila heliaca |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Βουλγαρία |
2010-2011 |
5 στα 15 άτομα |
Δορυφορικός εντοπισμός έδειξε ποσοστό ηλεκτροπληξίας 33 % στο σύνολο της θνησιμότητας. |
BSPB, 2011 |
Ισπανικός βασιλαετός Aquila adalberti |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Doñana, Ανδαλουσία, Ισπανία |
1974-2009 |
63 άτομα θανατώθηκαν με ηλεκτροπληξία |
39,87 % ήταν το ποσοστό της ηλεκτροπληξίας στο σύνολο των αιτιών της θνησιμότητας. Μετατόπιση των κύριων αιτιών θνησιμότητας από τη μία περίοδο στην άλλη, πριν και μετά τη θέσπιση του υποχρεωτικού κανονισμού κατά της ηλεκτροπληξίας των πτηνών στην περιφέρεια της Ανδαλουσίας. Μετά τα μέτρα άμβλυνσης, υπήρξε μεγάλη μείωση στα ποσοστά ηλεκτροπληξίας τόσο στη Doñana (-96,90 %) όσο και στην Ανδαλουσία (-61,95 %). |
López-López, 2011 |
Ισπανικός βασιλαετός Aquila adalberti |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Doñana NP, Ανδαλουσία, Ισπανία |
1957-1989 |
6 ενήλικα 33 ανώριμα άτομα |
Υπεύθυνη για το 46,1 % της θνησιμότητας των ενήλικων πτηνών και για το 39,8 % της θνησιμότητας στα ανώριμα πτηνά. |
Ferrer, 2001 |
Ισπανικός βασιλαετός Aquila adalberti |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας και πρόσκρουσης |
Ισπανία |
1989-2004 |
115 + 6 άτομα |
Η ηλεκτροπληξία προκάλεσε το 47,7 % των συνολικών κρουσμάτων θνησιμότητας (πιθανόν υπερεκτιμήσεις) και η πρόσκρουση το 2,48 %. Τα υποενήλικα πέθαιναν από ηλεκτροπληξία πιο συχνά από το αναμενόμενο και τα πτηνά 1-2 ημερολογιακών ετών θανατώνονταν από ηλεκτροπληξία πιο συχνά από τα πτηνά των 3-4 ημερολογιακών ετών. Η ηλεκτροπληξία ήταν πιο συχνή το φθινόπωρο και τον χειμώνα και στις περιοχές προσωρινής εγκατάστασης. |
González et al., 2007 |
Στεπογέρακο Falco cherrug |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Ουγγαρία, Σλοβακία, Αυστρία, Ουκρανία, Ρουμανία |
2007-2010 |
5 από τα 71 στεπογέρακα που επισημάνθηκαν δορυφορικά |
7,0 % αποδεδειγμένη θνησιμότητα (n=71). Ελήφθησαν υπόψη μόνο αποδεδειγμένα κρούσματα για τον υπολογισμό, οπότε τα πραγματικά αριθμητικά στοιχεία είναι σίγουρα μεγαλύτερα. |
Prommer, Saker LIFE, 2011 |
Χλαμυδωτίδα Chlamydotis undulata |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
Φουερτεβεντούρα, Λανθαρότε, Κανάρια Νησιά, Ισπανία |
2008 |
|
Κατ' εκτίμηση το 25,5 % του συνολικού πληθυσμού των χλαμυδωτίδων θανατώθηκε μέσα σ' ένα χρόνο. |
Garcia-del-Rey and Rodriguez-Lorenzo, 2011 |
Μεγάλη ωτίδα Otis tarda |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
νοτιο-δυτική Ισπανία |
1991-1993 |
16 άτομα |
Μελετήθηκαν τμήματα γραμμών μήκους 4+8+4 χλμ. |
Janss, 2000 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4
Παραδείγματα επιπτώσεων γραμμών μεταφοράς ισχύος σε μετα-πληθυσμούς ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα πτηνά
Είδος |
Κυριότερες επιπτώσεις |
Τοποθεσία |
Περίοδος μελέτης |
Απώλειες |
Συμπεράσματα |
Βασική βιβλιογραφία |
Λευκοπελαργός ή πελαργός Ciconia ciconia |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας και πρόσκρουσης |
Γερμανία |
— |
226 κρούσματα από τα 1 185 δαχτυλίδια που ανακτήθηκαν |
Τα «εναέρια καλώδια» ευθύνονται για νεκρά πτηνά. |
Riegel & Winkel, 1971 |
Λευκοπελαργός ή πελαργός Ciconia ciconia |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας και πρόσκρουσης |
Ελβετία |
1984-1999 |
195 από τα 416 νεκρά ευρήματα. Μέγεθος του δείγματος: 2 912 άτομα με δακτυλίδι. |
Η θνησιμότητα λόγω γραμμών μεταφοράς ισχύος είναι σημαντική για τους λευκοπελαργούς, καθώς περίπου ένα στα τέσσερα νεαρά άτομα και ένα στα 17 ενήλικα πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω πρόσκρουσης στις γραμμές και ηλεκτροπληξίας. |
Schaub & Pradel, 2004 |
Λευκοπελαργός ή πελαργός Ciconia ciconia |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας και πρόσκρουσης |
Κεντρική Ισπανία |
1999-2000 |
51 άτομα πέθαναν από ηλεκτροπληξία και 101 από πρόσκρουση |
Περίπου το 1 % των παρόντων πελαργών πέθανε κατά τη μετανάστευση μετά την αναπαραγωγή, ενώ το 5-7 % του πληθυσμού πέθανε στη διάρκεια του χειμώνα. |
Garrido & Fernández-Cruz, 2003 |
Σπιζαετός Aquila fasciata |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
Καταλωνία, Ισπανία |
1990-1997 |
2 στα 12 άτομα αναπαραγωγής |
Η πρόσκρουση από μόνη της ευθύνεται για το 17 % της ετήσιας θνησιμότητας που είναι σοβαρό πρόβλημα σε επίπεδο πληθυσμού. Για να υπάρχει ισορροπία στον πληθυσμό το ποσοστό ετήσιας θνησιμότητας ενηλίκων δεν πρέπει να ξεπερνά το 2-6 %. |
Manosa & Real, 2001 |
Σπιζαετός Aquila fasciata |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Καταλωνία, Ισπανία |
1990-1997 |
6 στα 12 άτομα αναπαραγωγής |
Μόνο η ηλεκτροπληξία ευθύνεται για το 50 % της ετήσιας θνησιμότητας που είναι σοβαρό πρόβλημα σε επίπεδο πληθυσμού. Για να υπάρχει ισορροπία στον πληθυσμό το ποσοστό ετήσιας θνησιμότητας ενηλίκων δεν πρέπει να ξεπερνά το 2-6 %. |
Manosa & Real, 2001 |
Μπούφος Bubo bubo |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Ελβετία |
— |
— |
Η ηλεκτροπληξία και η πρόσκρουση ευθύνονταν για το 50 % και πλέον όλων των μη φυσιολογικών αιτίων θανάτου. Ο πληθυσμός βρισκόταν σε κρίσιμο επίπεδο. Θα εξαρτιόταν από τη μετανάστευση από γειτονικούς πληθυσμούς μετά την άμβλυνση όλων των αιτίων μη φυσιολογικών θανάτων. |
Schaub, 2010 |
Μπούφος Bubo bubo |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω ηλεκτροπληξίας. |
Ιταλία |
— |
— |
Εγκατάλειψη περιοχής από τον πληθυσμό λόγω υψηλού ποσοστού θανάτων από ηλεκτροπληξία με αποτέλεσμα έναν ραγδαία φθίνοντα πληθυσμό, χαμηλής πυκνότητας. |
Sergio, 2004 |
Χαμωτίδα Tetrax tetrax |
Πρόσθετη θνησιμότητα λόγω πρόσκρουσης. |
Πορτογαλία |
— |
— |
Το 1,5 % του πορτογαλικού πληθυσμού χαμωτίδων πεθαίνει από πρόσκρουση με εναέρια καλώδια. Υψηλός κίνδυνος δυνητικής αποφυγής περιοχών με γραμμές μεταφοράς ισχύος (γεγονός που επηρεάζει την επιτυχία της αναπαραγωγής, επειδή περιορίζεται το μέγεθος και η πυκνότητα των λεκ, δηλ. των χώρων ζευγαρώματος). |
Silva, 2010 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5
Προτεινόμενος κατάλογος με τα είδη που έχουν προτεραιότητα για μέτρα πρόληψης και άμβλυνσης των επιπτώσεων από τις γραμμές μεταφοράς ισχύος εντός της ΕΕ
Κοινή ονομασία |
Επιστημονική ονομασία |
Κόκκινος κατάλογος των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση, του IUCN |
Οδηγία για τα πτηνά |
Απώλειες λόγω ηλεκτροπληξίας (1) |
Απώλειες λόγω πρόσκρουσης (2) |
Ευρωπαϊκή κατάσταση διατήρησης (3) |
Γεωγραφική κλίμακα ανάλογα με τις μεταναστευτικές ροές (Birdlife International, 2004) |
Ασπροπάρης |
Neophron percnopterus |
EN |
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Κοκκινόχηνα (*1) |
Branta ruficollis |
EN |
I |
I |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Βασιλαετός |
Aquila heliaca |
VU |
I |
III |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ισπανικός βασιλαετός |
Aquila adalberti |
VU |
I |
III |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος (επιδημητικό) |
Στεπογέρακο |
Falco cherrug |
VU |
I |
II-III |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Στικταετός |
Aquila clanga |
VU |
I |
ΙΙ |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Αργυροπελεκάνος |
Pelecanus crispus |
VU |
I |
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Νανόχηνα (*1) |
Anser erythropus |
VU |
I |
I |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ευρωπαϊκό μαυροκιρκίνεζο |
Falco vespertinus |
NT |
I |
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ψαλιδιάρης |
Milvus milvus |
NT |
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Μεγάλη ωτίδα |
Otis tarda |
VU |
I |
0 |
III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Μαυρόγυπας |
Aegypius monachus |
NT |
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Μαυροπελαργός |
Ciconia nigra |
|
I |
III |
III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Λευκοπελαργός ή πελαργός |
Ciconia ciconia |
|
I |
III |
III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Χλαμυδωτίδα (*1) |
Chlamydotis undulata |
VU |
|
0 |
III |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Χαλκοκουρούνα |
Coracias garrulus |
NT |
I |
I-II |
I-II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Γερακαετός |
Aquila pennata |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Κιρκινέζι |
Falco naumanni |
|
I |
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
(Ευρωπαϊκός) Θαλασσαετός |
Haliaeetus albicilla |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Βαλτόκιρκος |
Circus cyaneus |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Χρυσαετός |
Aquila chrysaetos |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Χαμωτίδα (*1) |
Tetrax tetrax |
NT |
I |
0 |
III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Ευρασιατική) Τουρλίδα |
Numenius arquata |
NT |
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Οχθοτούρλι |
Limosa limosa |
NT |
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Έλανος (*1) |
Elanus caeruleus |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Γυπαετός |
Gypaetus barbatus |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Σπιζαετός |
Aquila fasciata |
|
I |
III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Πορφυροτσικνιάς |
Ardea purpurea |
|
I |
II |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ευρωπαϊκός σφηκιάρης (*1) |
Pernis apivorus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Τσίφτης |
Milvus migrans |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Φιδαετός |
Circaetus gallicus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Λιβαδόκιρκος |
Circus pygargus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ψαραετός |
Pandion haliaetus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Νανογέρακο |
Falco columbarius |
|
I |
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ασπρογέρακο |
Falco rusticolus |
|
I |
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Ευρασιατική) Χουλιαρομύτα |
Platalea leucorodia |
|
I |
II |
ΙΙ |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ευρωπαϊκός γερανός |
Grus grus |
|
I |
I |
III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Χρυσογέρακο |
Falco biarmicus |
|
I |
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Μαχητής |
Philomachus pugnax |
|
I |
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Όρνιο |
Gyps fulvus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Καλαμόκιρκος |
Circus aeruginosus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Διπλοσάϊνο |
Accipiter gentilis arrigonii |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ξεφτέρι |
Accipiter nisus granti |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Αετογερακίνα |
Buteo rufinus |
|
I |
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ροδοπελεκάνος |
Pelecanus onocrotalus |
|
I |
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
Βουνοχιονόκοτα (*1) |
Lagopus mutus |
|
I |
I |
III |
Μη ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
(Ευρωπαϊκό) Βροχοπούλι |
Pluvialis apricaria |
|
I |
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Στεπαετός |
Aquila nipalensis |
|
|
III |
II |
— |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Βραχοκιρκίνεζο |
Falco tinnunculus |
|
|
II-III |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Πετρίτης |
Falco peregrinus |
|
I |
II-III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Κοινός μπούφος (*1) |
Bubo bubo |
|
I |
II-III |
II |
Ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Χουχουριστής των Ουραλίων |
Strix uralensis |
|
I |
II-III |
II |
Ικανοποιητική |
Μόνιμος κάτοικος |
Νανόκυκνος |
Cygnus columbianus |
|
I |
I |
II |
Μη ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Μαυρογλάρονο |
Chlidonias niger |
|
I |
I |
I-II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ευρωπαϊκό τρυγόνι |
Streptopelia turtur |
|
|
I-II |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Δενδρογέρακο |
Falso subbuteo |
|
|
II-III |
II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Σιγλίγουρος |
Numenius phaeopus |
|
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Γερακίνα |
Buteo buteo |
|
|
III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Αμερικανικό φοινικόπτερο |
Phoenicopterus roseus |
|
I |
0 |
III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ορτυγομάνα |
Crex crex |
|
I |
0 |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Ευρωπαϊκή σαρσέλα |
Anas querquedula |
|
|
I |
II |
Μη ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Νανόμπουφος |
Asio otus |
|
|
II-III |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Ευρωπαϊκή) Καλημάνα |
Vanellus vanellus |
|
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Κοινό) Μπεκατσίνι |
Gallinago gallinago |
|
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Κοκκινοσκέλης |
Tringa totanus |
|
|
I |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Δακτυλιδόχηνα |
Branta bernicla |
|
|
I |
II |
Μη ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Αγριόκυκνος |
Cygnus cygnus |
|
I |
I |
II |
Ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ασπρομέτωπη Χήνα |
Anser albifrons flavirostris |
|
I |
I |
II |
Ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ασπρομάγουλη χήνα |
Branta leucopsis |
|
I |
I |
II |
Ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ποταμογλάρονο |
Sterna hirundo |
|
I |
I |
I-II |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
(Κοινό) Ορτύκι |
Alces alces |
|
|
I |
II-III |
Ικανοποιητική |
Αποδημητικό μεγάλων διηπειρωτικών αποστάσεων |
Χουλιαρόπαπια |
Anas clypeata |
|
|
I |
II |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Γελαδάρης |
Bubulcus ibis |
|
|
II |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Σταχτοτσικνιάς |
Ardea cinerea |
|
|
II |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Κόκκινος φαλαρόποδας |
Phalaropus fulicarius |
|
|
I |
II-III |
Δεν αξιολογήθηκε (*1) |
Αποδημητικό μικρών διηπειρωτικών αποστάσεων |
(Ευρασιατική) Μπεκάτσα |
Scolopax rusticola |
|
|
0 |
II-III |
Μη ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Ευρωπαϊκός) Στρειδοφάγος |
Haematopus ostralegus |
|
|
I |
II-III |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Χωραφόχηνα |
Anser fabilis |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Βραχύραμφη χήνα |
Anser brachyrhynchus |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Πλήρως αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Κορμοράνος |
Phalacrocorax carbo |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Κύκνος |
Cygnus olor |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Σταχτόχηνα |
Anser anser |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Σφυριχτήρι |
Anas penelope |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Πρασινοκέφαλη πάπια |
Anas platyrhynchos |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Γιγαντόγλαρος |
Larus marinus |
|
|
I |
ΙΙ |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Ασημόγλαρος του Βορρά |
Larus argentatus |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Καστανοκέφαλος γλάρος |
Larus ridibundus |
|
|
I |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Ευρωπαϊκή) Νεροκοτσέλα |
Rallus aquaticus |
|
|
0 |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
(Κοινή) Νερόκοτα |
Gallinula chloropus |
|
|
0 |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
Φαλαρίδα |
Fulica atra |
|
|
0 |
II |
Ικανοποιητική |
Μερικώς αποδημητικό εντός της Ευρώπης |
IUCN= Κόκκινος κατάλογος των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση, του IUCN, 2012 EN= απειλούμενο VUL= ευάλωτο NT= σχεδόν απειλούμενο Σοβαρότητα των επιπτώσεων για τους πληθυσμούς των πτηνών (Haas et al., 2003· Prinsen et al., 2011): 0= απουσία καταγεγραμμένων, ή πολύ μικρή πιθανότητα, απωλειών· I= καταγεγραμμένες απώλειες, αλλά όχι εμφανής απειλή για τον πληθυσμό των πτηνών· II= μεγάλες απώλειες σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, αλλά χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στον συνολικό πληθυσμό του είδους· III= απώλειες οι οποίες αποτελούν μείζονα παράγοντα θνησιμότητας και απειλούν ένα είδος με αφανισμό, σε περιφερειακό επίπεδο ή σε ευρύτερη κλίμακα. |
(1) AEWA-CMS, 2011a
(2) AEWA-CMS, 2011a
(3) Birdlife International, 2004
(*1) είδη που δεν απαριθμούνται στο Prinsen et al. (2011a)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6
Σύγκριση διαδικασιών στο πλαίσιο της δέουσας εκτίμησης (ΔΕ), της ΕΠΕ και της ΣΠΕ
|
ΔΕ |
ΕΠΕ |
ΣΠΕ |
||||
Ποια είδη παρεμβάσεων αφορά το θέμα αυτό; |
Οποιοδήποτε σχέδιο ή έργο το οποίο -είτε καθεαυτό είτε από κοινού με άλλα σχέδια/έργα- είναι πιθανό να έχει επιπτώσεις σ' έναν τόπο Natura 2000 (εξαιρούνται σχέδια ή έργα που συνδέονται άμεσα με τη διαχείριση της διατήρησης του τόπου). |
Όλα τα έργα απαριθμούνται στο παράρτημα Ι. Για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, θα προσδιοριστεί αν υπάρχει ανάγκη για εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για κάθε περίπτωση χωριστά ή με τον ορισμό κατωφλίων ή κριτηρίων που θα θέσουν τα κράτη μέλη (λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του παραρτήματος III). |
Σχέδια ή προγράμματα ή τροποποιήσεις αυτών τα οποία
|
||||
Ποιες είναι οι επιπτώσεις που πρέπει να αξιολογούνται σε σχέση με τη φύση; |
Η εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να γίνεται σε σχέση με τους στόχους διατήρησης του τόπου (που αφορούν είδη ορνιθοπανίδας/είδη ενδιαιτημάτων για τα οποία είναι χαρακτηρισμένος ο τόπος). Η εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να έχει ως στόχο να διερευνηθεί αν το σχέδιο/έργο δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται. |
Άμεσες και έμμεσες, δευτερογενείς, σωρευτικές, βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές σημαντικές συνέπειες, μεταξύ άλλων για την πανίδα και τη χλωρίδα. |
Ενδεχόμενες σημαντικές συνέπειες για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η υγεία των ανθρώπων, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων. |
||||
Ποιος είναι υπεύθυνος για την εκπόνηση της εκτίμησης επιπτώσεων; |
Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για να εξασφαλίσει ότι διεξάγεται η δέουσα εκτίμηση (ΔΕ). Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να ζητηθεί από τον υπεύθυνο υλοποίησης του σχεδίου/έργου να διενεργήσει όλες τις αναγκαίες μελέτες και να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή ώστε αυτή να μπορέσει να λάβει πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση. Σ' αυτά τα πλαίσια, η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να συλλέξει συναφείς πληροφορίες από άλλες πηγές, ανάλογα με την περίπτωση. |
Ο υπεύθυνος υλοποίησης του σχεδίου/έργου δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για να ληφθούν υπόψη από την αρμόδια αρχή που χορηγεί την άδεια |
Η αρμόδια για τον σχεδιασμό αρχή |
||||
Ζητήθηκε η γνώμη των δημόσιων/άλλων αρχών; |
Δεν είναι υποχρεωτικό αλλά υπάρχει προτροπή γι' αυτό («ενδεχομένως»). |
Υποχρεωτικά -η διαβούλευση πρέπει να γίνει πριν από την έγκριση της πρότασης για την υλοποίηση του σχεδίου/έργου. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι δίνεται η ευκαιρία στις αρχές τις οποίες πιθανότατα θα αφορά το σχέδιο/έργο να εκφράσουν τη γνώμη τους για το αίτημα της χορήγησης άδειας στο σχέδιο/έργο. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και για τη διαβούλευση με το ευρύ κοινό. Στην περίπτωση ενδεχόμενων σημαντικών συνεπειών για το περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, πρέπει να γίνει διαβούλευση με τις σχετικές αρχές και το ευρύ κοινό αυτών των κρατών μελών. |
Υποχρεωτικά -η διαβούλευση πρέπει να γίνει πριν από την έγκριση της πρότασης για την υλοποίηση του σχεδίου ή του προγράμματος. Πρέπει να δοθεί στις αρχές και το ευρύ κοινό σε πρώιμο στάδιο πραγματική ευκαιρία, εντός των χρονικών προθεσμιών, να εκφράσουν τη γνώμη τους για το προσχέδιο του σχεδίου ή του προγράμματος και την συνοδευτική περιβαλλοντική έκθεση πριν από την έγκριση του σχεδίου ή του προγράμματος ή την υποβολή του στη νομοθετική διαδικασία. Τα κράτη μέλη πρέπει να ορίσουν τις αρχές των οποίων η γνώμη θα ζητηθεί, λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων τους, και οι οποίες θα είναι αυτές τις οποίες πιθανότατα θα αφορά το σχέδιο/έργο. Στην περίπτωση ενδεχόμενων σημαντικών συνεπειών για το περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, πρέπει να γίνει διαβούλευση με τις σχετικές αρχές και το ευρύ κοινό αυτών των κρατών μελών. |
||||
Πόσο δεσμευτικά είναι τα συμπεράσματα της εκτίμησης; |
Δεσμευτικά. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμφωνήσουν για το οικείο σχέδιο ή έργο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του σχετικού τόπου. |
Τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της ΕΠΕ πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας. |
Η περιβαλλοντική έκθεση, όπως και οι γνώμες που εκφράζονται πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την προετοιμασία του σχεδίου ή του προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την υποβολή στη νομοθετική διαδικασία. |