10.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 367/88


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις»

[COM(2018) 225 final — 2018/0108 (COD)]

και «Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών»

[COM(2018) 226 final — 2018/0107(COD)]

(2018/C 367/17)

Γενικός εισηγητής: ο κ.

Christian BÄUMLER

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 31.5.2018

Νομική βάση

Άρθρο 82 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αρμόδιο τμήμα

Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και δικαιώματα του πολίτη

Απόφαση του Προεδρείου

22.5.2018

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

12.7.2018

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

536

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

157/2/0

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί την αυξανόμενη χρήση των υπηρεσιών πληροφόρησης ως πρόκληση για τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Μέχρι σήμερα, υπάρχει έλλειψη αξιόπιστης συνεργασίας με τους παρόχους υπηρεσιών, έλλειψη διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη δικαιοδοσία για τα ερευνητικά μέτρα.

1.2.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τη θέσπιση δεσμευτικών ευρωπαϊκών μέσων για τη διασφάλιση των δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά μέσω των προταθεισών ευρωπαϊκών εντολών υποβολής και διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων.

1.3.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής αποδεικτικών στοιχείων και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης αποδεικτικών στοιχείων ως ερευνητικά μέτρα που μπορούν να εκδοθούν μόνο στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.

1.4.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το ότι η ευρωπαϊκή εντολή υποβολής αποδεικτικών στοιχείων θα εφαρμόζεται μόνο για τις πιο σοβαρές μορφές εγκλημάτων. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα εφαρμόζοντας ποινή με ελάχιστο όριο τριών μηνών ως κατευθυντήρια γραμμή παρά ποινή με μέγιστο όριο τριών ετών.

1.5.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο κανονισμός θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα συντάγματα των κρατών μελών.

1.6.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι πολύ συχνά δίνονται σε εθνικά επίπεδα διαφορετικές λύσεις σε ερωτήματα σχετικά με το πότε δικαιολογείται η πρόσβαση σε δεδομένα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και ποιος αποφασίζει επ’ αυτού. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την ανάπτυξη ομοιόμορφων ευρωπαϊκών προτύπων όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα χορηγείται πρόσβαση στα δεδομένα.

1.7.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το ότι και οι δύο εντολές θα πρέπει να εκδίδονται ή να εγκρίνονται από δικαστική αρχή κράτους μέλους. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ κρίνει προβληματική την έκδοση εντολής υποβολής στοιχείων με την οποία ζητείται η υποβολή δεδομένων συνδρομητή ή πρόσβασης από εισαγγελείς και υποστηρίζει την ενίσχυση των δικαστικών αρχών ώστε να δύνανται να εκδίδουν εντολές υποβολής αποδεικτικών στοιχείων για τη συλλογή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

1.8.

Όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΟΚΕ θεωρεί προβληματική την εκ μέρους τρίτων χωρών επιβολή υποχρεώσεων οι οποίες δεν συνάδουν με τις προϋποθέσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ στους παρόχους υπηρεσιών της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ επικροτεί το γεγονός ότι στην πρόταση εμπεριέχονται ισχυρές εγγυήσεις και ρητές αναφορές στους υφιστάμενους όρους και τις διασφαλίσεις που κατοχυρώνονται στο κεκτημένο της ΕΕ.

1.9.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να έχει ο αποδέκτης της εντολής τη δυνατότητα να αμφισβητεί τη νομιμότητα, την αναγκαιότητα ή την αναλογικότητα της εντολής υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, και κρίνει σκόπιμο το κράτος έκδοσης να σέβεται τις ασυλίες και τα προνόμια που προστατεύουν τα ζητούμενα δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται από το κράτος μέλος του παρόχου υπηρεσιών.

1.10.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθιστά υποχρεωτικό για τους παρόχους υπηρεσιών τον ορισμό νόμιμου εκπροσώπου στην Ένωση, ο οποίος θα παραλαμβάνει και θα εκτελεί αποφάσεις που στοχεύουν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων.

1.11.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να δίνεται στους παρόχους υπηρεσιών το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των δαπανών τους, όταν αυτό προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης.

2.   Πλαίσιο της πρότασης

2.1.

Περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των ποινικών ερευνών σήμερα περιλαμβάνει αίτηση διασυνοριακής πρόσβασης σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα ή εφαρμογές μηνυματοδοσίας κινητών τηλεφώνων. Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νέους κανόνες ώστε η πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θεωρούνται αναγκαία για την έρευνα σχετικά με τη σύλληψη και καταδίκη των εγκληματιών και των τρομοκρατών, να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη για τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.

2.2.

Το 2016, το Συμβούλιο (1) ζήτησε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα με βάση μια κοινή προσέγγιση της ΕΕ, προκειμένου να καταστεί η δικαστική συνδρομή πιο αποτελεσματική, η συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και των παρόχων υπηρεσιών σε τρίτες χώρες να βελτιωθεί και προκειμένου να προταθούν λύσεις όσον αφορά τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας στον κυβερνοχώρο και των σχετικών αρμοδιοτήτων δίωξης.

2.3.

Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2) τόνισε τις προκλήσεις που μπορεί να δημιουργήσει το υφιστάμενο κατακερματισμένο νομικό πλαίσιο για τους παρόχους υπηρεσιών που επιθυμούν να ανταποκριθούν σε αιτήματα των αρχών επιβολής του νόμου και ζήτησε ένα ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των εμπλεκομένων

2.4.

Για τις περιπτώσεις στις οποίες είτε τα αποδεικτικά στοιχεία είτε ο πάροχος υπηρεσιών βρίσκονται σε άλλη χώρα, έχουν αναπτυχθεί μηχανισμοί συνεργασίας μεταξύ χωρών εδώ και δεκαετίες. Παρά τις τακτικές μεταρρυθμίσεις, οι εν λόγω μηχανισμοί συνεργασίας υφίστανται εντεινόμενη πίεση από την αυξανόμενη ανάγκη έγκαιρης διασυνοριακής πρόσβασης σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Για να ανταποκριθούν στο φαινόμενο αυτό, ορισμένα κράτη μέλη και τρίτες χώρες έχουν καταφύγει στην επέκταση των εθνικών τους εργαλείων. Ο κατακερματισμός που προκύπτει δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και συγκρουόμενες υποχρεώσεις και εγείρει ερωτήματα ως προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των δικονομικών εγγυήσεων για τα πρόσωπα που θίγονται από τα σχετικά αιτήματα.

2.5.

Η ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται την αυξανόμενη χρήση των υπηρεσιών πληροφοριών ως πρόκληση για τις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς οι εν λόγω αρχές συχνά δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να χειριστούν ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Η χρονοβόρα διαδικασία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων αναγνωρίζεται επίσης ως ένα από τα κύρια εμπόδια. Μέχρι σήμερα, υπάρχει έλλειψη αξιόπιστης συνεργασίας με τους παρόχους υπηρεσιών, έλλειψη διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη δικαιοδοσία για τα ερευνητικά μέτρα. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την άμεση διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και των παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών στο πλαίσιο ποινικών ερευνών.

2.6.

Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της ΕΕ αποτελείται από ενωσιακές νομικές πράξεις για τη συνεργασία, όπως η οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (3) (οδηγία ΕΕΕ), η σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4), η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Eurojust (5), ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 για την Ευρωπόλ (6), η απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (7), καθώς και διμερείς συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών.

3.   Εντολή διατήρησης και εντολή υποβολής αποδεικτικών στοιχείων

3.1.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την πρόταση κανονισμού για τη θέσπιση δεσμευτικών ευρωπαϊκών μέσων για τη διασφάλιση των δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά μέσω των προταθέντων ευρωπαϊκών εντολών υποβολής και διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις [COM(2018) 225]. Αποδέκτες των εντολών είναι οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επιγραμμικών αγορών, υπηρεσιών φιλοξενίας και υποδομών διαδικτύου, όπως διευθύνσεων IP και μητρώων ονομάτων χώρου.

3.2.

Η οδηγία ΕΕΕ καλύπτει κάθε διασυνοριακό ερευνητικό μέτρο στην ΕΕ. Αυτό συμπεριλαμβάνει πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, όμως η οδηγία ΕΕΕ δεν περιέχει συγκεκριμένες διατάξεις ως προς τη διασυνοριακή συλλογή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ επικροτεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νέους κανόνες ώστε η πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη για τις αστυνομικές και τις δικαστικές αρχές

3.3.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής αποδεικτικών στοιχείων και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης αποδεικτικών στοιχείων ως ερευνητικά μέτρα που μπορούν να εκδοθούν μόνο στο πλαίσιο ποινικής έρευνας ή ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα. Η σύνδεση με συγκεκριμένη έρευνα τις διαχωρίζει από τα προληπτικά μέτρα ή τις υποχρεώσεις διατήρησης δεδομένων που προβλέπονται από τον νόμο και διασφαλίζει την εφαρμογή των δικονομικών δικαιωμάτων που ισχύουν σε ποινικές διαδικασίες.

3.4.

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι οι εντολές για την υποβολή δεδομένων συνδρομητή και πρόσβασης πρέπει να εκδίδονται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, ενώ εντολή για την υποβολή δεδομένων συναλλαγών ή περιεχομένου πρέπει να εκδίδεται μόνο για ποινικά αδικήματα που επισύρουν, στο κράτος έκδοσης, στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον τριών ετών, ή για συγκεκριμένα εγκλήματα που αναφέρονται στην πρόταση και όταν υπάρχει συγκεκριμένος σύνδεσμος με ηλεκτρονικά εργαλεία και εγκλήματα που καλύπτονται από την οδηγία (ΕΕ) 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η ευθυγράμμιση με το ανώτατο όριο των τριών ετών πρέπει να διασφαλίσει ότι η ευρωπαϊκή εντολή υποβολής αποδεικτικών στοιχείων θα χρησιμοποιείται μόνο για τις πιο σοβαρές μορφές εγκλημάτων σε σχέση με τα εν λόγω δεδομένα. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι ο στόχος αυτός, τον οποίο και συμμερίζεται, θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα εφαρμόζοντας ποινή με ελάχιστο όριο τριών μηνών ως κατευθυντήρια γραμμή.

3.5.

Η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η δράση στον τομέα της δικαιοσύνης είναι το άρθρο 82 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Στο άρθρο 82 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι μπορούν να λαμβάνονται μέτρα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία για τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών.

3.6.

Με σκοπό τη διευκόλυνση της διασυνοριακής συλλογής ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων, τα νέα μέσα θα βασιστούν στις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης. Αρχή της χώρας στην οποία βρίσκεται ο αποδέκτης της εντολής δεν θα χρειάζεται να συμμετέχει στην επίδοση και την εκτέλεση της εντολής. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει, ότι αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να δίνεται πρόσβαση σε δεδομένα πολιτών σε αρχή άλλου κράτους, βάσει των δικών της κανόνων.

3.7.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο κανονισμός θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα συντάγματα των κρατών μελών. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, ο σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα της υπεράσπισης, οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων εξαρτάται επίσης από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα δικαιώματα αυτά μπορούν να θίγονται και από το ποιος αποφασίζει επ’ αυτού.

3.8.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι πολύ συχνά δίνονται σε εθνικά επίπεδα διαφορετικές λύσεις σε ερωτήματα σχετικά με το πότε δικαιολογείται η πρόσβαση σε δεδομένα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και ποιος αποφασίζει επ’ αυτού. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα μπορεί να δίνεται στην αστυνομία, τις εισαγγελικές αρχές ή τα δικαστήρια. Διαφορές επίσης προκύπτουν κατά τον καθορισμό του σταδίου της έρευνας και του βαθμού υπόνοιας που θα καθιστούν την πρόσβαση σε δεδομένα νόμιμη. Η ΕΟΚΕ ζητεί τη θέσπιση ενιαίων προτύπων στην ΕΕ που θα καθορίζουν πότε θα δίνεται πρόσβαση στα δεδομένα.

3.9.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι και οι δύο εντολές θα πρέπει να εκδίδονται ή να εγκρίνονται από δικαστική αρχή κράτους μέλους. Στην έκδοση ευρωπαϊκής εντολής υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκής εντολής διατήρησης στοιχείων πρέπει πάντα να συμμετέχει δικαστική αρχή, είτε ως αρχή έκδοσης είτε ως αρχή έγκρισης. Για τις εντολές υποβολής δεδομένων συναλλαγών και περιεχομένου, η δικαστική αρχή μπορεί να είναι δικαστής ή δικαστήριο. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αυξήσει το συνολικό επίπεδο νομικής προστασίας στην Ευρώπη.

3.10.

Εντούτοις, η ΕΟΚΕ κρίνει προβληματική την έκδοση εντολής υποβολής στοιχείων με την οποία ζητείται η υποβολή δεδομένων συνδρομητή ή πρόσβασης από εισαγγελείς, δεδομένου ότι πρόκειται για προσωπικά δεδομένα. Εφόσον δοθεί πρόσβαση σε δεδομένα σε ένα κράτος μέλος είναι δύσκολο να ασκηθεί εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την επέκταση των αρμοδιοτήτων των δικαστικών αρχών στη συλλογή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.11.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τη δυνατότητα αμφισβήτησης από τον αποδέκτη της νομιμότητας, της αναγκαιότητας ή της αναλογικότητας της εντολής υποβολής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπεται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα δικαιώματα με βάση το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης γίνονται βάσει της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πλήρως σεβαστά, καθώς διασφαλίζεται ότι οι ασυλίες και τα προνόμια που προστατεύουν τα ζητούμενα δεδομένα στο κράτος μέλος του παρόχου υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη στο κράτος εκτέλεσης. Σύμφωνα με την πρόταση, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την περίπτωση στην οποία αυτά προβλέπουν μεγαλύτερη προστασία απ’ ό,τι το δίκαιο του κράτους έκδοσης της εντολής.

3.12.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η εντολή επηρεάζει επίσης και τα δικαιώματα των παρόχων υπηρεσιών, ιδίως την επιχειρηματική ελευθερία. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η πρόταση περιλαμβάνει το δικαίωμα του παρόχου να προβάλλει ορισμένες αντιρρήσεις στο κράτος μέλος έκδοσης της εντολής, ιδίως αν η εντολή δεν έχει εκδοθεί ή εγκριθεί από δικαστική αρχή. Αν η εντολή διαβιβάζεται προς εκτέλεση στο κράτος εκτέλεσης, η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να μην αναγνωρίσει ή να μην εκτελέσει την εντολή αν, κατά την παραλαβή της, συντρέχει προδήλως οποιοσδήποτε από τους περιορισμένους λόγους, και κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή έκδοσης.

3.13.

Στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών μπορούν επίσης να ζητήσουν την απόδοση των δαπανών τους από το κράτος έκδοσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης για τις εθνικές εντολές σε παρόμοιες εθνικές υποθέσεις, Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να δίνεται στους παρόχους υπηρεσιών το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των δαπανών τους, όταν αυτό προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης.

4.   Σύγκρουση υποχρεώσεων

4.1.

Όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΟΚΕ θεωρεί προβληματική την εκ μέρους τρίτων χωρών επιβολή υποχρεώσεων, οι οποίες δεν συνάδουν με τις προϋποθέσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων που διασφαλίζεται από το ενωσιακό κεκτημένο, στους παρόχους υπηρεσιών της ΕΕ.

4.2.

Η πρόταση δίνει λύση στο πρόβλημα αυτό εφαρμόζοντας μέτρο το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές εγγυήσεις και ρητές αναφορές στους υφιστάμενους όρους και τις διασφαλίσεις που κατοχυρώνονται στο κεκτημένο της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα κατά τη θέσπιση νομοθεσίας τρίτων χωρών.

4.3.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει επίσης την προβλεπόμενη στην πρόταση προσθήκη ειδικής ρήτρας για συγκρουόμενες υποχρεώσεις. Αυτή δίνει στους παρόχους υπηρεσιών τη δυνατότητα προσδιορισμού και αντιμετώπισης των συγκρουόμενων υποχρεώσεων, γεγονός το οποίο θέτει σε κίνηση τον μηχανισμό δικαστικού ελέγχου. Η ρήτρα αυτή θα διασφαλίσει τη συμμόρφωση με δύο είδη νομοθεσίας: αφενός, της νομοθεσίας που προβλέπει γενική απαγόρευση (blocking statutes), όπως για παράδειγμα ο νόμος των ΗΠΑ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (ECPA), που απαγορεύει τη γνωστοποίηση σε σχέση με δεδομένα περιεχομένου που εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του εκτός από περιορισμένες περιπτώσεις, και αφετέρου της νομοθεσίας που δεν απαγορεύει γενικά τη γνωστοποίηση αλλά ενδέχεται να την απαγορεύει σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

4.4.

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι διεθνείς συμφωνίες με άλλους βασικούς εταίρους μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω καταστάσεις σύγκρουσης νόμων. Αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος αποφυγής συγκρούσεων.

5.   Οδηγία σχετικά με τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων

5.1.

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις ευρωπαϊκές εντολές υποβολής και διατήρησης αποδεικτικών στοιχείων ολοκληρώνεται με μια οδηγία για τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών [COM(2018) 226]. Επί του παρόντος, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών. Ο κατακερματισμός εμφανίζεται ιδιαίτερα στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Η ανεπάρκεια αυτή δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου για όσους εμπλέκονται και μπορεί να επιβάλει στους παρόχους υπηρεσιών διαφορετικές και, ενίοτε, αντικρουόμενες υποχρεώσεις και συναφή συστήματα επιβολής κυρώσεων, ανάλογα με το αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε εθνικό επίπεδο, σε διασυνοριακό επίπεδο εντός της Ένωσης ή από χώρες εκτός της Ένωσης.

5.2.

Η προταθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οδηγία καθιστά υποχρεωτικό για τους παρόχους υπηρεσιών τον ορισμό νόμιμου εκπροσώπου στην Ένωση, ο οποίος θα παραλαμβάνει, θα συμμορφώνεται με και θα εκτελεί αποφάσεις που στοχεύουν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

5.3.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο κανονισμός αυτός θα εξασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με τρόπο που να συνάδει με την ανάπτυξη κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η υποχρέωση ορισμού νόμιμου εκπροσώπου για όλους τους παρόχους υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση θα διασφαλίσει ότι υπάρχει πάντα ένας σαφής αποδέκτης εντολών για την εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων. Αυτό, με τη σειρά του, θα διευκολύνει τη συμμόρφωση των παρόχων υπηρεσιών με τις εν λόγω εντολές, καθώς ο νόμιμος εκπρόσωπος θα είναι αρμόδιος για την παραλαβή, τη συμμόρφωση με και την εκτέλεση των εν λόγω εντολών εξ ονόματος του παρόχου υπηρεσιών.

Βρυξέλλες, 12 Ιουλίου 2018.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Luca JAHIER


(1)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Ιουνίου 2016 για τη βελτίωση της ποινικής δικαιοσύνης στον κυβερνοχώρο, ST9579/16.

(2)  P8_TA(2017)0366.

(3)  Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1).

(4)  Πράξη του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 για κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)  Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ).

(7)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002.