ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 4 του κανονισμού REACH και το άρθρο 46 παράγραφος 2 του κανονισμού CLP, και επανεξέταση ορισμένων στοιχείων του κανονισμού REACH σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 2 και το άρθρο 138 παράγραφοι 2, 3 και 6 του κανονισμού REACH /* COM/2013/049 final */
ΕΚΘΕΣΗ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΟ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ,
ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ σύμφωνα
με το άρθρο 117
παράγραφος 4
του κανονισμού
REACH και το άρθρο 46
παράγραφος 2
του κανονισμού
CLP, και
επανεξέταση
ορισμένων
στοιχείων του
κανονισμού REACH
σύμφωνα με το
άρθρο 75
παράγραφος 2
και το άρθρο 138
παράγραφοι 2, 3
και 6 του
κανονισμού REACH (Κείμενο
που
παρουσιάζει
ενδιαφέρον για
τον ΕΟΧ) 1. Εισαγωγή O
κανονισμός REACH[1]
(εφεξής REACH), που έχει
στόχο την
εξασφάλιση
υψηλού
επιπέδου
προστασίας της
ανθρώπινης
υγείας και του
περιβάλλοντος
καθώς και της
ελεύθερης
κυκλοφορίας
ουσιών στην
εσωτερική
αγορά με
παράλληλη
βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας
και της
καινοτομίας
και τη μετάθεση
της ευθύνης
για τη
διαχείριση των
χημικών
κινδύνων από
τις δημόσιες
αρχές στη
βιομηχανία,
τέθηκε σε ισχύ
την 1η Ιουνίου 2007.
Κατά τον χρόνο
έκδοσης του
κανονισμού REACH
ανέκυψαν
σημαντικές
προκλήσεις και
θέματα για όλα
τα εμπλεκόμενα
μέρη. Ο
κανονισμός REACH
απαιτούσε νέες
μορφές
συνεργασίας
για την
ανταλλαγή
πληροφοριών
μεταξύ των
εταιρειών,
βελτίωση της
επικοινωνίας
σε όλη την
αλυσίδα
εφοδιασμού,
καθώς και την
ανάπτυξη μέσων
για την
καθοδήγηση και
την παροχή
συνδρομής στις
εταιρείες και
στις δημόσιες
αρχές κατά την
εφαρμογή. Πέντε έτη
μετά την
έναρξη ισχύος
του κανονισμού
REACH, έχουν
επιτευχθεί
βασικά ορόσημα
για την
εφαρμογή του. Η
πρώτη
προθεσμία
καταχώρισης το
2010 ήταν επιτυχής,
η βιομηχανία
τήρησε τις
υποχρεώσεις
της με την
υποβολή 24 675
φακέλων
καταχώρισης,
οι οποίοι
αντιστοιχούν
σε 4 300 ουσίες.
Κατά συνέπεια,
η ποιότητα των
διαθέσιμων
δεδομένων για
τη διαχείριση
του κινδύνου
έχει βελτιωθεί
σημαντικά με
αποτέλεσμα
σημαντική
μείωση του
ονομαστικού
κινδύνου για
τις
καταχωρισμένες
ουσίες. Οι
αρχές διαδραμάτισαν
τον ρόλο τους,
για παράδειγμα
απαντώντας σε
χιλιάδες
ερωτήσεις, οι
περισσότερες
από τις οποίες
προέρχονταν
από ΜΜΕ, μέσω
του δικτύου
γραφείων
βοήθειας (helpdesk) το
οποίο είναι
διαθέσιμο σε
όλα τα κράτη
μέλη. Ο Ευρωπαϊκός
Οργανισμός
Χημικών
Προϊόντων (Εuropean Chemicals
Agency - ECHA) που
ιδρύθηκε το 2007
έχει τεθεί
πλήρως σε
λειτουργία.
Κατά την ίδια
περίοδο, η
Επιτροπή
διέθεσε 330 εκατομμύρια
ευρώ για τη
χρηματοδότηση
της έρευνας
και για άλλες
δραστηριότητες
με σκοπό την
ανάπτυξη
εναλλακτικών
μεθόδων αντί
για τις
δοκιμές με
χρήση ζώων. Πέντε έτη
μετά την
ημερομηνία
έναρξης
ισχύος, η Επιτροπή
πρέπει να
εκπληρώσει
ορισμένες
υποχρεώσεις
υποβολής
εκθέσεων και
επανεξέτασης·
η παρούσα
έκθεση
ανταποκρίνεται
στις
υποχρεώσεις
αυτές.
Επιπλέον,
παρέχει μια
πλατφόρμα προκειμένου
η Επιτροπή να
παρουσιάσει
τις διαπιστώσεις
από κάποιες
γενικότερες
αξιολογήσεις
της λειτουργίας
του κανονισμού
REACH. Ένα
συνοδευτικό
έγγραφο
εργασίας των
υπηρεσιών της
Επιτροπής[2]
παρέχει
περισσότερες
λεπτομέρειες
σχετικά με τις
διαπιστώσεις
που χρησιμοποιήθηκαν
για τα
συμπεράσματα
και τις συστάσεις
της παρούσας
έκθεσης. Σύμφωνα
με τον
κανονισμό REACH[3], η
Επιτροπή
πρέπει να
υποβάλει
έκθεση σχετικά
με την
εμπειρία που
αποκτήθηκε από
τη λειτουργία
του και για τη
χρηματοδότηση
που διατέθηκε
από την Επιτροπή
με στόχο την
ανάπτυξη και
την αξιολόγηση
εναλλακτικών
μεθόδων
δοκιμών.
Επίσης, ο
κανονισμός REACH
καλεί την
Επιτροπή να
επανεξετάσει
τις απαιτήσεις
που αφορούν
την καταχώριση
ουσιών χαμηλού
όγκου
παραγωγής, να
υποβάλει
έκθεση σχετικά
με την ανάγκη, εφόσον
υπάρχει,
καταχώρισης
ορισμένων
ειδών πολυμερών,
να αξιολογήσει
αν θα
τροποποιήσει ή
όχι το πεδίο
εφαρμογής του
κανονισμού REACH
για να αποφευχθούν
επικαλύψεις με
άλλες συναφείς
ενωσιακές διατάξεις
και να προβεί
σε επανεξέταση
του ΕCHA. 2. Γενικά
συμπεράσματα
σχετικά με την
επίτευξη των
στόχων του kanoniσμου
REACH 2.1. Yγεία
του ανθρώπου
και περιβάλλον Ο
κανονισμός REACH
εκδόθηκε με
σκοπό την
εξασφάλιση υψηλού
επιπέδου
προστασίας της
υγείας του
ανθρώπου και
του
περιβάλλοντος,
συμπεριλαμβανομένης
της προαγωγής
εναλλακτικών
μεθόδων
εκτίμησης της
επικινδυνότητας
των ουσιών,
καθώς και της
ελεύθερης
κυκλοφορίας
των ουσιών
στην εσωτερική
αγορά, με
παράλληλη
βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας
και της
καινοτομίας. Ο
κανονισμός REACH
αποτελεί
βασικό στοιχείο
της δέσμευσης
της ΕΕ για το
σχέδιο
εφαρμογής που
εγκρίθηκε στην
Παγκόσμια
Διάσκεψη
Κορυφής του 2002
για την
αειφόρο
ανάπτυξη, το
οποίο έχει
στόχο να
εξασφαλίσει
ότι, μέχρι το 2020,
τα χημικά
προϊόντα θα
παράγονται και
θα
χρησιμοποιούνται
με τρόπους που
θα έχουν ως
αποτέλεσμα την
ελαχιστοποίηση
των σοβαρών δυσμενών
επιδράσεων
στην υγεία του
ανθρώπου και
στο
περιβάλλον. Ο
κανονισμός REACH
προβλέπει τη
συστηματική
καταχώριση των
ουσιών. Η
καταχώριση θα
πρέπει να
τεκμηριώνει
την ασφαλή
χρήση των
ουσιών, με
συμπερίληψη
πληροφοριών
σχετικά με
τους κινδύνους
της ουσίας που
επιτρέπει
στους
καταχωρίζοντες
να πραγματοποιούν
ταξινόμηση και
επισήμανση, με
προσδιορισμό
μέτρων
διαχείρισης
του κινδύνου,
καθώς και με
κοινοποίηση
των εν λόγω
πληροφοριών
στους επόμενους
κρίκους της
αλυσίδας
εφοδιασμού.
Για ουσίες άνω
των 10 τόνων, οι
καταχωρίζοντες
πρέπει να
διενεργούν
αξιολόγηση
χημικής
ασφάλειας για
να
προσδιορίζεται
αν απαιτούνται
συμπληρωματικά
μέτρα μείωσης
του κινδύνου. Ο
κανονισμός REACH
βελτιώνει τον
έλεγχο
μεμονωμένων ουσιών.
Οι περιορισμοί
είναι
κατάλληλα
σχεδιασμένοι
για να
ελέγχουν τους
κινδύνους που
δεν ελέγχονται
επαρκώς από τη
βιομηχανία.
Όσον αφορά την
υγεία και το
περιβάλλον, η
διαδικασία
αδειοδότησης
έχει ως στόχο
να
εξασφαλίζεται
ότι ελέγχονται
οι κίνδυνοι
από τις ουσίες
που προκαλούν
πολύ μεγάλη
ανησυχία (SVHC) και
ότι οι εν λόγω
ουσίες
αντικαθίστανται
προοδευτικά
από κατάλληλες
εναλλακτικές
ουσίες όταν
αυτές είναι
οικονομικά και
τεχνικά
βιώσιμες. Παρόλο
που η επίτευξη
των στόχων
αυτών θα
απαιτήσει τη
χρήση ζώων σε
εργαστηριακά
πειράματα, ο
κανονισμός REACH
καθορίζει
ορισμένες
λεπτομερείς
υποχρεώσεις
που αποσκοπούν
στη μείωση των
δοκιμών σε ζώα
και παρέχει κίνητρα
για τη χρήση
και την
ανάπτυξη
εναλλακτικών
μεθόδων για
την εκτίμηση
της
επικινδυνότητας.
Εν
ολίγοις, ο
στόχος του
κανονισμού REACH
όσον αφορά την
υγεία και το
περιβάλλον
αναμένεται να
επιτευχθεί
μέσω 1) της
βελτίωσης των
γνώσεων
σχετικά με τις
ιδιότητες και
τις χρήσεις
των ουσιών, με
αποτέλεσμα
καλύτερα μέτρα
ασφάλειας και
ελέγχου,
μείωση της
έκθεσης και, ως
εκ τούτου, των
αρνητικών
επιδράσεων
στην υγεία του
ανθρώπου και
στο
περιβάλλον·
και 2) της χρησιμοποίησης
λιγότερο
επικίνδυνων
ουσιών ή
τεχνολογιών
εναλλακτικά
προς τις SVHC. 2.1.1. Προσδοκίες
από τον
κανονισμό REACH Τα
δυνητικά οφέλη
για την υγεία και
το περιβάλλον
(εφεξής «οφέλη»)
αξιολογήθηκαν
κατά την
εκτίμηση των
επιπτώσεων του
κανονισμού REACH το
2003[4]. Τα
οφέλη του
κανονισμού REACH
προκύπτουν από
την εφαρμογή
των κατάλληλων
μέτρων μείωσης
κινδύνου –από
τη βιομηχανία
σε πρώτο βαθμό
και τους εντεταλμένους
από τις
αρμόδιες αρχές
σε δεύτερο βαθμό–
χάρη σε
συστηματική
συλλογή και
παραγωγή πληροφοριών
σχετικά με
τους κινδύνους
και τις χρήσεις
των χημικών
ουσιών. Η
εκτίμηση
επιπτώσεων
παρείχε μια
εικόνα της δυνητικής
έκτασης των
αναμενόμενων
μακροπρόθεσμων
οφελών για την
υγεία, τα οποία
συνεπάγονται
τα εν λόγω
μέτρα μείωσης
του κινδύνου. Η
εμφάνιση των
θετικών
αποτελεσμάτων
του κανονισμού
REACH για τη
δημόσια υγεία
αναμενόταν να
ξεκινήσει 10 έτη
μετά την
έναρξη της
εφαρμογής του,
δηλαδή το 2018, και
τα πλήρη
αποτελέσματα
θα
παρατηρηθούν
μετά την πάροδο
άλλων 20 ετών, ενώ
τα συνολικά
οφέλη για την
υγεία χάρη
στον κανονισμό
REACH θα είναι της
τάξης των 50 δισεκατομμυρίων
ευρώ στη
διάρκεια της
30ετίας (μετά την
αναγωγή στην
παρούσα αξία).
Τα
μακροπρόθεσμα
οφέλη του
κανονισμού REACH
για το
περιβάλλον
εκτιμήθηκαν
από άλλη
μελέτη,
σύμφωνα με την
οποία θα ανέλθουν
σε 50
δισεκατομμύρια
ευρώ κατά την
25ετία (μετά την
αναγωγή στην
παρούσα αξία)[5]. Παρά
τις
μεθοδολογικές
δυσκολίες, το
γενικό συμπέρασμα
ήταν ότι τα οφέλη
του κανονισμού
REACH αναμενόταν να
υπερκαλύψουν
το κόστος. 2.1.2. Διαπιστώσεις Όπως
αναμενόταν,
πέντε έτη μετά
την έναρξη
ισχύος του
κανονισμού REACH,
είναι ακόμη
πολύ νωρίς για
να υπολογιστούν
ποσοτικά τα
οφέλη. Αντ’
αυτού η Επιτροπή
εξέτασε τις
αρχικές τάσεις
με βάση την
εξέταση των
ποιοτικών πληροφοριών
και μία
αντιπροσωπευτική
δέσμη ποσοτικών
δεικτών. Η
Επιτροπή
επανεξέτασε
τις βασικές
κινητήριες δυνάμεις
που βρίσκονται
ήδη σε
λειτουργία και
έχουν
ιδιαίτερη
σημασία για τη
δημιουργία
οφελών, και συγκεκριμένα:
την
καταχώριση,
τις
πληροφορίες
στην αλυσίδα
εφοδιασμού,
την
αδειοδότηση
και τους περιορισμούς.
Εξετάστηκαν
επίσης μέτρα
που συμβάλλουν
στη δημιουργία
οφελών, όπως η
αξιολόγηση των
φακέλων, η
παροχή
καθοδήγησης,
οι
επιθεωρήσεις
και οι
δραστηριότητες
επιβολής. Η
Επιτροπή
επισημαίνει
ότι: –
Η αύξηση
της
πληροφόρησης
έχει ως
αποτέλεσμα μεταβολές
της
ταξινόμησης,
οι
περισσότερες
από τις οποίες
καθίστανται
αυστηρότερες.
Η ποιότητα των
διαθέσιμων
πληροφοριών
για την
αξιολόγηση του
κινδύνου έχει
ήδη βελτιωθεί
σε σύγκριση με
την κατάσταση
που επικρατούσε
προ του
κανονισμού REACH. –
Η αύξηση
της
πληροφόρησης
στην αλυσίδα
εφοδιασμού και
η βελτίωση των
δελτίων
δεδομένων
ασφάλειας
οδηγεί σε
καταλληλότερα
μέτρα
διαχείρισης
του κινδύνου,
συμβάλλοντας
έτσι στην παρατηρούμενη
μείωση του
ονομαστικού
κινδύνου, γεγονός
που έχει
ωφελήσει τους
τελικούς
χρήστες, όπως
οι παραγωγοί
διαφόρων
προϊόντων. –
Οι
αυξημένες
υποχρεώσεις
όσον αφορά τις
SVHC, που επιβάλλονται
από τις
διατάξεις
σχετικά με
τους καταλόγους
υποψηφίων και
την
αδειοδότηση,
έχουν οδηγήσει
σε αυξημένες
προσπάθειες
υποκατάστασης
των ουσιών
αυτών σε ολόκληρη
την αλυσίδα
εφοδιασμού. Γίνεται,
επομένως,
αισθητή η
πρόοδος προς
την επίτευξη
του στόχου του
κανονισμού REACH
για την
ανθρώπινη
υγεία και το
περιβάλλον. Η τάση
αυτή
αναμένεται να
επιταχυνθεί
στο μέτρο που οι
λοιπές βασικές
κινητήριες
δυνάμεις
καθίστανται
πλήρως
λειτουργικές.
Ωστόσο, η
Επιτροπή επισημαίνει
ορισμένες
βασικές
ελλείψεις που
ενδέχεται να
παρεμποδίσουν
την επίτευξη
των οφελών: –
πολλοί
φάκελοι καταχώρισης
έχει
διαπιστωθεί
ότι δεν
συμμορφώνονται
με τις
απαιτήσεις,
συμπεριλαμβανομένων
ζητημάτων
ταυτοποίησης
των ουσιών,
όπως αναφέρει
ο ΕCHA· –
οι
καταχωρίζοντες
αξιολογούν
ανεπαρκώς τις
ανθεκτικές,
βιοσυσσωρεύσιμες
και τοξικές
(ΑΒΤ) και τις
άκρως
ανθεκτικές και
άκρως
βιοσυσσωρεύσιμες
(αΑαΒ)
ιδιότητες, όπως
αναφέρει ο ECHA· –
υπάρχουν
προβλήματα
όσον αφορά το
περιεχόμενο και
τη μορφή του
διευρυμένου
δελτίου
δεδομένων ασφάλειας,
όπως αναφέρει
η βιομηχανία. Κατά
συνέπεια, η
Επιτροπή: α) καλεί
τη βιομηχανία
να βελτιώσει
πρώτα την
ποιότητα των
φακέλων
καταχώρισης,
δίνοντας
έμφαση στην
κατάργηση
οποιασδήποτε
μη συμμόρφωσης
και
πραγματοποιώντας
την έγκαιρη
επικαιροποίησή
τους, εφόσον
απαιτείται· β) ενθαρρύνει
τον ECHA και τα
κράτη μέλη να
εντείνουν τις
προσπάθειές τους
όσον αφορά τη
συμμόρφωση με
τις απαιτήσεις
πληροφόρησης
για τους
φακέλους· γ) ενθαρρύνει
τον ECHA και τη
βιομηχανία να
αντιμετωπίσουν
τα προβλήματα
που
σχετίζονται με
την κατάρτιση,
την
επικοινωνία
και την χρήση
των διευρυμένων
δελτίων
δεδομένων
ασφάλειας και,
επομένως, να
προωθήσουν τη
χρήση των λόγω
δελτίων ως
κεντρικού
εργαλείου
διαχείρισης
κινδύνου· δ) σε
συνεργασία με
τον ECHA, θα
συγκεντρώσει
περαιτέρω πρακτικές
αποδείξεις
σχετικά με το
πώς μπορεί να βελτιωθεί
η βάση για την
ταυτοποίηση
των ουσιών και
τον
προσδιορισμό
της
«ομοιότητας».
Εφόσον ενδείκνυται,
η Επιτροπή
μπορεί να
προτείνει
μέτρα, συμπεριλαμβανομένων
νομοθετικών
διατάξεων εφαρμογής· ε) σε
συνεργασία με
τα κράτη μέλη
και τον ECHA, θα
εντείνει τις
προσπάθειές
της για την
ταυτοποίηση
των σχετικών SVHC
με βάση τους
τρόπους
διαχείρισης
του κινδύνου. 2.2. Εσωτερική
αγορά και
ανταγωνιστικότητα Από το 1999
έως το 2009 η
χημική
βιομηχανία της
ΕΕ σημείωσε
ελαφρώς
υψηλότερο από
τον μέσο όρο
ποσοστό ανάπτυξης
για το σύνολο
των
μεταποιητικών
κλάδων και
έχει ανακάμψει
σε μεγάλο
βαθμό από την
κρίση του 2008. Ο
κλάδος αυτός
αποφέρει
θετικό
εμπορικό ισοζύγιο
και είναι
ιδιαίτερα
αποδοτικός σε
τομείς υψηλού
περιθωρίου των
χημικών
σκευασμάτων. Το 2003, όταν
προτάθηκε ο
κανονισμός REACH, η
ΕΕ ήταν η μεγαλύτερη
αγορά χημικών
παγκοσμίως, με
το 30% περίπου των
παγκόσμιων
πωλήσεων
χημικών
προϊόντων.
Σήμερα οι πωλήσεις
ανέρχονται σε
περίπου 21%, ενώ η
μεγαλύτερη αγορά
χημικών
προϊόντων
είναι πλέον η
Κίνα. Ωστόσο, η
χημική
βιομηχανία της
ΕΕ παραμένει ο
μεγαλύτερος εξαγωγέας
στον κόσμο και
ο κύκλος
εργασιών της
έχει αυξηθεί
σε απόλυτες
τιμές. Η
εσωτερική
αγορά αποτελεί
βασικό μοχλό
για τη μεγέθυνση
και την
ανταγωνιστικότητα
της χημικής βιομηχανίας
και ο
κανονισμός REACH
έχει αυξήσει
περαιτέρω την
εναρμόνιση. Ο
κλάδος
αναγνωρίζει τα
θετικά
οικονομικά
αποτελέσματα για
τις
δραστηριότητές
του, παρότι
εξακολουθούν να
υπάρχουν
ορισμένοι
φραγμοί. Στο
πλαίσιο αυτό, η
Επιτροπή
υπενθυμίζει
στα κράτη μέλη
την ανάγκη για
μια συνεκτική
και
εναρμονισμένη
ερμηνεία όλων
των διατάξεων
του κανονισμού
REACH, ιδίως του
ορίου 0,1%
συγκέντρωσης των
ουσιών που
προκαλούν πολύ
μεγάλη
ανησυχία, σε διάφορα
προϊόντα[6].
Με την
επιφύλαξη της
ερμηνείας που
δίνει στις διατάξεις
αυτές η
Επιτροπή και
τυχόν
εκκρεμουσών διαδικασιών
κατά κρατών
μελών για μη
τήρηση
υποχρέωσης που
υπέχουν βάσει
των Συνθηκών, η
Επιτροπή καλεί
τα κράτη μέλη
και τους
λοιπούς
ενδιαφερομένους
να υπολογίσουν
ποσοτικά τις δυνητικές
περιβαλλοντικές
επιπτώσεις ή
επιδράσεις
στην υγεία, αν
υπάρχουν, των
ισχυουσών
διατάξεων του
κανονισμού REACH. Το κόστος
καταχώρισης
βάσει του
κανονισμού REACH
αποθάρρυνε
ορισμένες
εταιρείες από
τον ανταγωνισμό
στις αγορές
ορισμένων
ουσιών, που
στις περιπτώσεις
αυτές έχουν
αυξήσει τη
συγκέντρωση
της αγοράς και
τις τιμές. Ένα
δυνητικά
θετικό
αποτέλεσμα είναι
ότι η
μεγαλύτερη
εξειδίκευση
μεταξύ
προμηθευτών
χημικών ουσιών
και νέων
επιχειρηματικών
μοντέλων (όπως
η χημική
μίσθωση)
μπορεί να
αυξήσει την ασφάλεια.
Η ανάγκη να
αναδιαρθρωθούν
ορισμένες αλυσίδες
εφοδιασμού
δημιουργεί
ευκαιρίες τις
οποίες, λόγω
οικονομικών
και
οργανωτικών
περιορισμών,
είναι λιγότερο
πιθανό να
εκμεταλλευθούν
οι ΜΜΕ αν δεν
λάβουν την
κατάλληλη
υποστήριξη. Η
καταχώριση
είχε επίσης
επιπτώσεις
στους μεταγενέστερους
χρήστες που
έχουν, γενικά,
μικρότερη επίγνωση
του ρόλου τους
στον πλαίσιο του
κανονισμού REACH. Η
κατάστασή τους
πρέπει να
παρακολουθείται
περαιτέρω,
ιδίως στο
πλαίσιο των
μελλοντικών
προθεσμιών
καταχώρισης.
Συγκεκριμένα,
ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει
να δοθεί στην
κατάσταση των
παραγωγών
διαφόρων
προϊόντων και
στις δαπάνες
που συνδέονται
με τη διοίκηση
του συστήματος
REACH. Δεδομένου ότι
η πλειονότητα
των
μεταγενέστερων
χρηστών είναι
ΜΜΕ, οι
προσπάθειες
για βελτίωση
της εφαρμογής του
κανονισμού REACH θα
πρέπει να
εστιάζουν στις
ΜΜΕ. Κρίνεται
ότι σημαντικός
αριθμός ΜΜΕ
δεν έχουν συναίσθηση
του ρόλου και
των
υποχρεώσεών
τους αναφορικά
με τον
κανονισμό REACH,
αλλά και οι ΜΜΕ
που γνωρίζουν τον
ρόλο και τις
υποχρεώσεις
τους ενδέχεται
να έχουν
λανθασμένη
εντύπωση ως
προς το
ακριβές πεδίο των
καθηκόντων
τους· το
γεγονός αυτό
επιβάλλει την
ανάληψη
περαιτέρω
μέτρων για την
υποστήριξη και
την καθοδήγηση
των εταιρειών
αυτής της
κατηγορίας. Οι
ανησυχίες της
Επιτροπής ως
προς τις
επιπτώσεις του
κανονισμού REACH
στις ΜΜΕ έχουν
ενισχυθεί από
την πρόσφατη
έρευνα που
έδειξε ότι οι
διατάξεις του REACH
θεωρούνται από
τις ΜΜΕ ως μία
από τις 10
επαχθέστερες νομοθετικές
πράξεις της
ενωσιακής
νομοθεσίας. Κατά
συνέπεια, η
Επιτροπή: α) θα
διερευνήσει
τρόπους
μείωσης των
δημοσιονομικών
επιπτώσεων του
κανονισμού,
ιδίως για τις
ΜΜΕ, μεταξύ
άλλων, με την
επανεξέταση
της κατανομής
των τελών
καταχώρισης
προκειμένου να
χορηγούνται
μεγαλύτερες
μειώσεις στις
ΜΜΕ και με το
αίτημα προς
τον ECHA να
παράσχει πιο
ειδική καθοδήγηση
σε θέματα
διαφάνειας,
αποφυγής
διακρίσεων και
δίκαιου
επιμερισμού
του κόστους· more specific
recommendations from the Commission to reduce the impact of the Regulation on
SMEs are presented in an annex to this report; β) ενθαρρύνει
τον ECHA και τον
κλάδο να
αντιμετωπίσουν
τις ανησυχίες
σχετικά με τη
διαφάνεια, την
επικοινωνία
και τον
επιμερισμό του
κόστους στο
φόρουμ
ανταλλαγής
πληροφοριών
για τις ουσίες
(ΦΑΠΟ), να
εντείνουν τη
συνεργασία για
την ορθολογική
οργάνωση των
διαδικασιών
και να αναπτύξουν
καθοδήγηση που
θα εστιάζει
στον χρήστη,
δίνοντας, σε
κάθε
περίπτωση,
ιδιαίτερη
προσοχή στις ΜΜΕ
και στο κόστος· γ) σημειώνει
ότι μερικές
χώρες έχουν
υιοθετήσει ορισμένες
αρχές του
κανονισμού REACH
στη χημική
τους νομοθεσία·
αναγνωρίζει
ότι
εξακολουθούν
να υπάρχουν
διαφορές
μεταξύ των
κανονιστικών
ρυθμίσεων της
ΕΕ και βασικών
αγορών,
γεγονός που
μπορεί να έχουν
αντίκτυπο στην
εξωτερική
ανταγωνιστικότητα
της ΕΕ· θα
συνεχίσει να
προωθεί
νομοθεσία
συμβατή με τον
κανονισμό REACH σε
διεθνές
επίπεδο· δ) αναγνωρίζει
τις προκλήσεις
τις οποίες
αντιμετωπίζουν
πολλές
επιχειρήσεις
(συμπεριλαμβανομένων
των
μεταγενέστερων
χρηστών) που θα
αναλάβουν για
πρώτη φορά το
έργο της
καταχώρισης
και τις
συναφείς
υποχρεώσεις το
2013 και το 2018.
συνεπώς, θα
χρησιμοποιήσει
διαθέσιμα μέσα
για να
παρακολουθεί
την ετοιμότητα
της βιομηχανίας
ενόψει των
επόμενων
προθεσμιών
καταχώρισης· επιπλέον,
ενθαρρύνει τα
κράτη μέλη και
τον ECHA να
εντείνουν τις
προσπάθειές
τους σε σχέση
με την
προετοιμασία
της
βιομηχανίας
για τα κρίσιμα
αυτά ορόσημα. 2.3. Καινοτομία Ο
κανονισμός REACH
αποσκοπεί στην
ενίσχυση της
καινοτομίας. Η
επικοινωνία
στην αλυσίδα
εφοδιασμού
παρέχει στις
χημικές
εταιρείες νέες
πληροφορίες
σχετικά με
τους πελάτες
τους και τις ανάγκες
τους. Πολλές
εταιρείες
αναφέρουν ότι
οι πληροφορίες
αυτές έχουν
θετικό
αντίκτυπο στην
καινοτομία. Οι
πληροφορίες
που παράγονται
για τις καταχωρίσεις
αποτελούν πηγή
έμπνευσης για
την
καινοτομική
χρήση των
υφιστάμενων
ουσιών. Ο
κανονισμός REACH
είχε θετικό
αντίκτυπο στην
έρευνα για
νέες ουσίες,
λόγω της κατά
κανόνα ίσης
μεταχείρισης
των νέων και
των σταδιακά
εισαγόμενων
ουσιών. Ο
αριθμός των
καταχωρίσεων
νέων ουσιών
έχει αυξηθεί
σύμφωνα με τις
προσδοκίες που
υπήρχαν πριν
από την
έγκριση του
κανονισμού REACH. Ένα άλλο
κίνητρο για
καινοτομία που
παρέχει ο κανονισμός
REACH είναι ότι η
έρευνα και
ανάπτυξη
προϊόντων και
διαδικασιών
παρασκευής (PPORD)
απαλλάσσεται από
την υποχρέωση
καταχώρισης.
Αυτό έγινε
δεκτό ευνοϊκά
από τη
βιομηχανία
γενικά, αλλά η
Επιτροπή επισημαίνει
ότι λίγες μόνο
ΜΜΕ έχουν
χρησιμοποιήσει
το PPORD μέχρι
σήμερα. Εν
κατακλείδι, ο
κανονισμός REACH
επιτυγχάνει
τον στόχο του
όσον αφορά την
καινοτομία,
ακόμη και αν,
για
παράδειγμα,
στο θέμα της
έντασης της
έρευνας και
ανάπτυξης
εξακολουθεί να
υπάρχει χάσμα
καινοτομίας με
τις ΗΠΑ και την
Ιαπωνία, ενώ
αυξάνονται οι
πιέσεις από
τις
αναδυόμενες οικονομίες.
Η Επιτροπή θα
εξακολουθήσει
να παρακολουθεί
τις συνέπειες
του κανονισμού
REACH για την
καινοτομία, ιδίως
σε νέους
τεχνολογικούς
τομείς και θα
υποβάλει
έκθεση έως την
1η Ιανουαρίου 2015. 3. Γενική
έκθεση σχετικά
με την
εμπειρία που
αποκτήθηκε από
τη λειτουργία
του κανονισμού
REACH 3.1. Εκθέσεις
των κρατών
μελών για τη
λειτουργία του
κανονισμού REACH Το άρθρο 117
παράγραφος 1
απαιτούσε από
τα κράτη μέλη να
υποβάλουν
εκθέσεις, έως
την 1η Ιουνίου 2010,
σχετικά με τη
λειτουργία του
κανονισμού REACH
στις αντίστοιχες
επικράτειές
τους. Όλα τα
κράτη μέλη
όρισαν
αρμόδιες
αρχές.
Συνολικά, στα
κράτη μέλη της
ΕΕ και του ΕΟΧ
λειτουργούν 40
αρμόδιες
αρχές,
δεδομένου ότι 7
κράτη μέλη
διαθέτουν
περισσότερες
από μία αρχές. Οι
αρμόδιες αρχές
διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο
σε όλες τις
διαδικασίες
του κανονισμού
REACH. Η αποτελεσματική
επικοινωνία
και συνεργασία
μεταξύ τους
καθώς και με
την Επιτροπή
και άλλους
ενδιαφερομένους
αποτελεί
βασικό
παράγοντα
επιτυχίας για
την ομαλή και
ενιαία
εφαρμογή του
κανονισμού REACH.
Οι εκθέσεις
των κρατών
μελών δείχνουν
ότι τα περισσότερα
θεωρούν τη
συνεργασία ως
θετική
εμπειρία. Οι
εκθέσεις
επισημαίνουν
επίσης ότι οι
αρμόδιες αρχές
κρίνουν
περιορισμένους
τους πόρους
και δεξιότητες
που έχουν
τεθεί στη
διάθεσή τους
για τους
σκοπούς των
καθηκόντων
τους. Η επιβολή
της νομοθεσίας
εμπίπτει στην
αποκλειστική
αρμοδιότητα
των κρατών
μελών και όλα
τα κράτη μέλη
έχουν ορίσει
αρμόδιες αρχές
επιβολής του
νόμου. Οι
δραστηριότητες
ελέγχου των
κρατών μελών
έχουν καλύψει,
μέχρι σήμερα,
τους κατασκευαστές
(37% των
επιθεωρήσεων),
τους
εισαγωγείς (23%),
τους αποκλειστικούς
αντιπροσώπους
(3%) και τους
μεταγενέστερους
χρήστες (36%). Για
να
εξασφαλίζεται
η πιο συνεκτική
επιβολή σε
επίπεδο ΕΕ, ο
κανονισμός REACH
ίδρυσε, στο
πλαίσιο του ECHA,
το φόρουμ
ανταλλαγής
πληροφοριών
σχετικά με τον
έλεγχο
εφαρμογής. Το
φόρουμ αυτό
αναγνωρίστηκε
ως μια χρήσιμη
πλατφόρμα συνεργασίας.
Η
Επιτροπή: α) θα
βοηθήσει τις
αρμόδιες αρχές
στη βελτίωση
των εσωτερικών
ικανοτήτων, π.χ.
με την
ανάπτυξη και
διάδοση
εργαλείων για
την εκτίμηση
των επιπτώσεων
για την
καινοτομία και
την ανταγωνιστικότητα· β) καλεί
τα κράτη μέλη
της ΕΕ να
μεγιστοποιήσουν
την
αποτελεσματικότητα
των διαθέσιμων
πόρων μέσω της
βελτίωσης του
συντονισμού
και της
ανταλλαγής γνώσεων.
Όσον αφορά την
επιβολή, θα
πρέπει να επιδιώκονται
στοχοθετημένες
δράσεις και
συνέργειες με
άλλες
νομοθετικές
πράξεις της ΕΕ· γ) θα
αναπτύξει
δείκτες
επιβολής σε
συνεργασία με
το φόρουμ και
καλεί τα κράτη
μέλη να
παρακολουθούν
την
αποτελεσματικότητα
της επιβολής· δ) θα
βελτιώσει το
υπόδειγμα
υποβολής
εκθέσεων και θα
αποσαφηνίσει
τον ρόλο των τελωνειακών
αρχών στην
επιβολή του
κανονισμού REACH. 3.2. Έκθεση
του ECHA για τη
λειτουργία των
κανονισμών REACH και
CLP Η πρώτη
έκθεση του ECHA
υποβλήθηκε τον
Ιούνιο του 2011 σύμφωνα
με το άρθρο 117
παράγραφος 2. Η
έκθεση δείχνει
ότι οι
ρυθμιστικές
αρχές, καθώς
και η
βιομηχανία
έχουν,
κατ’ουσία,
εκπληρώσει τις
υποχρεώσεις
τους και ότι σε
γενικές γραμμές
ο κανονισμός REACH
λειτουργεί
καλά. Ωστόσο,
υπάρχουν
διδάγματα που
πρέπει να
αντληθούν από
τις εμπειρίες
που
αποκτήθηκαν
μέχρι σήμερα. Ο ECHA
προσδιόρισε τρεις
ευρείς τομείς
που
επιδέχονται
βελτίωση της λειτουργίας
των κανονισμών
REACH και CLP: –
Η
βιομηχανία
πρέπει να έχει
την πλήρη
κυριότητα των
φακέλων
καταχώρισης
και να
εργάζεται
προδραστικά
για την
ποιότητά τους,
ακόμη και μετά
την υποβολή
στον ECHA. –
Πρέπει να
δοθεί
περισσότερη
προσοχή στην
αποτελεσματική
κοινοποίηση
των
πληροφοριών
σχετικά με τις
ουσίες και τον
ασφαλή τρόπο
χρήσης τους
μέσω της αλυσίδας
εφοδιασμού.
Πρέπει να
ενισχυθούν οι
τρόποι
επίτευξης
αυτής της
επικοινωνίας
και να δημιουργηθούν
ή να βελτιωθούν
τα μέσα που θα
τη
διευκολύνουν. –
Οι
περιορισμένοι
πόροι
επιβάλλουν την
αποτελεσματική
ιεράρχηση των
ουσιών για
περαιτέρω
εξέταση μέσω
των
διαδικασιών
των κανονισμών
REACH και CLP. Η περαιτέρω
χρήση των
πληροφοριών
για την
καταχώριση θα
πρέπει να διευκολυνθεί,
ώστε οι πόροι
που διαθέτουν
οι αρχές να
επικεντρωθούν
κατά τον
βέλτιστο τρόπο
στην ασφαλή
χρήση των
ουσιών. Έχουν
εντοπιστεί
προβλήματα σε
όλους τους
τομείς του
κανονισμού REACH·
μερικά από
αυτά μπορούν
να επιλυθούν
με τη
βελτιστοποίηση
της εφαρμογής,
ενώ για άλλα, η
Επιτροπή θα
υποχρεωθεί να
εξετάσει το
ενδεχόμενο
πρότασης
τροποποιήσεων
στον κανονισμό
REACH. Ο ECHA καταλήγει
στο συμπέρασμα
ότι η βιομηχανία
σήμερα
χρειάζεται
πρωτίστως
σταθερότητα
και
προβλεψιμότητα,
και δεν
προτείνει αλλαγή
του κανονισμού
REACH
βραχυπρόθεσμα.
3.3. Δοκιμές
με χρήση ζώων Οι
βασικές
διαπιστώσεις
από την έκθεση
του άρθρου 117
παράγραφος 3
του ECHA σχετικά με
τις
εναλλακτικές μεθόδους
δοκιμών είναι: –
το 90% των
φακέλων
καταχώρισης
έχουν
υποβληθεί από κοινού
και έχει σημειωθεί
ικανοποιητική
πρόοδος με την
κοινοχρησία
των δεδομένων· –
οι
καταχωρίζοντες
έχουν
χρησιμοποιήσει
ευρέως τις
διαθέσιμες
διατάξεις για
την απαλλαγή
από δοκιμές· –
η
ποιότητα των
αιτιολογήσεων
για τη μη
πραγματοποίηση
δοκιμών σε ζώα
προκαλεί
ανησυχίες· –
οι
καταχωρίζοντες
γενικά δεν
πρότειναν
περιττές
δοκιμές· –
η
διαδικασία
παροχής
προτάσεων
δοκιμών
λειτουργεί
ικανοποιητικά·
–
ελήφθησαν
λιγότερες από
τις
αναμενόμενες
προτάσεις για
τη διενέργεια
δοκιμών, αν και
αυτό οφείλεται
εν μέρει στην
ακατάλληλη
υιοθέτηση
εναλλακτικών
προσεγγίσεων·
και –
φαίνεται
ότι έχουν
διεξαχθεί 107
δοκιμές
ανώτερης βαθμίδας
σε ζώα χωρίς
πρόταση
δοκιμής. Συνολικά,
η Επιτροπή
έχει διαθέσει 330
εκατομμύρια ευρώ
για να
υποστηρίξει
την ανάπτυξη
και αξιολόγηση
εναλλακτικών
μεθόδων για
την περίοδο 2007-2011.
Οι αρμόδιες
αρχές εννέα
κρατών μελών
ανέφεραν ότι
πραγματοποίησαν
ετήσιες
δαπάνες άνω των
100 000 ευρώ. Η
κατανομή των
δαπανών
παρουσιάζεται στο
έγγραφο
εργασίας των
υπηρεσιών της
Επιτροπής. Οι
προσπάθειες θα
πρέπει να
συνεχιστούν,
δεδομένου ότι
εξακολουθούν
να υπάρχουν
κενά στην
παροχή
εναλλακτικών
επιλογών για
ορισμένα
πολύπλοκα τοξικολογικά
τελικά σημεία.
Ιδιαίτερη
προσοχή θα
πρέπει να
δοθεί στην
κανονιστική
χρήση των αποτελεσμάτων
και στην
εκπαίδευση των
χρηστών. Η
Επιτροπή
συνιστά: α) ο ECHA να
συνεχίσει τις
προσπάθειες
για την
αξιολόγηση των
φακέλων, τη
βελτίωση της
καθοδήγησης
και της
επικοινωνίας
με τη
βιομηχανία για
να βελτιωθεί η
ποιότητα των
υποβαλλόμενων
αιτιολογήσεων
σχετικά με τη
χρήση
εναλλακτικών
μεθόδων· και β) ο ECHA να
αξιολογεί την
αποτελεσματικότητα
της διαδικασίας
δημόσιων
διαβουλεύσεων
επί των
προτάσεων δοκιμών·
οι εν λόγω
δημόσιες
διαβουλεύσεις
θα πρέπει να
εστιάζουν
περισσότερο σε
εναλλακτικές
προσεγγίσεις
και να
δημιουργούν
νέες σχετικές
πληροφορίες· γ) τα
κράτη μέλη να
επιβάλλουν τη
συμμόρφωση με
τις απαιτήσεις
των προτάσεων
δοκιμής. Η
Επιτροπή θα
επιβλέπει τις
δαπάνες
χρηματοδότησης
της έρευνας
για
εναλλακτικές
μεθόδους με
σκοπό να
ενθαρρύνει την
ανάπτυξή τους
σύμφωνα με το σχετικό
τμήμα της
ανακοίνωσης
της Επιτροπής
σχετικά με τις
συνδυασμένες
επιδράσεις των
χημικών ουσιών[7],
λαμβάνοντας
υπόψη την
ανάγκη για
κανονιστική χρήση.
Η Επιτροπή θα
συντονίζει
επίσης σε
διεθνές και
διατομεακό
επίπεδο,
ανάλογα με την
περίπτωση. 3.4. Επανεξέταση
των απαιτήσεων
καταχώρισης
για τις ουσίες 1
έως 10 τόνων και
για την ανάγκη
καταχώρισης
ορισμένων
ειδών
πολυμερών Οι
απαιτήσεις
καταχώρισης
για τις ουσίες
σε ποσότητες
μεταξύ 1 και 10
τόνων έχουν
αξιολογηθεί ως
προς την
επάρκειά τους,
ώστε να
εντοπίζονται
οι κίνδυνοι
για την
ανθρώπινη υγεία
και το
περιβάλλον. Η
αξιολόγηση
περιλαμβάνει
εξέταση του
προσδιορισμού
οποιουδήποτε
τελικού
σημείου της
ταξινόμησης ως
προς την
ανθρώπινη
υγεία ή το
περιβάλλον, το
οποίο επαρκεί
για την ταξινόμηση
βάσει του CLP και
τον
προσδιορισμό
των κατάλληλων
μέτρων
διαχείρισης
κινδύνου. Η
Επιτροπή
επιβεβαιώνει
ότι οι
απαιτήσεις
πληροφόρησης
είναι λιγότερο
αυστηρές από
τις
αντίστοιχες
απαιτήσεις που
ισχύουν για
τον φάκελο του
ΟΟΣΑ για το
Σύνολο Εξέτασης
Δεδομένων
Πληροφοριών (SIDS),
δεδομένου ότι
δεν απαιτούν
την υποβολή
έκθεσης όσον
αφορά τη
χημική
ασφάλεια. Η
Επιτροπή επί
του παρόντος
διαθέτει
ανεπαρκείς πληροφορίες
σχετικά με τον
αντίκτυπο στην
καινοτομία και
την
ανταγωνιστικότητα,
με αποτέλεσμα
να μην είναι σε
θέση να
προτείνει
τροποποιήσεις
όσον αφορά τις
απαιτήσεις
πληροφοριών
για ουσίες που
παράγονται σε μικρές
ποσότητες. Ομοίως, η
Επιτροπή
επανεξετάζει
την ανάγκη,
εφόσον
υπάρχει,
καταχώρισης
ορισμένων
ειδών πολυμερών.
Επί του
παρόντος,
απαιτούνται
περισσότερες
πληροφορίες
για να
εξαχθούν
συμπεράσματα
σχετικά με
αυτή την
ανάγκη και τη
σκοπιμότητα. Με
δεδομένα τα
δυνητικά οφέλη
αλλά και με
παράλληλη
εξέταση του
κόστους, η
Επιτροπή θα
συνεχίσει να
εργάζεται σε
αυτούς τους
τομείς, σε
συνεργασία με
τα κράτη μέλη
και τους
λοιπούς
ενδιαφερομένους
και θα
υποβάλει πρόταση,
αν κριθεί
σκόπιμο, έως
την 1η
Ιανουαρίου 2015. 3.5. Ταξινόμηση,
επισήμανση και
συσκευασία (CLΡ) Ο
κανονισμός CLP[8]
ορίζει τους
κανόνες για
την
ταξινόμηση,
την επισήμανση
και τη
συσκευασία
χημικών ουσιών
και μειγμάτων
σε επίπεδο ΕΕ.
Κύριοι στόχοι
του είναι να
καθοριστεί
κατά πόσον μια
ουσία ή ένα μείγμα
παρουσιάζει
ιδιότητες που
οδηγούν στην
ταξινόμησή του
ως επικίνδυνου
και να
εναρμονιστούν τα
τυποποιημένα
σύμβολα, οι
φράσεις και οι
όροι συσκευασίας
που πρέπει να
χρησιμοποιούνται
για την
ενημέρωση των
χρηστών. Για
τις ουσίες, τα
ανωτέρω
αναφέρονται στον
φάκελο
καταχώρισης REACH. Η
εφαρμογή του
κανονισμού CLP
συνδέεται
στενά με την
εφαρμογή του
κανονισμού REACH,
δεδομένου ότι
αμφότερες οι
πράξεις
αντιμετωπίζουν
παρόμοιες
προκλήσεις. Τα
κράτη μέλη
συχνά
διεξάγουν τις
επιθεωρήσεις CLP
στο πλαίσιο
των επιθεωρήσεων
REACH. Επιπλέον, το
φόρουμ
ανταλλαγής
πληροφοριών
σχετικά με τον
έλεγχο
εφαρμογής του
νόμου, το οποίο
διαχειρίζεται
ο ECHA, διεξάγει τα
καθήκοντά του
για αμφότερους
τους
κανονισμούς.
Μια ισχυρή και
εναρμονισμένη
προσέγγιση
όσον αφορά την
επιβολή των
κανονισμών CLP
και REACH σε
ολόκληρη την
ΕΕ είναι
ζωτικής
σημασίας για
την επίτευξη
των στόχων των
εν λόγω
κανονισμών. Το άρθρο 46
παράγραφος 2
του κανονισμού
CLP απαιτεί από τα
κράτη μέλη να
υποβάλλουν
τακτικά
εκθέσεις
σχετικά με τα
αποτελέσματα των
επίσημων
ελέγχων και τα
άλλα μέτρα
επιβολής που
λαμβάνουν. Οι
πρώτες
εκθέσεις που
υποβλήθηκαν κάλυψαν
την περίοδο
από τον
Ιανουάριο του 2009
έως τον Ιούνιο
του 2011. Συνολικά 26
κράτη μέλη
υπέβαλαν εκθέσεις,
οι οποίες
έδειξαν
μεγάλες
διακυμάνσεις
ως προς το
επίπεδο
λεπτομέρειας
και τα
προβλήματα που
αντιμετωπίστηκαν.
Τα
περισσότερα
κράτη μέλη
συνεργάζονται,
ασκούν συντονισμό,
ανταλλάσσουν
πληροφορίες
και διαθέτουν
τις κατάλληλες
κυρώσεις για
την επιβολή του
κανονισμού CLP. Τα
περισσότερα
διαθέτουν
επίσης μια
στρατηγική
επιβολής
σύμφωνη με τη
στρατηγική που
αναπτύσσεται
από το φόρουμ. Ο
συνολικός αριθμός
των
επιθεωρήσεων
που αφορούν
συγκεκριμένα προϊόντα
και
μεμονωμένους
υπευθύνους
αυξήθηκε σταθερά
κατά την
τελευταία
τριετία. Όσον
αφορά τα
προβλήματα που
εντοπίστηκαν,
για τα οποία
απαιτούνται
περαιτέρω
βελτιώσεις, η
συμμόρφωση με
τις νομικές
απαιτήσεις θα
μπορούσε να
βελτιωθεί
σημαντικά
(γενικά τα
ποσοστά
συμμόρφωσης
ανήλθαν σε 70%),
ενώ η υποβολή
εκθέσεων από
τα κράτη μέλη
χρειάζεται
περαιτέρω
εναρμόνιση. Σε
σύγκριση με
την κατάσταση
πριν από την
έκδοση του
κανονισμού CLP, η
Επιτροπή και
όλα τα κράτη
μέλη – λόγω της
υποχρέωσης
υποβολής
εκθέσεων -
ενημερώνονται
πλέον τακτικά
σχετικά με τις
δραστηριότητες
επιβολής και
τα ποσοστά
συμμόρφωσης.
Αυτό θα
επιτρέψει τη
στόχευση των
δραστηριοτήτων
επιβολής σε προβληματικούς
τομείς και την
περαιτέρω
ανάπτυξη κοινών
στρατηγικών
επιβολής.
Ωστόσο, τα
κράτη μέλη
ενδέχεται να
πρέπει να
διαθέσουν
πρόσθετους πόρους
για την επιβολή
της νομοθεσίας
και για την
τακτική
υποβολή εκθέσεων
προκειμένου να
επωφεληθούν
πλήρως από την
εμπειρία που
έχει αποκτηθεί
σε όλη την ΕΕ. Αναμένεται
ότι η
περαιτέρω
ανάπτυξη της
στρατηγικής
επιβολής του
νόμου που έχει
αναπτύξει το
φόρουμ σε
σχέση με τον
κανονισμό CLP θα
έχει επίσης
θετικές
επιπτώσεις για
την
αποτελεσματική
επιβολή του
νόμου όσον αφορά
τη βελτίωση
των ποσοστών
συμμόρφωσης. Η
στρατηγική
αναμένεται να
συμπεριλάβει
εναρμονισμένα
και
στοχοθετημένα
σχέδια
επιβολής,
καθώς και ένα
στοιχείο ευαισθητοποίησης
που θα
εστιάζει
ειδικά τις ΜΜΕ. 4. Επανεξέταση
του ECHA Η
Επιτροπή, όσον
αφορά τον ECHA,
εξέτασε τα
ακόλουθα: –
Αποτελεσματικότητα:
βαθμός στον
οποίο επιτυγχάνονται
οι στόχοι που
έχουν τεθεί· –
Αποδοτικότητα:
βαθμός στον
οποίο
επιτυγχάνονται
τα επιθυμητά
αποτελέσματα
με εύλογο
κόστος· –
Οικονομία:
βαθμός στον
οποίο οι πόροι
καθίστανται
εγκαίρως
διαθέσιμοι,
στην
ενδεδειγμένη
ποσότητα και
ποιότητα στην
καλύτερη
δυνατή τιμή. Η
Επιτροπή
αξιολόγησε
επίσης τον
ρόλο του ECHA, την
προστιθέμενη
αξία, την αποδοχή
του εκ μέρους
των
ενδιαφερομένων
και τον τόπο
εγκατάστασής
του. Η
επανεξέταση
περιλάμβανε
την εκκίνηση
του ECHA, δύο σημαντικές
προθεσμίες του
κανονισμού REACH
και μια βασική
προθεσμία του
κανονισμού CLP.
Ωστόσο, οι
ουσιαστικές
δραστηριότητες
αξιολόγησης
δεν είχαν
ξεκινήσει,
ούτε είχαν
παραληφθεί τυχόν
αιτήσεις
αδειοδότησης. Ο ECHA είχε
μια
επιτυχημένη
αρχή, στην
οποία έχει
συντελέσει η
ταχεία και
αποτελεσματική
πολιτική προσλήψεων,
η ισχυρή
προσήλωση του
προσωπικού και
της διοίκησης,
παράλληλα με
την υποστήριξη
των
φινλανδικών
αρχών. Ο ECHA
εκπλήρωσε τους
περισσότερους
από τους
βασικούς του
στόχους και, ως
εκ τούτου,
μπορεί να
θεωρείται
αποτελεσματικός,
ενώ οι
περισσότεροι
ενδιαφερόμενοι
επισημαίνουν
ότι ο ECHA είχε
καλές επιδόσεις.
Ο Οργανισμός
ιδρύθηκε,
χειρίστηκε
αποτελεσματικά
τις διαδικασίες
προκαταχώρισης
και
καταχώρισης
και έθεσε τα θεμέλια
για την
εκτέλεση των
καθηκόντων του
σε θέματα
αδειοδότησης
και
περιορισμών.
Εξέδωσε, επίσης,
τα περισσότερα
από τα
απαιτούμενα
έγγραφα καθοδήγησης,
ξεκίνησε τις
εργασίες του
δικτύου των
εθνικών
γραφείων υποστήριξης
για τους
κανονισμούς REACH
και CLP και το φόρουμ.
Η διάδοση των
δεδομένων, η
χρηστικότητα
των εργαλείων
αναζήτησης
στον δικτυακό
τόπο του ECHA, η παροχή
δεδομένων στις
αρμόδιες αρχές
και στην Επιτροπή,
καθώς και η
επικοινωνία
και η
διαφάνεια σε γενικές
γραμμές, θα
μπορούσαν να
είναι
αποτελεσματικότερα. Η
επίτευξη των
αναμενόμενων
αποτελεσμάτων
ήταν σαφής
προτεραιότητα
του ECHA για τα
αρχικά έτη.
Αυτό σήμαινε
ότι ο ECHA
ανταποκρίθηκε
σε απρόβλεπτες
περιστάσεις.
Επιπλέον, ο ECHA
διεξήγαγε
δραστηριότητες
που δεν
απαιτούνται
ρητά από τον
κανονισμό REACH με
στόχο να
υποστηρίξει τη
συμμόρφωση της
βιομηχανίας με
τις
υποχρεώσεις
της, για
παράδειγμα μια
εκστρατεία
σχετικά με τη
σύσταση και
την οργάνωση φόρουμ
ανταλλαγής
πληροφοριών
για τις ουσίες
(ΦΑΠΟ), καθώς και
η συμμετοχή
στην ομάδα
επαφής των
διευθυντών[9]. Η
Επιτροπή
αναγνωρίζει
ότι η συνολική
αποδοτικότητα
μειώθηκε λόγω
των
συμπληρωματικών
δραστηριοτήτων,
αλλά συμφωνεί
ότι η
επικέντρωση
στην υλοποίηση
ήταν η σωστή
επιλογή του ECHA,
δεδομένου ότι
συνέβαλε στη
συνολική του
αποτελεσματικότητα.
Η ισχυρή
δέσμευση του ECHA
με τους
ενδιαφερομένους
της
βιομηχανίας
προκάλεσε
ορισμένες
επικρίσεις σύμφωνα
με τις οποίες ο
ECHA φάνηκε να
ευνοεί τη
βιομηχανία
έναντι των
λοιπών
ενδιαφερομένων.
Ωστόσο, είναι
αδιαμφισβήτητο
ότι η
αποτελεσματικότητα
του ECHA και το
μέτρο της
επιτυχίας του
κανονισμού REACH
εξαρτώνται από
την ικανότητα
των
μεμονωμένων
εταιρειών να
ανταποκρίνονται
στις
υποχρεώσεις
τους και από τη
δέσμευση του
συνόλου της
βιομηχανίας. Η
Επιτροπή είναι
πεπεισμένη ότι
η προσέγγιση
του ECHA στον τομέα
αυτό είναι άλλο
ένα παράδειγμα
δικαιολογημένης
προσήλωσης στην
αποδοτικότητα
κατά τη φάση
εκκίνησης.
Έχοντας πλήρη
επίγνωση της
πολυμορφίας
των ενδιαφερομένων
και των συχνά
αντιφατικών
προσδοκιών
τους, η
Επιτροπή είναι
πεπεισμένη ότι
ο ECHA θα
εξακολουθήσει
να επιτυγχάνει
τη σωστή
ισορροπία
μεταξύ της
ανεξαρτησίας
και της
συμμετοχής των
ενδιαφερομένων,
λαμβάνοντας
υπόψη ότι στο
εξής ο ECHA πρέπει
να θεωρείται
οργανισμός που
λειτουργεί με
κανονικό
ρυθμό. Ο ECHA έδειξε
την ικανότητά
του να είναι
ευέλικτος. Ο δημοσιονομικός
προγραμματισμός
και οι προβλέψεις
ήταν επαρκή. Ο
Οργανισμός
κατέδειξε
επιχειρησιακή
ικανότητα
προσαρμογής
ανταποκρινόμενος
σε νέες
καταστάσεις
μέσω μιας
προσέγγισης
για τη
διαχείριση των
κινδύνων, ανακατανομής
των πόρων, όπου
χρειάζεται,
και προθυμίας
για μάθηση και
προσαρμογή. Η
Επιτροπή
θεωρεί ότι ο ECHA
θα πρέπει
πλέον να
διαδραματίζει
κεντρικό ρόλο
στην τεχνική
και διοικητική
διαχείριση του
κανονισμού REACH.
Με βάση τα
στοιχεία που
συγκεντρώθηκαν
από την
επανεξέταση
του ECHA, η
Επιτροπή καλεί
τον ECHA: α) να
αυξήσει την
αποτελεσματικότητα
και την οικονομία,
π.χ. με
περαιτέρω
ιεράρχηση των
καθηκόντων και
βελτιωμένης
συνεργασίας
μεταξύ των
φορέων του ECHA· β) να
συνεχίσει και
να ενισχύσει
τις
δραστηριότητες
συμμετοχής των
ενδιαφερομένων,
συμπεριλαμβανομένων
των ΜΜΕ ως
ξεχωριστής
ομάδας-στόχου,
λαμβάνοντας
υπόψη τις
ειδικές τους
ανάγκες· γ) να
βελτιώσει την
ανταλλαγή
πληροφοριών
και δεδομένων
με την Επιτροπή
και τις
αρμόδιες αρχές
των κρατών
μελών εφόσον
είναι εφικτό
και συμβατό με
τους κανόνες
περί εμπιστευτικότητας. Οι
συστάσεις της
Επιτροπής θα
πρέπει να
εφαρμοστούν με
τους
υφιστάμενους
πόρους που
έχουν ήδη χορηγηθεί
στην
Οργανισμό·
συνεπώς, δεν θα
επιφέρουν
δημοσιονομική
επίπτωση πέραν
και άνω των πιστώσεων
που ήδη
προβλέπονται
για τα επόμενα
έτη. 5. Επανεξέταση
του πεδίου
εφαρμογής του
κανονισμού REACH Η
Επιτροπή
ανέλυσε τους
δεσμούς μεταξύ
του κανονισμού
REACH και
περισσότερων
από εκατό
άλλων νομοθετικών
πράξεων της ΕΕ,
με σκοπό τον
εντοπισμό και
την αξιολόγηση
των
επικαλύψεων
μεταξύ τους. Συνολικά,
η Επιτροπή
είναι της
άποψης ότι το
πεδίο
εφαρμογής του
κανονισμού REACH
καθορίστηκε
ομαλά χωρίς να
έχουν
εντοπιστεί
σημαντικές
επικαλύψεις με
άλλες νομοθετικές
πράξεις της ΕΕ.
Ωστόσο,
προσδιορίστηκαν
ορισμένες
δευτερεύουσες
επικαλύψεις ή
δυνητικές επικαλύψεις.
Σε αυτό το
πλαίσιο, ο όρος
επικάλυψη θεωρείται
ότι
περιλαμβάνει
καταστάσεις
όπου δύο
νομοθετικά
κείμενα της ΕΕ
ρυθμίζουν την
ίδια κατάσταση,
γεγονός που
ενδέχεται να
οδηγήσει σε
νομική
αβεβαιότητα, ή
όταν οι
νομικές
απαιτήσεις
οδηγούν σε
περιττές
επιβαρύνσεις
για τους
υπευθύνους. Στον
τομέα της
καταχώρισης
έχει
προσδιοριστεί
μικρός αριθμός
δευτερευουσών
επικαλύψεων ή
δυνητικών
επικαλύψεων.
Τα θέματα αυτά
θα εξεταστούν
κατά
περίπτωση.
Στον τομέα των
περιορισμών,
όπου ορισμένες
τομεακές
νομοθετικές
πράξεις της ΕΕ
θεσπίζουν
περιορισμούς
ουσιών ή
κατηγοριών
ουσιών,
προσδιορίστηκαν
ορισμένες δευτερεύουσες
επικαλύψεις.
Λαμβανομένης
υπόψη της
ύπαρξης
διαφόρων
νομοθετικών
πράξεων της ΕΕ
που περιέχουν
περιορισμούς
όσον αφορά τις
ουσίες, η
Επιτροπή
θεωρεί χρήσιμο
να ζητήσει από
τον ECHA να
πραγματοποιήσει
απογραφή όλων
των
υφιστάμενων
περιορισμών
στη νομοθεσία
της ΕΕ με βάση
μεμονωμένες
ουσίες. Η
Επιτροπή θα επιδιώξει
την
ελαχιστοποίηση
ή την αποφυγή
επικαλύψεων ή
δυνητικών
επικαλύψεων α) ζητώντας
από τον ECHA να
αλλάξει τις
οδηγίες,
εφόσον κρίνεται
αναγκαίο· και β) εφαρμόζοντας
τη νομοθεσία
στο πλαίσιο
του κανονισμού
REACH ή άλλης
τομεακής
νομοθεσίας της
ΕΕ, ιδίως κατά
την εξέταση
μελλοντικών
περιορισμών και
ουσιών που
υπόκεινται σε
αδειοδότηση. Στην
περίπτωση που
ο κανονισμός REACH
ή άλλη σχετική
νομοθεσία της
ΕΕ υποστεί
αναθεώρηση στο
μέλλον, η Επιτροπή
θα εξετάσει
τους τυχόν
εναπομένοντες
τομείς στους
οποίους
διαπιστώθηκε
επικάλυψη. Πέρα από
τις
επικαλύψεις, η
Επιτροπή
εντόπισε επίσης
ορισμένους
τομείς στους
οποίους οι
πληροφορίες
που παράγονται
βάσει των
διαδικασιών
του κανονισμού
REACH θα μπορούσαν
να
χρησιμοποιηθούν
στο πλαίσιο
της απαίτησης
ειδικής τομεακής
νομοθεσίας της
ΕΕ. Κατά τον
ίδιο τρόπο, οι
πληροφορίες
που έχουν
παραχθεί για
τους σκοπούς
της ειδικής
τομεακής
νομοθεσίας της
ΕΕ θα
μπορούσαν να
είναι χρήσιμες
για τους
σκοπούς του
κανονισμού REACH[10]. 6. Νανοϋλικά Η δεύτερη
επανεξέταση
των κανονιστικών
ρυθμίσεων για
τα νανοϋλικά
κατέληξε στο
συμπέρασμα
ότι: «Γενικά, η
Επιτροπή
παραμένει
πεπεισμένη ότι
ο κανονισμός REACH
παρέχει το
βέλτιστο
δυνατό πλαίσιο
για τη
διαχείριση των
κινδύνων που
συνδέονται με
νανοϋλικά,
όταν
εμφανίζονται
ως ουσίες ή
μείγματα, αλλά
έχει
αποδειχτεί ότι
είναι
αναγκαίες πιο
ειδικές
απαιτήσεις για
τα νανοϋλικά
στο πλαίσιο αυτό.
Η Επιτροπή
προβλέπει
τροποποιήσεις
σε ορισμένα παραρτήματα
του κανονισμού
REACH και
ενθαρρύνει τον
ECHA να εκπονήσει
περαιτέρω
οδηγίες για
τις καταχωρίσεις
μετά το 2013». Η
Επιτροπή θα
προβεί σε
εκτίμηση των
επιπτώσεων των
σχετικών
κανονιστικών
επιλογών,
ιδίως των πιθανών
τροποποιήσεων
των
παραρτημάτων
του κανονισμού
REACH, προκειμένου
να
εξασφαλιστεί
μεγαλύτερη σαφήνεια
σχετικά με τον
τρόπο
χειρισμού των
νανοϋλικών και
την απόδειξη
της ύπαρξης
ασφάλειας στους
φακέλους
καταχώρισης.
Αν χρειαστεί, η
Επιτροπή θα
υποβάλει
σχέδιο
εκτελεστικής
πράξης έως τον
Δεκέμβριο του 2013. 7. Συμπεράσματα Με βάση
τις ανωτέρω
διαπιστώσεις,
η Επιτροπή
θεωρεί ότι ο
κανονισμός REACH
λειτουργεί
ικανοποιητικά
και παράγει
αποτελέσματα
αναφορικά με
όλους τους
στόχους που
μπορούν, επί
του παρόντος,
να εκτιμηθούν.
Έχουν
προσδιοριστεί
μερικές
ανάγκες για
προσαρμογές,
αλλά, με γνώμονα
τη σημασία που
έχει να
εξασφαλιστεί η
νομοθετική
σταθερότητα
και
προβλεψιμότητα,
η Επιτροπή
καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι
δεν θα
προταθούν
αλλαγές στο διατακτικό
του κανονισμού
RΕACH. Εντός του
υφιστάμενου
πλαισίου,
ωστόσο,
υπάρχει ανάγκη
να μειωθούν οι επιπτώσεις
του REACH για τις
ΜΜΕ. Στο
παράρτημα της
παρούσας
έκθεσης
παρουσιάζονται
τα μέτρα που θα
συμβάλουν στην
επίτευξη του
στόχου αυτού. Υπάρχουν
πολλές άλλες
ευκαιρίες για
περαιτέρω βελτίωση
της
λειτουργίας
του κανονισμού
REACH μέσω της
περαιτέρω
βελτιστοποίησης
της εφαρμογής
σε όλα τα
επίπεδα, όπως
ορίζεται στην
παρούσα έκθεση
και
περιγράφεται
αναλυτικότερα
στο έγγραφο
εργασίας των
υπηρεσιών της
Επιτροπής. Για
να επιτευχθεί
αυτή η
βελτίωση,
είναι αναγκαία
η ισχυρή
δέσμευση όλων
των
εμπλεκόμενων συντελεστών·
κατά συνέπεια,
η Επιτροπή
δεσμεύεται να
εξακολουθήσει
να εργάζεται
από κοινού με
τα κράτη μέλη,
τον ECHA και τους
ενδιαφερομένους
με στόχο την
επιτυχή εφαρμογή
του κανονισμού
REACH. Παράρτημα Κατάλογος
ειδικών
συστάσεων της
Επιτροπής με
στόχο να
μειωθεί ο
διοικητικός
φόρτος του
κανονισμού REACH
για τις ΜΜΕ και,
παράλληλα, να
διατηρηθεί η
ικανότητα των
ΜΜΕ να
εκπληρώνουν
όλες τις
υποχρεώσεις
του REACH ·
Ο ECHA
παροτρύνεται
να παρέχει πιο
ειδική
καθοδήγηση σε
θέματα
διαφάνειας,
αποφυγής των
διακρίσεων και
δίκαιου
επιμερισμού
του κόστους
στο πλαίσιο της
σύστασης και
της
λειτουργίας
του ΦΑΠΟ. Η
επανεξέταση
έχει εντοπίσει
συγκεκριμένα
προβλήματα σε
σχέση με τις
εξουσίες που
έχουν οι
κύριοι
καταχωρίζοντες,
δεδομένου ότι
ο ρόλος του
κύριου
καταχωρίζοντα
ασκείται
συχνότερα από
τις
μεγαλύτερες
εταιρείες. Οι
εξουσίες αυτές
θα μπορούσαν
να υλοποιηθούν
στην επιβολή
παγίου τέλους
στα «έγγραφα
πρόσβασης» και
στη χρέωση
δυσανάλογων
ποσών για τη
διοίκηση του
ΦΑΠΟ. Τα κίνητρα
που βοηθούν να
εξασφαλίζεται
η οικονομικά
αποδοτική
διοίκηση του
ΦΑΠΟ πρέπει να
ενισχυθούν. ·
Επί του παρόντος,
ο κανονισμός
για τα τέλη
επανεξετάζεται,
λαμβανομένων
υπόψη των
αποτελεσμάτων
από τη συνολική
επανεξέταση
του κανονισμού
REACH, ιδίως εκείνων
που αφορούν
τις δαπάνες
που
συνεπάγεται ο
κανονισμός REACH
και τον
αντίκτυπό του
στην
ανταγωνιστικότητα
και την
καινοτομία.
Ένας από τους
κύριους
στόχους του
αναθεωρημένου
κανονισμού για
τα τέλη είναι
να μειωθεί το
κόστος για τις
ΜΜΕ. ·
Ο ECHA και η
βιομηχανία
πρέπει να
αναπτύξουν
καθοδήγηση
περισσότερο
επικεντρωμένη
στο χρήστη, με
ιδιαίτερη
προσοχή στις
ΜΜΕ. Η επανεξέταση
έχει εντοπίσει
ένα
συγκεκριμένο
πρόβλημα σε
σχέση με την
τεράστια
ποσότητα
εγγράφων
καθοδήγησης
που έχουν
αναπτυχθεί για
την υποστήριξη
της εφαρμογής
του κανονισμού
REACH. Μόνο ένα ελάχιστο
τμήμα της
υφιστάμενης
καθοδήγησης
εστιάζει σε
συγκεκριμένες
ομάδες
εταιρειών. Ο
κανονισμός REACH
εφαρμόζεται
για πολλούς
διαφορετικούς
τύπους
επιχειρήσεων
σε όλο το μήκος
της αλυσίδας
εφοδιασμού,
γεγονός που
έχει οδηγήσει
στην κατάρτιση
εγγράφων καθοδήγησης
τα οποία συχνά
είναι μάλλον
πολύπλοκα. ·
Ο ECHA, σε συνεργασία
με τη
βιομηχανία, θα
πρέπει να
βελτιώσει την
καθοδήγηση για
την προστασία
της διανοητικής
ιδιοκτησίας
στο πλαίσιο
της
υποχρεωτικής
ανταλλαγής
πληροφοριών σε
όλα τα στάδια
της αλυσίδας αξίας.
Στο πλαίσιο
της κοινής
καταχώρισης
έχει διαπιστωθεί
ένα συγκεκριμένο
πρόβλημα ως
προς την
κοινολόγηση σημαντικών
επιχειρηματικών
πληροφοριών οι
οποίες, σε
ορισμένες
περιπτώσεις,
αποτελούν τη
βάση συγκεκριμένων
εταιρειών.
Χρειάζεται πιο
συγκεκριμένη
καθοδήγηση για
τη διάδοση των
βέλτιστων πρακτικών
που εφαρμόζονται
στη βιομηχανία
όσον αφορά το
είδος των
πληροφοριών
που θα πρέπει
να
προστατεύονται
και τον καλύτερο
τρόπο
επίτευξης
ικανοποιητικής
προστασίας. ·
Ομοίως, ο
ΕCHA θα πρέπει να
αναπτύξει
καλύτερη καθοδήγηση
που θα
στοχεύει ιδίως
στις ΜΜΕ και
στις εταιρείες
που έχουν
μικρότερη
εμπειρία στη
χρησιμοποίηση
του συστήματος
περιγραφής.
Επί του
παρόντος οι
ΜΜΕ
χρειάζονται
συχνά
εξωτερική
υποστήριξη η
οποία αυξάνει
το κόστος της
συμμόρφωσής
τους. Η ακατάλληλη
χρήση του
συστήματος
μπορεί να
οδηγήσει σε σημαντικές
διαφορές
μεταξύ των
προμηθευτών
της ίδιας
ουσίας ως προς
τις
απαιτούμενες
προϋποθέσεις
για τη χρήση της,
γεγονός που
περιορίζει τη
δυνατότητα
αλλαγής προμηθευτή·
οδηγεί σε
υψηλότερο
κόστος και σε
μειωμένη
ασφάλεια
εφοδιασμού. ·
Ο ECHA και τα
εθνικά γραφεία
εξυπηρέτησης REACH
καλούνται να
αναπτύξουν
συγκεκριμένες δραστηριότητες
και καθοδήγηση
με στόχο την
έγκαιρη
ενσωμάτωση των
διαδικασιών
του κανονισμού
REACH στην έρευνα
και ανάπτυξη,
καθώς και σε
άλλες διαδικασίες
καινοτομίας.
Ορισμένες
καινοτομικές
εταιρείες έχουν
εκφράσει
ανησυχίες
σχετικά με το
κλίμα ρυθμιστικής
αβεβαιότητας.
Παρά το ότι
στον κανονισμό
REACH υπάρχουν
ορισμένοι
μηχανισμοί
φιλικοί προς
την καινοτομία
και παρόλο που
ο ECHA παράγει και
δημοσιεύει στο
διαδίκτυο
πολλές
πληροφορίες
σχετικά με τις
ακριβείς
υποχρεώσεις,
οι εν λόγω
μηχανισμοί και
πηγές
πληροφόρησης
πρέπει να
διαφημίζονται
σωστά μεταξύ
των
καινοτομικών
εταιρειών. ·
Η
Επιτροπή θα
προβεί σε
περαιτέρω
χρήση του
δικτύου Enterprise Europe Network (EEN)
ώστε να
αυξηθεί η
ευαισθητοποίηση
όσον αφορά τον
κανονισμό REACH σε
ολόκληρη την
αλυσίδα
εφοδιασμού και
να βελτιωθεί η
επικοινωνία
στο εσωτερικό της
αλυσίδας
εφοδιασμού. Ο
κανονισμός REACH
αφορά ένα ευρύ
φάσμα
εταιρειών, ενώ
σημαντικό
ποσοστό των επιχειρήσεων
στην Ευρώπη
είναι
επιλέξιμες ως
μεταγενέστεροι
χρήστες.
Πιστεύεται ότι
ορισμένες ΜΜΕ
δεν έχουν
συναίσθηση του
ρόλου και των
υποχρεώσεών τους
όσον αφορά τον
κανονισμό,
αλλά και οι ΜΜΕ
που γνωρίζουν
τον ρόλο και
τις
υποχρεώσεις
τους ενδέχεται
να έχουν
λανθασμένη
εντύπωση ως
προς το ακριβές
πεδίο των
καθηκόντων
τους. Για τον
λόγο αυτό, θα
επιδιωχθεί η
οργάνωση
ευρύτερων
δραστηριοτήτων
επικοινωνίας
και
ευαισθητοποίησης
χρησιμοποιώντας
τις
καθιερωμένες
πλατφόρμες του
ΕΕΝ και των
εθνικών
γραφείων
εξυπηρέτησης REACH. ·
Τέλος, η
Επιτροπή θα
εξακολουθήσει να
παρακολουθεί
τις
διοικητικές
δαπάνες των
ΜΜΕ για την
εφαρμογή του
κανονισμού REACH,
καθώς και την ποσότητα
και την
ποιότητα της
τεχνικής και
νομικής
υποστήριξης
που παρέχεται
στις ΜΜΕ από τα
αρμόδια όργανα
εφαρμογής. [1] ΕΕ L 396
της
30ής Δεκεμβρίου
2006, σ. 1-849. [2] EEYE(2013)25. [3] Άρθρο 75
παράγραφος 2,
άρθρο 117
παράγραφος 4,
άρθρο 138 παράγραφοι
2, 3 και 6. [4] Έγγραφο
εργασίας των
υπηρεσιών της
Επιτροπής [REACH] Εκτεταμένη
εκτίμηση των
επιπτώσεων,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
29.10.2003, [COM (2003) 644]. [5] Μελέτη: Ο
αντίκτυπος του
κανονισμού REACH
στο περιβάλλον
και στην
ανθρώπινη
υγεία, DHI,
ανατέθηκε από
την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή,
Σεπτέμβριος 2005. [6] Συγκέντρωση
0,1% βάρους προς
βάρος που
αναφέρεται στα
άρθρα 7 και 33. [7] Ανακοίνωση
της Επιτροπής [...]
Συνδυασμένες
επιδράσεις των
χημικών
ουσιών. Μείγματα
χημικών
ουσιών,
Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, {COM/2012/0252}, τμήμα
5.2 (4) (i) και (ii). [8] Κανονισμός
(ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
και του
Συμβουλίου,
της 16ης
Δεκεμβρίου 2008,
για την ταξινόμηση,
την επισήμανση
και τη
συσκευασία των
ουσιών και των
μειγμάτων, την
τροποποίηση
και την
κατάργηση των
οδηγιών 67/548/EΟΚ
και 1999/45/EΚ και την
τροποποίηση
του κανονισμού
(EΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353
της 31.12.2008, σ. 1). [9] Πληροφορίες
για τις
δραστηριότητες
αυτές
παρέχονται από
τον ECHA στις
ετήσιες
γενικές εκθέσεις
του οι οποίες
διατίθενται
στον δικτυακό τόπο
του ECHA: www.echa.europa.eu [10] Παραδείγματα
συνεργειών
μεταξύ του
κανονισμού REACH
και της λοιπής
νομοθεσίας της
ΕΕ
απαριθμούνται στο
ΕΕΥΕ, τίτλος 1.1.