19.9.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 271/81


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2001/95/ΕΚ»

COM(2013) 78 final — 2013/0049 (COD)

2013/C 271/15

Γενικός εισηγητής: ο κ. Bernardo HERNÁNDEZ BATALLER

Στις 25 Φεβρουαρίου 2013 και στις 12 Μαρτίου 2013 αντιστοίχως, και σύμφωνα με το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων και την κατάργηση των οδηγιών 87/357/ΕΟΚ και 2001/95/ΕΚ του Συμβουλίου

COM(2013) 78 final - 2013/0049 (COD).

Στις 12 Φεβρουαρίου 2013, το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ανέθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες.

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών, κατά την 490ή σύνοδο ολομέλειας, της 22ας και 23ης Μαΐου 2013 (συνεδρίαση της 22ας Μαΐου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε γενικό εισηγητή τον κ. Bernardo HERNÁNDEZ BATALLER και υιοθέτησε με 120 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και Συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την ανάγκη θέσπισης νομικού πλαισίου για την αυξημένη προστασία των καταναλωτών, το οποίο θα ορίζει ότι τα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή.

1.2

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι το πλέον ενδεδειγμένο νομοθετικό μέσο για την ενοποίηση των υφιστάμενων οικείων νομικών κειμένων είναι ο κανονισμός, μέσω της προσαρμογής των κειμένων αυτών στο νέο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά. Με τον υπό εξέταση κανονισμό θεσπίζονται κοινό επίπεδο και κριτήρια ασφάλειας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

1.3

Καθότι ο κανονισμός συνιστά το μόνο μέσο που επιτρέπει την ομοιόμορφη λήψη μέτρων με τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, είναι ευτυχές το γεγονός ότι η σχετική πρόταση διατυπώνεται με όρους που μπορούν να ερμηνευτούν στο ίδιο πνεύμα σε όλα τα κράτη μέλη.

1.4

Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι, δεδομένης της σημασίας της τυποποίησης για την κατοχύρωση της ασφάλειας των προϊόντων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών στην εκπροσώπηση των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) και σε άλλες παρεμφερείς οργανώσεις.

1.5

Με την προοπτική της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η πρόταση κανονισμού αποτελεί σημαντικότατο μέτρο προστασίας των καταναλωτών μέσω του περιορισμού των κινδύνων πρόκλησης βλάβης ή θανάτου, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη τους. Επίσης η ΕΟΚΕ κρίνει απαραίτητη την ύπαρξης διαφάνειας και φερεγγυότητας στις εμπορικές συναλλαγές, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρείται το αθέμιτο πλεονέκτημα από όσους αποπειρώνται να παράγουν και να πωλούν επικίνδυνα προϊόντα έναντι όσων ανταγωνιστών τους επωμίζονται το κόστος της διασφάλισης της ποιότητας των δικών τους προϊόντων.

2.   Εισαγωγή

2.1

Η προστασία των καταναλωτών σημαίνει ότι τα διατιθέμενα αγαθά και οι υπηρεσίες πρέπει να είναι τέτοια ώστε, υπό τις συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης τους, να μην παρουσιάζουν κανέναν κίνδυνο για την ασφάλεια των καταναλωτών· σε περίπτωση δε που τελικά αποδεικνύονται επικίνδυνα, πρέπει να μπορούν να αποσύρονται εύκολα και ταχύτατα από την αγορά. Αυτή η παράμετρος αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής προστασίας των καταναλωτών ήδη από το 1975 και το συναφές προκαταρκτικό πρόγραμμα (1). Απόρροια του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1986 (2) σχετικά με τον μελλοντικό προσανατολισμό της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για την προστασία και την προαγωγή των συμφερόντων των καταναλωτών ήταν η λεγόμενη «νέα έμφαση» στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης (3).

2.2

Η πρώτη σχετική με τη γενική ασφάλεια των προϊόντων οδηγία (ψηφίστηκε το 1992 (4)), αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2001 (5), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιανουαρίου 2002 με προθεσμία μεταφοράς της στην οικεία εθνική νομοθεσία των κρατών μελών την 15η Ιανουαρίου 2004. Εκείνη την εποχή η ΕΟΚΕ είχε διατυπώσει τις θέσεις της (6) για το ζήτημα τασσόμενη μεν υπέρ της προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά διατυπώνοντας ορισμένες επιφυλάξεις ως προς κάποια σημεία.

2.3

Με τη δημιουργία του Συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για τα μη εδώδιμα επικίνδυνα προϊόντα (RAPEX) καθιερώθηκε η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για τη λήψη μέτρων από τις δεύτερες και τους οικονομικούς φορείς αναφορικά με τα ιδιαίτερα επικίνδυνα προϊόντα για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των λεγόμενων καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το 2004 (7) συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ομαλή λειτουργία της RAPEX.

2.4

Μολονότι τα 27 κράτη μέλη έχουν μεταφέρει την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία, οι διατάξεις εφαρμογής της δεν είναι παντού οι ίδιες. Μεταξύ άλλων, διαπιστώνονται αποκλίσεις ως προς τα εξής:

τα σημεία που διαλαμβάνει το άρθρο 3 της οδηγίας και αφορούν την αξιολόγηση της ασφάλειας,

ως προς την ιχνηλασιμότητα, σε ορισμένα κράτη μέλη είναι υποχρεωτική η αναγραφή στο προϊόν ή στη συσκευασία του τύπου και των χαρακτηριστικών του (ενίοτε δε και των στοιχείων εισαγωγέα), ενώ σε άλλα παραμένει προαιρετική,

σε ορισμένα κράτη μέλη ο παραγωγός υποχρεούται να κοινοποιεί τυχόν κινδύνους εν γνώσει του, αλλά η κοινοποίηση είναι προαιρετική όταν θα έπρεπε να γνωρίζει τον κίνδυνο δεδομένων των διαθέσιμων πληροφοριών.

3.   Η πρόταση της Επιτροπής

3.1

Η παρούσα πρόταση κανονισμού εντάσσεται στη «δέσμη μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς», η οποία περιλαμβάνει επίσης μια πρόταση κανονισμού για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς και ένα πολυετές σχέδιο δράσης για την εποπτεία της αγοράς που καλύπτει την περίοδο 2013-2015.

3.2

Η πρόταση κανονισμού έχει ως στόχο να συμπληρώσει το θεσπισμένο τα τελευταία έτη νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει την ασφάλεια και την εμπορία των καταναλωτικών προϊόντων. Η πρόταση κανονισμού διαλαμβάνει τα μη εδώδιμα προϊόντα μεταποίησης με εξαίρεση ορισμένα προϊόντα όπως τα αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας. Στο εν λόγω έγγραφο διατυπώνεται η απαίτηση τα καταναλωτικά προϊόντα να είναι «ασφαλή»· προς τούτο προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων και περιλαμβάνει διατάξεις για την καθιέρωση προτύπων υποστηρικτικά προς τη γενική απαίτηση ασφάλειας. Ως νομική βάση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποιεί το άρθρο 114 της ΣλΕΕ, η οποία ισχύει και για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με βάση τις συναρμοδιότητες της ΕΕ και των κρατών μελών.

3.3

Υποβάλλοντας πρόταση κανονισμού αντί οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλάζει νομοθετικό μέσο με σκοπό να θεσπίσει το ίδιο επίπεδο ασφάλειας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και να εναρμονιστεί η οικεία νομοθεσία, μέσω μιας δέσμης κοινών κριτηρίων και χωρίς να θίγεται η τομεακή νομοθεσία. Η πρόταση κανονισμού περιέχει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες εφαρμοστέους ενιαία και ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.

3.4

Επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, εξορθολογίζοντας και απλοποιώντας τη λειτουργία του συστήματος ασφάλειας και την αλληλεπίδρασή του με άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ.

3.5

Η πρόταση αποσκοπεί επίσης στην κατάργηση των οδηγιών 87/357/ΕΟΚ και 2001/95/ΕΚ του Συμβουλίου, το περιεχόμενο των οποίων διαλαμβάνουν οι δύο υπό κατάρτιση προτάσεις κανονισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διατάξεις που αφορούν την εποπτεία της αγοράς και το σύστημα RAPEX –οι οποίες προς το παρόν περιέχονται στη οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων– έχουν ενσωματωθεί στην πρόταση του νέου κανονισμού για την εποπτεία της ενιαίας αγοράς. Στον νέο κανονισμό συγκεντρώνονται όλες οι οικείες διατάξεις σε ένα και μοναδικό νομοθετικό μέσο και το RAPEX καθίσταται το κατ’ εξοχήν σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με τα προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο.

3.6

Επιπλέον, η πρόταση καθορίζει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων (κατασκευαστές, εισαγωγείς, διανομείς) που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα εφοδιασμού των καταναλωτικών προϊόντων, εφόσον δεν υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις που προβλέπονται από την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της ΕΕ. Επομένως, η εφαρμογή της περιορίζεται σε καταστάσεις που δεν ρυθμίζονται σε τομεακό επίπεδο ή επικουρικά ως προς αυτό.

3.7

Βασική γενική αρχή είναι ότι όλα τα μη εδώδιμα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή προς εμπορία ή διάθεση στην αγορά της ΕΕ. Οι πιο λεπτομερείς υποχρεώσεις σχετικά με τους οικονομικούς φορείς εφαρμόζονται μόνο στις επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στις αντίστοιχες υποχρεώσεις και οι οποίες καθορίζονται στην εναρμονιστική νομοθεσία που καλύπτει έναν συγκεκριμένο τομέα προϊόντων.

3.8

Η πρόταση έχει απλοποιηθεί χάρη στη σαφή σύζευξή της με την τομεακή νομοθεσία και την απλοποίηση των κανόνων. Τα καταναλωτικά προϊόντα που συμμορφώνονται με την τομεακή εναρμονιστική νομοθεσία της ΕΕ, η οποία έχει στόχο τη διασφάλιση της υγείας και την ασφάλεια των προσώπων, τεκμαίρεται ότι είναι ασφαλή και βάσει του παρόντος κανονισμού.

3.9

Συν τοις άλλοις, έχει επικαιροποιηθεί το τμήμα των ορισμών και έχει ευθυγραμμιστεί με το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία των προϊόντων. Επίσης, η διαδικασία για τον εντοπισμό των υφιστάμενων ευρωπαϊκών προτύπων ή την αίτηση καθιέρωσης νέων ευρωπαϊκών προτύπων που θα έδιναν τη δυνατότητα να τεκμαίρεται ότι ένα προϊόν είναι ασφαλές έχει απλουστευτεί σημαντικά και έχει ευθυγραμμιστεί με τον κανονισμό, ο οποίος θεσπίζει ένα νέο γενικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή τυποποίηση.

3.10

Οι υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων αφορούν, μεταξύ άλλων, θέματα που σχετίζονται με την επισήμανση, την ταυτοποίηση του προϊόντος, τις διορθωτικές ενέργειες που πρέπει να αναλαμβάνονται σε περίπτωση μη ασφαλών προϊόντων και την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών.

3.10.1

Η πρόταση απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να είναι σε θέση να ταυτοποιούν τους προμηθευτές τους και τους πελάτες αυτών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει μέτρα που να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να καθιερώνουν ή να προσχωρούν σε ηλεκτρονικό σύστημα ιχνηλασιμότητας.

4.   Γενικές παρατηρήσεις

4.1   Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της θέσπισης νομοθετικής πράξης για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών (ιδίως όσον αφορά τα καταναλωτικά προϊόντα) και θεωρεί ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να συμβάλει σε αυτό, εφόσον μάλιστα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται στην παρούσα γνωμοδότηση για λόγους διασάφησης της πρότασης κανονισμού.

4.2   Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η πλήρης ανάπτυξη της αιτιολογικής έκθεσης δεν έχει συμπεριληφθεί εν συνεχεία στο σώμα του κειμένου της πρότασης. Έτσι, στις εισαγωγικές σκέψεις θίγονται ζητήματα τα οποία παραλείπονται στο σώμα κειμένου (π.χ. η εφαρμογή του κανονισμού σε όλα τα είδη πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των εξ αποστάσεως). Συνεπώς, δεδομένου του νομικού μέσου που μετέρχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –το οποίο προϋποθέτει την εκ των προτέρων θέσπιση ενιαίων κριτηρίων, έτσι ώστε να τύχει ομοιόμορφης ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ–, κρίνεται σκόπιμο να γίνει τουλάχιστον μια συνοπτική σχετική αναφορά στο σώμα της πρότασης κανονισμού.

4.2.1   Κατά την ΕΟΚΕ, η επιλογή του κανονισμού είναι ενδεδειγμένη και συμμετρική καθότι συνιστά το μόνο μέσο που επιτρέπει την ομοιόμορφη λήψη μέτρων με τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Αποτελεί δε το κατάλληλο μέσο για την κατάργηση των οδηγιών 87/357/ΕΟΚ και 2001/95/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον βεβαίως διατηρείται το επίπεδο προστασίας που αμφότερες προβλέπουν ως προς το απαιτούμενο επίπεδο ασφάλειας.

4.2.2   Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ασφάλεια δικαίου προκειμένου για την αγορά και τους καταναλωτές και, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των μέτρων, συνεπάγεται μείωση του οικονομικού κόστους υιοθέτησης του κανονισμού και την ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεών του από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

4.2.3   Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η πρόταση κανονισμού περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της έναντι της τομεακής νομοθεσίας της ΕΕ. Γι’ αυτόν τον λόγο θα ήταν σκόπιμο να τονιστεί στο άρθρο 1 ο γενικός και διατομεακός χαρακτήρας του κανονισμού σε σχέση με την υπόλοιπη τομεακή νομοθεσία που ρυθμίζει την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων.

4.3   Ομοίως με τη σχετική οδηγία, η πρόταση κανονισμού περιέχει την απαίτηση ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων. Προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων και περιλαμβάνει διατάξεις για την ανάπτυξη προτύπων προς υποστήριξη της γενικής απαίτησης ασφάλειας. Εντούτοις, στο σώμα κειμένου δεν αναφέρεται η «αρχή της προφύλαξης», η οποία πρέπει να διέπει την ασφάλεια των προϊόντων και ως εκ τούτου πρέπει να συμπεριληφθεί ρητά σε αυτό.

4.4   Οι ορισμοί της πρότασης κανονισμού

4.4.1

Όσον αφορά τους ορισμούς της πρότασης, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ορισμένοι χρήζουν αναθεώρησης καθότι για διάφορους λόγους (ορολογίας, μετάφρασης ή διαφορετικής νομικής παράδοσης από το ένα κράτος μέλος στο άλλο) ενδέχεται στο μέλλον να ανακύψουν προβλήματα στην εφαρμογή του κανονισμού.

4.4.2

Ο ορισμός του «ασφαλούς προϊόντος» κρίνεται κατάλληλος και περιέχει διάφορες παραμέτρους που επιτρέπουν την αξιολόγηση της ασφάλειάς του σε συνάρτηση με τις πληροφορίες τις οποίες θα πρέπει να γνωρίζει ο καταναλωτής (διάρκεια, φύση και σύνθεση του προϊόντος). Ωστόσο, ο όρος «προϊόν» θα πρέπει να συμπληρωθεί από τον προσδιορισμό «μεταποίησης».

4.4.3

Αντιστοίχως, η φράση «υπό τις συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες» επιδέχεται παρερμηνείες καθότι αφ’ ενός μεν το κριτήριο του «εύλογου» μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ επέκταση σε οποιοδήποτε –ακόμα και μη ασφαλές– προϊόν αρκεί να χρησιμοποιείται καταλλήλως.

4.4.4

Αφ’ ετέρου δε το επίθετο «normal» (στα ισπανικά) θα μπορούσε ίσως να αντικατασταθεί από το επίθετο «habitual» ή τουλάχιστον το αμφίσημο αυτό επίθετο θα μπορούσε να προσδιορίζει τον καταναλωτή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν (8). Προς τούτο προτείνουμε την αντικατάσταση του εν λόγω όρου με τη φράση «μη ασφαλές προϊόν» διότι έτσι εναρμονίζεται η έννοια αυτή με εκείνη που περιέχεται στην οδηγία για την αστική ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (9)· ως προς αυτή την έννοια συνίσταται η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου των κρατών μελών, μολονότι η έννοια του πεδίου στο συγκεκριμένο πεδίο είναι ακόμα πιο ευρεία.

4.4.5

Ως προς τον όρο «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος» παρατηρούμε ότι η αναφορά στην εντολή ενδέχεται στο μέλλον να οδηγήσει σε αντιδικίες σε όσα κράτη μέλη απαιτείται η υπογραφή προσυμφώνου εντολής. Επομένως αντιπροτείνουμε τον όρο «εγγράφως ορισμένος εντολοδόχος», χάρη στον οποίο αφ’ ενός μεν παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος η διακριτική ευχέρεια να επιλέγει τον τύπο σύμβασης που αντιστοιχεί περισσότερο στην εσωτερική του έννομη τάξη, αφ’ ετέρου δε προλαμβάνονται τυχόν μελλοντικά προβλήματα συμβατικής φύσης.

4.4.6

Τέλος, ως προς τον ορισμό του «σοβαρού κινδύνου», θα ήταν προτιμότερο να επεκταθεί σε οποιαδήποτε «έκθεση σε κίνδυνο, ενδεχόμενο ή απειλή» έτσι ώστε να κατοχυρώνεται καλύτερα η προστασία του καταναλωτή· με άλλα λόγια, συνίσταται να συνδεθεί ο «σοβαρός κίνδυνος» με την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων αφ’ ης στιγμής διαπιστώνεται ο κίνδυνος.

5.   Ειδικές παρατηρήσεις

5.1   Οι συντάκτες της εν λόγω πρότασης κανονισμού αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εναρμόνισης και απλοποίησης των απαιτήσεων που βαραίνουν τους οικονομικούς φορείς, στοιχείο που βρίσκει απολύτως σύμφωνη την ΕΟΚΕ, δεδομένης της σύγχυσης που επικρατεί τόσο για τους φορείς αυτούς όσο και για τις εθνικές αρχές.

5.2   Στο άρθρο 4 πρέπει να προστεθεί η φράση «υπό τους όρους που καθορίζονται εν συνεχεία στον παρόντα κανονισμό», καθότι ενδέχεται η έννοια της ασφάλειας να μην αντιστοιχεί με τις ισχύουσες διατάξεις σε ορισμένες τομεακές νομοθεσίες.

5.3   Πρέπει επίσης να διασαφηνιστεί στο σώμα κειμένου το πεδίο εφαρμογής της πρότασης αναφορικά με τη συμπερίληψη των υπηρεσιών στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ ελπίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει πλήρη πρόταση με θέμα την ασφάλεια των υπηρεσιών στην ΕΕ.

5.4   Όσον αφορά τη μνεία στους «ευάλωτους καταναλωτές» (άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο δ), πρέπει να διευκρινιστεί εάν ένας καταναλωτής θεωρείται ευάλωτος με γενικά κριτήρια (ηλικία, υγεία κ.λπ.) ή έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (ανεπαρκής γνώση). Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, για λόγους μεγαλύτερης συνάφειας με το Ενωσιακό Δίκαιο, πρέπει να χρησιμοποιούνται αυτόνομοι και παγιωμένοι όροι που του εν λόγω Δικαίου αντί να ορίζονται κάθε φορά έννοιες των οποίων η σημασία ποικίλλει από τη μία νομοθετική πρόταση στην άλλη.

5.5   Το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο η) αναφέρεται στην «ασφάλεια την οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές». Το επίρρημα «ευλόγως» πρέπει να συγκεκριμενοποιείται στο σώμα κειμένου για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου με την προσθήκη μιας φράσης όπως «ως προς τον τύπο, τη σύνθεση ή τη χρήση για την οποία προορίζεται το προϊόν».

5.6   Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι οι καταναλωτές έχουν δικαίωμα στη σαφή και συγκεκριμένη ενημέρωση αναφορικά με την προέλευση των προϊόντων, στα οποία θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να αναγράφονται η συγκεκριμένη προέλευσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου.

5.7   Επιπλέον, πρέπει να αναδιατυπωθεί η εν λόγω διάταξη υπό την έννοια ότι οι κατασκευαστές και εισαγωγείς πρέπει να «μεριμνούν» για την τήρηση των απαιτήσεών της.

5.8   Υποχρεώσεις των κατασκευαστών και των υπολοίπων φορέων

5.8.1

Η πρόταση κανονισμού προβλέπει προσφυώς έναν κανόνα σχετικό με την κατάρτιση των εγγράφων τεκμηρίωσης που οφείλουν να διαθέτουν οι κατασκευαστές και τα βήματα που πρέπει να ακολουθούν προκειμένου για την ασφάλεια των καταναλωτών.

5.8.2

Αυτές οι συγκεκριμένες απαιτήσεις συνίστανται σε δειγματοληπτικές δοκιμές στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, τη διερεύνηση σχετικών καταγγελιών, την τήρηση αρχείου για τις καταγγελίες, τα μη συμμορφούμενα προϊόντα και τις ανακλήσεις προϊόντων, καθώς και την ενημέρωση των διανομέων για κάθε σχετική έρευνα.

5.8.3

Εντούτοις, στην πρόταση κανονισμού δεν διασαφηνίζεται με ποιον τρόπο θα γίνονται αυτές οι ενέργειες· θα εμπίπτει άραγε η ρύθμισή τους στη δικαιοδοσία του κάθε κράτους μέλους (π.χ. η τήρηση ειδικού αρχείου) ή, όπως θα ήταν άλλωστε πιο πρακτικό, οι ενέργειες αυτές θα εναρμονιστούν με σκοπό τη διατήρηση του συστήματος έγκαιρης ειδοποίησης της αγοράς, έτσι ώστε να υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια λήψης δραστικών μέτρων πριν προκληθεί κάποια ζημία;

5.9   Τεχνική τεκμηρίωση

5.9.1

Η υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών πρέπει να αφορά αποκλειστικά όσα ζητήματα άπτονται της χρήσης και του τύπου των προϊόντων και να μην επεκτείνεται στην «τεχνική τεκμηρίωση», η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με εμπορικά μυστικά ή λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες των κατασκευαστών, τα οποία θα πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση των αρχών, με σαφείς κανόνες που απουσιάζουν από την πρόταση κανονισμού.

5.9.2

Από το κείμενο της πρότασης συνάγεται ότι την ευθύνη για τυχόν ζημίες που έχει προκαλέσει ένα μη ασφαλές προϊόν φέρει ο κατασκευαστής του· ωστόσο, θα ήταν ορθότερο να ορίζεται ότι η εν λόγω βεβαίωση θα έχει δεκαετή ισχύ. Για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας θα ήταν σκόπιμο στο άρθρο 8 παράγραφος 6 να αντικατασταθεί η φράση «Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν» από τη φράση «Οι κατασκευαστές φέρουν την ευθύνη», διατύπωση πιο συναφής με την υποχρέωση που περιγράφεται. Η ίδια αλλαγή πρέπει να γίνει –με τις απαραίτητες τροποποιήσεις– στην αναφορά στους εισαγωγείς και στην ευθύνη τους, καθώς και στην απαίτηση τήρησης τεχνικής τεκμηρίωσης για μια δεκαετία, ομοίως με τους υπόλοιπους οικονομικούς φορείς.

5.9.3

Προκειμένου να μπορεί ο καταναλωτής να ασκεί χωρίς προσκόμματα το δικαίωμά του να ενημερώνονται για το εκάστοτε προϊόν, θα ήταν προτιμότερο στο άρθρο 8 παράγραφος 7 –το οποίο προβλέπει ότι η «διεύθυνση (της εταιρείας) πρέπει να υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον κατασκευαστή»– να ορίζεται ότι ο τρόπος της εν λόγω επικοινωνίας δεν πρέπει να είναι ακριβός για τον καταναλωτή, έτσι ώστε αυτός να μην επιβαρύνεται έμμεσα.

5.10   Όσον αφορά τα προϊόντα που «δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή», η ΕΟΚΕ ζητά να προβλεφθεί το ύψιστο επίπεδο ασφάλειας, και δη για τα προϊόντα υπό μορφή παιχνιδιών, στα οποία πρέπει να εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις της οδηγίας για την ασφάλεια των παιχνιδιών προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των ανηλίκων.

5.11   Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ιχνηλασιμότητας των προϊόντων καθ’ όλη την αλυσίδα εφοδιασμού καθότι κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ευκολότερος ο εντοπισμός των οικονομικών φορέων και η λήψη διορθωτικών μέτρων κατά των μη ασφαλών προϊόντων, είτε πρόκειται για ανακλήσεις είτε για αποσύρσεις.

5.12   Ως προς την ενωσιακή νομοθεσία που προβλέπει το τεκμήριο συμμόρφωσης, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι με την παρούσα πρόταση αναβαθμίζεται η λειτουργία τους σημερινού συστήματος. Εντούτοις για λόγους ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να διευκρινιστούν οι μεταβατικές διατάξεις και το τεκμήριο συμμόρφωσης.

5.12.1   Δεδομένης της σημασίας της τυποποίησης, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να δοθούν στους καθ’ ύλην αρμόδιους οργανισμούς της ΕΕ τα απαραίτητα μέσα για την αύξηση της παραγωγικότητάς τους και τη διασφάλιση υψηλής ποιότητας. Επίσης, πρέπει να εκπροσωπούνται πιο αποτελεσματικά σε αυτούς οι καταναλωτές.

5.13   Κατ’ αρχήν, οι διατάξεις που διέπουν τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις φαίνονται εύλογες, αλλά δεν είναι λογικό να χορηγείται η εξουσιοδότηση επ’ αόριστον. Εξάλλου, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε καίρια ζητήματα, αλλά να περιορίζονται στα όρια της αρχικής πράξης. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμη η επιλογή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο α) της πρότασης, σε αντίθεση με αυτές του επόμενου στοιχείου β), οι οποίες είναι πιο αμφισβητήσιμες.

5.14   Όσον αφορά τις κυρώσεις, η ΕΟΚΕ προκρίνει την εναρμόνιση των τύπων παράβασης και των αντίστοιχων προβλεπόμενων κυρώσεων (10), ειδάλλως η απλή και γενικόλογη μνεία ότι οι «κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές» ενδέχεται να οδηγήσει σε στρεβλή λειτουργία της αγοράς.

5.14.1   Τέλος κατά την ΕΟΚΕ, η συμμόρφωση με τις διατάξεις της πρότασης κανονισμού προς γενικό όφελος των καταναλωτών, προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη θα διαθέτουν κατάλληλα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα και λοιπά μέσα προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Βρυξέλλες, 22 Μαΐου 2013.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Henri MALOSSE


(1)  Ψήφισμα του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 1975, περί προκαταρκτικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για πολιτική προστασίας και ενημερώσεως των καταναλωτών. ΕΕ C 92 της 25.4.1975, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 167 της 5.7.1986, σ. 1.

(3)  Βάσει του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1985, ΕΕ C 136 της 4.6.1985, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 24.

(5)  ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

(6)  ΕΕ C 367 της 20.12.2000, σ. 34.

(7)  Απόφαση 2004/418/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 151 της 30.4.2004, σ. 84).

(8)  Σ.τ.μ. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά την ελληνική απόδοση της πρότασης κανονισμού

(9)  ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29.

(10)  Για παράδειγμα, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1071/2009 ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 51.