2.3.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 81/131


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ»

[COM(2017) 358 final]

(2018/C 081/18)

Εισηγητής:

ο κ. Stefano PALMIERI

Συνεισηγητής:

ο κ. Petr ZAHRADNÍK

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 4.8.2017

Νομική βάση

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

 

Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

Οικονομική και νομισματική ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή

Υιοθετήθηκε από το ειδικευμένο τμήμα

5.10.2017

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

19.10.2017

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

529

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

138/8/14

Προοίμιο

Η παρούσα γνωμοδότηση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης δέσμης τεσσάρων γνωμοδοτήσεων της ΕΟΚΕ για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας (Εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ, Ένωση Κεφαλαιαγορών και Το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ)  (1) . Η εν λόγω δέσμη εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας της Λευκής βίβλου για το μέλλον της Ευρώπης που εγκαινιάστηκε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και λαμβάνει υπόψη την ομιλία του Προέδρου του οργάνου κ. Juncker για την Κατάσταση της Ένωσης το 2017. Σύμφωνα με το ψήφισμα της ΕΟΚΕ για το μέλλον της Ευρώπης  (2) και με παλαιότερες γνωμοδοτήσεις σχετικά με την ολοκλήρωση της ΟΝΕ  (3) , η παρούσα δέσμη γνωμοδοτήσεων προβάλλει την ανάγκη κοινού σκοπού στη διακυβέρνηση της Ένωσης, ο οποίος πρέπει να υπερβαίνει τις τεχνικές προσεγγίσεις και μετρήσεις και να αποτελεί πρώτα και κύρια ζήτημα πολιτικής βούλησης και κοινής προοπτικής.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η διάρθρωση του Εγγράφου προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ επιτρέπει, αφενός, τη σκιαγράφηση ορισμένων εκ των προκλήσεων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ΕΕ κατά τα προσεχή έτη και εξακολουθεί, αφετέρου, να συνδέει τις πιθανές λύσεις από πλευράς προϋπολογισμού με τα πέντε διαφορετικά σενάρια που εκθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη Λευκή βίβλο για το μέλλον της Ευρώπης.

1.2.

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες χρειάζονται περισσότερη (και καλύτερη) και όχι λιγότερη Ευρώπη, προκειμένου να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση της ΕΕ που απορρέει από την απουσία στρατηγικού οράματος για το μέλλον και ικανότητας ενδεδειγμένης ανταπόκρισης στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Το χάσμα ανάμεσα στις ανησυχίες και τις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι ζητούν απτά οφέλη για την καθημερινή τους ζωή, και στις περιορισμένες εξουσίες και τους ανεπαρκείς οικονομικούς πόρους που διαθέτει σήμερα η ΕΕ διευρύνεται ολοένα. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα και η ίδια η Ένωση χάνουν την αξιοπιστία τους και τίθενται υπό αμφισβήτηση, με συνέπεια να ενισχύονται οι υφιστάμενες εθνικιστικές και λαϊκιστικές τάσεις.

1.3.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την προσέγγιση του εγγράφου προβληματισμού, σύμφωνα με την οποία η θεμελιώδης αρχή του προϋπολογισμού της ΕΕ πρέπει να είναι η επιδίωξη της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας χάρη στην οποία επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι με τους μη συντονισμένους εθνικούς προϋπολογισμούς. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί να εγκαταλειφθεί η λογική της «δίκαιης απόδοσης», της διάκρισης των κρατών μελών σε «καθαρά συνεισφέροντες» ή σε «καθαρά δικαιούχους» και των ειδικών διορθώσεων για τα μεμονωμένα κράτη μέλη.

1.4.

Η ΕΕ οφείλει πρώτα να προσδιορίσει τις πολιτικές προτεραιότητες υψηλής ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας και μετά να καθορίσει τους πόρους που απαιτούνται για την υλοποίησή τους και να προβεί στη μεταρρύθμιση του ενωσιακού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ΕΟΚΕ θεωρεί ανέφικτο να παραμείνει ο προϋπολογισμός της ΕΕ κάτω από το 1 % του εισοδήματος και μόλις στο 2 % των δημόσιων δαπανών των 28 κρατών μελών, ήτοι σε ανεπαρκές επίπεδο για τις προκλήσεις, τους κλυδωνισμούς και τις κρίσεις που οφείλει να αντιμετωπίσει.

1.5.

Η μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της ΕΕ πρέπει απαραιτήτως να αφορά την ποιοτική βελτίωση, επανακαθορίζοντας τη δομή του τόσο όσον αφορά τα κεφάλαια δαπανών όσο και τους ιδίους πόρους, λαμβάνοντας υπόψη τα ενδεδειγμένα κριτήρια εξορθολογισμού, αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας και καθιερώνοντας άμεση και διαφανή επικοινωνία με τους πολίτες.

1.6.

Η ποσοτική και ποιοτική προσαρμογή του προϋπολογισμού απαιτεί μια σοβαρή και εκτεταμένη διαβούλευση της κοινωνίας των πολιτών, όπως αυτή που διεξάγεται στο πλαίσιο της ΕΟΚΕ, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζονται οι πραγματικές τοπικές και περιφερειακές ανάγκες και να επιτυγχάνεται θετική επίδραση σε όλους τους πολίτες με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

1.7.

Από πλευράς δαπανών, η ΕΟΚΕ θεωρεί προγράμματα υψηλής ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας τις μεσομακροπρόθεσμες επενδύσεις για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη, την απασχόληση, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα· την προστασία των πιο μειονεκτουσών περιφερειών και των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων· την ευέλικτη και έγκαιρη απάντηση στους ασύμμετρους κλυδωνισμούς και τις αιφνίδιες κρίσεις μέσω, μεταξύ άλλων, ενός ανεξάρτητου προϋπολογισμού της ζώνης του ευρώ.

1.8.

Ειδικότερα, η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντική τη λειτουργία μακροοικονομικής σταθεροποίησης στη ζώνη του ευρώ διότι οι αρνητικές επιπτώσεις στις κοινωνικές τάξεις και τους παραγωγικούς τομείς που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση αποτελούν ένα από τα αίτια της στρατηγικής κρίσης της ΕΕ και της ανόδου του λαϊκισμού.

1.9.

Από πλευράς εσόδων, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την ανάλυση της έκθεσης με τίτλο «Η μελλοντική χρηματοδότηση της ΕΕ» της Ομάδας υψηλού επιπέδου για τους ιδίους πόρους (HLGOR), με στόχο έναν νέο προϋπολογισμό με επιπολασμό αυτόνομων, διαφανών και δίκαιων ιδίων πόρων, χωρίς αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τους πλέον μειονεκτούντες πολίτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

1.9.1.

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι τάσσεται υπέρ μια κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες (ΚΕΒΦΕ), αλλά και υπέρ της φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των καυσίμων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διότι οι εν λόγω φόροι —αν εισπράττονταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο— θα μπορούσαν να συμβάλουν τόσο στη διαμόρφωση μιας διακρατικής φορολογικής βάσης όσο και στην καταπολέμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

1.10.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι συνέπειες της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) μετά το 2020 μπορούν να αποτελέσουν, αφενός, απειλή για το όραμα της ΕΕ —σε περίπτωση διεξαγωγής διαπραγματεύσεων από τα κράτη μέλη με βάση την αρχή της «δίκαιης απόδοσης»— και, αφετέρου, σημαντική ευκαιρία, διότι —χάρη στην εδραίωση της αρχής της «ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας»— μπορούν να οδηγήσουν στην ποιοτική και ποσοτική βελτίωση του προϋπολογισμού της ΕΕ.

1.10.1.

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι θα ήταν σκόπιμο, το ταχύτερο δυνατόν:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προσδιορίσει τις επιπτώσεις της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) —σύμφωνα με τα διάφορα σενάρια περί «σκληρού» ή «ήπιου» Brexit— στο σύστημα εσόδων και δαπανών της ΕΕ και τις σχετικές συνέπειες για το ΠΔΠ μετά το 2020,

να δρομολογηθεί μια διαφανής και δημόσια συζήτηση σχετικά με το ΠΔΠ μετά το 2020 με τους θεσμικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς, τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών και τους πολίτες της ΕΕ,

να μην επέλθει, σε καμία περίπτωση, μείωση των πόρων που προορίζονται στις πολιτικές για τη συνοχή και στους κοινωνικούς στόχους.

Με αυτόν τον τρόπο, θα καταστεί δυνατή η σύγκλιση των διαφορετικών και αντικρουόμενων συμφερόντων των ενδιαφερομένων μερών και η εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης για το ΠΔΠ μετά το 2020.

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1.

Η προσέγγιση που υιοθετείται στο Έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ συνδέει τις πιθανές λύσεις όσον αφορά τον προϋπολογισμό με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση σε σχέση με τα πέντε διαφορετικά σενάρια που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη Λευκή Βίβλο για το μέλλον της Ευρώπης. Η ΕΟΚΕ επέκρινε την προσέγγιση αυτή στο πρόσφατο ψήφισμά της σχετικά με τη Λευκή Βίβλο (4), χαρακτηρίζοντας «τεχνητά» τα εν λόγω πέντε σενάρια διότι απευθύνονται αποκλειστικά στα κράτη μέλη, χωρίς να έχουν καμία άμεση επίδραση στους Ευρωπαίους πολίτες που επιθυμούν μια κοινή και σαφή στρατηγική.

2.1.1.

Αυτό σημαίνει ότι χάνεται μια σημαντική ευκαιρία, δεδομένου ότι μεγάλο τμήμα του εγγράφου —σχετικό με την προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών οικονομικών, τον προσδιορισμό των τάσεων και των προκλήσεων και τις ποικίλες επιλογές για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ— τυγχάνει ευρείας αποδοχής όσον αφορά την ανάλυση, μολονότι δεν περιέχει μια κοινά αποδεκτή, αποτελεσματική και αποδοτική πολιτική πρόταση.

2.2.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η ΕΟΚΕ έχει επισημάνει (5) τα εκκρεμή προβλήματα για την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία, τις βασικές αρχές που πρέπει να τηρούνται και τις κατευθύνσεις που την ακολουθητέα πορεία για να ενισχυθεί και να καταστεί πιο αποτελεσματική η δράση των ευρωπαϊκών οργάνων. Η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες χρειάζονται περισσότερη (και καλύτερη) και όχι λιγότερη Ευρώπη (6), ακριβώς επειδή η πολιτική κρίση της ΕΕ απορρέει από την απουσία στρατηγικού οράματος για το μέλλον και ικανότητας ενδεδειγμένης ανταπόκρισης στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση.

2.3.

Το 2016, όσον αφορά την ενδιάμεση επανεξέταση του ΠΔΠ 2014-2020 (7), η ΕΟΚΕ επεσήμανε την ανάγκη αναγνώρισης των προσπαθειών που κατέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, κυρίως, των μορφών ευελιξίας που εισήγαγε για την αντιμετώπιση των απρόβλεπτων κρίσεων, καθώς και της προσέγγισης που είναι προσανατολισμένη στα αποτελέσματα και τις επιδόσεις. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες προτάσεις και οι διατεθέντες πόροι έμοιαζαν —ήδη τότε— ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των προτεραιοτήτων της ΕΕ, καθώς το ΠΔΠ είναι το αποτέλεσμα ενός ελάχιστα φιλόδοξου συμβιβασμού μεταξύ κρατών μελών που ενδιαφέρονται για το οικείο «καθαρό αποτέλεσμα» και για τα οφέλη ειδικών ομάδων συμφερόντων, και όχι το μέσο για την επίτευξη των συμφερόντων της ΕΕ στο σύνολό της.

2.4.

Στο πλαίσιο αυτό είναι αποδεκτή η προσέγγιση του Εγγράφου προβληματισμού, σύμφωνα με την οποία «η ουσία ενός εκσυγχρονισμένου προϋπολογισμού της ΕΕ» συνίσταται στην «προστιθέμενη αξία που προκύπτει από τη συγκέντρωση πόρων και τα αποτελέσματα που δεν μπορούν να επιτευχθούν με μη συντονισμένες εθνικές δαπάνες» (8).

2.5.

Για περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη, πρέπει καταρχάς να προσδιοριστούν οι πολιτικές προτεραιότητες με υψηλή ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία και στη συνέχεια να καθοριστούν οι αναγκαίοι πόροι για την επίτευξή τους, βάσει των οποίων θα διαμορφωθεί η μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Στο σενάριο αυτό, δεν μπορεί να θεωρείται πλέον αξιόπιστο ότι η Ένωση μπορεί να αποδίδει στον προϋπολογισμό της λιγότερο από το 1 % του εισοδήματος και μόνο το 2 % των δημόσιων δαπανών των 28 κρατών μελών, και μάλιστα με συνεχή πτωτική τάση (9). Το επίπεδο αυτό κρίνεται απολύτως ανεπαρκές σε σχέση με τις νέες προκλήσεις, τους κλυδωνισμούς και τις κρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ΕΕ.

2.5.1.

Η ποσοτική αύξηση του προϋπολογισμού της Ένωσης πρέπει να συνοδεύεται από τη σημαντική ποιοτική βελτίωσή του, με επανακαθορισμό της δομής του, τόσο στα κεφάλαια των δαπανών όσο και των ιδίων πόρων. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη κατάλληλα κριτήρια εξορθολογισμού, αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας του προϋπολογισμού και να προάγονται άμεσες και διαφανείς μορφές επικοινωνίας με τους πολίτες.

2.5.2.

Η ποσοτική και ποιοτική βελτίωση του προϋπολογισμού της ΕΕ πρέπει να συνοδεύεται από μια σοβαρή και εκτεταμένη διαβούλευση της κοινωνίας των πολιτών, όπως αυτή που διεξάγεται στο πλαίσιο της ΕΟΚΕ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι τα κεφάλαια των δαπανών αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τοπικές και περιφερειακές ανάγκες και έχουν θετική επίδραση στην ευημερία των πολιτών με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

2.6.

Με την εμφάνιση νέων προκλήσεων που συνδέονται με τα μεταβαλλόμενα γεωπολιτικά σενάρια και με την αναγκαία προσαρμογή στις συνέπειες της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν είναι τυχαίο ότι καταδεικνύεται η ανεπάρκεια του προϋπολογισμού της ΕΕ, η οποία εισέρχεται σε μια κρίση που ξεκίνησε ως οικονομική και χρηματοπιστωτική για να μετατραπεί στη συνέχεια σε κοινωνική και, τέλος, σε πολιτική.

2.6.1.

Πρόκειται για μια πολιτική κρίση η οποία οφείλεται στο χάσμα ανάμεσα στις εντεινόμενες ανησυχίες και τις συνεπακόλουθες προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι ζητούν απτά οφέλη για την καθημερινή τους ζωή, και στις σημερινές ανεπαρκείς εξουσίες και τους περιορισμένους οικονομικούς πόρους που διαθέτει η ίδια η ΕΕ. Στο χάσμα αυτό οφείλονται οι εντεινόμενες αντιδράσεις και οι εθνικιστικές και λαϊκιστικές τάσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση το ευρωπαϊκό εγχείρημα και την Ένωση αυτή καθ’ εαυτή.

2.7.

Πράγματι, η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ διεξάγεται σε μια ιστορική στιγμή που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανησυχία και εκτεταμένη οικονομική, κοινωνική, πολιτική και θεσμική αβεβαιότητα μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών (10). Πρώτον, οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, κυρίως στα κράτη μέλη που επλήγησαν περισσότερο, σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές και, ειδικότερα, στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα γίνονται ακόμη ιδιαίτερα αισθητές. Δεύτερον, επικρατεί διάχυτος σκεπτικισμός σχετικά με την πολιτική ικανότητα των κρατών μελών και της ΕΕ να διατηρήσουν την οικονομική ευημερία και την κοινωνική συνοχή στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς ανταγωνισμού (11). Τρίτον, αυξάνεται διαρκώς η εισροή μεταναστών και προσφύγων που επιχειρούν να ξεφύγουν από τους πολέμους και τη φτώχεια στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Τέταρτον, η πρόσφατη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ καθιστά σαφές ότι η Ένωση δεν αποτελεί δεδομένη και αμετάκλητη επιλογή και υπάρχει ενδεχόμενο να επεκταθεί και σε άλλα κράτη μέλη.

3.   Ειδικές παρατηρήσεις

3.1.

Από πλευράς δαπανών, το καθοριστικό στοιχείο συνίσταται στην αρχή της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας, κάτι που μπορεί να φαίνεται παράδοξο σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία —από τη μια πλευρά— αυξάνονται οι φωνές που ζητούν να παρασχεθούν μεγαλύτερα περιθώρια στις εθνικές κυβερνήσεις, έως την ακραία υπόθεση της αποχώρησης από την ΕΕ, ενώ —από την άλλη πλευρά— δύσκολα μπορεί πλέον να θεωρηθεί δικαιολογημένη η λογική της «δίκαιης απόδοσης», της διάκρισης των κρατών μελών σε «καθαρά συνεισφέροντες» ή σε «καθαρά δικαιούχους» και των ειδικών διορθώσεων για τα μεμονωμένα κράτη μέλη.

3.1.1.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορθώς επαναλαμβάνει την εν λόγω αρχή διότι μια ευρεία πολιτική συναίνεση για την υποστήριξη της δράσης της ΕΕ μπορεί να συμβάλει στην εστίαση του προϋπολογισμού της ΕΕ στην επίτευξη πραγματικών ωφελημάτων για τους Ευρωπαίους πολίτες σε κοινοτικό επίπεδο, πράγμα το οποίο τα επιμέρους κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να επιτύχουν κατά μόνας.

3.1.2.

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι η αρχή της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της σημερινής συζήτησης για το μέλλον των ευρωπαϊκών οικονομικών και να αποβλέπει στα εξής (12):

στην επίτευξη των στόχων που απορρέουν από τις βασικές αρχές της ενωσιακής έννομης τάξης και, ειδικότερα, από το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο θέτει ως στόχο την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και ευημερίας στους πολίτες (13)·

στην κατάρτιση ενός προϋπολογισμού που θα προβλέπει τη δημιουργία ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών, ικανών να συμβάλουν στην προάσπιση των ευρωπαϊκών θεμελιωδών ελευθεριών, την ενιαία αγορά και την οικονομική και νομισματική ένωση (14).

3.1.3.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο καθίσταται θεμελιώδης η πλήρης εφαρμογή του άρθρου 311 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «Η Ένωση προικίζεται με επαρκή μέσα για την επίτευξη των στόχων της και την επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών της».

3.2.

Στο Έγγραφο προβληματισμού καταδεικνύεται ευρέως ότι η λύση στις προκλήσεις και στις κρίσεις παγκόσμιου χαρακτήρα πρέπει να έχει απαραιτήτως ευρωπαϊκό χαρακτήρα, συγκεντρώνοντας κατάλληλα τους πόρους από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, αξιοποιώντας τις συνέργειες με τους εθνικούς προϋπολογισμούς και κατευθύνοντας τους πόρους σε προγράμματα υψηλής ευρωπαϊκής προστιθέμενες αξίας ικανά:

να δώσουν ώθηση με μεσομακροπρόθεσμες επενδύσεις στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη, στην απασχόληση, στην καινοτομία και στην ανταγωνιστικότητα, αντιμετωπίζοντας τη στασιμότητα από πλευράς παραγωγικότητας και επενδύσεων, τη δημογραφική γήρανση και τις κλιματικές αλλαγές·

να προστατεύσουν τις πιο μειονεκτούσες περιφέρειες και τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες οι οποίες πλήττονται τόσο από τη διαιώνιση της οικονομικής κρίσης όσο και από τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (15),

να ανταποκριθούν εγκαίρως και με ευελιξία —τόσο στα έσοδα όσο και στα έξοδα— στους ασύμμετρους κλυδωνισμούς που πλήττουν ορισμένα κράτη μέλη, στη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, στις ανησυχίες για την εσωτερική ασφάλεια, στις ακραίες έκτακτες καταστάσεις και στην κοινή άμυνα.

3.3.

Μεταξύ των στοιχείων που προσδίδουν μεγαλύτερη ευρωπαϊκή προστιθέμενης αξίας, τα μέτρα που έχει ήδη προσδιορίσει η ΕΟΚΕ σχετικά με το ΠΔΠ συμπληρώνουν τις παρεμβάσεις που προβλέπονται στο Ψήφισμα της ΕΟΚΕ σχετικά με τη Λευκή Βίβλο (16):

συντονισμένη ενωσιακή βιομηχανική πολιτική για την αύξηση της απασχόλησης και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, διευκολύνοντας τον διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, τις επενδύσεις και τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ),

κοινωνική σύγκλιση προς τα πάνω, παράλληλα με την οικονομική σύγκλιση, ως προς την απασχόληση και τα κοινωνικά αποτελέσματα, μέσω της υλοποίησης του ευρωπαϊκού πυλώνα των δικαιωμάτων και της επέκτασης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ),

μεταναστευτική πολιτική που θα διασφαλίζει στους πρόσφυγες την προβλεπόμενη από το διεθνές δίκαιο προστασία και την ένταξή τους στην ΕΕ, κοινό σύστημα ασύλου, καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, δημιουργία νόμιμων οδών εισόδου,

καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής βάσει της συμφωνίας του Παρισιού και της οικολογικής μετάβασης, με την ενσωμάτωση της Ατζέντας του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ,

μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), με μέλημα την εκπλήρωση των στόχων όσον αφορά την ποιότητα του περιβάλλοντος, την αγροτική ανάπτυξη, την επισιτιστική ασφάλεια και τη στήριξη του εισοδήματος των γεωργών,

μεταρρύθμιση της πολιτικής για τη συνοχή με σαφή προσδιορισμό και συστηματικό έλεγχο των αποτελεσμάτων κατά την εφαρμογή και εκ των υστέρων αξιολόγηση των επιπτώσεων, ευνοώντας τη διαφάνεια και προωθώντας την κινητοποίηση συμπράξεων,

χρηματοδότηση των μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές, των διευρωπαϊκών δικτύων, της έρευνας και της καινοτομίας, αρχής γενομένης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) και το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020»,

ανεξάρτητος προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ που θα μπορεί να μεταφέρει προσωρινά σημαντικούς πόρους σε περίπτωση περιφερειακών κλυδωνισμών, να αντιμετωπίζει σοβαρές υφέσεις σε ολόκληρη τη ζώνη και να διασφαλίζει την αναγκαία χρηματοπιστωτική σταθερότητα (17), με λειτουργία μακροοικονομικής σταθεροποίησης για την προστασία των επενδύσεων και την καταπολέμηση της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας.

3.3.1.

Η λειτουργία της μακροοικονομικής σταθεροποίησης κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική διότι οι αρνητικές επιπτώσεις στις κοινωνικές τάξεις και τους παραγωγικούς τομείς που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση αποτελούν ένα από τα αίτια της στρατηγικής κρίσης της ΕΕ και της ενίσχυσης του λαϊκισμού. Αν, αφενός, τα κράτη μέλη διαθέτουν πιο περιορισμένα περιθώρια αυτόνομης δράσης και άσκησης επιρροής στην αγορά εργασίας και στο σύστημα του κοινωνικού κράτους, αφετέρου, δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο δίκτυα κοινωνικής προστασίας τα οποία να παρέχουν τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να επωφεληθούν από την ανάπτυξη και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό (18).

3.4.

Ο προϋπολογισμός της ΕΕ πρέπει συνεπώς να εξασφαλίζει την παροχή των αναγκαίων μέσων για την επίτευξη των στρατηγικών προτεραιοτήτων, χρησιμοποιώντας κατάλληλα κριτήρια εξορθολογισμού, αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας τόσο στη δομή του όσο και στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται και αναπροσαρμόζεται (19):

υιοθέτηση σαφέστερου προσανατολισμού προς τις επιδόσεις και τα αποτελέσματα,

αξιολόγηση της ποιότητας του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τη διάθεση των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ,

ανάλυση της εξέλιξης των δαπανών ως διαρκούς μεσοπρόθεσμης διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας κάθε διαχειριστική χρήση σηματοδοτεί ένα στάδιο της εξελικτικής πορείας που είναι αναγκαία για την επίτευξη των αντίστοιχων αποτελεσμάτων,

επιβεβλημένη συνεκτίμηση της εξαιρετικά στενής σχέσης που υπάρχει μεταξύ του προϋπολογισμού της ΕΕ, της διαχείρισης της οικονομικής πολιτικής και του υφιστάμενου δυναμικού της ευρωπαϊκής οικονομίας,

ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας της δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ, σε συνδυασμό με την εκπλήρωση και την αξιολόγηση των στόχων της·

3.4.1.

Ειδικότερα, ο κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται και από άλλους δείκτες εστιασμένους στη μέτρηση των επιδόσεων κατά την εκτέλεση των δαπανών και των συνακόλουθων αποτελεσμάτων για την ευημερία των πολιτών, οι οποίοι θα πρέπει να καθοριστούν με κατάλληλες μεθόδους και μορφές στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και σε συμφωνία τόσο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και με τα εθνικά κοινοβούλια.

3.5.

Επίσης, ο «γαλαξίας» των διαθέσιμων πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πλέον εξαιρετικά περίπλοκος και ελάχιστα διαφανής. Εκτός από τις καθιερωμένες επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις, περιλαμβάνει επίσης χρηματοοικονομικά μέσα για την κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων μέσω της μόχλευσης —στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ και των διαρθρωτικών ταμείων— και ποικίλων μέσων, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), τα οποία δημιουργήθηκαν από τις χώρες της ζώνης του ευρώ, αλλά εκτός της περιμέτρου της ΕΕ, με σκοπό τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (20).

3.6.

Από πλευράς εσόδων, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την ανάλυση της έκθεσης της Ομάδας υψηλού επιπέδου για τους ιδίους πόρους (HLGOR) με τίτλο «Η μελλοντική χρηματοδότηση της ΕΕ», υπό την Προεδρία του κ. Mario Monti (21). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καταρτιστεί ένας νέος προϋπολογισμός με επιπολασμό αυτόνομων, διαφανών και δίκαιων ιδίων πόρων. Οι πόροι αυτοί θα εισρέουν απευθείας στον προϋπολογισμό της ΕΕ χωρίς να μεσολαβούν τα κράτη μέλη, αλλά και χωρίς να αυξάνεται η φορολογική πίεση και να επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο οι πλέον μειονεκτούντες πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

3.6.1.

Ειδικότερα, ορισμένοι από τους νέους πόρους που προτείνονται στην εν λόγω έκθεση θα μπορούσαν, εφόσον θα εισπράττονταν στο καταλληλότερο επίπεδο, να προσφέρουν ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία από πλευράς εσόδων τόσο για τη διαμόρφωση διακρατικών φορολογικών βάσεων όσο και για την καταπολέμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε παγκόσμια κλίμακα: φορολόγηση των εταιρειών (ΚΕΒΦΕ) (22) —και ειδικότερα των πολυεθνικών—, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των καυσίμων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

3.6.2.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ τονίζει επίσης εκ νέου τη σημασία της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής μέσω μεγαλύτερης διαφάνειας (23), καθώς και όλων των μορφών αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών.

3.7.

Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα έχει αναπόφευκτες συνέπειες για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της ΕΕ μετά το 2020. Πέραν των ποσοτικών συνεπειών, οι οποίες δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί επισήμως από κανένα όργανο της ΕΕ (24), οι πιθανές εναλλακτικές λύσεις για την αντιστάθμιση του ελλείμματος του προϋπολογισμού λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να συνίστανται σε μία από τις ακόλουθες τρεις επιλογές: α) αύξηση των εθνικών εισφορών από τα κράτη μέλη προς την ΕΕ· β) περικοπή δαπανών της ΕΕ· γ) συνδυασμός των δύο προηγούμενων εναλλακτικών λύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου αντιπροσωπεύει συγχρόνως μια απειλή και μια ευκαιρία για τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

3.7.1.

Αντιπροσωπεύει μια απειλή δεδομένου ότι οι προσεχείς διαπραγματεύσεις για το ΠΔΠ μετά το 2020 —αν επικρατήσει η αρχή της «δίκαιης απόδοσης»— θα εντείνουν τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών που είναι «καθαρά συνεισφέροντες» και εκείνων που είναι «καθαρά δικαιούχοι», θα θέσουν σε δεύτερη μοίρα την αρχή της «ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας» και θα επιδεινώσουν έτσι την αβεβαιότητα που επικρατεί όσον αφορά το όραμα της ΕΕ.

3.7.2.

Συγχρόνως, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου αντιπροσωπεύει μια σημαντική ευκαιρία για τη μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της ΕΕ, προκειμένου να βελτιωθεί ποσοτικά και ποιοτικά με την εις βάθος επανεξέταση των μηχανισμών δαπανών του και —βάσει της πρότασης που διατυπώνεται στην Έκθεση Monti— με την ενεργοποίηση ενός σημαντικού συστήματος ιδίων πόρων της Ένωσης. Με αυτόν τον τρόπο, θα καταστεί δυνατή η κατάρτιση ενός υποδειγματικού, αποδοτικού, αποτελεσματικού και διαφανούς προϋπολογισμού της ΕΕ, με μέλημα να αποκτήσει αξιοπιστία στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών και να τους βοηθήσει να αντιληφθούν ευχερώς τόσο τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης όσο και το κόστος της μη Ευρώπης.

3.7.3.

Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο:

α)

να προσδιορίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ταχύτερο δυνατόν τις επιπτώσεις της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου —σύμφωνα με τα διάφορα σενάρια περί «σκληρού» ή «ήπιου» Brexit— στα έσοδα και τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού, οι οποίες θα έπρεπε μάλιστα να είχαν ήδη επισημανθεί στο Έγγραφο προβληματισμού, ενόψει και της πρότασης για το ΠΔΠ μετά το 2020·

β)

να δρομολογηθεί μια σοβαρή, διαφανής και δημόσια συζήτηση σχετικά με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, με τη συμμετοχή του συνόλου των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών φορέων, της κοινωνίας των πολιτών και των Ευρωπαίων πολιτών·

γ)

να μην επέλθει, σε καμία περίπτωση, μείωση των πόρων που προορίζονται στις πολιτικές για τη συνοχή και στους κοινωνικούς στόχους λόγω της ζωτικής τους σημασίας για την ανάπτυξη της ΕΕ.

Έτσι λοιπόν, κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού της ΕΕ, θα καταστεί δυνατή η επιλογή —σύμφωνα με διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες και παρά τα αποκλίνοντα και αντικρουόμενα συμφέροντα— των λύσεων εκείνων που μπορούν να συμφιλιώσουν τα συμφέροντα αυτά και να τύχουν της ευρείας αποδοχής όλων των ενδιαφερομένων μερών.

Βρυξέλλες, 19 Οκτωβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΆΣΗΣ


(1)  Η προαναφερθείσα δέσμη απαρτίζεται από τις ακόλουθες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ: «Οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ (2017)» (επιπρόσθετη γνωμοδότηση) (βλέπε σελίδα 216 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας), «Ένωση κεφαλαιαγορών: Ενδιάμεση επανεξέταση» (βλέπε σελίδα 117 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας), «Εμβάθυνση της ΟΝΕ έως το 2025»«Τα οικονομικά της ΕΕ μέχρι το 2025».

(2)  Ψήφισμα της ΕΟΚΕ, της 6ης Ιουλίου 2017, με θέμα «Η λευκή βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το μέλλον της Ευρώπης και πέραν αυτής». ΕΕ C 345 της 13.10.2017, σ. 11.

(3)  ΕΕ C 451 της 16.12.2014, σ. 10 και ΕΕ C 332 της 8.10.2015, σ. 8.

(4)  Ψήφισμα της ΕΟΚΕ της 6ης Ιουλίου 2017 με θέμα «Η Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το μέλλον της Ευρώπης και πέραν αυτής»: «Η ΕΟΚΕ δεν πιστεύει ότι μια επιλογή μεταξύ των σεναρίων είναι επιτυχής μέθοδος εμπέδωσης μιας κοινής αντίληψης για τα ιδανικά ή για τη χάραξη της μελλοντικής πορείας». ΕΕ C 345 της 13.10.2017, σ. 11.

(5)  ΕΕ C 248 της 25.8.2011, σ. 75, ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 32, ΕΕ C 451 της 16.12.2014, σ. 10 και ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 62.

(6)  «…γέρνοντας τη ζυγαριά της επικουρικότητας προς την κατεύθυνση περισσότερης και καλύτερης Ευρώπης», ΕΕ C 351 της 15.11.2012, σ. 36.

(7)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 63, σημείο 1.1.

(8)  COM(2017) 358 final.

(9)  Το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού ορίζεται στο 1,2 % του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ) βάσει της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τους ιδίους πόρους της ΕΕ (2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ), αλλά η λογική που διέπει την παρούσα γνωμοδότηση (ήτοι πρώτα ο προσδιορισμός των πολιτικών προτεραιοτήτων και εν συνεχεία ο καθορισμός των αναγκαίων πόρων για την επίτευξή τους) προϋποθέτει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ δεν πρέπει να περιορίζεται από ένα εκ των προτέρων καθορισμένο ανώτατο όριο.

(10)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 63, σημείο 2.3.

(11)  Μόνο το ένα τρίτο των Ευρωπαίων πολιτών δηλώνει ότι εμπιστεύεται την ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Η κοινή γνώμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Τακτικό Ευρωβαρόμετρο 85, Μάιος 2016.

(12)  COM(2017) 358 final.

(13)  «Η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της…».

(14)  «Η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά. Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας…» (άρθρο 3 παράγραφος 3 της ΣΕΕ).

(15)  COM(2017) 240 final· Growing unequal? Income distribution and poverty in OECD countries, ΟΟΣΑ, 2008· Divided we stand: why inequality keeps rising, ΟΟΣΑ, 2011· In it together. Why less inequality benefits all, ΟΟΣΑ, 2015.

(16)  Ψήφισμα της ΕΟΚΕ της 6ης Ιουλίου 2017 με θέμα «Η Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το μέλλον της Ευρώπης και πέραν αυτής», σημείο 13. ΕΕ C 345 της 13.10.2017, σ. 11.

(17)  ΕΕ C 177 της 18.5.2016, σ. 41, σημείο 3.5.

(18)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 63, σημείο 4. Βλέπε P. De Grauwe, What Future for the EU After Brexit?, CEPS, Οκτώβριος 2016.

(19)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 63.

(20)  Η μελλοντική χρηματοδότηση της ΕΕ. Τελική έκθεση και συστάσεις της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τους ιδίους πόρους, Δεκέμβριος 2016, σ. 82-84.

(21)  Η μελλοντική χρηματοδότηση της ΕΕ. Τελική έκθεση και συστάσεις της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τους ιδίους πόρους, Δεκέμβριος 2016.

(22)  Η ΕΟΚΕ τάχθηκε υπέρ ήδη από το 2011 στη γνωμοδότησή της με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες (ΚΕΒΦΕ)», ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σ. 63 και εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ στην υπό έγκριση γνωμοδότησή της με θέμα «Κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών (ΚΕΒΦΕ)». Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(23)  ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 62.

(24)  Η εκτίμηση της μέσης ετήσιας καθαρής εισφοράς του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της ΕΕ —σύμφωνα με ορισμένα ερευνητικά ιδρύματα— κυμαίνεται μεταξύ 8 δισεκατ. ευρώ (Institute for Fiscal Studies· Centre for European Policy Studies) και 10 δισεκατ. ευρώ (J. Delors Institute Berlin — Bertelsman Stiftung) έως 20-27 δισεκατ. ευρώ (European Policy Centre). Βλέπε Institute for Fiscal Studies, 2016, The Budget of the EU: a guide. IFS Briefing Note BN 181. J. Browne, P. Johnson, D. Phillips; CEPS, 2016, The impact of Brexit on the EU Budget: A non-catastrophic event. J.Nunez Ferrer; D. Rinaldi, Policy Brief 347; J.Delors Institute Berlin — Bertelmans Stiftung, 2017, Brexit and the EU Budget: Threat or Opportunity? J. Haas- E. Rubio; EPC, 2017, EU Budget post-Brexit — Confronting reality, exploring viable solutions. E. Chonicz. Έγγραφο συζήτησης.


Παράρτημα

στη Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι ακόλουθες τροπολογίες συγκέντρωσαν άνω του ενός τετάρτου των ψήφων, αλλά απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων.

Σημείο 1.9.1

Να διαγραφεί:

 

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι τάσσεται υπέρ μια κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες (ΚΕΒΦΕ), αλλά και υπέρ της φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των καυσίμων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα διότι οι εν λόγω φόροι —αν εισπράττονταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο— θα μπορούσαν να συμβάλουν τόσο στη διαμόρφωση μιας διακρατικής φορολογικής βάσης όσο και στην καταπολέμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Αιτιολογία

Το σημείο αυτό αφορά τους πιθανούς ίδιους πόρους της ΕΕ. Εν προκειμένω, η αναφορά στη φορολόγηση των εταιρειών είναι άτοπη διότι αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και όχι της ΕΕ. Όσο για τη φορολόγηση των καυσίμων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να αναφερθούμε στο θέμα αυτό. Η ΕΟΚΕ δεν έχει συζητήσει ακόμα σχετικά με μία πιθανή κοινή ευρωπαϊκή φορολογική βάση για τα καύσιμα και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ούτε σχετικά με τη φορολόγησή τους.

Η τροπολογία απορρίφθηκε με 76 ψήφους κατά, 62 υπέρ και 16 αποχές.

Σημείο 3.6.1

Να τροποποιηθεί ως εξής:

 

Ειδικότερα, ορισμένοι από τους νέους πόρους που προτείνονται στην εν λόγω έκθεση θα μπορούσαν, εφόσον θα εισπράττονταν στο καταλληλότερο επίπεδο, να προσφέρουν ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία από πλευράς εσόδων τόσο για τη διαμόρφωση διακρατικών φορολογικών βάσεων όσο και για την καταπολέμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε παγκόσμια κλίμακα: φορολόγηση των εταιρειών (ΚΕΒΦΕ) —και ειδικότερα των πολυεθνικών—, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των καυσίμων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Αιτιολογία

Για την αποφυγή τυχόν παρανοήσεων, καλό θα ήταν να περιοριστούμε σε μια γενική δήλωση. Η ΕΟΚΕ δεν έχει συζητήσει μέχρι τώρα ούτε τη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών ως πηγή ιδίων πόρων της ΕΕ ούτε την κοινή ευρωπαϊκή φορολογική βάση για τα καύσιμα και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ή τη φορολόγησή τους.

Η τροπολογία απορρίφθηκε με 76 ψήφους κατά, 62 υπέρ και 16 αποχές.