2.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 450/1


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Κατευθυντήριες γραμμές για την ανάθεση συμβάσεων μεταξύ κυβερνήσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας [άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου]

(2016/C 450/01)

1.   Εισαγωγή

Οι πωλήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων («G2G») είναι μια μέθοδος που επιτρέπει στις κυβερνήσεις να προμηθευτούν αμυντικό εξοπλισμό, υπηρεσίες και έργα από άλλες κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση-αγοραστής δεν συναλλάσσεται απευθείας με τον αντισυμβαλλόμενο στον τομέα της άμυνας· αντ’ αυτού, η πώληση πραγματοποιείται από την άλλη κυβέρνηση, η οποία είτε προσφέρει από τα δικά της αποθέματα ή αφού έχει η ίδια αγοράσει τον εξοπλισμό για τον σκοπό αυτό. Οι συμβάσεις G2G συχνά περιλαμβάνουν τη στήριξη του προϊόντος, τη συντήρηση, την εκπαίδευση και την κατασκευή υποδομών, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτά.

Οι συναλλαγές G2G αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος της αγοράς της ΕΕ στον τομέα της άμυνας. Μεταξύ του 2005 και του 2012, η αξία των αμυντικών αγορών που πραγματοποίησαν κράτη μέλη από άλλη κυβέρνηση ανερχόταν περίπου σε 22,8 δισεκατ. ευρώ· πρόκειται για το 9 % των συνολικών δαπανών της ΕΕ για αμυντικό εξοπλισμό.

Οι κυβερνήσεις μπορεί να αποφασίσουν την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού ή υπηρεσιών από άλλη κυβέρνηση για διάφορους λόγους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συμβάσεις G2G προσφέρουν στα «κράτη μέλη-πωλητές» τη δυνατότητα να διαθέτουν πλεονάζοντα εξοπλισμό και στα «κράτη μέλη-αγοραστές» να προμηθεύονται αμυντικές δυνατότητες σε προσιτές τιμές. Μπορούν, επομένως, να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις των δημοσιονομικών περιορισμών και της αναδιάρθρωσης των ενόπλων δυνάμεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συμβάσεις G2G μπορεί επίσης να είναι η πλέον κατάλληλη — ή ακόμη και η μοναδική — επιλογή σύναψης συμβάσεων για την ικανοποίηση ειδικών απαιτήσεων στρατιωτικών δυνατοτήτων που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα ή το «επιχειρησιακό πλεονέκτημα» των ενόπλων δυνάμεων των κρατών μελών. Οι συμβάσεις G2G μπορούν επίσης να αποτελέσουν ένα γρήγορο μέσο για την ικανοποίηση επειγουσών επιχειρησιακών απαιτήσεων.

Οι G2G μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ένα κράτος μέλος αγοράζει, σύμφωνα με την οδηγία, εξοπλισμό ή υπηρεσίες για λογαριασμό όλων των συνεργαζόμενων κρατών μελών και, στη συνέχεια, μεταφέρει μέρη αυτού του εξοπλισμού και των υπηρεσιών στις λοιπές κυβερνήσεις. Οι ενότητες 3 έως 7 της παρούσας ανακοίνωσης δεν καλύπτουν, σε αυτές τις περιπτώσεις, τις συμβάσεις που ανατίθενται για τις μεταφορές αυτές.

Οι συναλλαγές G2G μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές και να αφορούν διαφορετικούς τύπους εξοπλισμού και υπηρεσιών. Ο ρόλος και το όφελος του κλάδου ποικίλλουν σημαντικά και, ανάλογα με το μέγεθος και το αντικείμενο της σύμβασης, οι συμβάσεις G2G μπορούν να έχουν σημαντική επίπτωση στην αγορά. Αν δεν διερευνηθούν όλες οι επιλογές σύναψης συμβάσεων και αν δεν αιτιολογηθεί η επιλεγείσα στρατηγική πριν από την ανάθεση της σύμβασης μεταξύ κυβερνήσεων, τότε η σύμβαση μπορεί να αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων εντός της ΕΕ, να είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα καταστρατήγησης των εφαρμοστέων κανόνων και να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής του Ιουλίου 2013 με τίτλο «Μετάβαση προς έναν ανταγωνιστικότερο και αποδοτικότερο τομέα άμυνας και ασφάλειας» (1), η Επιτροπή δηλώνει ότι οι ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2)«ενδέχεται να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να υπονομεύει την ορθή χρήση της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να διακυβεύονται οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα διασφαλίσει ότι οι ανωτέρω εξαιρέσεις υπόκεινται σε αυστηρή ερμηνεία και δεν γίνεται κατάχρησή τους με σκοπό την παράκαμψη της οδηγίας». Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να παράσχει, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις εξαιρέσεις αυτές, αρχής γενομένης με συμβάσεις που ανατίθενται από μια κυβέρνηση σε άλλη κυβέρνηση (3).

Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών καθορίζοντας ορθές πρακτικές σύναψης συμβάσεων για την εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης, ιδίως με σκοπό τον περιορισμό των κινδύνων παραβίασης του δικαίου της Ένωσης. Η παρούσα ανακοίνωση δεν θέτει πρόσθετες υποχρεώσεις ή προϋποθέσεις για τη χρήση αυτής της εξαίρεσης στις υποχρεώσεις ή προϋποθέσεις της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ. Δεν έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») είναι αρμόδιο να παράσχει νομικά δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ.

2.   Το νομικό πλαίσιο

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2009/81/ΕΚ («η οδηγία»), οι συμβάσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας πρέπει να ανατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

Το άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας προβλέπει την εξαίρεση των συμβάσεων που ανατίθενται από μια κυβέρνηση σε άλλη κυβέρνηση σχετικά με i) την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού ή ευαίσθητου εξοπλισμού, ii) έργα και υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τέτοιον εξοπλισμό, ή iii) έργα και υπηρεσίες ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς ή ευαίσθητα έργα και ευαίσθητες υπηρεσίες.

Η αιτιολογική σκέψη 1, η οποία αναφέρει ότι «η εθνική ασφάλεια παραμένει στην αποκλειστική ευθύνη κάθε κράτους μέλους σε αμφότερους τους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας», έχει σημασία σε σχέση με την εν λόγω εξαίρεση, δεδομένου ότι η εθνική ασφάλεια μπορεί να αποτελέσει λόγο για τον οποίο τα κράτη μέλη επιλέγουν μια σύμβαση G2G.

Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας ορίζει ότι «δεδομένου του ειδικού χαρακτήρα του τομέα της άμυνας και ασφάλειας, αγορές εξοπλισμού καθώς και έργων και υπηρεσιών ενός κράτους από άλλο κράτος, θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας». Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του εν λόγω τομέα είναι ο βαθμός στον οποίο η σύναψη συμβάσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας επηρεάζεται από την εθνική ασφάλεια, η οποία μπορεί, για παράδειγμα, να καθοδηγείται από την ανάγκη διαλειτουργικότητας με τους συμμάχους.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 9 της οδηγίας, «κυβέρνηση: κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.» Αυτό σημαίνει ότι οι συμβάσεις που συνάπτονται από άλλες αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς ή για λογαριασμό τους, όπως οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι δημόσιες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να αποκλειστούν βάσει του άρθρου 13 στοιχείο στ).

Μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται αποκλειστικά μεταξύ δύο κυβερνήσεων μπορούν να αποτελέσουν «συμβάσεις που ανατίθενται από μια κυβέρνηση σε άλλη κυβέρνηση» κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχείο στ) της οδηγίας. Οι συμβάσεις G2G προμηθειών συνεπάγονται, καταρχήν, μεταβίβαση κυριότητας από την κυβέρνηση-πωλητή στην κυβέρνηση-αγοραστή (4). Αντιθέτως, το γεγονός ότι μια κυβέρνηση παρέχει εγγυήσεις καλής εκτέλεσης ή παρόμοιες μορφές στήριξης, σε οικονομικό φορέα που συμμετέχει σε διαδικασία ανάθεσης σύμβασης δεν σημαίνει ότι η εξαίρεση εφαρμόζεται στην εν λόγω σύμβαση. Επιπλέον, η εξαίρεση καλύπτει μόνο τη σύμβαση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων· δεν καλύπτει συναφείς συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ της κυβέρνησης-πωλητή και οικονομικού φορέα.

Το άρθρο 11 της οδηγίας αφορά τη χρήση εξαιρέσεων και διευκρινίζει ότι «οι κανόνες, διαδικασίες, προγράμματα, συμφωνίες ή συμβάσεις των οποίων μνεία γίνεται στο παρόν τμήμα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας». Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («το Δικαστήριο»), οι διατάξεις που επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες της ΕΕ περί δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (5). Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια εξαίρεση «πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνάδοντα προς τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει». Συνεπώς, η αρχή της συσταλτικής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι οι όροι με τους οποίους διατυπώνεται η εξαίρεση «πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε να στερούν την εν λόγω εξαίρεση από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα» (6).

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (7). Αυτό σημαίνει, ειδικότερα, ότι κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 13 στοιχείο στ), πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί της οδηγίας. Οι σκοποί αυτοί ορίζονται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3, στις οποίες αναφέρεται ότι «η σταδιακή διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού είναι αναγκαία προκειμένου να ενισχυθεί η αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση στην Ευρώπη […]» και ότι «τα κράτη μέλη συμφωνούν επί της ανάγκης να προωθηθεί, αναπτυχθεί και υποστηριχθεί μια αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση στην Ευρώπη που θα έχει ως γνώμονα την ανάπτυξη ικανοτήτων, θα είναι επαρκής και ανταγωνιστική. Για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορα μέσα, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, με απώτερο σκοπό μια πραγματικά Ευρωπαϊκή Αγορά Αμυντικού Εξοπλισμού (EDEM) και ισότιμους όρους τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και παγκόσμιο επίπεδο».

Οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι πάντοτε πιθανό να θεωρηθεί ότι υπόκεινται στους κανόνες και τις αρχές της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Ωστόσο, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι κανόνες και οι αρχές της ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εξαιρούνται με βάση το άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας.

3.   Ανάλυση της αγοράς

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να αποφασίσουν να αναθέσουν σύμβαση σε άλλη κυβέρνηση που εφαρμόζει την εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας.

Πριν από τις αποφάσεις ανάθεσης σύμβασης σε άλλη κυβέρνηση, ως εκ τούτου, πρέπει να προηγείται κατάλληλη ανάλυση από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι η ανάθεση συγκεκριμένης σύμβασης σε άλλη κυβέρνηση είναι η μοναδική ή η καλύτερη επιλογή για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της σύμβασης που προσδιορίζονται από την κυβέρνηση-αγοραστή.

Η εν λόγω ανάλυση θα πρέπει, ιδίως, να προσδιορίσει αν ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος (βλέπε ενότητα 4) ή αν, αντιθέτως, ο ανταγωνισμός για τη σύμβαση φαίνεται να είναι εφικτός (βλέπε ενότητα 5). Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος, ή, αντιθέτως, φαίνεται ότι είναι εφικτός, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν να επιλέξουν να περιορίσουν την ανάλυσή τους στην εσωτερική αγορά.

Η ανάλυση αυτή συνεπάγεται μια επαρκή εξέταση της αγοράς, προσαρμοσμένη στους όρους της αγοράς και στις ειδικές απαιτήσεις, η οποία μπορεί να γίνει και πριν οριστικοποιηθεί ο ορισμός της απαίτησης. Για παράδειγμα, μια αναθέτουσα αρχή/ένας αναθέτων φορέας θα μπορούσε να δημοσιεύσει πρόσκληση για ενημερωτική ανακοίνωση στον δικτυακό της/του τόπο για την έναρξη τεχνικού διαλόγου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας, προκειμένου να δοθεί δυνατότητα στους δυνητικούς οικονομικούς φορείς να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την προτεινόμενη απαίτηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στον προσδιορισμό εναλλακτικών λύσεων.

Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς πρέπει να τεκμηριώνουν την ανάλυσή τους, ώστε να είναι σε θέση, όταν απαιτείται, να αποδείξουν, βάσει δικαιολογητικών, ότι οι αποφάσεις τους είναι δικαιολογημένες.

Αυτό συνάδει με αποτελεσματικές μεθόδους σύναψης συμβάσεων, ιδίως στην περίπτωση γενικών δημοσιονομικών περιορισμών, και πληροί τους κανόνες και τα πρότυπα της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Επιπλέον, περιορίζει σημαντικά τους κινδύνους που συνδέονται με τις νομικές προκλήσεις τόσο δυνάμει του ενωσιακού όσο και του εθνικού δικαίου. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, ελαχιστοποιεί τους κινδύνους να προσβληθεί με επιτυχία η απόφαση αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα σχετικά με την ανάθεση σύμβασης σε άλλη κυβέρνηση, εφαρμόζοντας την εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο στ), λόγω παράκαμψης της οδηγίας (άρθρο 11) και/ή παραβίασης των κανόνων και των αρχών της Συνθήκης.

4.   Όταν ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος

Ορισμένες συμβάσεις, από την ίδια τους τη φύση, μπορούν να ανατεθούν μόνο σε άλλες κυβερνήσεις. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, όταν ένα κράτος μέλος παρέχει στρατιωτική εκπαίδευση σε άλλο κράτος μέλος. Αυτές οι συμβάσεις εν γένει ανατίθενται στο πλαίσιο της διακρατικής στρατιωτικής συνεργασίας. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία εμπορική εναλλακτική λύση, δεν έχουν αντίκτυπο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις όπου από την ανάλυση που αναφέρεται στην ενότητα 3 προκύπτει σαφώς ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος.

Ορισμένες από τις περιστάσεις όπου ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος σε εμπορικό περιβάλλον είναι δυνατό να αφορούν συμβάσεις G2G (π.χ. ένας μόνο φορέας για τεχνικούς λόγους ή αποκλειστικά δικαιώματα· επείγων χαρακτήρας· συμπληρωματικές προμήθειες· επανάληψη των έργων και υπηρεσιών).

Σε αυτού του είδους τις καταστάσεις, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορεί να μην έχουν άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση από την ανάθεση της σύμβασης απευθείας σε άλλη κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται, για παράδειγμα, οι εξής καταστάσεις: i) οι απαιτήσεις που όρισε η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας μπορεί, για λόγους τεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, να πληρούνται μόνον από μια συγκεκριμένη κυβέρνηση· ii) η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας αντιμετωπίζει επείγουσες επιχειρησιακές απαιτήσεις όπως επείγουσα ανάγκη οφειλόμενη σε κρίση ή η κατεπείγουσα ανάγκη οφειλόμενη σε απρόβλεπτα γεγονότα· iii) απαιτούνται συμπληρωματικές προμήθειες από την αρχική κυβέρνηση-πωλητή για τη μερική ανανέωση ή επέκταση υφιστάμενων προμηθειών και η πηγή εφοδιασμού δεν είναι εφικτό να αλλάξει για λόγους που συνδέονται με τη διαλειτουργικότητα. Μπορεί να εξεταστούν άλλες περιστάσεις στις οποίες είναι σαφές από την αρχή ότι η προκήρυξη διαγωνισμού δεν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό ούτε σε καλύτερα αποτελέσματα των συμβάσεων σε σύγκριση με τις συμβάσεις G2G.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος, πρέπει να τεκμηριώνουν την ανάλυσή τους (βλέπε ενότητα 3), ώστε να είναι σε θέση, όταν απαιτείται, να αποδείξουν, βάσει δικαιολογητικών, ότι οι αποφάσεις τους είναι δικαιολογημένες.

Συνιστάται στις αναθέτουσες αρχές/στους αναθέτοντες φορείς που επικαλούνται το άρθρο 13 στοιχείο στ) της οδηγίας επειδή ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος, να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους είτε με ελεύθερο κείμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (βλέπε ενότητα 5) ή με ανακοίνωση εκούσιας εκ των προτέρων διαφάνειας (VEAT). Μέσω της εν λόγω δημοσίευσης για συμβάσεις εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας ανακοινώνει την απόφασή της/του να αναθέσει σύμβαση σε άλλη κυβέρνηση, με βάση το άρθρο 13 στοιχείο στ), σε περιπτώσεις όπου ο ανταγωνισμός είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος. Το δημοσιευμένο κείμενο ή η VEAT θα περιλαμβάνει περιγραφή της προβλεπόμενης συναλλαγής G2G, η οποία θα ειδοποιεί τους οικονομικούς φορείς και θα τους δίνει την ευκαιρία να παρουσιάσουν εναλλακτικές λύσεις στην αναθέτουσα αρχή/στον αναθέτοντα φορέα, οι οποίες ενδέχεται να έχουν παραβλεφθεί.

Το «Annex D3 – Defence and Security» («Παράρτημα D3 — Άμυνα και ασφάλεια») της ανακοίνωσης VEAT επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή/στον αναθέτοντα φορέα την υποχρέωση να παράσχει αιτιολόγηση για την ανάθεση της σύμβασης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού. Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς που δημοσιεύουν μια ανακοίνωση VEAT υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο θα επιλέξουν τη δυνατότητα της παραγράφου 2 «η σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας» και θα υποβάλουν συνοπτική αιτιολόγηση της απόφασής τους.

Για λόγους διαφάνειας, συνιστάται επίσης στις αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς να δημοσιεύουν — εκ των υστέρων — ανακοίνωση της ανάθεσης σύμβασης G2G, για παράδειγμα, στον δικτυακό τους τόπο ή με δήλωση στα μέσα ενημέρωσης. Ορισμένες από τις πληροφορίες μπορούν να μην δημοσιεύονται, όταν η γνωστοποίησή τους μπορεί να παρεμποδίσει την επιβολή του νόμου ή κατά τα άλλα να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, και ιδίως τα συμφέροντα άμυνας και/ή ασφάλειας, ή να βλάψει έννομα εμπορικά συμφέροντα.

5.   Όταν ο ανταγωνισμός φαίνεται ότι είναι εφικτός: δημοσιοποίηση πριν από τη σύναψη συμβάσεων και ολοκλήρωση της στρατηγικής για τις συμβάσεις

Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς όταν εξετάζουν συμβάσεις από άλλη κυβέρνηση —με βάση την ανάλυση που αναφέρεται στην ενότητα 3— δεν είναι βέβαιοι, αν ο ανταγωνισμός για την ικανοποίηση των ειδικών απαιτήσεων για τις συμβάσεις είναι ανύπαρκτος ή ανέφικτος.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, προς το συμφέρον της αποτελεσματικής ανάθεσης συμβάσεων και με σκοπό τη συμμόρφωση με τα πρότυπα χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και την αποφυγή νομικών κινδύνων, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς πρέπει να εξετάζουν περαιτέρω την αγορά, γνωστοποιώντας τις απαιτήσεις τους με τη δημοσιοποίηση πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Ο στόχος αυτής της νέας εξέτασης της αγοράς είναι να διαπιστωθεί αν, τουλάχιστον, ένας οικονομικός φορέας της ΕΕ μπορεί πράγματι να είναι ανταγωνιστικός για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της αναθέτουσας αρχής/του αναθέτοντος φορέα (αν δηλαδή είναι σε θέση να παράσχει παρόμοια ή καλύτερη λύση από τη λύση G2G). Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις αναθέτουσες αρχές/στους αναθέτοντες φορείς να ολοκληρώσουν τη στρατηγική τους για την ανάθεση των συμβάσεων (σύμβαση G2G ή εμπορική σύμβαση) με πλήρη γνώση της αγοράς.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενα μέσα για τη δημοσιοποίηση πριν από τη σύναψη της σύμβασης είναι μεταξύ άλλων τα εξής:

η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ),

οι εθνικές επίσημες εφημερίδες ή διαδικτυακές πύλες δημόσιων συμβάσεων,

δημοσιοποιήσεις στον δικτυακό τόπο ή τη δικτυακή πύλη για τις συμβάσεις των ίδιων των αναθετουσών αρχών/αναθέτοντων φορέων,

ως συμπληρωματικά μέσα δημοσιοποίησης, ειδικευμένα έντυπα.

Σε περιπτώσεις στις οποίες είναι σαφές από την ανάλυση της αγοράς ότι όλοι οι δυνητικοί προμηθευτές είναι γνωστοί, η αποστολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών στους εν λόγω δυνητικούς προμηθευτές μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση της δημοσίευσης.

Σε περίπτωση που δεν καθίσταται σαφές από την ανάλυση της αγοράς ότι όλοι οι δυνητικοί προμηθευτές είναι γνωστοί, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς ενθαρρύνονται να δημοσιεύουν, με τη μορφή ανακοίνωσης πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ελεύθερο κείμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς έχουν τη δυνατότητα να ζητούν δημοσίευση ελεύθερου κειμένου στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (ojs@publications.europa.eu), εάν τα τυποποιημένα έντυπα δεν είναι κατάλληλα. Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς έχουν επίσης τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ανακοίνωση VΕΑΤ (βλέπε ενότητα 4).

Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτή την ανακοίνωση πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ή σε αίτημα παροχής πληροφοριών, μπορούν να περιορίζονται σε γενική περιγραφή των απαιτήσεων και να έχουν ενδείξεις για τον διαθέσιμο προϋπολογισμό. Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να αναφέρουν ρητά ότι πρόκειται να ολοκληρώσουν τη στρατηγική ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάθεση της σύμβασης σε άλλη κυβέρνηση ή στην έναρξη επίσημης διαδικασίας σύναψης συμβάσεων σύμφωνα με την οδηγία. Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να αναφέρουν επίσης ότι δίνουν σε δυνητικούς οικονομικούς φορείς τη δυνατότητα να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είναι οικονομικά και τεχνικά ικανοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.

Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν επίσης να επιλέξουν να καλέσουν δυνητικούς οικονομικούς φορείς να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις προτεινόμενες απαιτήσεις και να προσφέρουν λύσεις που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον ανταγωνισμό ή να βελτιώσουν τη σχέση αξίας/κόστους. Στην περίπτωση που οι αναθέτουσες αρχές / αναθέτοντες φορείς αποφασίσουν να το πράξουν, οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση της ίσης μεταχείρισης και τη μη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Ταυτόχρονα, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς μπορούν να έρχονται σε επαφή με άλλες κυβερνήσεις για να διερευνήσουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τους μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω συμβάσεων G2G.

Οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συλλέγουν από τη δημοσιοποίηση και από συζητήσεις με άλλες κυβερνήσεις για την ολοκλήρωση της στρατηγικής τους για τις συμβάσεις με πλήρη γνώση της αγοράς.

6.   Διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις

Αν, με βάση μια αμερόληπτη αξιολόγηση των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν από τη δημοσιοποίηση πριν από τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η ανάθεση ορισμένης σύμβασης σε άλλη κυβέρνηση είναι η μοναδική, ή η βέλτιστη επιλογή για την εκπλήρωση των απαιτήσεών τους, τότε θα προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις με αυτή την κυβέρνηση/αυτές τις κυβερνήσεις και τελικά θα αναθέσουν τη σύμβαση G2G βάσει της εξαίρεσης του άρθρου 13 στοιχείο στ) της οδηγίας.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις των αναθετουσών αρχών/αναθετόντων φορέων πληρούνται κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο σύμφωνα με αποτελεσματικές μεθόδους σύναψης δημόσιων συμβάσεων και για να αποφεύγονται οι νομικοί κίνδυνοι, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να διενεργήσουν αμερόληπτες διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν υπάρχουν διάφορες δημόσιες προσφορές και όταν ο αντίκτυπος στην εσωτερική αγορά είναι σημαντικός.

Η τελική επιλογή θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, το κόστος του κύκλου ζωής, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης, η ασφάλεια του εφοδιασμού, η διαλειτουργικότητα και τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά.

Σε κάθε περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να τεκμηριώνουν την αξιολόγησή τους, ώστε να είναι σε θέση, όταν απαιτείται, να αποδείξουν, βάσει δικαιολογητικών, ότι οι αποφάσεις τους είναι δικαιολογημένες.

7.   Συμβάσεις στο πλαίσιο της οδηγίας

Αντίθετα, αν από την αμερόληπτη αξιολόγηση των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν από τη δημοσιοποίηση πριν από τη σύναψη της σύμβασης προκύπτει ότι ένας ή περισσότεροι οικονομικοί φορείς της ΕΕ είναι σε θέση να παράσχει/-ουν καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής από ό, τι η λύση που προσφέρει η σύμβαση G2G και δεν υπάρχει αντικειμενική αιτιολόγηση για σύμβαση από την κυβέρνηση-πωλητή, οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς θα αρχίσουν τη διαδικασία σύναψης σύμβασης σύμφωνα με την οδηγία. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τηρούνται οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας.


(1)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, COM(2013) 542 final, http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52013DC0542&rid=1

(2)  ΕΕ L 216 της 20.8.2009, σ. 76.

(3)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, COM(2014) 387, http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52014DC0387&rid=1.

(4)  Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας, το οποίο ορίζει ως «σύμβαση προμηθειών: άλλη σύμβαση εκτός σύμβασης έργου, η οποία έχει ως αντικείμενο την αγορά, τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση-πώληση, με ή χωρίς προαίρεση αγοράς, προϊόντων».

(5)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση C-337/06, Bayerischer Rundfunk, σκέψη 64.

(6)  Βλέπε υπόθεση C-19/13, Fastweb, σκέψη 40.

(7)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση 292/82, Merck, σκέψη 12· υπόθεση C-34/05, Schouten, σκέψη 25· υπόθεση C-433/08, Yaesu Europe σκέψη 24· και υπόθεση C-112/11, Εbookers.com, σκέψη 12.