Βρυξέλλες, 4.4.2017

COM(2017) 164 final

2017/0075(NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η παρούσα πρόταση απορρέει από απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2015 1 σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με την ασφάλιση και την αντασφάλιση. Σύμφωνα με τη εν λόγω απόφαση και τις διαπραγματευτικές οδηγίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματεύτηκε κατά τη διάρκεια του 2016 διμερή συμφωνία με τις ΗΠΑ σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και αντασφάλιση.

Η εν λόγω διμερής συμφωνία καλύπτει τρία πεδία, και συγκεκριμένα την εποπτεία ομίλου, την αντασφάλιση και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών:

- καθορίζονται οι όροι για την εποπτεία των αντίστοιχων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων σε αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί όμιλοι της ΕΕ και των ΗΠΑ που δραστηριοποιούνται σε αμφότερες τις δικαιοδοσίες δεν θα υπόκεινται σε ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την εποπτεία ομίλου για τις δραστηριότητες τους σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά οι εποπτικές αρχές διατηρούν τη δυνατότητα να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με παγκόσμιες δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να βλάψουν τους αντισυμβαλλόμενους ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

-ορίζονται οι προϋποθέσεις προληπτικής εποπτείας που πρέπει να εφαρμόζονται για την άρση των απαιτήσεων περί τοπικής παρουσίας και παροχής εξασφαλίσεων για αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις και την εποπτική αρμοδιότητα του έτερου συμβαλλόμενου μέρους.

- περιέχει νομικές διατάξεις και, σε παράρτημα, υπόδειγμα μνημονίου συνεννόησης για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών της ΕΕ και των ΗΠΑ. Οι εποπτικές αρχές θα παροτρύνονται να χρησιμοποιούν τις διατάξεις αυτές προκειμένου να διασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο επαγγελματικού απορρήτου σε περίπτωση ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των γενικών εποπτικών δραστηριοτήτων τους.

Η συμφωνία θέτει το κατάλληλο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας που πρέπει να εφαρμόζεται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη.

Η παρούσα πρόταση απόφασης του Συμβουλίου συνιστά τη νομική πράξη για τη σύναψη της εν λόγω διμερούς συμφωνίας με τις ΗΠΑ εξ ονόματος της ΕΕ.

Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η νομοθεσία της ΕΕ στον ασφαλιστικό τομέα θεσπίζει ένα πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για την προστασία των ασφαλισμένων και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η παρούσα συμφωνία συμβάλλει περαιτέρω στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των ασφαλισμένων στην ΕΕ, κυρίως μέσω αυξημένης συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι δεόντως ρυθμιζόμενες και εποπτευόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών δεν υπόκεινται σε αδικαιολόγητη επιβάρυνση.

Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Σύμφωνα με τους στόχους του επενδυτικού σχεδίου για την Ευρώπη και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η παρούσα συμφωνία θα διευκολύνει τις επενδύσεις από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις 2 .

Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει τις διαπραγματεύσεις για μια διατλαντική εταιρική σχέση εμπορίου και επενδύσεων με τις ΗΠΑ.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η νομική βάση για τη δράση της Ένωσης είναι το άρθρο 207 της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Η παρούσα πρωτοβουλία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πράξη της ΕΕ, για τη θέσπιση κανόνων προληπτικής εποπτείας για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, είναι σύμφωνη με τις αρχές της οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 3 («Φερεγγυότητα ΙΙ») και δεν υπερβαίνει ό, τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της.

3.ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, μέσω της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου (Ομάδα «Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες» του Συμβουλίου) 4 και τα κράτη μέλη ενημερώνονταν τακτικά για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώθηκε επίσης σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων 5 .

Τα ενδιαφερόμενα μέρη του κλάδου και από τις δύο πλευρές έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους για την εν λόγω συμφωνία και ιδίως όσον αφορά την εποπτεία των διασυνοριακών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων και για την άρση των απαιτήσεων για παροχή εξασφαλίσεων κατά την αντασφάλιση.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Πριν από την έναρξη των εν λόγω διαπραγματεύσεων, η ΕΕ και οι ΗΠΑ παρακολούθησαν εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στις εκατέρωθεν δικαιοδοσίες, προέβησαν σε ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά την πορεία των κανονιστικών ρυθμίσεων και προσδιόρισαν συγκεκριμένες πτυχές των εκατέρωθεν κανονιστικών συστημάτων ως εν δυνάμει προβληματικές για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη δικαιοδοσία του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

Το έργο αυτό υλοποιήθηκε συγκεκριμένα μέσω του διαλόγου ΕΕ-ΗΠΑ, στον οποία συμμετείχαν υπάλληλοι της ΕΕ και των ΗΠΑ, καθώς και οι εποπτικές αρχές της ΕΕ και των ΗΠΑ.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων συμμετείχε ως παρατηρητής στις εν λόγω διαπραγματεύσεις.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και παρακολούθηση, αξιολόγηση και ρυθμίσεις περί υποβολής εκθέσεων

Η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση μεικτής επιτροπής, η οποία παρέχει ένα φόρουμ διαβούλευσης και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ σχετικά με τη διαχείριση της συμφωνίας και την ορθή εκτέλεσή της.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για να διασφαλίσουν την εκτέλεση της παρούσας συμφωνίας.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Το άρθρο 1 θέτει τους στόχους της παρούσας συμφωνίας προληπτικής εποπτείας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ στα πεδία που καλύπτονται από τη συμφωνία. Το άρθρο 2 περιέχει τους ορισμούς που ισχύουν για την παρούσα συμφωνία.

Τα άρθρα 3 και 4 αφορούν, αντιστοίχως, την αντασφάλιση και την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου. Μετά την πλήρη εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ενός συμβαλλόμενου μέρους που ασκούν δραστηριότητες στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν θα υπόκεινται σε απαίτηση παροχής εξασφαλίσεων ή ίδρυσης υποκαταστήματος ή θυγατρικής, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στη συμφωνία, και οι ασφαλιστικοί όμιλοι του ενός συμβαλλόμενου μέρους που ασκούν δραστηριότητες στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος και πληρούν τις προϋποθέσεις δεν θα υπόκεινται σε απαίτηση να προβαίνουν σε υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου για τις δραστηριότητες τους σε παγκόσμια κλίμακα ούτε σε άλλες πτυχές εποπτείας του ομίλου για τις δραστηριότητές τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι εποπτικές αρχές μπορούν να ασκούν εποπτεία ομίλου σε ομίλους εγκατεστημένους στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους τους, και μπορούν να ζητούν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σχετικά με παγκόσμιες δραστηριότητες οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη σε αντισυμβαλλομένους στη δικαιοδοσία τους ή να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ή ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά την ικανότητα πληρωμής των απαιτήσεων.

Τα άρθρα 5 και 6, και το παράρτημα, αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και προβλέπουν τη δέσμευση για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη να ενθαρρύνουν τις εποπτικές αρχές να συνεργάζονται με την ανταλλαγή πληροφοριών για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Επιπλέον, η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση μεικτής επιτροπής για τη συζήτηση της εφαρμογής και εκτέλεσης της συμφωνίας, δυνάμει του άρθρου 7, ενώ τα άρθρα 11 και 12 προβλέπουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να τροποποιήσουν ή να καταγγείλουν τη συμφωνία, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής διαβούλευσης για την καταγγελία της συμφωνίας.

Τα άρθρα 8, 9 και 10 ορίζουν πότε θα αρχίσει να ισχύει η συμφωνία και να εφαρμόζεται, και προβλέπουν επίσης την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων άρθρων της συμφωνίας.

Η συμφωνία προβλέπει ουσιαστικά τρεις τρόπους εφαρμογής μεταξύ των μερών:

1.Την πλήρη εφαρμογή κάθε άρθρου της συμφωνίας, που αρχίζει είτε κατά την ημερομηνία που σηματοδοτεί την παρέλευση 60 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, ή την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, και - για τα άρθρα 3, 4 και 9 - εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Η συμφωνία εφαρμόζεται πλήρως, εκτός εάν καταγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 11.

2.Σε περίπτωση έναρξης ισχύος της συμφωνίας πριν από την ημερομηνία των 60 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας, ορισμένα μέρη της συμφωνίας αρχίζουν να εφαρμόζονται σε προγενέστερες ημερομηνίες:

Το άρθρο 7 [Μικτή επιτροπή], το άρθρο 11 [Καταγγελία και υποχρεωτική διαβούλευση] και το άρθρο 12 [τροποποίηση] εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας. Το άρθρο 4 πρέπει επίσης να εφαρμόζεται από την εν λόγω ημερομηνία, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α), όσον αφορά την ΕΕ, και στη βάση της μέγιστης δυνατής επιμέλειας όσον αφορά τις ΗΠΑ.

Οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται όσον αφορά αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της ΕΕ σε Πολιτεία των ΗΠΑ από την ημερομηνία είτε την έκδοση από την Πολιτεία των ΗΠΑ μέτρου συνεπούς προς τις διατάξεις αυτές, ή την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε εφαρμογή η διαπίστωση οποιασδήποτε ευνοϊκής μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

Τέλος, το άρθρο 3 παράγραφος 3 εφαρμόζεται και ισχύει στην ΕΕ μετά την παρέλευση 24 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

3.Πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, ορισμένα μέρη της συμφωνίας θα εφαρμόζονται επίσης προσωρινά. Η εν λόγω προσωρινή εφαρμογή αφορά τα ακόλουθα άρθρα:

Το άρθρο 4, σε συμφωνία με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α), και

Το άρθρο 7.

Η προσωρινή εφαρμογή αρχίζει την έβδομη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία τα μέρη κοινοποίησαν αμοιβαία ότι οι εσωτερικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους που είναι αναγκαίες για την προσωρινή εφαρμογή έχουν ολοκληρωθεί. Διαρκεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας (ή έως ότου ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη κοινοποιήσει στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος την πρόθεσή του να μην εκπληρώσει τις εσωτερικές του απαιτήσεις για την έναρξη ισχύος της συμφωνίας).

Το παράρτημα I της συμφωνίας περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για ένα μνημόνιο συνεννόησης για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, που τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνουν τις εποπτικές αρχές αμφοτέρων των πλευρών να τηρούν σύμφωνα με το άρθρο 6 της συμφωνίας.

2017/0075 (NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Σύμφωνα με την απόφαση [XXX] του Συμβουλίου, της 6 , η διμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση υπεγράφη στις , με την επιφύλαξη της σύναψής της σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

(2)Η σύναψη της συμφωνίας θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κανονιστικής ασφάλειας κατά την εφαρμογή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ρυθμιστικών πλαισίων για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη βελτίωση της προστασίας των αντισυμβαλλομένων και λοιπών καταναλωτών, μέσω της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών.

(3)Η συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης η διμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση.

Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να προβεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 της συμφωνίας, προκειμένου να εκφραστεί η συναίνεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεσμευτεί από τη συμφωνία.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες,

   Για το Συμβούλιο

   Ο Πρόεδρος

(1) Απόφαση του Συμβουλίου με την οποία εγκρίνεται η έναρξη διαπραγματεύσεων εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τις αντασφαλίσεις, της 31 Μαρτίου 2015, ST 7320 2015 INIT.
(2) Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της ΕΕ υπολογίζουν ότι έχουν παράσχει εξασφαλίσεις ύψους περίπου 40 δισεκ. δολαρίων στις ΗΠΑ, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικά σε άλλες επενδύσεις. Το κόστος ευκαιρίας υπολογίζεται σε περίπου 400 εκατ. δολάρια ΗΠΑ ετησίως.
(3) ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.
(4) Ζητήθηκε η γνώμη της ειδικής επιτροπής του Συμβουλίου στις 14 Μαρτίου, 13 Ιουνίου, 29 Ιουνίου, 7 Σεπτεμβρίου, 30 Σεπτεμβρίου, 18 Οκτωβρίου, 9 Νοεμβρίου, 29 Νοεμβρίου, 9 Δεκεμβρίου, 16 Δεκεμβρίου και 19 Δεκεμβρίου 2016 καθώς και στις 10 Ιανουαρίου 2017.
(5) Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ECON του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενημερώθηκαν κεκλεισμένων των θυρών στις 29 Ιουνίου, 11 Οκτωβρίου, 16 Νοεμβρίου και 30 Νοεμβρίου 2016.
(6) ΕΕ L , , σ. .

Βρυξέλλες, 4.4.2017

COM(2017) 164 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στην

Πρόταση για
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με μέτρα προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΜΕΡΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

Προοίμιο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Ηνωμένες Πολιτείες ή ΗΠΑ), συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας,

Συμμεριζόμενες τον στόχο της προστασίας των κατόχων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων και άλλων καταναλωτών, σεβόμενες ταυτόχρονα το σύστημα εποπτείας και ρύθμισης ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων κάθε συμβαλλόμενου μέρους·

Επιβεβαιώνοντας ότι για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα προληπτικά μέτρα που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τις απαιτήσεις και τις δεσμεύσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία, επιτυγχάνουν επίπεδο προστασίας για τους κατόχους συμβάσεων και άλλους καταναλωτές σε σχέση με τις αντασφαλιστικές εκχωρήσεις και την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου το οποίο συνάδει με τις απαιτήσεις του Federal Insurance Office Act (Ομοσπονδιακός νόμος για τα ασφαλιστικά ιδρύματα) του 2010·

Αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών της ΕΕ και των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών, δεδομένης της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών·

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρακτικές διευθετήσεις όσον αφορά τη διασυνοριακή συνεργασία έχουν ουσιαστική σημασία για την εποπτεία των ασφαλιστών και αντασφαλιστών, τόσο σε περιόδους σταθερότητας όσο και σε περιόδους κρίσης·

Λαμβάνοντας υπόψη τις  πληροφορίες που ανταλλάσσονται στα ρυθμιστικά πλαίσια κάθε συμβαλλόμενου μέρους και κατόπιν προσεκτικής εξέτασης αυτών των πλαισίων·

Σημειώνοντας τα οφέλη από την ενίσχυση της ασφάλειας των κανονιστικών ρυθμίσεων στην εφαρμογή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ρυθμιστικών πλαισίων για τους ασφαλιστές και αντασφαλιστές που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια κάθε συμβαλλόμενου μέρους·

Αναγνωρίζοντας τα αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου των συμφωνιών αντασφάλισης σε διασυνοριακό πλαίσιο, υπό τον όρο να πληρούνται οι ισχύοντες προληπτικοί όροι, και λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των κατόχων συμβάσεων και άλλων καταναλωτών·

Αναγνωρίζοντας ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου των ασφαλιστών και αντασφαλιστών δίνει τη δυνατότητα στις εποπτικές αρχές να σχηματίζουν ορθές κρίσεις για την οικονομική κατάσταση αυτών των ομίλων·

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για κεφαλαιακή απαίτηση σε επίπεδο ομίλου ή αξιολόγηση για τους ασφαλιστές και αντασφαλιστές που ανήκουν σε έναν όμιλο που λειτουργεί στην επικράτεια των δύο συμβαλλόμενων μερών, και ότι μια κεφαλαιακή απαίτηση σε επίπεδο ομίλου ή αξιολόγηση στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης μπορεί να βασίζεται στην προσέγγιση του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης·

Επιβεβαιώνοντας τη σημασία των προδιαγραφών για την κεφαλαιακή απαίτηση σε επίπεδο ομίλου ή την αξιολόγηση για την εποπτεία του ομίλου και, εφόσον αυτό δικαιολογείται, την εφαρμογή των διορθωτικών ή προληπτικών ή άλλως πρόσφορων μέτρων από εποπτική αρχή, με βάση την εν λόγω απαίτηση ή αξιολόγηση· και

Ενθαρρύνοντας την  ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, προκειμένου να εποπτεύονται οι ασφαλιστές και αντασφαλιστές προς το συμφέρον των κατόχων συμβάσεων και άλλων καταναλωτών,

Συμφωνούν τα ακόλουθα:

Άρθρο 1 – Στόχοι

Η παρούσα συμφωνία αφορά τα εξής:

α)την κατάργηση, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, των απαιτήσεων τοπικής παρουσίας που επιβάλλονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος ή τις εποπτικές αρχές του σχετικά με έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή ο οποίος έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ως όρο για τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας αντασφάλισης με εκχωρούντα ασφαλιστή που έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στην επικράτειά του ή για να επιτραπεί στον εκχωρούντα ασφαλιστή να αναγνωρίσει πίστωση για αντασφάλιση ή πίστωση για τα αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου της εν λόγω συμφωνίας αντασφάλισης·

β)την κατάργηση, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, των απαιτήσεων εγγύησης που επιβάλλονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος ή τις εποπτικές αρχές του σχετικά με έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή ο οποίος έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ως όρο για τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας αντασφάλισης με εκχωρούντα ασφαλιστή που έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στην επικράτειά του ή για να επιτραπεί στον εκχωρούντα ασφαλιστή να αναγνωρίσει πίστωση για αντασφάλιση ή πίστωση για τα αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου της εν λόγω συμφωνίας αντασφάλισης·

γ)τον ρόλο των εποπτικών αρχών υποδοχής και προέλευσης σε σχέση με την προληπτική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου ενός ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου του οποίου η παγκόσμια μητρική επιχείρηση βρίσκεται στο συμβαλλόμενο μέρος προέλευσης, όπου περιλαμβάνονται, υπό συγκεκριμένους όρους, (i) η κατάργηση στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας του ασφαλιστικού κλάδου του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής όσον αφορά τη φερεγγυότητα και τα κεφάλαια, τη διακυβέρνησης και την υποβολή εκθέσεων, και (ii) ο καθορισμός ότι η εποπτική αρχή προέλευσης και όχι η εποπτική αρχή υποδοχής θα ασκεί την παγκόσμια προληπτική εποπτεία σε επίπεδο ασφαλιστικού ομίλου, με την επιφύλαξη της εποπτείας του ομίλου την οποία ασκεί το συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην επικράτειά του· και

δ)την αμοιβαία υποστήριξη των συμβαλλόμενων μερών για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών του κάθε συμβαλλόμενου μέρους και τις συνιστώμενες πρακτικές για την εν λόγω ανταλλαγή.

Άρθρο 2 – Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)«εκχωρών ασφαλιστής»: ασφαλιστής ή αντασφαλιστής που είναι αντισυμβαλλόμενος ενός αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή στο πλαίσιο μιας συμφωνίας αντασφάλισης·

β)«εγγύηση»: περιουσιακά στοιχεία, όπως μετρητά και πιστωτικές επιστολές, τα οποία ενεχυριάζει ο αντασφαλιστής προς όφελος του εκχωρούντος ασφαλιστή ή αντασφαλιστή για να εγγυηθεί ή να εξασφαλίσει τις υποχρεώσεις του αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή προς τον εκχωρούντα ασφαλιστή οι οποίες απορρέουν από μια συμφωνία αντασφάλισης·

γ)«πίστωση για αντασφάλιση ή πίστωση για αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου συμφωνιών αντασφάλισης»: το δικαίωμα ενός εκχωρούντος ασφαλιστή στο ρυθμιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για την αναγνώριση των ποσών που οφείλονται από αναλαμβάνοντες αντασφαλιστές σε σχέση με καταβληθείσες και μη καταβληθείσες ζημίες σε εκχωρηθέντες κινδύνους ως περιουσιακά στοιχεία ή μειώσεις από υποχρεώσεις αντίστοιχα·

δ)«όμιλος»: δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, τουλάχιστον μία εκ των οποίων είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, όπου η μία έχει τον έλεγχο μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή άλλης μη ρυθμιζόμενης επιχείρησης·

ε)«εποπτεία ομίλου»: η εφαρμογή ρυθμιστικής και προληπτικής εποπτείας από εποπτική αρχή σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο για σκοπούς που περιλαμβάνουν την προστασία των κατόχων συμβάσεων και άλλων καταναλωτών, καθώς και την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της παγκόσμιας δέσμευσης·

στ)«συμβαλλόμενο μέρος προέλευσης»: το συμβαλλόμενο μέρος στην επικράτεια του οποίου έχει την έδρα ή εγκατάστασή της η παγκόσμια μητρική εταιρεία του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου ή επιχείρησης·

ζ)«εποπτική αρχή προέλευσης»: η εποπτική αρχή από το συμβαλλόμενο μέρος προέλευσης·

η)«συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής»: το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο δραστηριοποιείται ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός όμιλος ή επιχείρηση, αλλά δεν είναι η επικράτεια στην οποία έχει την έδρα ή εγκατάστασή της η παγκόσμια μητρική επιχείρηση του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου ή επιχείρησης·

θ)«εποπτική αρχή υποδοχής»: η εποπτική αρχή από το συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής·

ι)«ασφαλιστής»: επιχείρηση που έχει λάβει εξουσιοδότηση ή άδεια να αναλάβει ή να συμμετάσχει στη δραστηριότητα της άμεσης ή κύριας ασφάλισης·

ια)«μητρική εταιρεία»: ρυθμιζόμενη ή μη ρυθμιζόμενη επιχείρηση που κατέχει ή ελέγχει άλλη επιχείρηση, άμεσα ή έμμεσα·

ιβ)«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί·

ιγ)«αντασφαλιστής»: επιχείρηση που έχει λάβει εξουσιοδότηση ή άδεια να αναλαμβάνει ή να συμμετέχει στη δραστηριότητα της αντασφάλισης·

ιδ)«δραστηριότητες αντασφάλισης»: η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστή ή άλλο αντασφαλιστή·

ιε)«συμφωνία αντασφάλισης»: σύμβαση με την οποία ένας αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει αποδεχθεί τον κίνδυνο που εκχωρείται από ασφαλιστή ή αντασφαλιστή·

ιστ)«εποπτική αρχή»: κάθε εποπτική αρχή ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στις Ηνωμένες Πολιτείες·

ιζ)«επιχείρηση»: οντότητα που αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα·

ιη)«πολιτεία των ΗΠΑ»: κάθε πολιτεία, κοινοπολιτεία, έδαφος ή κτήση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Περιφέρεια της Κολούμπια, η Κοινοπολιτεία του Πουέρτο Ρίκο, η Κοινοπολιτεία των Βορείων Μαριανών Νήσων, η Αμερικανική Σαμόα, το Γκουάμ, ή οι Παρθένοι Νήσοι των Ηνωμένων Πολιτειών·

ιθ)«παγκοσμίως»: όλες οι λειτουργίες ή δραστηριότητες ενός ομίλου, οπουδήποτε και αν εκτελούνται· και

κ)«παγκόσμια μητρική επιχείρηση»: η τελική μητρική επιχείρηση ενός ομίλου.

Άρθρο 3 – Αντασφάλιση

1.Με την επιφύλαξη των όρων της παραγράφου 4, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προβαίνουν στις παρακάτω πράξεις και μεριμνούν ώστε οι εποπτικές αρχές ή οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές τους να μην το πράττουν, ως όρο για να επιτραπεί σε έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή που έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στην επικράτεια του άλλου συμβαλλόμενου μέρους (εφεξής για τους σκοπούς του άρθρου 3, «αναλαμβάνων αντασφαλιστής του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης») να συνάψει συμφωνία αντασφάλισης με εκχωρούντα ασφαλιστή που έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στην επικράτειά του (εφεξής για τους σκοπούς του άρθρου 3, «εκχωρών ασφαλιστής του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής»):

α)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε απαίτησης για κατάθεση εγγύησης σε σχέση με εκχωρήσεις από εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής σε αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης και κάθε σχετικής απαίτησης υποβολής εκθέσεων που αναλογεί στην εν λόγω εγγύηση που καταργήθηκε, ή

β)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε νέας απαίτησης με ουσιαστικά την ίδια ρυθμιστική επίδραση στον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης με τις απαιτήσεις παροχής εμπράγματων εγγυήσεων που καταργήθηκαν βάσει της παρούσας συμφωνίας ή κάθε απαίτησης υποβολής εκθέσεων που αναλογεί στην εν λόγω εγγύηση που καταργήθηκε,

γεγονός που, στην περίπτωση του εδαφίου α) ή β), έχει ως αποτέλεσμα τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης από εκείνη των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών που έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια της ίδιας εποπτικής αρχής με έναν εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής. Αυτή η παράγραφος δεν απαγορεύει σε ένα συμβαλλόμενο μέρος στην επικράτεια του οποίου ένας εκχωρών ασφαλιστής έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του (εφεξής για τους σκοπούς του άρθρου 3, «συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής») ή στις εποπτικές αρχές του να εφαρμόζουν απαιτήσεις ως όρο για να επιτραπεί στους αναλαμβάνοντες αντασφαλιστές του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης να συνάψουν συμφωνία αντασφάλισης με εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής, αν ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις για συμφωνίες αντασφάλισης ανάμεσα σε έναν εκχωρούντα ασφαλιστή και έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή που έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια της ίδιας εποπτικής αρχής.

2.Με την επιφύλαξη των όρων της παραγράφου 4, ένα συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής δεν προβαίνει στις παρακάτω πράξεις και μεριμνά ώστε οι εποπτικές αρχές ή οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές του να μην το πράττουν, ως όρο για να επιτραπεί σε έναν εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής να λάβει πίστωση για την αντασφάλιση ή για αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου συμφωνιών αντασφάλισης που συνάπτονται με αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης:

α)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε απαίτησης για κατάθεση εμπράγματης εγγύησης σε σχέση με εκχωρήσεις από εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής σε αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης και κάθε σχετικής απαίτησης υποβολής εκθέσεων που αναλογεί σε οποιαδήποτε εμπράγματη εγγύηση που καταργήθηκε, ή

β)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε νέας απαίτησης με ουσιαστικά την ίδια ρυθμιστική επίδραση στον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, όπως οι απαιτήσεις παροχής εμπράγματων εγγυήσεων που καταργήθηκαν βάσει της παρούσας συμφωνίας ή κάθε απαίτησης υποβολής εκθέσεων που αναλογεί σε οποιαδήποτε εμπράγματη εγγύηση που καταργήθηκε,

γεγονός που, στην περίπτωση του εδαφίου α) ή β), έχει ως αποτέλεσμα τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης από εκείνη των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών που έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια της ίδιας εποπτικής αρχής με έναν εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής. Αυτή η παράγραφος δεν απαγορεύει σε ένα συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής ή στις εποπτικές αρχές του να εφαρμόζουν απαιτήσεις ως όρο για να επιτραπεί σε έναν εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής να λάβει πίστωση για την αντασφάλιση ή για αποτελέσματα μετριασμού του κινδύνου συμφωνιών αντασφάλισης που συνάπτονται με αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, αν ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις για συμφωνίες αντασφάλισης ανάμεσα σε έναν εκχωρούντα ασφαλιστή και έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή που έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια της ίδιας εποπτικής αρχής.

3.Με την επιφύλαξη των όρων της παραγράφου 4, ένα συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής δεν προβαίνει στις παρακάτω πράξεις και μεριμνά ώστε οι εποπτικές αρχές ή οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές του, κατά περίπτωση, να μην το πράττουν, ως όρο για να συναφθεί συμφωνία αντασφάλισης με έναν εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής ή ως όρο για να επιτραπεί στον εκχωρούντα ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής να αναγνωρίσει πίστωση για την εν λόγω αντασφάλιση ή πίστωση για το αποτέλεσμα μετριασμού του κινδύνου της εν λόγω συμφωνίας αντασφάλισης:

α)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε απαίτησης να έχει τοπική παρουσία ένας αναλαμβάνων αντασφαλιστής του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, ή

β)διατήρηση ή έγκριση οποιασδήποτε νέας απαίτησης με ουσιαστικά την ίδια ρυθμιστική επίδραση στον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης με την τοπική παρουσία,

γεγονός που, στην περίπτωση του εδαφίου α) ή β), έχει ως αποτέλεσμα τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης από εκείνη των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών που έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια της εποπτικής αρχής του εκχωρούντος ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής ή έχουν την έδρα ή την εγκατάστασή τους στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής και έχουν λάβει άδεια ή επιτρέπεται να λειτουργούν στην επικράτεια της εποπτικής αρχής του εκχωρούντος ασφαλιστή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής. Για πολιτεία των ΗΠΑ, «επιτρέπεται να λειτουργούν» σημαίνει, για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης: είναι δεκτοί στην εν λόγω πολιτεία.

4.Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται υπό τους ακόλουθους όρους:

α)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει και διατηρεί σε συνεχή βάση,

(i)τουλάχιστον 226 εκατ. ευρώ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την έδρα του στην ΕΕ, ή 250 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίων κεφαλαίων ή κεφαλαίων και πλεονάσματος, που υπολογίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της χώρας προέλευσής του· ή

(ii)αν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής είναι ένωση που συμπεριλαμβάνει εταιρικούς και μεμονωμένους μη εταιρικούς ασφαλιστές:

(Α)ισοδύναμα ελάχιστου κεφαλαίου και πλεονάσματος (μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων) ή ίδια κεφάλαια, που υπολογίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στη χώρα προέλευσής του, ύψους τουλάχιστον 226 εκατ. ευρώ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την έδρα του στην ΕΕ, ή 250 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες· και

(Β)κεντρικό κεφάλαιο που έχει υπόλοιπο τουλάχιστον 226 εκατ. ευρώ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την έδρα του στην ΕΕ, ή 250 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, όταν ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες·

β)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει και διατηρεί σε συνεχή βάση:

(i)δείκτη φερεγγυότητας 100 τοις εκατό SCR σύμφωνα με τη «Φερεγγυότητα ΙΙ» ή RBC με Αποδεκτό Επίπεδο Ελέγχου 300 τοις εκατό, όπως εφαρμόζεται στην επικράτεια στην οποία ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την έδρα ή τις εγκαταστάσεις του· ή

(ii)αν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής είναι ένωση που συμπεριλαμβάνει εταιρικούς και μεμονωμένους μη εταιρικούς ασφαλιστές, δείκτη φερεγγυότητας 100 τοις εκατό SCR σύμφωνα με τη «Φερεγγυότητα ΙΙ» ή RBC με Αποδεκτό Επίπεδο Ελέγχου 300 τοις εκατό, όπως εφαρμόζεται στην επικράτεια στην οποία ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του·

γ)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής συμφωνεί να παρέχει έγκαιρη έγγραφη κοινοποίηση και αιτιολόγηση στην εποπτική αρχή στην επικράτεια του εκχωρούντος ασφαλιστή, αν:

(i)μειωθεί κάτω από το ελάχιστο κεφάλαιο και το πλεόνασμα ή τα ίδια κεφαλαία, κατά περίπτωση, όπως καθορίζεται στο εδάφιο α), ή τον δείκτη φερεγγυότητας ή κεφαλαίου, κατά περίπτωση, όπως καθορίζεται στο εδάφιο β)· ή

(ii)αναληφθεί ρυθμιστική δράση εναντίον του για σοβαρή μη συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία·

δ)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής παρέχει γραπτή επιβεβαίωση στην εποπτική αρχή υποδοχής για τη συγκατάθεση στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της επικράτειας στην οποία ο εκχωρών ασφαλιστής έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του, σύμφωνα με τις ισχύουσες απαιτήσεις της εν λόγω επικράτειας για την παροχή της εν λόγω συναίνεσης. Κανένας όρος της παρούσας συμφωνίας δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τη δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών μιας συμφωνίας αντασφάλισης να συμφωνήσουν εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών·

ε)όταν εφαρμόζεται για τους σκοπούς της «επίδοσης της αγωγής», ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής παρέχει γραπτή επιβεβαίωση στην εποπτική αρχή υποδοχής για τη συναίνεση για τον διορισμό της εν λόγω εποπτικής αρχής ως αντιπροσώπου για την επίδοση της αγωγής. Η εποπτική αρχή υποδοχής μπορεί να απαιτήσει η εν λόγω συγκατάθεση να της παρασχεθεί και να συμπεριλαμβάνεται σε κάθε συμφωνία αντασφάλισης που συνάπτεται στη δικαιοδοσία της·

στ)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής συναινεί γραπτώς να πληρώνει όλες τις τελικές αποφάσεις, όταν ζητείται η εκτέλεση, οι οποίες είναι υπέρ ενός εκχωρούντος ασφαλιστή και έχουν κηρυχθεί εκτελεστές στην επικράτεια όπου ελήφθη η κάθε απόφαση·

ζ)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής συμφωνεί σε κάθε συμφωνία αντασφάλισης που υπόκειται στην παρούσα συμφωνία ότι θα παρέχει εγγύηση για το 100 τοις εκατό των υποχρεώσεων του αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή οι οποίες οφείλονται σε αντασφάλιση που εκχωρήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία, αν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής εναντιωθεί στην εκτέλεση μιας τελικής απόφασης που είναι εκτελεστή σύμφωνα με τη νομοθεσία της επικράτειας στην οποία εκδόθηκε ή μιας δεόντως εκτελεστής διαιτητικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αν η απόφαση είναι υπέρ του εκχωρούντος ασφαλιστή ή της περιουσίας του σε περίπτωση εξυγίανσης, κατά περίπτωση·

η)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής ή ο νόμιμος προκάτοχος ή διάδοχός του, κατά περίπτωση, παρέχει τα ακόλουθα έγγραφα στην εποπτική αρχή υποδοχής, αν ζητηθεί από την εν λόγω εποπτική αρχή:

(i)σε σχέση με τα δύο έτη που προηγούνται της σύναψης της συμφωνίας αντασφάλισης και σε ετήσια βάση στη συνέχεια, τις ετήσιες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της επικράτειας της έδρας του, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης εξωτερικού λογιστικού ελέγχου·

(ii)σε σχέση με τα δύο έτη που προηγούνται της σύναψης της συμφωνίας αντασφάλισης, την έκθεση ή αναλογιστική γνώμη φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης, αν έχει κατατεθεί στον επόπτη του αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή·

(iii)πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αντασφάλισης και όχι πάνω από δύο φορές ετησίως στη συνέχεια, επικαιροποιημένο κατάλογο όλων των επίδικων και καθυστερημένων απαιτήσεων αντασφάλισης που εκκρεμούν για 90 ημέρες και άνω, σε σχέση με αντασφάλιση που ανελήφθη από εκχωρητές της δικαιοδοσίας του εκχωρούντος ασφαλιστή· και

(iv)πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αντασφάλισης και όχι πάνω από δύο φορές ετησίως στη συνέχεια, πληροφορίες σχετικά με την αναληφθείσα αντασφάλιση του αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή από την εκχωρούσα εταιρεία, την εκχωρηθείσα αντασφάλιση από τον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή και την αντασφάλιση που είναι ανακτήσιμη επί πληρωμένων και απλήρωτων ζημιών από τον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή, για να επιτραπεί η αξιολόγηση των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 εδάφιο (i)·

θ)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής διατηρεί μια πρακτική έγκαιρης πληρωμής των απαιτήσεων στο πλαίσιο των συμφωνιών αντασφάλισης. Η έλλειψη άμεσης πληρωμής θα αποδεικνύεται, εφόσον πληρούται κάποιο από τα εξής κριτήρια:

(i)πάνω από το 15 τοις εκατό των ανακτήσιμων ποσών αντασφάλισης είναι καθυστερημένα και επίδικα, όπως αναφέρθηκε στον επόπτη·

(ii)πάνω από το 15 τοις εκατό των εκχωρούντων ασφαλιστών ή αντασφαλιστών του αντασφαλιστή έχουν καθυστερημένα ανακτήσιμα ποσά αντασφάλισης επί πληρωμένων ζημιών 90 ημερών και άνω τα οποία δεν είναι επίδικα και υπερβαίνουν για κάθε εκχωρούντα ασφαλιστή τα 90.400 ευρώ, όταν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την έδρα του στην ΕΕ, ή τα 100.000 δολάρια ΗΠΑ, όταν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες· ή

(iii)το συνολικό ποσό των ανακτήσιμων ποσών αντασφάλισης επί πληρωμένων ζημιών που δεν είναι επίδικες, αλλά έχουν καθυστερήσει κατά 90 ημέρες και άνω, υπερβαίνει τα 45.200.000 ευρώ, όταν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την έδρα του στην ΕΕ, ή τα 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ, όταν ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής έχει την εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες·

ι)ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής επιβεβαιώνει ότι δεν συμμετέχει προς το παρόν σε κανένα φερέγγυο πρόγραμμα διευθέτησης στο οποίο συμμετέχουν οι εκχωρούντες ασφαλιστές του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής και συμφωνεί να ενημερώσει τον εκχωρούντα ασφαλιστή και την εποπτική αρχή του και να παράσχει 100 τοις εκατό εγγύηση στον εκχωρούντα ασφαλιστή η οποία συνάδει με τους όρους του συστήματος, σε περίπτωση που ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής συνάψει τέτοια διευθέτηση·

ια)αν, υπό την προϋπόθεση μιας νόμιμης διαδικασίας λύσης, πτώχευσης ή εκκαθάρισης, κατά περίπτωση, ο εκχωρών ασφαλιστής, ή ο αντιπρόσωπός του, ζητήσει και, αν κριθεί σκόπιμο από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η διαδικασία λύσης, πτώχευσης ή εκκαθάρισης, λάβει δικαστική απόφαση που απαιτεί να καταθέσει ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής εγγύηση για όλες τις εκκρεμείς εκχωρηθείσες υποχρεώσεις· και

ιβ)η εποπτική αρχή προέλευσης του αναλαμβάνοντος αντασφαλιστή επιβεβαιώνει στην εποπτική αρχή του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής σε ετήσια βάση ότι ο αναλαμβάνων αντασφαλιστής πληροί το εδάφιο β).

5.Κανένας όρος της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει έναν αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή να παρέχει στις εποπτικές αρχές πληροφορίες σε εθελοντική βάση.

6.Κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι, υπό την ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής, σε σχέση με τις εποπτικές αρχές του, όταν η εποπτική αρχή υποδοχής ορίσει ότι ένας αναλαμβάνων αντασφαλιστής του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης δεν πληροί πλέον έναν από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η εποπτική αρχή υποδοχής επιβάλλει οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που εξετάζονται στις παραγράφους 1 έως 3 μόνο αν η εν λόγω εποπτική αρχή υποδοχής ακολουθήσει τη διαδικασία που ορίζεται στα εδάφια α) έως γ):

α)πριν από την επιβολή των εν λόγω απαιτήσεων, η εποπτική αρχή υποδοχής επικοινωνεί με τον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή και, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες είναι απαραίτητη μικρότερη περίοδος για την προστασία του κατόχου συμβάσεων και των άλλων καταναλωτών, παρέχει στον αναλαμβάνοντα αντασφαλιστή 30 ημέρες από την αρχική επικοινωνία για να υποβάλει σχέδιο για την αντιμετώπιση του ελαττώματος και 90 ημέρες από την πρώτη επικοινωνία για να αντιμετωπίσει το ελάττωμα, και ενημερώνει την εποπτική αρχή προέλευσης·

β)μόνο όταν, μετά τη λήξη αυτής της περιόδου των 90 ημερών ή λιγότερων υπό εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ορίζεται στο εδάφιο α), η εποπτική αρχή υποδοχής θεωρεί ότι δεν ανελήφθη δράση ή ανελήφθη ανεπαρκής από τον αντασφαλιστή υποδοχής, η εποπτική αρχή υποδοχής μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις όπως ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3· και

γ)η επιβολή οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3 εξηγείται γραπτώς και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο αντασφαλιστή υποδοχής.

7.Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο και τους όρους της παρούσας συμφωνίας, κανένας όρος του παρόντος άρθρου δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τη δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών μιας συμφωνίας αντασφάλισης να συμφωνήσουν για τις απαιτήσεις εγγύησης ή άλλους όρους της εν λόγω συμφωνίας αντασφάλισης.

8.Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες αντασφάλισης που έχουν συναφθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ένα μέτρο που μειώνει την εγγύηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και μόνο σε σχέση με ζημίες που προκαλούνται και τα αποθεματικά που αναφέρονται μετά τη μεταγενέστερη μεταξύ (i) της ημερομηνίας του μέτρου και (ii) της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της εν λόγω νέας συμφωνίας αντασφάλισης, τροποποίησης ή ανανέωσης. Κανένας όρος της παρούσας συμφωνίας δεν περιορίζει ούτε τροποποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τη δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών οποιασδήποτε συμφωνίας αντασφάλισης να επαναδιαπραγματευθούν την εν λόγω συμφωνία αντασφάλισης.

9.Για μεγαλύτερη σαφήνεια, σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας συμφωνίας, κανένας όρος της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τις εποπτικές αρχές ή άλλες αρμόδιες αρχές να ζητούν την τοπική παρουσία των αναλαμβανόντων αντασφαλιστών του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής ή να ζητούν την κατάθεση εγγύησης και τις σχετικές απαιτήσεις, ή τη συμμόρφωση με άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, σε σχέση με τυχόν υποχρεώσεις στο πλαίσιο των συμφωνιών αντασφάλισης που περιγράφονται στην παρούσα συμφωνία.

Άρθρο 4 - Εποπτεία ομίλου

Για τους σκοπούς των άρθρων 9 και 10, τα συμβαλλόμενα μέρη ορίζουν τις ακόλουθες πρακτικές εποπτείας ομίλου:

α)Με την επιφύλαξη των εδαφίων γ) έως η) και της συμμετοχής στα σώματα εποπτείας, ένας ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός όμιλος του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης υπόκειται μόνο στην παγκόσμια προληπτική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας διακυβέρνησης, φερεγγυότητας και κεφαλαίων σε επίπεδο ομίλου, και της υποβολής εκθέσεων, κατά περίπτωση, από τις εποπτικές αρχές προέλευσης, και δεν υπόκειται στην εποπτεία ομίλου στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου από καμία εποπτική αρχή υποδοχής.

β)Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο α), οι εποπτικές αρχές υποδοχής μπορούν να ασκούν εποπτεία σε σχέση με ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, όπως ορίζεται στα εδάφια γ) έως η). Οι εποπτικές αρχές υποδοχής μπορούν να ασκούν εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, κατά περίπτωση, σε σχέση με ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην επικράτειά του. Οι εποπτικές αρχές υποδοχής δεν ασκούν άλλως παγκόσμια εποπτεία ομίλου σε σχέση με ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, με την επιφύλαξη της εποπτείας ομίλου του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής.

γ)Όταν ένα παγκόσμιο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου, όπως αποδεικνύεται από την υποβολή εσωτερικής εκτίµησης κινδύνου και φερεγγυότητας (ORSA) του ομίλου εφαρμόζεται σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η εποπτική αρχή προέλευσης που απαιτεί την ORSA παρέχει περίληψη της παγκόσμιας ORSA του ομίλου:

(i)στις εποπτικές αρχές υποδοχής, εφόσον είναι μέλη του σώματος εποπτείας του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, αμελλητί, και·

(ii)στις εποπτικές αρχές των σημαντικών θυγατρικών ή υποκαταστημάτων του εν λόγω ομίλου στο συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής, κατόπιν αιτήματος των εν λόγω εποπτικών αρχών.

Εφόσον δεν εφαρμόζεται παγκόσμια ORSA σε επίπεδο ομίλου σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η σχετική εποπτική αρχή της πολιτείας των ΗΠΑ ή του κράτους μέλους της ΕΕ παρέχει ισοδύναμα έγγραφα που καταρτίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της εποπτικής αρχής προέλευσης, όπως αναφέρεται στα εδάφια (i) και (ii) πιο πάνω.

δ)Η περίληψη της παγκόσμιας ORSA σε επίπεδο ομίλου, ή τα ισοδύναμα έγγραφα όπως ορίζονται στο εδάφιο γ), περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:

(i)περιγραφή του πλαισίου διαχείρισης κινδύνου του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου·

(ii)αξιολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου· και

(iii)αξιολόγηση κεφαλαίου κινδύνου σε επίπεδο ομίλου και προοπτική αξιολόγηση της φερεγγυότητας

ε)Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο α), αν η περίληψη της παγκόσμιας ORSA σε επίπεδο ομίλου ή, κατά περίπτωση, τα ισοδύναμα έγγραφα όπως ορίζονται στο εδάφιο γ), εκθέτει οποιαδήποτε σοβαρή απειλή για την προστασία των κατόχων συμβάσεων ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην επικράτεια της εποπτικής αρχής υποδοχής, η εν λόγω εποπτική αρχή υποδοχής μπορεί να επιβάλει προληπτικά, διορθωτικά ή άλλως πρόσφορα μέτρα σε σχέση με τους ασφαλιστές ή αντασφαλιστές στο συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής. 

στ)Πριν από την επιβολή των εν λόγω μέτρων, η εποπτική αρχή υποδοχής συμβουλεύεται την αρμόδια εποπτική αρχή προέλευσης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνουν τις εποπτικές αρχές να συνεχίσουν να εξετάζουν τα ζητήματα προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ασφαλιστικού ομίλου στο πλαίσιο εποπτικών σωμάτων.

ζ)Οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ασφαλιστικού ομίλου, όπως ορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής, δεν ισχύουν στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, εκτός αν σχετίζονται άμεσα με τον κίνδυνο σοβαρών επιπτώσεων στην ικανότητα των επιχειρήσεων εντός του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου να πληρώνουν αξιώσεις στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους υποδοχής.

Μια εποπτική αρχή υποδοχής διατηρεί την ικανότητα να ζητεί και να λαμβάνει πληροφορίες από έναν ασφαλιστή ή αντασφαλιστή που ασκεί δραστηριότητες στην επικράτειά της, του οποίου η παγκόσμια μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ασφαλιστικού ομίλου, όταν αυτές οι πληροφορίες κρίνονται απαραίτητες από την εποπτική αρχή υποδοχής για την προστασία από σοβαρή βλάβη στους κατόχους συμβάσεων ή σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή σοβαρό αντίκτυπο στην ικανότητα ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή να πληρώσει τις απαιτήσεις του στην επικράτεια της εποπτικής αρχής υποδοχής. Η εποπτική αρχή υποδοχής βασίζει το εν λόγω αίτημα πληροφοριών σε προληπτικά κριτήρια εποπτείας και, όποτε είναι δυνατόν, αποφεύγει επαχθή και αλληλεπικαλυπτόμενα αιτήματα. Η αιτούσα εποπτική αρχή ενημερώνει το σώμα εποπτείας για το εν λόγω αίτημα.

η)Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο α), η μη συμμόρφωση ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή με ένα τέτοιο αίτημα πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει σε προληπτικά, διορθωτικά ή άλλως πρόσφορα μέτρα που επιβάλλονται εντός της επικράτειας της εποπτικής αρχής υποδοχής.

θ)Όσον αφορά τον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης που διεξάγει δραστηριότητες στο συμβαλλόμενο μέρος υποδοχής και υπόκειται σε αξιολόγηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στο συμβαλλόμενο μέρος προέλευσης που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)η αξιολόγηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου περιλαμβάνει έναν παγκόσμιο υπολογισμό κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου που λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο στο επίπεδο ολόκληρου του ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην επικράτεια του άλλου συμβαλλόμενου μέρους· και

(ii)η εποπτική αρχή στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους όπου εφαρμόζεται η αξιολόγηση των κεφαλαίων σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στο εδάφιο (i) παραπάνω έχει την εξουσία να επιβάλει προληπτικά, διορθωτικά ή άλλως πρόσφορα μέτρα βάσει της αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της απαίτησης μέτρων κεφαλαίου·

η εποπτική αρχή υποδοχής δεν επιβάλλει αξιολόγηση ή απαίτηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στην επικράτειά της.

Όταν ένας ασφαλιστής ή αντασφαλιστής του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης υπόκειται σε απαίτηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στην επικράτεια του συμβαλλόμενου μέρους προέλευσης, η εποπτική αρχή υποδοχής δεν επιβάλλει απαίτηση ή αξιολόγηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου.

κ)Κατά παρέκκλιση από οποιονδήποτε όρο της παρούσας συμφωνίας, η παρούσα συμφωνία δεν περιορίζει και δεν αποσκοπεί να περιορίσει τη δυνατότητα των εποπτικών αρχών της ΕΕ να ασκούν εποπτική ή ρυθμιστική εξουσία σε οντότητες ή ομίλους που κατέχουν ή ελέγχουν πιστωτικά ιδρύματα στην ΕΕ, διεξάγουν τραπεζικές συναλλαγές στην ΕΕ, ή των οποίων έχουν προσδιοριστεί η ουσιώδης οικονομική δυσχέρεια ή η φύση, το πεδίο εφαρμογής, το μέγεθος, η κλίμακα, η συγκέντρωση, η διασύνδεση ή το μείγμα δραστηριοτήτων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την οικονομική σταθερότητα της ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω της εφαρμογής των εξής: της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ, οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Κατά παρέκκλιση από οποιονδήποτε όρο της παρούσας συμφωνίας, η παρούσα συμφωνία δεν περιορίζει και δεν αποσκοπεί να περιορίσει τη δυνατότητα της αρμόδιας εποπτικής αρχής των ΗΠΑ να ασκεί εποπτική ή ρυθμιστική εξουσία σε οντότητες ή ομίλους που κατέχουν ή ελέγχουν οργανισμούς καταθέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, διεξάγουν τραπεζικές συναλλαγές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή των οποίων έχουν προσδιοριστεί η ουσιώδης οικονομική δυσχέρεια ή η φύση, το πεδίο εφαρμογής, το μέγεθος, η κλίμακα, η συγκέντρωση, η διασύνδεση ή το μείγμα δραστηριοτήτων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την οικονομική σταθερότητα των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων μέσω της άσκησης εξουσίας σύμφωνα με τον Bank Holding Company Act (Νόμος για τις τραπεζικές εταιρείες συμμετοχών, Κώδικας των Ηνωμένων Πολιτειών 12, § 1841 και επ.), τον Home Owners’ Loan Act (Νόμος για τα δάνεια των ιδιοκτητών κατοικιών, Κώδικας των Ηνωμένων Πολιτειών 12, § 1461 και επ.), τον International Banking Act (Νόμος για τις διεθνείς τραπεζικές εργασίες, Κώδικας των Ηνωμένων Πολιτειών 12, § 3101 και επ.), τον Dodd-Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act (Νόμος Dodd-Frank για τη μεταρρύθμιση της Wall Street και την προστασία των καταναλωτών, Κώδικας των Ηνωμένων Πολιτειών 12, § 5301 και επ.), ή άλλους συναφείς νόμους ή κανονισμούς.

Άρθρο 5 – Ανταλλαγή πληροφοριών

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνουν τις εποπτικές αρχές στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες τους να συνεργάζονται για την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με τις πρακτικές που ορίζονται στο παράρτημα. Τα συμβαλλόμενα μέρη κατανοούν ότι η χρήση των εν λόγω πρακτικών θα ενισχύσει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, τηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της εμπιστευτικότητας.

2.Κανένας όρος της παρούσας συμφωνίας δεν εξετάζει τις απαιτήσεις που μπορεί να ισχύουν για την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων από τις εποπτικές αρχές.

Άρθρο 6 – Παράρτημα

Το παράρτημα της παρούσας συμφωνίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής.

Άρθρο 7 – Μεικτή επιτροπή

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν μεικτή επιτροπή που αποτελείται από εκπροσώπους των Ηνωμένων Πολιτειών και εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη ένα φόρουμ για διαβούλευση και ανταλλαγή πληροφοριών για τη διαχείριση της συμφωνίας και την ορθή εφαρμογή της.

2.Τα συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται εντός της μεικτής επιτροπής σχετικά με την παρούσα συμφωνία:

α)με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, αν ένα συμβαλλόμενο μέρος προτείνει διαβούλευση·

β)τουλάχιστον μία φορά εντός 180 ημερών από την προγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας και μία φορά ανά έτος στη συνέχεια, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίσουν διαφορετικά·

γ)αν υποβληθεί γραπτό αίτημα για υποχρεωτική διαβούλευση από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος· και

δ)αν ένα συμβαλλόμενο μέρος δώσει έγγραφη κοινοποίηση της πρόθεσης καταγγελίας.  

3.Η μεικτή επιτροπή μπορεί να εξετάσει:

α)θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή της συμφωνίας·

β)τα αποτελέσματα της συμφωνίας, στις δικαιοδοσίες των συμβαλλόμενων μερών, στους καταναλωτές ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και στις εμπορικές δραστηριότητες των ασφαλιστών και των αντασφαλιστών·

γ)τυχόν τροποποιήσεις της παρούσας συμφωνίας που προτείνονται από ένα συμβαλλόμενο μέρος·

δ)κάθε ζήτημα που απαιτεί υποχρεωτική διαβούλευση·

ε)κοινοποίηση της πρόθεσης καταγγελίας της παρούσας συμφωνίας· και

στ)άλλα ζητήματα όπως μπορούν να αποφασίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη.

4.Η μεικτή επιτροπή δύναται να καταρτίσει εσωτερικό κανονισμό.

5.Της μεικτής επιτροπής προεδρεύει εκ περιτροπής σε ετήσια βάση κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά. Η μεικτή επιτροπή μπορεί να συγκαλείται από τον πρόεδρό της, κατά τον χρόνο και με τρόπο που μπορεί να αποφασιστεί από τα συμβαλλόμενα μέρη.

6.Η μεικτή επιτροπή μπορεί να συγκαλεί οποιαδήποτε ομάδα εργασίας για να διευκολύνει την εργασία της.

Άρθρο 8 – Έναρξη ισχύος

Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει επτά ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν γραπτές κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν ολοκληρώσει αντίστοιχα τις εσωτερικές νομικές απαιτήσεις και διαδικασίες ή από την ημερομηνία την οποία ορίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 9 – Εφαρμογή τις συμφωνίας

1.Από την προγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνουν τις αρμόδιες αρχές να απέχουν από κάθε μέτρο που δεν συνάδει με οποιονδήποτε από τους όρους ή τις υποχρεώσεις της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σχετικά με την εξάλειψη των απαιτήσεων εγγύησης και τοπικής παρουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 3. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, ανταλλαγές επιστολών μεταξύ των αρμόδιων αρχών για θέματα που αφορούν την παρούσα συμφωνία.

2.Από την προγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα μέτρα, κατά περίπτωση, για να υλοποιήσουν και να εφαρμόσουν την παρούσα συμφωνία, το συντομότερο δυνατό σύμφωνα με το άρθρο 10.

3.Από την προγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν κάθε πολιτεία των ΗΠΑ να λάβει αμέσως τα εξής μέτρα:

α)τη μείωση, σε κάθε έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, του ποσού της εμπράγματης εγγύησης που απαιτείται από κάθε πολιτεία για να επιτραπεί η πλήρης πίστωση για την αντασφάλιση κατά 20 τοις εκατό της εμπράγματης εγγύησης που απαιτούσε η πολιτεία των ΗΠΑ την 1η Ιανουαρίου πριν από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας· και

β)την εφαρμογή σχετικής πίστωσης της πολιτείας των ΗΠΑ για νόμους και κανονισμούς περί αντασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 3, ως μεθόδου για τη θέσπιση μέτρων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου.

4.Υπό την προϋπόθεση η παρούσα συμφωνία να τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία όχι μεταγενέστερη της πρώτης ημέρας του μήνα, 42 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζουν την αξιολόγηση μιας δυνητικής απόφασης περί μη υπερίσχυσης της εθνικής νομοθεσίας σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς τους σε σχέση με ένα μέτρο ασφάλισης κάποιας πολιτείας των ΗΠΑ το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες προσδιορίζουν ότι δεν συνάδει με την παρούσα συμφωνία και έχει ως αποτέλεσμα λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή της ΕΕ από εκείνη ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή των ΗΠΑ που έχει την εγκατάστασή του, έχει αδειοδοτηθεί ή γίνει δεκτός με άλλο τρόπο στην εν λόγω πολιτεία των ΗΠΑ. Υπό την προϋπόθεση η παρούσα συμφωνία να τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία όχι μεταγενέστερη της πρώτης ημέρας του μήνα, 60 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ολοκληρώνουν κάθε απαραίτητη απόφαση περί μη υπερίσχυσης σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς τους σε σχέση με μέτρο ασφάλισης οποιασδήποτε πολιτείας των ΗΠΑ που υπόκειται στην εν λόγω αξιολόγηση. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν προτεραιότητα στις πολιτείες με τον μεγαλύτερο όγκο ακαθάριστης εκχωρηθείσας αντασφάλισης για τους σκοπούς δυνητικών αποφάσεων περί μη υπερίσχυσης.

Άρθρο 10 – Εφαρμογή της συμφωνίας

1.Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται κατά τη μεταγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας 60 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας.

2.Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 και την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου:

α)η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει προσωρινά το άρθρο 4 της παρούσας συμφωνίας, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και στη συνέχεια εφαρμόζει το άρθρο 4, εξασφαλίζοντας ότι οι εποπτικές αρχές και άλλες αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις πρακτικές που εκτίθενται σε αυτήν από την έβδομη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη θα κοινοποιήσουν το ένα στο άλλο ότι έχουν ολοκληρωθεί οι εσωτερικές απαιτήσεις και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν προσωρινά το άρθρο 4 της παρούσας συμφωνίας, μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και στη συνέχεια εφαρμόζουν το άρθρο 4, καταβάλλοντας τις καλύτερες προσπάθειες και ενθαρρύνοντας τις εποπτικές αρχές και άλλες αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις πρακτικές που εκτίθενται σε αυτήν από την έβδομη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη θα κοινοποιήσουν το ένα στο άλλο ότι έχουν ολοκληρωθεί οι εσωτερικές απαιτήσεις και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

β)Κατά τη μεταγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και της ημερομηνίας 60 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας:

(i)οι υποχρεώσεις ενός συμβαλλόμενου μέρους που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 9 εφαρμόζονται μόνο αν, και στη συνέχεια για όσο χρόνο, οι εποπτικές αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους ασκούν εποπτεία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, και εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3·

(ii)οι πρακτικές ενός συμβαλλόμενου μέρους που ορίζονται στο άρθρο 4 και οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 εφαρμόζονται μόνον αν, και στη συνέχεια για όσο χρόνο, οι εποπτικές αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2· και

(iii)οι υποχρεώσεις ενός συμβαλλόμενου μέρους που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 εφαρμόζονται μόνο αν, και στη συνέχεια για όσο χρόνο, οι εποπτικές αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους ασκούν εποπτεία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, και εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2·

γ)όταν σύμφωνα με το άρθρο 4 εδάφιο (i) εφαρμόζονται μέτρα από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των ΗΠΑ εκτός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο της ΕΕ, του οποίου ο κίνδυνος ή οι δραστηριότητες το Εποπτικό Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας έχει προσδιορίσει ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα των ΗΠΑ, μέσω εφαρμογής του Dodd-Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act (Νόμος Dodd-Frank για τη μεταρρύθμιση της Wall Street και την προστασία των καταναλωτών, Κώδικας των Ηνωμένων Πολιτειών 12, § 5301 και επ.), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία με ταχεία υποχρεωτική διαβούλευση και καταγγελία. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 4 εδάφιο (i), εφαρμόζονται μέτρα από εποπτική αρχή της ΕΕ εκτός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο των ΗΠΑ, σε σχέση με μια απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της ΕΕ, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία με ταχεία υποχρεωτική διαβούλευση και καταγγελία·

δ)Έως την ημερομηνία που ορίζεται στο εδάφιο (β) και με την επιφύλαξη των μηχανισμών που ορίζονται σε αυτό, οι διατάξεις περί αντασφάλισης του άρθρου 3 παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε σχέση με αντασφαλιστή της ΕΕ σε πολιτεία των ΗΠΑ κατά την προγενέστερη ημερομηνία μεταξύ:

(i)της έγκρισης από την εν λόγω πολιτεία των ΗΠΑ ενός μέτρου που συνάδει με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2· ή

(ii)της ημερομηνίας έναρξης ισχύος οποιοασδήποτε απόφασης από τις Ηνωμένες Πολιτείες σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς τους ότι το εν λόγω μέτρο ασφάλισης της εν λόγω πολιτείας των ΗΠΑ δεν υπερισχύει διότι δεν συνάδει με την παρούσα συμφωνία και έχει ως αποτέλεσμα λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή της ΕΕ από εκείνη ενός ασφαλιστή ή αντασφαλιστή των ΗΠΑ που έχει την εγκατάστασή του, έχει αδειοδοτηθεί ή γίνει δεκτός με άλλο τρόπο στην εν λόγω πολιτεία των ΗΠΑ·

ε)από την ημερομηνία της προσωρινής εφαρμογής, όπως ορίζεται στο εδάφιο α) και για 60 μήνες μετά, κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 εδάφιο η), οι εποπτικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιβάλλουν απαίτηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, σε σχέση με έναν ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο με δραστηριότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

στ)από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, κατά τη διάρκεια της περιόδου των 60 μηνών που αναφέρεται στο εδάφιο β), αν ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του άρθρου 3 σε σχέση με τις απαιτήσεις τοπικής παρουσίας, οι εποπτικές αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους μπορούν, κατόπιν υποχρεωτικής διαβούλευσης, να επιβάλουν αξιολόγηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου ή απαίτηση κεφαλαίου σε επίπεδο ομίλου στο επίπεδο της παγκόσμιας μητρικής επιχείρησης σε ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο που έχει την έδρα ή τις εγκαταστάσεις του στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος·

ζ)Το άρθρο 3 παράγραφος 3 εφαρμόζεται και ισχύει στην επικράτεια της ΕΕ το αργότερο 24 μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία εφαρμόζεται ή έχει τεθεί σε ισχύ προσωρινά·

η)με την επιφύλαξη των εδαφίων β) και δ), το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και ισχύουν πλήρως στο σύνολο της επικράτειας των δύο συμβαλλόμενων μερών το αργότερο 60 μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, υπό την προϋπόθεση η συμφωνία να έχει τεθεί σε ισχύ· και

θ)από την προγενέστερη μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος και της ημερομηνίας προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν τα άρθρα 7, 11 και 12.

3.Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν συμμορφώνονται με την παράγραφο 2 έως τις ημερομηνίες που ορίζονται σε αυτήν, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει υποχρεωτική διαβούλευση μέσω της μεικτής επιτροπής.

Άρθρο 11 – Καταγγελία και υποχρεωτική διαβούλευση

1.Κατόπιν υποχρεωτικής διαβούλευσης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία ανά πάσα στιγμή επιδίδοντας γραπτή κοινοποίηση στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, σύμφωνα με τις διαδικασίες του παρόντος άρθρου. Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα συμβαλλόμενα μέρη γραπτώς, η εν λόγω καταγγελία είναι αποτελεσματική σε 180 ημέρες, ή 90 ημέρες όσον αφορά την καταγγελία που περιγράφεται στο άρθρο 10, εδάφιο 2 στοιχείο γ), μετά την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποίησης. Ειδικότερα, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να καταγγείλουν την παρούσα συμφωνία, όταν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος αθετήσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας συμφωνίας ή λάβει μέτρα που δεν συνάδουν με τους στόχους της παρούσας συμφωνίας.

2.Πριν από την κοινοποίηση μιας απόφασης για καταγγελία της παρούσας συμφωνίας, επίσης σε σχέση με τους όρους του άρθρου 10, ένα συμβαλλόμενο μέρος ειδοποιεί τον πρόεδρο της μεικτής επιτροπής.

3.Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να κοινοποιούν στα ενδιαφερόμενα μέρη το αποτέλεσμα της καταγγελίας στους ασφαλιστές και αντασφαλιστές στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες τους.

4.Απαιτείται υποχρεωτική διαβούλευση μέσω της μεικτής επιτροπής, εφόσον το ζητήσει ένα συμβαλλόμενο μέρος από τον πρόεδρο της μεικτής επιτροπής, η οποία αρχίζει το αργότερο 30 ημέρες, ή 7 ημέρες εφόσον ζητηθεί, όπως περιγράφεται στο άρθρο 10 εδάφιο 2 στοιχείο γ), ύστερα από το εν λόγω αίτημα, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί υποχρεωτική διαβούλευση υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση των λόγων στους οποίους βασίζεται η υποχρεωτική διαβούλευση. Η υποχρεωτική διαβούλευση μπορεί να λάβει χώρα σε τοποθεσία που καθορίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και, αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν ως προς τον τόπο, τότε το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί την υποχρεωτική διαβούλευση προτείνει τρεις ουδέτερες τοποθεσίες εκτός της επικράτειας των συμβαλλομένων μερών, και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος επιλέγει μία από τις τρεις προτεινόμενες ουδέτερες τοποθεσίες.

5.Υποχρεωτική διαβούλευση θα απαιτείται πριν από την καταγγελία της παρούσας συμφωνίας, επίσης σε σχέση με τους όρους του άρθρου 10.

6.Αν ένα συμβαλλόμενο μέρος αρνηθεί να συμμετάσχει σε υποχρεωτική διαβούλευση, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, τότε το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί την καταγγελία μπορεί να προβεί στην καταγγελία της συμφωνίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12 – Τροποποίηση

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν γραπτώς για την τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας.

2.Αν ένα συμβαλλόμενο μέρος επιθυμεί να τροποποιήσει την παρούσα συμφωνία, κοινοποιεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος γραπτώς αίτημα για την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την τροποποίηση της συμφωνίας.

3.Τα αιτήματα έναρξης διαπραγματεύσεων για την τροποποίηση της συμφωνίας κοινοποιούνται στη μεικτή επιτροπή.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ – Υπόδειγμα μνημονίου συνεννόησης για τους όρους ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών

Άρθρο 1. Στόχος

1.Η εποπτική αρχή του/της (πολιτεία των ΗΠΑ) και η εθνική εποπτική αρχή του/της (κράτος μέλος της ΕΕ), οι αρχές που υπογράφουν το παρόν μνημόνιο συνεννόησης, αναγνωρίζουν την ανάγκη για συνεργασία στην ανταλλαγή πληροφοριών.

2.Οι αρχές αναγνωρίζουν ότι οι πρακτικές διευθετήσεις όσον αφορά τη διασυνοριακή συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών είναι σημαντικές τόσο για τις καταστάσεις κρίσης όσο και για την καθημερινή εποπτεία.

3.Ο σκοπός του παρόντος μνημονίου συνεννόησης είναι να διευκολύνει τη συνεργασία στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών στον βαθμό που επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία και σύμφωνα με τους εποπτικούς και ρυθμιστικούς σκοπούς.

4.Οι αρχές αναγνωρίζουν ότι κανένας όρος του παρόντος μνημονίου συνεννόησης δεν εξετάζει τις απαιτήσεις που μπορεί να ισχύουν για την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων από τις εποπτικές αρχές.

5.Εφαρμοστέο δίκαιο σχετικά με την ανταλλαγή και την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών είναι σε ισχύ στην επικράτεια των αρχών, με στόχο την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των δεδομένων που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρχών βάσει του παρόντος μνημονίου συνεννόησης. Αυτό το εφαρμοστέο δίκαιο επιδιώκει μεταξύ άλλων να εξασφαλίσει ότι:

α)Η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών είναι μόνο για σκοπούς που σχετίζονται άμεσα με την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων των αρχών· και

β)Όλα τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους θα τηρούν την εμπιστευτικότητα των εν λόγω πληροφοριών, εκτός από ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 7.

Άρθρο 2. Ορισμοί

1.Για τους σκοπούς το παρόντος μνημονίου συνεννόησης, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α)«εφαρμοστέο δίκαιο»: κάθε νόμος, κανονισμός, διοικητική διάταξη ή άλλη νομική πρακτική που εφαρμόζεται στη δικαιοδοσία κάποιας Αρχής, σχετικά με την εποπτεία ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων, την ανταλλαγή εποπτικών πληροφοριών, την προστασία της εμπιστευτικότητας καθώς και τον χειρισμό και την αποκάλυψη πληροφοριών·

β)«εμπιστευτικές πληροφορίες»: παρεχόμενες πληροφορίες που θεωρούνται εμπιστευτικές από τη δικαιοδοσία της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα·

γ)«ασφαλιστής»: επιχείρηση που έχει λάβει εξουσιοδότηση ή άδεια να αναλάβει ή να συμμετάσχει στη δραστηριότητα της άμεσης ή κύριας ασφάλισης·

δ)«πρόσωπο»: φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία ή μη εταιρική ένωση·

ε)«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί·

στ)«παρεχόμενες πληροφορίες»: κάθε πληροφορία που παρέχει αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα σε αιτούσα αρχή σε απάντηση σε αίτημα πληροφοριών·

ζ)«ρυθμιζόμενη οντότητα»: ασφαλιστής ή αντασφαλιστής που έχει λάβει εξουσιοδότηση ή εποπτεύεται από εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των Ηνωμένων Πολιτειών·

η)«αντασφαλιστής»: επιχείρηση που έχει λάβει εξουσιοδότηση ή άδεια να αναλάβει ή να συμμετάσχει στη δραστηριότητα της αντασφάλισης·

θ)«αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα»: η αρχή στην οποία υποβάλλεται αίτημα πληροφοριών·

ι)«αιτούσα αρχή»: η αρχή η οποία υποβάλλει αίτημα πληροφοριών·

ια)«εποπτική αρχή»: κάθε ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός επόπτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στις Ηνωμένες Πολιτείες· και

ιβ)«επιχείρηση»: οντότητα που αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα.

Άρθρο 3. Συνεργασία

1.Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει να εξετάζει σοβαρά τα αιτήματα της αιτούσας αρχής και θα πρέπει να ανταποκρίνεται εγκαίρως. Θα πρέπει να παρέχει στην αιτούσα αρχή την πληρέστερη δυνατή απάντηση σε αίτημα πληροφοριών, η οποία συνάδει με τις ρυθμιστικές λειτουργίες της.

2.Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, η ύπαρξη και το περιεχόμενο κάθε αιτήματος πληροφοριών πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές, τόσο από την αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα όσο και από την αιτούσα αρχή, εκτός αν οι δύο αρχές αποφασίσουν αμοιβαία διαφορετικά.

Άρθρο 4. Χρήση παρεχόμενων πληροφοριών

1.Η αιτούσα αρχή θα πρέπει να υποβάλλει αιτήματα παροχής πληροφοριών μόνο αν έχει έννομο ρυθμιστικό ή εποπτικό σκοπό για το αίτημα ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τη νόμιμη επίβλεψη μιας ρυθμιζόμενης οντότητας από μια αιτούσα αρχή. Γενικά δεν θεωρείται έννομος ρυθμιστικός ή εποπτικός σκοπός να αναζητήσει μια αιτούσα αρχή πληροφορίες για φυσικά πρόσωπα, εκτός αν το αίτημα έχει άμεση σχέση με την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων.

2.Η αιτούσα αρχή θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις παρεχόμενες πληροφορίες μόνο για νόμιμους σκοπούς που σχετίζονται με καθήκοντα ρυθμιστικά, εποπτικά, χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή προληπτικά της αρχής.

3.Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, κάθε παρεχόμενη πληροφορία που ανταλλάσσεται ανήκει και παραμένει στην ιδιοκτησία της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα.

Άρθρο 5. Αίτημα πληροφοριών

1.Αιτήσεις παροχής πληροφοριών από την αιτούσα αρχή θα πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς, ή σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν είναι επείγον, και να περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:

α)τις αρχές που συμμετέχουν, το πεδίο της εποπτείας που αφορά το αίτημα και τον σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες·

β)το όνομα του προσώπου ή της ρυθμιζόμενης οντότητας που αφορά το αίτημα·

γ)λεπτομέρειες του αιτήματος που μπορεί να περιλαμβάνουν μια περιγραφή των γεγονότων στα οποία βασίζεται το αίτημα, συγκεκριμένα ερωτήματα υπό διερεύνηση και μια ένδειξη τυχόν ευαισθησίας σχετικά με το αίτημα·

δ)τις πληροφορίες που ζητούνται·

ε)την ημερομηνία κατά την οποία ζητούνται οι πληροφορίες και τυχόν σχετικές νόμιμες προθεσμίες· και

στ)κατά περίπτωση, κατά πόσον, πώς και σε ποιον μπορούν να διαβιβαστούν οι πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 7.

2.Για επείγοντα αιτήματα, ένα αίτημα μπορεί να υποβληθεί προφορικά και θα πρέπει να ακολουθείται από γραπτή επιβεβαίωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.Η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει να χειριστεί το αίτημα ως εξής:

α)Η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει να επιβεβαιώσει την παραλαβή του αιτήματος.

β)Η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει να αξιολογεί κάθε αίτημα για κάθε περίπτωση χωριστά, για να καθορίσει την πλήρη έκταση των πληροφοριών που μπορούν να παρασχεθούν σύμφωνα με τους όρους του παρόντος μνημονίου συνεννόησης και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στη δικαιοδοσία της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα. Για να αποφασίσει κατά πόσον και σε ποιο βαθμό πρέπει να ικανοποιήσει ένα αίτημα, η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα μπορεί να λάβει υπόψη:

(i)κατά πόσον το αίτημα συνάδει με το μνημόνιο συνεννόησης·

(ii)κατά πόσον η συμμόρφωση με το αίτημα θα ήταν τόσο επαχθής, ώστε να διαταραχθεί η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της αιτούσας αρχής·

(iii)κατά πόσον η παροχή των ζητούμενων πληροφοριών θα ήταν διαφορετικά αντίθετη προς τα ουσιώδη συμφέροντα της δικαιοδοσίας της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα·

(iv)όσα άλλα θέματα ορίζονται από το εφαρμοστέο δίκαιο της δικαιοδοσίας της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα (ιδίως εκείνα που αφορούν την εμπιστευτικότητα και το επαγγελματικό απόρρητο, την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, και τον δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών)· και

(v)κατά πόσον η συμμόρφωση με το αίτημα μπορεί διαφορετικά να είναι επιζήμια για την άσκηση των καθηκόντων της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα.

γ)Όταν μια αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα αρνηθεί ή δεν είναι σε θέση να παράσχει το σύνολο ή μέρος των αιτούμενων πληροφοριών, η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει, στον βαθμό που είναι εφικτό και σκόπιμο σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν παρέχει τις πληροφορίες και να εξετάσει πιθανούς εναλλακτικούς τρόπους για την εκπλήρωση του εποπτικού στόχου της αιτούσας αρχής. Μια αίτηση παροχής πληροφοριών μπορεί ιδίως να απορριφθεί από την αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα εφόσον το αίτημα θα απαιτούσε η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα να ενεργήσει με τρόπο που θα παραβίαζε το εφαρμοστέο της δίκαιο.

Άρθρο 6. Μεταχείριση των εμπιστευτικών πληροφοριών

1.Κατά γενικό κανόνα, οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του παρόντος μνημονίου συνεννόησης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές πληροφορίες, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.

2.Η αιτούσα αρχή θα πρέπει να προβεί σε όλες τις νόμιμες και  εύλογα δυνατές ενέργειες για να διατηρήσει την εμπιστευτικότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών.

3.Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 και της ισχύουσας νομοθεσίας, η αιτούσα αρχή θα πρέπει να περιορίζει την πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει από μια αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα σε πρόσωπα που εργάζονται για την αιτούσα αρχή ή ενεργούν για λογαριασμό της, τα οποία:

α)υπόκεινται στις υποχρεώσεις της αιτούσας αρχής στη δικαιοδοσία της για την αποτροπή της μη εξουσιοδοτημένης αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών·

β)τελούν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της αιτούσας αρχής·

γ)χρειάζονται τις πληροφορίες αυτές, οι οποίες συνάδουν και σχετίζονται άμεσα με έναν νόμιμο ρυθμιστικό ή εποπτικό σκοπό· και

δ)υπόκεινται σε απαιτήσεις συνεχούς εμπιστευτικότητας ακόμα και μετά την αποχώρησή τους από την αιτούσα αρχή.

Άρθρο 7. Συνέχιση ανταλλαγής παρεχόμενων πληροφοριών

1.Εκτός από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παράγραφος 2, η αιτούσα αρχή δεν θα πρέπει να διαβιβάζει σε τρίτους τις παρεχόμενες πληροφορίες, τις οποίες λαμβάνει από το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα, εκτός αν:

α)η αιτούσα αρχή έχει αποκτήσει την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση από την αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα για συνέχιση της ανταλλαγής των εν λόγω πληροφοριών, εκτός αν το αίτημα είναι επείγον, περίπτωση στην οποία το αίτημα μπορεί να διατυπωθεί προφορικά, ακολουθούμενο πάραυτα από γραπτή επιβεβαίωση·και

β)ο τρίτος δεσμεύεται να συμμορφωθεί με τους περιορισμούς που διατηρούν ουσιαστικά παρόμοιο επίπεδο εμπιστευτικότητας με εκείνο στο οποίο υπόκειται η αιτούσα αρχή, όπως ορίζεται στο παρόν μνημόνιο συνεννόησης.

2.Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, αν η αιτούσα αρχή υπόκειται σε νομικά υποχρεωτικό αίτημα ή νομική υποχρέωση να αποκαλύψει τις παρεχόμενες πληροφορίες, η αιτούσα αρχή θα πρέπει να παρέχει στην αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω αίτημα και τυχόν σχετικές διαδικασίες για τη διευκόλυνση της παρέμβασης και διεκδίκησης προνομίων. Αν δεν δοθεί συγκατάθεση της αρχής στην οποία υποβάλλεται το αίτημα για την κοινοποίηση των παρεχόμενων πληροφοριών, η αιτούσα αρχή θα πρέπει να λάβει όλα τα εύλογα μέτρα, κατά περίπτωση, για να εναντιωθεί στην αποκάλυψη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης νομικών μέσων για να εναντιωθεί στην εν λόγω αποκάλυψη, καθώς και να επιβάλει και να προστατεύσει την εμπιστευτικότητα όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών που διατρέχουν τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν.