52015PC0137

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην έβδομη διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά τις προτάσεις τροποποίησης των παραρτημάτων Α, Β και Γ /* COM/2015/0137 final - 2015/0069 (NLE) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η Σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους[1] εγκρίθηκε τον Μάιο του 2001 στο πλαίσιο του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP). Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της[2] είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης[3], της οποίας οι διατάξεις ενσωματώθηκαν στο ενωσιακό δίκαιο με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/EOK[4] («ο κανονισμός POP»).

Γενικός στόχος της σύμβασης της Στοκχόλμης είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τους POP. Γίνεται ειδική αναφορά στην αρχή της προφύλαξης, όπως αυτή διατυπώνεται στην Αρχή 15 της Διακήρυξης του Ρίο του 1992 για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Η αρχή αυτή τίθεται σε εφαρμογή με το άρθρο 8 της Σύμβασης, το οποίο ορίζει τους κανόνες καταχώρισης πρόσθετων χημικών ουσιών στα παραρτήματά της.

Κατά την έβδομη διάσκεψη των μερών (COP 7) τον Μάιο του 2015, θα πρέπει να ληφθούν τρεις αποφάσεις για να προστεθούν τα πολυχλωριωμένα ναφθαλένια (PCN) και το εξαχλωροβουταδιένιο (HCBD) στα παραρτήματα A (κατάργηση) και Γ (ακούσια παραγωγή) και η πενταχλωροφαινόλη (PCP) στο παράρτημα A. Και οι τρεις αυτές ουσίες προτάθηκαν από την ΕΕ το 2011. Επίσης, στο πλαίσιο της COP 7 θα αξιολογηθεί η ανάγκη συνέχισης των ειδικών εξαιρέσεων και των αποδεκτών σκοπών που αφορούν το υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (PFOS).

Όσον αφορά τις τρεις νέες ουσίες, η παραγωγή, η διάθεση στην αγορά, η χρήση ή η τυχαία εκπομπή τους έχουν ήδη τερματιστεί ή περιοριστεί σημαντικά στην Ένωση, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ακόμη παράγονται, διατίθενται στην αγορά, χρησιμοποιούνται ή εκπέμπονται τυχαία, σε σημαντικές ποσότητες, σε άλλες χώρες. Λόγω του ενδεχομένου μεταφοράς των εν λόγω χημικών ουσιών σε μεγάλες αποστάσεις, τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό ή σε ενωσιακό επίπεδο δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν υψηλά επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου, αλλά, αντιθέτως, χρειάζονται μεγαλύτερης εμβέλειας διεθνή μέτρα.

Συστάσεις της επιτροπής POP

Κατά την ένατη σύνοδο, η επιτροπή εξέτασης έμμονων οργανικών ρύπων (POPRC) ενέκρινε την αξιολόγηση διαχείρισης κινδύνου για το εξαχλωροβουταδιένιο (HCBD). Η αξιολόγηση της διαχείρισης κινδύνων κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα, ότι:

– Δεν είναι γνωστό εάν σήμερα το HCBD  παράγεται ή χρησιμοποιείται εκ προθέσεως, επομένως είναι σημαντικό να αποτραπεί η επανεισαγωγή του και να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ακούσια έκλυσή του.

– Το HCBD προκύπτει ως παραπροϊόν από διαδικασίες βιομηχανικής παραγωγής (ιδίως από την παραγωγή άλλων χλωριωμένων υδρογονανθράκων και από την παραγωγή μαγνησίου). Είναι γνωστά τα μέτρα που επιτρέπουν την ελαχιστοποίηση των εκπομπών κατά τη διάρκεια της παραγωγής και έχουν ήδη εφαρμοστεί σε χώρες που είναι μέρη της σύμβασης της Στοκχόλμης.

– Το HCBD προκύπτει ακούσια κατά την καύση και άλλες θερμικές και βιομηχανικές διεργασίες. Η λήψη μέτρων για τον περιορισμό των ακούσιων εκλύσεων POP στο πλαίσιο τέτοιων διεργασιών θα οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση των εκλύσεων HCBD. Η παρακολούθηση των HCBD μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετες δαπάνες.

Το HCBD εκλύεται σε άγνωστο βαθμό σε παλαιούς χώρους διάθεσης αποβλήτων. Υφίστανται μέτρα ελέγχου για την ελαχιστοποίηση των εκλύσεων αυτών. Η επιτροπή POPRC κατά την 9η συνεδρίασή της τον Οκτώβριο 2013 συνέστησε την προσθήκη του HCBD στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης, χωρίς εξαίρεση.

Όσον αφορά τα πολυχλωριωμένα παράγωγα του ναφθαλινίου (PCN) από την αξιολόγηση διαχείρισης κινδύνου προέκυψε το συμπέρασμα, μεταξύ άλλων ότι:

– Δεν είναι γνωστό εάν τα PCN παράγονται ή χρησιμοποιούνται σήμερα εκ προθέσεως, ωστόσο είναι σημαντικό να περιορισθούν τυχόν εναπομένουσες χρήσεις τους και να αποφευχθεί η επαναφορά τους.

– Τα PCN παράγονται ως παραπροϊόντα κατά τη διάρκεια βιομηχανικών διεργασιών σε υψηλές θερμοκρασίες (ιδιαίτερα κατά την αποτέφρωση αποβλήτων, αλλά και κατά τη διάρκεια άλλων διεργασιών από τις οποίες είναι γνωστό ότι προκύπτουν πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και πολυχλωροδιβενζοφουράνια (PCDD/PCDF). Η λήψη μέτρων για τη μείωση της έκλυσης PCDD/PCDF θα οδηγήσει επίσης στη μείωση των εκλύσεων PCN. Από την παρακολούθηση των PCN μπορεί να προκύψουν πρόσθετες δαπάνες. 

– Τα PCN εκλύονται σε άγνωστο βαθμό σε παλαιούς χώρους διάθεσης αποβλήτων και από αποθέματα παλαιών συσκευών. Τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί όσον αφορά τα αποθέματα του PCB θα οδηγήσουν και στην αποτελεσματική μείωση των εκλύσεων PCN από αυτά.

Η επιτροπή POPRC κατά την 9η συνεδρίασή της τον Οκτώβριο 2013 συνέστησε την καταχώριση του PCN στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης, χωρίς εξαίρεση.

Κατά τη δέκατη συνεδρίασή της τον Οκτώβριο του 2014, η επιτροπή POPRC προέβη σε αξιολόγηση διαχείρισης κινδύνου για τα άλατα και τους εστέρες της πενταχλωροφαινόλης (PCP). Η αξιολόγηση της διαχείρισης κινδύνων κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα, ότι:

– Η παραγωγή PCP πρέπει να περιοριστεί, με μόνη εξαίρεση τη χρήση του για σκοπούς συντήρησης της βιομηχανικής ξυλείας που χρησιμοποιείται για τους στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τις τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων.

Κατά την δέκατη συνεδρίασή της, τον Οκτώβριο του 2014, η επιτροπή POPRC αποφάσισε να συστήσει την καταχώριση του PCP στο παράρτημα Α της Σύμβασης, με ειδική εξαίρεση όσον αφορά την παραγωγή και τη χρήση του PCP  σε  στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και στις τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9 της Σύμβασης, η επιτροπή POPRC υπέβαλε τις εν λόγω συστάσεις προς εξέταση από την COP κατά τη συνεδρίαση της τελευταίας, τον Μάιο του 2015.

Η επιτροπή POPRC διατύπωσε επίσης συστάσεις σχετικά με εναλλακτικές λύσεις αντί της χρήσης PFOS σε εφαρμογές ανοικτού συστήματος. Διατίθενται στοιχεία σχετικά με την εμπορική διαθεσιμότητα και την αποτελεσματικότητα ασφαλέστερων έναντι του PFOS ουσιών για τις ακόλουθες εφαρμογές: τάπητες, δέρμα και είδη ένδυσης, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ταπετσαρίες επίπλων, επιχρίσματα και πρόσθετες ύλες επιχρισμάτων, εντομοκτόνα για την καταπολέμηση των επείσακτων κόκκινων μυρμηγκιών και των τερμιτών, και δολώματα εντόμων για την καταπολέμηση των μυρμηγκιών - κοπτών φύλλων Atta spp. και Acromyrmex spp.  Η POP RC παροτρύνει επίσης τα συμβαλλόμενα μέρη να περιορίσουν τη χρήση PFOS στη λειτουργική επιμετάλλωση, (η οποία επιτρέπεται σήμερα στο πλαίσιο της Σύμβασης) ως «ειδική εξαίρεση», αποκλειστικά σε συστήματα κλειστού βρόχου. Η τελευταία επετράπη ως «αποδεκτός σκοπός» στο πλαίσιο της σύμβασης.

HCBD και ενωσιακή νομοθεσία

Η HCBD (αξιολόγηση διαχείρισης κινδύνου για το εξαχλωροβουταδιένιο) αποτελεί επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας στο πλαίσιο της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/EΚ)[5]. Επιπλέον, το HCBD περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο για τους POP της σύμβασης της UNECE για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλων αποστάσεων (CLRTAP) και, συνεπώς, τα μέρη καλούνται να μηδενίσουν την παραγωγή και τη χρήση τους. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 519/2012 της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2012 , σχετικά με τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά το παράρτημα I[6] εφαρμόζει την απαγόρευση δυνάμει της νομοθεσίας της ΕΕ. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που αφορούν τα απόβλητα και τα μολυσμένα εδάφη καθώς και την εκτίμηση των μέτρων για την πρόληψη της επανεισαγωγής.

Μολονότι έχει σταματήσει η παραγωγή των HCBD στην Ευρώπη, είναι ακόμη πιθανή η ακούσια παραγωγή τους στο πλαίσιο ορισμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Για τις εν λόγω δραστηριότητες, όταν πληρούνται τα κατώτατα όρια που ορίζονται από την οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές (ΟΒΕ· 2010/75/ΕΕ[7]), απαιτείται να εφαρμόζονται οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) για την πρόληψη και τη μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων στο περιβάλλον, συνολικά.  Για τη λειτουργία της, μια βιομηχανική μονάδα πρέπει να αποσπά άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους. Οι εν λόγω άδειες πρέπει να περιλαμβάνουν οριακές τιμές εκπομπών για τους ρύπους που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές (ΟΒΕ), καθώς και για άλλες ουσίες που είναι πιθανόν να εκλύονται σε σημαντικές ποσότητες, ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα πολλαπλών μέσων μεταφοράς ρύπων.

PCN και ενωσιακό δίκαιο  

Το PCN περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο για τους έμμονους οργανικούς ρύπους (POP) της σύμβασης CLRTAP και, συνεπώς, τα μέρη καλούνται να μηδενίσουν την παραγωγή και τη χρήση του. Δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 519/2012 της Επιτροπής, η παραγωγή και η χρήση του PCN απαγορεύεται στην ΕΕ. Η ακούσια παραγωγή μέσω καύσης, (η αποτέφρωση αποβλήτων κατά κύριο λόγο), θεωρείται ότι αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή έκλυσής του.

Ενώ η παραγωγή του PCN στην Ευρώπη έχει παύσει, μπορεί να εξακολουθεί να εκλύεται ακουσίως στο πλαίσιο ορισμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Για τις εν λόγω δραστηριότητες, όταν πληρούνται τα κατώτατα όρια που ορίζονται από την οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές (ΟΒΕ· 2010/75/ΕΕ), απαιτείται να εφαρμόζονται οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) για την πρόληψη και τη μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων στο περιβάλλον, συνολικά. Για τη λειτουργία της, μια βιομηχανική μονάδα πρέπει να αποσπά άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους. Οι εν λόγω άδειες πρέπει να περιλαμβάνουν οριακές τιμές εκπομπών για τους ρύπους που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές (ΟΒΕ), καθώς και για άλλες ουσίες που είναι πιθανόν να εκλύονται σε σημαντικές ποσότητες, ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα πολλαπλών μέσων μεταφοράς ρύπων.

            Το PCP και το ενωσιακό δίκαιο

Η διάθεση στην αγορά ή η χρήση πενταχλωροφαινόλης ως ουσίας, ως συστατικού άλλων ουσιών ή σε μείγματα, σε συγκέντρωση ίση ή μεγαλύτερη από 0,1 % κατά βάρος περιορίζεται δυνάμει της καταχώρισης 22 στο παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (REACH)[8]. Επιπροσθέτως, η διάθεση στην αγορά και η χρήση PCP ως φυτοπροστατευτικού προϊόντος, όσο και ως βιοκτόνου προϊόντος απαγορεύεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009[9], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012[10], αντιστοίχως.

Ενέργειες μετά τις αποφάσεις της COP7,

Οι ουσίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α, Β και/ή Γ της σύμβασης της Στοκχόλμης θα πρέπει να υπάγονται στον κανονισμό POP, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο τρόπος ενσωμάτωσης στο δίκαιο της ΕΕ αντιστοιχεί στις διεθνείς δεσμεύσεις της[11].

Οι ουσίες HCBD και PCN προστέθηκαν στο παράρτημα Ι του κανονισμού POP το 2012. Η εγγραφή στο παράρτημα Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης θα απαιτήσει και την εγγραφή τους στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙΙ.

Μετά την προσθήκη τους στο παράρτημα Α της σύμβασης της Στοκχόλμης, τα PCP θα πρέπει να προστεθούν και στο παράρτημα Ι του κανονισμού για τους POP. Δεδομένου ότι αυτό θα καταστήσει την τρέχουσα εγγραφή στο παράρτημα XVII του κανονισμού REACH άνευ αντικειμένου, θα δρομολογηθεί η διαγραφή τους από το εν λόγω παράρτημα.

Το PFOS και το ενωσιακό δίκαιο

Κατά την τέταρτη διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης, τον Μάιο του 2009, συμφωνήθηκε να καταχωριστούν στο παράρτημα Β της Σύμβασης, το PFOS και τα παράγωγά του, με ορισμένες ειδικές εξαιρέσεις και αποδεκτούς σκοπούς. Η ενωσιακή νομοθεσία εφαρμογής είναι αυστηρότερη από τη σύμβαση της Στοκχόλμης, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει τις εξαιρέσεις και τους αποδεκτούς σκοπούς που είχαν ήδη απαγορευθεί βάσει του κανονισμού REACH, ώστε να τηρηθεί η υπέρτατη αρχή της μη υποβάθμισης της προστασίας του περιβάλλοντος στην ΕΕ.

Διαδικασία προσθήκης νέων ουσιών POP στα παραρτήματα της Σύμβασης και τροποποίησης των παραρτημάτων της

Σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υποβάλλουν στη Γραμματεία προτάσεις καταχώρισης χημικών ουσιών στα παραρτήματα Α, Β και/ή Γ. Οι προτάσεις αυτές εξετάζονται από την Επιτροπή Εξέτασης Έμμονων Οργανικών Ρύπων (επιτροπή POP).

Εάν η εν λόγω εξέταση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, λόγω μεταφοράς σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον, η χημική ουσία ενδέχεται να έχει τόσο σοβαρές δυσμενείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και/ή στο περιβάλλον ώστε να δικαιολογούνται παγκόσμιας εμβέλειας μέτρα, η πρόταση προωθείται και διενεργείται αξιολόγηση της διαχείρισης κινδύνων, η οποία περιλαμβάνει ανάλυση των πιθανών μέτρων ελέγχου. Με βάση τα στοιχεία αυτά, η επιτροπή POP διατυπώνει σύσταση για τη σκοπιμότητα του να εξετάσει η Διάσκεψη των Συμβαλλομένων Μερών (COP) το ενδεχόμενο καταχώρισης της χημικής ουσίας στα παραρτήματα Α, Β και/ή Γ. Η τελική απόφαση λαμβάνεται από την COP.

Οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων Α, Β και/ή Γ αρχίζουν να ισχύουν για την ΕΕ ένα έτος μετά από την ημερομηνία γνωστοποίησης από τον θεματοφύλακα της έγκρισής τους από την COP.

Οι συστάσεις της επιτροπής POP και το ενωσιακό δίκαιο

Η σύσταση της επιτροπής POP, εφόσον υιοθετηθεί από την COP τον Μάιο του 2015, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεθνή απαγόρευση της παραγωγής, της διάθεσης στην αγορά, της εισαγωγής/εξαγωγής και της χρήσης των ουσιών PCN, HBCDD και PCP, με εξαίρεση την παραγωγή του PCP και τη χρήση του για στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων.

Η καταχώριση του HBCDD και του PCN στα παραρτήματα Α και Γ και του PCP στο παράρτημα Α της Σύμβασης θα απαιτήσει τροποποιήσεις στον κανονισμό για τους POP. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, όταν προστίθενται ουσίες στη Σύμβαση, είναι δυνατόν να τροποποιηθούν τα παραρτήματα του κανονισμού με τις διαδικασίες επιτροπής που καθορίζονται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/EK[12], τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 10 και 11 του κανονισμού (EΕ) αριθ. 182/2011[13].

Όσον αφορά το PFOS και τα παράγωγά του, η διαγραφή των ειδικών εξαιρέσεων που απαριθμούνται στην έκθεση της επιτροπής POPRC δεν θα έχει επιπτώσεις στο ενωσιακό δίκαιο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις είτε δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στον κανονισμό POP ή έχουν ήδη παύσει να ισχύουν. Η μόνη εξαίρεση για την οποία δεν ισχύει αυτό είναι εκείνη που αφορά τη χρήση PFOS στη λειτουργική επιμετάλλωση σε ανοικτά συστήματα: βάσει του κανονισμού POP εξαιρείται σήμερα η χρήση PFOS ως διαβρέκτη σε συστήματα ελεγχόμενης ηλεκτροεπιμετάλλωσης. Ωστόσο, ο κανονισμός POP επιτρέπει αυτή την εξαίρεση μόνο έως τις 26 Αυγούστου 2015.

            Η θέση της ΕΕ

Με βάση τα ανωτέρω, στην έβδομη διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υποστηρίξει την προσθήκη του PCN και του HCBD στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης, και του PCP στο παράρτημα Α. Δεδομένου ότι το PCP έχει ήδη απαγορευτεί στην ΕΕ, δεν είναι αναγκαία η θέσπιση ειδικής εξαίρεσης για την παραγωγή και τη χρήση του PCP για στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων, αλλά μπορεί να γίνει δεκτή ως μέρος μιας συνολικής διευθέτησης. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να υποστηρίξει τη διαγραφή των συναφών ειδικών εξαιρέσεων και των αποδεκτών σκοπών που αφορούν το PFOS και τα παράγωγά του, καθώς και την εξαίρεση της χρήσης τους ως διαβρεκτών σε συστήματα ελεγχόμενης ηλεκτροεπιμετάλλωσης, δεδομένου ότι η κατάργηση της απαλλαγής θα τεθεί σε ισχύ μόνον μετά την εκπνοή της περιόδου εξαίρεσης στην ΕΕ τον Αύγουστο του 2015.

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Δεδομένου ότι οι ουσίες PCN και HCBD περιλαμβάνονται ήδη στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 δεν απαιτείται καμία περαιτέρω διαβούλευση. Καθώς έχει ήδη απαγορευτεί η διάθεση στην αγορά και η χρήση του PCP στην ΕΕ λόγω της καταχώρισής του στο παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (REACH), καθώς και της μη έγκρισής του σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012, δεν κρίθηκε απαραίτητη περαιτέρω διαβούλευση ούτε και για την εν λόγω ουσία. Όλες οι ουσίες υποβλήθηκαν σε ανοικτές διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς παγκοσμίως κατά την αξιολόγηση στο πλαίσιο της επιτροπής POPRC, ενώ οι ενδιαφερόμενοι φορείς έχουν ήδη γίνει δεκτοί για συμμετοχή στις συζητήσεις στο πλαίσιο της POPRC.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Πρόκειται για πρόταση απόφασης του Συμβουλίου, η οποία βασίζεται στο άρθρο 192 παράγραφος 1 και στο άρθρο 218 παράγραφος 9 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και ορίζει τη θέση που θα πρέπει να υποστηριχθεί, εξ ονόματος της ΕΕ, στην 7η διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά τις προτάσεις τροποποίησης των παραρτημάτων Α, Β και Γ.

Το άρθρο 218 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ είναι η ενδεδειγμένη νομική βάση, δεδομένου ότι η πράξη που καλείται να εκδώσει η 7η COP είναι απόφαση για την τροποποίηση παραρτήματος της σύμβασης της Στοκχόλμης, η οποία έχει νομική ισχύ.

2015/0069 (NLE)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη θέση που θα ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην έβδομη διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά τις προτάσεις τροποποίησης των παραρτημάτων Α, Β και Γ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 191 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Στις 14 Οκτωβρίου 2004, η σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους («η Σύμβαση»), εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με την απόφαση 2006/507/ΕΚ του Συμβουλίου[14].

(2)       Η Ένωση έχει μεταφέρει στην ενωσιακή νομοθεσία τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση μέσω του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[15].

(3)       Η Ένωση δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη βαθμιαίας επέκτασης των παραρτημάτων Α, Β και/ή Γ της Σύμβασης σε νέες ουσίες που πληρούν τα κριτήρια κατάταξης στους έμμονους οργανικούς ρύπους (POP), λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προφύλαξης, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της Σύμβασης και να τηρηθεί η δέσμευση που ανέλαβαν όλες τις κυβερνήσεις στη Σύνοδο Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ, το 2002, για ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιδράσεων των χημικών προϊόντων έως το 2020.

(4)       Σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης, η διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών («COP») μπορεί να εκδίδει αποφάσεις για την τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β και/ή Γ της Σύμβασης. Οι αποφάσεις αυτές αρχίζουν να ισχύουν ένα έτος μετά από την ημερομηνία γνωστοποίησης της τροποποίησης από τον θεματοφύλακα, για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης, πλην εκείνων («τα μέρη») που επιλέγουν να μην αποδεχθούν την τροποποίηση.

(5)       Μετά από πρόταση που υπέβαλε η Ένωση το 2011 για την πενταχλωροφαινόλη (PCP)[16], η Επιτροπή Εξέτασης Έμμονων Οργανικών Ρύπων («επιτροπή POPRC»), η οποία έχει συσταθεί στο πλαίσιο της Σύμβασης, ολοκλήρωσε τις εργασίες της όσον αφορά τη συγκεκριμένη ουσία. Η επιτροπή POPRC διαπίστωσε ότι η ουσία PCP πληροί τα κριτήρια της σύμβασης που αφορούν την καταχώριση στο παράρτημα Α. Κατά την έβδομη σύνοδο, η COP αναμένεται να αποφασίσει σχετικά με την προσθήκη της ουσίας PCP στο παράρτημα Α της σύμβασης.

(6)       Η διάθεση και η χρήση της ουσίας PCP απαγορεύεται από την εγγραφή 22 του παραρτήματος XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (REACH)[17]. Η διάθεση και η χρήση της ουσίας PCP ως φυτοπροστατευτικού προϊόντος, καθώς και ως βιοκτόνου απαγορεύεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[18] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[19], αντίστοιχα. Δεδομένης της ικανότητας του PCP να μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον, η σταδιακή κατάργηση της χρήσης της ουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να είναι επωφελέστερη για τους πολίτες της ΕΕ από ό,τι η σταδιακή κατάργηση στο σύνολο της Ένωσης.

(7)       Η POPRC συνιστά την καταχώριση της PCP στη σύμβαση, με μια ειδική εξαίρεση για την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση του PCP για στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων. Η Ένωση δεν χρειάζεται την ειδική απαλλαγή, αλλά θα πρέπει να αποδεχθεί την εξαίρεση στο πλαίσιο της COP 7, εάν αυτό απαιτείται για να διασφαλιστεί η καταχώριση του PCP.

(8)       Μετά από πρόταση για την καταχώριση των χλωριωμένων ναφθαλινίων που έλαβε από την Ένωση το 2011, η POPRC διαπίστωσε ότι τα πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια (PCN) πληρούν τα κριτήρια της σύμβασης που αφορούν την καταχώριση στα παραρτήματα Α και Γ. Κατά την έβδομη συνεδρίασή της, η COP αναμένεται να αποφασίσει σχετικά με την προσθήκη του PCN στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης.

(9)       Το PCN δεν παράγεται στην Ένωση, αλλά μπορεί να παραχθεί ως παραπροϊόν, κυρίως μέσω καύσης (κατά κύριο λόγο κατά την αποτέφρωση αποβλήτων). Αυτές οι δραστηριότητες καλύπτονται από την οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[20], και απαιτούν την εφαρμογή ορισμένων μέτρων διαχείρισης των εκπομπών.

(10)     Η διάθεση και χρήση του PCN απαγορεύεται στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 519/2012 της Επιτροπής[21]. Δεδομένης της ικανότητας του PCN να μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον, η σταδιακή κατάργηση της χρήσης της ουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι επωφελέστερη για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από ό,τι η κατάργηση βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 850/2004.

(11)     Μετά από πρόταση για την καταχώριση του εξαχλωροβουταδιένιου (HCBD) που έλαβε από την Ένωση το 2011, η POPRC διαπίστωσε ότι το HCBD πληροί τα κριτήρια της σύμβασης που αφορούν την καταχώριση στα παραρτήματα Α και Γ. Κατά την έβδομη συνεδρίασή της, η COP αναμένεται να αποφασίσει σχετικά με την προσθήκη του HCBD στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης.

(12)     Η παραγωγή HCBD τερματίστηκε στην Ένωση, αλλά μπορεί να παραχθεί ως παραπροϊόν κατά τη διάρκεια ορισμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Οι εν λόγω δραστηριότητες καλύπτονται από την οδηγία 2010/75/ΕΕ και απαιτούν την εφαρμογή ορισμένων μέτρων διαχείρισης των εκπομπών.

(13)     Η διάθεση και η χρήση HCBD απαγορεύεται στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 519/2012 της Επιτροπής. Δεδομένης της ικανότητας του HCBD να μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον, η σταδιακή κατάργηση της χρήσης της ουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι επωφελέστερη για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από ό,τι η κατάργηση βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 850/2004.

(14)     Το υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (PFOS) αναφέρονται ήδη στο παράρτημα Α της σύμβασης, με ορισμένες ειδικές εξαιρέσεις. Μετά την επανεξέταση των εν λόγω απαλλαγών, η POPRC συνιστά στα συμβαλλόμενα μέρη να τερματίσουν τη χρήση PFOS σε τάπητες, δέρματα και είδη ένδυσης, σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και σε ταπετσαρίες επίπλων, σε επιχρίσματα και πρόσθετες ύλες επιχρισμάτων, και σε εντομοκτόνα για την καταπολέμηση των επείσακτων κόκκινων μυρμηγκιών και των τερμιτών. Η POPRC συνιστά επίσης στα συμβαλλόμενα μέρη να περιορίσουν τη χρήση PFOS στη λειτουργική επιμετάλλωση, η οποία επιτρέπεται σήμερα ως ειδική εξαίρεση, περιορίζοντας τη χρήση του σε λειτουργική επιμετάλλωση αποκλειστικά σε συστήματα κλειστού βρόχου, που επιτρέπεται σήμερα ως «αποδεκτός σκοπός» βάσει της Σύμβασης. Επιπλέον, η POPRC συνιστά στα συμβαλλόμενα μέρη να τερματίσουν τη χρήση PFOS στα δολώματα εντόμων για την καταπολέμηση των μυρμηγκιών - κοπτών φύλλων Atta spp. και Acromyrmex spp., που επιτρέπονται σήμερα εντασσόμενα στους «αποδεκτούς σκοπούς».

(15)     Η Ένωση θα πρέπει να υποστηρίξει τη διαγραφή των «ειδικών εξαιρέσεων» και των «αποδεκτών σκοπών» για το PFOS και τα παράγωγά του, σύμφωνα με την πρόταση που διατύπωσε η POPRC, μεταξύ άλλων την εξαίρεση της χρήσης τους ως διαβρεκτών σε συστήματα ελεγχόμενης ηλεκτρολυτικής επικάλυψης, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή στην Ένωση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 757/2010[22] με ημερομηνία λήξης στις 26 Αυγούστου 2015.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την έβδομη διάσκεψη των μερών της σύμβασης της Στοκχόλμης θα είναι, σύμφωνα με τις συστάσεις της επιτροπής εξέτασης έμμονων οργανικών ρύπων[23], για την υποστήριξη:

– της καταχώρισης της πενταχλωροφαινόλης (PCP)[24] στο παράρτημα Α της σύμβασης. Εάν αυτό απαιτείται, η Ένωση μπορεί να δεχθεί μια «ειδική εξαίρεση» για την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση του PCP για στύλους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τραβέρσες τηλεγραφικών στύλων·

– την καταχώριση των πολυχλωριωμένων ναφθαλινίων (PCN)[25] στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης, χωρίς εξαίρεση·

– την καταχώριση του εξαχλωροβουταδιένιου (HCBD) στα παραρτήματα Α και Γ της σύμβασης, χωρίς εξαίρεση·

– τη διαγραφή των ακόλουθων εξαιρέσεων και αποδεκτών σκοπών από το σημείο του παραρτήματος Β της Σύμβασης που αφορά το υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ (PFOS) και τα παράγωγά του από: τάπητες, δέρματα και είδη ένδυσης, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ταπετσαρίες επίπλων, επιχρίσματα και πρόσθετες ύλες επιχρισμάτων· εντομοκτόνα για την καταπολέμηση των επείσακτων κόκκινων μυρμηγκιών και των τερμιτών, δολώματα εντόμων για την καταπολέμηση των μυρμηγκιών - κοπτών φύλλων Atta spp. και Acromyrmex spp.·

– τη διαγραφή της ειδικής εξαίρεσης για την ουσία PFOS στη λειτουργική επιμετάλλωση, εκτός από τη λειτουργική επιμετάλλωση αποκλειστικά σε συστήματα κλειστού βρόχου, που επιτρέπεται σήμερα ως «αποδεκτός σκοπός» βάσει της Σύμβασης.

Βελτίωση της θέσης αυτής, υπό το πρίσμα των εξελίξεων κατά την έβδομη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης της Στοκχόλμης, μπορεί να συμφωνηθεί από τους αντιπροσώπους της Ένωσης στο πλαίσιο της συνεδρίασης, μετά από επιτόπου συντονισμό, χωρίς περαιτέρω απόφαση του Συμβουλίου.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες,

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

[1]               http://www.pops.int/documents/convtext/convtext_en.pdf.

[2]               Δύο κράτη μέλη της ΕΕ δεν έχουν ακόμη κυρώσει τη Σύμβαση (Ιταλία και Μάλτα).

[3]               ΕΕ L 209 της 31.7.2006, σ. 1.

[4]               ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7.

[5]               ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1.

[6]               ΕΕ L 159 της 20.06.2012, σ. 1.

[7]               ΕΕ L 334, της 17.12.2010, σ. 17.

[8]               ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1.

[9]               ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1.

[10]             ΕΕ L 167 της 27.06.2012, σ. 1.

[11]             Το ίδιο ισχύει για τις ουσίες που προστίθενται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ και/ή ΙΙΙ του πρωτοκόλλου της UN-ECE για τους POP.

[12]             Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

[13]             Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

[14]             Απόφαση 2006/507/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους (ΕΕ L 209 της 31.7.2006, σ. 1).

[15]             Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ, ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7.

[16]             Πρόταση καταχώρισης UNEP/POPS/POPRC-7/4

[17]             Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ, (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

[18]             Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1)

[19]             Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167 της 27.06.2012, σ. 1).

[20]             Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

[21]             Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 519/2012 της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2012, σχετικά με τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά το παράρτημα I, (ΕΕ L 159 της 20.6.2012, σ. 1.)

[22]             Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 757/2010 της Επιτροπής, ΕΕ L 223/29 της 25. 8. 2010 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά τα παραρτήματα I και III

[23]             της απόφασης POPR C-10/1, POPR C-9/1, POPR C-9/2,

[24]             Πενταχλωροφαινόλη, τα άλατα και εστέρες της.

[25]             τα διχλωριωμένα ναφθαλίνια, τα τριχλωριωμένα ναφθαλίνια, τα τετραχλωριωμένα ναφθαλίνια, τα πενταχλωριωμένα ναφθαλίνια, τα εξαχλωριωμένα ναφθαλίνια, τα επταχλωριωμένα ναφθαλίνια και τα οκταχλωριωμένα ναφθαλίνια, μεμονωμένα ή ως στοιχεία χλωριωμένων ναφθαλινίων.