Βρυξέλλες, 2.5.2017

COM(2017) 257 final

2017/0087(COD)

Δέσμη μέτρων συμμόρφωσης

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τον καθορισμό των όρων και της διαδικασίας μέσω της οποίας η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες σε σχέση με την εσωτερική αγορά και άλλους συναφείς τομείς

{SWD(2017) 215 final}
{SWD(2017) 216 final}
{SWD(2017) 217 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η Ευρώπη αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία αγορά στον κόσμο 1 , όπου οι πολίτες και οι επιχειρήσεις επωφελούνται από το δικαίωμα να εργάζονται, να σπουδάζουν, να ταξιδεύουν, να ιδρύουν επιχειρήσεις και να παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες σε διασυνοριακό επίπεδο. Όλα αυτά συνοδεύονται από τις εγγυήσεις που χορηγεί η νομοθεσία της ΕΕ σε θέματα υγείας, ασφάλειας, προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών. Για να μπορούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να απολαμβάνουν πλήρως τα δικαιώματα αυτά και να διασφαλιστεί ότι διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στην ενιαία αγορά, είναι απαραίτητο να τηρούνται οι κανόνες της ΕΕ. Επομένως, στην ανακοίνωσή της «Αναβάθμιση της ενιαίας αγοράς: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις», η Επιτροπή ανήγγειλε ότι θα ξεκινούσε μια στρατηγική έξυπνης επιβολής. Η στρατηγική αυτή εφαρμόζει «ολιστική προσέγγιση που καλύπτει όλα τα στάδια της χάραξης πολιτικής, από τον σχεδιασμό και την επιβολή πολιτικής μέχρι την πληροφόρηση, στο πλαίσιο της βελτίωσης της νομοθεσίας. Αυτό περιλαμβάνει την καλύτερη ενσωμάτωση των πτυχών της αξιολόγησης και της επιβολής στον σχεδιασμό πολιτικών, την καλύτερη υποστήριξη και καθοδήγηση των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των κανόνων της ενιαίας αγοράς, καθώς και μια περισσότερο συνεκτική και αποτελεσματική πολιτική επιβολής, η οποία θα στοχεύει στη βελτίωση της συνολικής συμμόρφωσης με τους κανόνες της ενιαίας αγοράς και το δίκαιο της ΕΕ εν γένει» 2 .

Μια από τις δυσχέρειες που προέκυψαν κατά την εξασφάλιση της τήρησης των κανόνων της εσωτερικής αγοράς είναι η έγκαιρη πρόσβαση σε αξιόπιστα δεδομένα. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι «θα προτείνει νομοθετική πρωτοβουλία που θα της επιτρέπει να συλλέγει αξιόπιστες πληροφορίες απευθείας από επιλεγμένους παράγοντες της αγοράς, με στόχο τη διασφάλιση και τη βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς» 3 .

Στο ίδιο πνεύμα, στην ανακοίνωσή της «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα», η Επιτροπή τόνισε τη σημασία ενός αυστηρού και αποτελεσματικού συστήματος εφαρμογής και επιβολής και υπογράμμισε ότι υποστηρίζει και συμπληρώνει την επίτευξη των πολιτικών προτεραιοτήτων. Εξήγησε ότι «η τρέχουσα πολιτική της για την εφαρμογή της νομοθεσίας συνίσταται στην παρακολούθηση του τρόπου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, στην επίλυση προβλημάτων με τα κράτη μέλη για την αποκατάσταση ενδεχόμενων παραβάσεων της νομοθεσίας και στην κίνηση διαδικασιών κατά των παραβάσεων στις περιπτώσεις που κρίνεται σκόπιμο» 4 . Ωστόσο, η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρότεινε μια σειρά μέτρων για ενίσχυση του συστήματος επιβολής της νομοθεσίας προς όφελος των πολιτών και των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων τους στην ενιαία αγορά. «Η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ [...] είναι σημαντική για τους Ευρωπαίους και επηρεάζει την καθημερινότητά τους».

Σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, για την εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς απαιτείται η πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά, ιδίως δε πληροφορίες της αγοράς σχετικά με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η παρούσα πρόταση δεν στοχεύει στη δημιουργία νέων εξουσιών επιβολής για την Επιτροπή, όπως η εξουσία να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει του ενωσιακού δικαίου στον τομέα της εσωτερικής αγοράς κατά μεμονωμένων συμμετεχόντων στην αγορά. Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να διευκολυνθεί η Επιτροπή στην παρακολούθηση και εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς, δίνοντάς της τη δυνατότητα να συλλέγει εγκαίρως ολοκληρωμένες και αξιόπιστες ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες από επιλεγμένους παράγοντες της αγοράς μέσω αυστηρά στοχοθετημένων αιτημάτων για πληροφορίες. Ο προτεινόμενος κανονισμός θα βοηθήσει την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των πολιτών και των επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά, ενώ παράλληλα θα συμβάλει στην ενίσχυση της συνεργασίας με τα κράτη μέλη. Επιπλέον, θα «βοηθήσει την Επιτροπή να προτείνει βελτιώσεις στα σημεία όπου η αξιολόγηση δείχνει ότι η ελλιπής επιβολή οφείλεται σε ελαττώματα της οικείας τομεακής νομοθεσίας» 5 . Ο προτεινόμενος κανονισμός προορίζεται για ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες τα οφέλη από την ταχεία και λεπτομερή εφαρμογή σαφώς υπερτερούν των επιβαρύνσεων και των εξόδων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετέχουν.

Αυτό το νέο εργαλείο θα χρησιμοποιηθεί σε τομείς όπου η ΕΕ μπορεί να προσφέρει απτά αποτελέσματα που είναι και τα πιο σημαντικά για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Με αποτελεσματικότερα μέσα επιβολής, η ΕΕ θα είναι σε θέση να δράσει και να διασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά σε τομείς προτεραιότητας της επιλογής της.

Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η πρόταση είναι σύμφωνη με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), το οποίο προβλέπει την εγκαθίδρυση εσωτερικής αγοράς ως έναν από τους κύριους στόχους της ΕΕ, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Συνάδει επίσης με το άρθρο 26 της ΣΕΕ, το οποίο εξουσιοδοτεί στην ΕΕ να εκδίδει μέτρα για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως και με το άρθρο 17 της ΣΕΕ, με το οποίο ανατίθεται στην Επιτροπή το καθήκον της διασφάλισης ότι οι κανόνες της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου της ΕΕ εφαρμόζονται και της επίβλεψης της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Η παρούσα πρόταση δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει νέα διαδικασία για την επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ. Αντιθέτως, το προτεινόμενο εργαλείο πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών, όπως η διαδικασία επί παραβάσει που προβλέπεται από το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η Επιτροπή διαθέτει ήδη εξουσίες έρευνας για την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η χρήση των εν λόγω εξουσιών έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματική για τη διασφάλιση της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων: για παράδειγμα, στον τομέα της κρατικής βοήθειας, η Επιτροπή ήταν σε θέση να συλλέξει απευθείας κρίσιμες πληροφορίες σε επίπεδο επιχειρήσεων σε δύο περιπτώσεις υψηλού αντικτύπου, με αποτέλεσμα την είσπραξη διαφυγόντων δασμών που αποτελούνταν από παράνομη κρατική βοήθεια 6 .

Επιπλέον, η παρούσα πρόταση είναι σύμφωνη με άλλες νομικές πράξεις της ΕΕ που χορηγούν σε φορείς της ΕΕ ή σε εθνικές αρχές την εξουσία να συλλέγουν πληροφορίες σε επίπεδο επιχειρήσεων και να τις μοιράζονται με την Επιτροπή σε ειδικούς τομείς που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά (π.χ. προστασία των καταναλωτών, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, εποπτεία της αγοράς, βιομηχανίες δικτύου). Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί μόνο τον προτεινόμενο κανονισμό ως έσχατη λύση σε περίπτωση που άλλα μέσα για την εξασφάλιση βασικών πληροφοριών αποτύχουν.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η παρούσα πρόταση βασίζεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2, στα άρθρα 91, 100, 114, 192, στο άρθρο 194 παράγραφος 2 και στο άρθρο 337 της ΣΛΕΕ.

Το άρθρο 337 της ΣΛΕΕ προβλέπει την αρμοδιότητα της Επιτροπής, εντός των ορίων και υπό τους όρους που μπορεί να ορίσει το Συμβούλιο, ενεργώντας με απλή πλειοψηφία, να συλλέγει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει ήδη αποφανθεί ότι το άρθρο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για παράγωγο δίκαιο που αφορά τη γενική δραστηριότητα της συλλογής πληροφοριών που ασκεί η Επιτροπή, χωρίς να απαιτείται να είναι η συλλογή αυτή απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών μιας συγκεκριμένης πολιτικής της ΕΕ 7 . Ωστόσο, το ΔΕΕ έχει επίσης δηλώσει ότι μια πράξη της Ένωσης δεν εμπίπτει στο άρθρο 337 ΣΛΕΕ μόνο επειδή έχει στόχο να θεσπίσει ένα σύστημα συλλογής πληροφοριών 8 . Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσο η πρωτοβουλία αυτή από πλευράς στόχου και περιεχομένου είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων που ανατίθενται ειδικά σε μια πολιτική της ΕΕ. Η παρούσα πρωτοβουλία έχει σκοπό να βελτιώσει την πρόσβαση της Επιτροπής σε πληροφορίες της αγοράς που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 17 της ΣΕΕ, προκειμένου να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Αυτό δεν μπορεί παρά να συμβάλει στην ενίσχυση των εργασιών της Επιτροπής για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ στον εν λόγω τομέα. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρωτοβουλία είναι αναγκαία για να επιτευχθεί ο στόχος για την εξασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 ΣΛΕΕ. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 337 της ΣΛΕΕ πρέπει να συνοδεύεται από μια νομική βάση της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη λήψη μέτρων που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η βελτίωση των εργασιών της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό θα βοηθούσε στην πρόληψη της εμφάνισης εμποδίων στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς 9 , πράγμα που αποτελεί έναν από τους στόχους πολιτικής που προβλέπει το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ 10 . Ως εκ τούτου, η επιλογή του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ ως συμπλήρωμα του άρθρου 337 ΣΛΕΕ δικαιολογείται. Πέραν του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, η χρήση των υπόλοιπων άρθρων της ΣΛΕΕ ως επιπλέον συγκεκριμένη νομική βάση κρίνεται κατάλληλη για την κάλυψη τομέων της εσωτερικής αγοράς που επαφίενται σε συγκεκριμένα άρθρα στη ΣΛΕΕ για νομική δράση: δηλαδή τα άρθρα 43 (γεωργικά προϊόντα), 91 και 100 (μεταφορές) ή 194 (ενέργεια)· ή τομείς που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά: άρθρο 192 (περιβάλλον).

Τα άρθρα 114 και 337 της ΣΛΕΕ έχουν χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση από κοινού σε προηγούμενη κοινοτική νομοθετική πράξη αναθέτοντας στην Επιτροπή εξουσίες συλλογής πληροφοριών στον τομέα της εσωτερικής αγοράς: Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών 11 .

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Απαιτείται δράση σε επίπεδο ΕΕ ώστε να ενισχυθεί η πρόσβαση της Επιτροπής σε πληροφορίες της αγοράς που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ στον τομέα της εσωτερικής αγοράς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ. Το εργαλείο πληροφόρησης που θεσπίζει η παρούσα πρωτοβουλία αποτελεί έσχατο μέτρο, όταν όλα τα άλλα μέσα λήψης πληροφοριών έχουν αποτύχει. Ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιηθεί μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η εθνική παρέμβαση δεν θα ήταν επιτυχής, λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεών τους, και η ΕΕ θα ήταν σε καλύτερη θέση να αναλάβει δράση. Ειδικότερα, οι πληροφορίες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν τα προβλήματα αυτά έχουν επιπτώσεις πέραν των συνόρων ενός κράτους μέλους και η αντιμετώπισή τους απαιτεί τη συλλογή πληροφοριών με ενιαίο και συνεκτικό τρόπο από επιλεγμένους παράγοντες της αγοράς σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Μια τέτοια δράση της ΕΕ θα πληρούσε την απαίτηση αναγκαιότητας και θα ενίσχυε την ικανότητα της Επιτροπής να διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου της ΕΕ στον τομέα της εσωτερικής αγοράς.

Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία, το εργαλείο αυτό θα απλουστεύσει τον συντονισμό μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στις περιπτώσεις με σημαντική διασυνοριακή διάσταση όταν απαιτούνται πληροφορίες από τους συμμετέχοντες στην αγορά που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Μια τέτοια δράση της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να διευκολύνει την έγκαιρη πρόσβαση σε πληροφορίες, να εξασφαλίσει ότι τα διασυνοριακά δεδομένα που συλλέγονται είναι συγκρίσιμα και να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη επιβολή, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τη συνολική διοικητική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των δημόσιων αρχών.

Η πρωτοβουλία αυτή, τηρώντας αφενός την υποχρέωση της Επιτροπής ως «θεματοφύλακα των συνθηκών» να μεριμνά για την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, δεν στερεί αφετέρου από τα κράτη μέλη τον σημαντικό τους ρόλο, μαζί με την Επιτροπή, της εφαρμογής κανόνων στους τομείς της εσωτερικής αγοράς ή σε άλλους συναφείς τομείς. Εξακολουθούν να έχουν τις δικές τους εξουσίες έρευνας και παραμένουν ελεύθερα να τις επεκτείνουν. Επιπλέον, η λειτουργία του παρόντος κανονισμού θα περιλαμβάνει τα κράτη μέλη σε διάφορες περιπτώσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Ειδικότερα, οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής που δηλώνει την πρόθεσή της να κάνει χρήση της εξουσίας να ζητά πληροφορίες από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στο πλαίσιο της παρούσας πρωτοβουλίας θα κοινοποιείται στο κράτος μέλος ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Επιπλέον, η πρωτοβουλία αυτή θεσπίζει μηχανισμούς για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών σε σχέση με τα αιτήματα παροχής πληροφοριών και τις απαντήσεις σε αυτά τα αιτήματα, με την επιφύλαξη υποχρεώσεων τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

Είναι επίσης σύμφωνη με τη ΣΛΕΕ, στον βαθμό που η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να συλλέγει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται από τη νομοθετική εξουσία.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση είναι ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους και δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών. Πρώτον, θα έπρεπε να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ στους τομείς που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Δεύτερον, το εν λόγω εργαλείο έρευνας πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως έσχατη λύση, εφόσον κανένας άλλος εναλλακτικός τρόπος απόκτησης πληροφοριών χρήσιμων για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου προβλήματος δεν είναι ικανός να αποφέρει αποτελέσματα. Τρίτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αποδείξει, με επίσημη απόφαση, ότι οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ότι οι πληροφορίες είναι πιθανόν να είναι άμεσα διαθέσιμες στους αποδέκτες των αιτημάτων και ότι άλλα μέσα για τη συγκέντρωση των πληροφοριών έχουν αποτύχει. Τέταρτον, τα αιτήματα για πληροφορίες θα πρέπει να είναι αυστηρά στοχοθετημένα όσον αφορά τόσο το μήκος των αιτημάτων για πληροφορίες όσο και τον αριθμό όσων απαντούν. Η τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής αυτών των προϋποθέσεων θα πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από το ΔΕΕ. Τέλος, η συνολική διοικητική επιβάρυνση ελαχιστοποιείται τόσο για τις επιχειρήσεις [εξαιρώντας τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) – βλ. παρακάτω] όσο και για τις δημόσιες αρχές (μέσω της αποφυγής αναποτελεσματικών μηχανισμών συντονισμού μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, εξασφαλίζοντας παράλληλα πλήρη διαφάνεια ως προς την υλοποίησή τους).

Η πρόταση επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που σκόπιμα ή λόγω βαρείας αμελείας δεν συμμορφώνονται με τα αιτήματα για πληροφορίες ή αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού. Οι κυρώσεις δεν έχουν σκοπό να διορθώσουν οποιαδήποτε υποκείμενη συμπεριφορά των επιχειρήσεων ως προς την αγορά. Η απειλή επιβολής κυρώσεων αποτελεί κίνητρο για να εξασφαλιστεί ότι οι αποδέκτες των αιτημάτων για πληροφορίες απαντούν εγκαίρως και κατά τρόπο πλήρη, ακριβή και μη παραπλανητικό. Η πρόταση καθορίζει το μέγιστο επίπεδο των κυρώσεων που διαμορφώνονται βάσει των κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όπου λειτουργούν αποτρεπτικά. Ωστόσο, η πρόταση δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να επιβάλλει αυτομάτως κυρώσεις στις επιχειρήσεις που δεν απαντούν, ούτε καθορίζει ελάχιστο ποσό για τις κυρώσεις, δεδομένου ότι η Επιτροπή πρέπει να προβαίνει σε κατά περίπτωση αξιολόγηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως στην περίπτωση των ΜΜΕ. Οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις θα πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

Επιλογή του νομικού μέσου

Ο κανονισμός αποτελεί το κατάλληλο νομικό μέσο για την καθιέρωση κανόνων με στόχο να ενισχυθεί η άμεση πρόσβαση της Επιτροπής σε σχετικές πληροφορίες 12 . Πράγματι, τόσο η διαδικασία που οδηγεί στην έγκριση από την Επιτροπή ενός αιτήματος για πληροφορίες όσο και η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να καθορίζονται σε κανονισμό. Σε σύγκριση με την πιθανή εναρμόνιση των εθνικών ρυθμίσεων μέσω οδηγίας για την επίτευξη αυτού του στόχου, ένας κανονισμός θα είχε αποτέλεσμα μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μια ενιαία ερμηνεία. Με μια αυτοτελή πράξη θα μπορούσαν επίσης να αποφευχθούν οι παρεμβάσεις στις υφιστάμενες νομικές πράξεις που παρέχουν στην Επιτροπή αρμοδιότητες έρευνας σε άλλους τομείς πολιτικής 13 .

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ 14 , ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη 15

Η Επιτροπή διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την παρούσα πρωτοβουλία, μεταξύ 2 Αυγούστου και 7 Νοεμβρίου 2016. Έλαβε 71 απαντήσεις: 44 από τον επιχειρηματικό τομέα 16 · 16 από τους καταναλωτές, από μη κυβερνητικές οργανώσεις ή κοινωνίες των πολιτών· και 11 από δημόσιες αρχές. Οι συμμετέχοντες προέρχονται από 18 κράτη μέλη της ΕΕ (68), μία χώρα του ΕΟΧ (1) και μία μη ευρωπαϊκή χώρα (2). Οι απαντήσεις έδειξαν ότι οι επιχειρήσεις είναι συχνά απρόθυμες να ανταλλάσσουν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες με τις δημόσιες αρχές, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση σε δημόσιες διαβουλεύσεις, αλλά ακόμη και όταν απαιτούνται για την υποστήριξη καταγγελιών για παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Οι απαντήσαντες δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να παράσχουν ευαίσθητες πληροφορίες στην Επιτροπή, εφόσον εξασφαλίζεται το απόρρητο και περιορίζεται η διοικητική επιβάρυνση. Ωστόσο, πολλές επιχειρήσεις υποστήριξαν μόνο την εθελοντική συμμετοχή σε αιτήματα παροχής δεδομένων.

Επιπλέον, η Επιτροπή διεξήγαγε στοχευμένες διαβουλεύσεις με πολλές μεγάλες επιχειρηματικές ενώσεις οι οποίες εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά με την εξουσιοδότηση της Επιτροπής να ζητεί πληροφορίες από εταιρείες πέρα από τον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Εξέφρασαν ανησυχίες για την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων, τον διοικητικό φόρτο και τα πιθανά πρόστιμα όταν δεν απαντούν στα αιτήματα. Οι επιχειρήσεις εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την αργή ανταπόκριση της Επιτροπής σε υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις των κανόνων της ΕΕ από τα κράτη μέλη.

Στην ομάδα εργασίας του Συμβουλίου για την ανταγωνιστικότητα και στις συνεδριάσεις της ομάδας υψηλού επιπέδου, τα κράτη μέλη ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η Επιτροπή προκειμένου να ζητήσει πληροφορίες, τον ρόλο τους στη διαδικασία, τον διοικητικό φόρτο που δημιουργείται και την αναλογικότητα των κυρώσεων.

Οι προτάσεις των ενδιαφερόμενων φορέων έχουν ως επί το πλείστον ληφθεί υπόψη, ιδίως όσον αφορά τις προσκλήσεις για την περιορισμένη χρήση του εργαλείου (που μεταφράζονται σε προϋποθέσεις για τη χρήση του εργαλείου έρευνας – συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των κρατών μελών) και τον διοικητικό φόρτο (για παράδειγμα, η δυνατότητα να μπορούν να ζητηθούν μόνο πληροφορίες που είναι ήδη διαθέσιμες στις επιχειρήσεις που απαντούν). Οι ερωτήσεις όσον αφορά τις διασφαλίσεις για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και τις κυρώσεις για μη απάντηση εξετάστηκαν με βάση τις ισχύουσες πρακτικές στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωμοσύνης

Η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε ειδικούς εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για την πρωτοβουλία αυτή.

Εκτίμηση των επιπτώσεων

Η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων εξήγησε πώς η έλλειψη αξιόπιστων και ακριβών πληροφοριών σε επίπεδο επιχειρήσεων διαθέσιμων στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη δημιουργούν πρόβλημα σε καταστάσεις όπου η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητη για την έγκαιρη εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Η έκθεση εξέτασε επίσης, πέρα από το υφιστάμενο βασικό σενάριο, τις διάφορες επιλογές πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, και συγκεκριμένα: 1) την εθελοντική ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ κρατών μελών και της Επιτροπής και την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών σε επίπεδο επιχειρήσεων· 2) την κατάργηση των εθνικών κανόνων που εμποδίζουν τις αρχές των κρατών μελών να μοιράζονται πληροφορίες σε επίπεδο επιχειρήσεων τις οποίες ήδη διαθέτουν ή στις οποίες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση από κοινού με την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη· 3) την εισαγωγή πρόσθετων εξουσιών έρευνας σε εθνικό επίπεδο 17 ώστε τα κράτη μέλη να είναι σε θέση σε όλες τις περιπτώσεις να συλλέγουν και να μοιράζονται με την Επιτροπή πληροφορίες σε επίπεδο επιχειρήσεων· 4) την εισαγωγή ενός εργαλείου έρευνας ως έσχατη λύση για να το χρησιμοποιεί η Επιτροπή σε περιπτώσεις όπου μπορεί να υφίστανται εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και οι αιτούμενες πληροφορίες σε επίπεδο επιχειρήσεων που χρειάζονται για την έγκαιρη και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων δεν διατίθενται μέσω άλλων διαύλων· και 5) ένα συνδυασμό των επιλογών 2 και 4. Οι επιλογές 2, 3 και 4 είναι νομοθετικής φύσεως. Οι απορριφθείσες επιλογές περιλαμβάνουν την επέκταση της κάλυψης των στατιστικών της ΕΕ και την καθιέρωση τακτικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τις επιχειρήσεις.

Η εισαγωγή ενός εργαλείου έρευνας ως έσχατη λύση για την Επιτροπή (επιλογή 4) θεωρήθηκε η καλύτερη επιλογή πολιτικής από την άποψη της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, ενώ αποτελεί και την πλέον αποτελεσματική και οικονομικά αποδοτική επιλογή. Η επιλογή 4 υπερβαίνει τα προβλήματα συντονισμού και νομικής δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις που τα κράτη μέλη ενεργούν μεμονωμένα κατά την εξέταση υποθέσεων με διασυνοριακή διάσταση. Θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα περισσότερο αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με δυσλειτουργίες στην εσωτερική αγορά. Με τη σειρά του, αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν υψηλότερο βαθμό συμμόρφωσης με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. Αυτό θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και θα συμβάλει στην εκπλήρωση του δυναμικού της. Η βελτιωμένη πρόσβαση σε πληροφορίες αναμένεται να οδηγήσει σε καλύτερα τεκμηριωμένη εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς σε επίπεδο κρατών μελών, περιορίζοντας τις διαδικασίες επί παραβάσει κατά των κρατών μελών. Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα επωφελούνταν από την καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς: π.χ. μικρότερα εμπόδια εισόδου, μεγαλύτερος ανταγωνισμός, περισσότερη ανταγωνιστικότητα και ευκολότερη/φθηνότερη διασυνοριακή (και δυνητικά διεθνής) εξάπλωση.

Η συνολική ετήσια διοικητική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων (δηλαδή η συγκέντρωση των πληροφοριών για την προετοιμασία των απαντήσεων και των νομικών συμβουλών) εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 370.000 και 610.000 EUR 18 . Ένα μικρό πρόσθετο κόστος ενδέχεται να συνεπάγεται η υποβολή μη εμπιστευτικών απαντήσεων (δηλαδή για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου όσων απαντούν). Το κόστος που προκύπτει από την προτιμώμενη επιλογή για τα κράτη μέλη είναι αμελητέο (βλ. κατωτέρω, τμήμα 4, για την Επιτροπή). Δεν θα υπάρξει άμεσο κοινωνικό ή περιβαλλοντικό κόστος, εάν χρησιμοποιηθεί η προτιμώμενη επιλογή.

Η έκθεση εκτίμησης των επιπτώσεων κι ένα δελτίο συνοπτικής παρουσίασης 19 υποβλήθηκαν στην επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου. Η επιτροπή αρχικά εξέδωσε αρνητική γνώμη στις 20 Ιανουαρίου 2017, ακολουθούμενη από θετική γνώμη με επιφυλάξεις στις 23 Μαρτίου 2017 20 . Η επιτροπή ζήτησε η έκθεση να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις συστάσεις της 21 . Η έκθεση εστιάζει πλέον με σαφήνεια στον στόχο της αντιμετώπισης της έλλειψης σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς στις ειδικές αυτές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες είναι αναγκαίες και δεν υπάρχει τρόπος πρόσβασης σε αυτές. Επίσης, εξηγεί καλύτερα τους όρους που πρέπει να πληροί η Επιτροπή για να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το εργαλείο έρευνας (βλ. ανωτέρω υποκεφάλαιο σχετικά με την αναλογικότητα), συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να αποδειχτεί ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες από άλλες πηγές (η πτυχή της έσχατης λύσης). Επιπλέον, η έκθεση παρουσιάζει καλύτερα τις απόψεις των ενδιαφερομένων 22 .

Καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου και απλούστευση

Κατά την έκδοση αιτημάτων παροχής πληροφοριών προς επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προβεί σε προσεκτική επιλογή των αποδεκτών των αιτημάτων, ώστε να απευθύνονται μόνο στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που μπορούν να παράσχουν επαρκείς σχετικές πληροφορίες (άρθρο 5 παράγραφος 3). Υπό κανονικές συνθήκες, μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις με ισχυρή θέση στην αγορά ή σημαντικό όγκο συναλλαγών θα είναι σε θέση να παράσχουν τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή. Σε αντίθεση με τις ΜΜΕ, οι μεγάλες επιχειρήσεις λειτουργούν συνήθως σε μεγαλύτερη κλίμακα και με την εταιρική εξειδίκευση που επιτρέπει τη σχετικά εύκολη ανάκτηση των ζητούμενων πληροφοριών. Συνεπώς ο προκύπτων διοικητικός φόρτος και αντίκτυπος στις εν λόγω επιχειρήσεις δεν φαίνεται δυσανάλογος.

Οι ΜΜΕ μπορούν, θεωρητικά, να κληθούν να απαντήσουν στα αιτήματα παροχής πληροφοριών δυνάμει της παρούσας πρότασης (π.χ. σε συγκεκριμένους τομείς ή αγορές όπου μπορούν να έχουν ισχυρή θέση στην αγορά). Ωστόσο, δεδομένου του όγκου της οικονομικής τους δραστηριότητας, αναμένεται ότι αυτό μάλλον δεν θα συμβεί. Παρόλ’ αυτά, αν είναι απαραίτητο να αποσταλεί αίτημα σε ΜΜΕ, η πρόταση ελαχιστοποιεί το κόστος συμμόρφωσης: η Επιτροπή έχει συγκεκριμένα την υποχρέωση να λάβει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας κατά την εξέταση του εύρους των αιτημάτων για πληροφορίες που απευθύνονται στις ΜΜΕ (άρθρο 5 παράγραφος 3). Το εκτιμώμενο κόστος της απάντησης για μια μεμονωμένη ΜΜΕ κυμαίνεται από 300 έως 1.000 EUR ανά αίτημα με ένα πρόσθετο δυνητικό κόστος παροχής νομικών συμβουλών ύψους 1.000 EUR, περίπου 25% του εκτιμώμενου κόστους απάντησης για μια μεγάλη επιχείρηση.

Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την εν λόγω πρόταση για να αποφευχθεί η επιβολή δυσανάλογου διοικητικού φόρτου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι δεν θα είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς σχετικές πληροφορίες.

Από την καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θα επωφεληθούν επιχειρήσεις κάθε μεγέθους χάρη στις περισσότερο στοχευμένες δράσεις επιβολής από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, μεταξύ άλλων στον τομέα της εσωτερικής αγοράς.

Η πρόταση δεν προσδιορίζει κανένα συγκεκριμένο μορφότυπο ή δίαυλο επικοινωνίας για την επεξεργασία των αιτημάτων για πληροφορίες· είναι ουδέτερη όσον αφορά τις εξελίξεις στις τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας (ΤΠΕ).

Θεμελιώδη δικαιώματα

Η παρούσα πρόταση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμπεριλαμβάνει διασφαλίσεις και εγγυήσεις που λαμβάνουν δεόντως υπόψη το έννομο ενδιαφέρον των επιχειρήσεων να προστατεύσουν το επιχειρηματικό τους απόρρητο: άρθρο 7 (προστασία πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα) και άρθρο 16 (επαγγελματικό απόρρητο) της πρότασης (βλ. άρθρο 7 του κεφαλαίου). Η πρόταση συνάδει επίσης με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ. άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και είναι συνεπής με τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή (βλ. άρθρο 41 του Χάρτη). Η πρόταση τηρεί, στο μέτρο που οι αποδέκτες των αιτήσεων πληροφοριών μπορούν να προσφύγουν ενώπιον του ΔΕΕ, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47 του Χάρτη). Οι κανόνες σχετικά με την ενδεχόμενη επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας και της αναλογικότητας των κυρώσεων (βλ. άρθρο 48 και 49 του Χάρτη).

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η παρούσα πρωτοβουλία δεν δημιουργεί πρόσθετο σύστημα επιβολής που να χρειάζεται να εφαρμόσει η Επιτροπή. Αντ’ αυτού, παρέχει στην Επιτροπή ένα ειδικό εργαλείο έσχατης ανάγκης που πρέπει να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών και δράσεων εφαρμογής. Εκτιμάται ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να επιβαρυνθεί με έξοδα για την ετήσια συλλογή και ανάλυση των δεδομένων που κυμαίνονται μεταξύ 120.000 και 430.000 EUR, αν υποτεθεί ότι κάθε έτος υποβάλλονται πέντε αιτήματα για πληροφορίες 23 . Τα έξοδα της Επιτροπής που αναφέρονται ανωτέρω δεν απαιτούν νέες δημοσιονομικές ανάγκες, παρά μόνο την αναδιάταξη του υπάρχοντος προσωπικού και υποδομών.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την εφαρμογή του κανονισμού με σκοπό την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητάς του. Θα επαφίεται στα ακόλουθα κριτήρια: στον έκτακτο χαρακτήρα της χρήσης του κανονισμού, στη συνεργασία με τους αποδέκτες του αιτήματος για πληροφορίες όσον αφορά την παροχή τις εν λόγω πληροφορίες και στην ποιότητα των συλλεγόμενων πληροφοριών. Η Επιτροπή θα καταχωρίζει τα αναγκαία στοιχεία (π.χ. ετήσια χρήση του εργαλείου, τομέας της εσωτερικής αγοράς, επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που καλύπτονται, επικαιρότητα, πληρότητα, ακρίβεια και ποιότητα των απαντήσεων, ποσοστό απόκρισης, αν η χρήση του εργαλείου είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη εφαρμογή των κανόνων από την Επιτροπή). Θα πραγματοποιήσει εθελοντικές έρευνες ανατροφοδότησης για σκοπούς παρακολούθησης που απευθύνονται σε επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτονται από τα αιτήματα, ώστε να σφυγμομετρήσει τη γνώμη τους σχετικά με τη διαδικασία. Επιπλέον, η Επιτροπή θα παρακολουθεί επίσης τη χρησιμότητα του εργαλείου αυτού (π.χ. ποσοστό επιτυχίας των διαδικασιών επί παραβάσει, παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων φορέων σχετικά με το θέμα). Τα αποτελέσματα αυτών των δραστηριοτήτων παρακολούθησης θα αξιολογηθούν μετά από πέντε έτη εφαρμογής του κανονισμού. Η Επιτροπή πρέπει να εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού κάθε δύο έτη.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Το κεφάλαιο I (Γενικές διατάξεις) περιλαμβάνει το αντικείμενο, το πεδίο εφαρμογής και τους ορισμούς (άρθρα 1 έως 4). Αναθέτει στην Επιτροπή (άρθρο 4) την εξουσία να ζητεί πληροφορίες απευθείας από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση ενός σοβαρού προβλήματος που αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου που απειλεί να υπονομεύσει την επίτευξη ενός σημαντικού στόχου πολιτικής της Ένωσης.

Το κεφάλαιο II καθορίζει τους όρους και τη διαδικασία για την αναζήτηση πληροφοριών. Το άρθρο 5 περιορίζει την εξουσία της Επιτροπής να δρα ως μέτρο έσχατης λύσης σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να λάβει τις πληροφορίες από άλλες πηγές με κατάλληλο, επαρκή ή έγκαιρο τρόπο. Η Επιτροπή οφείλει να λάβει προηγουμένως απόφαση δηλώνοντας την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την εν λόγω εξουσία, εξηγώντας το φερόμενο σοβαρό πρόβλημα, τις πληροφορίες που ζητούνται, τον λόγο για τον οποίο ζητήθηκαν οι πληροφορίες, γιατί άλλα μέσα για να λάβουν τις πληροφορίες αυτές απέτυχαν και τα κριτήρια για την επιλογή των αποδεκτών των αιτημάτων (οι οποίοι δεν μπορεί να περιλαμβάνουν πολύ μικρές επιχειρήσεις). Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια να ζητεί πληροφορίες που ο παραλήπτης του αιτήματος είναι σε θέση να παράσχει. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή κράτη μέλη θα είναι οι αποδέκτες της προηγούμενης απόφασης και η Επιτροπή υποχρεούται να την κοινοποιήσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση. Το άρθρο 6 προβλέπει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται όταν ζητούνται πληροφορίες: η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις επιχειρήσεις ή από τις ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες κατόπιν απλού αιτήματος ή απόφασης και οφείλει να ενημερώσει το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο αποδέκτης του αιτήματος. Όταν η Επιτροπή κινεί διαδικασία επί παραβάσει σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, υποχρεούται να παρέχει στο κράτος μέλος το οποίο αφορά η διαδικασία αντίγραφο όλων των αιτημάτων για πληροφορίες που εκδίδονται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η καταστατική έδρα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων. Το άρθρο 7 αφορά τις απαντήσεις στα αιτήματα και την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές υποχρεώνουν την Επιτροπή να διαβιβάσει στο κράτος μέλος το οποίο αφορά το αίτημα τις απαντήσεις που ελήφθησαν, στον βαθμό που είναι συναφείς για μια επίσημη διαδικασία επί παραβάσει κατά του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ. Εάν η απάντηση περιλαμβάνει πληροφορίες που είναι εμπιστευτικές έναντι του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή θα διαβιβάσει μόνο τη μη εμπιστευτική εκδοχή της υποβολής. Το άρθρο 8 περιορίζει τη χρήση των συλλεγόμενων πληροφοριών στον σκοπό που καθορίζεται στο άρθρο 4.

Το κεφάλαιο III (άρθρα 9 έως 13) θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τα πρόστιμα και τις περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν ο απαντών παρέχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή εάν, σε απάντηση στο αίτημα που υποβλήθηκε δυνάμει επίσημης απόφασης της Επιτροπής, παρέχει ελλιπείς πληροφορίες ή καμία απολύτως πληροφορία. Οι κανόνες αυτοί ακολουθούν το υπόδειγμα του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 που εφαρμόζονται στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

Το κεφάλαιο IV (Τελικές διατάξεις – άρθρα 14 έως 19) καθορίζει κανόνες για την παράταση των προθεσμιών, τη δημοσίευση των αποφάσεων της Επιτροπής, τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, την προστασία των δεδομένων (οι υπάλληλοι της ΕΕ ήδη δεσμεύονται από παρόμοιες υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ), την υποχρέωση της Επιτροπής όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων και την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

2017/0087 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τον καθορισμό των όρων και της διαδικασίας μέσω της οποίας η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες σε σχέση με την εσωτερική αγορά και άλλους συναφείς τομείς

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2, τα άρθρα 91, 100, 114, 192, το άρθρο 194 παράγραφος 2 και το άρθρο 337,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 24 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών 25 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η εγκαθίδρυση εσωτερικής αγοράς αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της ΕΕ, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Ένωση θεσπίζει τα μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Η εσωτερική αγορά έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες και οικονομίες κλίμακας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, έχει δημιουργήσει θέσεις εργασίας, έχει προσφέρει περισσότερες επιλογές σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και επέτρεψε στους ευρωπαίους πολίτες να ζουν, να σπουδάζουν και να εργάζονται στην Ένωση. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, οι σημαντικές δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς παραμένουν και οι Ευρωπαίοι πολίτες και επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να επωφεληθούν πλήρως από την εσωτερική αγορά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ανεπαρκείς πληροφορίες που επηρεάζουν τη δράση της Επιτροπής για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στον τομέα της εσωτερικής αγοράς αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων στις εμπορικές συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς λόγω μη συντονισμένων εθνικών δραστηριοτήτων επιβολής ή της πολυσχιδούς ανάπτυξης εθνικών κανονιστικών λύσεων στα προβλήματα αυτά.

(2)Το άρθρο 337 της ΣΛΕΕ προβλέπει την αρμοδιότητα της Επιτροπής, εντός των ορίων και υπό τους όρους που μπορεί να ορίσει το Συμβούλιο, ενεργώντας με απλή πλειοψηφία, να συλλέγει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ωστόσο, στην υπόθεση C-490/10, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση που η συλλογή των πληροφοριών συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη των στόχων μιας δεδομένης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πράξη περί καθορισμού των προϋποθέσεων της εν λόγω συλλογής πρέπει να στηρίζεται στη νομική βάση που αφορά την εν λόγω πολιτική. Ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει μόνο ένα πλαίσιο εντός του οποίου η Επιτροπή μπορεί να συλλέγει πληροφορίες από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων, αλλά και για μέτρα για την επιβολή των αιτημάτων για πληροφορίες. Επομένως, λαμβάνοντας αφενός πλήρως υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή αντλεί τη εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες απευθείας από τη Συνθήκη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασιστεί, εκτός του άρθρου 337 ΣΛΕΕ, και στο προηγούμενο άρθρο 43 παράγραφος 2, στα άρθρα 91, 100, 192 και στο άρθρο 194 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου οι διαφορές μεταξύ εθνικών κανόνων είναι τέτοιες που παρεμποδίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες ή όπου είναι απαραίτητο για να προληφθεί η εμφάνιση δυσκολιών στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3)Ο εντοπισμός και, ανάλογα με την περίπτωση, η αντιμετώπιση των εν λόγω δυσκολιών με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο απαιτεί έγκαιρη πρόσβαση σε πλήρεις, ακριβείς και αξιόπιστες ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες για την αγορά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή ενεργεί ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της ΣΕΕ με το οποίο ανατίθενται στην Επιτροπή τα καθήκοντα για να διασφαλίζει την εφαρμογή των Συνθηκών και των μέτρων που θεσπίζουν τα θεσμικά όργανα σύμφωνα με αυτές, καθώς και για να επιβλέπει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όπως ορίζονται από το Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στην Επιτροπή να προσκομίσει στο Δικαστήριο όλα τα πραγματικά στοιχεία για να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις πληροφορίες για την αγορά που χρειάζονται προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει κατά πόσον έχει παραβιαστεί το ενωσιακό δίκαιο.

(4)Η Επιτροπή δεν διαθέτει γενικές δικές της εξουσίες έρευνας που να τη βοηθούν να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της εσωτερικής αγοράς. Οι υφιστάμενες εξουσίες έρευνας που αφορούν τους κανόνες του ανταγωνισμού, όπως προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου 26 , τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου 27 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου 28 , περιορίζονται από τη νομική τους βάση σε καθορισμένους τομείς και δεν επιτρέπουν τη συλλογή και χρήση των συγκεντρωθεισών πληροφοριών για άλλους σκοπούς πολιτικής που σχετίζονται με την εσωτερική αγορά.

(5)Όπως έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου η Επιτροπή, ενώ μπορεί να βασίζεται σε ενδείξεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα στοιχεία που παρέχονται από τους καταγγέλλοντες, από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, καθώς και από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση, όπως υπενθυμίζει πολλές φορές και το Δικαστήριο, να διευκολύνουν τα καθήκοντα της Επιτροπής, μεταξύ άλλων στον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορεί να μην έχουν πάντοτε πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες για την αγορά τις οποίες χρειάζεται η Επιτροπή για την εκτέλεση των καθηκόντων της ή οι εθνικοί τους κανόνες για τη συλλογή πληροφοριών μπορεί να τα εμποδίζουν να κοινοποιήσουν τις πληροφορίες που συλλέγονται.

(6)Για να συμπληρωθούν οι πληροφορίες που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών, ιδίως των καταγγελλόντων. Ωστόσο, σε ορισμένες πολύπλοκες υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, η Επιτροπή θα πρέπει, προκειμένου να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση, να συμπληρώσει τις πληροφορίες που ελήφθησαν μέσω των διαύλων αυτών ώστε να εξασφαλίζει, για παράδειγμα, ότι είναι απολύτως ακριβείς ή οι πληροφορίες από διάφορα κράτη μέλη είναι συγκρίσιμες. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί πάντα να βασίζεται σε επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις δράσεις επιβολής, καθώς υπάρχει χρονική καθυστέρηση στην παραγωγή τους και ενδέχεται να μην είναι πάντοτε επαρκώς λεπτομερή ή αναλυτικά για τους σκοπούς ενασχόλησης με συγκεκριμένες περιπτώσεις.

(7)Αν και το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο όσον αφορά τα μέσα που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την απόκτηση πληροφοριών για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στους κανόνες εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς λειτουργεί αποτελεσματικά στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, εμφανίζονται προκλήσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου χρειάζονται λεπτομερή, συγκρίσιμα, ενημερωμένα και συχνά εμπιστευτικά συγκεκριμένα στοιχεία της αγοράς εντός περιορισμένου χρονικού πλαισίου. Πράγματι, μια υγιής οικονομική ανάλυση είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για να αξιολογηθεί η ύπαρξη δυσκολιών στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε περίπλοκες υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, ιδίως όταν αυτές οι υποθέσεις αφορούν ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές, νέες οικονομικές δραστηριότητες ή νέα επιχειρηματικά μοντέλα τα οποία αμφισβητούν τις ισχύουσες οικονομικές παραδοχές. Ωστόσο, η διεκπεραίωση των εν λόγω εκτιμήσεων μπορεί να είναι δύσκολη λόγω της έλλειψης επαρκών και συγκρίσιμων πληροφοριών. Αυτό δυσχεραίνει το καθήκον της Επιτροπής να εξασφαλίζει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στις συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις.

(8)Όπου λεπτομερείς, συγκρίσιμες, ενημερωμένες, και συχνά εμπιστευτικές πληροφορίες της αγοράς μπορούν να παρασχεθούν εγκαίρως μόνο από τους παράγοντες της αγοράς, κρίνεται σκόπιμο, ως έσχατη λύση, να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν απευθείας έγκαιρες, πλήρεις, ακριβείς και αξιόπιστες ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες της αγοράς εκεί όπου άλλες πηγές πληροφοριών έχουν αποδειχθεί ανέφικτες, ανεπαρκείς ή αναποτελεσματικές. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρέπει πρώτα να εκδώσει απόφαση στην οποία αναφέρει τον λόγο για τον οποίο άλλα μέσα απόκτησης των απαραίτητων πληροφοριών έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά. Εξυπακούεται ότι η έννοια της επιχείρησης χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία σε άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου, ειδικότερα στο δίκαιο περί ανταγωνισμού.

(9)Για να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη θα εμπλακούν στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, αντικατοπτρίζοντας την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, κρίνεται κατάλληλο να προβλεφθεί ότι κοινοποιείται στο οικείο κράτος μέλος ή στα οικεία κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής που δηλώνει την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την εξουσία να ζητά πληροφορίες από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού

(10)Μια τέτοια εξουσιοδότηση δεν στοχεύει στη δημιουργία νέων εξουσιών επιβολής για την Επιτροπή, όπως, συγκεκριμένα, η εξουσία να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της εσωτερικής αγοράς κατά μεμονωμένων συμμετεχόντων στην αγορά. Αντίθετα, σκοπός της είναι να παράσχει στην Επιτροπή συμπληρωματικές διερευνητικές ικανότητες, όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή βάσει της ΣΛΕΕ, ώστε να διασφαλίσει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε σχέση με τον στόχο της εγκαθίδρυσης και της διασφάλισης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια πλήρως λειτουργική εσωτερική αγορά, κρίνεται κατάλληλο να διασαφηνιστεί ότι μια τέτοια εξουσιοδότηση καλύπτει και τους οικονομικούς τομείς εντός της εσωτερικής αγοράς για τους οποίους η ΣΛΕΕ έχει προβλέψει κοινές πολιτικές: γεωργία και αλιεία (εξαιρουμένης της διατήρησης των θαλάσσιων βιολογικών πόρων), μεταφορές, περιβάλλον και ενέργεια.

(11)Για να είναι αποτελεσματικό το ερευνητικό εργαλείο, οι πληροφορίες που ζητούνται θα πρέπει να αφορούν την εφαρμογή του σχετικού ενωσιακού δικαίου. Μπορεί να αποτελούνται, για παράδειγμα, από πραγματικά δεδομένα της αγοράς συμπεριλαμβανομένης της διάρθρωσης του κόστους, την πολιτικής τιμολόγησης, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ή τα χαρακτηριστικά της γεωγραφικής κατανομής των πελατών και των προμηθευτών. Μπορεί επίσης να συνίστανται σε τεκμηριωμένη ανάλυση επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως σε σχέση με την αντίληψη περί ρυθμιστικών εμποδίων και εμποδίων εισόδου στην αγορά και με το κόστος των διασυνοριακών επιχειρήσεων. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος της απάντησης σε αιτήματα για πληροφορίες, τα αιτήματα αυτά θα πρέπει να καλύπτουν μόνο τις πληροφορίες που είναι πιθανόν να βρίσκονται στη διάθεση της εμπλεκόμενης επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.

(12)Κατά την έκδοση αιτημάτων παροχής πληροφοριών προς επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προβεί σε προσεκτική επιλογή των αποδεκτών των αιτημάτων, ώστε να απευθύνονται μόνο στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που μπορούν να παράσχουν επαρκείς σχετικές πληροφορίες, και δη σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις στα οικεία κράτη μέλη. Τα εν λόγω αιτήματα για πληροφορίες έχουν ως στόχο την επίλυση ενός εικαζόμενου, δηλαδή με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, σοβαρού προβλήματος στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στους τομείς της εσωτερικής αγοράς, της γεωργίας και της αλιείας (με την εξαίρεση της διατήρησης των θαλάσσιων βιολογικών πόρων), των μεταφορών, του περιβάλλοντος και της ενέργειας. Σκοπός τους δεν είναι να ασκήσουν δίωξη στις επιχειρήσεις για τη συμπεριφορά τους η οποία ενδεχομένως αποτελεί τη βάση του προβλήματος. Κατά συνέπεια, οι κυρώσεις που προβλέπονται στο εργαλείο είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπίζουν αποκλειστικά δύο περιπτώσεις. Καλύπτουν μόνο την εκ προθέσεως ή λόγω βαρείας αμελείας έλλειψη απάντησης σε αίτημα για πληροφορίες και την εκ προθέσεως ή λόγω βαρείας αμελείας εσφαλμένη, ατελή ή παραπλανητική απάντηση. Οι συλλεγόμενες πληροφορίες, εφόσον είναι συναφείς, θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να αποσαφηνίσουν περιπτώσεις όπου επιχειρήσεις δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με τη νομοθεσία, με σκοπό τη βελτίωση της ορθής εφαρμογής των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να αποφευχθεί η δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι απίθανο να είναι σε θέση να παρέχουν σχετικές πληροφορίες, η Επιτροπή θα πρέπει να αποκλείεται από την έκδοση αιτημάτων για πληροφορίες απευθυνόμενων σε αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων. Κατά την έκδοση αιτημάτων για πληροφορίες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Ενώ οι ΜΜΕ είναι απίθανο να λειτουργήσουν σε μεγαλύτερη κλίμακα που να τους επιτρέψει να επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα της αγοράς, οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τις ΜΜΕ μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες για την ενημέρωση της Επιτροπής σχετικά με τις δυσκολίες στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι πληροφορίες που είναι ευχερώς διαθέσιμες στις ΜΜΕ μπορεί να έχουν ανεπίσημο χαρακτήρα αλλά θα μπορούσαν παρόλ’ αυτά να προειδοποιήσουν την Επιτροπή για τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ στην ενιαία αγορά. Οι ΜΜΕ κανονικά ούτε πρόκειται ούτε πρέπει να επιβαρυνθούν με σημαντικές πρόσθετες δαπάνες για τη συλλογή δεδομένων ως απάντηση σε αυτό το εργαλείο. Λόγω της σχετικά ασθενέστερης διαπραγματευτικής θέσης τους στην αλυσίδα προστιθέμενης αξίας, οι ΜΜΕ ενδέχεται να είναι πιο πρόθυμες να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο διαδικασίας που τηρεί πλήρως την εμπιστευτικότητα και την ανωνυμία. Η επίλυση μιας δυσκολίας στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς θα μπορούσε να είναι προς όφελος συγκεκριμένα των ΜΜΕ, δεδομένου ότι συχνά οι μικρές καινοτόμες επιχειρήσεις είναι αυτές που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα εμπόδια όταν επιχειρούν να ξεκινήσουν και να αναπτυχθούν σε ολόκληρη την ενιαία αγορά. Για λόγους συνέπειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ορισμοί της «πολύ μικρής επιχείρησης», «μικρής επιχείρησης» και «μεσαίας επιχείρησης» της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 29 .

(13)Προς το συμφέρον της συνοχής κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στον τομέα της εσωτερικής αγοράς καθώς και στη γεωργία, την αλιεία (με εξαίρεση τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων), τις μεταφορές, το περιβάλλον και την ενέργεια, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν μηχανισμοί για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών σε σχέση με τα αιτήματα για πληροφορίες και, όπου κρίνεται κατάλληλο, τις απαντήσεις στα αιτήματα αυτά, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

(14)Το εργαλείο έρευνας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τη διασφάλιση της εφαρμογής από την Επιτροπή του ενωσιακού δικαίου στον τομέα της εσωτερικής αγοράς. Είναι επίσης χρήσιμο για κάθε μεταγενέστερη δράση επιβολής κυρώσεων από τα οικεία κράτη μέλη που απαιτούν τη χρήση των σχετικών πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν με τη χρήση αυτής της εξουσίας και γνωστοποιήθηκαν από την Επιτροπή στα οικεία κράτη μέλη. Επιπλέον, σε περίπτωση δυσκολιών κατά την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να συμμορφωθούν με τη νομοθεσία λόγω έλλειψης νομικής σαφήνειας, το εν λόγω εργαλείο έρευνας θα μπορούσε επίσης να φανεί χρήσιμο, εφόσον άλλα εργαλεία και πηγές σχετικών πληροφοριών έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή, στο να συμβάλει στη σύλληψη ή τον σχεδιασμό ρυθμιστικών λύσεων. Είναι επίσης σκόπιμο να μην επιτραπεί η χρήση των πληροφοριών αυτών για άλλους σκοπούς, ιδίως για την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται επαναχρησιμοποιούνται.

(15)Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλει τη συμμόρφωση με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνονται σε κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιβολή αναλογικών προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται μέσω απόφασης. Κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας (συμπεριλαμβανομένων πτυχών της καταλληλότητας), ιδίως όσον αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Τα δικαιώματα των μερών που έχουν κληθεί να παράσχουν πληροφορίες πρέπει να προστατεύονται, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης περί επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών.

(16)Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας (συμπεριλαμβανομένων των πτυχών της καταλληλότητας), η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να μειώνει τις χρηματικές ποινές ή να τις ακυρώνει τελείως, όταν οι αποδέκτες των αιτήσεων πληροφοριών παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες, έστω και μετά τη λήξη της προθεσμίας. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι επίσης σκόπιμο να θεσπισθούν προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.

(17)Το Δικαστήριο θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, να έχει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή δυνάμει του παρόντος κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι το Δικαστήριο μπορεί να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που επιβάλλει η Επιτροπή.

(18)Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας του δικαίου, είναι σκόπιμο να ενημερώνεται το κοινό για τις αποφάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή, όταν δημοσιεύει τις αποφάσεις της, θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες για το επαγγελματικό απόρρητο, οι οποίοι περιλαμβάνουν και την προστασία όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ.

(19)Η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή ζημία στην επιχείρηση αυτή. Επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων, ειδικότερα την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου. Για να εξασφαλιστεί ότι τα επιχειρηματικά απόρρητα και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που υποβάλλει πληροφορίες θα πρέπει να προσδιορίζει σαφώς ποιες πληροφορίες θεωρεί εμπιστευτικές και τους λόγους για τους οποίους είναι εμπιστευτικές. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να κοινοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από τους απαντώντες στο οικείο κράτος μέλος, εκτός εάν έχει προηγουμένως λάβει τη συγκατάθεσή τους για την κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών. Ο οικείος απαντών θα πρέπει να υποχρεούται να υποβάλει στην Επιτροπή χωριστή, μη εμπιστευτική εκδοχή των πληροφοριών, η οποία θα μπορεί να κοινοποιηθεί στο οικείο κράτος μέλος. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πληροφορίες που χαρακτηρίζονται εμπιστευτικές δεν φαίνεται να καλύπτονται από υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου, είναι σκόπιμο να υπάρχει ένας μηχανισμός βάσει του οποίου η Επιτροπή να μπορεί να αποφασίζει σε ποιο βαθμό μπορούν να κοινολογηθούν οι πληροφορίες αυτές. Κάθε τέτοια απόφαση με την οποία απορρίπτεται ισχυρισμός περί εμπιστευτικότητας μιας πληροφορίας θα πρέπει να αναφέρει μια χρονική περίοδο, στο τέλος της οποίας θα κοινοποιούνται τα στοιχεία, ούτως ώστε ο απαντών να μπορεί να κάνει χρήση οποιασδήποτε δικαστικής προστασίας έχει στη διάθεσή του, περιλαμβανομένου κάθε προσωρινού μέτρου. Τα δικαιώματα του απαντώντος πρέπει να προστατεύονται, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τις απόψεις του πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που απορρίπτει τον ισχυρισμό περί εμπιστευτικότητας .

(20)Λαμβάνοντας υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του εργαλείου έρευνας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό και με σκοπό τον έλεγχο της αναλογικότητας της χρήσης του, η Επιτροπή συντάσσει κάθε δύο χρόνια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(21)Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται ειδικότερα στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός επιδιώκει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, ιδίως της πρόσβασης σε φακέλους, σεβόμενος παράλληλα το επιχειρηματικό απόρρητο, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το δικαίωμα της υπεράσπισης, καθώς και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των κυρώσεων.

(22)Στις περιπτώσεις που τα μέτρα που προβλέπει ο παρών κανονισμός συνεπάγονται την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τα μέτρα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως την οδηγία 95/46/ΕΚ 30 . Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 31 .

(23)Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η διευκόλυνση της πρόσβασης της Επιτροπής σε πληροφορίες σχετικά με την αγορά που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων της ώστε να επιτευχθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(24)Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις εξουσίες έρευνας των κρατών μελών. Ο παρών κανονισμός δεν έχει ως στόχο να τροποποιήσει, να περιορίσει ή να ακυρώσει τις εξουσίες έρευνας τις οποίες έχουν ήδη λάβει η Επιτροπή ή τα θεσμικά όργανα, γραφεία και οργανισμοί της Ένωσης δυνάμει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής οι οποίες αφορούν την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(25)Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και εξέδωσε τη γνωμοδότησή του στις […].

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τα ακόλουθα:

α)τους όρους υπό τους οποίους η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να της παράσχουν πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Επιτροπή σε σχέση με τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 2·

β)τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την υποβολή αιτήματος για τις πληροφορίες αυτές.

2.Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων που επιτρέπουν στην Επιτροπή ή τα θεσμικά όργανα, τα γραφεία και τους οργανισμούς της Ένωσης να συγκεντρώνουν ή να αιτούνται πληροφορίες.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους ακόλουθους τομείς:

1)την εσωτερική αγορά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 της Συνθήκης·

2)τη γεωργία και την αλιεία, με εξαίρεση τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων·

3)τις μεταφορές·

4)το περιβάλλον·

5)την ενέργεια.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)«πολύ μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

2)«μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

3)«μεσαία επιχείρηση»: επιχείρηση όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

Άρθρο 4

Εξουσία υποβολής αιτήματος για πληροφορίες από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων

Στις περιπτώσεις όπου μια σοβαρή δυσκολία στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου κινδυνεύει να υπονομεύσει την επίτευξη ενός σημαντικού στόχου πολιτικής της Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει αίτημα για πληροφορίες από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙ, με σκοπό την αντιμετώπιση της προαναφερθείσας δυσκολίας.

Κεφάλαιο II

Προϋποθέσεις και διαδικασία σχετικά με το αίτημα για πληροφορίες

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις

1.Η Επιτροπή χρησιμοποιεί μόνο την εξουσία να υποβάλει αίτημα για πληροφορίες από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, εφόσον οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή και οι οποίες είναι αναγκαίες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 4 δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλες και δεν είναι δυνατόν να ληφθούν εγκαίρως για τους ακόλουθους λόγους:

α)οι πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται σε πηγή διαθέσιμη στο κοινό· και

β)οι πληροφορίες δεν έχουν παρασχεθεί από κράτος μέλος κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής· ή

γ)οι πληροφορίες δεν έχουν παρασχεθεί από νομικό ή φυσικό πρόσωπο.

2.Πριν υποβάλει αίτημα για πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 6, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση, αναφέροντας την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την εξουσία να υποβάλει αίτημα για πληροφορίες από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)συνοπτική περιγραφή της εικαζόμενης σοβαρής δυσκολίας διασυνοριακής διάστασης στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και τους λόγους για τους οποίους μια τέτοια δυσκολία κινδυνεύει να υπονομεύσει την επίτευξη ενός σημαντικού στόχου της Ένωσης·

β)συνοπτική περιγραφή των πληροφοριών που θα ζητηθούν·

γ)τεκμηριωμένη εξήγηση των λόγων για τους οποίους οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 4·

δ)τεκμηριωμένη εξήγηση των λόγων για τους οποίους άλλα μέσα για τη συγκέντρωση των πληροφοριών αυτών αποδείχθηκαν ανεπαρκή ή ακατάλληλα ή οι πληροφορίες δεν μπορούν να ληφθούν εγκαίρως για την ημερομηνία·

ε)τα κριτήρια για την επιλογή των αποδεκτών των αιτημάτων για πληροφορίες

Η απόφαση απευθύνεται στο οικείο κράτος μέλος ή τα οικεία κράτη μέλη. Η Επιτροπή ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος ή τα οικεία κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση.

3.Οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά το αίτημα που αναφέρεται στο άρθρο 4 υποχρεούνται να παρέχουν μόνο πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους.

Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως όσον αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Άρθρο 6

Αίτημα για πληροφορίες που απευθύνεται σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων

1.Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν απλού αιτήματος ή βάσει απόφασης, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να της παράσχουν πληροφορίες.

Κατά την επιλογή των αποδεκτών των αιτημάτων για πληροφορίες, σκοπός της Επιτροπής είναι να εξασφαλίσει ότι τα αιτήματα αυτά απευθύνονται μόνο στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που είναι σε θέση να παρέχουν σχετικές πληροφορίες.

Η Επιτροπή δεν εκδίδει αιτήματα για πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, εκτός εάν αποτελούν μέρος ομίλου επιχειρήσεων, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον μικρός όμιλος όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

2.Το απλό αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει τη νομική βάση και τον σκοπό του, να προσδιορίζει τις ζητούμενες πληροφορίες και να ορίζει αναλογική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες. Αναφέρονται επίσης τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 για την υποβολή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

3.Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει τη νομική βάση, τον σκοπό του αιτήματος, να προσδιορίζει τις ζητούμενες πληροφορίες και να ορίζει αναλογική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες. Επίσης, αναφέρονται τα πρόστιμα που προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 1 και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 2, αναλόγως.

Αναφέρεται επίσης το δικαίωμα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων για προσβολή της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων μπορούν να ζητήσουν παράταση της προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 14.

4.Η Επιτροπή διαβιβάζει ταυτόχρονα αντίγραφο του απλού αιτήματος ή της απόφασης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.

Όταν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία επί παραβάσει σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέχει στο κράτος μέλος το οποίο αφορά η διαδικασία αντίγραφο όλων των απλών αιτημάτων ή των αποφάσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και που εκδίδονται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η καταστατική έδρα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.

5.Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 απευθύνονται στην οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Η Επιτροπή κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τις αποφάσεις αυτές στον αποδέκτη.

Άρθρο 7

Απαντήσεις στα αιτήματα για πληροφορίες και προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών

1.Οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που παρέχουν πληροφορίες μετά από αίτημα της Επιτροπής για πληροφορίες βάσει του άρθρου 5 υποβάλλουν τις απαντήσεις τους στην Επιτροπή με σαφή, πλήρη και ακριβή τρόπο.

2.Η Επιτροπή παρέχει τη δυνατότητα στον αποδέκτη να αναφέρει τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί ότι καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

Η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που υποβάλλει πληροφορίες βάσει του άρθρου 5 αναφέρει σαφώς ποιες πληροφορίες θεωρεί εμπιστευτικές, παραθέτοντας τους λόγους για τον ισχυρισμό περί εμπιστευτικότητας, και υποβάλλει στην Επιτροπή χωριστή, μη εμπιστευτική εκδοχή των παρατηρήσεων. Όταν οι πληροφορίες πρέπει να υποβάλλονται εντός ορισμένης προθεσμίας, η ίδια προθεσμία ισχύει για την υποβολή της μη εμπιστευτικής εκδοχής.

3.Η Επιτροπή διαβιβάζει στο κράτος μέλος το οποίο αφορά το αίτημα τις απαντήσεις που ελήφθησαν, στον βαθμό που είναι συναφείς για μια επίσημη διαδικασία επί παραβάσει κατά του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ. Εάν η απάντηση δυνάμει του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει πληροφορίες που είναι εμπιστευτικές έναντι του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή θα διαβιβάσει μόνο τη μη εμπιστευτική εκδοχή της υποβολής.

4.Η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσον ο ισχυρισμός περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τις απαντούσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δυνάμει του εδαφίου 2 της παραγράφου 2 να είναι άρτια θεμελιωμένος και σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας.

Αφού δώσει στην οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων τη δυνατότητα να καταστήσει γνωστές τις απόψεις της, η Επιτροπή μπορεί να λάβει απόφαση με την οποία να διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες που φέρονται ως εμπιστευτικές δεν προστατεύονται και να καθορίζει χρονική περίοδο στο τέλος της οποίας οι πληροφορίες θα αποκαλύπτονται. Η περίοδος αυτή δεν πρέπει να είναι μικρότερη από έναν μήνα.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στην οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 8

Χρήση των πληροφοριών που συλλέγει η Επιτροπή

Η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τις πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 5 για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 4.

Η Επιτροπή μπορεί να περιλαμβάνει μόνο τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων σε έγγραφα που πρέπει να διαβιβάζονται σε τρίτους ή να δημοσιοποιούνται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)όταν οι εν λόγω πληροφορίες είναι σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή ή εν πάση περιπτώσει σε μορφή τέτοια που οι μεμονωμένες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν μπορούν να προσδιοριστούν·

β)όταν η Επιτροπή έχει λάβει προηγουμένως τη συγκατάθεση του απαντώντα να γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες·

γ)στις περιπτώσεις όπου η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών σε ένα κράτος μέλος είναι αναγκαία για να τεκμηριωθεί παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, υπό τον όρο ότι ο απαντών είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του πριν από τη λήψη απόφασης, καθώς και να κάνει χρήση των διαθέσιμων ένδικων μέσων πριν από τη γνωστοποίηση.

Οι πληροφορίες που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί από την Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιηθούν για σκοπό άλλον από εκείνον που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

Κεφάλαιο III

Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές

Άρθρο 9

Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές

1.Η Επιτροπή, εάν κριθεί αναγκαίο και αναλογικό, μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμελείας:

α)παρέχουν ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία κατά την απάντησή τους σε αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2·

β)παρέχουν ανακριβείς, ελλιπείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, κατά την απάντηση σε αίτημα που τους υποβλήθηκε με απόφαση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3, ή δεν παρέχουν πληροφορίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2.Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων περιοδικές χρηματικές ποινές, όταν μια επιχείρηση παραλείπει να παράσχει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας όπως έχει ζητήσει η Επιτροπή με απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

Οι περιοδικές χρηματικές ποινές δεν υπερβαίνουν το 5% του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης ή ένωσης αυτών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε εργάσιμη ημέρα καθυστέρησης, υπολογισμένο από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση, έως ότου οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων παράσχουν τις πληροφορίες που ζητά ή απαιτεί η Επιτροπή.

3.Όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή, πριν από την επιβολή προστίμου ή ποινής, θέτει τελική προθεσμία δύο εβδομάδων για να λάβει τις πληροφορίες που λείπουν.

4.Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης του άρθρου 6 παράγραφος 1, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας ιδίως όσον αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής.

5.Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων εκπληρώσουν την υποχρέωση για την τήρηση της οποίας επιβλήθηκε περιοδική χρηματική ποινή, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή να ακυρώσει το ποσό της χρηματικής ποινής.

6.Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, η Επιτροπή παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους.

Άρθρο 10

Παραγραφή για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών

1.Η εξουσία που ανατίθεται στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής.

2.Η προθεσμία της παραγράφου 1 αρχίζει να ισχύει την ημέρα διάπραξης της παράβασης κατά το άρθρο 9. Εντούτοις, σε περίπτωση συνεχών ή επανειλημμένων παραβάσεων του άρθρου 6 παράγραφος 1, η προθεσμία αρχίζει να ισχύει την ημέρα τερματισμού της παράβασης.

3.Κάθε ενέργεια της Επιτροπής με σκοπό την έρευνα ή την παρακολούθηση πιθανής παράβασης του άρθρου 6 παράγραφος 1 διακόπτει την παραγραφή που ισχύει για την επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, με ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία η προσφυγή κοινοποιείται στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων.

4.Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή. Ωστόσο, η παραγραφή εκπνέει το αργότερο την ημέρα κατά την οποία παρέρχεται χρονικό διάστημα έξι ετών χωρίς η Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο αναστολής της παραγραφής σύμφωνα με την παράγραφο 5.

5.Η παραγραφή που ισχύει για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών αναστέλλεται για όσο καιρό η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 11

Παραγραφή της εκτέλεσης των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.Η εξουσία της Επιτροπής να εκτελεί τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 υπόκειται σε πενταετή προθεσμία παραγραφής.

2.Η παραγραφή της παραγράφου 1 αρχίζει να ισχύει την ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατά το άρθρο 9 καθίσταται οριστική.

3.Η παραγραφή της παραγράφου 1 διακόπτεται:

α)με την κοινοποίηση απόφασης η οποία τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής ή απορρίπτει αίτημα τροποποίησής του·

β)από κάθε πράξη κράτους μέλους, που ενεργεί κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ή της Επιτροπής, η οποία αποσκοπεί στην αναγκαστική εκτέλεση της πληρωμής του ποσού του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής.

4.Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή.

5.Η παραγραφή της παραγράφου 1 αναστέλλεται:

α)για όσο χρονικό διάστημα επιτρέπεται στον απαντήσαντα η πραγματοποίηση της πληρωμής·

β)για όσο χρονικό διάστημα η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης της πληρωμής τελεί υπό αναστολή βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 12

Αποδέκτες των αποφάσεων

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 απευθύνονται στην οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Η Επιτροπή κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τις αποφάσεις αυτές στον αποδέκτη.

Άρθρο 13

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία, κατά την έννοια του άρθρου 261 της ΣΛΕΕ, για τον έλεγχο των προστίμων ή των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται από την Επιτροπή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει τα πρόστιμα ή τις περιοδικές χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.

Κεφάλαιο IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 14

Παράταση της προθεσμίας

Οι προθεσμίες εκφράζονται σε μήνες ή σε εργάσιμες ημέρες.

Κάθε αίτηση για την παράταση προθεσμίας αιτιολογείται δεόντως και υποβάλλεται γραπτώς στην υπηρεσία και τη διεύθυνση που έχει οριστεί από την Επιτροπή τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες πριν την εκπνοή της. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει την προθεσμία, εφόσον αυτό κριθεί δικαιολογημένο και αναλογικό.

Άρθρο 15

Δημοσίευση αποφάσεων

1.Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνοπτική ανακοίνωση των αποφάσεων που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2. Στη σύντομη ανακοίνωση δηλώνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ληφθεί αντίγραφο της απόφασης στην αυθεντική γλωσσική απόδοση ή αποδόσεις.

2.Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αποφάσεις που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2.

Άρθρο 16

Επαγγελματικό απόρρητο

Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 8, τα κράτη μέλη, καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοί τους και λοιποί υπάλληλοι εν ενεργεία, δεν γνωστοποιούν πληροφορίες τις οποίες έχουν συγκεντρώσει μέσω της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και οι οποίες καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

Άρθρο 17

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις οι οποίες μεταφέρουν την οδηγία 95/46/ΕΚ. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 18

Υποβολή εκθέσεων

Η Επιτροπή συντάσσει κάθε δύο χρόνια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1) Στην παρούσα αιτιολογική έκθεση οι φράσεις «ενιαία αγορά» και «εσωτερική αγορά» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.
(2) COM(2015)550 της 28.10.2015, σ. 16
(3) Ό.π., σ. 17.
(4) C(2016)8600, ΕΕ C18, 19.1.2017, σ.10.
(5) COM(2015) 550, σελ. 16.
(6) Βλ. δελτίο τύπου της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2015.
(7) Αποφάσεις στις υποθέσεις C-426/93, σκέψη 22 και C-490/10, σκέψη 64.
(8) C-490/10, σκέψη 68.
(9) Το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι, κατά την επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ και ελλείψει δικών της εξουσιών έρευνας, η Επιτροπή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που υποβάλλουν οι καταγγέλλοντες, οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς και τα κράτη μέλη. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μέτρα επιβολής πρέπει να βασίζονται στο υφιστάμενο, ατελές νομικό πλαίσιο συλλογής πληροφοριών, με αποτέλεσμα την ανομοιογενή και ανεπαρκή συλλογή πληροφοριών σε επίπεδο επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, τέτοιες ενέργειες επιβολής καθίστανται δυσχερέστερες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αδύνατες, γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εμποδίων στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τα οποία δεν αντιμετωπίζονται δεόντως.
(10) Βλ. αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-380/03, σκέψεις 38 έως 42 και 80· C-434/02, σκέψεις 31-34· και C-376/98, σκέψη 86.
(11) ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1.
(12) Η χρήση του άρθρου 114 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για την έκδοση κανονισμού έχει ήδη γίνει δεκτή από το ΔΕΕ. Βλ. υπόθεση C-270/12, σκέψεις 97 και επόμ.
(13) Π.χ. κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ L 248 της 24.9.2015. Ο παρών κανονισμός έχει διαφορετική νομική βάση με διαφορετική νομοθετική διαδικασία και προσαρμόστηκε στους επιμέρους στόχους, τα διαδικαστικά βήματα και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
(14) Άνευ αντικειμένου.
(15) Βλ. παράρτημα 2 της εκτίμησης επιπτώσεων για λεπτομέρειες.
(16) Οι ενώσεις επιχειρήσεων (31), συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων που εκπροσωπούν αποκλειστικά ΜΜΕ· και επιχειρήσεις (13), συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ και των μικρο-επιχειρήσεων (9), Συνολικά, οι ενώσεις επιχειρήσεων που ανταποκρίθηκαν αντιπροσώπευαν πάνω από 20 εκατομμύρια επιχειρήσεις.
(17) Η επιλογή 3 επίσης ενσωματώνει την επιλογή 2.
(18) Υποθέτοντας ότι θα υπάρχουν πέντε αιτήματα ανά έτος (αλλά αρκετοί αποδέκτες ανά αίτημα).
(19) http://ec.europa.eu/transparency/regdoc/?fuseaction=ia&language=el
(20) Στο ίδιο
(21) Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου επεσήμανε ότι: «Η έκθεση εξακολουθεί να μην είναι αρκετά σαφής και ορισμένες φορές ασυνεπής όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της πρωτοβουλίας. Σε πολλά σημεία της έκθεσης εξακολουθεί να παρουσιάζεται η SMIT ως λύση για τα γενικά προβλήματα διαθεσιμότητας στοιχείων, ή ως πηγή πληροφοριών για τους σκοπούς των πολιτικών που συνδέονται με την ενιαία αγορά και δεν προέρχονται από την επιβολή συγκεκριμένων ελλείψεων, ενώ δεν παραθέτει τους λόγους για να το πράξει. 2) Η έκθεση καθιστά σαφές ότι το εργαλείο θα είναι η έσχατη λύση, αλλά δεν είναι σαφής σχετικά με τις εγγυήσεις ή τις συνθήκες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναυσμα για τη διενέργεια έρευνας. 3) Η κύρια έκθεση δεν αντικατοπτρίζει με αρκετή σαφήνεια τις απόψεις των κρατών μελών και των επιχειρηματικών συμφερόντων».
(22) Βλέπε την έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων για περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με τις προσαρμογές που έγιναν.
(23) Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει το εργαλείο έρευνας.
(24) ΕΕ C , , σ. .
(25) ΕΕ C , , σ. .
(26) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16 Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).
(27) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 32 της 5.2.2004, σ. 1).
(28) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015 περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).
(29) Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).
(30) Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995).
(31) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).