6.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 67/104


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προσαρμογή στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο»

[COM(2013) 451 final — 2013/0218 (COD)]

και την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιας σειράς νομικών πράξεων στον τομέα της δικαιοσύνης που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο»

[COM(2013) 452 final — 2013/0220 (COD)]

2014/C 67/21

Γενικός εισηγητής: ο κ. PEGADO LIZ

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισαν αντιστοίχως στις 16 Οκτωβρίου 2013 και στις 4 Ιουλίου 2013, σύμφωνα με τα άρθρα 33, 43 παράγραφος 2, 53 παράγραφος 1, 62, 64 παράγραφος 2, 91, 100 παράγραφος 2, 114, 153 παράγραφος 2 στοιχείο β), 168 παράγραφος 4 στοιχείο β), 172, 192 παράγραφος 1, 207 και 338 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), να ζητήσουν τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την

«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προσαρμογή στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο»

COM(2013) 451 final — 2013/0218 (COD).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις 4 Ιουλίου 2013, και σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την

«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιας σειράς νομικών πράξεων στον τομέα της δικαιοσύνης που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο»

COM(2013) 452 final — 2013/0220 (COD).

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών, κατά την 493η σύνοδο ολομέλειας, της 16ης και 17ης Οκτωβρίου 2013, (συνεδρίαση της 16ης Οκτωβρίου 2013) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε γενικό εισηγητή τον κ. PEGADO LIZ και υιοθέτησε, με 110 ψήφους υπέρ και 6 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Το αντικείμενο των δύο προτάσεων κανονισμού COM(2013) 451 final και COM(2013) 452 final της 27ης Ιουνίου 2013, για τις οποίες ζητήθηκε η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), αφορά τη «μαζική ευθυγράμμιση» στο νέο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων 165 νομοθετικών πράξεων που αρχικά υπόκειντο στο καθεστώς της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο (ΚΔΕ).

1.2

Η διαδικασία αυτή ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την υποστήριξη του Συμβουλίου, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι παλαιές πρακτικές της «επιτροπολογίας» με τη διαδικασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ.

1.3

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής, διότι είναι απαραίτητη για την ασφάλεια των πηγών του δικαίου της ΕΕ και επιδιώκει τον στόχο της απλούστευσης και της αποτελεσματικότητας.

1.4

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει την πρόσφατα εγκριθείσα λεπτομερή έκθεσή της για τη διαδικασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και συνιστά να ληφθεί υπόψη για την κατανόηση της παρούσας γνωμοδότησης.

1.5

Πράγματι, αυτή η μαζική ευθυγράμμιση των 165 νομοθετικών πράξεων (κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων) που αφορούν δώδεκα διαφορετικούς τομείς εγείρει πολλά ερωτήματα νομικής και πρακτικής φύσεως.

1.6

Ορισμένα στοιχεία της κατ' εξουσιοδότηση διαδικασίας παραμένουν ασαφή. Για τον λόγο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια των «μη ουσιωδών στοιχείων». Επίσης θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια ακριβής ανάλυση της λειτουργίας του μηχανισμού.

1.7

Μερικές προτάσεις κανονισμού περιλαμβάνουν επιλογές αγνοώντας το πλαίσιο που ορίζουν οι βασικές νομοθετικές πράξεις και προβλέπουν μάλιστα να ασκείται η εξουσιοδότηση επ' αόριστον ή θέτουν σύντομες προθεσμίες για τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

1.8

Δεδομένων των γενικών και των ειδικών παρατηρήσεών της, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να προσαρμόσει την διαδικασία της «μαζικής ευθυγράμμισης», λαμβάνοντας περισσότερο υπόψη τις ιδιαιτερότητες ορισμένων βασικών νομοθετικών πράξεων.

1.9

Η ΕΟΚΕ συνιστά επίσης στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο να επιδείξουν μέγιστη προσοχή και αξιολογήσουν λεπτομερώς όλες τις πράξεις που περιλαμβάνονται σε αυτή τη διαδικασία «ευθυγράμμισης».

2.   Εισαγωγή

2.1

Η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, εισάγει σαφή διάκριση μεταξύ των εξουσιών που εκχωρούνται στην Επιτροπή να εκδίδει μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος οι οποίες συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία μιας νομοθετικής πράξης (πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση), που προβλέπεται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, και των εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που προβλέπεται στο άρθρο 291 της ΣΛΕΕ.

2.2

Τα νομικά πλαίσια αυτών των δύο ειδών νομοθετικών πράξεων είναι εντελώς διαφορετικά.

2.2.1

Η εφαρμογή της διαδικασίας κατ' εξουσιοδότηση πράξεων προβλέπεται από πράξεις χωρίς υποχρεωτική ισχύ:

την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1)·

την «κοινή συναίνεση για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις» ("common understanding on delegated acts") στην οποία κατέληξαν το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή·

τα άρθρα 87α και 88 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που τροποποιήθηκαν με την απόφαση της 10ης Μαΐου 2012 (2).

2.2.1.1

Η ΕΟΚΕ υιοθέτησε πρόσφατα μια λεπτομερή ενημερωτική έκθεση για τη διαδικασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, της οποίας συνιστάται θερμά η ανάγνωση για την κατανόηση της παρούσας γνωμοδότησης (3).

2.2.2

Η εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης εκτελεστικών πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 291 της ΣΛΕΕ πλαισιώνεται από την πλευρά της από νομικώς δεσμευτικές πράξεις:

από τον κανονισμό 182/2011 (4) («κανονισμός επιτροπολογίας») που προβλέπει δύο διαδικασίες: τη συμβουλευτική διαδικασία και τη διαδικασία εξέτασης·

από την απόφαση 1999/468/ΕΚ (5) («απόφαση επιτροπολογίας» όπως τροποποιήθηκε το 2006 προκειμένου να ενισχυθεί η εξουσία ελέγχου του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία προβλέπει την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ).

2.2.3

Η ΚΔΕ χρησιμοποιήθηκε για την έγκριση εκτελεστικών μέτρων που τροποποιούν «μη ουσιώδη στοιχεία των βασικών νομοθετικών πράξεων». Η διατύπωση αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 5α της «απόφασης επιτροπολογίας» (6) είναι πολύ κοντά στον ορισμό των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Πράγματι, μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ είναι μια οιονεί νομοθετική πράξη που εκδίδεται από την Επιτροπή με σκοπό τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση «μη ουσιωδών στοιχείων μιας νομοθετικής πράξης».

2.2.4

Λόγω αυτής της ομοιότητας, μεταξύ του 2009 και του 2014 το άρθρο 5α της «απόφασης επιτροπολογίας» και η ΚΔΕ ισχύουν προσωρινά, η Επιτροπή όμως αποσκοπεί να χρησιμοποιήσει αυτό το περιορισμένο χρονικό διάστημα για να προσαρμόσει στο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων τις υφιστάμενες διατάξεις που προβλέπουν τη χρήση της ΚΔΕ.

2.2.5

Κατόπιν «αιτήματος» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (7), η Επιτροπή ανέλαβε μια «διαδικασία ευθυγράμμισης» ορισμένων κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων, με την υποστήριξη του Συμβουλίου (8).

Το αντικείμενο των προτάσεων των «καθολικών κανονισμών», για τους οποίους ζητήθηκε η γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, αφορά αυτή τη «μαζική ευθυγράμμιση».

3.   Προτάσεις της Επιτροπής

3.1

Η Επιτροπή δημοσίευσε δύο προτάσεις κανονισμού:

Η μία αφορά «διάφορες νομικές πράξεις» COM(2013) 451 final·

Η άλλη αφορά μια «σειρά νομικών πράξεων στον τομέα της δικαιοσύνης» COM(2013) 452 final.

Μια τρίτη δέσμη προτάσεων είναι υπό μελέτη και θα δημοσιευτεί προσεχώς.

3.2

Η πρόταση σχετικά με τις «διάφορες νομικές πράξεις» έχει ως αντικείμενο τη μαζική μετάβαση από την ΚΔΕ στη διαδικασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων 160 νομοθετικών πράξεων (κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων) που αφορούν έντεκα διαφορετικούς τομείς:

δίκτυα, περιεχόμενο και τεχνολογία επικοινωνιών·

απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και κοινωνική ένταξη·

δράση για το κλίμα·

ενέργεια·

επιχειρήσεις και βιομηχανία·

περιβάλλον·

στατιστικές·

εσωτερική αγορά και υπηρεσίες·

κινητικότητα και μεταφορές·

υγεία και καταναλωτές·

φορολογία και τελωνειακή ένωση.

3.2.1

Αποτελείται από μια αιτιολογική έκθεση, από την πρόταση κανονισμού και από ένα απλό παράρτημα στο οποίο απαριθμούνται οι πράξεις τις οποίες αφορά η μετάβαση από την ΚΔΕ στο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

3.3

Η πρόταση σχετικά με τη «σειρά νομικών πράξεων στον τομέα της δικαιοσύνης» αποτελεί αντικείμενο χωριστού εγγράφου επειδή η νομική βάση τους περιλαμβάνεται στον τίτλο V μέρος ΙΙΙ της ΣΛΕΕ και δεν αφορά όλα τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη ΣΛΕΕ, το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα υπόκειται στον προτεινόμενο κανονισμό.

3.3.1

Η πρόταση κανονισμού που προβλέπει την προσαρμογή στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ νομικών πράξεων στον τομέα της δικαιοσύνης αφορά πέντε κανονισμούς σχετικά με:

τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις·

τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις·

τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής·

την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών ·

την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

4.   Γενικές παρατηρήσεις

4.1

Η Επιτροπή προτείνει «καθολικούς κανονισμούς» όσον αφορά τη μαζική ευθυγράμμιση πολλών κανονισμών, οδηγιών και αποφάσεων, αντί να υιοθετήσει μια πρόταση κανονισμού για καθεμιά από τις πράξεις αυτές.

4.1.1

Η Επιτροπή έχει ήδη χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο το 2006 προκειμένου να εισαγάγει την ΚΔΕ. Είχε χρησιμοποιήσει τη μορφή της ανακοίνωσης για την επείγουσα προσαρμογή 25 κανονισμών και οδηγιών, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2005/1/ΕΚ της 9ης Μαρτίου 2005 με σκοπό τη θέσπιση «νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» (9). Υπενθυμίζεται επίσης η ανακοίνωση της Επιτροπής του 2007 σχετικά με την προσαρμογή στην ΚΔΕ μιας άλλης σειράς πράξεων που απαριθμούνται σε 4 παραρτήματα (10). Με την ευκαιρία αυτή η ΕΟΚΕ είχε προβεί σε παρατηρήσεις και συστάσεις (11).

4.1.2

Η Επιτροπή δεν είχε ποτέ έως τώρα προβεί σε μια ευθυγράμμιση τέτοιου εύρους.

4.1.3

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι οι προτάσεις κανονισμού δείχνουν την έκταση των εξουσιών της Επιτροπής εφόσον προβλέπουν το πεδίο εφαρμογής, το εύρος, καθώς και τη χρονική διάρκεια που διαθέτουν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο για να προβάλλουν ενστάσεις.

4.1.4

Η επιλογή αυτή είναι κατανοητή από πλευράς απλούστευσης και ταχύτητας της διαδικασίας, αλλά εγείρει πολλά ερωτήματα.

α)   Επ' αόριστον ανάθεση

4.2

Το άρθρο 2 των δύο προτάσεων κανονισμού προβλέπει ότι η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων με την ισχύουσα διαδικασία «ανατίθεται επ' αόριστον».

4.2.1

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ η διάρκεια της εξουσίας έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων πρέπει να προβλέπεται ρητά στη βασική νομοθετική πράξη και ότι, μέχρι στιγμής, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις συνήθως καθορίζονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενδεχομένως με δυνατότητα ανανέωσης, μέσω έκθεσης σχετικά με την εκτέλεση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.2.2

Επισημαίνει ότι η προτίμηση της Επιτροπής για την επ' αόριστον (12) ανάθεση έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δεν γίνεται αποδεκτή από το Κοινοβούλιο (13). Επιπλέον, η πρόταση «καθολικού κανονισμού» καταργεί «την υποχρέωση υποβολής περιοδικών εκθέσεων» για την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στις βασικές πράξεις (14).

4.2.3

Συνεπώς η ΕΟΚΕ διερωτάται εάν οι κανονισμοί «ευθυγράμμισης» που προτείνει η Επιτροπή μπορούν να προβλέπουν ότι η έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων θα ασκείται επ' αόριστον σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως τομέα.

β)   Έλεγχος του ΕΚ και του Συμβουλίου

4.3

Επίσης, όπως έχει διευκρινίσει η ΕΟΚΕ στην ενημερωτική της έκθεση για τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, η ανάθεση εξουσίας έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποφασίσουν την ανάκληση της εξουσιοδότησης, να προβάλουν αντίρρηση για την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που υιοθέτησε η Επιτροπή, κανονικά εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω κατ' εξουσιοδότησης πράξης στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο, ή να ενημερώσουν την Επιτροπή στο ίδιο χρονικό διάστημα ότι δεν προτίθενται να εγείρουν αντίρρηση. Αυτή η περίοδος των δύο μηνών, μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

4.3.1

Το άρθρο 5α, παράγραφοι 3 έως 6, της «απόφασης επιτροπολογίας» προέβλεπε ένα πολύπλοκο καθεστώς διαφόρων προθεσμιών αναλόγως εάν τα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή συμφωνούσαν ή όχι με τη γνώμη της κανονιστικής επιτροπής και οι οποίες κυμαίνονταν από 4 έως 2 μήνες ανάλογα εάν επρόκειτο για το Συμβούλιο ή για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Κατά παρέκκλιση από αυτό το «κανονικό» καθεστώς, το άρθρο 5α, παράγραφος 5, στοιχείο β), όριζε ότι αυτές οι προθεσμίες μπορούσαν να συντμηθούν «σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις» για «λόγους αποτελεσματικότητας», χωρίς ωστόσο να καθοριστεί συγκεκριμένη προθεσμία.

Εξάλλου, η παράγραφος 6 προέβλεπε ένα ειδικό καθεστώς προθεσμίας ενός μηνός υποχρεωτικά προβλεπόμενου στη βασική πράξη για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το κανονικό καθεστώς δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί «για επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης».

4.3.2

Το άρθρο 2, παράγραφος 6, της πρότασης κανονισμού σχετικά με την προσαρμογή στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ διαφόρων νομικών πράξεων αναφέρεται σε αυτή τη δυνατότητα παρέκκλισης αλλά αρκείται να προβλέψει ότι «σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις», η κανονική προθεσμία για την προβολή ένστασης από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο μπορεί να καθοριστεί σε έναν μήνα (15).

4.3.3

Το νέο καθεστώς που προτείνεται φαίνεται να περιορίζει το περιθώριο ελιγμών που διαθέτουν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο όσον αφορά την άσκηση της ελεγκτικής τους εξουσίας.

4.3.4

Η ΕΟΚΕ διερωτάται ειδικότερα για τη δυνατότητα του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου να ασκήσουν αποτελεσματικά τις ελεγκτικές τους εξουσίες σε 165 κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

γ)   Μη ουσιώδη στοιχεία

4.4

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι, όπως τόνισε και στην ενημερωτική της έκθεση, ότι η διαδικασία εξουσιοδότησης αποσκοπεί στην έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αφορούν τα «μη ουσιώδη» στοιχεία που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

4.4.1

Οι προτάσεις κανονισμού της Επιτροπής αφορούν δώδεκα διαφορετικούς τομείς.

4.4.2

Επειδή η ακριβής νομική φύση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων είναι ασαφής και επειδή οι τομείς τους οποίους αφορούν αυτές οι προτάσεις κανονισμού είναι τόσο εκτεταμένοι όσο και ευαίσθητοι, μπορούμε, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, να αναρωτηθούμε για τον «μη ουσιώδη» χαρακτήρα ορισμένων μέτρων.

4.4.3

Επιπλέον, για την έννοια του «μη ουσιώδους μέτρου» υπάρχει ερμηνεία του Δικαστηρίου, η οποία ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2012, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισε ότι το θέμα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη και, επομένως, δεν μπορεί ποτέ να είναι αντικείμενο κατ' εξουσιοδότηση πράξεως στην Επιτροπή (16).

4.4.4

Επίσης, το Δικαστήριο της ΕΕ δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφασίσει σχετικά με την εφαρμογή αυτή καθαυτή των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή. Έχει μόλις αναλάβει, για πρώτη φορά, στη λεγόμενη υπόθεση των «βιοκτόνων», την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Επιτροπή για το άρθρο 80, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου του 2012 (17).

Επειδή η προσφυγή ασκήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τέλη 2013/αρχές 2014, αφού λάβει τα πορίσματα του γενικού εισαγγελέα.

5.   Ειδικές παρατηρήσεις

5.1

Στις περισσότερες από τις προτάσεις που εξετάζονται σε αυτή τη γνωμοδότηση, η Επιτροπή προσαρμόζει με κατάλληλο και λογικό τρόπο την ΚΔΕ στο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ορισμένες καταστάσεις εγείρουν αμφιβολίες και ιδιαίτερες δυσκολίες.

α)   Ασάφειες ως προς το καθεστώς

5.2

Οι περισσότερες από τις εν λόγω νομικές πράξεις περιλαμβάνουν ρητή αναφορά στο άρθρο 5α της απόφασης του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2006 (18), της αποκαλούμενης «απόφασης επιτροπολογίας», η οποία εισήγαγε την ΚΔΕ και προβλέπει την ανάγκη εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας για τη λήψη «μέτρων γενικής εμβέλειας που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων μιας βασικής πράξης». Ωστόσο, αυτή η τροποποίηση του καθεστώτος που θεσπίστηκε με την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1999, τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιουλίου 2006.

5.2.1

Συνεπώς, καμιά από τις νομικές πράξεις που αφορά η άσκηση της «ευθυγράμμισης» πριν από αυτή τη διαδικασία δεν διευκρινίζει τα μέτρα που υπάγονται στο καθεστώς ΚΔΕ. Μόνο με την απόφαση του Ιουλίου 2006 προστέθηκε μια νέα παράγραφος στο άρθρο 2 της απόφασης του Ιουνίου 1999. Το άρθρο προβλέπει για πρώτη φορά τη λήψη μέτρων γενικής εμβέλειας που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων μιας βασικής πράξης».

5.2.2

Όλες αυτές οι νομικές πράξεις περιλαμβάνουν αναφορές (19) όπως «είναι σκόπιμο να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999», «η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή» και «όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης αυτής».

5.2.3

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι η μετάβαση της ΚΔΕ στο καθεστώς της εξουσιοδότησης επιφέρει την κατάργηση των γνωμοδοτήσεων των επιτροπών που απαιτούνται στο πλαίσιο της ΚΔΕ. Διατηρούνται ωστόσο για τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 291 της ΣΛΕΕ.

5.2.4

Συνεπώς καταργείται μια φάση ελέγχου της «μη ουσιώδους» φύσης «ορισμένων στοιχείων» της βασικής νομοθετικής πράξης.

5.2.5

Πράξεις που προηγούνται της «απόφασης επιτροπολογίας» υπάρχουν κυρίως στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής. Οι πράξεις αυτές είχαν ωστόσο δημοσιευτεί πριν συστηματοποιηθεί η διαδικασία της επιτροπολογίας, επειδή τότε οι αναφορές στα μέτρα ήταν ιδιαίτερα ασαφείς, όπως για παράδειγμα «η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο» (οδηγία της 20ης Μαΐου1975 για τις συσκευές αερολυμάτων) (20).

β)   Προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής

5.3

Ο προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5α για τα «μη ουσιώδη στοιχεία» ορισμένων βασικών νομοθετικών πράξεων, δεν επαρκεί. Για παράδειγμα η γενική διατύπωση: «τα μέτρα που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού», στον κανονισμό ΕΚ 661/2009 για τη γενική ασφάλεια των μηχανοκίνητων οχημάτων, χωρίς άλλη διευκρίνιση, δεν είναι ικανοποιητική.

5.3.1

Ενίοτε, το άρθρο 5α εφαρμόζεται σε στοιχεία ο «μη ουσιώδης» χαρακτήρας των οποίων είναι μάλλον αμφίβολος. Αυτό ισχύει παραδείγματος χάριν για:

τον κανονισμό ΕΚ 715/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου (άρθρο 23)·

τον κανονισμό ΕΚ 714/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας·

τα άρθρα 23, παράγραφος 1 και 4, και 40 της οδηγίας 2006/123 της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του κατάλληλου χαρακτήρα, όσον αφορά τη φύση και την έκταση του κινδύνου, της ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης·

τα άρθρα 12, 34 παράγραφος 1 και 35 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΚ 1371/2007 της 23ης Οκτωβρίου 2007, όσον αφορά την ασφάλιση ευθύνης για τους επιβάτες σιδηροδρομικών γραμμών.

γ)   Τομείς που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα

5.4

Μέτρα εμφανώς «μη ουσιώδη», όπως η προσαρμογή των παραρτημάτων οδηγιών, ενδέχεται ωστόσο να εγείρουν αμφιβολίες όσον αφορά τις συνέπειές τους στην προστασία ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

5.4.1

Ως παράδειγμα αναφέρονται:

τα παραρτήματα στον κανονισμό ΕΚ 1338/2008 της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές στους τομείς της δημόσιας υγείας και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία (άρθρα 9 και 10, παράγραφος 2)·

τα θέματα που πρέπει να καλυφθούν στις απογραφές πληθυσμού και στέγασης (κανονισμός ΕΚ 763/2008 της 9ης Ιουλίου 2008)·

τα παραρτήματα στην οδηγία 2006/126/ΕΚ της 20ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με την άδεια οδήγησης·

οι παρεκκλίσεις στα παραρτήματα του κανονισμού ΕΚ 183/2005 της 12ης Ιανουαρίου 2005 περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (άρθρα 28 και 31 παράγραφος 2)·

τα παραρτήματα στον κανονισμό ΕΚ 852/2004 της 29ης Απριλίου 2004 για την υγιεινή των τροφίμων (άρθρα 13 παράγραφος 2 και14)·

η τροποποίηση των παραρτημάτων που περιέχουν τα έντυπα για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (κανονισμός ΕΚ 805/2004 της 21ης Απριλίου 2004), της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (κανονισμός ΕΚ 1896/2006 της 12ης Δεκεμβρίου 2006), της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (κανονισμός ΕΚ 861/2007 της 11ης Ιουλίου 2007) και της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός ΕΚ 1393/2007 της 13ης Νοεμβρίου 2007).

5.4.2

Επισημαίνονται επίσης πιο ευαίσθητες περιπτώσεις όπως οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα ουσιαστικό τμήμα της ρύθμισης συγκεκριμένου θέματος θα προβλέπεται με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, για παράδειγμα:

η διαδικασία όσον αφορά «την προστασία από τις πρακτικές χορήγησης ενισχύσεων και τις αθέμιτες τιμολογιακές πρακτικές που προκαλούν ζημία στους κοινοτικούς αερομεταφορείς κατά την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών από χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας» που προβλέπεται στον κανονισμό ΕΚ 868/2004 της 21ης Απριλίου·

ή ο καθορισμός των στοιχείων του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου (ΣΕΠΕ) στο πλαίσιο των συμβάσεων καταναλωτικής πίστης (οδηγία 2008/48/ΕΚ της 23ης Απριλίου 2008, άρθρα 19 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 2).

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2013.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Henri MALOSSE


(1)  COM(2009) 673 final du 9.12.2009.

(2)  Έγγρ. A7-0072/2012.

(3)  Ενημερωτική έκθεση με θέμα «Βελτίωση της νομοθεσίας: εκτελεστικές και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις» http://www.eesc.europa.eu/?i=portal.en.int-opinions&itemCode=24245.

(4)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(6)  Εισήχθη με την απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 200 της 22.7.2006).

(7)  Ψήφισμα του ΕΚ της 5ης Μαΐου 2010 (P7-TA (2010) 0127) point 18.

(8)  Δηλώσεις της Επιτροπής ΕΕ L 55 της 28.2.2011 σ. 19.

(9)  COM(2006) 900 έως 926 final.

(10)  COM(2007) 740 final, COM(2007) 741 final, COM(2007) 824 final, COM(2007) 822 final και COM(2008) 71 final.

(11)  ΕΕ C 161 της 13.7.2007, σ. 45 και ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 35.

(12)  COM(2009) 673 final du 9.12.2009, σημείο 3.2.

(13)  Common Understanding point IV.

(14)  3 έτη, για παράδειγμα, στην οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας.

(15)  Αντιθέτως, η πρόταση κανονισμού για την προσαρμογή στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ μιας σειράς νομικών πράξεων στον τομέα δικαιοσύνης δεν προβλέπει αυτή τη δυνατότητα.

(16)  Υπόθεση C-355/10, Κοινοβούλιο εναντίον Συμβουλίου, όσον αφορά την επιτήρηση των θαλάσσιων εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και την εξουσία των συνοριοφυλάκων να απελαύνουν τους μετανάστες στην τρίτη χώρα από την οποία ξεκίνησε το πλοίο.

(17)  Υπόθεση C-427/12, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπόθεση σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων, καθόσον προβλέπει όσον αφορά καθορισμό των καταβλητέων στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) τελών την έκδοση εκτελεστικής πράξεως κατά το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και όχι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως κατά το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, η πράξη που καλείται να εκδώσει δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 528/2012, στην πραγματικότητα αποτελεί κατ’ εξουσιοδότηση πράξη κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, καθόσον σκοπό έχει τη συμπλήρωση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της νομοθετικής πράξεως.

(18)  ΕΕ L 200 du 22.7.2006, σ. 11.

(19)  Βλ. για παράδειγμα την οδηγία 2006/25/ΕΚ, την οδηγία 89/391/ΕΟΚ ή την οδηγία 2003/10/ΕΚ.

(20)  Ένας σωστός τρόπος αναφοράς της «τεχνικής και επιστημονικής προόδου» μπορεί να βρεθεί στον κανονισμό ΕΚ 1272/2008 της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για την επισήμανση και τη συσκευασία ή στην οδηγία 2008/56/ΕΚ της 17ης Ιουνίου 2008 σχετικά με τη θαλάσσια στρατηγική.