14.8.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 268/14


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ευρωπαϊκή συνεργασία για τα ενεργειακά δίκτυα»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

(2015/C 268/03)

Εισηγητής:

ο κ. COULON

Στις 16 Οκτωβρίου 2014, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του εσωτερικού της κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

«Ευρωπαϊκή συνεργασία για τα ενεργειακά δίκτυα»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας).

Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές και κοινωνία των πληροφοριών», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 4 Μαρτίου 2015.

Κατά την 506η σύνοδο ολομέλειας, της 18ης και 19ης Μαρτίου 2015 (συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 2015), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 167 ψήφους υπέρ και 3 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία για τα ενεργειακά δίκτυα έχει ζωτική σημασία για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

1.2.

Οι φορείς της κοινωνίας πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης καλούνται να διαδραματίσουν μείζονα ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί αποτελεσματικότητα, έλεγχο των τιμών και καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

1.3.

Η ΕΟΚΕ προτείνει την καθιέρωση χώρων ανταλλαγών μεταξύ φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, με κοινή πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών και με συμμετοχή των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιτροπών και συναφών οργανισμών του εκάστοτε κράτους μέλους.

1.3.1.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την πρόταση της Επιτροπής στην ανακοίνωσή της για την Ενεργειακή Ένωση η οποία συνίσταται στη συγκρότηση φόρουμ ενεργειακών υποδομών. Κρίνεται σκόπιμο το εν λόγω φόρουμ να δώσει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία των πολιτών, με στόχο την:

συστηματοποίηση της άντλησης διδαγμάτων από την εμπειρία και της εμφάνισης ορθών πρακτικών σε τοπικό επίπεδο·

ανάπτυξη προβληματισμού σχετικά με τις τοπικές ρυθμίσεις και προσανατολισμό της χρηματοδότησης προς τα αποτελεσματικότερα πρότυπα·

προώθηση της αποδοχής από το κοινό και της ενεργού δέσμευσής του σε σχέση με τις διάφορες ενεργειακές προκλήσεις.

1.4.

Η ΕΟΚΕ προτείνει τη δημιουργία «ευρωπαϊκού λογαριασμού ταμιευτηρίου υπέρ της ενέργειας». Κάθε Ευρωπαίος πολίτης θα μπορεί να ανοίξει τέτοιον λογαριασμό, ο οποίος θα προσφέρει απόδοση ελαφρώς ανώτερη από τον ετήσιο πληθωρισμό της Ένωσης, ενώ τα ποσά που κατατίθενται σε αυτόν θα αφιερώνονται αποκλειστικά σε ευρωπαϊκά ενεργειακά έργα και θα λειτουργούν προσθετικά στη δημόσια και την ιδιωτική (από επιχειρήσεις) χρηματοδότηση.

2.   Εισαγωγή

2.1.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια η ανάπτυξη ενεργειακών δικτύων θα αποτελέσει πρόκληση ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη. Η επέκταση και η ενίσχυσή τους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης —που απαιτείται για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής—, για την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ελκυστικότητα της Ευρώπης και, τέλος, για την ασφάλεια εφοδιασμού των καταναλωτών.

2.2.

Αυτή η δυναμική συνεπάγεται την κινητοποίηση εκατοντάδων δισεκατ. ευρώ, για την οποία το έναυσμα θα δοθεί από το πρόγραμμα ανάκαμψης της Επιτροπής για μια οικονομική ανάπτυξη που δημιουργεί δραστηριότητα και απασχόληση. Οι επενδύσεις αυτές θα συνοδεύονται από τη γενίκευση των ευφυών δικτύων (μεταφοράς και διανομής), που εδραιώνονται πλέον ως μεγάλης εμβέλειας αγορά. Θα πρέπει να εξευρεθούν καινοτόμες μορφές συμπληρωματικής χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων μέσω έκκλησης για χρηματοδότηση από τους πολίτες με κατάλληλη αναγνώριση.

2.3.

Μια πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική σε θέματα ενεργειακών υποδομών απαιτεί την ανάπτυξη καίριων κλάδων καινοτομίας, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού.

2.4.

Η προτεραιότητα στα ενεργειακά δίκτυα θα αποτελέσει σημαντικότατη συμβολή στην ευρύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση όσον αφορά την ενέργεια, που αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη, πράγμα που θίγεται ευρέως σε παλαιότερες εργασίες της ΕΟΚΕ, ιδίως όσον αφορά την οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ενέργειας. Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της Ενεργειακής Ένωσης που προτείνει η νέα Επιτροπή και επικεφαλής της οποίας έχει τεθεί ο αντιπρόεδρος κ. Maroš ŠEFČOVIČ.

2.5.

Οι προτεραιότητες της Ενεργειακής Ένωσης συμπίπτουν με τις προτεραιότητες της ΕΟΚΕ, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας, που είναι τα μόνα μέσα μείωσης του κόστους, αύξησης της απόδοσης και ανταπόκρισης στις ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων.

3.   Οι προκλήσεις των υποδομών αερίου στην Ευρώπη

3.1.

Το 2014 η κατάσταση στην Ουκρανία αναζωπύρωσε τους φόβους της Ευρώπης για τον εφοδιασμό της με φυσικό αέριο. Τη στιγμή που τα κοιτάσματα της Βόρειας Θάλασσας ή της Ολλανδίας μειώνονται, η διαφοροποίηση των εισαγωγών συνιστά πλέον μείζονα πρόκληση, ενώ το ίδιο συμβαίνει με την ικανότητα της ηπείρου να αντιμετωπίσει τυχόν διακοπές του εφοδιασμού της. Αυτό θα σημάνει τα επόμενα χρόνια την ανάληψη ή την ολοκλήρωση σειράς διασυνοριακών έργων κατασκευής αγωγών αερίου, υπερσυμπιεστών για την αντιστροφή της ροής σε περίπτωση ανάγκης και τερματικών σταθμών μεθανίου. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικές υποδομές της Ευρώπης θα είναι αναγκαίες για την ενθάρρυνση της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και την αποφυγή αποκλίσεων των τιμών λόγω συμφόρησης.

3.2.

Επίσης, η ενεργειακή μετάβαση πλήττει από πολλές απόψεις τις προοπτικές της βιομηχανίας αερίου, στέλνοντας διαφορετικά και ενίοτε αντικρουόμενα μηνύματα. Οι υποδομές αερίου απαιτούν επενδύσεις που χρειάζονται πολλές δεκαετίες για να αποσβεσθούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η βούληση για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας ή για μετάβαση από ανθρακούχες σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ελάχιστα συμβάλλει σε τέτοιες επενδύσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η ανάδυση του σχιστολιθικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες —και των επακόλουθων εισαγωγών αμερικανικού άνθρακα— δεν είχε προβλεφθεί, γεγονός που οδήγησε σε πλεονάζουσες επενδύσεις στη δυναμικότητα ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου, η οποία θα καλείτο να αντισταθμίζει τους σταθμούς διαλείπουσας παραγωγής. Η ενεργειακή μετάβαση συνεπάγεται ωστόσο την ανάπτυξη του βιοαερίου, πράγμα που σημαίνει μια ορισμένη προσαρμογή των δικτύων προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τη συλλογή και τον διάσπαρτο χαρακτήρα αυτών των πηγών παραγωγής.

3.3.

Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η εξασφάλιση μιας σαφούς και προβλέψιμης πορείας της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής κρίνεται καθοριστικής σημασίας πρόκληση, δεδομένων των σημαντικών επενδύσεων που απαιτούνται και οι οποίες εκτιμώνται, έως το 2020, σε 70 δισεκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και 90 δισεκατ. από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου (ΕΔΔΣΜ Αερίου).

4.   Η πρόκληση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας στην ενεργειακή μετάβαση

4.1.

Τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και βασικό παράγοντα της ενεργειακής μετάβασης. Χρειάζονται προσαρμογή στα νέα μέσα παραγωγής —ανανεώσιμα, πιο διάσπαρτα στον χώρο και διαλείποντα— και στις νέες ανάγκες κατανάλωσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πρώτες γραμμές υψηλής και πολύ υψηλής τάσης αναπτύχθηκαν καταρχάς γύρω από συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής —θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, εν συνεχεία υδροηλεκτρικούς και μετά, σε πολλές χώρες, πυρηνικούς. Οι καταναλωτικές ανάγκες των αστικών και βιομηχανικών περιοχών, η ανάπτυξη των οποίων ήταν ραγδαία από τη δεκαετία του ’50 και μετά, αποτέλεσαν στη συνέχεια οδηγό για τη χάραξη των νέων γραμμών. Σήμερα η Ευρώπη διαθέτει μεγάλες ροές ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, που διασχίζουν τα εθνικά σύνορα και καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την απαραίτητη αλληλεγγύη μεταξύ των διαφόρων περιοχών.

4.2.

Οι στόχοι της ΕΕ για το 2020 και το 2050, συμπεριλαμβανομένων του κλίματος και του περιβάλλοντος, της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού και της ανταγωνιστικότητας, οδηγούν σε εκρηκτική αύξηση των επενδύσεων σε αποκεντρωμένα μέσα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Στη Γαλλία και στη Γερμανία, αλλά και στην Ισπανία και την Ιταλία, το 95 % περίπου αυτών των εγκαταστάσεων παραγωγής συνδέονται πλέον με το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (χαμηλής και μέσης τάσης). Αυτή η αποκεντρωμένη ενέργεια παράγεται ουσιαστικά κατά διαλείποντα τρόπο, όταν έχει άνεμο ή ηλιοφάνεια. Κατά συνέπεια, ο ρόλος και η αποστολή των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας μεταβάλλονται ριζικά. Μέχρι σήμερα το δίκτυο διανομής δεν αντιμετώπιζε παρά περιορισμένα περιστατικά συμφόρησης ηλεκτρικής ενέργειας και διένειμε κατάντη στον τελικό καταναλωτή την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν κεντρικά και η οποία μεταφερόταν μέσω του δικτύου μεταφοράς (υψηλής και πολύ υψηλής τάσης). Αύριο η διαχείριση του δικτύου θα αλλάξει. Η σύνδεση ολοένα μεγαλύτερου μέρους αποκεντρωμένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η φόρτιση ηλεκτροκίνητων οχημάτων και ο ενισχυμένος ρόλος των πελατών, οι οποίοι μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά διαχείρισης της ζήτησης ενέργειας, θα αλλάξουν τις αρμοδιότητες και τις δραστηριότητες των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των δικτύων διανομής και των δικτύων μεταφοράς. Τα δίκτυα διανομής θα είναι στο μέλλον ολοένα πιο διασυνδεδεμένα και σύνθετα δίκτυα, που θα περιλαμβάνουν πολλαπλές πηγές παραγωγής και θα συνδέουν ολοένα πιο ποικίλες και μεταβλητές καταναλωτικές συμπεριφορές. Οι ροές ηλεκτρικής ενέργειας ενδέχεται ακόμα και να αντιστραφούν και να έχουμε μεταφορά από τα δίκτυα διανομής προς τα δίκτυα μεταφοράς, σε περίπτωση που η παραγωγή υπερβαίνει κατά πολύ την κατανάλωση σε τοπικό επίπεδο. Εν γένει, μπορούμε να προβλέψουμε πως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σήμερα, ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση της συμφόρησης, θα αποτελούν σύντομα καθημερινή πραγματικότητα για τους διαχειριστές των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Αυξημένη ευελιξία παραγωγής

4.3.

Αυτή η ενεργειακή μετάβαση, που έχει ξεκινήσει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οδηγεί σε μεταβολή της χωροταξίας των πηγών παραγωγής: οι νέες εγκαταστάσεις, πιο διάσπαρτες από ό,τι τα «συμβατικά» μέσα παραγωγής, δεν αντιστοιχούν στη μέχρι τώρα χαρτογραφία. Οι μονάδες αιολικής ή φωτοβολταϊκής ενέργειας βρίσκονται συνήθως σε απομακρυσμένες περιοχές σε σχέση με τα κύρια κέντρα κατανάλωσης. Στη Γερμανία π.χ. η μεταφορά της αιολικής ενέργειας που παράγεται στη Βόρεια Θάλασσα ή στη Βαλτική Θάλασσα προς τα κέντρα κατανάλωσης του νότου αποτελεί μείζονα πρόκληση και, δεδομένης της τρέχουσας έλλειψης ικανής δυναμικότητας μεταφοράς, η παραγωγή των ανανεώσιμων πηγών πρέπει ενίοτε να περιορίζεται, πράγμα που σημαίνει σπατάλη φυσικών και οικονομικών πόρων. Το δίκτυο πρέπει συνεπώς να προσαρμοστεί γρήγορα ώστε να είναι σε θέση να υποδεχθεί νέες πηγές παραγωγής. Η ενεργειακή πολιτική του κάθε κράτους μέλους θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη την επίδραση επί των ενεργειακών συστημάτων των άλλων κρατών μελών, για παράδειγμα όσον αφορά τον ρυθμό και το εύρος της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

4.4.

Πέραν της σύνδεσής τους, η μαζική ανάπτυξη αυτών των νέων μεταβαλλόμενων πηγών παραγωγής (σε αντίθεση με τις πηγές ελεγχόμενης παραγωγής, που κυριαρχούσαν μέχρι σήμερα) οδηγεί τους αρμόδιους φορείς σε ερωτήματα ως προς τη διαχείριση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και σε αναζήτηση νέων εργαλείων ελέγχου.

4.5.

Η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, όταν καταστεί λειτουργική, θα αποτελέσει εξαιρετική απάντηση στον διαλείποντα χαρακτήρα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στις διακυμάνσεις (ωριαίες ή εποχιακές) της κατανάλωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι σημερινές τεχνολογίες είναι περιορισμένες και ουσιαστικά συνίστανται στην υδραυλική άντληση, μια τεχνολογία που έχει δοκιμαστεί δεόντως (χρησιμοποιείται εδώ και σχεδόν 80 χρόνια), αλλά υπόκειται σε περιορισμούς λόγω της σπανιότητας των κατάλληλων χώρων και του περιβαλλοντικού της αντικτύπου. Επιπλέον, πρόκειται για εγκαταστάσεις μεγάλου μεγέθους που απαιτούν την κυκλοφορία της ενέργειας προς τις δύο κατευθύνσεις: άντληση και επιστροφή. Το ιδανικό θα ήταν η διασκορπισμένη αποθήκευση.

4.5.1.

Υπάρχουν άλλοι τρόποι, για παράδειγμα η αποθήκευση σε μορφή υδρογόνου, ωστόσο κανένας δεν θα μπορέσει να φτάσει το στάδιο της βιομηχανικής παραγωγής μεγάλης κλίμακας πριν από τουλάχιστον μια δεκαετία.

4.6.

Λόγω της παντελούς απουσίας επαρκούς, αποτελεσματικής, επικερδούς δυναμικότητας αποκεντρωμένης αποθήκευσης που να σέβεται το περιβάλλον, ακόμη και εάν συμπεριληφθούν οι διάφορες δυνατότητες παραγωγής για ιδία κατανάλωση, η καταλληλότερη λύση για την υποδοχή και την αξιοποίηση των νέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παραμένει και σήμερα η καλή διαχείριση των ροών. Αυτό ακριβώς είναι που καθίσταται εφικτό χάρη σε ένα επαρκώς συνδεδεμένο και ανθεκτικό δίκτυο, σε περιφερειακή, εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα. Εξασφαλίζοντας την κοινή χρήση των ικανοτήτων παραγωγής διαφορετικής κλίμακας μέσω των διασυνδέσεων, η σύνδεση των ενεργειακών δικτύων επιτρέπει σημαντικές οικονομίες πόρων, διασφαλίζοντας παράλληλα τον εφοδιασμό όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ηλεκτρική ενέργεια.

4.7.

Αυτή η εξοικονόμηση πόρων δεν αποτελεί απλά συνάρτηση του μεγέθους του δικτύου. Εξαρτάται επίσης από το πλέγμα των κοινωνικών, πολιτιστικών, γεωγραφικών και μετεωρολογικών διαφορών ή των διαφορών στους τρόπους παραγωγής. Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα της διασύνδεσης των ευρωπαϊκών δικτύων: από τη μία πλευρά, τα σημεία αιχμής της βραδινής κατανάλωσης ποικίλλουν λόγω διαφορών στον τρόπο ζωής μεταξύ γειτονικών χωρών: δεν δειπνούμε την ίδια ώρα στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ισπανία, ενώ το ίδιο συμβαίνει και μεταξύ Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας ή Πολωνίας. Επίσης, τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας των ευρωπαϊκών χωρών είναι λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητα σε συγκεκριμένες διακυμάνσεις: οι περίοδοι έντονης κατανάλωσης στη Γαλλία οφείλονται συνήθως σε χαμηλές θερμοκρασίες —η μέγιστη κατανάλωση θα παρατηρηθεί κάποιο πολύ κρύο χειμωνιάτικο βράδυ γύρω στις 7 η ώρα—, ενώ η Γερμανία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην αιολική παραγωγή, η δε Ισπανία θα εμφανίσει τη μέγιστη κατανάλωση το καλοκαίρι στις μεσημβρινές ώρες, γύρω στη 1 το μεσημέρι, λόγω των κλιματιστικών.

4.8.

Η κοινή χρήση της δυναμικότητας παραγωγής μέσω των διασυνδέσεων επιτρέπει σε κάθε χώρα να μοιράζεται τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις διακυμάνσεις της και έτσι να μειώνει την ανάγκη δυναμικότητας παραγωγής.

4.9.

Τα δίκτυα μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπουν την ανάπτυξη των κοιτασμάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα και την καλύτερη διαχείριση των περιορισμών που προκαλεί ο διαλείπων χαρακτήρας τους. Το δίκτυο μειώνει την ανάγκη καταφυγής σε εφεδρικές μονάδες παραγωγής, συχνά θερμοηλεκτρικούς σταθμούς ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, αέριο, μαζούτ) που παράγουν μεγάλες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου. Τα δίκτυα (μεταφοράς και διανομής) εξασφαλίζουν τη διοχέτευση της συγκυριακά πλεονάζουσας τοπικής παραγωγής —π.χ. ενός σημαντικού φωτοβολταϊκού σταθμού σε μια συνοικία κατοικίας κατά τις ώρες μεσημβρινής ανάπαυσης— προς τις ζώνες κατανάλωσης. Ομοίως, επιτρέπουν την κάλυψη των αναγκών του εν λόγω πληθυσμού τη νύχτα και τις ημέρες χωρίς ηλιοφάνεια.

Η διαφοροποίηση της κατανάλωσης: μια αναγκαιότητα

4.10.

Ένα καλά διαχειριζόμενο ευρωπαϊκό δίκτυο που θα στηρίζεται σε υποδομές προσαρμοσμένες στη νέα γεωγραφική κατανομή της παραγωγής κρίνεται, συνεπώς, μέσο ζωτικής σημασίας για την ενεργειακή μετάβαση. Αυτό όμως αποτελεί μέρος μόνο του ζητήματος.

4.11.

Στις βιομηχανικές χώρες τα πλήρως ελεγχόμενα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως η υδροηλεκτρική ή η πυρηνική ενέργεια, είχαν ως αποτέλεσμα την αντίληψη πως η παραγωγή πρέπει να προσαρμόζεται στην κατανάλωση (προσφορά και ζήτηση) και όχι το αντίστροφο. Ο διαχειριστής του δικτύου έπρεπε να εξασφαλίζει την αντιστοίχιση της παραγωγής και της παροχής στις διακυμάνσεις της κατανάλωσης, προκειμένου να εγγυάται τη διαρκή ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

4.12.

Τα πράγματα ωστόσο έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί. Η ανάπτυξη νέων χρήσεων της ηλεκτρικής ενέργειας (διάδοση του κλιματισμού, πολλαπλασιασμός του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, κινητή τηλεφωνία και διάφορες εφαρμογές κ.λπ.) και οι αλλαγές χρήσης που παρατηρούνται κυρίως στον τομέα των μεταφορών (ηλεκτροκίνητα οχήματα) καθιστούν επιτακτικό τον έλεγχο της σημερινής κατανάλωσης προκειμένου να μην κορεστεί το σύστημα παραγωγής και τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αποφευχθούν υπερβολικές επενδύσεις.

4.13.

Πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι αιχμής της κατανάλωσης, που συνδέονται με την αύξηση των κλιματικών διακυμάνσεων: στις χώρες όπου η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί μέσο θέρμανσης, τα επίπεδα μέγιστης κατανάλωσης είναι ολοένα υψηλότερα τις δύσκολες περιόδους: στη Γαλλία π.χ. η κατανάλωση υπερέβη τα 102 GW στα τέλη Φεβρουαρίου του 2012, ήτοι 30 % υψηλότερη από ό,τι πριν από 10 χρόνια. Η αύξηση της συχνότητας των φαινομένων καύσωνα, σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των κλιματιστικών, οδηγούν ήδη σε περιόδους αιχμής της κατανάλωσης. Αυτό ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα όσον αφορά την παραγωγή. Στη Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, τα σημεία αιχμής της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αντιστοιχούν σε περιόδους χειμερινού ψύχους και θερινού καύσωνα, δηλαδή σε συνθήκες αντικυκλώνα, που χαρακτηρίζονται κυρίως από την απουσία ανέμου. Αυτό δεν έχει ιδιαίτερες συνέπειες όταν η αιολική ενέργεια δεν αποτελεί παρά μικρό μέρος της συνολικής παραγωγής· όμως η τρέχουσα δυναμική αύξηση της χρήσης αυτής της πηγής ενέργειας αλλάζει τα δεδομένα.

4.14.

Η διαχείριση της ζήτησης ενέργειας αποτελεί ιδιαίτερη και χρήσιμη μορφή προσανατολισμού της ζήτησης, η οποία επιτρέπει τη μείωση της κατανάλωσης στις περιόδους αιχμής και γενικότερα την εξομάλυνση της «καμπύλης φόρτου». Συνίσταται στη μείωση, σε μια δεδομένη στιγμή, της ενέργειας που καταναλώνεται από μια δεδομένη εγκατάσταση ή ομάδα καταναλωτών. Η διαχείριση της ζήτησης ενέργειας θα είναι εκτεταμένη και διάσπαρτη όσον αφορά τον οικιακό τομέα ή θα λάβει διαφορετικές μορφές εάν αφορά τον βιομηχανικό τομέα. Θα πρέπει να συνυπολογιστεί το φαινόμενο της «αναβολής της κατανάλωσης».

4.15.

Η διαφοροποίηση της κατανάλωσης αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο, όπως επίσης η ανάπτυξη ευφυών δικτύων (με μικρές επενδύσεις) και μέσων παραγωγής ή αποθήκευσης. Οι διαχειριστές δικτύου καλούνται εδώ να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη νέων τεχνικών διαχείρισης της ζήτησης ενέργειας. Δεν πρόκειται μόνο για τεχνολογίες, αλλά και για πραγματικούς μηχανισμούς της αγοράς που θα επιτρέψουν σταδιακά τη μετατροπή των απλών καταναλωτών σε ενεργούς καταναλωτές. Σήμερα διανύουν περίοδο άνθησης, και οι διαχειριστές δικτύου (μεταφοράς και διανομής) αποτελούν κύριους παράγοντες. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι προκηρύξεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος έχουν ήδη επιτρέψει τη μεγάλη αύξηση του όγκου που αφορά η διαχείριση της ζήτησης ενέργειας από την εμφάνισή της το 2010: αυξήθηκε από τα 100 MW στην πρώτη δοκιμή σε πάνω από 700 ΜW στα τέλη του 2013. Και επ’ αυτού υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητηθούν μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, των αυτοδιοικητικών αρχών, των εργαζομένων του κλάδου και των καταναλωτικών οργανώσεων.

4.16.

Οι νέοι μηχανισμοί της αγοράς που θα δημιουργηθούν τα επόμενα χρόνια, όπως για παράδειγμα ο μηχανισμός δυναμικότητας, θα επιτρέψουν τη στήριξη αυτής της τάσης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και θα συμβάλουν έτσι στην περαιτέρω αξιοποίηση της ευελιξίας της ενεργειακής ζήτησης.

5.   Από την οικονομική και κοινωνική στην περιβαλλοντική βελτιστοποίηση

5.1.

Η κοινή χρήση και η βελτιστοποίηση των μέσων παραγωγής αφενός και η διεύρυνση και ευελιξία της κατανάλωσης αφετέρου αναδεικνύουν τον ουσιαστικό ρόλο των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας: την εδαφική αλληλεγγύη. Πράγματι, το δίκτυο μεταφοράς ενέργειας επιτρέπει την εξομάλυνση και εξισορρόπηση των ετερογενών περιφερειακών και εθνικών επιδόσεων, των διαφορών παραγωγικού δυναμικού και των αποκλίσεων και ασυμμετριών όσον αφορά τις καταναλωτικές συμπεριφορές. Πέρα από την ευελιξία που εισάγει μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί επίσης εργαλείο περιβαλλοντικής βελτιστοποίησης του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας.

5.2.

Η διαχείριση των ροών ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνει υπόψη τους τεχνικούς περιορισμούς και την οικονομική και κοινωνική ιεράρχηση των διαφορετικών πηγών ηλεκτρικής ενέργειας. Οι αποκαλούμενες «απορριπτόμενες» μορφές ενέργειας (η παραγωγή των οποίων θα χαθεί αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως: αιολική, φωτοβολταϊκή) χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα, ακολουθεί η υδροηλεκτρική τρεχόντων υδάτων και στη συνέχεια η πυρηνική, το οριακό κόστος της οποίας είναι μικρό. Εν συνεχεία χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα ορυκτά υλικά παραγωγής, δηλαδή ο άνθρακας, το αέριο και το μαζούτ, σε συνάρτηση με το κόστος του καυσίμου. Η υδροηλεκτρική ενέργεια με χρήση υδροταμιευτήρα χρησιμοποιείται ως «ρυθμιστής» των υπολοίπων, όπως και άλλες ευέλικτες συμβατικές εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής (π.χ. οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με αέριο).

5.3.

Αυτός ο τρόπος λειτουργίας διασφαλίζει θεωρητικά τη βέλτιστη και οικονομική χρήση των πηγών παραγωγής. Ωστόσο, πολυάριθμες παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη θέτουν το σύστημα υπό πίεση, η δε θεαματική αύξηση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας ενδέχεται να υπονομεύσει την ισορροπία του.

5.4.

Πέραν της τεχνικής προσθήκης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, η ανάπτυξή τους στο πλαίσιο των μηχανισμών στήριξης, ιδίως χρηματοπιστωτικής, εγείρει το ζήτημα της συνάρθρωσής τους με τους κλασικούς μηχανισμούς της αγοράς.

5.5.

Αυτό οφείλεται κυρίως στην παρούσα συγκυρία: τα θερμοηλεκτρικά μέσα παραγωγής, ιδίως δε ο συνδυασμένος κύκλος παραγωγής με φυσικό αέριο, δεν εμφανίζουν κερδοφορία λόγω της στάσιμης κατανάλωσης, η οποία είναι θετική από κοινωνική σκοπιά, αλλά και λόγω της μείωσης της τιμής του άνθρακα και του διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εισροή ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές ενδέχεται να προκαλέσει ανισορροπίες στις οργανωμένες αγορές. Έχουν παρατηρηθεί πολλάκις αρνητικές τιμές στις αγορές χονδρικής, μια παράδοξη κατάσταση που μπορεί να παρουσιάζεται σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες για εκατοντάδες ώρες κάθε χρόνο. Η διακοπή τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας εγκαταστάσεων συνδυασμένου κύκλου παραγωγής με αέριο, συνολικής δυναμικότητας άνω των 70  000 MW, μαρτυρά την απουσία συντονισμού ανάμεσα στην ανάπτυξη του νέου ευρωπαϊκού ενεργειακού προτύπου και στους όρους που επιβάλλει η εσωτερική αγορά της ενέργειας.

5.6.

Ο παροπλισμός πολλών θερμοηλεκτρικών σταθμών, ιδίως αερίου, σε όλη την Ευρώπη ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα. Πέραν των κοινωνικών προβλημάτων, τα διαθέσιμα σήμερα περιθώρια ασφαλείας, τα οποία επέτρεψαν π.χ. να αντιμετωπισθεί το κύμα ηπειρωτικού ψύχους το 2012, θα μειωθούν καθ’ όλη την περίοδο 2014-2018, με σημαντική μείωση το 2015 και το 2016. Τα διαφορετικά σενάρια που έχουν μελετηθεί από διάφορες εταιρείες δείχνουν πως, αν ένα φαινόμενο όπως το κύμα ψύχους του Φεβρουαρίου του 2012 επαναληφθεί υπό τις ίδιες κλιματικές συνθήκες (ανέμου, ηλιοφάνειας, θερμοκρασίας), το κριτήριο της ασφάλειας τροφοδοσίας που έχουν ορίσει ορισμένα κράτη μέλη, και το οποίο αντιστοιχεί σε τρεις ώρες διακοπής της ηλεκτροδότησης κατά μέσο όρο, ενδέχεται να μην πληρούται πλέον το 2016!

5.7.

Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δυσκολεύεται σήμερα να δώσει σημεία μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας, τα οποία είναι απαραίτητα για την κινητοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων και την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών ευρωπαϊκών φιλοδοξιών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε μεγάλο μέρος των γειτονικών της χωρών, απαιτείται να επινοηθεί επειγόντως ένα νέο πρότυπο, για να κατοχυρωθεί η ασφάλεια εφοδιασμού σε ηλεκτρική ενέργεια· ένα πρότυπο που θα επιτρέπει τόσο την ενθάρρυνση της εμφάνισης νέων τεχνολογικών και βιομηχανικών ευκαιριών γύρω από τα ευφυή δίκτυα, όσο και την αναθεώρηση της οικονομίας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολό της, προκειμένου να συνάδει με τους διάφορους στόχους που έχουν τεθεί για το 2030 και μετά.

Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2015.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Henri MALOSSE