ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 28.7.2016
COM(2016) 510 final
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013
{SWD(2016) 265 final}
{SWD(2016) 266 final}
I.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις («ΟΚΑ») και ο κανονισμός για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις («ΚΚΑ») περιλαμβάνουν ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι απαιτήσεις αυτές θεσπίστηκαν στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές αποδοχών δεν ενθαρρύνουν την υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων.
Η πρώτη δέσμη κανόνων σχετικά με τις αποδοχές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υποβλήθηκε σε επίπεδο ΕΕ με τη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2009. Ακολούθησε η θέσπιση δεσμευτικών κανόνων σχετικά με τις αποδοχές για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων με την ΟΚΑ III, η οποία εκδόθηκε το 2010. Η εφαρμογή των κανόνων αυτών, οι οποίοι έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη έως τον Ιανουάριο του 2011, παρατάθηκε περαιτέρω σε συνέχεια της έκδοσης της ΟΚΑ IV το 2013 (με τους νέους κανόνες να είναι εφαρμοστέοι από το 2014).
Η παρούσα έκθεση εκπονήθηκε σε εκπλήρωση της υποχρέωσης που προβλέπει το άρθρο 161 παράγραφος 2 της ΟΚΑ, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων που αφορούν τις αποδοχές, και ιδίως σχετικά με τον αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών.
Για τη διεξαγωγή της σχετικής επανεξέτασης, η Επιτροπή εργάστηκε σε διάφορους άξονες. Μελέτησε τη διαθέσιμη πανεπιστημιακή βιβλιογραφία και ανέθεσε σε εξωτερικό ανάδοχο την εκπόνηση μελέτης για να βοηθηθεί στην αξιολόγησή της. Συγκέντρωσε τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών μέσω μίας δημόσιας διαβούλευσης, μίας διερευνητικής εκδήλωσης στην οποία συμμετείχαν ενδιαφερόμενα μέρη και διμερών συναντήσεων με εκπροσώπους του κλάδου. Επιπλέον, η Επιτροπή συνεργάστηκε με εκπροσώπους των κρατών μελών και τις εποπτικές αρχές. Σύμφωνα με την εντολή της ΟΚΑ, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών συμμετείχε ενεργά στη διαδικασία επανεξέτασης και παρείχε πολύτιμες πληροφορίες. Ιδίως, οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τα υψηλά αμειβόμενα πρόσωπα και τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ως προς τις αποδοχές σε επίπεδο ΕΕ αποτέλεσαν πολύτιμη πηγή δεδομένων για τα έτη 2010-2014.
Τα αναλυτικά στοιχεία της αξιολόγησης την οποία απαιτεί η ΟΚΑ σχετικά με την αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων που αφορούν τις αποδοχές εν γένει περιλαμβάνονται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής SWD(2016)265, το οποίο συνοδεύει την παρούσα έκθεση. Στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολόγησης εντοπίστηκαν ορισμένοι κανόνες ως προς τους οποίους η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης περαιτέρω μέτρων, αναλυτική δε αξιολόγηση των εν λόγω επιμέρους κανόνων περιλαμβάνεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής SWD(2016)266. Η αξιολόγηση αυτή θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της ευρύτερης αναθεώρησης της ΟΚΑ και του ΚΚΑ, η οποία εξετάζεται επί του παρόντος.
Η επανεξέταση από την Επιτροπή των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που περιλαμβάνονται στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ συνδέεται επίσης με τις εν εξελίξει εργασίες της Επιτροπής αναφορικά με την πρόσκληση υποβολής στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 για τη διερεύνηση του αντικτύπου της νομοθεσίας (συμπεριλαμβανομένων της ΟΚΑ και του ΚΚΑ). Ορισμένες απαντήσεις στην ανωτέρω πρόσκληση υποβολής στοιχείων οι οποίες αφορούν τους κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές λήφθηκαν υπόψη για την εν λόγω επανεξέταση.
Συνολικά, το έργο της επανεξέτασης δυσχέραναν έως έναν βαθμό, αφενός, το γεγονός ότι ορισμένοι από τους κανόνες σχετικά με τις αποδοχές τέθηκαν σε ισχύ σχετικά πρόσφατα και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι κανόνες δεν εφαρμόζονται πάντοτε στην πλήρη έκτασή τους, συχνά με την επίκληση λόγων αναλογικότητας. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να είναι περιορισμένα τα διαθέσιμα στοιχεία και να υπάρχει, προς το παρόν, δυσχέρεια διατύπωσης οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με ορισμένες από τις πτυχές της ανάλυσης. Ένα επιπλέον εμπόδιο προέκυψε από την ίδια τη φύση των κανόνων: οι κανόνες έχουν ως στόχο να περιορίσουν τα κίνητρα που μπορεί να στείλουν λανθασμένα μηνύματα σε πρόσωπα και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν τη συμπεριφορά προσώπων. Ωστόσο, η μέτρηση του συγκεκριμένου αντικτύπου στη συμπεριφορά προσώπων είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Τέλος, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι οι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές αποτελούν απλώς ένα στοιχείο του κανονιστικού πλαισίου που θεσπίστηκε με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, δεν κατέστη δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί επακριβώς ο αντίκτυπος στη χρηματοοικονομική σταθερότητα αυτών καθαυτών των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές, αλλά πραγματοποιήθηκε μια περισσότερο ποιοτική αξιολόγηση ορισμένων πτυχών.
II.ΠΛΑΙΣΙΟ
Η θέσπιση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Τα μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας περιλάμβαναν δημόσια στήριξη πρωτοφανούς επιπέδου. Πλέον, αναγνωρίζεται ευρέως ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην κρίση ήταν τα οικονομικά κίνητρα που εξέπεμπαν λάθος μηνύματα προς το προσωπικό επιχειρήσεων του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι ακολουθούμενες πρακτικές αποδοχών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είχαν ως αποτέλεσμα τα εν λόγω κίνητρα να μην συνάδουν με τους μακροπρόθεσμους στόχους των επιχειρήσεων και την ανάγκη για υπευθυνότητα στην ανάληψη κινδύνων.
Σε διεθνές επίπεδο, οι ηγέτες της G20, στη διακήρυξή τους από τη σύνοδο κορυφής της Ουάσινγκτον για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την παγκόσμια οικονομία, της 15ης Νοεμβρίου 2008, κάλεσαν σε εργασίες κατά προτεραιότητα για την «επανεξέταση των πρακτικών σχετικά με τις αποδοχές, καθώς συνδέονται με κίνητρα για την ανάληψη κινδύνων και την καινοτομία». Τόσο η διακήρυξη της συνόδου κορυφής της G20 στο Λονδίνο, της 2ας Απριλίου 2009, για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και η δήλωση της συνόδου κορυφής του Πίτσμπουργκ, της 24ης/25ης Σεπτεμβρίου 2009, επιβεβαίωσαν τη συμφωνία των παγκόσμιων ηγετών ότι «η μεταρρύθμιση των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών αποτελεί ουσιώδες τμήμα των προσπαθειών μας για ενίσχυση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας» και επισφράγισαν τη δέσμευσή τους να υποστηρίξουν και να εφαρμόσουν τις αρχές για ορθές πρακτικές αποδοχών και τα πρότυπα εφαρμογής τους που εξέδωσε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ).
Η ΟΚΑ αποσκοπεί στην εφαρμογή στην ΕΕ των εν λόγω διεθνώς συμφωνηθεισών αρχών. Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των κανόνων της ΕΕ και των εν λόγω αρχών και προτύπων είναι η μέγιστη αναλογία μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών, η οποία προβλέπεται μόνο στην ΕΕ.
Το ζήτημα των αποδοχών παραμένει ζήτημα υψηλής προτεραιότητας στη διεθνή πολιτική ατζέντα. Ο διεθνής διάλογος επικεντρώνεται τώρα στον ρόλο των πρακτικών αποδοχών για την παροχή κινήτρων καλής συμπεριφοράς. Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εξετάζει αν υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης των συνδεόμενων με τις αποδοχές αντικινήτρων στη διάπραξη παραπτωμάτων.
III.ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ
Η παρούσα ενότητα, καταρχάς, πραγματεύεται σύντομα την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές (υποενότητα Α). Στη συνέχεια, εξετάζει το συνολικό πεδίο εφαρμογής τους (υποενότητα Β). Κατόπιν, εξετάζει τα διάφορα συστατικά μέρη των κανόνων: η υποενότητα Γ επικεντρώνεται στους κανόνες σχετικά με τις αποδοχές που εφαρμόζονται από την έκδοση της οδηγίας ΟΚΑ III (δηλαδή, στους κανόνες πέραν της μέγιστης αναλογίας)· η υποενότητα Δ επικεντρώνεται στη μέγιστη αναλογία, η οποία θεσπίστηκε με την ΟΚΑ IV.
A.Εφαρμογή και επιβολή των κανόνων
Τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να θέσουν σε εφαρμογή τους κανόνες της ΟΚΑ IV σχετικά με τις αποδοχές έως το τέλος του 2013. Έως την ημερομηνία σύνταξης της παρούσας έκθεσης, όλα τα κράτη μέλη είχαν ανακοινώσει στην Επιτροπή τη μεταφορά των κανόνων στο εθνικό τους δίκαιο (με ένα κράτος μέλος να έχει ανακοινώσει μερική μεταφορά τους στο εθνικό του δίκαιο). Η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει μια εκ πρώτης όψεως εκτίμηση των εν λόγω ανακοινωθέντων μέτρων για 17 κράτη μέλη, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη πλήρης έλεγχος της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο για όλα τα κράτη μέλη.
Η παρούσα έκθεση εστιάζει σε ένα επαναλαμβανόμενο σε ολόκληρη την ΕΕ ζήτημα, το οποίο εντοπίστηκε κατά τη διαδικασία ελέγχου της μεταφοράς, καθώς και σε ένα ζήτημα ως προς το οποίο διαπιστώθηκαν προβλήματα αποτελεσματικής επιβολής σε διάφορες έννομες τάξεις.
Το πρώτο ζήτημα αφορά την ερμηνεία από τα κράτη μέλη της αρχής της αναλογικότητας, στην οποία βασίζονται οι κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2 της ΟΚΑ. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κατώτατα όρια ή κριτήρια βάσει των οποίων ορισμένοι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές δεν απαιτείται να εφαρμόζονται, τα οποία δεν συνάδουν με το γράμμα της οδηγίας [το ζήτημα αυτό αναλύεται λεπτομερώς στην ενότητα III.Γ. ii)].
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την ερμηνεία των εννοιών «σταθερές» και «μεταβλητές» αποδοχές. Πράγματι, προκύπτει ότι ορισμένα ιδρύματα, ενόψει των απαιτήσεων της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές, εσφαλμένα κατέτασσαν «επιδόματα θέσης» στην κατηγορία των σταθερών αποδοχών, πρακτική που δεν τερματίστηκε αμέσως από τις εποπτικές αρχές [το ζήτημα αυτό αναλύεται λεπτομερώς στην ενότητα III.Δ.i)].
B.Πεδίο εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές
Η παρούσα υποενότητα εξετάζει ορισμένα ερωτήματα που αφορούν το πεδίο εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές.
Εφαρμογή σε εντοπισμένα μέλη του προσωπικού: Ένα σημαντικό βήμα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές είναι ο ορθός εντοπισμός των μελών του προσωπικού ως προς οποία οι εν λόγω κανόνες τυγχάνουν εφαρμογής (δηλαδή, των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων). Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2014 της Επιτροπήςθέσπισε εναρμονισμένα κριτήρια για τον εντοπισμό των εν λόγω μελών του προσωπικού. Χάρη στην εναρμόνιση αυτήν, η οποία, σε γενικές γραμμές, έγινε ευμενώς δεκτή από τον κλάδο, υπάρχουν λιγότερες αποκλίσεις στις προσεγγίσεις που ακολουθούν οι εποπτικές αρχές και τα ιδρύματα. Ωστόσο, ο κλάδος έχει εκφράσεις ανησυχίες για την ουσιώδη αύξηση του αριθμού των εντοπισμένων μελών προσωπικού. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω μέλη προσωπικού εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν χαμηλό σχετικά ποσοστό του συνολικού προσωπικού (2,34 % κατά μέσο όρο το 2014). Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται ακόμη να αποκτηθεί περαιτέρω εμπειρία από την εφαρμογή των νέων, σχετικά, κριτηρίων, ενώ θα υπάρξει συνεχής αξιολόγηση.
Εφαρμογή στις επιχειρήσεις επενδύσεων: Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποστηρίζουν ότι οι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές έχουν αναπτυχθεί για τα πιστωτικά ιδρύματα και ότι δεν ενδείκνυνται για το δικό τους επιχειρηματικό μοντέλο και προφίλ κινδύνου, για το οποίο διατείνονται ότι είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η επανεξέταση της Επιτροπής κατέγραψε τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, πλην όμως δεν κατέστη δυνατόν, κατά το παρόν στάδιο, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το ζήτημα αυτό, λόγω της ανεπάρκειας διαθέσιμων συναφών δεδομένων. Εξάλλου, όπως καλείται να πράξει βάσει του ΚΚΑ, η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος το καθεστώς προληπτικής εποπτείας που ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το ζήτημα της γενικής εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές στις επιχειρήσεις επενδύσεων ενδέχεται να χρειαστεί να επανεξεταστεί με βάση τα πορίσματα της εν λόγω υπό εξέλιξη εξέτασης.
Εφαρμογή σε επίπεδο ομίλου: Οι διαχειριστές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) που ανήκουν σε όμιλο ο οποίος διέπεται από την ΟΚΑ εκφράζουν ανησυχία σχετικά με την ανάγκη πλήρους συμμόρφωσής τους προς τους κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές (ιδίως τον κανόνα περί μέγιστης αναλογίας), επιπρόσθετα στην υποχρέωσή τους συμμόρφωσης προς την ειδική τομεακή νομοθεσία που διέπει τους εν λόγω οργανισμούς και που, επίσης, ρυθμίζει το ζήτημα των αποδοχών. Υποστηρίζουν ότι μια τέτοια υποχρέωσή τους θα δημιουργούσε άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των ιδίων και των ανεξάρτητων διαχειριστών ΟΣΕΚΑ και ΟΕΕ που δεν ανήκουν σε όμιλο διεπόμενο από την ΟΚΑ, οι οποίοι υποχρεούνται να συμμορφώνονται μόνο προς την ειδική τομεακή νομοθεσία (η οποία μοιάζει πολύ με τους κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές, αλλά δεν περιλαμβάνει τη μέγιστη αναλογία). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους όρους της ΟΚΑ, τα μέλη του προσωπικού διαχειριστών ΟΣΕΚΑ και ΟΕΕ οι οποίοι αποτελούν θυγατρικές άλλων επιχειρήσεων υποχρεούνται να τηρούν τους κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές που ισχύουν για τη μητρική τους επιχείριση μόνο εάν, βάσει των εναρμονισμένων κριτηρίων για τον εντοπισμό των σχετικών μελών προσωπικού, κριθεί ότι τα εν λόγω μέλη προσωπικού έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του διεπόμενου από την ΟΚΑ ομίλου στον οποίο ανήκουν.
Γ.
Οι κανόνες που θεσπίστηκαν με την ΟΚΑ ΙΙΙ
Η παρούσα ενότητα ξεκινά με μια συνολική αξιολόγηση των διαφόρων κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που θεσπίστηκαν με την ΟΚΑ III στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 (i). Στη συνέχεια, επικεντρώνεται στις ανησυχίες του κλάδου, των κρατών μελών και των εποπτικών αρχών σχετικά με την ανάγκη για αναλογική εφαρμογή των κανόνων (ii).
i) Συνολική αξιολόγηση
Οι απαιτήσεις σχετικά με τα κριτήρια και τον χρονικό ορίζοντα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μέτρηση των επιδόσεων για τους σκοπούς της χορήγησης μεταβλητών αποδοχών έχουν αξιολογηθεί θετικά από τους ενδιαφερομένους γενικότερα, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα οφέλη της συνδυαστικής εκτίμησης των ατομικών και των συλλογικών επιδόσεων, καθώς και χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών κριτηρίων. Εξάλλου, ενώ οι εποπτικές αρχές έχουν διαπιστώσει πρόοδο ως προς τήρηση των κανόνων, εξακολουθεί να υπάρχει περιθώριο για καλύτερη ενσωμάτωση στην αξιολόγηση των επιδόσεων κριτηρίων σταθμισμένων βάσει του κινδύνου.
Οι απαιτήσεις ως προς τη διακυβέρνηση σχεδιάστηκαν ώστε να διασφαλίζουν ότι τα συμβούλια των ιδρυμάτων έχουν τη συνολική ευθύνη και εποπτεία των γενικών αρχών της πολιτικής αποδοχών, ότι οι αρχές της διαχείρισης κινδύνων εντάσσονται στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών αποδοχών και ότι συστήνονται επιτροπές αποδοχών στα «σημαντικά» ιδρύματα. Σε γενικές γραμμές, οι εν λόγω κανόνες διακυβέρνησης έχουν αποτιμηθεί θετικά.
Οι απαιτήσεις που επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές αποδοχών τους αποσκοπούν στην αύξηση της διαφάνειας, κρίνεται δε ότι συμβάλλουν στην καλύτερη ευθυγράμμιση των αποδοχών με τις επιδόσεις των ιδρυμάτων και στη διευκόλυνση της εποπτείας.
Οι περιορισμοί που θέτει η ΟΚΑ στις εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές και τις αποζημιώσεις λόγω αποχώρησης φαίνεται να είναι αποτελεσματικοί: η χρήση τόσο των πριμ πρόσληψης όσο και των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, γεγονός που υποδηλώνει έναν καλύτερα πλαισιωμένο τρόπο χρήσης των εν λόγω μορφών αποδοχών, όπως επιδίωκε και η ΟΚΑ.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι από τη θέσπιση των κανόνων της ΟΚΑ III και εφεξής έχει αυξηθεί σημαντικά η χρήση αναβαλλόμενων αποδοχών (σε αντιδιαστολή προς τις άμεσα καταβαλλόμενες αποδοχές) και καταβολών σε μέσα (σε αντιδιαστολή προς τις καταβολές σε μετρητά).
Συνολικά, η αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών έχει αποτιμηθεί θετικά, ως συμβάλλουσα στη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ευθυγράμμισης των επιδιώξεων των μερών και την αποτροπή της υπέρμετρης ανάληψης κινδύνων. Αποτελεί βασικό μηχανισμό για την ευθυγράμμιση των μεταβλητών αποδοχών με τους μακροπρόθεσμους κινδύνους και τις επιδόσεις του ιδρύματος, μέσω της εφαρμογής ρυθμίσεων malus. Μάλιστα, έχει εκφραστεί και η άποψη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα ήταν σκόπιμη η καθιέρωση μακρότερου διαστήματος αναβολής, το οποίο να ευθυγραμμίζεται καλύτερα με τη διάρκεια των οικονομικών κύκλων.
Οι καταβολές σε μετοχές ή μέσα που συνδέονται με μετοχές καθιστούν δυνατή την ευθυγράμμιση των συμφερόντων του εντοπισμένου προσωπικού με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών του ιδρύματος. Σε συνδυασμό με περιόδους αναβολής της καταβολής μέρους των αποδοχών και πρόσθετες περιόδους διακράτησης, κατά τη διάρκεια των οποίων τα μέλη του προσωπικού δεν έχουν τη δυνατότητα ρευστοποίησης ή πώλησης των μέσων που τους έχουν καταβληθεί, η καταβολή σε μέσα που συνδέονται με μετοχές συμβάλλει στην καταπολέμηση ενδεχόμενων τάσεων βραχυπρόθεσμης προσέγγισης στις ενέργειες των εντοπισμένων μελών προσωπικού και διασφαλίζει την ευθυγράμμιση των αποδοχών τους με τους μακροπρόθεσμους κινδύνους και επιδόσεις του ιδρύματος. Περαιτέρω, η χρήση χρεωγράφων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ίδια μέσα για τη διάσωση του ιδρύματος σε περίπτωση που παραστεί σχετική ανάγκη συμβάλλει στη διασφάλιση της ευθυγράμμισης των αποδοχών τους με τα συμφέροντα των πιστωτών. Ωστόσο, τα στοιχεία μέχρι σήμερα δείχνουν ότι, στην πράξη, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο μετοχές ή μέσα που συνδέονται με μετοχές.
Η ΟΚΑ προβλέπει ότι οι μεταβλητές αποδοχές μπορούν να μειώνονται ή να ακυρώνονται μέσω ρυθμίσεων malus ή μέσω ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών. Σε γενικές γραμμές, τα εργαλεία αυτά έχουν αποτιμηθεί θετικά. Άλλωστε, ενώ αναγνωρίζεται ότι η ύπαρξη και μόνο των εν λόγω μηχανισμών εκ των υστέρων επέμβασης αποτρέπει έως έναν βαθμό την υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων, η πραγματική χρήση τους για τη μείωση ή την ακύρωση μεταβλητών αποδοχών παραμένει στην πράξη χαμηλή.
ii) Συγκεκριμένες ανησυχίες σχετικά με την ανάγκη για αναλογική εφαρμογή των κανόνων
Ενώ οι απαιτήσεις σχετικά με τη δομή και τον τρόπο καταβολής των μεταβλητών αποδοχών του προσωπικού θεωρούνται γενικά αποτελεσματικοί μηχανισμοί για τη σύνδεση των αποδοχών με τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις του ιδρύματος, πολλοί εκπρόσωποι του κλάδου και σχεδόν όλα τα κράτη μέλη και οι εποπτικές αρχές εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ανάγκη για αναλογική εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές, καθώς και προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που θα ενείχε μια ενιαία έναντι όλων και αδιαφοροποίητη προσέγγιση.
Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κατώτατα όρια ή κριτήρια η μη πλήρωση των οποίων οδηγεί σε απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης ορισμένων από τους κανόνες σχετικά με τις αποδοχές. Η πρακτική αυτή βασίστηκε στην εκ μέρους των εν λόγω κρατών μελών ερμηνεία της ρήτρας αναλογικότητας που περιλαμβάνεται στην ΟΚΑ και των κατευθυντήριων γραμμών που είχε εκδώσει η προκάτοχος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), στο πλαίσιο της ΟΚΑ III. Αυτού του είδους οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση εφαρμογής κανόνων καλούνται συχνά «απαλλαγές». Το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τόσο το είδος των ιδρυμάτων και τα μέλη του προσωπικού που μπορούν να επωφεληθούν από αυτές όσο και τους κανόνες σχετικά με τις αποδοχές τους οποίους αφορούν. Τα κατώτατα όρια ή κριτήρια που έχουν θεσπιστεί από κράτη μέλη σχετίζονται, για παράδειγμα, με το μέγεθος του ιδρύματος, το είδος των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και το επίπεδο των μεταβλητών αποδοχών του προσωπικού. Οι κανόνες για τους οποίους έχουν θεσπιστεί τέτοιες απαλλαγές είναι, κατά κύριο λόγο, οι απαιτήσεις για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα, καθώς και, σε ορισμένα κράτη μέλη (μετά τη θέσπιση της ΟΚΑ IV), τη μέγιστη αναλογία μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών για ορισμένες κατηγορίες ιδρυμάτων.
Όταν η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και η Επιτροπή επιβεβαίωσαν ότι οι απαλλαγές αυτές δεν είναι νόμιμες, εκφράστηκαν πέρυσι σοβαρές ανησυχίες από πολλούς εκπροσώπους του κλάδου και σχεδόν όλα τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές. Εξάλλου, η ΕΑΤ εξέδωσε πέρυσι γνώμη με την οποία συνιστούσε νομοθετική τροποποίηση της ΟΚΑ, η οποία θα επέτρεπε τη νόμιμη εξακολούθηση ορισμένων πρακτικών χορήγησης απαλλαγών. Ειδικότερα, η ΕΑΤ υποστήριξε την ενσωμάτωση στην ΟΚΑ της δυνατότητας χορήγησης απαλλαγής από την υποχρέωση εφαρμογής των κανόνων για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα για τα ιδρύματα που είναι μικρά και μη πολύπλοκα, καθώς και για το προσωπικό που λαμβάνει χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών.
Οι εκτιμήσεις της ΕΑΤ δείχνουν ότι οι απαιτήσεις για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα ενδέχεται πράγματι να είναι υπερβολικά δαπανηρές και επαχθείς για τα μικρά ιδρύματα και για το προσωπικό με χαμηλές μεταβλητές αποδοχές. Για τα μικρά ιδρύματα, το εφάπαξ κόστος για την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων εκτιμάται μεταξύ 100 000 και 500 000 ευρώ, ενώ το τρέχον κόστος μεταξύ 50 000 και 200 000 ευρώ ανά έτος. Το κόστος αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι τα μικρά ιδρύματα πρέπει να πραγματοποιήσουν σημαντικές επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους, συστήματα πληροφορικής και συμβουλευτικές υπηρεσίες, ενώ αρκετές φορές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην έκδοση κατάλληλων μέσων, συχνά λόγω του καταστατικού ή της ιδιοκτησιακής δομής τους. Για τα μεγάλα ιδρύματα, το εφάπαξ κόστος για την εφαρμογή των κανόνων στο προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών εκτιμάται μεταξύ 1 εκατ. ευρώ και 5 εκατ. ευρώ, ενώ το τρέχον κόστος μεταξύ 400 000 και 1,5 εκατ. ευρώ ανά έτος. Το κόστος αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι τα μεγάλα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν τους κανόνες στο σύνολο του εντοπισμένου προσωπικού τους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό προσώπων.
Επιπλέον, η αξιολόγηση από την Επιτροπή της αποτελεσματικότητας των εν λόγω κανόνων, βάσει των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τον κλάδο, τις εποπτικές αρχές και την ΕΑΤ, κατέδειξε ότι, εάν οι κανόνες για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα εφαρμόζονταν πράγματι και στα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και στο προσωπικό με μη ουσιώδες επίπεδο μεταβλητών αποδοχών, το γεγονός αυτό θα οδηγούσε πιθανότατα, σε πολλές περιπτώσεις, στην εξαφάνιση των μεταβλητών αποδοχών και, συνεπώς, της σύνδεσης μεταξύ των αποδοχών και των επιδόσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο στόχος της ευθυγράμμισης των αποδοχών με το προφίλ κινδύνου του εκάστοτε οικείου ιδρύματος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Στις περιπτώσεις των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων και του προσωπικού με μη ουσιώδη ποσά μεταβλητών αποδοχών, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των κανόνων για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα δεν είναι αποδοτική, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του ιδιαίτερου κόστους και της επιβάρυνσης που επιφέρουν οι κανόνες και, αφετέρου, της απουσίας σαφών επωφελών αποτελεσμάτων από την εφαρμογή τους. Δεδομένου, εντούτοις, ότι το ισχύον κείμενο της ΟΚΑ δεν επιτρέπει απαλλαγές από την υποχρέωση εφαρμογής των κανόνων για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και το προσωπικό με μη ουσιώδη επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, η Επιτροπή θα εξετάσει το ενδεχόμενο να προτείνει νομοθετική τροποποίηση που θα επιτρέπει τη χορήγηση ορισμένων απαλλαγών. Πριν από την υποβολή οποιασδήποτε τέτοιας πρότασης τροποποίησης της ΟΚΑ, θα διενεργηθεί εκτίμηση αντικτύπου. Εξάλλου, κάθε ευελιξία στην εφαρμογή των απαιτήσεων για αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και καταβολή σε μέσα που τυχόν θα προβλεφθεί θα πρέπει να είναι ορθά πλαισιωμένη και οριοθετημένη, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο καταστρατήγησής της ή υπερβολικά ελαστικής ερμηνείας των κανόνων και να διασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ΕΕ.
Ένα δεύτερο ζήτημα που εντοπίστηκε αφορά την υποχρέωση που υπέχουν τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν αποκλειστικά μετοχές (και όχι συνδεδεμένα με μετοχές μέσα) για την εκπλήρωση της υποχρέωσης καταβολής σε μέσα που προβλέπει η ΟΚΑ.
Η αξιολόγηση από την Επιτροπή των επιχειρημάτων που προέβαλαν εισηγμένα ιδρύματα και εποπτικές αρχές επιβεβαίωσε ότι υφίστανται εμπόδια στην επαναλαμβανόμενη χρήση μετοχών προς τον σκοπό της καταβολής μεταβλητών αποδοχών. Από την άλλη πλευρά, τα μέσα που συνδέονται με μετοχές είναι εξίσου αποτελεσματικά με τις μετοχές στην εναρμόνιση των συμφερόντων των μελών του προσωπικού με τα συμφέροντα των μετόχων και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία τους ακολουθεί στενά την αξία των μετοχών (χωρίς αποτέλεσμα μόχλευσης). Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει αποδεκτή η παροχή στα εισηγμένα ιδρύματα της δυνατότητας να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές υπό τους όρους αυτούς και η Επιτροπή θα εξετάσει το ενδεχόμενο να προτείνει νομοθετική τροποποίηση προς την εν λόγω κατεύθυνση, μετά τη διεξαγωγή σχετικής εκτίμησης αντικτύπου.
Δ.
Η μέγιστη αναλογία μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών
H ΟΚΑ IV καθόρισε μέγιστη αναλογία μεταξύ της μεταβλητής και της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών του εντοπισμένου προσωπικού. Οι μεταβλητές αποδοχές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις σταθερές αποδοχές ή, κατόπιν έγκρισης των μετόχων, το διπλάσιο των σταθερών αποδοχών. Το άρθρο 161 παράγραφος 2 της ΟΚΑ επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να υποβάλει έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας στην ανταγωνιστικότητα, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και το προσωπικό που εργάζεται σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εντός του ΕΟΧ.
Η παρούσα υποενότητα εξετάζει αρχικά ένα ζήτημα που αφορά την ορθή κατηγοριοποίηση των «σταθερών» και των «μεταβλητών» αποδοχών (i). Στη συνέχεια, εξετάζει τον συνολικό αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας στα πακέτα αποδοχών (ii). Ακολούθως, εξετάζει τα αποτελέσματα της μέγιστης αναλογίας στη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο των αποτελεσμάτων επί της ανάληψης κινδύνων και της συμπεριφοράς (iii) και στο επίπεδο των αποτελεσμάτων επί των παγίων εξόδων και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων (iv). Επιπλέον, εξετάζει τον αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και, ειδικότερα, στο επίπεδο της προσέλκυσης και της διατήρησης προσωπικού υψηλών προσόντων (v). Ολοκληρώνεται με την εξέταση του ερωτήματος του εάν ο κανόνας θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται στο προσωπικό που εργάζεται σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εντός του ΕΟΧ (vi).
Είναι ακόμη πολύ νωρίς για τεκμηριωμένη και πλήρη αξιολόγηση του αντικτύπου της μέγιστης αναλογίας, δεδομένου ότι ο κανόνας βρίσκεται σε ισχύ για μόλις ένα έτος της περιόδου την οποία καλύπτει η ανάλυση της παρούσας έκθεσης. Εξάλλου, κάποια κράτη μέλη απάλλαξαν ορισμένα ιδρύματα από την εφαρμογή της μέγιστης αναλογίας στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, ενώ κάποια ιδρύματα και μέλη προσωπικού απέφυγαν την εφαρμογή του κανόνα με τη χρήση ειδικών μηχανισμών καταβολής αποδοχών [των επιδομάτων θέσης που εξετάζονται στην παράγραφο i) κατωτέρω]. Περαιτέρω, η ανάλυση επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι εναρμονισμένοι κανόνες για τον εντοπισμό του συναφούς προσωπικού τέθηκαν σε ισχύ το 2014 και, κατά συνέπεια, τα στατιστικά στοιχεία των περιόδων πριν και μετά τη θέση της μέγιστης αναλογίας σε ισχύ (το 2014) αφορούν έναν κάπως διαφορετικό πληθυσμό προσωπικού.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι τα κατωτέρω αντικατοπτρίζουν τα πορίσματα της Επιτροπής μέχρι σήμερα και ότι βασίζονται μόνο στα περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα, δεδομένου του σύντομου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από τη θέση του κανόνα σε ισχύ και της περιορισμένης εμπειρίας από την εφαρμογή του.
i) Διάκριση μεταξύ «σταθερών» και «μεταβλητών» αποδοχών
Από την έναρξη ισχύος της ΟΚΑ IV, τα ιδρύματα άρχισαν να χρησιμοποιούν συχνά τα λεγόμενα επιδόματα θέσης, τα οποία αντιμετωπίζονταν ως σταθερές αποδοχές (με αποτέλεσμα να παρέχεται η δυνατότητα καταβολής υψηλότερων μεταβλητών αποδοχών). Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ΕΑΤ εξέτασε τη χρήση των εν λόγω επιδομάτων και διαπίστωσε ότι συχνά εσφαλμένα χαρακτηρίζονταν αυτά ως «σταθερές» αποδοχές. Εν τω μεταξύ, ύστερα από γνώμη που εξέδωσε η ΕΑΤ, όλα τα κράτη μέλη έχουν αναφέρει ότι έχουν λάβει μέτρα για τη διασφάλιση της ορθής κατηγοριοποίησης των εν λόγω επιδομάτων.
ii) Πώς επηρεάζει η μέγιστη αναλογία τα πακέτα αποδοχών;
Η μέγιστη αναλογία δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στο επίπεδο των αμοιβών, αλλά καθορίζει την αναλογία μεταξύ της μεταβλητής και της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών. Το ποσοστό του συνολικού προσωπικού που επηρεάζεται από τον εν λόγω κανόνα είναι περιορισμένο. Η μέγιστη αναλογία ισχύει μόνο για το εντοπισμένο προσωπικό, το οποίο το 2014 αντιστοιχούσε, κατά μέσο όρο, στο 2,34 % του συνολικού προσωπικού. Τα περισσότερα δε από τα μέλη του εν λόγω εντοπισμένου προσωπικού δεν λάμβαναν, πριν από τη θέσπισή της, μεταβλητές αποδοχές που να υπερβαίνουν τη μέγιστη αναλογία της ΟΚΑ.
Λαμβανομένων υπόψη των ευρωπαϊκών μέσων όρων, τα δεδομένα που συνέλεξε η ΕΑΤ δείχνουν ότι, ενώ οι μέσες σταθερές αποδοχές ανά μέλος εντοπισμένου προσωπικού έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, οι μέσες μεταβλητές αποδοχές έχουν μειωθεί. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι η σχετική βαρύτητα των μεταβλητών αποδοχών επί των συνολικών αποδοχών έχει μειωθεί. Ωστόσο, οι τάσεις αυτές είχαν εμφανιστεί ήδη αρκετά χρόνια πριν από τη θέσπιση της μέγιστης αναλογίας. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες πέραν της μέγιστης αναλογίας που μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα και τα μερίδια κατανομής μεταξύ των συνιστωσών των αποδοχών (π.χ. οι οικονομικές επιδόσεις, η κερδοφορία και οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας). Εξάλλου, αύξηση της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών έχει παρατηρηθεί και σε σειρά τρίτων χωρών (μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και ορισμένες ασιατικές χώρες).
Σε κάθε περίπτωση, τα συμπεράσματα αυτά έχουν εξαχθεί στη βάση μέσων όρων δεδομένων τα οποία έχουν συγκεντρωθεί, κατά κύριο λόγο, από μεγάλους τραπεζικούς ομίλους και πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η γενική στροφή προς τις σταθερές αποδοχές δεν μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μέγιστη αναλογία, είναι πιθανό ότι, σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, η μέγιστη αναλογία έχει οδηγήσει σε μετατόπιση από μεταβλητές σε σταθερές αποδοχές.
iii) Πώς επηρεάζει η μέγιστη αναλογία την ανάληψη κινδύνων και τη συμπεριφορά;
Η μέγιστη αναλογία θεσπίστηκε ως μέτρο αποτροπής ανεπιθύμητων συμπεριφορών, με στόχο τον περιορισμό των κινήτρων για υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων τα οποία εμπεριείχε το υψηλό επίπεδο μεταβλητών αποδοχών. Εντούτοις, κάποιοι εκπρόσωποι του κλάδου, ορισμένα κράτη μέλη και κάποιοι πανεπιστημιακοί πιστεύουν ότι η αυξημένη καταφυγή στις σταθερές αποδοχές μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευθυγράμμιση των κινήτρων του προσωπικού με τα συμφέροντα της επιχείρησης και της κοινωνίας.
Ο αντίκτυπος στην ατομική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων προσώπων είναι δύσκολο να μετρηθεί. Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι μεταξύ των ιδρυμάτων επικρατεί διχογνωμία ως προς τον αναμενόμενο αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας στη συμπεριφορά, ενώ εκφράστηκαν και απόψεις περί του ότι ο αντίκτυπος αυτός μπορεί να εξαρτάται και από το εκάστοτε πολιτισμικό υπόβαθρο. Τα ερωτηθέντα μέλη προσωπικού δεν φαίνεται να πιστεύουν ότι η αυξημένη αναλογία σταθερών αποδοχών είχε αντίκτυπο στα κίνητρά τους ή στην εκ μέρους τους ανάληψη κινδύνων (δεν τα ώθησε ούτε προς την κατεύθυνση της ανάληψης περισσότερων κινδύνων ούτε προς την κατεύθυνση της ανάληψης λιγότερων κινδύνων).
Έχουν διατυπωθεί επιχειρήματα περί του ότι η μέγιστη αναλογία θα περιορίσει το τμήμα των συνδεόμενων με τις επιδόσεις αποδοχών επί του οποίου μπορούν να εφαρμοστούν μηχανισμοί εναρμόνισης των αποδοχών με τον κίνδυνο, όπως είναι οι ρυθμίσεις για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών, οι ρυθμίσεις για την καταβολή σε μέσα, οι ρυθμίσεις malus και οι ρυθμίσεις για την επιστροφή αμοιβών. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μεταβλητές αποδοχές που μπορούν να χορηγηθούν εντός των ορίων που θέτει η μέγιστη αναλογία μπορούν να ανταποκριθούν σε ευρύτερη χρήση αυτών των μηχανισμών, ιδίως των ρυθμίσεων malus και των ρυθμίσεων για την επιστροφή αμοιβών [βλέπε ενότητα III.Γ i)].
Επιπλέον, οι μηχανισμοί εκ των υστέρων προσαρμογής, ακόμη και αν έχουν, έως έναν βαθμό, αποτρεπτικό αποτέλεσμα, δεν επαρκούν από μόνοι τους για τον μετριασμό των ανεπιθύμητων κινήτρων για την ανάληψη κινδύνων ή την αποτροπή παραπτωμάτων, δεδομένου ότι, κατ’ ουσίαν, εφαρμόζονται ως μέσο αντίδρασης σε περίπτωση επελθούσας ζημιάς.
Δεδομένου ότι η μέγιστη αναλογία θεσπίστηκε πρόσφατα και ότι η εμπειρία από την εφαρμογή της είναι περιορισμένη, είναι ακόμη υπερβολικά νωρίς για την εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων σχετικά με τον αντίκτυπό της στα κίνητρα που ενθαρρύνουν την υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων και τη διάπραξη παραπτωμάτων. Το γεγονός αυτό, εξάλλου, αναγνωρίζεται και από ορισμένες εποπτικές αρχές.
iv) Αντίκτυπος της μέγιστης αναλογίας στα πάγια έξοδα και στην κερδοφορία
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΑΤ, οι σταθερές αποδοχές του εντοπισμένου προσωπικού έχουν σχετικά χαμηλή σημασία για τα περισσότερα από τα εξετασθέντα ιδρύματα: αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 5 % των συνολικών διοικητικών δαπανών και το 1 % των ιδίων κεφαλαίων. Η ΕΑΤ διαπίστωσε επίσης ότι η αύξηση των παγίων εξόδων μεταξύ του 2013 και του 2014 ήταν πολύ χαμηλή για την πλειονότητα των ιδρυμάτων που εξετάστηκαν. Ομοίως, άλλες πηγές υποστήριξαν ότι ο αντίκτυπος στα πάγια έξοδα της μετατόπισης από τις μεταβλητές προς τις σταθερές αποδοχές δεν θα είναι ουσιώδης.
Σε κάθε περίπτωση, ο βαθμός κατά τον οποίο τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν τη συνολική βάση κόστους τους μέσω της μείωσης των μεταβλητών αποδοχών δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση της ΕΑΤ, το 2014, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε για μεταβλητές αποδοχές εντοπισμένου προσωπικού αντιπροσώπευε, στην πλειονότητα των ιδρυμάτων που εξετάστηκαν, μόλις το 1 % έως 2 % των συνολικών διοικητικών δαπανών. Εντούτοις, ο βαθμός κατά τον οποίο τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις μεταβλητές αποδοχές του εντοπισμένου προσωπικού για να μειώσουν τη βάση κόστους τους αυξήθηκε το 2014, λόγω της αύξησης του μεγέθους του εντοπισμένου προσωπικού.
Όσον αφορά τον αντίκτυπο της μέγιστης αναλογίας στην κερδοφορία των ιδρυμάτων, η ανάλυση της ΕΑΤ έδειξε ότι, μεταξύ του 2013 και του 2014, η κερδοφορία των ιδρυμάτων παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΑΤ, το 2014, το συνολικό κόστος των σταθερών αποδοχών εντοπισμένου προσωπικού ήταν, σε συγκεντρωτική βάση, σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με τα καθαρά κέρδη των ιδρυμάτων. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο αύξησης των σταθερών αποδοχών προτού αυτές ανέλθουν σε επίπεδο που θα έθετε σε κίνδυνο τη συνολική κερδοφορία των ιδρυμάτων.
Τέλος, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες διατάξεις σχετικά με τις αποδοχές (δηλαδή, με αυτές για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα), οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να επιφέρουν σημαντικό κόστος και επιβαρύνσεις εφαρμογής και συμμόρφωσης [όπως εξηγείται στην ενότητα III.Γ.ii)], ο κανόνας για τη μέγιστη αναλογία είναι απλός, η εφαρμογή του δεν συνδέεται με σημαντικές διοικητικές δαπάνες και είναι εύκολος στην εφαρμογή του.
Στο πρώιμο αυτό στάδιο, λαμβανομένου υπόψη ότι η μέγιστη αναλογία θεσπίστηκε πρόσφατα και ότι η εμπειρία από την εφαρμογή της είναι περιορισμένη, οι ισχυρισμοί ότι η μέγιστη αναλογία οδηγεί σε απώλεια κοστολογικής ευελιξίας, αυξημένη ευπάθεια των ιδρυμάτων έναντι των διακυμάνσεων των οικονομικών κύκλων και αρνητικές συνέπειες για τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και την κερδοφορία των ιδρυμάτων μπορούν να χαρακτηριστούν αβάσιμοι, ιδίως όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα.
v) Αντίκτυπος της μέγιστης αναλογίας στην ανταγωνιστικότητα
Έχουν διατυπωθεί ανησυχίες ότι η μέγιστη αναλογία θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα των ιδρυμάτων λόγω επιπτώσεών της στην ικανότητα των ιδρυμάτων να προσελκύουν και να διατηρούν προσωπικό υψηλών προσόντων σε σύγκριση με τις μη ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις (είτε του χρηματοπιστωτικού τομέα είτε άλλων τομέων στους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι δεξιότητες του εν λόγω προσωπικού). Ωστόσο, στην απόφαση υπαλλήλου να μετακινηθεί διαδραματίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, όπως η εργασιακή ασφάλεια, οι προοπτικές προαγωγής, η φήμη του τομέα, η φορολογία, η οικογένεια, η γλώσσα και οι συνθήκες διαβίωσης. Επιπλέον, το εάν ορισμένος υπάλληλος προτιμά να αμείβεται με μεταβλητές ή με σταθερές αποδοχές μπορεί να εξαρτάται, κατ’ ουσίαν, από προσωπικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες. Μέχρι στιγμής, πέραν των γενικόλογων και συχνά μάλλον θεωρητικών ισχυρισμών φορέων του κλάδου, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι η μέγιστη αναλογία έχει επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των ιδρυμάτων της ΕΕ στο επίπεδο της προσέλκυσης και της διατήρησης προσωπικού. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό ενδέχεται να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης μετά την απόκτηση περισσότερης εμπειρίας από την εφαρμογή του κανόνα.
vi) Προσωπικό που εργάζεται σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές
Ορισμένα ιδρύματα που εδρεύουν εντός του ΕΟΧ και τα οποία δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο ισχυρίστηκαν ότι δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν με τις τοπικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό για την προσέλκυση προσωπικού και ότι έχουν αυξηθεί οι αποχωρήσεις προσωπικού στις εγκαταστάσεις τους εκτός του ΕΟΧ. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να ποσοτικοποιήσουν τα εν λόγω προβαλλόμενα προβλήματά τους ούτε να δείξουν ότι αυτά οφείλονται στη μέγιστη αναλογία. Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί ότι οι διαφορές στους κανόνες μεταξύ των χωρών ενδέχεται να έχουν δυσχεράνει τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται διεθνώς στη θέσπιση στρατηγικών για τις αποδοχές οι οποίες να είναι συνεπείς και να ισχύουν για ολόκληρο τον οργανισμό τους, καθώς και ότι ενδέχεται να δημιουργούνται προβλήματα συμβατότητας με τα τοπικά καθεστώτα αποδοχών.
Ο λόγος για τον οποίο τα ιδρύματα που εδρεύουν εντός του ΕΟΧ και τα οποία δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο χρειάζεται να εφαρμόζουν τους κανόνες σχετικά με τις αποδοχές σε ενοποιημένη βάση, συμπεριλαμβανομένων των εγκατεστημένων εκτός του ΕΟΧ θυγατρικών τους, είναι ότι οι εν λόγω θυγατρικές μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην ευρωστία και τη σταθερότητα του ομίλου. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος να χρησιμοποιούνται οι εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές για την αποφυγή της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές. Το προσωπικό που εργάζεται σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές υποχρεούται σε συμμόρφωση προς τους κανόνες της ΟΚΑ σχετικά με τις αποδοχές μόνο εάν διαπιστώνεται ότι έχει ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του διεπόμενου από την ΟΚΑ ομίλου στον οποίο ανήκει. Ως εκ τούτου, πιθανολογείται ότι είναι περιορισμένος ο αριθμός των θιγόμενων γενικά μελών προσωπικού. Επιπλέον, η ΟΚΑ ορίζει ρητά ότι οι κανόνες δεν χρειάζεται να εφαρμόζονται αν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εφαρμογή τους είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.
Η αξιολόγηση του αντικτύπου που έχει η μέγιστη αναλογία στις εκτός ΕΟΧ χώρες τελεί, επί του παρόντος, υπό τους περιορισμούς που δημιουργεί η έλλειψη επαρκούς εμπειρίας από την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, δεν υπάρχουν, κατά το παρόν στάδιο, επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψη ότι η μέγιστη αναλογία θα πρέπει να παύσει να ισχύει για το εν λόγω προσωπικό.
IV.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η Επιτροπή διενήργησε επανεξέταση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που περιλαμβάνονται στην ΟΚΑ και τον ΚΚΑ, σε εκτέλεση της εντολής του άρθρου 161 παράγραφος 2 της ΟΚΑ και σύμφωνα με τις τρέχουσες εργασίες της αναφορικά με την πρόσκληση υποβολής στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Η διενεργηθείσα επανεξέταση οδηγεί σε θετική, σε μεγάλο βαθμό, αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τη διαχείριση των διαδικασιών που αφορούν τις αποδοχές, την αξιολόγηση των επιδόσεων, τη δημοσιοποίηση πληροφοριών και τον τρόπο καταβολής των μεταβλητών αποδοχών του εντοπισμένου προσωπικού, τους οποίους θέσπισε η ΟΚΑ III. Οι κανόνες αυτοί κρίνεται ότι συμβάλλουν στην επίτευξη των γενικών στόχων του περιορισμού της υπέρμετρης ανάληψης κινδύνων και της καλύτερης ευθυγράμμισης των αποδοχών με τις επιδόσεις, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Η επανεξέταση κατέδειξε, επίσης, ότι οι απαιτήσεις για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα δεν είναι αποδοτικές στην περίπτωση των μικρών και μη πολύπλοκων πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και στην περίπτωση του προσωπικού με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εκπονήσει μία εκτίμηση αντικτύπου η οποία θα εξετάσει εναλλακτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος, ιδίως το ενδεχόμενο εξαίρεσης των εν λόγω ιδρυμάτων και προσωπικού από τις συγκεκριμένες αυτές απαιτήσεις. Η εν λόγω εκτίμηση αντικτύπου θα εξετάσει, επιπλέον, το ενδεχόμενο να παρασχεθεί στα εισηγμένα ιδρύματα η δυνατότητα χρησιμοποίησης μέσων που συνδέονται με μετοχές για την εκπλήρωση της απαίτησης καταβολής σε μέσα που προβλέπεται από την ΟΚΑ. Η εκπόνηση της ανωτέρω εκτίμησης αντικτύπου θα αποτελέσει τμήμα του ευρύτερου έργου της προετοιμασίας της αναθεώρησης της ΟΚΑ και του ΚΚΑ, η οποία εξετάζεται επί του παρόντος.
Όσον αφορά τη μέγιστη αναλογία μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών που καθιέρωσε η ΟΚΑ IV, η επανεξέταση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να συναχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τον αντίκτυπο του εν λόγω κανόνα στην ανταγωνιστικότητα, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και το προσωπικό που εργάζεται σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές. Ως εκ τούτου, για να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα, απαιτείται ακόμη να αποκτήσουμε περισσότερη εμπειρία από την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα.