20.3.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 81/14


Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων

2013/C 81/07

Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων  (2)

«LONZO DE CORSE»/«LONZO DE CORSE — LONZU»

Αριθ. ΕΚ: FR-PDO-0005-0994-26.04.2012

ΠΓΕ ( ) ΠΟΠ ( Χ )

1.   Ονομασία:

«Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu»

2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα:

Γαλλία

3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου:

3.1.   Τύπος προϊόντος:

Κλάση 1.2.

Προϊόντα κρέατος (μαγειρευτά, παστά, καπνιστά, κ.λπ.)

3.2.   Περιγραφή του προϊόντος που φέρει την προβλεπόμενη στο σημείο 1 ονομασία:

Η ονομασία προέλευσης «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu» αφορά κρέας προερχόμενο από την οσφυϊκή χώρα χοίρων τοπικής φυλής nustrale, το οποίο έχει υποβληθεί σε αλιπάστωση, ξήρανση και τελειοποίηση.

Τα στάδια της αλάτισης, της ξήρανσης και της ωρίμασης έχουν ελάχιστη διάρκεια 3 μηνών, εκ των οποίων η διάρκεια ωρίμασης υπερβαίνει τον 1 μήνα (τελευταίο στάδιο της παρασκευής του προϊόντος, το οποίο πραγματοποιείται αποκλειστικά σε φυσικές συνθήκες περιβάλλοντος και είναι ουσιώδους σημασίας για την εξασφάλιση της επιθυμητής υφής και την ανάπτυξη των αρωμάτων του προϊόντος).

Τα ειδικά χαρακτηριστικά του προϊόντος είναι τα ακόλουθα: το σχήμα του είναι επίμηκες, οι φέτες του κυλινδρικές έως ωοειδείς και παρασκευάζεται από φιλέτο χοιρινού κατά την κοπή του οποίου διατηρείται το εξωτερικό λίπος. Το μήκος του κυμαίνεται από 15 έως 30 cm και το ξηρό του βάρος από 0,5 έως 1,1 kg.

Τοποθετείται σε περίβλημα από έντερο χοίρου ή λεπτή στρώση χοίρειου λίπους, το οποίο συγκρατείται με σπάγκο ή δίχτυ.

Η φέτα, με ελαιώδη ενίοτε υφή, παρουσιάζει ένα μοναδικό μυώδες νουά με ομοιογενές ροδοκόκκινο έως κόκκινο χρώμα, ελαφρώς έως αρκετά διάστικτο, και λαρδί χρώματος λευκού έως λευκορόδινου.

Η αναλογία λίπους/άπαχου κρέατος στο ξηρό προϊόν κυμαίνεται μεταξύ 25 % και 35 %.

Η υφή του λίπους είναι μάλλον μυελώδης. Το άπαχο τμήμα είναι σφιχτό και ενίοτε εύκαμπτο.

Χαρακτηρίζεται από την παρουσία αρωμάτων (οσμή ξηρού χοιρομεριού ή φουντουκιού ή μανιταριού ή ξύλου), με χαρακτηριστική αλμυρή γεύση και με την παρουσία μιας πιπεράτης νότας.

Μπορεί να έχει ένα ελαφρύ άρωμα και γεύση καπνιστού.

Τα φυσικοχημικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά του είναι τα ακόλουθα (% του ξηρού προϊόντος):

τα ολικά λιπίδια στο λίπος ανέρχονται σε ≥ 89 %·

το ποσοστό άλατος κυμαίνεται μεταξύ 6,5 % και 10 %·

τα ενδομυϊκά λιπίδια ανέρχονται σε ≥ 5 %·

ίχνη νιτρωδών/νιτρικών αλάτων·

το ποσοστό υγρασίας στο άπαχο τμήμα κυμαίνεται μεταξύ 35 % και 50 %·

το ελαϊκό οξύ ανέρχεται σε ≥ 45 %.

Το προϊόν μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο σε ολόκληρο κομμάτι, τεμαχισμένο σε φέτες και συσκευασμένο σε κενό αέρος ή σε τεμάχια συσκευασμένα σε κενό αέρος, ελάχιστου βάρους 200 gr.

3.3.   Πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα):

Χαρακτηριστικά των σφαγίων

Τα σφάγια χοίρων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των προϊόντων προέρχονται από χοίρους της φυλής nustrale, των οποίων η ηλικία σφαγής κυμαίνεται μεταξύ 12 και 36 μηνών ενώ το βάρος σφαγίου είναι μεταξύ 85 και 140 kg. Το πάχος του λίπους είναι μεταξύ 2,5 και 6 cm.

Οι παράγοντες όπως η χρήση της φυλής nustrale, η μεγάλη ηλικία σφαγής, η εκτροφή σε ελεύθερη βοσκή και η τελειοποίηση κυρίως με βάση το κάστανο ή/και το βελανίδι προσδίδουν στην πρώτη ύλη μια ιδιαίτερη ποιότητα: χρώμα κρέατος κόκκινο έως βαθυκόκκινο, σημαντικό φορτίο λιπιδίων και ειδική ποιότητα λίπους.

Χαρακτηριστικά του νωπού τεμαχίου

Μόνο το φιλέτο και το καρέ των πλευρών.

4 τεμάχια ανά χοίρο.

Ξάκρισμα σε παραλληλεπίπεδο σχήμα.

Ενδεχόμενη μερική αφαίρεση του εξωτερικού λίπους.

Νωπό βάρος μεταξύ 0,7 και 1,5 kg.

Απαγορεύεται οποιαδήποτε διεργασία σε θερμοκρασία κάτω του μηδενός (κατάψυξη, βαθιά κατάψυξη …).

3.4.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης):

Μετά τον απογαλακτισμό, τα ζώα εκτρέφονται σε ελεύθερη βοσκή. Η εν λόγω ελεύθερη βοσκή συνίσταται σε μετακίνηση των κοπαδιών σε δασο-κτηνοτροφικές εκτάσεις, η διαχείριση της οποίας βασίζεται μεταξύ άλλων στη διαθεσιμότητα πόρων χορτονομής και στην εναλλαγή των εποχών.

Η τροφή προσλαμβάνεται εν μέρει από τα ίδια τα ζώα κατά την ελεύθερη βοσκή (χορτάρι, ρίζες, κόνδυλοι …). Οι συμπληρωματικές ζωοτροφές χορηγούνται στα κοπάδια στις περιοχές βοσκής από τον κτηνοτρόφο εντός του ορίου των 2 kg ημερησίως ανά χοίρο. Οι συμπληρωματικές ζωοτροφές αποτελούνται κατά 90 % τουλάχιστον από σιτηρά, ελαιούχους σπόρους, όσπρια και παράγωγά τους, κατά βάρος της χορηγούμενης ζωοτροφής και κατά σταθμισμένο μέσο όρο, με ελάχιστο ποσοστό 60 % σιτηρών και παράγωγων προϊόντων τους (σίτος, κριθάρι, αραβόσιτος). Αραβόσιτος επιτρέπεται να περιλαμβάνεται στις συμπληρωματικές ζωοτροφές έως και σαράντα πέντε ημέρες πριν από την έναρξη της τελειοποίησης.

Η τελειοποίηση πραγματοποιείται μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου επί μέγιστο χρονικό διάστημα 45 ημερών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ζώα τρέφονται αποκλειστικά με βελανίδια και κάστανα, τα οποία προσλαμβάνουν σε ελεύθερη βοσκή στις εκτάσεις τελειοποίησης (δρυδάση και καστανεώνες) τουλάχιστον κατά τις πρώτες 30 ημέρες. Στη συνέχεια επιτρέπεται η συμπλήρωση των ζωοτροφών με κριθάρι. Η ποσότητα κριθαριού δεν υπερβαίνει τα 4 κιλά/ημέρα/χοίρο. Το σύνολο των ημερήσιων ποσοτήτων κριθαριού που χορηγεί ο κτηνοτρόφος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 30 % της διατροφής με κάστανα ή/και βελανίδια κατά την περίοδο τελειοποίησης.

3.5.   Ειδικά στάδια της παραγωγής τα οποία πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής:

Όλα τα στάδια παραγωγής (αναπαραγωγή, εκτροφή, τελειοποίηση, σφαγή, μεταποίηση και ωρίμαση των αλλαντικών) πραγματοποιούνται υποχρεωτικά στη γεωγραφική περιοχή.

3.6.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό σε φέτες, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ.:

Η κοπή, ο τεμαχισμός σε φέτες και η συσκευασία πραγματοποιούνται υποχρεωτικά εντός της γεωγραφικής περιοχής ώστε να μην σημειώνεται:

απώλεια ελέγχου των οργανοληπτικών ιδιοτήτων κατά τις συνθήκες αποθήκευσης και χειρισμού των προϊόντων,

απώλεια ελέγχου της παρακολούθησης των προϊόντων, της ιχνηλασιμότητας και της επανασήμανσής τους.

Ο τεμαχισμός σε φέτες πραγματοποιείται χειρωνακτικά, αποκλειστικά με μαχαίρι, προκειμένου να αποφευχθεί θέρμανση του κρέατος, με την οποία υπάρχει κίνδυνος να αλλοιωθούν οι ειδικές οργανοληπτικές ιδιότητες του προϊόντος. Ο επιτρεπόμενος εξοπλισμός είναι ο εξής: ένα μαχαίρι τεμαχισμού σε φέτες και μία βάση.

Το περίβλημα (φυσικό έντερο ή λεπτή στρώση λίπους) έχει αφαιρεθεί εξαρχής για τα τεμαχισμένα προϊόντα.

Η κοπή σε μερίδες και ο τεμαχισμός σε φέτες ακολουθούνται από άμεση συσκευασία των προϊόντων σε κενό αέρος.

Το άπαχο τμήμα χαρακτηρίζεται από κόκκινο έως βαθυκόκκινο χρώμα. Η απουσία συντηρητικών (που επιτρέπει τον περιορισμό της οξείδωσης και, ως εκ τούτου, τη σταθεροποίηση του χρώματος του προϊόντος) εκτός του αλατιού, καθιστά αναγκαία τη συσκευασία σε κενό αέρος όσο το δυνατόν συντομότερα προκειμένου να αποφευχθεί το μαύρισμα του κρέατος.

Το λίπος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη γεύση, άρωμα, χρώμα και στιλπνότητα, αλλοιώνεται εύκολα όταν εκτεθεί στον αέρα, γεγονός που επιβεβαιώνει την ανάγκη συσκευασίας σε κενό αέρος το συντομότερο δυνατόν.

Ομοίως, κάθε τεμάχιο που κόβεται συσκευάζεται πλήρως εντός 12 ωρών.

Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται η αλλοίωση του προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.

3.7.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση:

Ανεξάρτητα από τις ενδείξεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία και ισχύουν για τα προϊόντα αλλαντοποιίας, η επισήμανση των προϊόντων με ονομασία προέλευσης «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu» περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

την ονομασία προέλευσης «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu»·

το σύμβολο ΠΟΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την ημερομηνία καταχώρισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ένδειξη «τελειοποίηση με κάστανο ή/και βελανίδι» ή «χοίροι τελειοποιημένοι με κάστανο ή/και βελανίδι» ή «100 % κάστανα/βελανίδια» μπορεί να εμφανίζεται στην ετικέτα μόνο για τα προϊόντα που προέρχονται από ζώα τα οποία υποβλήθηκαν σε τελειοποίηση αποκλειστικά με την πρόσληψη κάστανου ή/και βελανιδιού.

4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής:

Η οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής της ονομασίας προέλευσης «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu» βασίζεται στις κοινότητες των οποίων το φυσικό περιβάλλον ανταποκρίνεται στις παραδοσιακές συνθήκες εκτροφής και μεταποίησης του «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu», ήτοι στο σύνολο του εδάφους της Κορσικής πλην της παράκτιας ζώνης, η οποία είναι ακατάλληλη για τις συνθήκες παραγωγής του προϊόντος.

Συνεπώς, η γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει τα διοικητικά διαμερίσματα Corse-du-Sud και Haute-Corse, των οποίων οι ακόλουθες κοινότητες καλύπτονται εν μέρει:

 

Διοικητικό διαμέρισμα Corse-du-Sud: Afa, Αιάκιο, Alata, Albitreccia, Ambiegna, Appietto, Arbellara, Arbori, Arro, Bastelicaccia, Belvédère-Campomoro, Bonifacio, Calcatoggio, Cannelle, Cargèse, Casaglione, Casalabriva, Cauro, Coggia, Cognocoli-Monticchi, Conca, Coti-Chiavari, Cuttoli-Corticchiato, Eccica-Suarella, Figari, Fozzano, Grosseto-Prugna, Lecci, Lopigna, Loreto-di-Tallano, Marignana, Monacia-d'Aullène, Olmeto, Olmiccia, Osani, Ota, Partinello, Piana, Pianottoli-Caldarello, Pietrosella, Pila-Canale, Porto-Vecchio, Propriano, Sainte-Lucie-de-Tallano, San-Gavino-di-Carbini, Sant'Andréa-d'Orcino, Sari-Solenzara, Sarrola-Carcopino, Sartène, Serra-di-Ferro, Serriera, Sollacaro, Sotta, Vico, Viggianello, Villanova, Zonza.

 

Διοικητικό διαμέρισμα Haute-Corse: Aghione, Aléria, Algajola, Antisanti, Aregno, Barbaggio, Barrettali, Bastia, Belgodère, Biguglia, Borgo, Brando, Cagnano, Calenzana, Calvi, Canale-di-Verde, Canari, Castellare-di-Casinca, Centuri, Cervione, Chiatra, Corbara, Ersa, Farinole, Furiani, Galéria, Ghisonaccia, Giuncaggio, L'Ile-Rousse, Linguizzetta, Lucciana, Lugo-di-Nazza, Lumio, Luri, Meria, Monte, Montegrosso, Monticello, Morsiglia, Nonza, Novella, Occhiatana, Ogliastro, Oletta, Olmeta-di-Capocorso, Olmeta-di-Tuda, Olmo, Palasca, Pancheraccia, Patrimonio, Penta-di-Casinca, Pietracorbara, Pietroso, Piève, Pigna, Pino, Poggio-di-Nazza, Poggio-d'Oletta, Poggio-Mezzana, Prunelli-di-Casacconi, Prunelli-di-Fiumorbo, Pruno, Rapale, Rogliano, Rutali, Saint-Florent, San-Gavino-di-Tenda, San-Giuliano, San-Martino-di-Lota, San-Nicolao, Santa-Lucia-di-Moriani, Santa-Maria-di-Lota, Santa-Maria-Poggio, Santa-Reparata-di-Balagna, Santo-Pietro-di-Tenda, Serra-di-Fiumorbo, Sisco, Solaro, Sorbo-Ocagnano, Speloncato, Taglio-Isolaccio, Talasani, Tallone, Tomino, Tox, Urtaca, Vallecalle, Valle-di-Campoloro, Ventiseri, Venzolasca, Vescovato, Vignale, Ville-di-Paraso, Ville-di-Pietrabugno, Volpajola.

Ένα χαρτογραφικό έγγραφο που οριοθετεί τη γεωγραφική περιοχή είναι κατατεθειμένο στο δημαρχείο για τις κοινότητες που καλύπτονται εν μέρει. Η χαρτογραφική οριοθέτηση των εν λόγω κοινοτήτων είναι προσβάσιμη μέσω του διαδικτυακού τόπου της αρμόδιας εθνικής αρχής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας INSPIRE.

5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή:

5.1.   Ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής περιοχής:

Η Κορσική διαθέτει ένα εξαιρετικά ιδιάζον φυσικό περιβάλλον, τόσο από κλιματολογική, ορογραφική ή εδαφολογική άποψη όσο και από πλευράς λειτουργίας των οικοσυστημάτων της.

Γεωλογικά, διακρίνεται στα δυτικά μια ερκύνια Κορσική, όπου κυριαρχούν οι γρανίτες, οι γρανουλίτες και οι πορφύρες δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα τραχύ ανάγλυφο, και στα βορειοανατολικά μια αλπική Κορσική, όπου συναντώνται στιλπνοί σχιστόλιθοι και διάφορα ιζηματογενή εδάφη και όπου το υψόμετρο είναι χαμηλότερο και το ανάγλυφο λιγότερο έντονο. Σε συνδυασμό με τις κλιματικές διαβαθμίσεις, το έδαφος ευνοεί μια σημαντική φυτική κάλυψη και την ανάπτυξη βλάστησης χρήσιμης για την εκτροφή ειδικού χοίρειου ζωικού κεφαλαίου.

Η Κορσική διαθέτει μεσογειακό κλίμα, όμως λόγω του νησιωτικού της χαρακτήρα και λόγω της ποικιλότητας υψομέτρων και προσανατολισμών που δημιουργούν μια σύνθετη τοπογραφία, το κλίμα αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αντιθέσεις ενίοτε εντυπωσιακές μεταξύ κοιλάδων ή ακόμη και πλαγιών πολύ κοντινών.

Η σημερινή χλωρίδα της Κορσικής είναι κυρίως παλαιομεσογειακή. Ο απομονωμένος χαρακτήρας ευνόησε την εξέλιξη των ειδών και η χλωρίδα της Κορσικής χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό ενδημικών ειδών.

Μεταξύ των διαφόρων ορόφων βλάστησης, διακρίνεται ο ύφυγρος μεσογειακός όροφος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία φελλοφόρων δρυών και αριών. Ο πιο διαδεδομένος σχηματισμός στον εν λόγω όροφο είναι η μακία.

Ο υγρός μεσογειακός όροφος χαρακτηρίζεται από την καστανιά. Σε αυτό το επίπεδο σταματά να εμφανίζεται η ελιά, της οποίας το ανώτερο όριο συμπίπτει με το κατώτερο όριο της καστανιάς.

Ως εκ τούτου, η Κορσική είναι μια χώρα δασική, καθώς οι συνθήκες του εδάφους και του κλίματος είναι, στο σύνολό τους, πολύ ευνοϊκές για το δάσος. Υπάρχουν άφθονοι πόροι καστανιάς και βελανιδιάς στο σύνολο της επιφάνειας του νησιού.

Τα αλλαντικά παρασκευάζονται από την αρχαιότητα και αποτελούν από παλαιοτάτων χρόνων, μαζί με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, μία από τις βασικές πηγές ζωικής πρωτεΐνης στην παραδοσιακή νησιωτική διατροφή.

Τα σημερινά συστήματα κτηνοτροφίας αποτελούν κληρονομιά μιας αρχαίας ποιμενικής παράδοσης, η οποία συνίστατο στη μετακίνηση των κοπαδιών χοίρων σε ορεινές δασο-κτηνοτροφικές εκτάσεις ή θερινούς βοσκότοπους (διαδρομές ελεύθερης βοσκής) ανάλογα με τους πόρους χορτονομής που προσέφερε το περιβάλλον.

Οι χοίροι της φυλής nustrale, η οποία είναι τοπική φυλή, είναι ιβηρικού τύπου. Πρόκειται για ένα ανθεκτικό αγροτικό ζώο, ιδιαίτερα κατάλληλο γι’ αυτό το είδος εκτροφής. Αξιοποιεί αρκετά καλά τους φυσικούς πόρους που βρίσκει. Οι χοιρομητέρες είναι εκείνες που καθοδηγούν το κοπάδι στις διάφορες διαδρομές ελεύθερης βοσκής, οι οποίες παρουσιάζουν ποικιλία (δενδρώδεις περιοχές, θερινοί βοσκότοποι …). Οι διαδρομές μπορούν επίσης να μεταβάλλονται ανάλογα με τις εποχές και τους πόρους χορτονομής που υπάρχουν στο περιβάλλον.

Από τον απογαλακτισμό έως το τέλος της ανάπτυξης, ο κτηνοτρόφος παρέχει στα ζώα, στις διαδρομές ελεύθερης βοσκής, το σιτηρέσιο που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξή τους. Οι χοίροι προσλαμβάνουν επίσης τους πόρους χορτονομής που υπάρχουν στις εκτάσεις (χορτάρι, ρίζες, κόνδυλοι …).

Στο στάδιο της τελειοποίησης, τα ζώα αφήνονται για ελεύθερη βοσκή στα δρυοδάση και στους καστανεώνες την περίοδο που αυτά παράγουν τους καρπούς τους. Τρέφονται κατά κύριο λόγο με κάστανα ή/και βελανίδια καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Το επιτρεπόμενο συμπλήρωμα μπορεί να είναι μόνο κριθάρι.

Το στάδιο αυτό αποτελεί καίρια φάση, η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στην αύξηση του βάρους και στην ποιότητα του λίπους (αυξημένο ποσοστό μονοακόρεστων λιπαρών οξέων και χαμηλό ποσοστό κορεσμένων λιπαρών οξέων).

Οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές εκτροφής καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή κατάλληλων μεθόδων διατήρησης. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η ξηρή αλλαντοποιία, η οποία χρησιμοποιεί ως αρχές διατήρησης: την αλιπάστωση και την αφυδάτωση.

Απουσία βιομηχανικής ψύξης, η οποία εμφανίστηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, οι νησιώτες αξιοποιούσαν τις δυνατότητες που τους παρείχε το περιβάλλον. Για τον λόγο αυτόν, η σφαγή και η μεταποίηση είχαν, και εξακολουθούν να έχουν, έντονα εποχικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η κατανάλωση του «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu» ξεκινά στη διάρκεια του Φεβρουαρίου και σταματά τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για ένα προϊόν «πρώιμο» στην κατηγορία των ξηρών αλλαντικών, και είναι το πρώτο που κοσμεί το τραπέζι ως ορεκτικό στην αρχή ενός γεύματος. Η κατανάλωση αυτή, η οποία λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο την άνοιξη, το καθιστά ένα προϊόν τρέχουσας και καθημερινής κατανάλωσης.

Κατά τη μεταποίηση χρησιμοποιούνται φυσικές μέθοδοι. Τα μόνα συστατικά τα οποία ήταν παλαιόθεν διαθέσιμα και χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στην παρασκευή είναι το αλάτι, το πιπέρι και η πιπεριά (κανένα συντηρητικό). Η ξήρανση πραγματοποιείται με τη χρήση θερμότητας από την καύση τοπικής ξυλείας πλατύφυλλων δέντρων.

Η διάρκεια και οι παραδοσιακές συνθήκες ωρίμασης (σε φυσικούς χώρους αποθήκευσης και σε θερμοκρασία περιβάλλοντος) εξασφαλίζουν ειδικές οργανοληπτικές ιδιότητες, ιδίως στο επίπεδο της ανάπτυξης των αρωμάτων και της υφής.

5.2.   Ιδιοτυπία του προϊόντος:

Τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του «Lonzo de Corse»/«Lonzo de Corse — Lonzu» είναι τα εξής:

Η φέτα φέρει λίπος ομοιογενούς χρώματος ρόδινου έως κόκκινου, το οποίο συνδέεται με την περιεκτικότητα χρωστικών ουσιών στους μύες.

Το άπαχο τμήμα είναι ελαφρώς διάστικτο, χαρακτηριστικό το οποίο συνδέεται με την ύπαρξη ποσοστού ενδομυϊκών λιπιδίων μεγαλύτερου ή ίσου με 5 %.

Η φέτα έχει ενίοτε ελαιώδη υφή, η οποία συνδέεται με υψηλό ποσοστό ελαϊκού οξέος.

Η υφή του λίπους είναι μάλλον μυελώδης, χαρακτηριστικό το οποίο συνδέεται με υψηλή λιπόλυση.

Η φέτα παρουσιάζει ελαφρά αρωματική ένταση (οσμή ξηρού χοιρομεριού ή φουντουκιού ή μανιταριού ή ξύλου), χαρακτηριστική αλμυρή γεύση, η οποία συνδέεται με την περιεκτικότητα σε αλάτι που κυμαίνεται μεταξύ 6,5 % και 10 %, και μια πιπεράτη νότα.

5.3.   Αιτιώδης σχέση που συνδέει τη γεωγραφική περιοχή με την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΟΠ) ή με μια συγκεκριμένη ιδιότητα, τη φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΓΕ):

Η χρήση χοίρων της φυλής nustrale αποτελεί βασικό τοπικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, τόσο η ανθεκτικότητα αυτής της τοπικής φυλής, η οποία επιδεικνύει αντοχή στις σημαντικές κλιματικές και διατροφικές διακυμάνσεις και έχει τη δυνατότητα να συσσωρεύει ταχέως αποθέματα λιπιδίων όταν η τροφή είναι άφθονη, όσο και οι συνθήκες εκτροφής της είναι ιδιαίτερες και πολύ καλά προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες: ορεινή ζώνη, εκτροφή σε ελεύθερη βοσκή, μεγάλος κύκλος παραγωγής (μεγάλη ηλικία σφαγής για βάρος σφαγίου πάντοτε κάτω των 140 kg), διατροφή βασιζόμενη στους φυσικούς πόρους, ιδίως στο στάδιο της τελειοποίησης.

Ως εκ τούτου, οι εκμεταλλεύσεις εκτατικής χοιροτροφίας, στο σύνολο σχεδόν του εδάφους της Κορσικής, έχουν στη διάθεσή τους άφθονους διατροφικούς πόρους: καστανιές και αριές, οι οποίες απαντούν εξίσου σε φυσικές δασικές εκτάσεις με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα και σε εκτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν γεωργο-δασικές.

Ο συνδυασμός της προσαρμογής της φυλής και των διαθέσιμων φυσικών πόρων επιτρέπει την παραγωγή ενός προϊόντος του οποίου η ποιότητα εκφράζεται με χρώμα ρόδινο έως κόκκινο, έντονη περιεκτικότητα σε λίπος (υψηλή αναλογία λίπους/άπαχου τμήματος και ιδιαίτερα διάστικτο άπαχο τμήμα) και βάρος ξηρού προϊόντος κάτω του 1,1 kg.

Επιπλέον, το στάδιο της τελειοποίησης έχει άμεσο αποτέλεσμα:

στην αύξηση του βάρους του ζώου, ιδίως με την αύξηση του υποδόριου φορτίου λιπιδίων (άνω των 2,5 cm)·

στην ποιότητα του λίπους (αυξημένο ποσοστό μονοακόρεστων λιπαρών οξέων και χαμηλό ποσοστό κορεσμένων λιπαρών οξέων).

Ως εκ τούτου, το χοιρινό κρέας είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για αλιπάστωση. Οι πρακτικές αλάτισης, μεταξύ των οποίων η αποκλειστική χρήση θαλασσινού άλατος ως μοναδικού συντηρητικού, εξηγούν την αλμυρή γεύση του τελικού προϊόντος, η οποία είναι ευδιάκριτη. Ομοίως, το ξάκρισμα του προϊόντος δίνει συγκεκριμένη όψη και σχήμα (μερική παρουσία του λαρδιού).

Το συγκεκριμένο χοιρινό κρέας επιδέχεται επίσης μακρά ωρίμαση σε φυσικές συνθήκες περιβάλλοντος, η οποία δημιουργεί ειδικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, όπως η ξηρή και ενίοτε εύκαμπτη υφή και μια ελαφρά αρωματική ένταση.

Η σχετικά υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και ο μεγάλος κύκλος των προϊόντων (ξήρανση και τελειοποίηση) προκαλούν λιγότερη πρωτεϊνόλυση και αυξημένη λιπόλυση, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη των οργανοληπτικών ιδιοτήτων του προϊόντος, και ειδικότερα της μάλλον μυελώδους υφής του.

Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών:

[Άρθρο 5 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 (3)]

http://agriculture.gouv.fr/IMG/pdf/CDCLonzoDeCorse_cle0e6156.pdf


(1)  ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 2.