11.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 129/90


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Σχέδιο δράσης για τη φύση, τους ανθρώπους και την οικονομία»

[COM(2017) 198 final]

(2018/C 129/15)

Εισηγητής: ο κ.

Lutz RIBBE

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 31.5.2017

Νομική βάση

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

 

Απόφαση της συνόδου ολομέλειας

25.4.2017

 

 

Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

21.11.2017

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

6.12.2017

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

530

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

157/5/6

1.   Περίληψη των συμπερασμάτων και των συστάσεων της ΕΟΚΕ

1.1.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί σε γενικές γραμμές το αποτέλεσμα του ελέγχου καταλληλότητας των οδηγιών για την προστασία της φύσης από το οποίο συνάγεται ότι οι οδηγίες αυτές είναι χρήσιμες ως πυλώνας μιας ευρύτερης πολιτικής βιοποικιλότητας, αλλά ότι η εφαρμογή τους πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά.

1.2.

Ακόμα και αν κάθε ένα από τα 15 ειδικά μέτρα που παρουσιάζονται στο νέο σχέδιο δράσης θεωρείται χρήσιμο, το σχέδιο προκαλεί σύγχυση, καθώς παραμένει ασαφής η σύνδεση των μέτρων με την υφιστάμενη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές ουσιαστικές επικαλύψεις και μόνο ήσσονος σημασίας καινοτομίες. Η ΕΟΚΕ θα θεωρούσε περισσότερο σκόπιμη την αξιολόγηση και ενδεχομένως τη συμπλήρωση της υφιστάμενης στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα.

1.3.

Το καθοριστικό ίσως ζήτημα για την επιτυχία της πολιτικής βιοποικιλότητας έγκειται στο ό,τι τα μέτρα που στηρίζουν και διατηρούν τη βιοποικιλότητα σήμερα δεν αποτελούν, ως επί το πλείστον, πηγή εσόδων για τους γαιοκτήμονες και τους χρήστες, αλλά παράγοντα κόστους. Ωστόσο, τα μέτρα υπέρ της βιοποικιλότητας — εντός ή εκτός περιοχών Natura 2000 — πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικά για εκείνους που τα υλοποιούν. Δεν επιτρέπεται και δεν γίνεται να τους επιβαρύνουν. Κανένα από τα προγράμματα που έχουν μέχρι σήμερα εφαρμοστεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει πραγματικά το βασικό αυτό δίλημμα. Ακόμα και αυτό το σχέδιο δράσης, στο οποίο γίνεται πολύς λόγος για «καταστάσεις που θα είναι αμοιβαία επωφελείς», δεν προσφέρει δυστυχώς καμία αποτελεσματική προσέγγιση προς αυτή την κατεύθυνση.

1.4.

Η έλλειψη χρηματοδότησης δεν αποτελεί μόνο μείζον πρόβλημα για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων για τη βιοποικιλότητα, αλλά και σύμπτωμα των ανεπαρκειών της ευρωπαϊκής πολιτικής. Θεσπίζονται νόμοι που έχουν κόστος, χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία για το ποιος θα επιβαρυνθεί και ποιος θα κληθεί να καλύψει το κόστος.

1.5.

Η ΕΟΚΕ καλεί εκ νέου την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε μια επικαιροποιημένη εκτίμηση του κόστους του δικτύου Natura 2000. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι το ποσό των 6,1 δισεκατ. ευρώ που αναφέρεται συχνά δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης του δικτύου Natura 2000, οι οποίες εκτιμά πως είναι διπλάσιες ή και τριπλάσιες.

1.6.

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την υποβολή μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της πολιτικής για τη βιοποικιλότητα (1). Η συζήτηση σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές μετά το 2021 θα μπορούσε να παράσχει το ανάλογο πλαίσιο, αλλά ούτε το σχέδιο δράσης ούτε οι μέχρι σήμερα προσεγγίσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ  (2), υποδηλώνουν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά.

1.7.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να αναπτύξει περαιτέρω τη στρατηγική Πράσινων Υποδομών στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης. Επίσης, σε ό,τι αφορά αυτή την πρωτοποριακή προσέγγιση, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι ένα σχέδιο χωρίς χρηματοδότηση δεν θα επιφέρει καμία αλλαγή.

2.   Πλαίσιο

2.1.

Ήδη το 1998, η ΕΕ ενέκρινε μια πρώτη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα (3), προκειμένου να ανασχέσει την απώλεια ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας καθώς και των οικοτόπων τους. Στη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα που εγκρίθηκε το 2001 (τη λεγόμενη «Στρατηγική του Γκέτεμποργκ») αναφέρονταν σαφείς στόχοι, συγκεκριμένα η ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας στην ΕΕ έως το 2010 και η διασφάλιση της αποκατάστασης των οικοτόπων και των φυσικών οικοσυστημάτων.

2.2.

Ακολούθησαν περαιτέρω δράσεις, μεταξύ άλλων το 2001 ένα πρώτο «Σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα» (4) και τον Μάιο 2006 ένα δεύτερο «Σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα» (5), το οποίο ελάχιστα διέφερε ως προς το περιεχόμενο από το πρώτο.

2.3.

Όταν έγινε αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη του στόχου που είχε ανακοινωθεί και εγκριθεί, με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις «Επιλογές όσον αφορά το όραμα και τον στόχο της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα μετά το 2010» (6), διατυπώθηκε νέα «Στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020» (7) η οποία, με τη σειρά της, ουσιαστικά επαναλάμβανε τις παλαιές απαιτήσεις και τα μέσα που προβλέπονταν στα προηγούμενα σχέδια δράσης, και μετέθετε όσα αρχικά προβλέπονταν για το έτος 2010 στο έτος 2020.

2.4.

Η ενδιάμεση αξιολόγηση αυτής της στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, η οποία περιλάμβανε 6 σαφώς καθορισμένους ειδικούς στόχους με συνολικά 20 μέτρα, έφερε στο φως άκρως απογοητευτικά αποτελέσματα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος πρέπει να ενισχυθούν ουσιαστικά, εφόσον επιδιώκεται η επίτευξη του νέου στόχου, δηλαδή να σταματήσει οριστικά η απώλεια ειδών έως το 2020 και να διασφαλιστεί η αποκατάσταση των οικοτόπων που έχουν χαθεί.

2.5.

Η ΕΟΚΕ διατύπωσε κατ’ ουσίαν την ίδια θέση για όλα αυτά τα έγγραφα και κατήγγειλε ότι

«για να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα […] δεν λείπουν από την ΕΕ οι νομοθετικές πράξεις, οι οδηγίες, τα (πιλοτικά) προγράμματα, οι πολιτικές εξαγγελίες ή οι οδηγοί, αλλά μόνο η υλοποίηση και η συντονισμένη δράση σε όλα τα επίπεδα πολιτικής δράσης»·

οι «πολιτικοί […] δεν επέδειξαν μέχρι στιγμής τη δύναμη ή τη βούληση να εφαρμόσουν τα μέτρα που εδώ και χρόνια έχουν αναγνωριστεί ως απαραίτητα, αν και η γνωμοδότηση επισημαίνει για ακόμη μία φορά ότι μια συνεπής πολιτική για τη βιοποικιλότητα θα ωφελήσει τόσο την κοινωνία όσο και την οικονομία» (8)·

κατά συνέπεια, η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ αποτελεί κλασικό παράδειγμα αθέτησης υποσχέσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, και τούτο, παρά το γεγονός ότι η πολιτική έχει εντοπίσει σωστά τα προβλήματα και έχει δημιουργήσει τα κατάλληλα μέσα. Η τροποποίηση της ισχύουσας νομικής βάσης δεν κρίθηκε αναγκαία από την ΕΟΚΕ.

2.6.

Η Επιτροπή Juncker προέβη ωστόσο, στο πλαίσιο του δικού της προγράμματος REFIT, σε επανεξέταση των οδηγιών για την προστασία της φύσης. Το αποτέλεσμα δικαίωσε την ΕΟΚΕ, ενώ και το Συμβούλιο Περιβάλλοντος επιβεβαιώνει ότι «οι οδηγίες για την προστασία της φύσης ως πυλώνας μιας ευρύτερης πολιτικής βιοποικιλότητας της ΕΕ είναι αναγκαίες, θα μπορέσουν όμως να στεφθούν με επιτυχία, να επιτύχουν τους στόχους τους και να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητές τους, αν βελτιωθεί σημαντικά η εφαρμογή τους» (9).

2.7.

Ως αντίδραση στα αποτελέσματα της διαδικασίας REFIT υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα «Σχέδιο δράσης για τη φύση, τον άνθρωπο και την οικονομία» (10), το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας γνωμοδότησης.

3.   Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο δράσης

3.1.

Το σχέδιο δράσης ξεκινά περιγράφοντας εκ νέου τη δραματική κατάσταση όσον αφορά τη διατήρηση των ειδών και των οικοτόπων, που θα έπρεπε ουσιαστικά να προστατεύονται εδώ και καιρό από τις οδηγίες του 1979 και του 1992 για την προστασία της φύσης. «Στους κύριους παράγοντες στους οποίους οφείλονται οι αδυναμίες εφαρμογής περιλαμβάνονται οι περιορισμένοι πόροι, η ελλιπής επιβολή, η πενιχρή ενσωμάτωση των στόχων για τη φύση σε άλλους τομείς της πολιτικής, η έλλειψη γνώσεων και πρόσβασης σε στοιχεία και ο μικρός βαθμός επικοινωνίας και συμμετοχής των ενδιαφερόμενων μερών». «Επιπλέον, οι αρμόδιοι για την εφαρμογή των οδηγιών, ιδίως σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αρκετές φορές δεν έχουν επίγνωση των απαιτήσεων των οδηγιών και της ευελιξίας αλλά και των δυνατοτήτων που αυτές προσφέρουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις ανάμεσα στην προστασία της φύσης και την οικονομική δραστηριότητα».

3.2.

Το σχέδιο δράσης έχει ως στόχο «να βελτιωθούν η εφαρμογή των οδηγιών, η συνοχή τους με κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους και η συμμετοχή των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών, των ενδιαφερόμενων μερών και των πολιτών».

3.3.

Δεδομένης της έντονης εδαφικής διάστασης των οδηγιών και του καίριου ρόλου των περιφερειακών και τοπικών αρχών στην εφαρμογή τους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών (ΕτΠ) συμμετείχε ενεργά στην κατάρτιση του σχεδίου δράσης και θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή και την απήχηση σε περιφερειακές και τοπικές αρχές.

3.4.

Το σχέδιο δράσης έχει αυστηρό χρονοδιάγραμμα, ενώ η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει έκθεση «σχετικά με τα αποτελέσματα» πριν το τέλος της τρέχουσας θητείας της το 2019. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι αυτό είναι εξαιρετικά φιλόδοξο, απλά και μόνο επειδή για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εξασφαλίζεται πρόσθετο προσωπικό.

3.5.

Το σχέδιο δράσης διαιρείται σε 4 τομείς προτεραιότητας με συνολικά 15 συγκεκριμένες δράσεις:

Προτεραιότητα A: Βελτίωση των κατευθυντήριων γραμμών και της γνώσης και επίτευξη μεγαλύτερης συνοχής με ευρείς κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους

Προτεραιότητα Β: Ανάληψη πολιτικής ευθύνης και ενίσχυση της συμμόρφωσης

Προτεραιότητα Γ: Ενίσχυση των επενδύσεων στο Natura 2000 και βελτίωση των συνεργειών με τα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ

Προτεραιότητα Δ: Καλύτερη επικοινωνία και προβολή, συμμετοχή των πολιτών, των ενδιαφερόμενων μερών και των κοινοτήτων

4.   Ειδικές παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ σχετικά με το σχέδιο δράσης

4.1.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί αρχικά το αποτέλεσμα του ελέγχου καταλληλότητας και θεωρεί ότι η προηγούμενη της θέση επιβεβαιώνεται. Στον έλεγχο καταλληλότητας συμμετείχαν πάρα πολλά ενδιαφερόμενα μέρη.Αυτό δείχνει ότι η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ αποτελεί θέμα που ενδιαφέρει ευρέα στρώματα του πληθυσμού, εν μέρει μάλιστα τα επηρεάζει άμεσα και συζητείται έντονα.

4.2.

Ακόμα και αν κάθε ένα από τα 15 ειδικά μέτρα του νέου σχεδίου δράσης θα μπορούσε από μόνο του να συμβάλει στην καλύτερη εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για την προστασία της φύσης, η ΕΟΚΕ είναι ελαφρώς ενοχλημένη από το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε και πάλι νέο σχέδιο. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ θα ήταν σκόπιμο να αξιολογηθεί η υφιστάμενη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, με τους 6 ειδικούς στόχους και τα 20 συγκεκριμένα μέτρα, να διενεργηθεί και να δημοσιευθεί μια ακριβής ανάλυση τρωτών σημείων και σε αυτή τη βάση να προστεθούν ενδεχομένως συμπληρωματικές δράσεις στην υφιστάμενη στρατηγική. Η υποβολή ωστόσο ενός νέου σχεδίου δράσης προκαλεί σύγχυση, καθώς παραμένει ασαφές με ποιο τρόπο συνδέεται με την υφιστάμενη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, δεδομένου ότι ορισμένα μέτρα του σχεδίου δράσης (π.χ. στις προτεραιότητες Β και Γ) περιλαμβάνονται εδώ και χρόνια στα προγράμματα βιοποικιλότητας της ΕΕ και την πολιτική ατζέντα και αναμένεται η εφαρμογή τους.

4.3.

Η ΕΟΚΕ έχει κατά το παρελθόν επικρίνει το γεγονός ότι η πληθώρα προγραμμάτων και στρατηγικών προκαλεί μάλλον σύγχυση και μπορεί να δοθεί η εντύπωση ότι με την εφαρμογή νέων κάθε φορά προγραμμάτων/σχεδίων ή στρατηγικών δημιουργείται εσφαλμένα ένα είδος «υπερκινητικότητας», η οποία στην πραγματικότητα δεν επιφέρει παρά ελάχιστη μόνο βελτίωση.

4.4.

Στον τίτλο της ανακοίνωσης τύπου για το σχέδιο δράσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατείνεται ότι το σχέδιο θα βοηθήσει τις περιφέρειες «να προστατεύσουν τη βιοποικιλότητα και να επωφεληθούν οικονομικά από την προστασία της φύσης». Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει το γεγονός ότι στο σχέδιο δράσης δεν γίνεται «μόνο» λόγος για τη φύση/βιοποικιλότητα, αλλά και για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπου, φύσης και οικονομικών δραστηριοτήτων. Έτσι, καθίσταται σαφές ότι η πολιτική βιοποικιλότητας υπερβαίνει τους ηθικούς λόγους ή τους λόγους δεοντολογίας για την προστασία των ειδών και των οικοτόπων. Επίσης αυτή καλύπτεται από τις δηλώσεις της ΕΟΚΕ των τελευταίων ετών.

4.5.

Σε πολλές περιφέρειες της Ευρώπης υπάρχουν εδώ και καιρό προγράμματα που αποδεικνύουν πώς οι άνθρωποι μπορούν να ωφεληθούν από το φυσικό κεφάλαιο. Μεταξύ άλλων, καθίσταται προφανής η σχέση του τουρισμού με τοπία που χαρακτηρίζονται από ποικιλομορφία και μεγάλη βιοποικιλότητα. Επικρατεί ολοένα και περισσότερο η αντίληψη ότι οι υπηρεσίες οικοσυστήματος — που δεν παρέχονται μόνο σε περιοχές Natura 2000 — είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

4.6.

Το καθοριστικό ίσως ζήτημα έγκειται στο ότι σήμερα, τα μέτρα που στηρίζουν και διατηρούν τη βιοποικιλότητα δεν αποτελούν, ως επί το πλείστον, πηγή εσόδων για τους γαιοκτήμονες και τους χρήστες, αλλά παράγοντα κόστους. Ενώ παλαιότερα η «βιοποικιλότητα» αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο ένα συμπαραγόμενο προϊόν εκτατικής οικονομικής δραστηριότητας, έχει προκύψει — μεταξύ άλλων λόγω των δυσχερών οικονομικών συνθηκών στις οποίες εκτέθηκαν π.χ. γεωργοί και δασοκόμοι — μια κλασική διαμάχη για τη χρήση της γης.

4.7.

Ωστόσο, τα μέτρα υπέρ της βιοποικιλότητας — εντός ή εκτός περιοχών Natura 2000 — πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικά για εκείνους που τα υλοποιούν. Δεν επιτρέπεται και δεν γίνεται να τους επιβαρύνουν. Τα προγράμματα που έχουν μέχρι σήμερα εφαρμοστεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν πραγματικά το βασικό αυτό δίλημμα. Ακόμα και αυτό το σχέδιο δράσης, στο οποίο γίνεται πολύς λόγος για «καταστάσεις που θα είναι αμοιβαία επωφελείς», δεν προσφέρει δυστυχώς καμία αποτελεσματική προσέγγιση προς αυτή την κατεύθυνση.

4.8.

Σε αυτόν τον τομέα, ακόμα και εκείνα τα μέτρα που μέχρι σήμερα απουσίαζαν από τις στρατηγικές για τη βιοποικιλότητα και περιλήφθηκαν για πρώτη φορά στο σχέδιο δράσης, δεν πρόκειται να επιφέρουν καμία αλλαγή: ούτε μια τόσο καλή εκστρατεία ευαισθητοποίησης, ούτε μια τόσο σύνθετη συμμετοχή του κοινού, ούτε η βελτιωμένη κατευθυντήρια γραμμή, ούτε καν η ανακήρυξη της 21ης Μαΐου σε «Ευρωπαϊκή Ημέρα για το Natura 2000» — όλα μέτρα που προβλέπονται για πρώτη φορά στο σχέδιο δράσης — δεν θα στεφθούν με επιτυχία, εάν οι οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης πως εδώ χρειάζεται ουσιαστική βελτίωση και πως, στο πλαίσιο του νέου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού από το 2021 και μετά, θα πρέπει για το δίκτυο Natura 2000 να προβλέπεται επαρκής χρηματοδότηση και για συγκεκριμένες δράσεις, καθώς και να εξασφαλιστεί επαρκές προσωπικό που θα στελεχώνει τις αρμόδιες υπηρεσίες, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο κρατών μελών.

5.   Έλλειψη οικονομικών πόρων

5.1.

Ήδη, κατά τη σταδιακή καθιέρωση του δικτύου Natura 2000, δόθηκε για παράδειγμα η υπόσχεση στους ιδιοκτήτες και τους χρήστες γης, να φροντίσουν τουλάχιστον για επαρκείς χρηματικές αποζημιώσεις, εφόσον επηρεάζονταν αρνητικά στο οικονομικό σκέλος από τις δράσεις/περιορισμούς στους τόπους Natura 2000. Στην «Αξιολόγηση 2010 της εφαρμογής του προγράμματος δράσης της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα» (11), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης αποτελεί ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα μέτρα στήριξης. Ωστόσο, διαπιστώνει επίσης ότι «καλύπτεται μόλις το 20 % των συνολικών χρηματοδοτικών αναγκών για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου του δικτύου Natura 2000. Το 2004, υπολογίστηκε ότι για τη διαχείριση του Natura 2000 θα απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των 6,1 δισεκατ. ευρώ ετησίως για την ΕΕ-25». Κατά συνέπεια, υπάρχει χρηματοδοτικό κενό τουλάχιστον 5 δισεκατ. ευρώ ετησίως!

5.2.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος διαχείρισης των περιοχών που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000, οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. Τα ομόσπονδα κρατίδια υπολόγισαν την ετήσια ανάγκη χρηματοδότησης του χερσαίου δικτύου Natura 2000 της Γερμανίας σε 1,417 δισεκατ. ευρώ, που αναλογούν κατά μέσο όρο σε 175 εκατ. ευρώ ανά εκτάριο. Εάν με βάση αυτό υπολογίσουμε το κόστος ανά εκτάριο για όλο το δίκτυο Natura 2000 της ΕΕ, η ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης για την ΕΕ των 28 πλησιάζουν τα 21 δισεκατ. ευρώ. Στο κόστος αυτό πρέπει να προστεθεί κι εκείνο για το θαλάσσιο δίκτυο Natura 2000. Η ΕΟΚΕ ζητά επειγόντως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε επικαιροποιημένη και ρεαλιστική εκτίμηση του κόστους ολόκληρου του δικτύου Natura-2000.

5.3.

Η έλλειψη χρηματοδότησης για τη διαχείριση του δικτύου Natura 2000 δεν αποτελεί απλά μείζον πρόβλημα για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων για τη βιοποικιλότητα, αλλά και σύμπτωμα των ανεπαρκειών της ευρωπαϊκής πολιτικής. Θεσπίζονται νόμοι που έχουν κόστος, χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία για το ποιος θα επιβαρυνθεί και ποιος θα κληθεί να καλύψει το κόστος. Η έλλειψη συνεκτικότητας μεταξύ της κοινοτικής νομοθεσίας και του προϋπολογισμού της ΕΕ αποτελεί την κύρια αιτία για τα προβλήματα που αφορούν την προστασία της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.

5.4.

Ακόμα και στο σχέδιο δράσης λαμβάνεται ως δεδομένο ότι ο τρέχων προϋπολογισμός της ΕΕ δεν θα τροποποιηθεί. Τούτο είναι σε ένα βαθμό κατανοητό, καθώς βρισκόμαστε στο μέσο της τρέχουσας δημοσιονομικής περιόδου 2014-2020. Ωστόσο, τα προβλήματα της προστασίας της βιοποικιλότητας δεν μπορούν να επιλυθούν με αυτό τον τρόπο από το σχέδιο δράσης.

5.5.

Το μόνο οικονομικό μέτρο που ανακοινώθηκε στο πλαίσιο του νέου σχεδίου δράσης, είναι αύξηση ύψους 10 %, εντός του προϋπολογισμού LIFE, για έργα που αφορούν την προώθηση της προστασίας της φύσης και της βιοποικιλότητας. Αυτό θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, δηλαδή με διατήρηση του γενικού προϋπολογισμού LIFE στο ίδιο επίπεδο και ως εκ τούτου εις βάρος άλλων μέτρων του προγράμματος LIFE. Στον προϋπολογισμό LIFE διατέθηκαν τα έτη 2014 — 2017 περίπου 610 εκατ. ευρώ για τον τομέα προτεραιότητας «Φύση και Βιοποικιλότητα». Κατά συνέπεια, αύξηση 10 % συνεπάγεται 15 εκατ. ευρώ ετησίως.

5.6.

Επομένως είναι σωστό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην προτεραιότητα Γ του σχεδίου δράσης («Ενίσχυση των επενδύσεων …») να κάνει λόγο για «συνέργειες με χρηματοδότηση από την κοινή γεωργική πολιτική», να επισημαίνει την «ευαισθητοποίηση όσον αφορά τις δυνατότητες χρηματοδότησης από την πολιτική συνοχής» καθώς και «την κοινή αλιευτική πολιτική» και να ανακοινώνει την παροχή κατευθυντήριων γραμμών με σκοπό την ανάπτυξη πράσινων υποδομών. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αποτελούν νέες δράσεις ούτε προτάσεις, αλλά πράγματα που υπάρχουν εδώ και καιρό στην πολιτική ατζέντα και προωθούνται. Περιλαμβάνονται στα παλαιά προγράμματα και τις δράσεις βιοποικιλότητας, χωρίς να υπάρξουν θετικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια.

5.7.

Κατά συνέπεια, το ζητούμενο θα ήταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάσει μία μακροπρόθεσμη στρατηγική για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών (12). Η συζήτηση που μόλις άρχισε σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές αποτελεί κατά την άποψη της ΕΟΚΕ το πλαίσιο, εντός του οποίου πρέπει να τεθούν ανάλογες σκέψεις. Η πείρα έχει δείξει ότι σχέδια συνεργασίας μεταξύ των περιφερειών, οργανώσεων προστασίας της φύσης καθώς και γεωργών και δασοκόμων για την εφαρμογή μέτρων Natura 2000 μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά επιτυχή, εφόσον διαμορφωθούν επαρκώς ελκυστικά ως προς το οικονομικό σκέλος. Ωστόσο, ούτε το σχέδιο δράσης ούτε οι μέχρι τώρα προσεγγίσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ  (13), υποδηλώνουν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά.

5.8.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να αναπτύξει περαιτέρω τη στρατηγική Πράσινων Υποδομών στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης. Επίσης, σε ό,τι αφορά αυτή την πρωτοποριακή προσέγγιση, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι ένα σχέδιο χωρίς χρηματοδότηση δεν θα επιφέρει καμία αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΟΚΕ παραπέμπει επίσης στα συμπεράσματα του Συμβουλίου (Περιβάλλοντος), το οποίο κατά τη συνεδρίασή του στις 19 Ιουνίου 2017 κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω την πρόταση για ένα διευρωπαϊκό δίκτυο για τις πράσινες υποδομές (ΔΕΔ-Π/ΤΕΝ-G).

5.9.

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει την πρόσφατη γνωμοδότησή της με θέμα την ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος LIFE (14), στην οποία αναφέρει ότι το πρόγραμμα LIFE «πρέπει να καταστεί κεντρικό χρηματοδοτικό μέσο του δικτύου Natura 2000. Στη γνωμοδότηση αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής: «Πρέπει να θεωρηθεί μη ικανοποιητική η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στο παρελθόν όσον αφορά τη χρηματοδότηση του δικτύου Natura 2000, κυρίως μέσω των Ευρωπαϊκών Ταμείων Περιφερειακής Ανάπτυξης και μέσω του δεύτερου πυλώνα της κοινής γεωργικής πολιτικής». Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ παραπέμπει στη σχετική γνωμοδότησή (15) της και ζητεί να χορηγηθούν στο πρόγραμμα LIFE πρόσθετοι και επαρκείς χωριστοί πόροι. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνεκτικότητα όλων των μέτρων στήριξης, δηλαδή να αποφεύγονται συγκρούσεις ή αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των χρηματοδοτικών δράσεων από άλλα ταμεία της ΕΕ.

5.10.

Το σχέδιο δράσης προβλέπει καλύτερη επικοινωνία, προβολή και συμμετοχή των πολιτών, των ενδιαφερόμενων μερών και των κοινοτήτων καθώς και των τοπικών και περιφερειακών αρχών. Για τον σκοπό αυτό πρέπει, μεταξύ άλλων, να δημιουργηθεί μια «πλατφόρμα» με την Επιτροπή των Περιφερειών. Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την πρόθεση αυτή και πιστεύει ακράδαντα ότι μια ισχυρότερη ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών στην εφαρμογή μόνο θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχει.

5.11.

Η ΕΟΚΕ με ικανοποίησή της σημειώνει ότι η Επιτροπή ανέπτυξε από κοινού με την ΕτΠ το σχέδιο δράσης και σκοπεύει να το εφαρμόσει. Από την πλευρά της παρέχει την ανάλογη στήριξη, διότι κατά την άποψή της η επιτυχία των τοπικών και περιφερειακών αρχών θα είναι περιορισμένη χωρίς την ενεργό συμμετοχή και την αποδοχή της κοινωνίας των πολιτών.

Βρυξέλλες, 6 Δεκεμβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΆΣΗΣ


(1)  Βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ» (ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 14) και γνωμοδότηση με θέμα «Ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος LIFE» (ΕΕ C 173 της 31.5.2017, σ. 7).

(2)  COM(2017) 358 της 28.6.2017.

(3)  COM(1998) 42 final.

(4)  COM(2001) 162 final.

(5)  COM(2006) 216 final.

(6)  COM(2010) 4 final.

(7)  COM(2011) 244 final.

(8)  Βλέπε Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ «Η ασφάλεια ζωής μας, το φυσικό μας κεφάλαιο: στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020» (ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σ. 111).

(9)  Βλέπε συμπεράσματα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος, 19 Ιουνίου 2017.

(10)  COM(2017) 198 final, 27 Απριλίου 2017.

(11)  COM(2010) 548, σ. 13.

(12)  Βλέπε Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ» (ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ.14) και γνωμοδότηση με θέμα «Ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος LIFE» (ΕΕ C 173 της 31.5.2017, σ. 7).

(13)  COM(2017) 358 της 28/06/2017.

(14)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος LIFE» (ΕΕ C 173 της 31.5.2017, σ. 7).

(15)  Βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ» (ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 14).