5.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 170/11


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Στατιστικά εργαλεία για τη μέτρηση του εθελοντισμού» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

2014/C 170/02

Εισηγητής: ο κ. Krzysztof Pater

Στις 14 Φεβρουαρίου 2013, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

Στατιστικά εργαλεία για τη μέτρηση του εθελοντισμού

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας).

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 14 Νοεμβρίου 2013.

Κατά την 494η σύνοδο ολομέλειας, της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 2013 (συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 109 ψήφους υπέρ,1 κατά και 5 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εθελοντισμός αποτελεί:

1.1.1

σημαντικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, που ενισχύει το κοινωνικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο και προωθεί την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, προσφέροντας ταυτόχρονα σημαντική οικονομική αξία·

1.1.2

κεντρικό παράγοντα πολλών κοινωνικών πολιτικών και δείκτη του αντικτύπου των δημόσιων πολιτικών, ο οποίος πρέπει να υπόκειται σε σωστή μέτρηση και παρακολούθηση, ώστε να παρέχει στους πολιτικούς ιθύνοντες σωστές πληροφορίες·

1.1.3

ερευνητικό αντικείμενο για το οποίο δεν υπάρχουν σήμερα επαρκείς μετρήσεις, λόγω της χρήσης μη συνεκτικών και υπερβολικά περιοριστικών ερωτηματολογίων, που παραβλέπουν πτυχές όπως η εθελοντική βοήθεια που παρέχεται απευθείας, έξω από οποιαδήποτε οργανωτική δομή, και δεν λαμβάνουν υπόψη την οικονομική αξία της εθελοντικής εργασίας·

1.2

η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

1.2.1

να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την έναρξη μεθοδολογικών εργασιών και πιλοτικών ερευνών με στόχο τον προσδιορισμό των αρχών στις οποίες θα βασίζονται οι έρευνες των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με την εθελοντική εργασία. Για τις εργασίες αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το «Έγγραφο οδηγιών της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση» και να αξιοποιηθεί η πείρα των χωρών που έχουν ήδη διενεργήσει τέτοιες έρευνες χρησιμοποιώντας τις λύσεις που συνιστώνται στο εν λόγω έγγραφο·

1.2.2

να επεξεργαστεί, εντός των προσεχών ετών, τυποποιημένη μεθοδολογία για τις έρευνες σε σχέση με την εθελοντική εργασία και να εξασφαλίσει την υιοθέτησή της μέσω κατάλληλου κανονισμού, ούτως ώστε οι έρευνες να διενεργούνται από τα κράτη μέλη σε τακτική βάση·

1.2.3

να λάβει μέτρα για να προτρέψει τις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών να προβούν σε έρευνες για την εθελοντική εργασία, ακόμη και πριν τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω κανονισμός·

1.2.4

να συγκεντρώσει και να δημοσιοποιήσει συνεκτικά δεδομένα που έχουν προκύψει από έρευνες για τον εθελοντισμό στις επιμέρους χώρες ή σε επίπεδο ΕΕ·

1.2.5

να θεσπίσει δεσμευτικά νομικά μέτρα σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, που θα επιτρέπουν στον μη κερδοσκοπικό τομέα να συγχρηματοδοτεί τις δημόσιες επιχορηγήσεις με την οικονομική αξία της εθελοντικής εργασίας, όπως αυτή θα υπολογιστεί με βάση τα αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα που θα συγκεντρωθούν μέσω των στατιστικών εργαλείων που προτείνονται στην παρούσα γνωμοδότηση.

1.3

Επιπροσθέτως, η ΕΟΚΕ δράττεται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσει ότι απαιτείται ευνοϊκό περιβάλλον και υποστήριξη των εθελοντικών δραστηριοτήτων. Λεπτομερείς συστάσεις για αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον είχαν διατυπωθεί στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Εθελοντισμού (2011) και περιλαμβάνουν τη σταθερή υποστήριξη των εθελοντικών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν σημαντικά στο κοινό όφελος (1).

2.   Ιστορικό

2.1

Σύμφωνα με τον ορισμό που χρησιμοποιείται ευρέως (στα όργανα της ΕΕ), ο όρος «εθελοντισμός» αναφέρεται σε κάθε μορφή εθελοντικής δραστηριότητας, επίσημης ή ανεπίσημης, που συντελείται με την ελεύθερη βούληση του ατόμου ως αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών και κινήτρων, χωρίς προσδοκία οικονομικού κέρδους.

2.2

Συνεπής με αυτήν την αντίληψη του εθελοντισμού, αν και ακριβέστερος, είναι ο ορισμός της εθελοντικής εργασίας στο «Έγγραφο οδηγιών της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση»(Manual on the Measurement of Volunteer Work), το οποίο χρησιμοποιείται ως εννοιολογικό πλαίσιο για τη μέτρηση των επίσημων ή ανεπίσημων εθελοντικών δραστηριοτήτων σε διάφορα πολιτιστικά και νομικά πλαίσια. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, εθελοντική εργασία σημαίνει «μη υποχρεωτική εργασία χωρίς αμοιβή — δηλαδή, χρόνος που αφιερώνει ένα άτομο χωρίς πληρωμή σε δραστηριότητες που εκτελούνται είτε μέσω μιας οργάνωσης είτε απευθείας προς όφελος άλλων ατόμων που δεν ανήκουν στο νοικοκυριό του» (2). Ο ορισμός αυτός, ο οποίος απαριθμεί με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του εθελοντισμού, είναι εκείνος που πρέπει να χρησιμοποιείται στις διεθνείς συγκριτικές έρευνες — επειδή είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά της εθελοντικής εργασίας στους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στις διάφορες χώρες, ώστε να οριοθετηθεί τελικά με ομοιόμορφο τρόπο το πεδίο των ερευνών, ανεξάρτητα από τις τοπικές συνθήκες.

2.3

Τα τελευταία χρόνια, ιδίως σε συνδυασμό με την ανακήρυξη του 2011 ως Ευρωπαϊκού Έτους Εθελοντισμού, σε πολλά έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αλλά και της ΕΟΚΕ, της ΕτΠ και των οργανώσεων της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών, επισημάνθηκε ότι ο εθελοντισμός συνδέεται με βασικές αξίες της ΕΕ όπως η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και η αλληλεγγύη με τους χρήζοντες βοηθείας. Τονίστηκε ότι ο εθελοντισμός συμβάλλει σημαντικά σε εκείνο το τμήμα της κοινωνικής ευημερίας που δεν προσμετράται στο ΑΕγχΠ και ότι έχει μεγάλη επίδραση στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Από συστημική άποψη, η εθελοντική εργασία συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου και στην ανάπτυξη και εδραίωση δεσμών εμπιστοσύνης και συνεργασίας, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί ευρέως αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες και αξίες. Ο ανεπίσημος εθελοντισμός είναι σημαντική μορφή επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο, π.χ. μέσω της άτυπης φροντίδας και διαπαιδαγώγησης των παιδιών και των νέων, ενώ ο επίσημος εθελοντισμός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη οριζόντιων δεξιοτήτων και στην απόκτηση νέων επαγγελματικών προσόντων. Η εθελοντική φροντίδα που παρέχεται σε ηλικιωμένους ή από ηλικιωμένους έχει, επίσης, πολύ μεγάλη σημασία για τις γηράσκουσες κοινωνίες της Ευρώπης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία αποκαλύπτουν τον ρόλο του εθελοντισμού στην ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής και στη διευκόλυνση της απασχόλησης, συντελούν στο να θεωρείται σημαντικό στοιχείο της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, η οποία αποτελεί τον έναν από τους τρεις πυλώνες της αναπτυξιακής στρατηγικής της ΕΕ «Ευρώπη 2020».

2.4

Ένα άλλο βασικό στοιχείο της δημόσιας συζήτησης για τον εθελοντισμό ήταν οι συστάσεις που τόνιζαν την ανάγκη να συγκεντρωθούν συγκρίσιμα δεδομένα τόσο για την κοινωνική όσο και για την οικονομική σημασία του. Στο πλαίσιο αυτό, έγιναν αναφορές στη μεθοδολογία που προτείνεται στο έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ, ως κατάλληλο μοντέλο για τη διεξαγωγή στατιστικών ερευνών σε αυτό το πεδίο (3).

2.5

Οι συστάσεις αυτές απέρρεαν προφανώς από τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα για τον εθελοντισμό, μια εκτίμηση που εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.

2.6

Σε ορισμένες χώρες έχουν διενεργηθεί κάποιες έρευνες για τον εθελοντισμό, οι οποίες καλύπτουν μάλιστα πολλές βασικές πτυχές του (όχι μόνο τον βαθμό συμμετοχής του πληθυσμού σε εθελοντικές δραστηριότητες και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των εθελοντών, αλλά και τα κίνητρα που τους ωθούν να ασχοληθούν με τέτοιου είδους δραστηριότητες, για παράδειγμα). Ένα εμπόδιο που δεν επιτρέπει τη χρήση αυτών των ερευνών για αναλύσεις ενωσιακής κλίμακας είναι η έλλειψη συνεκτικότητας όσον αφορά το εύρος και τον τρόπο ορισμού του εθελοντισμού, πέραν των άλλων μεθοδολογικών διαφορών (όπως π.χ. το διαφορετικό χρονικό διάστημα που καλύπτει η κάθε έρευνα, οι διαφορετικές ηλικιακές ομάδες στις οποίες χωρίζουν τον πληθυσμό, οι διαφορετικές ερευνητικές μέθοδοι ή η ακρίβεια των αποτελεσμάτων) και των διαφορετικών χρονολογιών διεξαγωγής τους. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση που εκπονήθηκε κατά παραγγελία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την εταιρεία μελετών GHK, οι διαφορές στα αποτελέσματα συχνά φθάνουν ως και τις 30-40 ποσοστιαίες μονάδες (4).

2.7

Υπάρχουν μερικά δεδομένα για τον εθελοντισμό που συλλέγονται τακτικά και που μπορούν να συγκριθούν σε διεθνές επίπεδο, αλλά καλύπτουν πολύ περιορισμένο πεδίο. Αφορούν κυρίως τον βαθμό συμμετοχής σε εθελοντικές δραστηριότητες (με τους ποικίλους ορισμούς τους) που εκτελούνται μέσω οργανώσεων (επίσημος εθελοντισμός) και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ατόμων που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Μερικές φορές η έρευνα εξετάζει και άλλα ζητήματα, όπως τη συχνότητα της συμμετοχής σε εθελοντικές δραστηριότητες (5). Μερικές από τις μελέτες αυτές (6) δεν περιορίζονται σε μια γενική ερώτηση για τον εθελοντισμό (με τον έναν ή τον άλλον ορισμό του), αλλά αναφέρουν περισσότερους (συνήθως 10-12) τύπους οργανώσεων ή δραστηριοτήτων στους οποίους τα άτομα αφιέρωσαν τον ελεύθερο χρόνο τους. Συγκριτικά, η ερώτηση που εξετάζεται με τη μικρότερη συχνότητα αφορά τον αριθμό ωρών που αφιερώθηκαν στον εθελοντισμό (7).

2.8

Παρά τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα αποτελέσματα των διάφορων διεθνών μελετών, όπως και ανάμεσα στα εθνικά και τα διεθνή αποτελέσματα, μπορούμε να πούμε ότι το φαινόμενο του εθελοντισμού — ακόμη και αν ληφθεί υπόψη μόνο ο επίσημος εθελοντισμός — είναι πολύ διαδεδομένο. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των εθελοντών άνω των 15 ετών στην ΕΕ κυμαίνονται μεταξύ 92 και 150 εκατομμυρίων, πράγμα που σημαίνει ότι ποσοστό μεταξύ 22% και 36% των ενηλίκων στο σύνολο των χωρών της ΕΕ επιδίδεται σε εθελοντική εργασία χωρίς αμοιβή σε διάφορους τύπους οργανώσεων (8). Οι θέσεις που υιοθέτησαν τα κύρια όργανα της ΕΕ για τον εθελοντισμό βασίζονται σε σχετικά χαμηλή εκτίμηση του αριθμού των εθελοντών (κάτω των 100 εκατομμυρίων ατόμων) (9).

2.9

Με βάση τα δεδομένα που είναι σήμερα διαθέσιμα για τον εθελοντισμό, δεν είναι δυνατό να γίνουν οι αναλύσεις που ζητούνται στα έγγραφα της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της ΕΟΚΕ. Είναι αδύνατη επί του παρόντος η αξιόπιστη παρακολούθηση της οικονομικής σημασίας του εθελοντισμού και της συμβολής του στις πολιτικές της ΕΕ. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ο συνολικός χρόνος που αφιερώνεται στην εθελοντική εργασία ή η χρηματική της αξία και να υπολογιστεί έτσι η συμβολή του εθελοντισμού σε γενικούς οικονομικούς δείκτες όπως η εθνική απασχόληση (αριθμός εργαζομένων στην εθνική οικονομία) ή το ΑΕγχΠ. Τα μόνα δεδομένα που είναι διαθέσιμα σήμερα —και τα οποία, ωστόσο, περιορίζονται στον επίσημο εθελοντισμό, που διεξάγεται στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και υπολογίζεται με όχι ιδιαίτερα συνεκτικές μεθόδους— προέρχονται από τη διεθνή συγκριτική μελέτη του μη κερδοσκοπικού τομέα (Comparative Nonprofit Sector Project) που συντονίζει το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Βάσει των δεδομένων αυτών, προσδιορίστηκε το ποσοστό της εθελοντικής εργασίας που εκτελείται στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικών φορέων επί του ΑΕγχΠ και επί του εργατικού δυναμικού του οικονομικά ενεργού πληθυσμού για τρεις μόνο χώρες της ΕΕ: την Τσεχική Δημοκρατία (0,2% του ΑΕγχΠ και 0,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού), τη Γαλλία (1,4% και 3,2%) και το Βέλγιο (0,7 %, μη διαθέσιμα στοιχεία) (10).

2.10

Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες τριών χωρών της ΕΕ (Πολωνία, Ουγγαρία και Ιταλία) έχουν ήδη διενεργήσει έρευνες σχετικά με την έκταση και την αξία της εθελοντικής εργασίας με βάση τις μεθοδολογικές αρχές που εκτίθενται στο εγχειρίδιο της ΔΟΕ, ενώ οι υπηρεσίες ορισμένων άλλων χωρών ετοιμάζονται να τις ακολουθήσουν (11). Τα δεδομένα του 2011 για την Πολωνία είναι ήδη διαθέσιμα. Δείχνουν ότι ο επίσημος και ο ανεπίσημος εθελοντισμός, αθροιστικά, αντιστοιχούσαν στο ισοδύναμο εργασίας του 9,6% των απασχολούμενων στην ευρύτερη εθνική οικονομία (συνυπολογιζομένης της εθελοντικής εργασίας) και στο 2,8% του ευρύτερου ΑΕγχΠ. Στην Πολωνία, όπου οι δεσμοί με τη διευρυμένη οικογένεια είναι ιδιαίτερα ισχυροί, το μεγαλύτερο μέρος του εθελοντισμού είναι ανεπίσημο· το μερίδιο του ανεπίσημου εθελοντισμού στον αριθμό των απασχολούμενων στην εθνική οικονομία (συνυπολογιζομένων των εθελοντών) ανερχόταν σε 8% και η συμβολή του στο ευρύτερο ΑΕγχΠ σε 2,2%. Ο επίσημος εθελοντισμός αποτελούσε το 1,6% και των 0,6% αυτών των μεγεθών, αντιστοίχως (12).

3.   Το έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ ως σφαιρική και παγκοσμίως ισχύουσα προσέγγιση της έρευνας για τον εθελοντισμό

3.1

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, το εγχειρίδιο για τη μέτρηση της εθελοντικής εργασίας που δημοσιεύθηκε υπό την αιγίδα της ΔΟΕ αναφέρεται σχεδόν σε όλα τα έγγραφα της ΕΕ για τον εθελοντισμό ως κατάλληλο μοντέλο για τη διενέργεια στατιστικών ερευνών σε αυτό το πεδίο. Οι μεθοδολογικές λύσεις που περιέχονται σε αυτό το έγγραφο υποδείχθηκαν και από τη Διεθνή Διάσκεψη Στατιστικολόγων Εργασίας ως κατάλληλη βάση για τις έρευνες σχετικά με την εθελοντική εργασία, η οποία προτείνεται να προστεθεί στις επίσημες στατιστικές για την εργασία (13). Οι λύσεις που προτείνονται στο εγχειρίδιο έχουν υποστηριχθεί και από πολλούς ενδιαφερόμενους φορείς του τρίτου τομέα, ενώ πολλές ΜΚΟ προωθούν επίσης αυτό το μοντέλο για τη διενέργεια ερευνών σχετικά με τον εθελοντισμό (14).

3.2

Η μεθοδολογική προσέγγιση που προτείνεται στο εγχειρίδιο της ΔΟΕ αποτελεί επίσης απάντηση στην έλλειψη ή στην ασυνέπεια των διαθέσιμων δεδομένων για τον εθελοντισμό στον τρίτο τομέα, ένα πρόβλημα που επισημάνθηκε από τη συγκριτική μελέτη του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και υπογραμμίστηκε αργότερα ως σοβαρό εμπόδιο για την κατάρτιση επακριβών στατιστικών για τους εθνικούς λογαριασμούς και τον δορυφορικό λογαριασμό για τον μη κερδοσκοπικό τομέα (15).

3.3

Η μεθοδολογική προσέγγιση της ΔΟΕ βασίζεται σε έναν λειτουργικό ορισμό του φαινομένου που αναφέρεται στο εγχειρίδιο ως «εργασία σε εθελοντική βάση» (volunteer work). Ο ορισμός αυτός δεν βασίζεται σε συγκεκριμένο όρο ή όρους που χρησιμοποιούνται με ομοιόμορφο τρόπο σε όλες τις χώρες όπου διεξάγονται οι έρευνες, αλλά περισσότερο σε μια περιγραφή της εθελοντικής εργασίας που τονίζει τρία βασικά χαρακτηριστικά της. Η «εργασία σε εθελοντική βάση» ορίζεται ως δραστηριότητες οι οποίες:

α)

περιλαμβάνουν παραγωγική εργασία,

β)

δεν είναι αμειβόμενες,

γ)

δεν είναι υποχρεωτικές και

δ)

δεν εκτελούνται προς όφελος ατόμων που ανήκουν στο νοικοκυριό του εθελοντή.

Το έγγραφο της ΔΟΕ περιέχει άφθονες πρόσθετες εξηγήσεις, οι οποίες βοηθούν να αρθεί οποιαδήποτε δυνητική αμφιβολία ως προς την ερμηνεία των κριτηρίων (16).

3.4

Το ευρύ ερευνητικό πεδίο που προσδιορίζεται στο εγχειρίδιο επιτρέπει την ανταπόκριση στις ανάγκες πληροφόρησης πολλών ενδιαφερομένων. Η κεντρική στο εγχειρίδιο έννοια της εθελοντικής εργασίας ανοίγει ένα ευρύ ερευνητικό πεδίο, που περιλαμβάνει τόσο τον επίσημο εθελοντισμό (που αποκαλείται από τη ΔΟΕ «έμμεσος») όσο και τον ανεπίσημο (που αποκαλείται από τη ΔΟΕ «άμεσος» εθελοντισμός). Εξάλλου, δεν περιορίζει το φαινόμενο σε έναν μόνο τομέα, αλλά περιλαμβάνει και την εθελοντική εργασία που παρέχεται από τον τρίτο τομέα ή από δημόσιους οργανισμούς, με έκκληση για διαχωρισμό των δεδομένων ανά κλάδο και ανά θεσμικό τομέα, για παράδειγμα. Τα δεδομένα που συλλέγονται είναι σαφώς προσδιορισμένα και, ταυτόχρονα, ευέλικτα για τους χρήστες.

3.5

Το ερευνητικό μοντέλο που προτείνεται στο εγχειρίδιο της ΔΟΕ βασίζεται σε ορισμένες γενικές αρχές που εξασφαλίζουν συνεκτικότητα, ανεξαρτήτως του τύπου του ερωτηματολογίου που χρησιμοποιείται για την έρευνα. Οι αρχές αυτές είναι:

α)

κάλυψη όσο το δυνατόν ευρύτερου πληθυσμού, ώστε να αντικατοπτριστούν όλες οι σημαντικές συνιστώσες του·

β)

χρήση του ορισμού της «εθελοντικής εργασίας» που παρέχεται στο έγγραφο και της ορολογίας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή του·

γ)

κάλυψη όλων των μορφών εθελοντικής εργασίας (τόσο εκείνης που εκτελείται εξ ονόματος ή μέσω οργανώσεων όσο και εκείνης που εκτελείται απευθείας προς όφελος ατόμων που δεν ανήκουν στο νοικοκυριό του εθελοντή ή κοινωνικών ομάδων)·

δ)

κάλυψη των μεταβλητών που περιλαμβάνονται στη συνιστώμενη ερευνητική ενότητα: χρόνος της εθελοντικής εργασίας (αριθμός δεδουλευμένων ωρών), είδος δραστηριότητας (αντίστοιχο επάγγελμα), πεδίο της εθελοντικής εργασίας (οικονομικός κλάδος ή θεσμικός τομέας)·

ε)

δυνατότητα μετάφρασης των εθελοντικών δραστηριοτήτων στους τυποποιημένους κωδικούς των επαγγελμάτων (ISCO) και των οικονομικών κλάδων (τυποποιημένη ταξινόμηση NACE ή ταξινόμηση ICNPO για τις δραστηριότητες του μη κερδοσκοπικού τομέα), ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω ανάλυση της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού της οικονομικής αξίας των εθελοντικών δραστηριοτήτων (17).

3.6

Η προτεινόμενη μεθοδολογία επιτρέπει την επικέντρωση της ερευνητικής προσπάθειας, κατά πρώτο λόγο, στην απόκτηση των δεδομένων που χρειάζονται για την ποσοτικοποίηση του όγκου και της αξίας της εθελοντικής εργασίας σε τυποποιημένες οικονομικές μονάδες, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση με την εθνική απασχόληση ή το ΑΕγχΠ. Τα δεδομένα που θα συγκεντρωθούν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του όγκου και της αξίας των διάφορων μορφών εθελοντικής εργασίας ανά θεσμικό τομέα, οικονομικό κλάδο, είδος δραστηριότητας, περιφέρεια, βαθμό αστικοποίησης κλπ.

3.7

Με βάση τα δεδομένα που θα συγκεντρωθούν στην ενότητα της έρευνας που αφορά την εθελοντική εργασία, μπορούν να διεξαχθούν πλείστες αναλύσεις κοινωνικής φύσεως. Μπορεί να αναλυθεί η έκταση και η ένταση της εθελοντικής εργασίας, οι μορφές που προσλαμβάνει (υπέρ ατόμων ή υπέρ οργανώσεων· στη δε περίπτωση επίσημων δομών, μπορεί να προσδιοριστεί το πεδίο δραστηριότητας ή ο τομέας). Στις αναλύσεις αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη τα διάφορα χαρακτηριστικά των εθελοντών: τα δημογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, φύλο, οικογενειακή κατάσταση), η περιοχή (π.χ. περιφέρεια, μέγεθος της τοποθεσίας), η επαγγελματική κατάσταση ή το μορφωτικό και το βιοτικό επίπεδο. Αν μάλιστα προστεθούν στην ενότητα και ορισμένες συμπληρωματικές ερωτήσεις, είναι επίσης δυνατό να αναλυθούν τα κίνητρα των εθελοντών, τα αίτια της μη ενασχόλησης με τον εθελοντισμό κ.ά.

3.8

Δεδομένου ότι οι δημοσκοπούμενοι είναι συνήθως σε θέση να παράσχουν λεπτομερή και αξιόπιστα δεδομένα μόνο για το πρόσφατο παρελθόν, το εγχειρίδιο υιοθετεί περίοδο αναφοράς τεσσάρων εβδομάδων για τις ερωτήσεις που αφορούν την εθελοντική εργασία. Ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται από την ανάγκη να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν ακριβέστερα ο αριθμός ωρών της εθελοντικής εργασίας. Από την άλλη πλευρά, η περίοδος των τεσσάρων εβδομάδων είναι σημαντικά μικρότερη από το συνηθισμένο δωδεκάμηνο χρονικό πλαίσιο, που χρησιμοποιείται στις περισσότερες έρευνες για τον εθελοντισμό. Η μικρότερη περίοδος αναφοράς μεταφράζεται σε μικρότερες αριθμητικές τιμές όσον αφορά τη διάδοση του εθελοντισμού (τον αριθμό των εθελοντών) και δημιουργεί τον κίνδυνο να ληφθούν αλλοιωμένα αποτελέσματα εξαιτίας των εποχιακών διακυμάνσεων. Συνιστάται, συνεπώς, να διατηρηθεί η περίοδος των τεσσάρων εβδομάδων για λόγους συγκρισιμότητας και να βρεθούν ταυτόχρονα μέθοδοι για την εξισορρόπηση των εποχιακών διαφορών και την εξασφάλιση δείγματος επαρκούς μεγέθους, ώστε να συμμετάσχουν στην έρευνα αρκετοί εθελοντές και να μπορούν έπειτα να γίνουν εκτιμήσεις για τον αριθμό ωρών των διάφορων ομάδων.

3.9

Η μέθοδος που συνιστά η ΔΟΕ για την έρευνα σε σχέση με την εθελοντική εργασία έχει τη μορφή ειδικής ενότητας της «Έρευνας για το εργατικό δυναμικό» (ΕΕΔ) ή κάποιας άλλης έρευνας για τα νοικοκυριά. Η χρήση της ΕΕΔ ως βάσης παρέχει σειρά πλεονεκτημάτων:

α)

πλήρη συγκρισιμότητα και αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, που θα ληφθούν βάσει μιας έρευνας με ευρύ αντιπροσωπευτικό δείγμα και παγκοσμίως αποδεκτή μεθοδολογία (ΕΕΔ)·

β)

τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του συστήματος των επίσημων στατιστικών και των συμμετεχόντων·

γ)

δυνατότητα ανάλυσης των δεδομένων για την εθελοντική εργασία σε συνάρτηση με τα δεδομένα για τη δημογραφική, κοινωνική και επαγγελματική κατάσταση που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της ΕΕΔ·

δ)

χαμηλό κόστος της συνάντησης με τους συμμετέχοντες·

ε)

δυνατότητα χρήσης ερευνητών με πείρα στην κωδικοποίηση των διάφορων μορφών εργασίας σύμφωνα με τα συστήματα ταξινόμησης που χρησιμοποιούνται από τις επίσημες στατιστικές και ιδιαίτερα με το σύστημα ταξινόμησης των επαγγελμάτων (ISCO)·

στ)

κατάλληλο γνωστικό πλαίσιο για την έρευνα (οι ερωτήσεις για τη μη αμειβόμενη εργασία αποτελούν φυσικό συμπλήρωμα των ερωτήσεων για την αμειβόμενη).

3.10

Η έρευνα για τον εθελοντισμό μέσω μιας ενότητας της ΕΕΔ έχει επίσης ορισμένους περιορισμούς και προβλήματα, τα οποία επιλύονται ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες ή με την ακόλουθη γενική προσέγγιση:

α)

η χρήση του τηλεφώνου αντί των άμεσων συνεντεύξεων για τη διενέργεια της έρευνας, μια πρακτική που είναι όλο και πιο συχνή στην ΕΕΔ, αυξάνει την πίεση στον χρόνο της συνέντευξης και, κατά συνέπεια, ενδέχεται να καταλήξει σε χαμηλότερο ποσοστό ενασχόλησης με τον εθελοντισμό (volunteering rate), ιδίως σε χώρες όπου η ευαισθητοποίηση σε σχέση με τον εθελοντισμό είναι περιορισμένη και το σχετικό λεξιλόγιο δεν αποτελεί μέρος της καθημερινής γλώσσας. Στις συνεντεύξεις χρειάζεται, συνεπώς, χρόνος για πρόσθετες εξηγήσεις ή παραδείγματα (18)·

β)

το ανωτέρω πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί, αν συμπεριληφθούν ερωτήσεις από την ενότητα για τη μέτρηση της εθελοντικής εργασίας σε δημοσκοπήσεις ευρύτερης εμβέλειας, που διεξάγονται με άμεση επαφή δημοσκόπου και δημοσκοπούμενου (μέθοδος «ενώπιος ενωπίω») (19)·

γ)

οι συντάκτες του εγχειριδίου της ΔΟΕ συνιστούν παγκοσμίως ισχύουσες λύσεις για ορισμένα από τα προβλήματα που επισημάνθηκαν ανωτέρω όσον αφορά τη χρήση της ενότητας για την έρευνα σε σχέση με την εθελοντική εργασία. Για παράδειγμα, κατόπιν της διαπίστωσης ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται «δι’ αντιπροσώπου» είναι κατώτερης ποιότητας, συνιστάται να διενεργούνται συνεντεύξεις μόνο με εκείνα τα άτομα τα οποία αφορά η έρευνα, αντί να χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες για την εθελοντική εργασία που έδωσε η σύζυγος ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του εθελοντή. Αν υπάρχουν δυσκολίες με την εφαρμογή πολύπλοκων παγκόσμιων ταξινομήσεων όπως η NACE, οι συντάκτες προβλέπουν τη δυνατότητα χρήσης απλούστερων ταξινομήσεων όπως η ICNPO (20).

3.11

Το «Έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση» είναι ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο, που δεν περιλαμβάνει μόνο οδηγίες για την οργάνωση και τη διεξαγωγή της έρευνας, αλλά και συστάσεις για την εξαγωγή και παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Για την εκτίμηση της αξίας της εθελοντικής εργασίας συνιστάται η μέθοδος του «κόστους της πλήρους υποκατάστασης» (full replacement cost), με την εφαρμογή της μέσης αμοιβής που χορηγείται στην εθνική οικονομία για το συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας (αντίστοιχο επάγγελμα), τον οικονομικό κλάδο και τον θεσμικό τομέα στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκε η εθελοντική εργασία.

3.12

Ανεξαρτήτως του καθολικού χαρακτήρα των προτεινόμενων λύσεων και της ισχυρής αιτιολόγησής τους, το εγχειρίδιο της ΔΟΕ διατηρεί σημαντική ευελιξία για πολλά ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν από κάθε χώρα χωριστά, σε συνάρτηση με τις τοπικές συνθήκες. Τέτοια ζητήματα είναι η προσαρμογή της φρασεολογίας στις τοπικές συνθήκες και ο λιγότερο ή περισσότερο λεπτομερής τρόπος υπολογισμού της αξίας της εθελοντικής εργασίας (μερικά άλλα παραδείγματα αναφέρθηκαν στο σημείο 3.10). Θα πρέπει, πάντως, να χρησιμοποιηθούν τα βασικά στοιχεία των ορισμών της εθελοντικής εργασίας, για να εξασφαλιστεί η διεθνής συγκρισιμότητα των δεδομένων.

3.13

Η ευελιξία του εγχειριδίου απορρέει από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ο καθολικός χαρακτήρας και η ευρεία εφαρμογή του, ανεξαρτήτως των σημαντικών πολιτιστικών και κοινωνιακών διαφορών που υπάρχουν ανά τον κόσμο. Στην ΕΕ οι διαφορές αυτές είναι σχετικά μικρές, πράγμα που καθιστά δυνατή την ανάπτυξη μιας πιο ομοιόμορφης μεθοδολογίας και, κατά συνέπεια, την εξασφάλιση πιο συγκρίσιμων δεδομένων.

4.   Τι πρέπει να γίνει;

4.1

Λόγω της μεγάλης ανάγκης δεδομένων για τον εθελοντισμό, η οποία εκπηγάζει από τον σημαντικό του ρόλο στη δημιουργία ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, του κοινωνικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου, της άτυπης εκπαίδευσης, της ένταξης στην αγορά εργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστούν σε επίπεδο ΕΕ ευνοϊκές συνθήκες για τη διενέργεια συστηματικών, συγκρίσιμων ερευνών σχετικά με τον εθελοντισμό στα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται ότι όλες οι νέες δραστηριότητες που ανέλαβαν τα όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη πρέπει να τύχουν κατάλληλης χρηματοδοτικής σταθερότητας και δηλώνει συνεπώς ότι προτίθεται να διερευνήσει όλους τους δυνατούς τρόπους στήριξης και χρηματοδότησης της έρευνας για τη μέτρηση των εθελοντικών δραστηριοτήτων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η πρόταση που υποδεικνύεται στο σημείο 4.2.

4.2

Ακολουθώντας τις συστάσεις των εγγράφων της ΕΕ, που καλούν τα κράτη μέλη να προβούν σε έρευνες για τον εθελοντισμό με βάση το έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ, η ΕΟΚΕ ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί, εντός των προσεχών ετών, τυποποιημένη μεθοδολογία για τις έρευνες σε σχέση με την εθελοντική εργασία και να εξασφαλίσει την υιοθέτησή της μέσω κατάλληλου κανονισμού, ούτως ώστε οι έρευνες να διενεργούνται από τα κράτη μέλη σε τακτική βάση.

4.3

Μέχρι να εγκριθεί αυτός ο κανονισμός, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να λάβει μέτρα για την υποστήριξη μεθοδολογικών εργασιών και πιλοτικών μελετών, με στόχο τον καθορισμό συνεκτικών αρχών για τη διενέργεια ερευνών σχετικά με την εθελοντική εργασία από τις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών, με τη χρήση των βασικών αρχών του εγχειριδίου της ΔΟΕ και την αξιοποίηση της πείρας των χωρών που έχουν ήδη διενεργήσει τέτοιες έρευνες χρησιμοποιώντας τις λύσεις που περιγράφει. Κατά την επεξεργασία των λεπτομερειών αυτού του κανονισμού, θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελαχιστοποίηση του κόστους και των διοικητικών επιβαρύνσεων. Η καλύτερη προσέγγιση, για να επιτευχθεί αυτό, είναι να συνδυαστεί η έρευνα για τον εθελοντισμό με μία από τις άλλες έρευνες που διενεργούν αυτόν τον καιρό οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών.

4.4

Λόγω της μεγάλης ανάγκης δεδομένων σχετικά με την έκταση του επίσημου και του ανεπίσημου εθελοντισμού και με τον αντίκτυπό του στο γενικό επίπεδο ευημερίας και σε επιλεγμένα πεδία του δημόσιου βίου, τόσο στις επιμέρους χώρες και όσο στο σύνολο της ΕΕ, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να συγκεντρώσει και να δημοσιοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεόντως εναρμονισμένα δεδομένα που έχουν προκύψει από τις μελέτες για τον εθελοντισμό στις επιμέρους χώρες και στο επίπεδο της ΕΕ. Ένα παράδειγμα έρευνας που θα μπορούσε να διεξαχθεί για τον αντίκτυπο του εθελοντισμού είναι η «Έρευνα για την εκπαίδευση των ενηλίκων», στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν δεδομένα σχετικά με τον αντίκτυπο της εθελοντικής εργασίας στην απόκτηση χρήσιμων δεξιοτήτων για την εξεύρεση επιθυμητής απασχόλησης.

4.5

Η οικονομική αξία της εθελοντικής εργασίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται από τις δημόσιες αρχές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για την αναγνώριση της οικονομικής αξίας της εθελοντικής εργασίας ως μέσου συγχρηματοδότησης των έργων που υποστηρίζονται με δημόσιους πόρους. Η πείρα και τα δεδομένα που θα συγκεντρωθούν κατά την έρευνα για την οικονομική αξία της εθελοντικής εργασίας με ομοιόμορφη μεθοδολογία σε όλη την ΕΕ θα είναι πολύ χρήσιμα για την επεξεργασία πρακτικών λύσεων.

Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2013

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Henri MALOSSE


(1)  EE C 181, 21.06.2012, σ. 150.

(2)  Έγγραφο οδηγιών σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, Γενεύη, 2011.

(3)  1) Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Ανακοίνωση σχετικά με τις πολιτικές της ΕΕ και τον εθελοντισμό: Αναγνώριση και προώθηση διασυνοριακών εθελοντικών δραστηριοτήτων στην ΕΕ» (COM(2011) 568 τελικό), 2) Ο ρόλος των εθελοντικών δραστηριοτήτων στην κοινωνική πολιτική — Συμπεράσματα του Συμβουλίου — Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2011, 3) ΕΕ C 181, 21.06.2012, σ.150.

(4)  Έκθεση της GHK με τίτλο Volunteering in the European Union, GHK 2010.

(5)  Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ESS 2002-2010), για παράδειγμα, κάθε δύο χρόνια συλλέγονται δεδομένα σχετικά με τη διάδοση της συμμετοχής στις δραστηριότητες πολιτικών κομμάτων ή άλλων οργανώσεων ή ενώσεων με κίνητρο την επιθυμία του ατόμου να κάνει κάτι καλό ή να αποτρέψει κάτι κακό. Ωστόσο, οι έρευνες του 2006 και του 2012 περιλάμβαναν και την ερώτηση πόσο συχνά συμμετείχε το άτομο τους τελευταίους 12 μήνες σε δραστηριότητες κοινωνικών ή φιλανθρωπικών οργανώσεων.

(6)  Ευρωπαϊκή Μελέτη Αξιών (EVS) και ορισμένες έρευνες του Ευρωβαρόμετρου υπό τον συντονισμό της ΓΔ Επικοινωνίας (Ευρωβαρόμετρα 66.3/2006, 73.4/2010 και 75.2/2011).

(7)  Ευρωπαϊκή Έρευνα για την Ποιότητα Ζωής (EQLS 2003, 2007), Ευρωβαρόμετρο 60.3 (2003/2004). Τα πληρέστερα δεδομένα για τον χρόνο που αφιερώνεται σε μη αμειβόμενη εργασία στο πλαίσιο οργανώσεων, σε ανεπίσημη βοήθεια προς άλλα νοικοκυριά ή σε συμμετοχή στις συναντήσεις οργανώσεων, ομάδων ή κοινοτήτων, συνυπολογιζομένων των εποχιακών διαφορών κατά τη διάρκεια του έτους, συλλέγονται στο πλαίσιο της «Έρευνας για τη διάθεση του χρόνου».

(8)  Οι εκτιμήσεις αυτές προέρχονται από την έκθεση της GHK Volunteering in the European Union, 2010.

(9)  Ο αριθμός των 100 εκατομμυρίων αναφέρεται στην Έκθεση σχετικά με τη συμβολή του εθελοντισμού στην οικονομική και κοινωνική συνοχή της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2008) (2007/2149 (INI), έγγρ. A6- 0070/2008.

(10)  Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν από μελέτες των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων. Βάσει των μελετών αυτών υπολογίστηκε ο συνολικός αριθμός των ωρών εθελοντικής εργασίας στον μη κερδοσκοπικό τομέα, ο οποίος μετατράπηκε σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης, ώστε να μπορεί έπειτα να συγκριθεί με τον αριθμό των επαγγελματικώς ενεργών ατόμων σε δεδομένη χώρα. Στη συνέχεια προσδιορίστηκε η αξία της εθελοντικής εργασίας, με τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης επί τη μέση αμοιβή στον μη κερδοσκοπικό τομέα. Η μέθοδος αυτή μπορεί να καταλήξει σε χαμηλότερη εκτίμηση του όγκου και της αξίας της εθελοντικής εργασίας από ό,τι η μέθοδος που περιγράφεται στο εγχειρίδιο της ΔΟΕ, επειδή οι οργανώσεις συνήθως δεν τηρούν αρχεία για τον χρόνο της εθελοντικής εργασίας και συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη την εθελοντική εργασία που παρέχεται περιστασιακά. Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα αφορούν μόνο τον μη κερδοσκοπικό τομέα, ενώ η μεθοδολογία της ΔΟΕ επιτρέπει τη μέτρηση όλου του επίσημου εθελοντισμού σε όλους τους θεσμικούς τομείς. Τα αποτελέσματα που παρατίθενται σε αυτό το σημείο προέρχονται από την έκδοση: Salamon, L. M., Sokolowski, S. W., Haddock, M. A., Tice, H.S, The State of Global Civil Society and Volunteering. Latest findings from the implementation of the UN Nonprofit Handbook, Center for Civil Society Studies — Johns Hopkins University, 2013.

(11)  Η εθνική στατιστική υπηρεσία της Πορτογαλίας έχει ήδη προσθέσει στην «Έρευνα για το εργατικό δυναμικό» μια πειραματική ενότητα σύμφωνα με το εγχειρίδιο της ΔΟΕ· οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες της Ιρλανδίας και της Ισπανίας έχουν εκφράσει επίσης την επιθυμία να ξεκινήσουν παρόμοιες μελέτες.

(12)  Nałęcz, S., Goś-Wójcicka, K., (eds.) Volunteering through organizations and other forms of volunteer work outside own household – 2011. Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Πολωνίας, Βαρσοβία, 2012.

(13)  Σύμφωνα με το ψήφισμα που υιοθετήθηκε από τη 19η Διεθνή Διάσκεψη Στατιστικολόγων Εργασίας στις 11 Οκτωβρίου 2013, ο στατιστικός ορισμός της εργασίας περιλαμβάνει την εθελοντική εργασία μεταξύ των μορφών εργασίας· κατά συνέπεια, ζητείται η τακτική στατιστική της παρακολούθηση.

(14)  Για παράδειγμα, η «Συμμαχία Ευρωπαϊκού Έτους Εθελοντισμού 2011», το Ευρωπαϊκό Κέντρο Εθελοντισμού (CEV), το Κέντρο Μελετών της Κοινωνίας των Πολιτών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins (CCSS) και η ένωση Associazione Promozione e Solidarietà (SPES).

(15)  Handbook on non-profit institutions in the System of National Accounts, United Nations Statistics Division, Νέα Υόρκη, 2003.

(16)  Επίσημες μεταφράσεις του εγγράφου οδηγιών της ΔΟΕ στα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα μαυροβουνιακά μπορούν να τηλεφορτωθούν από τις ιστοσελίδες http://www.ilo.org/www.ilo.org και http://www.evmp.eu/www.evmp.eu.

(17)  Συντομευμένη και τροποποιημένη παρουσίαση των προϋποθέσεων που εκτίθενται στο έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ (σ. 10). ISCO: Διεθνής Τυποποιημένη Ταξινόμηση των Επαγγελμάτων, NACE: Στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ICNPO: Διεθνής Ταξινόμηση των Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων.

(18)  Nałęcz, S., Sharing the Experience of Volunteer Work Measurement. Lessons from pioneer implementation of the ILO methodology by the Central Statistical Office of Poland. http://evmp.eu/wp-content/uploads/Lessons-Podgorica-GUSISP.pdfhttp://evmp.eu/wp-content/uploads/Lessons-Podgorica-GUSISP.pdf.

(19)  Cappadozzi, T., Sharing the Italian experience on the project of measurement of unpaid volunteer work. http://evmp.eu/wp-content/uploads/Cappadozzi_Presentation_EVMP-Conference_Madrid_3.28.2012.pdfhttp://evmp.eu/wp-content/uploads/Cappadozzi_Presentation_EVMP-Conference_Madrid_3.28.2012.pdf.

(20)  Και στις τρεις χώρες όπου έχει ήδη μετρηθεί η εθελοντική εργασία σύμφωνα με το έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ χρησιμοποιήθηκαν απλοποιημένες ταξινομήσεις.