21.9.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 346/27


P8_TA(2015)0173

Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Απριλίου 2015 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (COM(2013)0534 — 2013/0255(APP))

(2016/C 346/04)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (COM(2013)0534),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2014 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (1),

έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: συστάσεις για δράσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν (2),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) (COM(2013)0535),

έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα άρθρα 2, 6 και 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 σχετικά με έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως τα άρθρα 86, 218, 263, 265, 267, 268 και 340,

έχοντας υπόψη το άρθρο 99 παράγραφος 3 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την προσωρινή έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A8-0055/2015),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει και αναλύσει η Επιτροπή, οι φερόμενες απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ανέρχονται κατά μέσο όρο σε ποσό περίπου 500 000 000 EUR ετησίως, αν και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι απάτες αυτές μπορεί να αφορούν ποσό ακόμη και 3 δισεκατομμυρίων EUR ετησίως·

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό των διώξεων είναι χαμηλό — ανήλθε περίπου στο 31 % στα οκτώ χρόνια από το 2006 έως το 2013 — συγκρινόμενο με τον αριθμό των συστάσεων που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) προς τα κράτη μέλη για προσφυγή στη δικαιοσύνη· λαμβάνοντας υπόψη ότι από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνίσταται στη γεφύρωση του χάσματος αυτού·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικά όσον αφορά τον εντοπισμό και τη δίωξη της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι φορολογούμενοι όλων των κρατών μελών που συνεισφέρουν στον ενωσιακό προϋπολογισμό·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, με το ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2014, το Κοινοβούλιο ζήτησε από το Συμβούλιο να συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στις νομοθετικές εργασίες μέσω μιας συνεχούς ροής πληροφοριών και αδιάλειπτης διαβούλευσης·

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ύπαρξη διαφορετικών δικαιοδοτικών συστημάτων, νομικών παραδόσεων, καθώς και μηχανισμών επιβολής του νόμου και δικαστικών συστημάτων στα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν ή να υπονομεύουν την καταπολέμηση της απάτης και των εγκληματικών πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρομοκρατία χρηματοδοτείται και από το οργανωμένο έγκλημα και ότι οι εγκληματικές ομάδες συγκεντρώνουν χρηματικά ποσά μέσω της απάτης·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ώστε να συμπεριλάβει τις σοβαρές εγκληματικές πράξεις με διασυνοριακή διάσταση· λαμβάνοντας υπόψη ότι δυνατότητα αυτή μπορεί να εξεταστεί από το Συμβούλιο μόλις η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συσταθεί και λειτουργεί ομαλά·

1.

επιβεβαιώνει την ισχυρή βούλησή του να ανταποκριθεί στις προτεραιότητες που απαιτούνται για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και να προσδιορίσει τις αρχές και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να παράσχει την έγκρισή του·

2.

επισημαίνει το περιεχόμενο της προηγούμενης προσωρινής έκθεσής του που εγκρίθηκε στο ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2014, προτίθεται δε να το συμπληρώσει και να το επικαιροποιήσει σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις των συζητήσεων στο Συμβούλιο·

3.

καλεί το Συμβούλιο να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τη δημοκρατική νομιμοποίηση τηρώντας το Κοινοβούλιο πλήρως ενήμερο και ζητώντας τακτικά τη γνώμη αυτού· καλεί μετ’ επιτάσεως το Συμβούλιο να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της συναίνεσής του για την έγκριση του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

4.

υπενθυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να έχει αρμοδιότητα για αδικήματα που σχετίζονται με την απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης· υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι σχετικές αξιόποινες πράξεις πρέπει να καθορίζονται στην προτεινόμενη οδηγία για την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου (οδηγία ΠΟΣ)· αν και αναγνωρίζει την πρόοδο που επιτεύχθηκε από τους συν-νομοθέτες κατά τις διαπραγματεύσεις για την έγκριση της οδηγίας ΠΟΣ, καλεί το Συμβούλιο να επαναλάβει τις προσπάθειές του για την επίτευξη συμφωνίας επί της οδηγίας αυτής όσον αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

5.

φρονεί ότι, για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την προσαγωγή στη δικαιοσύνη όσων διαπράττουν απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, απαιτείται μια καινοτόμος προσέγγιση, προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα των μέτρων καταπολέμησης της απάτης, το ποσοστό της ανάκτησης χρηματικών ποσών και η εμπιστοσύνη των φορολογουμένων στα όργανα της ΕΕ·

6.

θεωρεί ζωτικής σημασίας τη σύσταση μιας ενιαίας, ισχυρής και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία θα μπορεί να ερευνά, να διώκει και να παραπέμπει ενώπιον της δικαιοσύνης όσους διαπράττουν ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και εκτιμά ότι οποιαδήποτε λιγότερο δραστική λύση θα επιβάρυνε τον προϋπολογισμό της Ένωσης·

Mία ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

7.

τονίζει ότι η δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να την καθιστά πλήρως ανεξάρτητη από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και να την προστατεύει από πολιτικές επιρροές και πιέσεις· ζητεί, ως εκ τούτου, να υπάρχει ανοικτός χαρακτήρας, αντικειμενικότητα και διαφάνεια κατά τις διαδικασίες επιλογής και διορισμού του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα, των αναπληρωτών του, των ευρωπαίων εισαγγελέων, και των εντεταλμένων των ευρωπαίων εισαγγελέων· θεωρεί ότι προκειμένου να αποφεύγεται κάθε σύγκρουση συμφερόντων, η θέση του ευρωπαίου εισαγγελέα πρέπει να είναι μόνιμης απασχόλησης·

8.

τονίζει τη σημασία της συμμετοχής του στις διαδικασίες διορισμού των ευρωπαίων εισαγγελέων και προτείνει να οργανώνεται γενικός διαγωνισμός για υποψήφιους που πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια ακεραιότητας, επαγγελματισμού, πείρας και ικανοτήτων· εκτιμά ότι οι ευρωπαίοι εισαγγελείς θα πρέπει να διορίζονται από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο με κοινή συμφωνία βάσει καταλόγου προεπιλεγμένων υποψηφίων που καταρτίζει η Επιτροπή, μετά από αξιολόγηση από ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων που έχουν επιλεγεί μεταξύ δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων αναγνωρισμένης ικανότητας· ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας θα πρέπει να διορίζεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία μετά από ακρόαση από το Κοινοβούλιο·

9.

φρονεί ότι τα μέλη του Σώματος θα πρέπει να απολύονται μετά από απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και/ή του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα·

10.

τονίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέψουν τη συμμετοχή των εθνικών αυτοδιοικούμενων δικαστικών οργάνων στις διαδικασίες διορισμού των εντεταλμένων των ευρωπαίων εισαγγελέων, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές·

11.

επιδοκιμάζει την πρόβλεψη για την υποβολή ετήσιας έκθεσης στα θεσμικά όργανα της ΕΕ προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεχής αξιολόγηση των δραστηριοτήτων του νέου οργάνου, όπως αναφέρεται στο κείμενο του Συμβουλίου· καλεί το Συμβούλιο να διασφαλίσει ότι η ετήσια έκθεση θα περιέχει, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με την προθυμία των εθνικών αρχών να συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

Σαφής διάκριση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών αρχών

12.

πιστεύει ότι οι διατάξεις σχετικά με τη διάκριση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών αρχών πρέπει να είναι σαφείς και να αποτρέπουν τυχόν αβεβαιότητα ή εσφαλμένη ερμηνεία κατά τη φάση της λειτουργίας της: η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να έχει αρμοδιότητα να ερευνά και να διώκει τα αδικήματα που συνιστούν απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης· φρονεί ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να αποφασιστεί καταρχάς αν έχει αρμοδιότητα, και ενώπιον των εθνικών αρχών, να κινήσει τις δικές της έρευνες, προκειμένου να αποφευχθούν οι παράλληλες έρευνες που συνιστούν αναποτελεσματική μέθοδο·

13.

επιμένει ότι οι εθνικές αρχές που διενεργούν έρευνες για αδικήματα που μπορεί να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τις έρευνες αυτές· επαναλαμβάνει την ανάγκη να έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία το δικαίωμα να αναλαμβάνει τέτοιες έρευνες, εάν κρίνει ότι αυτό είναι σκόπιμο, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

14.

επαναλαμβάνει ότι οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να εκτείνονται σε αδικήματα διάφορα εκείνων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μόνον στις περιπτώσεις όπου σωρευτικά:

α)

η συγκεκριμένη πράξη στοιχειοθετεί ταυτόχρονα αδίκημα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και άλλα αδικήματα· και

β)

τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης έχουν εξέχοντα χαρακτήρα και τα άλλα είναι απλώς δευτερεύοντα· και

γ)

τα άλλα αδικήματα θα έπρεπε να παραγραφούν στην περίπτωση που δεν ασκείτο δίωξη και δεν εκδικάζοντο από κοινού με τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης·

πιστεύει, επίσης, ότι σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών διωκτικών αρχών σχετικά με την άσκηση αρμοδιότητας, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να αποφασίσει, σε κεντρικό επίπεδο, ποιά αρχή θα πραγματοποιήσει την έρευνα και θα ασκήσει τη δίωξη· πιστεύει, περαιτέρω, ότι ο προσδιορισμός της αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, θα πρέπει πάντοτε να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο·

Μία συνεκτική δομή για την αποτελεσματική διαχείριση των υποθέσεων

15.

θεωρεί λυπηρό ότι τα κράτη μέλη, αντί της ιεραρχικής δομής που πρότεινε αρχικά η Επιτροπή, εξετάζουν την εναλλακτική μιας συλλογικής δομής· πιστεύει, στη συνάρτηση αυτή, ότι η απόφαση για την άσκηση δίωξης, η επιλογή του αρμόδιου δικαστηρίου, η απόφαση εκ νέου παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο ή για την κατάργηση της δίκης και η απόφαση δικαστικού συμβιβασμού πρέπει να λαμβάνονται σε κεντρικό επίπεδο από τα τμήματα·

16.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα τμήματα πρέπει να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις έρευνες και διώξεις και οι δραστηριότητές τους να μην εξαντλούνται απλώς σε συντονιστικά καθήκοντα αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να εποπτεύουν επί τόπου το έργο των εντεταλμένων των ευρωπαίων εισαγγελέων·

17.

εκφράζει επιφυλάξεις για την αυτόματη σύνδεση μεταξύ ενός Ευρωπαίου Εισαγγελέα σε κεντρικό επίπεδο και προσφυγής που ασκήθηκε στο κράτος μέλος του, επειδή αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πρόδηλα προβλήματα όσον αφορά την ανεξαρτησία των εισαγγελέων και την ομαλή κατανομή των υποθέσεων·

18.

ζητεί, συνεπώς, την ορθολογική οργάνωση των εργασιών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε κεντρικό επίπεδο· επισημαίνει, σε αυτή τη συνάρτηση, ότι το σύστημα κατανομής των υποθέσεων μεταξύ των τμημάτων θα πρέπει να ακολουθεί προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια· προτείνει, επίσης, ότι σε ένα μεταγενέστερο στάδιο θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο εξειδίκευσης των τμημάτων·

19.

είναι πεπεισμένο ότι η απαραίτητη γνώση, πείρα και εμπειρογνωμοσύνη των εθνικών συστημάτων επιβολής του νόμου θα διασφαλίζεται και από το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε κεντρικό επίπεδο·

Μέτρα έρευνας και παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων

20.

καλεί τον νομοθέτη να διασφαλίσει ενιαίες διαδικασίες προκειμένου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να εξουσιοδοτείται να διερευνά υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών μελών στα οποία διενεργείται η σχετική έρευνα· υπενθυμίζει ότι οι συν-νομοθέτες συμφώνησαν για τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν αιτήσεις όσον αφορά ερευνητικά μέτρα βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης της οδηγίας 2014/41/ΕΕ σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις· φρονεί ότι τα ίδια κριτήρια θα πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά τη διενέργεια ερευνών που θα εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ιδίως όσον αφορά τους λόγους άρνησης·

21.

καλεί το Συμβούλιο να διασφαλίσει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενώ παράλληλα θα τηρείται πλήρως η σχετική ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι αυτό είναι καίριας σημασίας για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διώξεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου·

22.

επαναλαμβάνει ότι είναι απαραίτητο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να αναζητεί όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, είτε αυτά είναι ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά· επιμένει, περαιτέρω, ότι είναι απαραίτητο να χορηγούνται στους ύποπτους ή κατηγορουμένους σε κάθε έρευνα που αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ορισμένα δικαιώματα σχετικά με την αποδεικτική διαδικασία, και ειδικότερα:

α)

ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία προς εξέταση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

β)

ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να προβαίνει στη συλλογή κάθε αποδεικτικού στοιχείου που σχετίζεται με τις έρευνες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διορισμού εμπειρογνωμόνων και ακρόασης μαρτύρων·

23.

εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές πολλαπλές δικαιοδοσίες για τις διασυνοριακές παραβάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ότι είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς, οι εντεταλμένοι των Ευρωπαίων Εισαγγελέων και οι εθνικές αρχές δίωξης θα σέβονται πλήρως την αρχή «ne bis in idem» σε σχέση με διώξεις που αφορούν αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

Άσκηση ενδίκων μέσων

24.

επιβεβαιώνει ότι το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων σε συνάρτηση με τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή και αναγνωρίζει, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να λειτουργεί αποτελεσματικά· φρονεί, ως εκ τούτου, ότι όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από το αρμόδιο δικαστήριο· υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα τμήματα, όπως η επιλογή δωσιδικίας για τη δίωξη, η κατάργηση της δίκης ή η εκ νέου παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο ή ο δικαστικός συμβιβασμός, θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης·

25.

πιστεύει ότι, για τους σκοπούς του δικαστικού ελέγχου όλων των ερευνητικών και λοιπών δικονομικών μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των διωκτικών της αρμοδιοτήτων, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να θεωρείται εθνική αρχή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών μελών·

Συνεκτική νομική προστασία των υπόπτων ή των κατηγορουμένων

26.

υπενθυμίζει ότι η νέα Υπηρεσία θα πρέπει να ασκεί τις δραστηριότητές της με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των υπόπτων ή των κατηγορουμένων τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε εκείνα τα νομοθετικά μέτρα που έχουν ήδη εγκριθεί σε ενωσιακό επίπεδο σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες και σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

27.

υποστηρίζει ότι η μελλοντική οδηγία για τη δικαστική αρωγή θα πρέπει να εφαρμόζεται εξίσου σε όλους τους υπόπτους ή κατηγορούμενους που υπόκεινται σε έρευνα ή διώκονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία· καλεί τα κράτη μέλη, ελλείψει οδηγίας της ΕΕ, να διασφαλίσουν την αποτελεσματική πρόσβαση στη νομική αρωγή σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές νομοθεσίες·

28.

τονίζει ότι όλοι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι που υπόκεινται σε έρευνα ή διώκονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δικαιούνται προστασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· υπογραμμίζει, εν προκειμένω, το γεγονός ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υπόκειται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001· τονίζει ότι κάθε ειδική διάταξη για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχεται στον κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μπορεί μόνο να συμπληρώνει και να αποσαφηνίζει τις διατάξεις που περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και μόνο στον αναγκαίο βαθμό·

29.

επιβεβαιώνει την ισχυρή βούλησή του για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και για τη μεταρρύθμιση της Eurojust, όπως προβλέπεται από την Επιτροπή σε αμφότερες τις προτάσεις της· ζητεί από την Επιτροπή να αναπροσαρμόσει τις εκτιμήσεις της σχετικά με τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της συλλογικής δομής· ζητεί να αποσαφηνιστούν οι σχέσεις μεταξύ Eurojust, Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και OLAF προκειμένου να διαφοροποιηθούν οι αντίστοιχοι ρόλοι τους στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ· καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν τη δυνατότητα μιας ισχυρότερης ολοκληρωμένης προσέγγισης των οργανισμών αυτών προκειμένου οι έρευνες να καταστούν αποτελεσματικότερες·

ο

ο ο

30.

καλεί το Συμβούλιο να ακολουθήσει τις συστάσεις αυτές και υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις είναι απαραίτητες για να δώσει το Κοινοβούλιο τη συγκατάθεσή του στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου·

31.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0234.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0444.