7.3.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 80/6


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

Lundbeck (AT.39226)

(2015/C 80/06)

I.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

1.

Η παρούσα υπόθεση αφορά τις συμφωνίες που συνήψε η φαρμακευτική εταιρεία αρχέτυπων φαρμάκων Lundbeck με τέσσερις φαρμακευτικές εταιρείες γενόσημων φαρμάκων, το 2002, για την παραγωγή και την πώληση του αντικαταθλιπτικού κιταλοπράμη.

2.

Η έρευνα της Επιτροπής άρχισε με βάση πληροφορίες που υπέβαλε η Αρχή Ανταγωνισμού της Δανίας τον Οκτώβριο του 2003. Η έρευνα διακόπηκε λόγω της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σχετικά με τον ανταγωνισμό στον φαρμακευτικό τομέα, η οποία διήρκεσε από τον Ιανουάριο του 2008 έως τον Ιούλιο 2009 (2).

3.

Τον Ιανουάριο του 2010, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά της Lundbeck, και τον Ιούλιο του 2012 κατά τεσσάρων ομίλων επιχειρήσεων γενόσημων φαρμάκων που συμμετείχαν στην παράβαση, όταν απέστειλε κοινοποίηση των αιτιάσεων.

II.   ΓΡΑΠΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Κοινοποίηση των αιτιάσεων

4.

Στις 24 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση των αιτιάσεων («ΚΑ») κατά των Lundbeck, Alpharma, A.L. Industrier, Arrow, Resolution Chemicals, GUK, Merck και της Ranbaxy (3) και εξέφρασε την προκαταρκτική άποψη ότι οι συμφωνίες διακανονισμού που συνήφθησαν μεταξύ της εταιρείας παραγωγής αρχέτυπων φαρμάκων και των εταιρειών παραγωγής γενόσημων φαρμάκων αποτελούν τις λεγόμενες συμφωνίες pay-for-delay (πληρωμή για την καθυστέρηση) και, ως εκ τούτου, οδηγούν εξ αντικειμένου σε περιορισμό του ανταγωνισμού διά της παραβιάσεως του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

2.   Πρόσβαση στον φάκελο

5.

Σε όλα τα μέρη χορηγήθηκε πρόσβαση στον φάκελο υπό μορφή DVD, τον Αύγουστο του 2012.

6.

Τον Σεπτέμβριο του 2012, η Alpharma, την οποία ακολούθησαν αργότερα άλλα μέρη, υπέβαλε εμπεριστατωμένη αίτηση για κοινολόγηση όλων των διαγραφέντων μερών των αποκαλούμενων εγγράφων Matrix του φακέλου της Επιτροπής. Για να ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα, η ΓΔ Ανταγωνισμού ζήτησε από τον πάροχο των εγγράφων Matrix, τη Lundbeck, να ζητήσει κοινολόγηση. Η επακόλουθη διαδικασία κοινολόγησης διήρκεσε μερικούς μήνες.

3.   Προθεσμία απάντησης στην κοινοποίηση των αιτιάσεων

7.

Η ΓΔ Ανταγωνισμού είχε αρχικά καθορίσει προθεσμία 10 εβδομάδων για τις απαντήσεις των μερών στην κοινοποίηση των αιτιάσεων η οποία είχε παραταθεί μία φορά κατά περίπου 3 εβδομάδες. Όταν η εταιρεία Alpharma ζήτησε νέα παράταση, με την αιτιολογία ότι επιθυμούσε να λάβει γνώση των εγγράφων Matrix πριν να απαντήσει στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, η ΓΔ Ανταγωνισμού χορήγησε περαιτέρω περιορισμένη παράταση, διευκρινίζοντας ότι θα ήταν η τελευταία. Ενημέρωσε δε τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι θα τους δινόταν η δυνατότητα να συμπληρώσουν τις απαντήσεις τους μόνο στην περίπτωση που τα έγγραφα Matrix καταστούν προσβάσιμα μετά τη λήξη της προθεσμίας. Οι Alpharma, Arrow, GUK και Merck, στη συνέχεια, επέμειναν για παράταση έως ότου λάβουν γνώση των εγγράφων που ήταν σε εκκρεμότητα.

8.

Μετά από την απόρριψη του αιτήματος αυτού από τη ΓΔ Ανταγωνισμού, τα τέσσερα μέρη παρέπεμψαν το ζήτημα της παράτασης της προθεσμίας για τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων σε μένα. Ισχυρίστηκαν ότι η παραβίαση του δικαιώματός τους υπεράσπισης θα προέκυπτε αν όφειλαν να απαντήσουν πριν αποκτήσουν πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, διότι τα έγγραφα Matrix περιείχαν πληροφορίες καθοριστικής σημασίας για την υπεράσπισή τους.

Αναστολή της προθεσμίας

9.

Πράγματι, τα μέρη, καταρχήν, δεν αναμένεται να απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων πριν τους δοθεί πλήρης πρόσβαση στον φάκελο και πριν διευθετηθούν όλα τα αιτήματά τους για περαιτέρω πρόσβαση. Για να προσδιοριστεί η σημασία των εγγράφων Matrix για την υπεράσπιση των μερών και για το κατά πόσον η προσέγγιση της ΓΔ Ανταγωνισμού να επιβάλει σταδιακή διαδικασία για τις απαντήσεις στην ΚΑ θα μπορούσαν, λόγω της σημασίας των εγγράφων Matrix για την υπεράσπιση των μερών, να γίνουν, κατ’ εξαίρεση, αποδεκτά χάριν της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας, ανέστειλα την προθεσμία που ορίστηκε από τη ΓΔ Ανταγωνισμού (4).

10.

Η αίτηση συμπληρωματικής πρόσβασης αφορούσε 29 έγγραφα (IDs) που αντιστοιχούσαν σε περίπου 4 000 διαγραφείσες σελίδες. Τα έγγραφα χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη Lagap στο ΗΒ και σε παράλληλες δίκες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αφορούσαν διαδικασίες παραγωγής, και συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων για παραβίαση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στις εγκαταστάσεις επιχείρησης με την επωνυμία Matrix. Οι διαγραφές έγιναν κατόπιν συναινετικής απόφασης του ΗΒ και αποφάσεων περί μη κοινολόγησης από άλλους εθνικούς δικαστές διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

11.

Κατόπιν πρωτοβουλίας μου, η ΓΔ Ανταγωνισμού κατάρτισε χρονοδιάγραμμα από κοινού με τη Lundbeck και τη Matrix, καθορίζοντας πότε τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη θα λάβουν πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα Matrix. Όλα τα έγγραφα του ΗΒ κατέστησαν στη συνέχεια διαθέσιμα λίγο πριν από τα τέλη του 2012 και τα έγγραφα που προέρχονται από τις παράλληλες ένδικες διαδικασίες ακολούθησαν έως τις 31 Ιανουαρίου 2013.

Παράταση της προθεσμίας

12.

Στις 18 Δεκεμβρίου 2012, αποφάσισα να χορηγήσω στα μέρη περαιτέρω παράταση της προθεσμίας για τις απαντήσεις τους στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Ως εκ τούτου, οι απαντήσεις τους έπρεπε να υποβληθούν αφού τους είχε ήδη δοθεί η δυνατότητα να λάβουν γνώση όλων των εγγράφων Matrix που αφορούν τη δίκη στο ΗΒ, αλλά πριν καταστούν προσβάσιμα τα έγγραφα που σχετίζονταν με άλλες παράλληλες δίκες, δηλαδή, στο διάστημα μεταξύ 9ης και 14ης Ιανουαρίου 2013.

13.

Έλαβα την απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το δικαίωμα ακρόασης των μερών όσο και το δημόσιο συμφέρον για την αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας. Κατά τη γνώμη μου, τα έγγραφα Matrix που αφορούν τη δίκη στο ΗΒ θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την υπεράσπιση των μερών αλλά όχι «κρίσιμη» όπως ισχυρίσθηκαν ορισμένα μέρη. Αντίθετα, τα έγγραφα Matrix σχετικά με παράλληλες δίκες προσέθεσαν λίγες πληροφορίες επιπλέον εκείνων που περιέχονταν ήδη στα έγγραφα που προέρχονταν από τη δίκη στο ΗΒ. Αποφάνθηκα, κατά συνέπεια, ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων μερών θα διασφαλίζονταν, εάν τους δινόταν η ευκαιρία να λάβουν γνώση των εγγράφων που προέρχονταν από τη δίκη στο ΗΒ, πριν να απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Έλαβα επίσης υπόψη το γεγονός ότι η ΓΔ Ανταγωνισμού είχε προτείνει στα μέρη τη δυνατότητα να συμπληρώσουν τις απαντήσεις τους σε περίπτωση που το επιθυμούσαν όταν τους είχε ήδη δοθεί πλήρης πρόσβαση στα έγγραφα Matrix. Και τα τέσσερα μέρη υπέβαλαν τις απαντήσεις τους εγκαίρως και κανένα δεν έκανε χρήση του δικαιώματός του να τα συμπληρώσει βάσει των εγγράφων Matrix τα οποία κατέστησαν προσβάσιμα μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας.

14.

Δεδομένου ότι κανένα από τα μέρη δεν επανήλθε σε μένα σχετικά με τα έγγραφα Matrix, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο ζήτημα έχει διευθετηθεί.

4.   Διαδικαστικές αξιώσεις που εγείρονται στις απαντήσεις στην κοινοποίηση των αιτιάσεων

15.

Οι Alpharma, Arrow, GUK, Lundbeck και Merck ήγειραν ορισμένες διαδικαστικές αξιώσεις στις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αλλά το έπραξαν μόνο έναντι της ΓΔ Ανταγωνισμού. Όσον αφορά τα δικαιώματα υπεράσπισης, οι Alpharma, GUK και Merck ισχυρίστηκαν ότι λόγω της υπερβολικής διάρκειας της έρευνας που πραγματοποίησε η Επιτροπή παραβιάστηκαν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους (5). Σε κάθε περίπτωση, ισχυρίστηκαν ότι η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολικά χρονοβόρα και η Επιτροπή θα πρέπει να εξάγει τα κατάλληλα συμπεράσματα από το γεγονός αυτό. Στη συνέχεια θα αναλύσω τα δύο μέρη της αξίωσης.

16.

Το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ενεργήσουν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων συνθηκών της κάθε υπόθεσης. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστούν το πλαίσιο, τα διάφορα στάδια της διαδικασίας που ακολούθησε η Επιτροπή, η συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης (6).

17.

Με βάση τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, τόσο το πλαίσιο της υπόθεσης, η πολυπλοκότητά της, οι διάφορες διαδικαστικές φάσεις όπως περιγράφονται στην κοινοποίηση των αιτιάσεων όσο βεβαίως και η συμπεριφορά των μερών δεν φαίνεται να δικαιολογούν τη σημαντική διάρκεια της διαδικασίας 8 ετών και 9 μηνών που υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ξεκίνησε την έρευνα μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η κοινοποίηση των αιτιάσεων απεστάλη.

18.

Εάν υποτεθεί ότι αποδειχθεί πως η διοικητική διαδικασία ήταν αδικαιολόγητα χρονοβόρα, στην Επιτροπή θα απαγορευθεί μόνο η επιβολή προστίμων, εφόσον τα μέρη μπορέσουν να αποδείξουν ότι η παράλειψη της Επιτροπής να διενεργήσει τη διοικητική διαδικασία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι δυνατό να θέσει πραγματικά σε κίνδυνο ή να θίξει τα δικαιώματα υπεράσπισής τους (7). Το βάρος της αποδείξεως βαρύνει τα μέρη τα οποία πρέπει να υποβάλουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία.

19.

Μετά την εξέταση των υποβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα μέρη δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι λόγω της υπερβολικής διάρκειας της έρευνας παραβιάστηκαν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους. Σε απάντηση στον εμπεριστατωμένο ισχυρισμό της Alpharma, σημειώνω ότι αποτελεί ευθύνη του μέρους κατά κύριο λόγο να εξασφαλίσει ότι ούτε η πάροδος του χρόνου ούτε η πώληση της επιχείρησης που ενέχεται στην πιθανολογούμενη παράβαση προκαλεί την, κατ’ ισχυρισμό, δυσκολία ή αδυναμία να προσκομίσει όλα τα τυχόν υπάρχοντα απαλλακτικά στοιχεία. Οι επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση, σύμφωνα με τη νομολογία, να διασφαλίζουν την ορθή τήρηση μητρώων στα βιβλία ή στους φακέλους τους, πράγμα που επιτρέπει την αναζήτηση λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους, ώστε να καταστούν διαθέσιμα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία σε περίπτωση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει ακόμη και όταν η εξεταζόμενη επιχείρηση έχει πωληθεί αρκετό καιρό πριν από την έναρξη της έρευνας (8). Παρόμοια υποχρέωση υφίσταται όσον αφορά την πρόσβαση σε πρώην υπαλλήλους. Επιπλέον, φαίνεται ότι η εταιρεία Alpharma δεν ανέφερε με την ακρίβεια που απαιτείται από τη νομολογία (9), τη φύση και την έκταση των απαλλακτικών στοιχείων τα οποία έχουν, κατ’ ισχυρισμόν, απωλεσθεί λόγω της παρόδου του χρόνου.

20.

Το συμπέρασμά μου ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων μερών δεν έχουν παραβιαστεί δεν σημαίνει ότι η σημαντική χρονική διάρκεια της έρευνας δεν έχει επιπτώσεις σε όλους. Με βάση το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης και σύμφωνα με τη νομολογία (10), θεωρώ ότι το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ήταν αδικαιολόγητα χρονοβόρο. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των προστίμων.

5.   Πρόσβαση στις απαντήσεις άλλων μερών

21.

Η ΓΔ ανταγωνισμού χορήγησε σε όλα τα μέρη πρόσβαση σε αντίγραφο της μη εμπιστευτικής εκδοχής των απαντήσεων των άλλων μερών στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Στα μέρη δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους γραπτώς πριν από την ακρόαση. Οι Alpharma, Lundbeck και Ranbaxy υπέβαλαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις πριν από την ακρόαση, ενώ η A.L. Industrier το έπραξε στη συνέχεια.

III.   ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

22.

Όλα τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία, με εξαίρεση την Resolution Chemicals, άσκησαν το δικαίωμα ακρόασής τους, ακρόαση η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 και 15 Μαρτίου 2013.

IV.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΚΡΟΑΣΗ

1.   Επιστολή των πραγματικών περιστατικών

23.

Στις 12 Απριλίου 2013, η Επιτροπή απηύθυνε επιστολή των πραγματικών περιστατικών (εφεξής «ΕΠΠ») στις Alpharma, Arrow, GUK, Lundbeck και Ranbaxy. Άλλη ΕΠΠ απεστάλη στη Merck πρώην μητρική εταιρεία της GUK και στην A.L. Industrier πρώην μητρική εταιρεία της Alpharma, στις 6 Μαΐου 2013. Όλα τα μέρη είχαν προθεσμία 10 ημερολογιακών ημερών για να απαντήσουν.

2.   Παράταση της προθεσμίας

24.

Μετά την παραλαβή της ΕΠΠ, οι Alpharma, Arrow, GUK και Lundbeck υπέβαλαν αίτηση καταρχάς στη ΓΔ Ανταγωνισμού και, μετά την απόρριψη της αίτησής τους, σε μένα για παράταση της προθεσμίας για την απάντησή τους στην ΕΠΠ.

25.

Η GUK ζήτησε να αναστείλω την προθεσμία για την απάντηση στην ΕΠΠ έως ότου εκδώσω απόφαση όσον αφορά τους ισχυρισμούς τους ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εκδώσει συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων όσον αφορά ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην ΕΠΠ και μια νέα ΕΠΠ για διασαφήνιση της προβλεπόμενης χρήσης κάποιων αποδεικτικών στοιχείων (βλέπε τμήμα IV.4. κατωτέρω).

26.

Επισημαίνω ότι ενώ βάσει των όρων αναφοράς μπορώ να εξετάσω τις αιτήσεις αποζημίωσης που υποβλήθηκαν από τη GUK και τα άλλα μέρη, δεν έχω τη δυνατότητα να εκδώσω απόφαση για κανένα από τα δύο ζητήματα. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι δεν μπορώ να αναστείλω την προθεσμία.

27.

Και τα τέσσερα μέρη έλαβαν παράταση διαφορετικής διάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους. Όλα τα μέρη υπέβαλαν απαντήσεις εντός των αντίστοιχων προθεσμιών.

3.   Πρόσβαση στις απαντήσεις άλλων μερών

28.

Η ΓΔ ανταγωνισμού χορήγησε σε όλα τα μέρη πρόσβαση σε αντίγραφο της μη εμπιστευτικής εκδοχής των απαντήσεων των άλλων μερών στην ΕΠΠ και τους έδωσε τη δυνατότητα να τις σχολιάσουν. Μόνο η Lundbeck υπέβαλε παρατηρήσεις.

4.   Διαδικαστικές αξιώσεις σχετικά με την επιστολή των πραγματικών περιστατικών

29.

Οι Arrow, GUK και Lundbeck ήγειραν δύο διαδικαστικές αξιώσεις σε σχέση με την ΕΠΠ. Μετά την απόρριψη των καταγγελιών αυτών από τη ΓΔ Ανταγωνισμού τα μέρη παρέπεμψαν τα ζητήματα σε μένα για επανεξέταση.

Είναι αναγκαία η συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων;

30.

Πρώτα από όλα, σε σχέση με ένα σύνολο 10 σημείων επί 62 της ΕΠΠ, τα τρία μέρη ισχυρίστηκαν ότι τα νέα αποδεικτικά στοιχεία και η χρήση για την οποία προορίζονται, όπως ανέφερε η Επιτροπή, δεν περιοριζόταν απλώς σε επιβεβαιωτικές αιτιάσεις της κοινοποίησης των αιτιάσεων. Αντίθετα, τα μέρη αυτά υποστήριξαν ότι με τα εν λόγω ζητήματα η Επιτροπή προέβαινε σε ουσιαστική αναδιατύπωση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, με τη διατύπωση πρόσθετων αιτιάσεων ή την τροποποίηση της εγγενούς φύσης της παράβασης. Για τον λόγο αυτό, τα μέρη αμφισβήτησαν κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να κοινοποιούνται σε μία ΕΠΠ και δεν απαιτείται η έκδοση συμπληρωματικής κοινοποίησης των αιτιάσεων, αν η Επιτροπή είχε την πρόθεση να την επικαλεστεί.

31.

Μια συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων απαιτείται όταν η Επιτροπή εγείρει συμπληρωματικές αιτιάσεις ή αλλοιώνει την εγγενή φύση των αιτιάσεων (11), ενώ μια ΕΠΠ αρκεί όταν εισάγει νέα αποδεικτικά στοιχεία, όταν αυτά θεωρηθούν χρήσιμα για να ενισχύσουν τις αιτιάσεις που ήδη περιέχονται στην κοινοποίηση των αιτιάσεων (12). Η τελευταία μορφή είναι πλήρως συμβατή με τα δικαιώματα υπεράσπισης, ιδίως όταν εφαρμόζεται προκειμένου να ανασκευαστούν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (13).

32.

Αφού ανέλυσα τα 10 σημεία της ΕΠΠ για τα οποία τα μέρη υποστήριξαν ότι απαιτείτο συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων, δεν κρίνω ότι οποιοδήποτε από τα σημεία αυτά εγείρει πρόσθετες αιτιάσεις ή αλλοιώνει τη φύση των υφιστάμενων αιτιάσεων. Τα σημεία αυτά, όπως και τα λοιπά σημεία της ΕΠΠ, εισάγονται σε μεγάλο βαθμό σε απάντηση στις παρατηρήσεις των μερών στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Ενδεχομένως, ορισμένοι από τους ισχυρισμούς ενδέχεται να έχουν προκληθεί από κακή ένδειξη της χρήσης για την οποία προορίζονται τα νέα αποδεικτικά στοιχεία (βλέπε κατωτέρω). Σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή νέων ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων, ακόμη και αν εν μέρει διαφορετικής φύσης, όπως τα ήδη προσκομισθέντα στοιχεία, δεν καθιστά απαραίτητη μια συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των μερών δεν έχουν παραβιαστεί από την εισαγωγή των 10 σημείων της ΕΠΠ όπως απαίτησαν τα μέρη.

Είναι η επιστολή των πραγματικών περιστατικών ασαφής;

33.

Δεύτερον, σε ό, τι αφορά ένα σύνολο 23 σημείων επί 62 της ΕΠΠ, τα τρία μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ΕΠΠ είναι ασαφής, διφορούμενη ή πολύ συνοπτική όσον αφορά τη χρήση που η Επιτροπή προτίθεται να κάνει ορισμένων από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία. Τα σημεία αυτά επικαλύπτονται εν μέρει με τα 10 σημεία για τα οποία τα μέρη ζήτησαν την έκδοση συμπληρωματικής κοινοποίησης των αιτιάσεων.

34.

Ειδικότερα, τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η σχέση ανάμεσα στα αποδεικτικά στοιχεία και στις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων δεν είναι σαφής. Υποστηρίζουν ότι η εικαζόμενη έλλειψη σαφήνειας θα μπορούσε να περιορίσει τη δυνατότητα υπεράσπισής τους.

35.

Για να είναι σε θέση οι αποδέκτες να εκφράσουν τις απόψεις τους αποτελεσματικά σχετικά με τα νέα στοιχεία, η ΕΠΠ πρέπει να παραπέμπει στην παράγραφο της κοινοποίησης των αιτιάσεων στην οποία αναφέρεται και να εξηγήσει τη σημασία των νέων αποδεικτικών στοιχείων για τις αιτιάσεις που ήδη έχουν κοινοποιηθεί (14).

36.

Μολονότι συμφωνώ ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε εξηγήσει καλύτερα τη χρήση που προτίθεται να κάνει των νέων αποδεικτικών στοιχείων, δεν θεωρώ ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των μερών έχουν καταπατηθεί.

37.

Πρώτον, εκτός από μία περίπτωση, για κάθε νέο αποδεικτικό στοιχείο η ΕΠΠ παραπέμπει σε παράγραφο ή τμήμα της κοινοποίησης των αιτιάσεων και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να το χρησιμοποιήσει.

38.

Δεύτερον, σε μία περίπτωση όπου η ΕΠΠ δεν παραπέμπει σε ένα σημείο της κοινοποίησης των αιτιάσεων, καθώς και για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προβλεπόμενη χρήση των νέων στοιχείων είναι κατ’ ισχυρισμό ασαφής, είναι δυνατόν να συναχθεί εύλογα από το περιεχόμενο τόσο της ΕΠΠ όσο και της κοινοποίησης των αιτιάσεων η συνάφεια με τα νέα στοιχεία μιας συγκεκριμένης αιτίασης (15).

39.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τις απαντήσεις των μερών στην ΕΠΠ. Αυτές δείχνουν ότι τα μέρη ήταν σε θέση να κατανοήσουν ή, τουλάχιστον, να συνάγουν εύλογα για καθένα από τα 23 σημεία τη σημασία των νέων αποδεικτικών στοιχείων για τις αιτιάσεις εναντίον τους. Όσον αφορά αυτό το σημείο, επισημαίνω ότι στην περίπτωση που ένα μέρος δεν απαντήσει σε ένα, κατά τους ισχυρισμούς, ασαφές σημείο, το ίδιο σημείο έχει αντιμετωπιστεί τουλάχιστον από ένα άλλο μέρος και το εν λόγω μέρος έχει προσδιορίσει ορθώς τη σχέση ανάμεσα στα νέα αποδεικτικά στοιχεία και την αιτίαση στην οποία αναφέρεται.

40.

Όταν σε μια περίπτωση, ένα μέρος ανταποκρίνεται με παραπομπή σε άλλη αιτίαση στην οποία αντιδρά το άλλο μέρος, πιθανότατα έχει άλλους λόγους από την κατά τους ισχυρισμούς έλλειψη σαφήνειας της ΕΠΠ.

41.

Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα επικριθέντα σημεία της ΕΠΠ δεν έχουν επηρεάσει την ικανότητα των μερών να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους και ότι η προβαλλόμενη ανεπάρκεια δεν έχει επηρεάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας.

5.   Άλλες διαδικαστικές αξιώσεις σχετικά με την επιστολή των πραγματικών περιστατικών

Lundbeck

42.

Στις 22 Μαΐου 2013, περίπου ένα μήνα μετά την απάντηση στην ΕΠΠ, η Lundbeck υπέβαλε σε εμένα περαιτέρω πληροφορίες, ισχυριζόμενη ότι η ΕΠΠ είχε υπονομεύσει τα δικαιώματα δέουσας διαδικασίας και υπεράσπισής της. Μολονότι η Lundbeck επανέλαβε τα επιχειρήματα που ήδη εξετάστηκαν παραπάνω, ήγειρε επίσης δύο νέες αξιώσεις (16).

43.

Πρώτον, η Lundbeck υποστήριξε ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να διεξάγει τη διαδικασία κατά τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό. Η Επιτροπή κατά τη Lundbeck αγνόησε αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις απόψεις της Lundbeck, καθώς και τις γενικές απόψεις και λαμβάνει κατά κυριολεξία αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία φαίνεται να βοηθούν στην υπόθεσή της επιφανειακά. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, η ΕΠΠ θα καθιστούσε ξανά σαφές ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο με ακριβή, αντικειμενικό και ανόθευτο τρόπο, παρέλειψε να λάβει υπόψη το σύνολο των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρήσεων της Lundbeck, και δεν απέκλεισε αμφισβητούμενα ή αλλιώς ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

44.

Μετά από ενδελεχή επανεξέταση των επιχειρημάτων, χωρίς να προδικάζεται το βάσιμο των ουσιαστικών σημείων που προβάλλει η Lundbeck, φρονώ ότι ο ισχυρισμός της ήταν αβάσιμος. Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το καθήκον να εξετάζονται προσεκτικά και αμερόληπτα όλες οι σχετικές πτυχές της συγκεκριμένης υπόθεσης (17). Ωστόσο, δεν αποτελεί ένδειξη μεροληψίας τόσο το ό,τι η Επιτροπή δεν δέχεται τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τα μέρη όσο και η σταθερά διαφορετική ερμηνεία των συναφών αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, η ΕΠΠ απλώς παρέχει νέα περιστατικά. Δεν εξετάζει τα επιχειρήματα ούτε εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλαν τα μέρη σε απάντηση στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Αυτό θα πρέπει να γίνει στην πλήρως αιτιολογημένη τελική απόφαση. Φαίνεται, ως εκ τούτου, ότι είναι ακατάλληλη η αξιολόγηση της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας της διαδικασίας της Επιτροπής στη βάση αυτή. Ωστόσο, ακόμη και αν η κοινοποίηση των αιτιάσεων και οι δηλώσεις της Επιτροπής στο πλαίσιο της ακρόασης ελήφθησαν υπόψη, δεν θεωρώ ότι ο ισχυρισμός της Lundbeck είναι δικαιολογημένος.

45.

Δεύτερον, η Lundbeck υποστήριξε ότι το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της Ευρωπαϊκής σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει παραβιαστεί, διότι η ΕΠΠ βασίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται από ένα τρίτο μέρος, το οποίο δεν είναι μέρος της διαδικασίας, και δεν δίνει τη δυνατότητα στη Lundbeck να εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση αυτό το τρίτο μέρος και το αληθές των δηλώσεών του.

46.

Θεωρώ και τον εν λόγω ισχυρισμό αβάσιμο. Στη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα να εξετάζουν κατ’ αντιπαράσταση τρίτα μέρη σχετικά με τις δηλώσεις τους στην Επιτροπή. Τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων μερών τηρούνται εάν οι δηλώσεις που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή καταχωρίζονται στον φάκελο, είναι προσβάσιμες στα μέρη, και μπορεί, έπειτα από τελική απόφαση να προσβληθούν ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (18). Επρόκειτο περί αυτού στην προκειμένη περίπτωση. Στη Lundbeck είχε δοθεί πρόσβαση στην εν λόγω δήλωση πριν από την ακρόαση, καθώς και η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά.

47.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Lundbeck έθεσε το ζήτημα αυτό σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Εάν η Lundbeck έκρινε ότι ήταν σημαντικό για την υπεράσπισή της να δεχθεί σε ακρόαση το τρίτο πρόσωπο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε να είχε προτείνει στην Επιτροπή να καλέσει το τρίτο μέρος στην ακρόαση ή να οργανώσει τριμερή συνεδρίαση, όπως αναφέρεται στις βέλτιστες πρακτικές (19). Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου η Lundbeck δεν έκανε σχετικές προτάσεις.

48.

Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμώ ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης της Lundbeck δεν έχουν παραβιαστεί.

Alpharma

49.

Στις 3 Ιουνίου 2013, πέντε εβδομάδες μετά την απάντησή της στην ΕΠΠ, έλαβα επιστολή από την Alpharma στην οποία έθιγε τρία κύρια ζητήματα (20).

50.

Πρώτον, το μέρος ισχυρίστηκε ότι είναι πιθανόν η Επιτροπή να τροποποιήσει σημαντικά στην τελική της απόφαση τα πορίσματα που αφορούν την Alpharma για τρεις τουλάχιστον πτυχές, δηλαδή, στον δυνητικό ανταγωνισμό, την αξία που μεταβιβάζεται και το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της υπόθεσης. Η Alpharma ζήτησε από την Επιτροπή να της παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τα αναθεωρημένα πορίσματα πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης.

51.

Ανέλυσα προσεκτικά το σχέδιο απόφασης ενόψει της απαίτησης της Alpharma και τα τρία παραδείγματα που παρέχονται. Δεν κρίνω ότι το σχέδιο απόφασης μεταβάλλει τις αιτιάσεις ή εισάγει νέα αποδεικτικά στοιχεία για τα οποία στο μέρος δεν έχει δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις είτε μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων ή, στη συνέχεια, μετά την ΕΠΠ. Η απόρριψη από τη ΓΔ Ανταγωνισμού του αιτήματος της Alpharma, συνεπώς, δεν παραβιάζει το δικαίωμα ακρόασης του μέρους.

52.

Δεύτερον, η Alpharma ισχυρίζεται ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων δεν είναι πλέον ορθή όσον αφορά πέντε προκαταρκτικά πορίσματα σχετικά με την ίδια: το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της υπόθεσης, ο σύνδεσμος μεταξύ της πληρωμής και των φραγμών εισόδου, το ποσό της αξίας μεταβίβασης, ο δυνητικός ανταγωνισμός και το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας διακανονισμού. Η κοινοποίηση των αιτιάσεων βασίζεται, κατά τους ισχυρισμούς, σε υποθέσεις όσον αφορά τα εν λόγω πέντε πορίσματα που ακολούθως αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Σύμφωνα με την Alpharma, οι εν λόγω ελλείψεις δεν έχουν αποκατασταθεί με την ΕΠΠ. Το έγγραφο μάλλον εισάγει νέα πραγματικά περιστατικά που συγκρούονται με αυτά που διατυπώνονται στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Αντιμέτωπη με τέτοια σύγχυση και αντιφατικό φάσμα στοιχείων και ισχυρισμών, η Alpharma καταγγέλλει ότι η Επιτροπή απέτυχε να εξηγήσει ποια από τα πραγματικά περιστατικά πιστεύει ότι είναι ορθά, καθιστώντας δύσκολο να κατανοηθεί σε ποια αποδεικτικά στοιχεία σκοπεύει να βασιστεί η Επιτροπή και ποιους ισχυρισμούς προβάλλει κατά της Alpharma. Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο για την ίδια να υπερασπισθεί εαυτήν σωστά. Στη βάση αυτή, η εταιρεία Alpharma μου ζήτησε να συστήσω στην Επιτροπή να εκδώσει συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων ή να παράσχει διευκρίνηση που να αναφέρει σαφώς τις αιτιάσεις έναντί της, καθώς και τα στοιχεία για την τεκμηρίωση των εν λόγω αιτιάσεων πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης.

53.

Επανεξέτασα διεξοδικά και αυτό το διαδικαστικό ζήτημα, αφήνοντας κατά μέρος τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς που πραγματοποίησε η Alpharma. Ωστόσο, δεν κρίνω βάσιμο το αίτημά της.

54.

Το μέρος έχει ήδη λάβει απάντηση για την ερώτηση σχετικά με το ποια πραγματικά περιστατικά, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι ορθά. Αφού είχε εγείρει το ίδιο ζήτημα με τη ΓΔ Ανταγωνισμού, η Alpharma έλαβε την απάντηση πως η Επιτροπή πιστεύει πως τα νέα πραγματικά περιστατικά στην ΕΠΠ είναι ορθά. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ως προς αυτό ότι η μεγάλη πλειονότητα των νέων γεγονότων που έχουν περιληφθεί στην ΕΠΠ σχετικά με την Alpharma παρασχέθηκαν από την ίδια μετά την έκδοση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, μολονότι η ΓΔ Ανταγωνισμού είχε ήδη αποστείλει αίτημα παροχής πληροφοριών, τον Μάρτιο του 2011.

55.

Επιπλέον, η ΕΠΠ που έλαβε το μέρος αναφέρει για κάθε νέο περιστατικό ποιο τμήμα της κοινοποίησης αιτιάσεων αφορά και τη σημασία του για την αιτίαση. Επομένως, στην Alpharma δόθηκε η δυνατότητα να σχολιάσει τα νέα αποδεικτικά στοιχεία και τη σημασία τους για τις αιτιάσεις. Σε αντίθεση με ό, τι η Alpharma φαίνεται να εννοεί, η Επιτροπή δεν έχει καμία υποχρέωση να αναφέρει στην ΕΠΠ ή στη συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων ποια από τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αρχικά είχαν περιληφθεί στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, κρίνει ότι δεν είναι πλέον ορθά, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που διαπιστώθηκαν στη συνέχεια. Ούτε έχει η Επιτροπή την υποχρέωση να παράσχει νομική αξιολόγηση των νέων στοιχείων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υποχρεούται παρά να εκδώσει συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων όποτε επιθυμεί να τροποποιήσει υφιστάμενες αιτιάσεις. Επομένως, θεωρώ ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης της Alpharma δεν έχουν παραβιασθεί.

56.

Τέλος, οι όροι αναφοράς δεν εξουσιοδοτούν τον σύμβουλο ακροάσεων να συστήσει επίσημα στην Επιτροπή την αποσαφήνιση ορισμένων αιτιάσεων ή την ερμηνεία ορισμένων γεγονότων που υποστηρίζουν τις εν λόγω αιτιάσεις, προς όφελος ενός μέρους, όπως φαίνεται να υποθέτει η Alpharma.

57.

Τρίτον, αν και μόνο όσον αφορά ένα σημείο, η Alpharma ισχυρίστηκε επίσης ότι η ΕΠΠ δεν διευκρινίζει ικανοποιητικά τη χρήση που η Επιτροπή επιφυλάσσει για τα νέα πραγματικά περιστατικά. Κρίνω ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του μέρους δεν έχουν παραβιαστεί και παραπέμπω στην ανάλυσή μου παρόμοιων απαιτήσεων που προέβαλαν άλλα μέρη στην παρούσα διαδικασία στο τμήμα IV.4. ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση της Alpharma στην ΕΠΠ αποδεικνύει ότι το μέρος ήταν σε θέση να κατανοήσει την ΕΠΠ.

58.

Τέλος, η Alpharma επεσήμανε την υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Στο θέμα αυτό, αναφέρομαι επίσης στην ανάλυσή μου παρόμοιων απαιτήσεων στο τμήμα II. 4. ανωτέρω.

V.   ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

59.

Κατά την άποψή μου, το σχέδιο απόφασης αφορά μόνον αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες έχει δοθεί στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

60.

Συνολικά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά τα διαδικαστικά τους δικαιώματα στην παρούσα υπόθεση.

Βρυξέλλες, 17 Ιουνίου 2013.

Michael ALBERS


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 της απόφασης του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 29). («απόφαση 2011/695/ΕΕ»).

(2)  http://ec.europa.eu/competition/sectors/pharmaceuticals/inquiry/

(3)  H. Lundbeck A/S και Lundbeck Limited, Xellia Pharmaceuticals ApS και Alpharma LLC (με σημερινή επωνυμία Zoetis Products LLC) (εφεξής «Alpharma»), A.L. Industrier AS, Arrow Generics Limited και Arrow Group ApS (εφεξής «Arrow»), Resolution Chemicals Limited, Generics [ΗΒ] Limited, Merck KGaA, και Ranbaxy (ΗΒ) Limited και Ranbaxy Laboratories Limited (εφεξής «Ranbaxy»).

(4)  Η κατάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατά την άποψή μου παρόμοια με την κατάσταση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της απόφασης 2011/695/ΕΕ και δικαιολογούσε μια παρόμοια απόφαση αναστολής.

(5)  Alpharma έθιξε το σημείο αυτό και πάλι σε εμένα με επιστολή που υποβλήθηκε στις 3 Ιουνίου 2013.

(6)  Υπόθεση T-228/97 Irish Sugar κατά Επιτροπής [1999], Συλλογή ΙΙ-02969, σκέψη 278.

(7)  Υπόθεση T-99/04 AC-Treuhand AG κατά Επιτροπής, [2008] Συλλογή σ. ΙΙ-1501, σκέψη 58.

(8)  Υπόθεση T-587/08 Fresh del Monte Produce Inc κατά Επιτροπής, [2013] που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψεις 683 και 684.

(9)  Υπόθεση C-105/04 P Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής (FEG) [2006] Συλλογή Ι-08725, σκέψεις 56 έως 60.

(10)  Υπόθεση T-240/07 Heineken Nederland BV and Heineken NV κατά Επιτροπής, [2011] Συλλογή ΙΙ-03355, σκέψεις 290 και 291.

(11)  Βλέπε υπόθεση T-111/08 MasterCard Inc. και λοιποί κατά Επιτροπής [2012] που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, σκέψη 268.

(12)  Βλέπε T-23/99, LR AF 1998 A/S, πρώην Løgstør Rør A/S κατά Επιτροπής [2002] Συλλογή II-1705, σκέψεις 190 και 193· βλέπε επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon και λοιποί κατά Επιτροπής [2004] Συλλογή II-1181, σκέψη 45; και υπόθεση T-340/03 France Télécom SA κατά Επιτροπής [2007] Συλλογή II-107, σκέψη 30.

(13)  MasterCard Inc. και λοιποί κατά Επιτροπής, που αναφέρεται ανωτέρω, σκέψη 273.

(14)  LR AF 1998 A/S, όπως αναφέρεται ανωτέρω, σκέψη 191· βλέπε επίσης υπόθεση T-353/06 Vermeer Infrastructuur BV κατά Επιτροπής, [2012] δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, σκέψη 182.

(15)  Εδώ η κατάσταση, όπου η σύνδεση μεταξύ της ΕΠΠ και της κοινοποίησης των αιτιάσεων δεν είναι εύκολα κατανοητή, κατά τη γνώμη μου είναι παρόμοια με την κατάσταση που αντιμετώπισε το ΓΔ στην υπόθεση T-11/89 Shell κατά Επιτροπής, [1992] Συλλογή ΙΙ-757, σκέψεις 56 και 62· βλέπε επίσης τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98 και T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line AB και λοιποί κατά Επιτροπής, [2003] Συλλογή ΙΙ-03275, σκέψη 162· και υπόθεση T-13/89 ICI κατά Επιτροπής, [1992] Συλλογή ΙΙ-1021, σκέψη 35. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε στην τελευταία κατάσταση θα πρέπει να είναι επίσης κατάλληλος και στην παρούσα.

(16)  Δεδομένου ότι η Lundbeck μου υπέβαλε εμπεριστατωμένη καταγγελία σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, μπορώ να την εξετάσω μόνο συνοπτικά.

(17)  Υπόθεση T-31/99 ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, [2002] Συλλογή II-1881, σκέψη 99.

(18)  Υπόθεση T-439/07 Coats Holdings Ltd κατά Επιτροπής [2012], μη δημοσιευθείσα ακόμη, σκέψεις 174 και 175.

(19)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ (ΕΕ C 308 της 20.10.2011, σ. 6), παράγραφοι 68 και 69.

(20)  Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εταιρεία Alpharma μου ανέφερε μια σειρά ζητημάτων και υπέβαλε μια ολοκληρωμένη και πολύ λεπτομερή καταγγελία σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, μπορώ να την εξετάσω μόνο συνοπτικά.