9.11.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 378/27


P7_TA(2014)0203

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα κατά τα έτη 2011-2013

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2014 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα (άρθρο 104 παράγραφος 7 του Κανονισμού) για τα έτη 2011-2013 (2013/2155(INI))

(2017/C 378/03)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 1, 10 και 16 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τα άρθρα 15 και 298 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

έχοντας υπόψη το άρθρο 11 της ΣΕΕ και την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διατηρούν ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και την κοινωνία των πολιτών,

έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 41 (δικαίωμα χρηστής διοίκησης) και 42 (δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1700/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 354/83 που αφορά το άνοιγμα στο κοινό των ιστορικών αρχείων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα για τα έτη 2009-2010 (3),

έχοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα, και ιδίως τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Access Info Europe (υπόθεση C-280/11 P), Donau Chemie (C-536/11), IFAW κατά Επιτροπής (C-135/11) (4), My Travel (C-506/08 P), Turco (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-39/05 P και C-52/05 P), και τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις In ‘t Veld κατά Συμβουλίου (T-529/09), Γερμανία κατά Επιτροπής (T-59/09), EnBW κατά Επιτροπής (T-344/08), Sviluppo Globale (T-6/10), Internationaler Hilfsfonds (T-300/10), Ευρωπαϊκή Δυναμική (T-167/10), Jordana (T-161/04) και CDC (T-437/08),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 30 Απριλίου 2008, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (COM(2008)0229),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 20 Μαρτίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (COM(2011)0137),

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2008 για την πρόσβαση σε επίσημα έγγραφα,

έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το 2011 και το 2012 σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα, οι οποίες υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001,

έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο του 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 20ής Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας,

έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή κατά το 2012 (5) και της 17ης Δεκεμβρίου 2009 σχετικά με την αναγκαία βελτίωση του νομικού πλαισίου όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) (6),

έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για το 2012,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 48 και 104 παράγραφος 7 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0148/2014),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας έχει τεθεί σε ισχύ εδώ και τέσσερα έτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι με το άρθρο 15 της ΣΛΕΕ θεσπίζεται ένα συνταγματικό πλαίσιο για τη διαφάνεια των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ για τους πολίτες της ΕΕ και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος· λαμβάνοντας υπόψη ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος διέπεται από τις γενικές αρχές και τα όρια που καθορίζονται από τους κανονισμούς που εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 298 της ΣΛΕΕ προβλέπεται μια ευρωπαϊκή διοίκηση ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελεί γενικό κανόνα η παροχή πλήρους πρόσβασης στα νομοθετικά έγγραφα, ενώ οι εξαιρέσεις όσον αφορά τα μη νομοθετικά έγγραφα πρέπει να είναι περιορισμένες·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν πλήρως στη δημοκρατική διαδικασία και να ασκούν δημόσιο έλεγχο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια στη διοίκηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών, ενώ συμβάλλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στη νομιμότητα του πολιτικού συστήματος και της νομοθεσίας της Ένωσης·

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευρεία πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο μιας ζωντανής δημοκρατίας·

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε μια υγιή δημοκρατία οι πολίτες δεν θα πρέπει να χρειάζεται να βασίζονται σε καταγγέλλοντες παρατυπίες προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια των αρμοδιοτήτων και των δραστηριοτήτων των κυβερνήσεών τους·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν πώς λειτουργεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων και πώς ενεργούν οι εκπρόσωποί τους, να τους ζητούν να λογοδοτήσουν και να γνωρίζουν πώς διανέμονται και δαπανώνται οι δημόσιοι πόροι·

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα εξακολουθεί να μην εφαρμόζεται ορθά από τη διοίκηση της Ένωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξαιρέσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζονται συστηματικά και όχι κατ’ εξαίρεση από τη διοίκηση·

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, όταν ένα θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η δημοσιοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το προστατευόμενο μέσω της εξαιρέσεως του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 συμφέρον (βλ. In ‘t Veld κατά Συμβουλίου) (7)·

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι συγκεκριμένη και προβλέψιμη προσβολή του επίμαχου συμφέροντος δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από τον απλό φόβο ότι θα δημοσιοποιηθεί στους πολίτες της ΕΕ η διάσταση απόψεων των οργάνων ως προς τη νομική βάση της διεθνούς δράσης της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της δράσης αυτής (βλ. In ‘t Veld κατά Συμβουλίου) (8)·

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι έρευνες σε έξι από τις δέκα σημαντικότερες υποθέσεις του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για το 2012 αφορούσαν τη διαφάνεια·

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στατιστικά στοιχεία για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δείχνουν μείωση του αριθμού αρχικών αιτήσεων και στα τρία θεσμικά όργανα·

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Κοινοβούλιο έχει μειωθεί ο αριθμός των ζητούμενων συγκεκριμένων εγγράφων (από 1 666 το 2011 σε 777 το 2012)· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι στο Κοινοβούλιο έχει αυξηθεί το ποσοστό των αιτημάτων για μη κατονομαζόμενα έγγραφα, π.χ. «όλα τα έγγραφα που αφορούν …» (από 35,5 % το 2011 σε 53,5 % το 2012)· λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει μειωθεί ο αριθμός των ζητούμενων εγγράφων του Συμβουλίου (από 9 641 το 2011 σε 6.166 το 2012) (9)·

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τα ποσοτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις ετήσιες εκθέσεις του 2012, έχουν αυξηθεί τα ποσοστά πλήρους άρνησης πρόσβασης τόσο στην Επιτροπή (από 12 % το 2011 σε 17 % το 2012) όσο και στο Συμβούλιο (από 12 % το 2011 σε 21 % το 2012), ενώ το Κοινοβούλιο παρουσιάζει σταθερά αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά την πλήρη άρνηση πρόσβασης (5 % το 2011 και το 2012)·

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή παρουσιάζει σημαντική αύξηση ως προς τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (από 165 το 2011 σε 229 το 2012), που έχει ως αποτέλεσμα ελαφρά αύξηση των πλήρως αναθεωρημένων αποφάσεων, μείωση των μερικώς αναθεωρημένων αποφάσεων και αύξηση των επιβεβαιωμένων αποφάσεων, ενώ τόσο το Συμβούλιο όσο και το Κοινοβούλιο παρουσιάζουν σχετικά σταθερά αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (Συμβούλιο: από 27 το 2011 σε 23 το 2012· Κοινοβούλιο: από 4 το 2011 σε 6 το 2012)·

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι αρκετές αιτήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την υποβολή καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (Επιτροπή: από 10 το 2011 σε 20 το 2012· Συμβούλιο: από 2 το 2011 σε 4 το 2012· Κοινοβούλιο: 1 το 2011 και 1 το 2012)·

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής περάτωσε την εξέταση αρκετών καταγγελιών το 2011 και το 2012 με τη διατύπωση επικριτικών παρατηρήσεων ή προτάσεων για ανάληψη περαιτέρω δράσης (Επιτροπή: από 10 από 18 το 2011 σε 8 από 10 το 2012· Συμβούλιο: δεν υπάρχουν στοιχεία· Κοινοβούλιο: από 0 από 0 το 2011 σε 1 από 1 το 2012)·

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι αρκετές αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα οδήγησαν σε προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο ή σε αίτηση αναίρεσης στο Δικαστήριο (Επιτροπή: από 15 προσφυγές και 3 αιτήσεις αναίρεσης το 2011 σε 14 προσφυγές και 1 αίτηση αναίρεσης το 2012· Συμβούλιο: από 1 προσφυγή και 2 αιτήσεις αναίρεσης το 2011 σε 1 αίτηση αναίρεσης το 2012 (10)· Κοινοβούλιο: καμία το 2011 ούτε το 2012)·

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί υπέρ της μεγαλύτερης διαφάνειας, ή έχει παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σε αρκετές υποθέσεις (Επιτροπή: 5 από 6 (11) το 2011 και 5 από 5 το 2012 (12)· Συμβούλιο: 1 από 1 το 2011 (Access Info Europe, T-233/09) και 1 από 4 το 2012 (In ‘t Veld, T-529/09)· Κοινοβούλιο: 1 από 2 το 2011 (13) (Toland, T-471/08) και 1 από 1 το 2012 (Kathleen Egan και Margaret Hackett, T-190/10))·

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί υπέρ της μεγαλύτερης διαφάνειας στις εξής υποθέσεις — Επιτροπή: 1 από 1 το 2011 (My Travel, C-506/08) και 1 από 3 το 2012 (IFAW, C-135/11 P) (14)· Συμβούλιο και Κοινοβούλιο: καμία απόφαση το 2011 ούτε το 2012·

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου δεν παρέχονται συγκρίσιμα στατιστικά στοιχεία· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τρία θεσμικά όργανα δεν τηρούν τα ίδια πρότυπα πληρότητας ως προς την παρουσίαση των στατιστικών στοιχείων·

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρώτος σε συχνότητα επίκλησης λόγος εξαίρεσης είναι «η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων», όπως χρησιμοποιείται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο μετά τις αρχικές αιτήσεις (Επιτροπή: 17 % το 2011 και 20 % το 2012· Συμβούλιο: 41 % τόσο το 2011 όσο και το 2012)· λαμβάνοντας υπόψη ότι «η προστασία των διεθνών σχέσεων» ήταν ο δεύτερος σε συχνότητα λόγος εξαίρεσης τον οποίον επικαλέστηκε το Συμβούλιο· λαμβάνοντας υπόψη ότι στην περίπτωση του Κοινοβουλίου, ο συνηθέστερος λόγος εξαίρεσης ήταν «η προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου»·

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεσμικά όργανα δεν έχουν εφαρμόσει το άρθρο 15 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 3 εδάφιο 5 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά την υποχρέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου να συνεδριάζουν δημόσια όταν συσκέπτονται επί σχεδίου νομοθετικής πράξης και να δημοσιεύουν τα έγγραφα που αφορούν τις νομοθετικές διαδικασίες, υπό τους όρους που ορίζονται στους κανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 εδάφιο 2·

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 προβλέπει εξαίρεση ως προς τη διαφάνεια «εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον»· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω διάταξη είναι προγενέστερη της Συνθήκης της Λισαβόνας και χρειάζεται να ευθυγραμμιστεί με το άρθρο 15 της ΣΛΕΕ·

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Access Info Europe  (15) επιβεβαίωσε ότι η δημοσίευση των ονομάτων των κρατών μελών και των προτάσεών τους δεν είναι επιβλαβής για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί σε προηγούμενη απόφασή του στην ίδια υπόθεση ότι «συγκεκριμένα, η εκ μέρους των πολιτών άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους προϋποθέτει τη δυνατότητα λεπτομερούς εφαρμογής της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων»·

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διεθνείς συμφωνίες έχουν δεσμευτικά αποτελέσματα και επιπτώσεις στη νομοθεσία της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα έγγραφα που σχετίζονται με αυτές πρέπει καταρχήν να είναι δημόσια, με την επιφύλαξη των νόμιμων εξαιρέσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή της εξαίρεσης για την προστασία των διεθνών σχέσεων ισχύει όπως ορίζεται στη σκέψη 19 της απόφασης στην υπόθεση T-529/09, In ‘t Veld κατά Συμβουλίου·

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τριμερείς διάλογοι μεταξύ της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου είναι καθοριστικοί για τη διαμόρφωση της νομοθεσίας της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τριμερείς διάλογοι δεν είναι δημόσιοι και τα έγγραφα που αφορούν τους ανεπίσημους τριμερείς διαλόγους, συμπεριλαμβανομένων των ημερήσιων διατάξεων και των συνοπτικών εκθέσεων, δεν καθίστανται κατά κανόνα διαθέσιμα ούτε στο κοινό ούτε στο Κοινοβούλιο, γεγονός το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 15 της ΣΛΕΕ·

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα έγγραφα τα οποία καταρτίζει ή έχει στην κατοχή της η Προεδρία του Συμβουλίου σε σχέση με το έργο της ως Προεδρίας θα πρέπει να είναι προσβάσιμα σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ περί διαφάνειας·

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 βρίσκονται σε αδιέξοδο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα πράξη θα πρέπει να προβλέπει σημαντικά μεγαλύτερη διαφάνεια σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση·

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αιτήματα για τη διεξαγωγή συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών στο Κοινοβούλιο πρέπει καταρχήν να εξετάζονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω αιτήματα πρέπει να αξιολογούνται από το Κοινοβούλιο κατά περίπτωση και να μην γίνονται αυτομάτως αποδεκτά·

ΛΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαβάθμιση εγγράφων βάσει επιπέδου εμπιστευτικότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαίσιο του 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ή ο χαρακτηρισμός τους ως «ευαίσθητων εγγράφων» δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, πρέπει να γίνεται βάσει προσεκτικής και ειδικής εξέτασης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπερβολική διαβάθμιση οδηγεί σε περιττό και δυσανάλογο απόρρητο των εγγράφων και στη διεξαγωγή συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών χωρίς τη δέουσα αιτιολόγηση·

ΛΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια παραμένει ο κανόνας, ακόμη και σε σχέση με προγράμματα επιείκειας σε υποθέσεις καρτέλ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αυτόματη απαγόρευση της δημοσιοποίησης αποτελεί παραβίαση του κανόνα της διαφάνειας, όπως ορίζεται στις Συνθήκες· λαμβάνοντας υπόψη ότι το απόρρητο αποτελεί την εξαίρεση και πρέπει να δικαιολογείται κατά περίπτωση από τους εθνικούς δικαστές όσον αφορά αγωγές αποζημίωσης·

ΛΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι συνιστάται να καταρτιστούν κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ ως χρήσιμο βοήθημα για τους δικαστές· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των εγγράφων εταιρειών και των φακέλων καρτέλ που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή·

Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα

1.

υπενθυμίζει ότι η διαφάνεια αποτελεί τον γενικό κανόνα και ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στα έγγραφα·

2.

υπενθυμίζει ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα ώστε να μπορούν οι πολίτες και η κοινωνία των πολιτών να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με όλες τις πτυχές της δράσης της ΕΕ·

3.

υπενθυμίζει ότι η διαφάνεια ενισχύει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, καθώς παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να ενημερώνονται και να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ένωσης και, με τον τρόπο αυτό, να συμβάλλουν στην ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ·

4.

υπενθυμίζει ότι κάθε απόφαση άρνησης πρόσβασης σε έγγραφα πρέπει να στηρίζεται σε σαφώς και αυστηρώς καθορισμένες από τον νόμο εξαιρέσεις, και να συνοδεύεται από εύλογη και συγκεκριμένη αιτιολόγηση, ώστε να μπορεί ο πολίτης να κατανοεί την άρνηση πρόσβασης και να αξιοποιεί αποτελεσματικά τα διαθέσιμα ένδικα μέσα·

5.

υπενθυμίζει ότι πρέπει να επιτευχθεί η δέουσα ισορροπία μεταξύ διαφάνειας και προστασίας των δεδομένων, όπως κατέστη σαφές με την υπόθεση Bavarian Lager, και τονίζει ότι δεν πρέπει να γίνεται «κατάχρηση» της προστασίας δεδομένων, ιδίως προς κάλυψη συγκρούσεων συμφερόντων και αθέμιτης επιρροής στο πλαίσιο της διοίκησης και λήψης αποφάσεων της ΕΕ· τονίζει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Bavarian Lager βασίζεται στη σημερινή διατύπωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και δεν εμποδίζει την αλλαγή της διατύπωσης, η οποία είναι απαραίτητη και επείγουσα, ιδίως μετά τη σαφή διακήρυξη του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα στις Συνθήκες και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

6.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς να εφαρμόζουν αυστηρά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη νομολογία που αφορά τη συγκεκριμένη πράξη και προβαίνοντας σε εναρμόνιση των ισχυόντων εσωτερικών κανόνων τους με το γράμμα και το πνεύμα του κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες απάντησης σε αιτήματα πρόσβασης σε έγγραφα, εξασφαλίζοντας ότι η εναρμόνιση αυτή δεν συνεπάγεται μεγαλύτερες προθεσμίες· καλεί το Συμβούλιο να δημοσιεύει τα πρακτικά των συνεδριάσεων των ομάδων εργασίας του, καθώς και, υπό το πρίσμα της υπόθεσης Access Info Europe, τα ονόματα των κρατών μελών και τις προτάσεις τους·

7.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς, κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, να προβαίνουν σε αυστηρή εκτίμηση των δυνατοτήτων μερικής δημοσιοποίησης ενός εγγράφου, πίνακα, γραφήματος, παραγράφου ή φράσης·

8.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της ΕΕ να αναπτύξουν μια πιο προορατική προσέγγιση για τη διαφάνεια, καθιστώντας διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες εγγράφων μέσω των ιστοτόπων τους, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διοικητικών εγγράφων, και να συμπεριλαμβάνουν τα εν λόγω έγγραφα στα δημόσια μητρώα τους· θεωρεί ότι η εν λόγω προσέγγιση συμβάλλει στην εξασφάλιση αποτελεσματικής διαφάνειας καθώς και στην πρόληψη περιττών δικαστικών διαδικασιών, οι οποίες μπορεί να δημιουργούν περιττές δαπάνες και φόρτο τόσο στα θεσμικά όργανα όσο και στους πολίτες·

9.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς να εφαρμόσουν πλήρως το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και να δημιουργήσουν δημόσια μητρώα εγγράφων με σαφείς και προσβάσιμες δομές, αποτελεσματική λειτουργία αναζήτησης, τακτικά επικαιροποιημένες πληροφορίες για τα νέα έγγραφα που καταρτίζονται και καταχωρίζονται, παραπομπές σε μη δημόσια έγγραφα, παροχή βοήθειας στους δημόσιους χρήστες και οδηγίες χρήσης σχετικά με τα είδη των εγγράφων που τηρούνται στο μητρώο·

10.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς να δημοσιεύουν συστηματικά και χωρίς καθυστέρηση, στα οικεία μητρώα εγγράφων, όλα τα έγγραφα που στο παρελθόν δεν ήταν διαθέσιμα στο κοινό και τα οποία δημοσιοποιούνται κατόπιν αιτημάτων πρόσβασης σε έγγραφα·

11.

καλεί τις διοικήσεις να παρέχουν τα πλήρη στοιχεία όλων των εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο ενός αιτήματος για πρόσβαση σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, μετά την αρχική αίτηση·

12.

τονίζει ότι η προσφυγή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή συνιστά πολύτιμη δυνατότητα σε περιπτώσεις όπου η άρνηση της πρόσβασης σε έγγραφο έχει επιβεβαιωθεί από το οικείο διοικητικό όργανο· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής των αποφάσεων του Διαμεσολαβητή·

13.

τονίζει ότι η δικαστική διαμάχη συνεπάγεται εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες, ενέχει τον κίνδυνο υψηλού, ακόμη και απαγορευτικού κόστους, καθώς και αβέβαιης έκβασης, επιβαρύνοντας σε αδικαιολόγητο βαθμό τους πολίτες που επιθυμούν να προσφύγουν κατά απόφασης άρνησης (μερικής) πρόσβασης· υπογραμμίζει ότι αυτό, στην πράξη, σημαίνει ότι δεν υφίσταται αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά αρνητικής απόφασης σε αίτημα πρόσβασης σε έγγραφα·

14.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς να θεσπίσουν επειγόντως ταχύτερες, λιγότερο επαχθείς και περισσότερο προσβάσιμες διαδικασίες για τον χειρισμό των καταγγελιών σε περιπτώσεις άρνησης χορήγησης πρόσβασης, προκειμένου να μειωθεί η ανάγκη για δικαστικές διαμάχες και να δημιουργηθεί μια πραγματική νοοτροπία διαφάνειας·

15.

τονίζει ότι οι ετήσιες εκθέσεις των τριών θεσμικών οργάνων και των λοιπών οργάνων και οργανισμών θα πρέπει να παρουσιάζουν αριθμητικά στοιχεία σε συγκρίσιμο μορφότυπο, στα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, ο αριθμός των ζητούμενων εγγράφων, ο αριθμός των αιτήσεων, ο αριθμός εγγράφων στα οποία χορηγήθηκε (μερική) πρόσβαση, ο αριθμός αιτήσεων που έγιναν αποδεκτές πριν και έπειτα από επιβεβαιωτική αίτηση καθώς και τα στοιχεία όσον αφορά την πρόσβαση που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο, τη μερική πρόσβαση που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο και την άρνηση της πρόσβασης·

16.

καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να μην ζητούν να υποχρεώνεται ο αντίδικος να καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα, και να διασφαλίζουν ότι οι πολίτες δεν αποτρέπονται από το να προσφεύγουν κατά αποφάσεων λόγω έλλειψης μέσων·

17.

σημειώνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο πλαίσιο διαφάνειας που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, όπως αποτυπώνεται στην απόφαση στην υπόθεση T-59/09, Γερμανία κατά Επιτροπής, στην οποία η Γερμανία ήταν αντίθετη στη δημοσιοποίηση εγγράφων που αφορούσαν έγγραφο οχλήσεως το οποίο της απεστάλη, επικαλούμενη την προστασία του δημόσιου συμφέροντος στο πλαίσιο των «διεθνών σχέσεων», ενώ το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο όρος «διεθνείς σχέσεις» πρέπει να θεωρείται όρος του δικαίου της ΕΕ και ως εκ τούτου δεν ισχύει για την επικοινωνία μεταξύ της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους·

18.

καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να βελτιώσουν τον χρόνο απόκρισής τους σε αιτήματα πρόσβασης σε έγγραφα και επιβεβαιωτικές αιτήσεις·

19.

δεσμεύεται να εξετάσει με ποιον τρόπο οι διαβουλεύσεις του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μπορούν να καταστούν περισσότερο διαφανείς, για παράδειγμα μέσω της τήρησης λεπτομερών πρακτικών και της δημοσιοποίησής τους στο κοινό·

Αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001

20.

εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι, από τον Δεκέμβριο του 2011, όταν ενέκρινε τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος, καθώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν φαίνεται να έχουν προετοιμασθεί για να προβούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις· ως εκ τούτου, καλεί το Συμβούλιο να προχωρήσει επιτέλους με την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001· καλεί το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να συμφωνήσουν επί μιας νέας πράξης που να προβλέπει σημαντικά μεγαλύτερη διαφάνεια, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου 15 της ΣΛΕΕ·

21.

καλεί όλα τα θεσμικά όργανα, φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς της ΕΕ να εφαρμόζουν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 κατά τρόπο συνεπή προς τις διατάξεις της Σύμβασης του Århus· υποστηρίζει πλήρως την πολιτική του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων να δημοσιεύει, κατόπιν αιτήματος, τις εκθέσεις των κλινικών δοκιμών φαρμάκων που κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων για το συγκεκριμένο φάρμακο· τονίζει ότι οποιαδήποτε αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 πρέπει να σέβεται απολύτως τη Σύμβαση του Aarhus και να ορίζει τις τυχόν εξαιρέσεις με απόλυτη συμμόρφωση προς αυτήν·

22.

συνιστά κάθε θεσμικό και άλλο όργανο ή οργανισμός της ΕΕ να διορίσει ως υπεύθυνο διαφάνειας έναν από τους υπαλλήλους στις εσωτερικές διοικητικές δομές του, ο οποίος θα είναι αρμόδιος για τη συμμόρφωση και για τη βελτίωση των πρακτικών·

23.

καλεί όλα τα θεσμικά όργανα να αξιολογήσουν και, όπου απαιτείται, να αναθεωρήσουν τις εσωτερικές τους ρυθμίσεις για την αναφορά παραπτωμάτων, και ζητεί την προστασία των καταγγελλόντων παρατυπίες· καλεί, ιδίως, την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο σχετικά την πείρα που αποκόμισε από τους νέους κανόνες που θεσπίστηκαν το 2012 για την καταγγελία παρατυπιών από υπαλλήλους των οργάνων της ΕΕ, καθώς και από τα μέτρα εφαρμογής τους· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την προστασία των καταγγελλόντων, όχι μόνο σε ηθικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η δέουσα προστασία και στήριξή τους στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος·

Υποβολή εκθέσεων

24.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ να εναρμονίσουν τις ετήσιες εκθέσεις τους σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα και να παρουσιάζουν παρόμοια στατιστικά στοιχεία σε συμβατή μορφή και με όσο το δυνατόν πληρέστερο και περιεκτικό τρόπο (π.χ. σε πίνακες στο παράρτημα που καθιστούν δυνατή την άμεση σύγκριση)·

25.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ να εγκρίνουν τις συστάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στο προηγούμενο ψήφισμά του σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα·

26.

καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να συμπεριλάβουν στις ετήσιες εκθέσεις τους για τη διαφάνεια απάντηση στις συστάσεις του Κοινοβουλίου·

Νομοθετικά έγγραφα

27.

καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τη διαφάνεια των ομάδων εμπειρογνωμόνων και των ομάδων επιτροπολογίας μέσω της δημόσιας διεξαγωγής των συνεδριάσεών τους και της δημοσίευσης της διαδικασίας πρόσληψης μελών, καθώς και της πληροφόρησης σχετικά με τα μέλη, τις διαδικασίες, τα έγγραφα υπό εξέταση, τις ψηφοφορίες, τις αποφάσεις και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, τα οποία θα πρέπει όλα να δημοσιεύονται στο διαδίκτυο, σε τυποποιημένο μορφότυπο· τονίζει ότι τα μέλη των ομάδων εμπειρογνωμόνων και των ομάδων επιτροπολογίας πρέπει να δηλώνουν εκ των προτέρων εάν έχουν προσωπικό συμφέρον σε σχέση με τα υπό συζήτηση θέματα· καλεί την Επιτροπή να βελτιώσει και να εφαρμόσει πλήρως, σε όλες τις ΓΔ, τις εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τις διαδικασίες πρόσληψης (π.χ. ισορροπημένη σύνθεση, πολιτική για τη σύγκρουση συμφερόντων, ανοιχτοί διαγωνισμοί) καθώς και τους κανόνες για την επιστροφή δαπανών, και να υποβάλει σχετική έκθεση, όχι μόνο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα αλλά και στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων των ΓΔ· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σε σχέση, ιδίως, με τη συμβουλευτική ομάδα ενδιαφερομένων μερών της Διατλαντικής εταιρικής σχέσης εμπορίου και επενδύσεων·

28.

καλεί την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τους ανεπίσημους τριμερείς διαλόγους μέσω της δημόσιας διεξαγωγής των συνεδριάσεων, της δημοσίευσης των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων χρονοδιαγραμμάτων, ημερήσιων διατάξεων, πρακτικών, εγγράφων υπό εξέταση, τροπολογιών, λαμβανομένων αποφάσεων, πληροφοριών για τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών και των θέσεων και πρακτικών τους, σε ένα τυποποιημένο και εύκολα προσβάσιμο διαδικτυακό περιβάλλον, κατά κανόνα και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001·

29.

υπενθυμίζει ότι το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για τα ευαίσθητα έγγραφα αποτελεί συμβιβασμό που δεν αντικατοπτρίζει πλέον τις νέες συνταγματικές και νομικές υποχρεώσεις που ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας·

30.

καλεί τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ να τηρούν ενημερωμένα δημόσια στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των διαβαθμισμένων εγγράφων που έχουν στην κατοχή τους, βάσει της διαβάθμισής τους·

Διαβάθμιση εγγράφων

31.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση κανονισμού για τον καθορισμό σαφών κανόνων και κριτηρίων για τη διαβάθμιση των εγγράφων από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ·

32.

καλεί τα θεσμικά όργανα να αξιολογούν και να αιτιολογούν τα αιτήματα για διεξαγωγή συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001·

33.

καλεί τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να συστήσουν μια ανεξάρτητη εποπτική αρχή της ΕΕ για τη διαβάθμιση των εγγράφων και την εξέταση των αιτημάτων για τη διεξαγωγή συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών·

Δημοσιονομικές πληροφορίες

34.

καλεί τα θεσμικά όργανα να δημοσιοποιούν και να καθιστούν προσβάσιμα στους πολίτες τα έγγραφα που αφορούν τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εκτέλεσή του και τους δικαιούχους των κονδυλίων και των επιχορηγήσεων και τονίζει ότι τα εν λόγω έγγραφα πρέπει επίσης να είναι προσβάσιμα μέσω συγκεκριμένου ιστοτόπου και βάσης δεδομένων καθώς και σε βάση δεδομένων που έχει ως αντικείμενο τη δημοσιονομική διαφάνεια εντός της Ένωσης·

Διεθνείς διαπραγματεύσεις

35.

εκφράζει ανησυχία για τη συστηματική εφαρμογή της εξαίρεσης για την προστασία των διεθνών σχέσεων ως αιτιολόγηση για τη διαβάθμιση εγγράφων·

36.

υπενθυμίζει ότι όταν ένα θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η δημοσιοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει με ποιον τρόπο η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού μπορεί να υπονομεύσει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις·

37.

επισημαίνει ότι, ανεξαρτήτως των εν λόγω αρχών, αυτό εξακολουθεί να μην εφαρμόζεται στην πράξη, όπως καταδεικνύεται από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-529/09 (In ‘t Veld κατά Συμβουλίου) όσον αφορά την άρνηση του Συμβουλίου να παράσχει πρόσβαση σε γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του σχετικά με τη συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ για το πρόγραμμα παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (TFTP)·

Γνωμοδοτήσεις νομικών υπηρεσιών

38.

επισημαίνει ότι οι γνωμοδοτήσεις των νομικών υπηρεσιών των θεσμικών οργάνων πρέπει, καταρχήν, να δημοσιοποιούνται, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Turco ότι «ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 αποσκοπεί, όπως επισημαίνεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη και με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων» (16)·

39.

υπενθυμίζει ότι, προτού αξιολογήσει κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση του άρθρου 4 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση σχετικά με την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών, το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να εξετάσει αν το έγγραφο του οποίου ζητείται η κοινολόγηση αποτελεί όντως νομική γνωμοδότηση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να καθορίσει τα τμήματα της γνωμοδότησης αυτής τα οποία αφορά πραγματικά η κοινολόγηση και τα οποία, επομένως, μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαίρεσης (Turco, σκέψη 38)·

40.

καλεί τα θεσμικά όργανα να συμμορφωθούν προς την απόφαση στην υπόθεση Turco σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις νομικών υπηρεσιών που καταρτίζονται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, στην οποία ορίζεται ότι «είναι ακριβώς η διαφάνεια που, μέσω της δυνατότητας που αυτή παρέχει ώστε να τίθενται σε ανοικτό διάλογο οι διάφορες διιστάμενες απόψεις, συμβάλλει στο να αποκτούν τα θεσμικά όργανα μεγαλύτερη νομιμότητα στα μάτια του ευρωπαίου πολίτη και στο να αυξάνεται η εμπιστοσύνη του προς αυτά» και ότι «στην πραγματικότητα, τις αμφιβολίες στον πολίτη, όχι μόνον ως προς τη νομιμότητα μιας μεμονωμένης πράξης, αλλά και ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο σύνολό της, μπορεί να γεννήσει μάλλον η έλλειψη πληροφόρησης και διαλόγου» (17)·

41.

τονίζει ότι, όπως ορίζεται στην απόφαση στην υπόθεση In ‘t Veld κατά Συμβουλίου (T-529/09) (18), συγκεκριμένη και προβλέψιμη προσβολή του επίμαχου συμφέροντος δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από τον απλό φόβο ότι θα δημοσιοποιηθεί στους πολίτες η διάσταση απόψεων των οργάνων ως προς τη νομική βάση της διεθνούς δράσης της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της δράσης αυτής·

Επιείκεια σε υποθέσεις καρτέλ

42.

τονίζει ότι στην απόφαση στην υπόθεση C-536/11, σκέψη 43, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «κάθε αίτημα προσβάσεως σε [φάκελο καρτέλ] πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση, [από τα εθνικά δικαστήρια], λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως»·

ο

ο ο

43.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.


(1)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(2)  ΕΕ L 243 της 27.9.2003, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 51 E της 22.2.2013, σ. 72.

(4)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-135/11 P, IFAW κατά Επιτροπής, όπου στη σκέψη 75 αναφέρεται ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το εν λόγω έγγραφο, «δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει in concreto αν ήταν θεμιτή η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο αυτό βάσει των εξαιρέσεων».

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0369.

(6)  EE C 286 E της 22.10.2010, σ. 12

(7)  In ‘t Veld κατά Συμβουλίου (Υπόθεση T-529/09), σκέψη 19.

(8)  In ‘t Veld κατά Συμβουλίου (Υπόθεση T-529/09), σκέψη 75.

(9)  Η Επιτροπή δεν προσδιορίζει τον τύπο των ζητούμενων εγγράφων. Οι αριθμοί των αρχικών αιτήσεων για έγγραφα της Επιτροπής είναι 6 447 το 2011 και 6 014 το 2012.

(10)  Συμβούλιο κατά In 't Veld (παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ της In ‘t Veld).

(11)  Αποφάσεις στις υποθέσεις Batchelor (T-362/08), IFAW II (T-250/08), Navigazione Libera del Golfo (T-109/05 και T-444/05), Jordana (T-161/04), CDC (T-437/08) και LPN (T-29/08).

(12)  Γερμανία κατά Επιτροπής (T-59/09), EnBW κατά Επιτροπής (T-344/08), Sviluppo Globale (T-6/10), Internationaler Hilfsfonds (T-300/10), Ευρωπαϊκή Δυναμική (T-167/10).

(13)  Η άλλη υπόθεση είναι η Dennekamp (T-82/08), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του Κοινοβουλίου για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων.

(14)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση IFAW σχετικά με έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος και την υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αξιολογεί τα επίμαχα έγγραφα· και δύο άλλες υποθέσεις σχετικά με διαδικασίες ελέγχου πράξεως συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων, Agrofert (C-477/10 P) και Éditions Odile Jacob (C-404/10 P). Αυτές οι τρεις αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν περιγράφονται στην ετήσια έκθεση της Επιτροπής.

(15)  Υπόθεση C-280/11 P, Συμβούλιο κατά Access Info Europe.

(16)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 35.

(17)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 59.

(18)  Υπόθεση T-529/09, In ‘t Veld κατά Συμβουλίου, σκέψη 75.