52014DC0417

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Λουξεμβούργου για το 2014_x000b__x000b_και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας του Λουξεμβούργου για το 2014 /* COM/2014/0417 final - 2014/ () */


 

Σύσταση για

ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Λουξεμβούργου για το 2014 και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας του Λουξεμβούργου για το 2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 121 παράγραφος 2 και το άρθρο 148 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών[1], και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2],

Έχοντας υπόψη τα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[3],

Έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της επιτροπής απασχόλησης,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της οικονομικής και δημοσιονομικής επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της επιτροπής κοινωνικής προστασίας,

Έχοντας υπόψη την γνώμη της επιτροπής οικονομικής πολιτικής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Στις 26 Μαρτίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε με την πρόταση της Επιτροπής για τη δρομολόγηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», μιας νέας στρατηγικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η οποία, βασιζόμενη σε ενισχυμένο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, θα εστιάζεται στους νευραλγικούς τομείς στους οποίους απαιτείται δράση ώστε να ενισχυθεί το δυναμικό διατηρήσιμης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

(2) Στις 13 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο, με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής, εξέδωσε σύσταση σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών και της Ένωσης (2010 έως 2014) και, στις 21 Οκτωβρίου 2010, εξέδωσε απόφαση σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών, που από κοινού αποτελούν τις «ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές». Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να λαμβάνουν υπόψη τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές στις οικείες οικονομικές πολιτικές και στις πολιτικές για την απασχόληση.

(3) Στις 29 Ιουνίου 2012, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν «Σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση», το οποίο παρέχει ένα συνεκτικό πλαίσιο δράσης σε επίπεδο κρατών μελών, ΕΕ και ζώνης του ευρώ, με την κινητοποίηση όλων των δυνατών μηχανισμών, μέσων και πολιτικών. Έλαβαν απόφαση σχετικά με τη δράση που πρέπει να αναληφθεί στο επίπεδο των κρατών μελών, ιδίως εκφράζοντας την απόλυτη προσήλωσή τους στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και στην εφαρμογή των ειδικών ανά χώρα συστάσεων.

(4) Στις 9 Ιουλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε σύσταση σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Λουξεμβούργου για το 2013 και διατύπωσε τη γνώμη του σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του Λουξεμβούργου για την περίοδο 2012-2016. Στις 15 Νοεμβρίου 2013, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 473/2013[4], η Επιτροπή παρουσίασε τη γνώμη της για το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος του Λουξεμβούργου για το 2014[5].

(5) Στις 13 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης[6], με την οποία αρχίζει το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο του 2014 σχετικά με τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Την ίδια ημέρα, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011, η Επιτροπή εξέδωσε την έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης[7], στην οποία προσδιόρισε το Λουξεμβούργο ως ένα από τα κράτη μέλη τα οποία θα έπρεπε να υποβληθούν σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση.

(6) Στις 20 Δεκεμβρίου 2013, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τις προτεραιότητες για την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δημοσιονομικής εξυγίανσης και δράσης για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Υπογράμμισε την ανάγκη να επιδιωχθεί διαφοροποιημένη, φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική εξυγίανση, να αποκατασταθούν οι κανονικές συνθήκες δανειοδότησης στην οικονομία, να προωθηθούν η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, να καταπολεμηθούν η ανεργία και οι κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης και να εκσυγχρονιστεί η δημόσια διοίκηση.

(7) Στις 5 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή δημοσίευσε τα αποτελέσματα της εμπεριστατωμένης επισκόπησης που διεξήγαγε για το Λουξεμβούργο[8], με βάση το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011. Η ανάλυση που διενήργησε η Επιτροπή την οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Λουξεμβούργο δεν αντιμετωπίζει μακροοικονομικές ανισορροπίες κατά την έννοια της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών. Ειδικότερα, από την ανάλυση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προκύπτει ότι αυτό δεν απορρέει από την αναιμική εγχώρια ζήτηση, αλλά αποτελεί μάλλον απότοκο του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης του Λουξεμβούργου, το οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Υπάρχουν κίνδυνοι για την εγχώρια χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω της παρουσίας ενός μεγάλου χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά οι κίνδυνοι αυτοί είναι σχετικά συγκρατημένοι καθώς ο τομέας είναι τόσο διαφοροποιημένος όσο και εξειδικευμένος. Το υψηλό επίπεδο χρέους του ιδιωτικού τομέα, ιδίως των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αντανακλά κυρίως την παρουσία μεγάλου αριθμού πολυεθνικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τα υποκαταστήματα ή τις θυγατρικές τους στο Λουξεμβούργο για ενδοομιλικές χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Τέλος, η τρέχουσα ευνοϊκή θέση των δημοσίων οικονομικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατηρησιμότητα ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται σε έναν εύρωστο χρηματοπιστωτικό τομέα και ενέχει υψηλό κίνδυνο για τη βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα.

(8) Στις 28 Απριλίου 2014, το Λουξεμβούργο υπέβαλε το εθνικό του πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για το 2014 και στις 25 Απριλίου 2014 το πρόγραμμα σταθερότητας για το 2014. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διασύνδεσή τους, τα προγράμματα αυτά αξιολογήθηκαν ταυτοχρόνως.

(9) Ο στόχος της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής που περιγράφεται στο πρόγραμμα σταθερότητας του 2014 είναι η επιστροφή το 2016 στον μεσοπρόθεσμο στόχο, από τον οποίον υπήρξε σημαντική απόκλιση το 2015. Το πρόγραμμα επιβεβαιώνει τον προηγούμενο μεσοπρόθεσμο στόχο για πλεόνασμα ύψους 0,5% του ΑΕΠ, ποσοστό που συνάδει με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το (εκ νέου υπολογισθέν) διαρθρωτικό πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί από 1,4% του ΑΕΠ το 2013 σε 1,1% το 2014, προτού μετατραπεί σε έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ το 2015. Εν συνεχεία, σχεδιάζεται να επιτευχθούν σταδιακά αυξανόμενα διαρθρωτικά πλεονάσματα. Ως εκ τούτου, το Λουξεμβούργο αναμένεται ότι το 2014 θα παραμείνει εντός του μεσοπρόθεσμου στόχου του, αλλά ότι θα αποκλίνει σημαντικά το 2015. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών, εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, θα υπερβεί το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ το 2015. Συνολικά, οι στόχοι του προγράμματος συνάδουν εν μέρει με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με μια απόκλιση ιδίως το 2015. Ο δείκτης χρέους, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 23,1% του ΑΕΠ το 2013, πολύ κάτω από την τιμή αναφοράς 60% του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζονται οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προγράμματος, το οποίο έχει καταρτιστεί από ανεξάρτητο φορέα (STATEC), είναι ελαφρώς αισιόδοξο για το 2014 και το 2015. Η κυβέρνηση προβλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 3,2% τόσο το 2014 όσο και το 2015, ενώ οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2014 προβλέπουν 2,6% και 2,7%, αντιστοίχως. Επιπλέον, τα μέτρα που στηρίζουν τη δημοσιονομική πορεία για την περίοδο 2015-2018 δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί πλήρως από τις αρχές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν πιο πρόσφατα, το διαρθρωτικό πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 0,6% του ΑΕΠ το 2014 και θα μετατραπεί σε έλλειμμα 1,3% του ΑΕΠ το 2015. Ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών, εκτός των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, εκτιμάται ότι θα υπερβεί το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ το 2015, οπότε αναμένεται σημαντική απόκλιση. Με βάση την αξιολόγηση του προγράμματος σταθερότητας του 2014 από το Συμβούλιο και τις προβλέψεις της Επιτροπής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι υπάρχουν κίνδυνοι για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, οι οποίοι είναι εν μέρει μόνο σύμφωνοι με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ιδίως το 2015.

(10) Τον Ιούλιο του 2013, η κυβέρνηση υπέβαλε στο Κοινοβούλιο νομοσχέδιο για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων, αφενός, της οδηγίας 85/2011 του Συμβουλίου σχετικά με τα δημοσιονομικά πλαίσια και, αφετέρου, της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση. Το νομοσχέδιο αναμενόταν να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014, αλλά η έγκρισή του καθυστέρησε λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης τον Ιούλιο. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θεσπίζεται νέος νόμος περί πολυετούς προγράμματος οικονομικών που καλύπτει τον ίδιον χρονικό ορίζοντα με την επικείμενη επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας. Ο νόμος περί πολυετούς προγράμματος οικονομικών θα επικαιροποιείται ετησίως σε κυλιόμενη βάση, από κοινού με τον ετήσιο προϋπολογισμό. Θα προβλέπει λεπτομερή σχέδια για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου στο επίπεδο της γενικής κυβέρνησης. Το νομοσχέδιο θεσπίζει πολυετή ανώτατα όρια στον νόμο περί πολυετούς προγράμματος οικονομικών, τα οποία θα καλύπτουν μόνο τον τομέα της κεντρικής κυβέρνησης, αλλά δεν αναφέρονται λεπτομέρειες σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση υπέρβασης των ανωτάτων ορίων. Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει εθνικό κανόνα περί των δαπανών ο οποίος να διέπει τον καθορισμό των πολυετών στόχων για τις δαπάνες. Ωστόσο, περιλαμβάνει διατάξεις που πρέπει να τηρούνται όσον αφορά την πορεία προσαρμογής προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο. Τον Μάρτιο του 2014, κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο αναθεωρημένη εκδοχή του νομοσχεδίου η οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπει την ανάθεση του καθήκοντος της ανεξάρτητης παρακολούθησης των δημοσιονομικών κανόνων σε νεοσύστατο όργανο, το «Conseil National des Finances Publiques».

(11) Επιπλέον, τα φορολογικά έσοδα από τον ΦΠΑ θα υποστούν πλήγμα λόγω των νέων κανόνων για τα έσοδα από τον ΦΠΑ που προέρχονται από δραστηριότητες ηλεκτρονικού εμπορίου. Από το 2015, τα εν λόγω έσοδα θα μεταφέρονται από τη χώρα εγκατάστασης του προμηθευτή στη χώρα κατοικίας του πελάτη. Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι οι συντελεστές ΦΠΑ θα αυξηθούν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, αύξηση η οποία αναμένεται να αντισταθμίσει εν μέρει την απώλεια εσόδων. Ωστόσο, λόγω της διαδεδομένης χρήσης μειωμένων συντελεστών και εξαιρετικά μειωμένων συντελεστών, μπορούν να εισπραχθούν πρόσθετα έσοδα με την επέκταση της εφαρμογής του κανονικού συντελεστή, ώστε να αντισταθμιστούν περισσότερο οι προαναφερθείσες απώλειες.

(12) Οι ακαθάριστες δημόσιες δαπάνες για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στο Λουξεμβούργο πρόκειται να αυξηθούν, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης που εκπόνησε το 2012 η Επιτροπή σχετικά με τη γήρανση του πληθυσμού, από 9,2% του ΑΕΠ σε 18,6% το 2060. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στις δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού, ιδίως δε στις συντάξεις. Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2012 ήταν περιορισμένης έκτασης και δεν αντιμετώπισε ουσιαστικά την απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι σήμερα εξασφαλισμένη λόγω του χαμηλού δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων και στηρίζεται στις εισφορές που καταβάλλονται από τον σχετικά νεαρό πληθυσμό των διασυνοριακών εργαζομένων. Στο μέλλον, η τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί και το κόστος των συντάξεων, καθώς και το κόστος της μακροχρόνιας περίθαλψης, κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθεί σημαντικά. Προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, θα ήταν αναγκαία σημαντική αύξηση του συντελεστή συνταξιοδοτικής εισφοράς μετά το 2020, πέραν του ενσωματωμένου μετριασμού της προσαρμογής των συντάξεων στο κόστος ζωής. Τούτο θα επέφερε σημαντική αύξηση της επιβάρυνσης της εργασίας που θα στηρίζεται από τον μελλοντικά ενεργό πληθυσμό και, κατά συνέπεια, απώλεια της ανταγωνιστικότητας κόστους. Δεδομένου του υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης επί του παρόντος, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί ορισμένα διαφορετικά μέτρα για να διασφαλιστεί δικαιότερη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών. Η καθιέρωση ανώτατου ορίου στις αναπροσαρμογές των συντάξεων με βάση τις πραγματικές αυξήσεις των μισθών θα οδηγούσε στην αύξηση των συνταξιοδοτικών αποθεματικών. Επιπλέον, η αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία σήμερα είναι το 59ο έτος, ώστε να εναρμονισθεί με την μεταβολή του προσδόκιμου ζωής, θα βοηθούσε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επίσης, θα πρέπει να μειωθούν οι δυνατότητες πρόωρης συνταξιοδότησης. Οικονομικά κίνητρα για παράταση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όπως προβλέπεται στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μπορεί να συμβάλουν στη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά η απασχολησιμότητα των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας θα πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω με την ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της διά βίου μάθησης. Το Λουξεμβούργο πρέπει να περιορίσει την ανάγκη για μακροχρόνια περίθαλψη στο μέλλον, καθώς και τις σχετικές δαπάνες, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος. Οι υπηρεσίες μακροχρόνιας περίθαλψης θα μπορούσαν επίσης να καταστούν περισσότερο αποδοτικές ως προς το κόστος μέσω της ενίσχυσης του συντονισμού της υγειονομικής περίθαλψης με την κοινωνική πρόνοια, καθώς και μέσω της βελτίωσης της παροχής υπηρεσιών και της προσφοράς καλύτερης στήριξης στα άτομα που παρέχουν φροντίδα σε μέλη της οικογένειας.

(13) Μοχλός του υψηλού πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του Λουξεμβούργου είναι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το πλεόνασμα αυτό καλύπτει ένα επίμονο και σταδιακά αυξανόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγαθών ως αποτέλεσμα της αργής αύξησης των εξαγωγών. Μολονότι η τάση αυτή αντανακλά την αυξανόμενη σημασία του τομέα των υπηρεσιών στην οικονομία, οφείλεται επίσης σε μια περισσότερο διαρθρωτική απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους. Η πρόσφατη σταθερή αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα έχει υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα του βιομηχανικού ιστού του Λουξεμβούργου. Η διαφοροποίηση του μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση το 2012 θα περατωθεί μέχρι το τέλος του 2014. Θα μπορούσαν βεβαίως να διερευνηθούν διαφορετικές προσεγγίσεις, όμως είναι σημαντικό να συνδεθούν στενότερα οι μισθοί με την παραγωγικότητα μέσω της μεταρρύθμισης του συστήματος τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών, επιτρέποντας τη διαφοροποίηση ανά τομέα. Η έντονη εξάρτηση από τον χρηματοπιστωτικό τομέα συνιστά διαρθρωτικό κίνδυνο για την οικονομία του Λουξεμβούργου. Ως εκ τούτου, το Λουξεμβούργο πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη άκρως εξειδικευμένων επιχειρήσεων ως εφαλτήριο για ανάπτυξη με οδηγό την καινοτομία. Παρόλο που ο τετραπλασιασμός της έντασης Ε&Α του δημόσιου τομέα από το 2000 αποτυπώνει τη βούληση ενίσχυσης των δημόσιων ερευνητικών ικανοτήτων, το Λουξεμβούργο δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου του για ένταση Ε&Α το 2020 ύψους 2,3-2,6% του ΑΕΠ, λόγω της κατακόρυφης μείωσης της έντασης Ε&Α των επιχειρήσεων (από 1,53% του ΑΕΠ το 2000 σε 1% το 2012). Χρειάζεται να βελτιωθούν περαιτέρω οι επιδόσεις του στους δείκτες σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Η μεταρρύθμιση που δρομολογήθηκε το 2013 για την ενίσχυση των συνεργατικών σχηματισμών καινοτομίας θα πρέπει να συνεχιστεί.

(14) Παρά το γεγονός ότι έχουν ληφθεί ορισμένα μέτρα, η ανεργία των νέων παραμένει σταθερά σε υψηλό επίπεδο, στο 17,4% του ενεργού πληθυσμού το 2013, αν και μειώθηκε από το 18% το 2012. Το ποσοστό αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μορφωτικό επίπεδο και είναι χαμηλότερο μεταξύ των χωρών με υψηλότερες εκπαιδευτικές επιδόσεις. Το εκπαιδευτικό σύστημα του Λουξεμβούργου αντιμετωπίζει μια σειρά από ιδιαίτερες προκλήσεις, όπως η πολυγλωσσία και οι ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται από μια άκρως εξειδικευμένη αγορά εργασίας με ένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα πορίσματα της έρευνας που διενήργησε το 2012 ο ΟΟΣΑ σχετικά με τις δεξιότητες των σπουδαστών επιβεβαιώνουν ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των σχετικά ισχνών επιδόσεων των νέων σε βασικές δεξιότητες, όπως παρατηρείται από το 2006. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, η ποιότητα και η ελκυστικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να βελτιωθούν περαιτέρω, ώστε να παρέχεται στην αγορά εργασίας εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, συμπεριλαμβανομένων ιδίως ανθρώπων που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Ο σχεδιασμός του συστήματος φορολογίας και παροχών είναι η αιτία των πολύ υψηλών παγίδων της αγοράς εργασίας, μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, για όλα τα επίπεδα των μισθών και για κάθε είδος σύνθεσης της οικογένειας. Επίσης, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες μεταρρύθμισης, οι πολιτικές ενεργοποίησης παραμένουν αδύναμες. Η συμμετοχή σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν είναι υποχρεωτική κατά τη διάρκεια της ανεργίας, ούτε είναι υποχρεωτική η εξακολούθηση της αναζήτησης εργασίας κατά τη διάρκεια της συμμετοχής σε ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας.

(15) Το Λουξεμβούργο έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στους τομείς εκτός ΣΕΔΕ κατά 20% το 2020, αλλά αναμένεται να υποληφθεί του στόχου αυτού κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το 2013 οι εκπομπές αναμένεται να είναι 1% υψηλότερες από τον στόχο που είχε τεθεί για το 2013 στην απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών. Περίπου το 70% των εκπομπών που αφορούν τις μεταφορές σχετίζονται με εξαγωγές καυσίμων, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα των πολύ χαμηλών ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των καυσίμων. Η αναγνώριση των εξαγωγών καυσίμων ως βασικής πρόκλησης στο δεύτερο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κλίμα που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός. Ωστόσο, χρειάζονται περισσότερο συγκεκριμένα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Η περιβαλλοντική φορολογία ανήλθε στο 2,4% του ΑΕΠ το 2012, ενώ το 2004 ανερχόταν στο 3,1%. Η μείωση αυτή προκαλείται κυρίως από τη μείωση των εσόδων από τη φορολόγηση της ενέργειας λόγω της μη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των ενεργειακών φόρων. Οι φόροι στις μεταφορές, εξαιρουμένων των φόρων επί καυσίμων, αντιπροσώπευαν το 0,2% του ΑΕΠ το 2012. Οι φόροι επί των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές είναι υψηλοί και ανέρχονται στο 2,2% του ΑΕΠ, παρά την προνομιακή φορολογική μεταχείριση του ντίζελ, κυρίως λόγω του «τουρισμού των βενζινάδικων». Καθώς η περιβαλλοντική φορολογία αναλογεί σε χαμηλότερο του μέσου όρου ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων, ο σχεδιασμός των περιβαλλοντικών φόρων του Λουξεμβούργου μπορεί να βελτιωθεί, ιδίως με την αύξηση της φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα για τις μεταφορές.

(16) Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η Επιτροπή διενήργησε συνολική ανάλυση της οικονομικής πολιτικής του Λουξεμβούργου. Εξέτασε το πρόγραμμα σταθερότητας, καθώς και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Έλαβε υπόψη όχι μόνο τη χρησιμότητά τους για την άσκηση διατηρήσιμης δημοσιονομικής και κοινωνικοοικονομικής πολιτικής στο Λουξεμβούργο, αλλά και το κατά πόσο συνάδουν με τους κανόνες και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, δεδομένης της ανάγκης ενδυνάμωσης της συνολικής οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της συνεκτίμησης στοιχείων σε επίπεδο ΕΕ κατά τη διαμόρφωση των μελλοντικών εθνικών αποφάσεων. Οι συστάσεις που διατυπώνει στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου αποτυπώνονται στις συστάσεις 1 έως 5 κατωτέρω.

(17) Υπό το πρίσμα της αξιολόγησης αυτής, το Συμβούλιο εξέτασε το πρόγραμμα σύγκλισης του Λουξεμβούργου και η γνώμη του[9] αποτυπώνεται ιδίως στη σύσταση 1 κατωτέρω.

(18) Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η Επιτροπή διενήργησε επίσης ανάλυση της οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης στο σύνολό της. Με βάση την ανάλυση αυτή, το Συμβούλιο εξέδωσε συγκεκριμένες συστάσεις για τα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ. Το Λουξεμβούργο θα πρέπει επίσης να μεριμνήσει για την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή των συστάσεων αυτών.

ΣΥΝΙΣΤΑ στο Λουξεμβούργο να αναλάβει δράση κατά την περίοδο 2014-2015 προκειμένου:

1.           Να διατηρήσει υγιή δημοσιονομική θέση το 2014. Να ενισχύσει σημαντικά τη δημοσιονομική στρατηγική το 2015, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου και εν συνεχεία να παραμείνει στον μεσοπρόθεσμο στόχο προκειμένου να προστατεύσει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις έμμεσες υποχρεώσεις που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού. Να ενισχύσει τη δημοσιονομική διακυβέρνηση επισπεύδοντας τη θέσπιση μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου, το οποίο θα καλύπτει τη γενική κυβέρνηση και θα περιλαμβάνει πολυετή ανώτατα όρια δαπανών, και καθιερώνοντας την παρακολούθηση των δημοσιονομικών κανόνων από ανεξάρτητο φορέα. Να διευρύνει περαιτέρω τη φορολογική βάση, ιδίως όσον αφορά την κατανάλωση.

2.           Για την εξασφάλιση δημοσιονομικής διατηρησιμότητας, να περιορίσει τις δαπάνες που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού καθιστώντας τη μακροχρόνια περίθαλψη πιο αποδοτική ως προς το κόστος, να συνεχίσει την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να αυξηθεί η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, μεταξύ άλλων περιορίζοντας την πρόωρη συνταξιοδότηση και συνδέοντας τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Να εντείνει τις προσπάθειες για αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, μεταξύ άλλων, βελτιώνοντας την απασχολησιμότητά τους μέσω της διά βίου μάθησης.

3.           Να επισπεύσει τη θέσπιση διαρθρωτικών μέτρων, σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές, ώστε να μεταρρυθμίσει το σύστημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών με στόχο τη βελτίωση της ανταπόκρισης των μισθών στις εξελίξεις της παραγωγικότητας, ιδίως σε τομεακό επίπεδο. Να επιδιώξει τη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της οικονομίας, μεταξύ άλλων ενισχύοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και αναπτύσσοντας περαιτέρω τη συνεργασία μεταξύ δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων και εταιρειών.

4.           Να συνεχίσει τις προσπάθειες για μείωση της ανεργίας των νέων όσον αφορά τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση που αναζητούν εργασία και προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, μέσω μιας συνεκτικής στρατηγικής, μεταξύ άλλων με την περαιτέρω βελτίωση του σχεδιασμού και της παρακολούθησης των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, την αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και τη μείωση των οικονομικών αντικινήτρων για εργασία. Προς τον σκοπό αυτόν, να επιταχύνει την εφαρμογή της μεταρρύθμισης της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης για την καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των νέων με τη ζήτηση εργατικού δυναμικού.

5.           Να αναπτύξει ένα συνολικό πλαίσιο και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την επίτευξη του στόχου του 2020 για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από δραστηριότητες που δεν υπάγονται στο ΣΕΔΕ, ιδιαίτερα μέσω της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων για τις μεταφορές.

Βρυξέλλες,

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

[1]               ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1.

[2]               COM(2014) 417 final.

[3]               P7_TA(2014)0128 και P7_TA(2014)0129.

[4]               ΕΕ L 140 της 27.5.2013, σ. 11.

[5]               C(2013) 8006 final

[6]               COM(2013) 800 final.

[7]               COM(2013) 790 final.

[8]               SWD(2014) 84 final.

[9]               Βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου.