9.2.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 50/91


P8_TA(2016)0081

Διοργανική Συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2016/2005(ACI))

(2018/C 050/13)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το σχέδιο διοργανικής συμφωνίας σχετικά με τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη το άρθρο 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη το άρθρο 295 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη της πρόταση της Επιτροπής για τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (COM(2015)0216 και παραρτήματα),

έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο της 20ής Οκτωβρίου 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1) («η συμφωνία πλαίσιο του 2010»),

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου 2003 για τη βελτίωση της νομοθεσίας, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2) («Διοργανική Συμφωνία του 2003»),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα — 19η έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας» για το 2011 (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 σχετικά με το Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής για το 2016 (4),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης και 19ης Φεβρουαρίου 2016,

έχοντας υπόψη το άρθρο 140 παράγραφος 1 του Κανονισμού,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A8-0039/2016),

A.

λαμβάνοντας υπόψη τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Κοινοβουλίου για επαναδιαπραγμάτευση της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας του 2003 προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο νομοθετικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, να παγιωθούν οι τρέχουσες βέλτιστες πρακτικές και να επικαιροποιηθεί η συμφωνία με βάση το θεματολόγιο για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή καθώς και πολλά εθνικά κοινοβούλια έχουν εκφράσει τις απόψεις τους σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2015 με τίτλο «βελτίωση της νομοθεσίας για καλύτερα αποτελέσματα — ένα θεματολόγιο της ΕΕ» (COM(2015)0215), την προαναφερθείσα πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας καθώς και τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των θεσμικών οργάνων σχετικά με μια νέα διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο, στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, επικρότησε την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια νέα διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας και καθόρισε μια σειρά προτεραιοτήτων, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής, τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό, τη διενέργεια διεξοδικότερων εκτιμήσεων αντικτύπου των σχεδίων νομοθετικών διατάξεων, την ισότιμη μεταχείριση των δύο βραχιόνων της νομοθετικής εξουσίας καθ’ όλη την διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη διενέργεια κατάλληλων διοργανικών διαβουλεύσεων, την περαιτέρω εξέταση των προτάσεων και συστάσεων του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή και τη λεπτομερή αιτιολόγηση για κάθε σκοπούμενη ανάκληση·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διοργανικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν επισήμως στις 25 Ιουνίου 2015·

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 16 Δεκεμβρίου 2015 η Διάσκεψη των Προέδρων ενέκρινε, κατά πλειοψηφία, την προσωρινή συμφωνία που είχε επιτευχθεί στις 8 Δεκεμβρίου 2015 μεταξύ των διαπραγματευτικών ομάδων των τριών θεσμικών οργάνων σχετικά με το κείμενο μιας νέας διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου («η νέα ΔΣ»)·

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη νέα ΔΣ πρόκειται να αντικατασταθεί η διοργανική συμφωνία του 2003 και η διοργανική κοινή προσέγγιση για την εκτίμηση επιπτώσεων του Νοεμβρίου 2005 και ότι στόχος του παραρτήματος της νέας ΔΣ είναι να αντικαταστήσει την κοινή αντίληψη του 2011 για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης, η νέα ΔΣ δεν θίγει τη συμφωνία πλαίσιο του 2010·

H.

λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας-πλαίσιο του 2010 ενδέχεται να καταστούν απαρχαιωμένες ή να πρέπει να επικαιροποιηθούν συνεπεία της νέας ΔΣ·

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη νέα ΔΣ επιδιώκεται η αύξηση των διοργανικών διαπραγματεύσεων, ιδίως όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της σύναψης διεθνών συμφωνιών και τα κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ για τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις αντιστοίχως·

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού του Κοινοβουλίου θα πρέπει να προσαρμοστούν συνεπεία της νέας ΔΣ, όπως οι διατάξεις σχετικά με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και τον έλεγχο της νομικής βάσης των νομοθετικών πράξεων·

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα ΔΣ αντιμετωπίζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τις κύριες επιφυλάξεις που έχει εκφράσει η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου σε έγγραφό της με τίτλο «Συμβολή της Επιτροπής AFCO στη διαμόρφωση της θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθέτησης» της 22ας Απριλίου 2015·

1.

επικροτεί τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί μεταξύ των θεσμικών οργάνων και θεωρεί ότι αυτή αποτελεί μια καλή βάση για την ανάπτυξη μιας νέας περισσότερο ειλικρινούς και διαφανούς σχέσης μεταξύ τους με στόχο τη βελτίωση του νομοθετικού έργου προς όφελος των πολιτών της Ένωσης·

2.

εκφράζει τη βαθειά του λύπη για το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της βελτίωσης του νομοθετικού έργου, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη διοργανική συμφωνία δεν τηρήθηκε η πάγια πρακτική όσον αφορά τη διαδικασία σε επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

3.

επικροτεί, ειδικότερα, τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων όσον αφορά τον πολυετή και ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό, την περαιτέρω εξέταση των νομοθετικών πρωτοβουλιών του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή καθώς και την παροχή αιτιολογήσεων και την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων σε περίπτωση που πρόκειται να ανακληθούν νομοθετικές προτάσεις· τονίζει ότι το γεγονός ότι έχει συμφωνηθεί να δοθεί μεγάλη προσοχή στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής δεν δικαιολογεί κανενός είδους περιορισμό των ίδιων νομοθετικών αρμοδιοτήτων ή του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου· επιδοκιμάζει επίσης τη συμφωνηθείσα ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των οργάνων σε περίπτωση που πρόκειται να τροποποιηθεί η νομική βάση μιας πράξης και επιβεβαιώνει την ισχυρή του βούληση να αντιταχθεί σε κάθε απόπειρα υπονόμευσης των νομοθετικών αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μέσω μιας τροποποίησης της νομικής βάσης·

4.

υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των διατάξεων της νέας ΔΣ σχετικά με τα μέσα για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (εκτιμήσεις αντικτύπου, δημόσιες διαβουλεύσεις και διαβουλεύσεις με ενδιαφερόμενα μέρη, αξιολογήσεις κ.τ.λ.) προκειμένου να εξασφαλισθεί μια διαδικασία λήψης αποφάσεων χωρίς αποκλεισμούς και με διαφάνεια που θα βασίζεται σε πλήρεις πληροφορίες καθώς και η ορθή εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων, ταυτόχρονα δε επισημαίνει ότι με τις διατάξεις αυτές διασφαλίζονται οι προνομίες των νομοθετικών οργάνων· πιστεύει ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου πρέπει να είναι πλήρεις και ισόρροπες και θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αξιολογούν το κόστος που θα υποστούν οι παραγωγοί, οι καταναλωτές, οι εργαζόμενοι, οι διοικητικές υπηρεσίες και το περιβάλλον σε περίπτωση που δεν εκδοθούν οι απαραίτητες νομοθετικές διατάξεις· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι στο κείμενο για τις εκτιμήσεις αντικτύπου τα τρία θεσμικά όργανα δεν δεσμεύονται σε επαρκή βαθμό να συμπεριλάβουν στις εκτιμήσεις αντικτύπου που διενεργούν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) καθώς και ελέγχους ανταγωνιστικότητας· τονίζει ότι είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη και να υπάρχει μέριμνα για τις ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε όλα τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας· υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2015 σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας (SWD(2015)0111), οι εκθέσεις εκτίμησης αντικτύπου θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκτίμηση αντικτύπου στις ΜΜΕ και καλεί την Επιτροπή να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες για την πρακτική αυτή· επικροτεί τον στόχο που έγκειται στη βελτίωση της μεταφοράς και της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας, μεταξύ άλλων μέσω του αποτελεσματικότερου εντοπισμού των εθνικών μέτρων που δεν απαιτούνται από την ενωσιακή νομοθεσία που πρόκειται να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο («νομοθετικός υπερθεματισμός»), λαμβανομένου υπόψη ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν αυστηρότερες διατάξεις, εφόσον στο ενωσιακό δίκαιο προβλέπονται μόνο ελάχιστοι κανόνες· αναμένει από τα κράτη μέλη να αναφέρουν και να τεκμηριώσουν σαφώς τα μέτρα αυτά·

5.

επισημαίνει ότι το σωρευτικό κόστος της νομοθεσίας μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στις επιχειρήσεις και τα άτομα που αποτελούν αντικείμενο των διατάξεων της Ένωσης·

6.

σημειώνει την επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου της Επιτροπής με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με τη λειτουργία της νεοσύστατης επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου, η οποία θα ελέγχει την ποιότητα των εκτιμήσεων αντικτύπου της Επιτροπής (χωρίς ωστόσο να της παρέχεται δικαίωμα αρνησικυρίας επί νομοθετικών προτάσεων το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα των εκλεγμένων αρχών)· επισημαίνει ότι στο ψήφισμά του της 27ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εκτίμηση αντικτύπου και τον ρόλο του «τεστ ΜΜΕ» (5) είχε ζητήσει να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου (πρώην «επιτροπή εκτίμησης αντικτύπου») και να μην υπόκεινται τα μέλη της επιτροπής σε πολιτικό έλεγχο· πιστεύει, στη συνάρτηση αυτή, ότι η σύσταση της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα προκειμένου να επιτευχθεί η ανεξαρτησία αυτή· τονίζει ότι και τα νομοθετικά όργανα μπορούν να διενεργούν τις δικές τους εκτιμήσεις αντικτύπου, όταν κρίνουν ότι αυτό είναι απαραίτητο· επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου δεν υποκαθιστούν τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων· υπογραμμίζει εξάλλου, ότι η νέα ΔΣ προβλέπει ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων για τις βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες που αφορούν τις εκτιμήσεις αντικτύπου, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να αναθεωρείται εγκαίρως ο τρόπος λειτουργίας της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου με στόχο την επίτευξη μιας κοινής μεθοδολογίας·

7.

επικροτεί το γεγονός ότι τα τρία θεσμικά όργανα συμφώνησαν να συνεργαστούν προκειμένου να επικαιροποιήσουν και να απλοποιήσουν τις νομοθετικές διατάξεις και να ανταλλάξουν απόψεις επί του θέματος αυτού πριν από την οριστικοποίηση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής· τονίζει τη σημασία της συμφωνηθείσας «ετήσιας επισκόπησης του φόρτου» ως μέσου προκειμένου να αναγνωρίζονται και να παρακολουθούνται, με σαφήνεια και διαφάνεια, τα αποτελέσματα των προσπαθειών της Ένωσης, προκειμένου να αποτρέπονται και να μειώνονται οι υπερβολικές ρυθμίσεις και τα διοικητικά βάρη, στην επισκόπηση δε αυτή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ένας κατάλογος που αφορά ειδικά τις ΜΜΕ και που διακρίνει μεταξύ βαρών που προκύπτουν από μεμονωμένες προτάσεις της Επιτροπής και από νομοθετικές πράξεις μεμονωμένων κρατών μελών· τονίζει ότι η εφικτότητα και η σκοπιμότητα του καθορισμού στόχων για τη μείωση του βάρους σε συγκεκριμένους τομείς πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση σε στενή συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων· αναμένει από την Επιτροπή να προτείνει, τακτικά, την κατάργηση νομοθετικών πράξεων, εφόσον η κατάργηση αυτή θεωρείται επιβεβλημένη· χαιρετίζει στη συνάρτηση αυτή το γεγονός ότι τα τρία θεσμικά όργανα έχουν συμφωνήσει ότι, στο πλαίσιο των εκτιμήσεων αντικτύπου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση των προτάσεων στα διοικητικά βάρη, ιδίως όσον αφορά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις· αναγνωρίζει ότι με κατάλληλες νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης και ειδικότερα με την αντικατάσταση 28 διαφορετικών ρυθμιστικών καθεστώτων από ένα ενιαίο ρυθμιστικό καθεστώς για την εσωτερική αγορά μπορούν να μειωθούν τα διοικητικά βάρη για τις ΜΜΕ·

8.

φρονεί ότι έχει καταρχήν επιτευχθεί μια ισόρροπη λύση όσον αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις, με την οποία διασφαλίζεται διαφάνεια και ισοτιμία μεταξύ των νομοθετικών οργάνων, τονίζει ωστόσο ότι πρέπει να επιτευχθεί ταχέως συμφωνία σχετικά με κατάλληλα κριτήρια οριοθέτησης για τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις καθώς και μια άμεση προσαρμογή όλων των βασικών νομοθετικών πράξεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει θεσπισθεί με τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

9.

αναγνωρίζει ότι τα μέτρα που συμφωνήθηκαν προκειμένου να βελτιωθεί η αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου υπό την ιδιότητά τους ως νομοθετών αποτελεί βήμα προόδου· θεωρεί, ωστόσο, ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω, ιδίως υπό όρους αμοιβαίας πρόσβασης σε πληροφορίες και συμμετοχής σε συνεδριάσεις, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία πραγματική ισορροπία και ίση μεταχείριση μεταξύ των νομοθετικών οργάνων καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, και να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με την αρχή της αμοιβαίας καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των οργάνων· απευθύνει προειδοποίηση ότι οι άτυπες ανταλλαγές πληροφοριών που έχουν συμφωνηθεί δεν θα πρέπει να εξελιχθούν σε ένα νέο πεδίο αδιαφανών διοργανικών διαπραγματεύσεων·

10.

επισημαίνει ότι η ΣΛΕΕ προβλέπει μια συνήθη νομοθετική διαδικασία με τρεις αναγνώσεις· τονίζει ότι, όταν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ασκούν πλήρως τις αρμοδιότητές τους στη νομοθετική διαδικασία, οι συμφωνίες σε δεύτερη ανάγνωση θα πρέπει να αποτελούν τη συνήθη διαδικασία, ενώ οι συμφωνίες σε πρώτη ανάγνωση θα πρέπει αντιθέτως να εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που έχει ληφθεί μια αιτιολογημένη και ρητή απόφαση σχετικά·

11.

επιδοκιμάζει τη δέσμευση που έχει αναληφθεί προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια των νομοθετικών διαδικασιών, υπογραμμίζει ωστόσο ότι πρέπει να θεσπισθούν πιο συγκεκριμένες ρυθμίσεις και διαδικασίες για την επίτευξη του στόχου αυτού, ιδίως όσον αφορά την προσφυγή σε συμφωνίες σε πρώτη ανάγνωση·

12.

φρονεί επίσης ότι οι ρυθμίσεις για τον πολιτικό διάλογο με τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό· υπογραμμίζει, εν προκειμένω, τον σημαντικό ρόλο που ανατίθεται στα εθνικά κοινοβούλια με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και τονίζει ότι, παράλληλα με το ρόλο που διαδραματίζουν όσον αφορά την παρακολούθηση της τήρησης των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, μπορούν να συμβάλουν και συμβάλλουν θετικά στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου· υποστηρίζει την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των υφισταμένων μηχανισμών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που προβλέπονται στις Συνθήκες· τονίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία κατά την εφαρμογή της προθεσμίας των οκτώ εβδομάδων που έχουν στη διάθεσή τους τα εθνικά κοινοβούλια προκειμένου να εκδώσουν αιτιολογημένη γνώμη για την μη συμμόρφωση με την αρχή της επικουρικότητας·

13.

ζητεί να πραγματοποιηθεί μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των συνεπειών που θα έχει η νέα ΔΣ στη συμφωνία-πλαίσιο του 2010 καθώς και σε άλλες ισχύουσες συναφείς διοργανικές συμφωνίες, λαμβανομένου υπόψη ότι επιβάλλεται να διαφυλαχθεί η θέση και οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απλοποιηθεί η δομή των πολυάριθμων ρυθμίσεων που διέπουν τις διοργανικές σχέσεις·

14.

φρονεί ότι η απλούστευση αυτή θα πρέπει να διενεργηθεί αφότου έχουν προηγουμένως θεσπισθεί όλες οι διαδικαστικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της νέας ΔΣ στο σύνολό της, ούτως ώστε τα θεσμικά όργανα να μπορούν επίσης να αξιολογήσουν εάν, με βάση την κτηθείσα μέχρι το χρονικό αυτό σημείο εμπειρία από την εφαρμογή της νέας ΔΣ, θα πρέπει ενδεχομένως να επέλθουν αλλαγές στη νέα ΔΣ·

15.

υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να εφαρμόζονται σωστά και να διασφαλίζεται ότι θα τηρούνται οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται και οι προθεσμίες που ορίζονται στη νέα ΔΣ·

16.

τονίζει ότι απαιτείται περαιτέρω εξέταση σε τεχνικό και/ή πολιτικό επίπεδο, με την ενεργό σύμπραξη όλων των κοινοβουλευτικών επιτροπών που διαθέτουν σχετικές εμπειρίες και με την αξιοποίηση των ειδικών γνώσεών τους, όσον αφορά:

τον προγραμματισμό (τεχνική αναθεώρηση της συμφωνίας-πλαίσιο του 2010 και του Κανονισμού του Κοινοβουλίου)·

τον έλεγχο της νομικής βάσης των νομοθετικών πράξεων (αναθεώρηση του Κανονισμού προκειμένου να ενσωματωθούν ρυθμίσεις για τριμερή ανταλλαγή απόψεων)·

την αξιολόγηση της εφαρμογής των προαναφερθεισών κατευθυντηρίων γραμμών για τη βελτίωση της νομοθεσίας από την Επιτροπή και της αποτελεσματικής λειτουργίας της νεοσύστατης επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου, προκειμένου ιδίως να ελεγχθεί εάν αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 6, λειτουργεί ανεξάρτητα και τα μέλη της δεν υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο·

τη διαφάνεια και τον συντονισμό της νομοθετικής διαδικασίας (όπως ορθή χρησιμοποίηση των διαδικασιών πρώτης και δεύτερης ανάγνωσης, πρακτικές ρυθμίσεις για ανταλλαγές απόψεων, ανταλλαγή πληροφοριών και σύγκριση χρονοδιαγραμμάτων, διαφάνεια στο πλαίσιο τριμερών διαπραγματεύσεων, ανάπτυξη διαδικασιών και μέσων για τη συγκρότηση μιας κοινής βάσης δεδομένων όσον αφορά την πορεία των νομοθετικών φακέλων, παροχή πληροφοριών στα εθνικά κοινοβούλια και πρακτικές ρυθμίσεις για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών)·

την αξιολόγηση και ενδεχομένως την παρακολούθηση της ανεξαρτησίας της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου κατά την άσκηση των καθηκόντων της που συνίστανται στον έλεγχο και την παροχή αντικειμενικών συμβουλών όσον αφορά τις εκάστοτε εκτιμήσεις αντικτύπου·

την προσδοκώμενη από το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νέας ΔΣ, υποβολή προτάσεων από την Επιτροπή με την οποία θεσπίζονται, ενδεχομένως, στόχοι για τη μείωση το ταχύτερο δυνατό των διοικητικών βαρών σε βασικούς τομείς και διασφαλίζεται η επίτευξη των στόχων των νομοθετικών διατάξεων·

τη διασφάλιση επιχειρησιακής και νομικής συνοχής μεταξύ της νέας ΔΣ και των συμφωνιών συνεργασίας όσον αφορά τα συμβουλευτικά όργανα της ΕΕ·

τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις, βάσει του ψηφίσματός του, της 25ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (6) (διαπραγματεύσεις σχετικά με κριτήρια οριοθέτησης για κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, δημιουργία μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και πλήρης προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων που έχουν θεσπισθεί πριν από την έγκριση της Συνθήκης της Λισαβόνας)·

τη μεταφορά και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων της Ένωσης (έλεγχος της ανακοίνωσης από τα κράτη μέλη της μεταφοράς οδηγιών καθώς και κάθε εθνικού μέτρου που βαίνει πέραν των διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας («νομοθετικός υπερθεματισμός»))·

17.

εγκρίνει το σχέδιο συμφωνίας που εμπεριέχεται στο Παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης·

18.

εγκρίνει η δήλωση του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης·

19.

καλεί την αρμόδια επιτροπή του να εξετάσει κατά πόσο απαιτείται τροποποίηση ή ερμηνεία του Κανονισμού ή τροποποίηση των διαδικασιών, της διοίκησης και των διαύλων επικοινωνίας του Κοινοβουλίου με άλλα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της εφαρμογής της νέας ΔΣ·

20.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει τη συμφωνία μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

21.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει, προς ενημέρωση, την παρούσα απόφαση, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων της, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.

(2)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0061.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0323.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2014)0069.

(6)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0127.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

(Το κείμενο αυτού του παραρτήματος δεν επαναλαμβάνεται εδώ, εφόσον αντιστοιχεί στη διοργανική συμφωνία όπως δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 123, 12.5.2016, σ. 1.)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η παρούσα συμφωνία αντικατοπτρίζει την ισορροπία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, όπως ορίζονται στις Συνθήκες.

Δεν θίγει τη συμφωνία-πλαίσιο της 20ής Οκτωβρίου 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1).


(1)  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.